Saturday, October 21, 2023

Ελένη Γούλα, Όταν περάσει η εποχή των ταξιδιών και έλθει ο καιρός των δέντρων

Ελένη Γούλα, Όταν περάσει η εποχή των ταξιδιών και έλθει ο καιρός των δέντρων, Μανδραγόρας 2015, σελ. 139

 


  «Διηγήματα και εικόνες» είναι ο υπότιτλος του βιβλίου. Διηγήματα, δηλαδή αφηγήσεις ιστοριών, και εικόνες, εικόνες από μια εποχή, που ταυτοποιούνται τόσο χρονολογικά όσο και κοινωνικο-πολιτικά, συντομότατες. Ας ξεκινήσουμε δίνοντας ένα δείγμα από αυτές.

  Εικόνα 2, 8/12/2009

  «Συγκεντρώσεις, πορείες, ματ και συλλήψεις. Δεν μπορούσαμε όμως να ακυρώσουμε την εκδήλωση. Την είχαμε προγραμματίσει από καιρό. Είχαμε μοιράσει προσκλήσεις, είχαν γραφτεί τα κείμενα, είχαν γίνει οι πρόβες. Ο ρυθμός των πραγμάτων δεσμεύει πιο πολύ από τα ίδια τα γεγονότα πολλές φορές».

  Στα διηγήματα διαβάζουμε ιστορίες, ιστορίες «σπουδαίες και τέλειες» όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση πολλών από αυτών δίνει μια αμεσότητα, υποβάλλοντας την αίσθηση μιας αυτοβιογραφικής εξιστόρησης.

  Στο «Αίτιο-αποτέλεσμα» βλέπουμε για μια ακόμη φορά το μοτίβο «Τα σύνορα της αγάπης», μόνο που αυτή τη φορά τα σύνορα δεν ξεπερνιούνται.

  «-Να τον αφήσεις όσο είναι ακόμα καιρός!».

  Εδώ σου λένε «Παπούτσι από τον τόπο σου…» κι εσύ…

  Δεν θα τα διαβεί, ή μάλλον θα μείνει πάνω στα σύνορα, όπως στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού» του Αγγελόπουλου.

  «Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό —  εις όλην την ζωή του».

  Τη ζωή της.

  Η νοσταλγία θα την οδηγήσει στη γνωστή πολυκατοικία, όπου θα χαζέψει δυο ώρες στην ταράτσα της.

  «Κι εκείνη μπορεί κάποτε να ξεπερνούσε τις αναστολές της – ξεπερνιούνται άραγε και πώς; -και να συζούσε με έναν Μπόρι ή έναν Σαλίμ που θα της έφερνε στο κρεβάτι τον καφέ, που θα της έτριβε την πλάτη και τον αυχένα όταν κουραζόταν πολύ απ’ το καθημερινό τρέξιμο, που θα…».

  To «Στο προσκέφαλο» [της ετοιμοθάνατης] είναι ενδιαφέρον αφηγηματικά, καθώς αποτελείται σε μεγάλο μέρος του από πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των προσώπων της ιστορίας. Μου θύμισε το τελευταίο βιβλίο της Δέσποινας Αυγουστινάκη «Τα τρία σκαλοπάτια της αλήθειας», όπου την ιστορία την αφηγούνται τα τρία κεντρικά πρόσωπα κάθε ιστορίας, κάθε ένα με τη δική του προοπτική. Και βέβαια το «Ρασομόν» του Ακίρα Κουροσάβα.  

  Το δίδαγμα της «Προαγωγής»: μην κοινοποιείται τις ιδέες σας, ακόμη χειρότερα χειρόγραφά σας, γιατί μπορείτε να τα δείτε δημοσιευμένα με την υπογραφή ενός άλλου.

  Καίριο το ερώτημα στην «Αγάπη», ή μάλλον η απάντηση που δίνεται στο ερώτημα: μπορεί να αγαπάει κανείς ταυτόχρονα δυο γυναίκες, τη σύζυγό του και την γκόμενα;

  «Διπλή ζωή; Δυο οικογένειες;… -Σας αγαπώ. Όλους σας αγαπώ! Γιατί δεν μπορείτε να με πιστέψετε; Τι έχουν να κάνουν οι παπάδες, οι νόμοι κι ο κόσμος με την αγάπη;».

  Έχουν να κάνουν, αλλά σίγουρα η αγάπη είναι πιο πάνω.

  «Ο Παύλος ζει στο Καθαρτήριο [ο τίτλος του διηγήματος], έτσι νομίζει».

