Γουσταύος Φλωμπέρ, Μαντάμ Μποβαρύ (μετ. Κωνσταντίνος
Θεοτόκης), Ελευθεροτυπία 2006, σελ. 381
Πρόσφατα διάβασα την
«Αισθηματική
αγωγή» και τη «Σαλαμπώ»
του Φλωμπέρ. Είχα μια αόριστη αίσθηση ότι η «Μαντάμ Μποβαρύ», την οποία διάβασα
φοιτητής και ξανά λίγα χρόνια μετά, όταν έγραφα μια εισήγηση με τίτλο «Οι ευρωπαίοι
συγγραφείς δολοφονούν τη μοιχαλίδα», μου άρεσε περισσότερο.
Δεν ήταν στα άμεσα
σχέδιά μου να την ξαναδιαβάσω, όμως τα πράγματα προέκυψαν ως εξής: Καθώς έχω
βάλει σαν στόχο να δω πακέτο μεγάλους σκηνοθέτες, που κάποια έργα τους έχω ήδη
δει, άρχισα να βλέπω και τον Αλεξάντρ Σοκούρωφ. Όταν έφτασα στο «Σώσε και
προστάτεψε» (1989), έριξα μια ματιά στο διαδίκτυο για να διαβάσω για το έργο.
Εκεί είδα ότι πρόκειται για μια μεταφορά της «Μαντάμ Μποβαρύ». Έτσι αποφάσισα
να την ξαναδιαβάσω γιατί, καθώς είμαι ιδιοσυγκρασιακά συγκριτολόγος, ήθελα να
συγκρίνω την ταινία με το μυθιστόρημα.
Έτσι το διάβασα.
Διαβάζοντάς το,
προέκυψαν κάποιοι λόγοι που με έκαναν να σκεφτώ πάλι το θέμα της πρόσληψης. Και
βέβαια ο μεγαλύτερος δεν ήταν ότι για αυτό το αριστούργημα της γαλλικής
λογοτεχνίας κάποιοι έσυραν τον συγγραφέα στα δικαστήρια.
Οι τρεις μεγάλοι
γάλλοι συγγραφείς, Σταντάλ-Μπαλζάκ-Φλωμπέρ θεωρούνται οι μεγάλοι εκπρόσωποι του
ρεαλισμού στη λογοτεχνία. Οι μαρξιστές θεωρητικοί, κάποιοι από αυτούς τέλος
πάντων, του πρόταξαν το επίθετο «κριτικός», σαν διάκριση από τον σοσιαλιστικό
ρεαλισμό, το επίσημο δόγμα για τη λογοτεχνία στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση.
Οι συγγραφείς αυτοί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κριτικάρουν τους αστούς που,
παρά την Παλινόρθωση, άρχισαν σιγά σιγά να κυριαρχούν στη γαλλική κοινωνία.
Και το ερώτημα:
είναι πράγματι η «Μαντάμ Μποβαρύ» ένας τυπικός εκπρόσωπος της αστικής τάξης;
Είχε πράγματι σαν στόχο ο Φλωμπέρ, στο πρόσωπο της «Μαντάμ Μποβαρύ», να
καταγγείλει την τάξη στην οποία ανήκε;
Μπορεί και να τον
είχε. «Αποδομώντας» το μυθιστόρημα στην παραπάνω εισήγησή μου υποστήριξα ότι ο
Φλωμπέρ είχε, πέρα από τις συνειδητές, και υποσυνείδητες «προθέσεις» (το βάζω
σε παρένθεση γιατί λογικά μοιάζει με οξύμωρο), όπως και ο Τολστόι με την «Άννα
Καρένινα» και ο Ζολά με την «Τερέζα Ρακέν». Όμως, και το έχω ξαναγράψει αυτό,
ένα scriptible έργο (όρος του Ρολάν Μπαρτ), «ξαναγράφεται» από τον
αναγνώστη, δηλαδή είναι νόμιμο να το προσλάβει διαφορετικά από ό,τι θα ήθελε
ενδεχόμενα ο συγγραφέας. Βέβαια ένας βιβλιοκριτικός συνήθως ταυτίζει τη δική
του «ανάγνωση» με την προτιθέμενη από τον συγγραφέα αναγνωστική πρόσληψη. Εγώ,
επειδή δεν μπορώ ποτέ να είμαι σίγουρος, μιλάω πάντα για τη δική μου πρόσληψη,
και πάντα τονίζω ότι η κριτική αποτίμηση σε τελευταία ανάλυση είναι ζήτημα
προσωπικού γούστου.
