Sunday, August 4, 2024

Εμμανουήλ Ροΐδη, Συριανά διηγήματα

 

Εμμανουήλ Ροΐδη, Συριανά διηγήματα, Βίπερ χχ, σελ. 181

 


  Στο εσώφυλλο το γράφει: δεν είναι μόνο συριανά, αλλά και άλλα διηγήματα (κατά το δικό μου «Κατωχωρίτικες και άλλες ιστορίες»).

  Έχω διαβάσει σίγουρα για τρίτη φορά την «Πάπισσα Ιωάννα», αλλά «ουκέτι χρόνος» για να την ξαναδιαβάσω και να γράψω. Νεανικό έργο, το έγραψε σε ηλικία μόλις τριάντα ετών, το 1866. Χιουμοριστικό, σατιρικό, απολαυστικό. Το πρώτο του διήγημα το έγραψε 30 χρόνια αργότερα.

  Είναι και αυτός «συγγραφέας του πραγματικού», όπως κι εγώ στα δικά μου διηγήματα που έχουν τίτλο «Το Φραγκιό» (Βλέπω είναι εξαντλημένο, αλλά  όσοι έχετε την περιέργεια μπορείτε να τα διαβάσετε εδώ). Σ’ αυτά αναφέρει προσωπικές ιστορίες ή ιστορίες που του αφηγήθηκαν. Η σάτιρα υπάρχει σε πολλά απ’ αυτά, όμως είναι το περισσότερο αγέλαστη.

  Όπως και ο Βενιζέλος, ενώ υποστηρίζει την δημοτική γράφει στην καθαρεύουσα. Εξαίρεση θα αποτελέσει το διήγημα «Μηλιά», στο οποίο όμως υπάρχουν καθαρευουσιάνικα στοιχεία.

  Διάβασα την «Ψυχολογία συριανού συζύγου» χωρίς να υποπτευθώ ότι την είχα ξαναδιαβάσει. Είναι το τρίτο έργο που συζητήθηκε στη Λέσχη Ανάγνωσης της Πλατείας Βικτωρίας, που συστάθηκε με πρωτοβουλία του φίλου μου του Γιάννη του Πούλου και στην οποία άρχισα να συμμετέχω απ’ αυτή την τρίτη συνάντηση. Αφού τη διάβασα κοίταξα το ευρετήριο με τις αναρτήσεις μου και είδα ότι είχα γράψει γι’ αυτήν, καθώς και για δυο άλλα διηγήματα, την «Ιστορία ενός σκύλου» και την «Ιστορία μιας γάτας», για τα οποία έκανα ενιαία ανάρτηση. Παραπέμπω λοιπόν σ’ αυτές τις δυο αναρτήσεις, συμπληρώνοντας μόνο στην «Ψυχολογία συριανού συζύγου» ότι τον φίλο του τον κεράτωνε η γυναίκα του και το έκανε γαργάρα.

  Στο «Ξεστούπωμα» μιλάει για μια φάρσα που έκαναν σε μια φουκαριάρα.

  «Επεριμέναμεν φωνάς, ύβρεις, κατάρας ή και πετροβόλημα. Ουδέ λέξιν όμως μας είπεν, αλλ’ ηρκέσθη να στενάξη· Αδύνατον όμως είναι να λησμονήσω το άφωνον παράπονον του βλέμματος αυτής, όταν επέρασεν έμπροσθέν μας επιστρέφουσα να μεταγεμίση το βαρέλι της εις την μακράν απέχουσαν βρύσιν» (σελ. 52).

  Οι τύψεις θα τον κατατρύχουν, και θα διαπιστώσει το ίδιο και για τον φίλο του, όταν τον συνάντησε μετά από 20 χρόνια.

  Στο «Παράπονο ενός νεκροθάπτου» σατιρίζει τους πολιτικούς. Αντί να γράψω κάτι για την πλοκή θα παραθέσω απλώς τη μαντινάδα ενός χωριανού μου.

