Ανδρέας Φραγκιάς, Ο λοιμός, Κέδρος 1972, σελ. 252
«Ο λοιμός» είναι ένα γκροτέσκο μυθιστόρημα που παραπέμπει, όπως είναι γενικά παραδεκτό (από την google σίγουρα), στη Μακρόνησο. Εγώ νομίζω όχι μόνο.
Οι καταδικασμένοι καταφτάνουν με το πλοίο, πράγμα που υποδηλώνει ότι πιθανότατα βρίσκονται σε νησί. Θα μπορούσε όμως να παραπέμπει και σε Γκουλάγκ. Αναφορές που θυμίζουν δίκες της Μόσχας οδηγούν σε αυτή τη σκέψη. «Ο λοιμός» δεν παραπέμπει μόνο στη Μακρόνησο, αλλά και σε κάθε αναμορφωτήριο, οποιουδήποτε καθεστώτος, που προσπαθεί να υποτάξει τη σκέψη ώστε να επιβάλλει τη συμμόρφωση σ’ αυτό.
Είπαμε ότι το μυθιστόρημα είναι γκροτέσκο. Το πιο γκροτέσκο κατά τη γνώμη μου είναι ότι οι καταδικασμένοι στην αναμόρφωση ζουν μέσα σε τάφους. Όχι αυτούς τους οικογενειακούς, όπου στην Αίγυπτο ζουν κανονικά άστεγοι, αλλά σαν αυτούς που χώνουν πρόσκαιρα τους νεκρούς για να γίνει μετά από τρία χρόνια περίπου η εκταφή και η αποκομιδή των οστών. Μόνο που εδώ αντί για ένα χωράνε τρία άτομα – μόλις. Ο τάφος είναι σκεπασμένος από πάνω με κάτι σαν αντίσκηνο, για τη βροχή.
Οι παράλογες τιμωρίες είναι το πιο χαρακτηριστικό αυτής της «αποικίας των τιμωρημένων». Όταν πλάκωσαν οι μύγες (μου θύμισαν τις «Μύγες» του Σαρτρ) οι κατάδικοι ήταν υποχρεωμένοι να πιάνουν κάθε μέρα 20 μύγες, αλλιώς υφίσταντο τιμωρίες, με πρώτη και καλύτερη τη στέρηση φαγητού. Δεν ήταν πάντα εύκολο, και το πόσο εύκολα ή δύσκολα θα τις έπιαναν εξαρτιόταν από το πόστο στο οποίο δούλευαν.
Τα ποντίκια ήταν μια άλλη «πληγή του φαραώ», από την οποία υπέφεραν οι κρατούμενοι. Αυτά εμφανίστηκαν αργότερα από τις μύγες.
Οι καχυποψίες και τα αλληλοκαρφώματα ήταν ίσως το πιο σημαντικό, γιατί καταρράκωναν το ηθικό και την προσωπικότητα των καταδικασμένων.
Σημαντικό στο βιβλίο είναι η έλλειψη κάποιας ιδεολογίας, η οποία χαρακτηρίζει τους καταδικασμένους σε πραγματικές συνθήκες, όπως ο κομμουνισμός στη Μακρόνησο, ο αντικομουνισμός στα γκουλάγκ, ο αντιναζισμός στα χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Νομίζω το έκανε σκόπιμα ο συγγραφέας για να δώσει μια γενικότητα στο συμβολισμό της αποικίας των τιμωρημένων.
Ένα χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος είναι ότι τα πρόσωπα δεν χαρακτηρίζονται με τα ονόματά τους, αλλά με κάτι σαν παρατσούκλι, που παραπέμπει σε κάποιο χαρακτηριστικό τους ή σε κάποιο επεισόδιο από τη ζωή τους εκεί. Έτσι έχουμε την περιδεή, τον ευεργέτη, τον επιεική, τον εκκρεμή, τον καταστροφέα, τον αδικημένο, τον άρπαγα, τον αυτόχειρα, τον κάτωχρο, τον κυνηγό, τον διψασμένο.
Και τώρα να δώσουμε κάποια αποσπάσματα.
«Κουβάλησε την πέτρα σου αμίλητος. Ο φίλος του έλεγε ότι η μεγάλη πείρα σ’ αυτόν τον τόπο είναι να περνάς απαρατήρητος. Να μη σε ξέρει κανείς, να μη σε θυμούνται. Να είσαι ανώνυμος, άμορφος, χωρίς παρόν για τους άλλους» (σελ. 51).
Λάθε βιώσας, περισσότερο εδώ παρά στον έξω κόσμο.
«Ο πληθυσμός αυξήθηκε και δε χωράει πια στους οικογενειακούς τάφους [είπαμε, δεν είναι οικογενειακοί]. Όσοι περισσεύουν κοιμούνται τώρα είκοσι και σαράντα μαζί. Τα ποντίκια κινούνται ελεύθερα στο στενό διάδρομο που μένει ανάμεσα στις αντικρυστές πατούσες. Εκεί μπορούν να διαλέξουν άνετα την τροφή τους από τα βρώμικα ιδρωμένα δάχτυλα» (σελ. 62).
Φαντάζομαι θα ξέρετε ότι τα ποντίκια ναρκώνουν με το σάλιο τους την περιοχή που θέλουν να φάνε, και εσύ δεν παίρνεις χαμπάρι. Πολλοί ξύπνησαν με φαγωμένα αυτιά ή μύτη.