Πιστεύω ότι στο
πρόσωπο της Μαντάμ Μποβαρύ, αλλά και του Κάρολου Μποβαρύ, ο Φλωμπέρ βλέπει δυο
τραγικές υπάρξεις. Τον Κάρολο Μποβαρύ τον βλέπουμε με απόλυτη συμπάθεια, καθώς
αγαπάει μια γυναίκα που νοιώθει ότι δεν ανταποκρίνεται στα αισθήματά του, που
πονάει απέραντα με την αυτοκτονία της, και βυθίζεται σε άβυσσο απελπισίας όταν
ανακαλύπτει, λίγο μετά το θάνατό της, ότι τον απατούσε. Και πάλι, όπως μας το δείχνει
έμμεσα ο Φλωμπέρ με τη συνομιλία του με έναν από τους δυο εραστές της, δεν έχει
πάψει να την αγαπά. Αυτός είναι ο έρωτας, ανόητος ή μεγαλειώδης, ή και τα δυο
ταυτόχρονα.
Η Μποβαρύ πάλι είναι
θύμα μιας μεγάλης ευαισθησίας και μιας υπερβολικής γυναικείας ματαιοδοξίας.
Παρασυρμένη από ρομαντικά αναγνώσματα, όπως σήμερα αρκετές κοπέλες από τις
σαπουνόπερες, προσπαθεί να ζήσει τον έρωτα όπως οι ηρωίδες τους. Καθώς θα απογοητευτεί
γρήγορα από τον άντρα της, θα αναζητήσει τον έρωτα διαδοχικά στον Λεόν, μετά
στον Ροδόλφο και ξανά στον Λεόν. Ο Λεόν είναι αρκετά ντροπαλός για να μπορέσει
να ανταποκριθεί, και αυτή ως γυναίκα δεν θα τολμήσει να κάνει το πρώτο βήμα,
όμως ο Ροδόλφος θα την αποπλανήσει με στρατηγικές που είχε χρησιμοποιήσει και
με άλλες γυναίκες. Καταστρώνουν ένα σχέδιο να το σκάσουν, όμως αυτός το
αναβάλλει, και όταν τελικά δεν παίρνει άλλη αναβολή, αυτός θα λακίσει, ενώ η
Έμμα θα μείνει άρρωστη για βδομάδες από την απελπισία της. Όταν θα
ξανασυναντήσει τον Λεόν αυτός είναι πια ξεβγαλμένος, και έτσι θα τα φτιάξουν.
Και η γυναικεία ματαιοδοξία:
Σπρώχνει τον άντρα της
να εγχειρίσει έναν κουτσό ώστε να αποκτήσει φήμη. Η εγχείρηση θα καταλήξει σε
αποτυχία. Ακόμη ξοδεύει ασυλλόγιστα για να στολίσει το σπίτι και να περιποιηθεί
τον εαυτό της· με πίστωση, κρυφά από τον άντρα της, υπογράφοντας τη μια
συναλλαγματική μετά την άλλη. Πουλάει ένα κτήμα, αλλά και πάλι δεν καταφέρνει
να ξελασπώσει γιατί εξακολουθεί να ξοδεύει ασυλλόγιστα. Κάθε τι κινητό στο
σπίτι του Μποβαρύ είναι υποθηκευμένο. Όταν πια βρίσκεται με τη θηλιά στο λαιμό
από τα χρέη, και ο άντρας της θα το μάθει από στιγμή σε στιγμή, αυτοκτονεί.
Ρεαλιστικά, για τα χρέη, και όχι ρομαντικά, για μια χαμένη αγάπη. Η αγάπη της για
τον Λεόν είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, όπως και η δική του άλλωστε.
Στην περίπτωση της
Μποβαρύ ταιριάζει η παροιμία «ήταν ξερό το κλήμα, το ’φαγε και ο γάιδαρος». Το
κλήμα είναι η γυναικεία ψυχολογία, η επιδίωξη του μεγάλου έρωτα και η γυναικεία
φιλαρέσκεια που οδηγεί στη σπατάλη, και που στην περίπτωση της Μποβαρύ ήσαν
πολύ πιο έντονα από ό,τι στη μέση γυναίκα.