  Ίσαμε που ’χα αψήφιστα, πού ’σαι Γιαννιό Γιαννάκο/ απόκεια κι εποψήφισα, όξω αραπατσάκο.

  Αραπατσάκος ήταν το παρατσούκλι του.

  Αλλά να παραθέσουμε και ένα απόσπασμα.

  «Το “συ φταις γιατί μ’ επίστεψες” άφησέ το εις τους λωποδύτας του χρηματιστηρίου. Όσον ευκολώτερα πιστεύομεν και ταχύτερα λησμονούμεν, τόσο μεγαλειτέρα είναι η ασυνειδησία εκείνων που μας απατούν».

  Ένα από τα τρία αυτοβιογραφικά μου βιβλία, ανέκδοτα φυσικά, έχει τίτλο «Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά», και υπότιτλο «Εγώ το ξέχασα και το πλήρωσα». Οι φίλοι μου ξέρουν σε τι αναφέρομαι.

  Στην «Ιστορία ορνιθώνος» ο Ροΐδης λέει πόσο μοιάζουν τα ζώα με τους ανθρώπους σε συμπεριφορές. Αυτό το ξέρω και εγώ από τη μελέτη της γάτας.

  Και περνάμε στα άλλα διηγήματα.

  Τα «Εφήμερα» είναι μια παραβολή, για να δείξει ο Ροΐδης πόσο πρέπει να εκτιμούμε τη ζωή. Τα εφήμερα είναι έντομα που έχουν μόνο μιας μέρας ζωής. Carpe diem, το έλεγαν οι ρωμαίοι.

  Η «Ιστορία ενός τουφεκισμού» μου θύμισε την περίπτωση του Ντοστογιέφσκι, αλλά και του Μάριου στην «Τόσκα» του Πουτσίνι.

  Στον Ντοστογιέφκι και στους συντρόφους του ανακοίνωσαν τη χάρη, κατ’ εντολή του τσάρου, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο αρχηγός της αστυνομίας Σκάρπια παραμύθιασε την Τόσκα ότι η εκτέλεση του Μάριου θα ήταν ψεύτικη, όμως ήταν πραγματική. Έτσι και στο διήγημα του Ροΐδη, παραμύθιασαν τον καταδικασμένο σε θάνατο στρατιώτη ότι θα είναι ψεύτικη η εκτέλεσή του για να μη δειλιάσει και εξευτελιστεί ο στρατός κατοχής. Το παραμύθιασμα το έκανε ένας παπάς.

  Στο «Πανδαμάτειρα και πανδαμάτωρ» ο Ροΐδης πιθανότατα δοκιμιογραφεί με το πρόσωπο ενός από τους ήρωες του διηγήματος, υποστηρίζοντας την υπεροχή του χορού έναντι του δράματος και του μελοδράματος.

  Στο διήγημα βλέπω μια επιβεβαίωση της αντίληψής μου ότι το ιδίωμα που μιλιόταν στην Αθήνα μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν παραπλήσιο με αυτό του κρητικού. Διαβάζω «Καπουκίνων» αντί «Καπουτσίνων» (το πρώτο μου το υπογραμμίζει ως λάθος ο διορθωτής του word). Τότε προφερόταν όπως και στα κρητικά, καπουchίνων, όμως τώρα πια η πιο κοντινή προφορά είναι με τς. Το έχω ξαναγράψει, η κρητική διάλεκτος είναι πιο πλούσια σε ήχους από ό,τι η κοινή νεοελληνική. Αν θέλετε περισσότερα, διαβάσετε εδώ.

  Το παρακάτω είναι ένα σατιρικό σχόλιο για την αυτοκτονία.

  «Περιφρονηθείς παρ’ αυτής, εσκόρπισεν δια πιστολίου τον μυελόν του, ενώ τούτο απεδείκνυε ότι ο άνθρωπος μυελόν δεν είχεν» (σελ. 111).

  Σήμερα πια οι άντρες δεν αυτοκτονούν, απλά σκοτώνουν τη γυναίκα.

  Από το παραμύθι «Η μηλιά» που ακολουθεί, θα παραθέσουμε το σατιρικό τέλος.

