Εμμανουήλ Ροΐδης, Ψυχολογία συριανού συζύγου (1894)
Πριν εννιά μήνες
διάβασα την «Ιστορία ενός σκύλου» και την «Ιστορία μιας γάτας» του Ροΐδη και έκανα ενιαία
ανάρτηση. Δυστυχώς δεν έχω γράψει για την «Πάπισσα Ιωάννα» που τη διάβασα δυο
φορές. Ο λόγος; Δεν είχα ακόμη blog.
Πριν λίγες μέρες με
επισκέφτηκε ο φίλος μου ο Γιάννης και μου μίλησε με ενθουσιασμό για την
«Ψυχολογία συριανού συζύγου», την οποία συζήτησαν σε μια καινούρια λέσχη
ανάγνωσης. Έκανε τη σύγκριση με την «Μαντάμ Μποβαρί»,
δεν θυμάμαι αν τη συνέκρινε και με τον
«Αιώνιο σύζυγο» του Ντοστογιέφσκι (βλέπω ότι ούτε και γι’ αυτόν έχω γράψει).
Αποφάσισα λοιπόν να την διαβάσω.
Καθώς είμαι λάτρης
του χιούμορ, ενθουσιάστηκα· τόσο πολύ μάλιστα, που λέω σιγά σιγά να διαβάσω τα
πεντάτομα άπαντά του.
Ο πρωτοπρόσωπος
αφηγητής στο πρόσωπο της γυναίκας του σατιρίζει τις συριανές συζύγους, όπως
υποδηλώνει άλλωστε και ο τίτλος του διηγήματος, όμως ταυτόχρονα
αυτοσατιρίζεται. Διάβασα κάπου ότι όποιος αυτοσατιρίζεται δεν κινδυνεύει να
τρελαθεί. Βέβαια οι άλλοι τον περνάνε για τρελό, μόνο ένας τρελός μπορεί να
σατιρίζει τον εαυτό του, πράγμα βέβαια που δεν είναι αλήθεια, δεν έχω υπόψη μου
κανένα τρελό που να αυτοσατιρίζεται, αν και αυτό οφείλεται στο ότι δεν έχω γενικώς
υπόψη μου κανένα τρελό. Όμως να δώσουμε κάποια δείγματα γραφής του Ροΐδη.
«Νομίζω ότι πολύ
πρωτύτερα από τον Βίσμαρκ εφευρήκα εγώ το “Μακάριοι οι κατέχοντες”» (Τόμος 5ος,
σελ. 38).
Αυτό εδώ δεν το εφηύρε
κανείς άλλος, το λέω πρώτος εγώ: «Ουαί τοις μη κατέχουσι».
«Πλην των
Χριστουγέννων, του Πάσχα και των άλλων μεγάλων εορτών, επικρατεί η συνήθεια εις
στην Σύραν να νηστεύουν και τας παραμονάς των μεγάλων χορών» (σελ. 40).
Για να μπορούν τότε να
την κάνουν ταράτσα.
«Έκαμεν εργολαβίαν
με όλον τον κόσμον και εξακολουθεί μετά τον γάμον της τα ίδια» (σελ. 41-42).
Τα συμφραζόμενα
δείχνουν σαφέστατα μια ακόμη σημασία της λέξης «εργολαβία».
«Δεν πιστεύω να
υπάρχει εις τον κόσμον μαλακωτέρα της ιδικής μου καρδίας. Αν επρόκειτο να σφάξω
ο ίδιος τα ορνίθια, τα οποία τρώγω, νομίζω ότι θα επροτιμούσα να τρέφωμαι με
πίτυρα καθώς εκείνα» (σελ. 48).
Κι εγώ το ίδιο. Και
σ’ αυτό φαίνεται έμοιασα στη μητέρα μου. Όσες όρνιθες φάγαμε τις έσφαξε όλες ο
πατέρας μου, η ίδια ούτε να το διανοηθεί να σφάξει, έστω και μία.
«Κάλλιστα τω όντι
εγνώριζα ότι όλα δύναται γυνή να συγχωρήσει, και απιστίας και ύβρεις, και ξύλον
και παν άλλο, πλην ενός μόνου, το να την αγαπά τις περισσότερον παρ’ όσον της
αξίζει» (σελ. 48).
Ίσως πράγματι να
αληθεύει.
«Απαραίτητος όρος
αρμονικής συμβιώσεως με γυναίκα φιλάρεσκον είναι ν’ αποκρύπτει τις επιμελώς εις
αυτήν δύο τινά: τα εννέα δέκατα της αγάπης του και το ήμισυ τουλάχιστον της
περιουσίας του» (σελ. 52).
Για το δεύτερο, ούτε
συζήτηση. Όσο για τα πρώτο, το ήμισυ θα έλεγα ότι είναι αρκετό.
«…ενώ εκάπνιζε η
αλόη εντός χρυσού θυμιατηρίου…» (σελ. 53).