Και ο γάιδαρος;
Εδώ βρίσκεται ο
κριτικός ρεαλισμός του Φλωμπέρ, που φαίνεται όμως πιο ανάγλυφα στο φόντο. Η
μανία για το κέρδος χαρακτηρίζει όλα τα πρόσωπα που περιφέρονται γύρω από τους δυο
κεντρικούς ήρωες, και πρώτο και καλύτερο τον προμηθευτή της. Την παρασέρνει να
αγοράζει διάφορα επί πιστώσει, τρίβοντας τα χέρια του από χαρά κάθε φορά που
την καταφέρνει να υπογράψει μια καινούρια συναλλαγματική. Ο πραγματικός
χαρακτήρας των περισσοτέρων θα αποκαλυφθεί μετά το θάνατο της Έμμα, καθώς
ξεγελούν τον Κάρολο να πληρώσει παραφουσκωμένα υπαρκτά, αλλά και ανύπαρκτα χρέη
της γυναίκας του. Μου θύμισαν το διαγούμισμα του σπιτιού της μαντάμ Ορτάνς μετά
το θάνατό της.
Όμως η σάτιρά του
δεν έχει να κάνει μόνο με την αστική φιλοχρηματία. Τα βέλη της εξακοντίζονται
κυρίως στον φαρμακοποιό Ωμέ. Κακεντρεχής, αγωνίζεται για διακρίσεις, και
παρακαλεί για ένα παράσημο. Παρουσιάζεται, ως γνήσιο απομεινάρι του
Διαφωτισμού, να τσακώνεται διαρκώς για θεολογικά και μη θέματα με τον
καλοκάγαθο παπά Μπουρνιζιέν.
Το βιβλίο δεν θα
μπορούσε να τελειώσει με πιο σαρκαστικό τρόπο: «Πήρε, τέλος, και το παράσημο».
Το πρώτο έργο που
είδαμε ήταν μια «Μαντάμ Μποβαρύ», όλη στο youtube, με την Jennifer Jones και
σε σκηνοθεσία Vincente Minnelli
(1949). Πολύ καλή ταινία, και αυτή με τις απαραίτητες αποκλίσεις και προσθήκες,
με σημαντικότερη την άρνηση του γιατρού να εγχειρίσει το πόδι του κουτσού
Ιππόλυτου. Όσο για την «Οι αμαρτίες της Μαντάμ Μποβαρύ» (1969) με την Edwige
Fenech στο ρόλο της Έμμας και σε σκηνοθεσία Hans Schott-Schöbinger, είναι ένα soft porno όπως
ήταν εκείνα της δεκαετίας του ’60, με την μαντάμ Μποβαρύ να μην αυτοκτονεί στο
τέλος. Πιο τολμηρές σκηνές είδαμε σε μια μίνι τηλεοπτική σειρά παραγωγής του BBC (2000) του Heidi Thomas,
με την Frances O'Connor στον επώνυμο ρόλο, πιο κοντά στο μυθιστόρημα από ό,τι
οι προηγούμενες. Πιο κοντά όμως στο πρωτότυπο ήταν η ταινία του Κλωντ Σαμπρόλ,
με εξαιρετική στον ρόλο της Έμμας την Ιζαμπέλ Ιπέρ (τελικά διαβάζω στη
βικιπαίδεια ότι τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ηθοποιού για την ερμηνεία της
αυτή στο 17ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Μόσχα).
Στη συνέχεια είδαμε
την ταινία του Σοκούροφ, που διαβάζοντας ότι είναι μεταφορά του μυθιστορήματος
του Φλωμπέρ αποφασίσαμε να το ξαναδιαβάσουμε. Από το αρχείο όπου γράφω δυο
λόγια για όλες του της ταινίες κάνω αντιγραφή και επικόλληση.
Και αυτή η ταινία είναι εμπνευσμένη από τη λογοτεχνία,
και συγκεκριμένα από την Μαντάμ Μποβαρύ. Η υπόθεση τοποθετείται στη Ρωσία, και
το μυθιστόρημα του Φλωμπέρ ακολουθείται πιστά στα κύρια επεισόδιά του.
Μια ακόμη
ποιητική ταινία, με τα πλάνα να έχουν την αυταξία τους. Η σκηνή με τους γυμνούς
εραστές μέσα στον αγρό είναι εντυπωσιακή, παραπέμποντας στην αθωότητα των
πρωτόπλαστων, πριν εμφανιστεί το φίδι. Στον σουρεαλιστικό εξπρεσιονισμό τους,
με ένα αϊζενσταϊνικό στυλιζάρισμα κάποιες φορές, αποδίδουν πολύ καλύτερα τον
ψυχικό κόσμο των ηρώων από ό,τι οι «ρεαλιστικές» μεταφορές των άλλων ταινιών
που είδαμε· γιατί, όταν διαβάσαμε στο διαδίκτυο ότι η ταινία είναι μεταφορά της
μαντάμ Μποβαρύ, ξαναδιαβάσαμε το έργο και είδαμε όσες ταινίες είχαμε.