  «…και από τότε εγεννήθη και σώζεται ακόμη εις πολλά μέρη η συνήθεια να δίδεται εις τον πλέον αγράμματον το υπουργείον της παιδείας» (σελ. 125).

  Ο «Μονόλογος ευαίσθητου» είναι μια σάτιρα του αναίσθητου που θέλει να περνιέται για ευαίσθητος.

  «Η πρώτη του μονομαχία» είναι μια χιουμοριστική ιστορία, ένα καψόνι που έκαναν στον νέο.

  Στην «Κυνομυομαχία», που αν υπήρξε σίγουρα είναι σε βαθμό υπερβολής, διαβάζουμε: «Το μέγεθος αυτών [των ποντικών] ήτο όσον μεγάλης γαλής» (σελ. 139).

  Και θυμήθηκα μια ιστορία που μου είπε ο δάσκαλός μου στη λύρα, κατασκευαστής κιόλας από τον οποίο αγόρασα τη λύρα μου (Σήφης Μπουζάκης, καλή του ώρα εκεί που βρίσκεται), ότι είδε στη γειτονιά έναν γάτο να παλεύει με έναν ποντικό που ήταν στο μέγεθός του. Κατάφερε να τον σκοτώσει, όμως του είχε προκαλέσει τέτοια τραύματα που σε λίγες μέρες ο γάτος ψόφησε.

  «Τα ευτυχήματα της αρρώστιας» είναι επίσης ένα χιουμοριστικό διήγημα. Για το «ευτύχημα της αρρώστιας των μαθητών» έχω ιδίαν αντίληψιν, και σαν μαθητής που υπήρξα αλλά και σαν καθηγητής, και ξέρω ότι από μια άποψη το χαίρονται. Ο γιος μου μια φορά που ήταν μια βδομάδα άρρωστος, διάβαζε κάθε μέρα και από ένα τόμο του Χάρι Πότερ. Είμαι σίγουρος ότι δεν βιαζόταν να ξερωστήσει.

  «Το θέατρον του Γιλδιζ-κιοσκ» ήταν το θέατρο του σουλτάνου. Έλεγε στους ηθοποιούς την υπόθεση, ποιον από τους αυλικούς του θα σατίριζαν, και αυτοί αυτοσχεδίαζαν όπως στην commedia dellarte.

  Στον «Άγιο Σώστη» ο Ροΐδης πάλι δοκιμιογραφεί με το πρόσωπο του συνομιλητή του. Ο λόγος του συνοψίζεται στο «κάθε πέρσι και καλύτερα», ή καλύτερα «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας» (Δεν έχω διαβάσει αυτό το έργο του Φρόιντ, και το βρίσκω χλωμό να το διαβάσω).

  Στην «Ιστορία ενός πιθήκου» διαβάζουμε σίγουρα μια αληθινή ιστορία, με την οποία ο Ροΐδης δείχνει ακόμη μια φορά πόσο τα ζώα είναι κοντά στον άνθρωπο.

  Όσο για αυτά που λέει για την παρθενιά στο τελευταίο διήγημα, «Η τιμή των γυναικών», δεν με βρίσκουν σύμφωνο.

  Καθώς με ενδιαφέρει το αφηγηματικό έργο ενός συγγραφέα, τον Ροΐδη τον έχω εξαντλήσει.

  Λένε «Ποτέ μη λες ποτέ».

  Ίσως ξαναδιαβάσω την «Πάπισσα Ιωάννα».

  Έγραψε την ίδια περίοδο με τον Ανδρέα Λασκαράτο. Βλέπουμε και σ’ αυτόν τα ίδια χαρακτηριστικά: Αντικληρικαλιστικό πνεύμα, σατιρικό χιούμορ που καταφέρεται κυρίως εναντίον των πολιτικών, και φιλοζωικό πνεύμα. «Η ιστορία ενός γαϊδάρου» ήταν το προηγούμενο βιβλίο που διάβασα.

No comments:

Post a Comment