Είμαι περίεργος να
δω τι μυρωδιά βγάζει. Θα κόψω δυο τρία φύλλα από τη γλάστρα, θα τα ξεράνω, και
θα αγοράσω και ένα θυμιατήρι. Μπορεί να το χρειαστώ και αργότερα, αν αληθεύει η
παροιμία ότι «όταν γεράσει ο διάβολος καλογερεύει», πράγμα που το επιβεβαίωσα
με τον πατέρα μου. Όσο πλησιάζουμε προς το τέρμα του βίου μας θέλουμε να
κρατάμε πισινές.
Το επόμενο κείμενο
με ενδιέφερε, και το διάβασα αμέσως μετά. Έχει τίτλο «Ο Βάγνερ εν Βαϋρέιτ». Σ’
αυτό δεν είδα να μιλάει ο Ροΐδης ιδιαίτερα για τον Βάγκνερ,
περισσότερο αναζητεί την αιτία γιατί δεν υπάρχουν γυναίκες μουσικοσυνθέτριες
παρά μόνο άντρες, ενώ αρκετές διαπρέπουν σε άλλες τέχνες, όπως η γλυπτική, η
ζωγραφική και η λογοτεχνία. Αξίζει να παραθέσουμε το επιχείρημά του.
«…πολύ μάλλον παρά
κατά τον όγκον του εγκεφάλου μειονεκτούσιν ημών αι γυναίκες κατά το μέγεθος της
καρδίας. Πρόχειρον τούτου απόδειξιν νομίζομεν ότι παρέχει η μελέτη των έργων
εις τα οποία κατώρθωσαν κατά το μάλλον ή ήττον να ευδοκιμήσωσι και ιδίως των
φιλολογικών. Τα άριστα τούτων διακρίνονται προ πάντων δια την οξύτητα της
παρατηρήσεως, την ακρίβειαν της περιγραφής, την χάριν και την ικανότητα ην
έχουσιν αι γυναίκες να διακρίνωσι κάλλιον ημών τας λεπτότητας και τας
λεπτομερείας, απαραλλάκτως ως αι μικραί πλάστιγγες ζυγίζουσι τα μικρά βάρη
ακριβέστερον από τας μεγάλας, ουδέν όμως γνωρίζομεν το δυνάμενον να συγκριθεί
κατά την βαθύτητα του αισθήματος και την έντασιν του πάθους προς τα ανδρικά.
Μόνον ούτω δύναται να εξηγηθεί πώς συμβαίνει, ότι εις παν άλλο δύνανται μέχρι
τινός να ευδοκιμήσωσι δια των ανωτέρω προσόντων αι γυναίκες πλην μόνης της
μουσικής συνθέσεως, της απαιτούσης ανώτερον του ιδιάζοντος εις την γυναικείαν
φύσιν ποσόν συγκινήσεως και πάθους» (σελ. 59).
Τώρα που ξαναδιάβασα
τις παραπάνω γραμμές πριν αναρτήσω, σκέφτηκα ότι ξέρω αρκετές περιπτώσεις
ανδρών που έχουν πάθει έμφραγμα, όμως καμιά περίπτωση γυναίκας. Όχι, θυμήθηκα
μια, την τέως γυναίκα ενός φίλου. Τα δάκρυα στις γυναίκες είναι πιο εύκολα, όμως
φαίνεται ότι πιο ευσυγκίνητοι είναι οι άνδρες.
«Άλλα
ενδιαφέροντα με απέσπασαν από τη μουσική. Εξακολουθούσα να ακούω, αλλά χωρίς το
πάθος πια να τη μελετώ. Πριν δέκα χρόνια αναζωπυρώθηκε το πάθος αυτό ακούγοντας
στο Τρίτο, στο οποίο ήταν συντονισμένο πάντα το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου μου,
ένα κομμάτι της Σοφίας Γκουμπαϊντούλινας που με ενθουσίασε. Άκουσα όσα κομμάτια
της μπόρεσα να βρω, και αγόρασα ένα βιβλίο για τη σύγχρονη μουσική».
Το πάθος αυτό που
είχε καταλαγιάσει αναζωπυρώθηκε πάλι πρόσφατα. Άκουγα από το Τρίτο πρόγραμμα
ένα κομμάτι σύγχρονης μουσικής και έκανα τι σκέψη «Μα τι υπέροχο που είναι!»,
και όταν τέλειωσε ήταν ευχάριστη έκπληξη για μένα να ακούσω τον παρουσιαστή να
λέγει ότι ακούσαμε το τάδε έργο της Σοφίας Γκουμπαϊντούλινα. Έψαξα και για άλλα
έργα της, και ξανάκουσα πάλι ό,τι είχα συγκεντρώσει.
Ελάχιστες λοιπόν είναι
οι γυναίκες συνθέτριες, όμως για μένα μια γυναίκα συνθέτρια υπήρξε καθοριστική
στο να μου αναθερμάνει την αγάπη μου για τη σύγχρονη μουσική. Εκτός από την
Γκουμπαϊντούλινα άρχισα να ξανακούω και τους μινιμαλιστές. Η «Τρίτη συμφωνία» και το «Miserere» του Henryk Górecki είναι από τα αγαπημένα μου κομμάτια.
No comments:
Post a Comment