Στην ταινία
αυτή ο Σοκούροφ χρησιμοποιεί όχι ολότελα αντιρρεαλιστικά το ηχητικό υλικό του,
με εξαίρεση ένα miserere στην αρχή της. Ο
θόρυβος από ένα σμήνος μύγες –που κάποιες φορές τις βλέπουμε κιόλας –
χρησιμοποιείται αρκετά συχνά, όπως και το μακρινό σφύριγμα ενός τραίνου.
Θα αναφέρω
τρεις από τις τελευταίες σκηνές, από τις πιο εντυπωσιακές. Η πρώτη, εκεί που η
Μποβαρύ –την υποδύεται θαυμάσια η Σεσίλ Ζερβουδάκη – παρακαλεί τον πρώην εραστή
της, μέσα στο εργοστάσιό του με τον εκκωφαντικό θόρυβο που την αναγκάζει να
ξεφωνίζει σχεδόν, να της δανείσει χρήματα, η δεύτερη, όταν ετοιμοθάνατη κρατάει
σφιχτά στην αγκαλιά της το κοριτσάκι της και αγωνίζονται να της το πάρουν, και
η τρίτη στο τέλος, όπου μόνο του το κοριτσάκι, περπατώντας πάνω στο μακρύ
φέρετρο που βρίσκεται ήδη μέσα στον τάφο, αποθέτει ένα στεφάνι στην κορυφή του,
εκεί περίπου που θα βρισκόταν το κεφάλι της μητέρας του.
Υπάρχουν τρεις
ταινίες ακόμη, όπως διαβάσαμε στη βικιπαίδεια, που στηρίζονται χαλαρά στο έργο
του Φλωμπέρ. Το πρώτο που είδαμε, η «Κοιλάδα του Αβραάμ», όπως υποψιαστήκαμε
και όπως διαπιστώσαμε διαβάζοντας το σχετικό λήμμα στην βικιπαίδεια, στηρίζεται
στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Agustina Bessa-Luís, το οποίο είναι μια παραλλαγή
της φλωμπεριανής Μαντάμ Μποβερύ. Πιο πιστή μεταφορά μυθιστορήματος σε ταινία
δεν μπορούμε να φανταστούμε. Οι ατέλειωτοι διάλογοι, με την αφηγήτρια να
παρεμβαίνει συνεχώς, δημιουργούν την εντύπωση ότι οι σκηνές είναι απλά για να
εικονογραφήσουν το μυθιστόρημα. Η σχεδόν τετράωρη διάρκειά της δεν πρέπει να
εκπλήσσει. Γυρίστηκε το 1993, δυο χρόνια μόλις μετά την έκδοση του
μυθιστορήματος. Τόσο ο Μανουέλ ντε Ολιβέιρα όσο και η Agustina Bessa-Luís, δεν φαίνονται να αποκλίνουν πάρα πολύ από το πρότυπό
τους. Η απόπειρα της Αγκουστίνα Μπέσα-Λουίζ, την οποία επαναλαμβάνει ο
Ολιβέιρα, είναι να δώσει μια διαφορετική ψυχογραφία της Μποβαρύ από εκείνη που
δίνει ο Φλωμπέρ. Και αυτή δίνεται όχι μόνο με τις πράξεις της, αλλά και το
σχολιαστικό λόγο του αφηγητή. Ακούσαμε και σημειώσαμε την πιο χαρακτηριστική
ίσως ψυχογράφησή της. «Η φιληδονία της Έμμας (έχουν κρατήσει τα μικρά ονόματα
των κεντρικών ηρώων) ήταν φανταστική. Αυτό που ήθελε από τους άντρες ήταν να
την λαχταρούν, όχι η δική της ευχαρίστηση, αλλά περισσότερο μια ανταμοιβή γι’
αυτούς που την ήθελαν». Σίγουρα έχουμε να κάνουμε με μια άλλη Έμμα και όχι αυτή
του Φλωμπέρ, με μόνο κοινό παρονομαστή το ανικανοποίητο και των δύο. Ανάμεσα
στις διαφορές στην πλοκή είναι και ότι αυτή δεν κάνει μια κόρη αλλά δυο, και
δεν αυτοκτονεί αλλά πεθαίνει σε ατύχημα (σπάζουν οι ξύλινες τάβλες της
αποβάθρας και βυθίζεται κάτω της, χωρίς να καταφέρει να βγει από το πλάι στην
επιφάνεια).