  Όμως μήπως τελικά δεν είναι η γη μας το καθαρτήριο, αλλά η ίδια η κόλαση;

  Οι κόλαση είναι οι άλλοι, λέει ο Σαρτρ στο «Κεκλεισμένων των θυρών».

  Ποιοι άλλοι;

  Οι λαθρομετανάστες, που μπορεί να σου την πέσουν για να σε ληστέψουν.

  Εν τάξει, δεν έχουν όλοι την εμπειρία του Παύλου, και ούτε όλοι οι λαθρομετανάστες είναι σαν αυτούς που του επιτέθηκαν.

  Πώς νοιώθει κανείς όταν το έργο του, ζωγραφικής όπως του Πέτρου, αλλά και κάθε τέχνης, δεν είναι ιδιαίτερα αξιόλογο;

  Στο διήγημα «Το παλτό του Πέτρου» εικονογραφείται αυτό πολύ παραστατικά.

  «Τι σημασία είχε αν πατούσε στην άκρη ή στη μέση τις πλάκες του πεζοδρομίου;», διαβάζουμε στο ίδιο διήγημα.

  Το είχα διαβάσει παλιά. Οι τέτοιες εμμονές υποκρύπτουν ψυχική διαταραχή, γιατί σίγουρα δεν έχει καμιά σημασία.

  Το διάβασα κάπου: Ο άντρας δεν ξεχνάει ποτέ την πρώτη του αγάπη, και η γυναίκα-την τελευταία.

  Ο Άγγελος είχε την Ελίζα σαν εμμονή. Προτίμησε κάποιον άλλο. Συγκινητική η συνάντησή τους μετά από είκοσι χρόνια, που όμως δεν είχε συνέχεια.

  «Μετά από εκείνη την έξοδο όμως – επ’ ευκαιρία της προαγωγής του – δεν τον ξαναείδαμε. Ούτε στο τηλέφωνο δεν μπορούσαμε να τον πετύχουμε».

  Η δική μας έξοδος ήταν για σουβλάκια.

  Θα το πάρεις το κορίτσι ή το κοροϊδεύεις;

  Θυμάμαι αυτή την ατάκα από τα παιδικά μου χρόνια.

  Τζάμπα θυσίασε την παρθενιά της η Βαλεντίνα. Την κορόιδεψε. Και το χτύπημα ήταν πολύ βαρύ γι’ αυτήν.

  «-Ήθελα να σου τα δείξω. Μόνο να τα μυρίσεις. Τα χορτάρια, τα δέντρα, τις πέτρες. Μόνο να έρθεις μαζί μου στην εξοχή, να περπατήσεις στο χορτάρι. Μια απλή καθημερινή χαρά. Δυο-τρεις κλεμμένες ώρες. Γιατί είναι τόσο δύσκολο αυτό Έλλη;».

  Πίσω από τα διηγήματα της Ελένης αναγνωρίζουμε καταστάσεις που βιώνονται από πολλούς, με τις απαραίτητες βέβαια παραλλαγές. Εδώ: Τι θυσίες είσαι διατεθειμένος/η να κάνεις για εκείνον/η που αγαπάς;

  «“Αν δεν μείνω μόνη μου, θα πεθάνω”. Δεν τον ήθελε άλλο. Δεν ήθελε τα φιλιά του, την αγκαλιά του, το κορμί του κοντά στο δικό της. Την ανάσα του πάνω απ’ τη δική της».

  Ξέρω τρεις παρόμοιες περιπτώσεις.

  «Δεν παραπονιέμαι ούτε μιζεριάζω, κι αυτό το αποδίδω κυρίως στο θετικό παράδειγμα του Λευτέρη. Τόσο πείσμα παρά την αναπηρία του!».

  Ντρέπομαι που το λέω, αλλά προσπαθώ να φέρνω στο μυαλό μου τον Μιχάλη κάθε φορά που νιώθω να μιζεριάζω.

  Είμαι σίγουρος ότι διαβάζοντας τα διηγήματα της Ελένης Γούλας θα αναγνωρίσετε κι εσείς παρόμοια πρόσωπα και παρόμοιες καταστάσεις, δικές σας, φίλων ή γνωστών σας.

  Συνήθως σε μια βιβλιοκριτική γράφω «Εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο». Εδώ θα γράψουμε, «Ελπίζουμε να ήταν καλοτάξιδο το βιβλίο».

  Εκδόθηκε πριν οκτώ χρόνια.

 

No comments:

Post a Comment