Τα μικρά
παιδιά και οι νέοι έχουν συχνά εμμονές. Οι εμμονές αυτές μπορεί να είναι ήπιες,
μπορεί όμως να είναι και ισχυρές. Τους καρφώθηκε κάτι στο μυαλό, πρέπει να το
κάνουν.
Στον Όμηρο
καρφώθηκε η ιδέα, όταν είδε την εκτόξευση του Σπούτνικ, να δοκιμάσει και ο
ίδιος. Τι, θα περίμενε τον Βέρνερ φον Μπράουν πότε να το καταφέρει;
Τρεις φίλοι θα
τον υποστηρίξουν, και θα δουλέψουν μαζί. Θα έχει και την υποστήριξη της
δασκάλας του, αλλά και κάποιων άλλων, λίγων, ατόμων. Θα τα καταφέρουν;
Τα κατάφεραν,
φυσικά όχι να στείλουν πύραυλο εκτός της τροχιάς της γης, αλλά σε πάρα πολύ
μεγάλο ύψος, αρκετό ώστε να αποσπάσει η παρέα τον θαυμασμό της μικρής
κοινότητας.
Σε ένα Science fair, κάτι σαν έκθεση και
διαγωνισμό ταυτόχρονα, ο Όμηρος που θα εκπροσωπήσει την τετράδα θα επιδεικνύει
στο κοινό την κατασκευή τους. Θα κερδίσουν το πρώτο βραβείο.
Γελάμε πολύ με
τα κωμικά επεισόδια, αλλά θαυμάζουμε και την επιμονή των νεαρών.
Και εγώ μικρός
είχα ανάλογες εμμονές. Για παράδειγμα, ήθελα να έχω την εμπειρία του
αερόστατου. Αρπάζω λοιπόν την ομπρέλα μας, ανεβαίνω στην ταράτσα του σπιτιού,
την ανοίγω και πηδάω. Ευτυχώς οι μπανέλες γύρισαν ανάποδα ελάχιστα πριν πατήσω
το έδαφος, και έτσι δεν έπαθα τίποτα.
Είχα διαβάσει
σε ένα κόμικς για κάποιες κότες, που αφού τις τάισαν μια ειδική τροφή, άρχισαν
να κάνουν χρυσά αυγά. Μήπως να το δοκιμάσω κι εγώ με τις δικές μας;
Έκοψα από το
περβόλι ό,τι αγριόχορτο βρήκα, αρακοδιές, τσουκνίδες, ξυνίδες κ.λπ. Τα κοπάνισα
στο χαβάνι μέχρι που έλιωσαν. Τα μάλαξα στη συνέχεια με αλεύρι και έφτειαξα ένα
ζυμάρι. Μετά το έκοψα μικρά μικρά κομματάκια και το πέταξα μέσα στο κοτέτσι.
Έγινε ανάρπαστο από τις κότες.
Κοίταξα την
επομένη, δεν είδα να έχουν κάνει χρυσά αυγά, ήταν όπως και παλιά, άσπρα. Δεν
ήταν όμως τόση η απογοήτευσή μου όση η ανακούφισή μου, γιατί το βράδυ είχα
κάνει ανήσυχο ύπνο. Και αν, αντί να κάνουν χρυσά αυγά, ψοφούσαν;
Αλλά να γράψω
και μια άλλη ιστορία με τις κότες μας.
Την εποχή της
αυτοκατανάλωσης δεν αγοράζαμε πυροτεχνήματα, τα φτιάχναμε μόνοι μας. Θυμάμαι
που ανακατεύαμε αμμωνίες, λίπασμα για τα χωράφια, με θειάφι. Με αυτό γεμίζαμε
σωλήνες και τους βάζαμε φωτιά. Άλλες φορές αφήναμε το μείγμα στο πιάτο όπου το
είχαμε ανακατέψει και του βάζαμε φωτιά. Απολαμβάναμε τις φλόγες. Ευτυχώς που
δεν προκαλέσαμε καμιά πυρκαγιά.
Ένα από τα
αυτοσχέδια πυροτεχνήματα ήταν και τα παρτατζίκια, τριγωνικού σχήματος, που τα
φτιάχναμε με μπαρούτι και με λουρίδες που κόβαμε από τις άδειες σακούλες των
λιπασμάτων. Για να τους βάλουμε φωτιά ανοίγαμε μια τρύπα με ένα σουβλί στη μια
τους πλευρά και μετά βάζαμε τον αγκιζώτη. Ο αγκιζώτης ήταν σαν λεπτό μακαρόνι,
που το κόβαμε από τις χυλόφτες. Οι χυλόφτες ήταν κάτι σκούρα πλακωτά τετράγωνα,
υπολείμματα της κατοχής τα οποία υπήρχαν άφθονα στην περιοχή, κρυμμένα μέσα σε
διάφορες τρύπες. Τα ξύναμε με ένα μαχαίρι όπως ξύνουνε ένα ξύλο, με προσοχή,
και φτιάχναμε τον αγκιζώτη.
Μια μέρα βρήκα
ένα θαυμάσιο παιχνίδι. Έριχνα στο κοτέτσι μέσα παρτατζίκια αφού πρώτα τους
έβαζα φωτιά. Οι κότες νόμιζαν ότι ήταν κάτι φαγώσιμο και έτρεχαν να το
τσιμπολογήσουν. Μόλις έφταναν από πάνω του το παρτατζίκι έσκαγε και αυτές από
την τρομάρα τους φτεροκοπούσαν μέχρι και ενάμισι μέτρο ύψος, όσο ήταν το
περίφραγμα του κοτετσιού. Η μάνα μου μού έβαζε τις φωνές γιατί έτσι, λέει, τις
τρόμαζα, και δεν θα έκαναν μετά αυγά. Μου άρεσαν πολύ τα τηγανητά αυγά όμως μου
άρεσε πιο πολύ η πλάκα, να τις βλέπω να πηδάνε τρομαγμένες στον αέρα.
Ναι, στην
παιδική ηλικία υπάρχει μεγάλη βαρβαρότητα.
No comments:
Post a Comment