Άκουσα και μια
ατάκα, που δυστυχώς δεν κάθισα να την αντιγράψω, και που λέει περίπου ότι οι
κουτσές αρέσουν στους άνδρες· γιατί η Έμμα κούτσαινε ελαφρά.
Είναι αλήθεια;
Γιατί η μεγάλη κουτσή της λογοτεχνίας, πιο συγκεκριμένα του θεάτρου, η Λώρα στο
«Γυάλινο κοσμο» του Τένεσι Ουίλιαμς, δεν είχε τις κατακτήσεις της Έμμας.
To Bollywood είναι Ανατολή, και διαφέρει από το Hollywood όσο η Δύση από
την Ανατολή, με μόνη τη διαφορά ότι και τα δυο έχουν την προτίμηση της
συντριπτικής πλειοψηφίας των κινηματογραφόφιλων. Τα λίγα Μπόλιγουντ που είδαμε
ήταν αρκετά για να σχηματίσουμε την εικόνα του, μια εικόνα που μας την
επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά η Maya Mensaab (1993) του Ketan Mehta, (δεν το γράφει η
Βικιπαίδεια αλλά νομίζω ότι είναι ο μικρός αδελφός του Zubin Mehta), η ινδική εκδοχή της Μαντάμ Μποβαρύ.
Το Μπόλιγουντ
είναι μιούζικαλ, μια ιδιαίτερη όμως εκδοχή που συγγενεύει με τα έργα του
Ξανθόπουλου της 10ετίας του ’60 αλλά στο έγχρωμο, ή καλύτερα με τα έργα του
Δαλιανίδη, με Βλαχοπούλου, Καραγιάννη, Βουτσά, κ.λπ. Εξαιρετικά πρωτότυπη
σύλληψη, με την ιστορία να εκτυλίσσεται σαν αστυνομικό έργο, σαν κατάθεση των
μαρτύρων στους αστυνομικούς που ανακρίνουν για την υπόθεση, θυμίζοντάς μας το
περίφημο «Ρασομόν» του Κουροσάβα, αλλά
και την ταινία του Μινέλι, που εκτυλίσσεται σαν απολογία του Φλωμπέρ στο
δικαστήριο.
Τέλος (ξανα)είδαμε
την «Κόρη του Ράιαν» (1970), του υπέροχου σκηνοθέτη David Lean. Τα αριστουργήματά του τον ξεπέρασαν, αφού τώρα
μόλις, διαβάζοντας το βιογραφικό του, μαθαίνω ότι «Η γέφυρα του ποταμού Κβάι», «Ο
Λώρενς της Αραβίας» και ο «Δόκτορ Ζιβάγκο» είναι δικές του δημιουργίες. Στη Βικιπαίδεια διαβάζουμε ότι David Lean's film Ryan's Daughter (1970) was a loose adaptation of
the story, relocating it to Ireland during the time of the Easter Rebellion. The script had begun life as a
straight adaptation of Madame Bovary, but Lean convinced writer Robert Bolt to re-work it into another setting.
Και πράγματι μόνο τη βασική γραμμή του μυθιστορήματος ακολουθεί ο David Lean. Τη δική του ιστορία την
κάνει πιο επεισοδιακή τοποθετώντας την στο background της ιρλανδικής επανάστασης
ενάντια στην κυριαρχία των εγγλέζων. Εστιάζει περισσότερο στην αμφιθυμία των αισθημάτων
των δύο κεντρικών ηρώων καθώς και στην μελαγχολία του νεαρού αξιωματικού με το
κομμένο πόδι (του μοναδικού εραστή της Ρόζυ, ο οποίος τελικά θα αυτοκτονήσει),
παραβιάζοντας παγιωμένες αφηγηματικές αναμονές: οι κάτοικοι του χωριού δεν
μαθαίνουν ποτέ ποιος είναι ο προδότης, και δεν ξέρουμε αν το ζευγάρι, που
φεύγει για το Δουβλίνο κάτω από τα γιουχαΐσματα των χωριανών, θα χωρίσει
τελικά ή όχι. Ο παπάς ελπίζει πως όχι.
Αυτά για τη «Μαντάμ
Μποβαρύ», ένα μυθιστόρημα από τα must, που πρέπει να το
διαβάσετε οπωσδήποτε.
No comments:
Post a Comment