«Προχτές, ένας επόπτης έγραψε πάλι τον εκκρεμή, γιατί, καθώς είπε, την ώρα της ομιλίας προσπαθούσε να επωφεληθεί από τη σκιά που άφηνε ο μπροστινός του. Αυτό συμβαίνει καμιά φορά, όταν ο ήλιος σε κτυπάει κατακούτελα και συ μένεις ώρες ακίνητος (σελ. 74).
Ομιλίες δεν κάνουν μόνο στις αποικίες των τιμωρημένων, αλλά και στο στρατό. Την περίοδο της χούντας που υπηρέτησα τη θητεία μου το λέγανε Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση. Θυμάμαι έναν φουκαρά αρχιλοχία να μας μιλάει, καταϊδρωμένος από την προσπάθεια, για τον «διαλεκτικό κομμουνισμό».
Δεν τα ήξερε και τόσο καλά ο φουκαράς.
«Πώς με ξεχώρισαν ανάμεσα σε τόσες χιλιάδες ότι δεν άνοιξα το στόμα μου;» (σελ. 75).
Εγώ το άνοιγα, αλλά δεν έβγαζα φωνή. Αυτό στην Κόρινθο, νεοσύλλεκτος. Πώς το πήρε χαμπάρι ο δόκιμος εκπαιδευτής δεν ξέρω. (Θυμάμαι το όνομά του, Στράνης, γιατί από το λόφο του Στράνη ο Σολωμός, ακούγοντας τους κανονιοβολισμούς στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, εμπνεύστηκε και έγραψε τον Ύμνο στην Ελευθερία. Παράξενος τύπος, странный στα ρώσικα). Έτρεξε προς το μέρος μου και έκανε χωνί την παλάμη του δίπλα στο στόμα μου. Δεν είχα άλλη επιλογή παρά να τραγουδήσω κι εγώ, έναν ύμνο της χούντας, δεν θυμάμαι.
Α, πιο κάτω διαβάζω:
«Συνελήφθησαν ακόμα και μερικοί κίβδηλοι ζητωκραυγαστές που ανοίγουν μια πήχυ το στόμα τους χωρίς να βγαίνει κανένα ζήτω» (σελ. 80).
«-Θα υπογράψεις;
-Αυτό θα το συζητήσουμε κάποια άλλη φορά (σελ. 181). (το «άλλοτε» που διαβάζω είναι λάθος, σημαίνει κάποτε στο παρελθόν)»
Αυτό παραπέμπει καθαρά στη Μακρόνησο.
«Πρόσεξε. Σε καίει μήπως κάποιος σε υποπτεύεται. Είναι πολύ χειρότερο από τη δίψα» (σελ. 196).
Υπήρχε άραγε τόση μεγάλη καχυποψία ανάμεσα στους μακρονησιώτες;
«Οι ήρωες έχουν πάντα κάποια δημοσιότητα, αλλιώς είναι κοινά θύματα» (σελ. 212).
Οι περισσότεροι ξέρουν μόνο τον Μπελογιάννη. Εγώ ξέρω και τον Μπάτση. Τους άλλους δυο πόσοι τους ξέρουν;
«Προσπαθείς να είσαι αδιάφορος, μιλάς με μια φωνή ψεύτικη, έτσι που να μη χωράει καμιά παρεξήγηση στην κουβέντα, να μην υπάρχει κανένα διφορούμενο, ακόμα και για τον πιο κακόπιστο ή για τον πιο στενό σου φίλο» (σελ. 236).
Για την καχυποψία που λέγαμε.
Και το τέλος, που παραπέμπει ολοκάθαρα στη Μακρόνησο.
«Εκεί φέρανε και τα κασόνια με τις αγριόγατες που μάζεψαν στο βουνό. Έβαλαν τον καθένα σ’ ένα σακί και ρίξανε μέσα του και μια γάτα. Δέσανε σφιχτά το σακί με χοντρό σκοινί κι άρχισαν να χτυπούν τη γάτα. Ύστερα βούτηξαν το σακί στη θάλασσα. Το τράβηξαν. Το βουτούσαν και το ξανατραβούσαν πολλές φορές.
Ακούστηκαν πολλά γι’ αυτές τις επιχειρήσεις. Έγιναν κάπως κρυφά και διαδόθηκαν πολλές εκδοχές. Η αλήθεια είναι πως οι εκπληκτικοί εκείνοι άνθρωποι επέζησαν».
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου, μια γκροτέσκα αλληγορία για το παράλογο των ενεργειών της Αριστεράς, ολοκληρώθηκε την χρονιά που εκδόθηκε ο «Λοιμός» και εκδόθηκε τρία χρόνια αργότερα.
Σκληρό μυθιστόρημα, το διάβασα με δυσκολία. Χωρίς σασπένς, εικονογραφεί ακραίες καταστάσεις σαν ένα μυθιστόρημα φαντασίας, έστω και αν παραπέμπει σε κάτι πραγματικό. Ένα μυθιστόρημα που δεν θα ήθελα με τίποτα να ξαναδιαβάσω, όπως και το «Κιβώτιο» άλλωστε· που μου το έκανε δώρο ο λυκειάρχης μου, που τον πήγαινα με το αυτοκίνητό μου στο σχολείο (3ο λύκειο Νίκαιας) μια και ήταν στο δρόμο μου. Ήξερε ότι ήμουν αριστερός, θεολόγος αυτός.
No comments:
Post a Comment