73 ιστορία, Τα
νυχτοπερπατήματα
Τις παρακάτω δυο ιστορίες μου τις έστειλε σε e-mail ο γιος του ο Γιώργης ο Παραουλάκης, και τις παραθέτω σχεδόν αυτούσιες.
Μια
προσωπική ιστορία του Κωστή, από τα νιάτα του.
Νεαρός,
γλεντζές και πότης, βγαίνει κάθε βράδυ με τον ξάδελφό του, τον Γιάννη τον
Αποστολάκη και επιστρέφουν τις μικρές
ώρες στα σπίτια τους μεθυσμένοι. Την άλλη μέρα, η μαμά Αποστολάκη, καυγά στον
γιό της αλλά καυγά και στον Κωστή: «Δεν ντρέπεσαι; Έχεις κάνει τον γιό μου ίσια κι όμοια σου και
μού γυρίζετε κάθε βράδυ μεθυσμένοι…». Ο Κωστής θίγεται και διαμαρτύρεται στον
φίλο του:
-Μα δε μου
λες, εγώ τι φταίω να ’χω κάθε μέρα τον καβγά της μάνας σου και να με κατηγορεί
ότι σε διαφθείρω; Και καλά, πώς το καταλαβαίνει ότι γυρνάς μεθυσμένος; Στην
πόρτα σε περιμένει;
-Όχι, αυτή
κοιμάται και δε μ’ ακούει την ώρα που γυρίζω. Αλλά εγώ, στην κατάσταση που
είμαι, ούτε τα παπούτσια μου δεν μπορώ να βγάλω και πέφτω όπως είμαι στο
κρεβάτι. Το πρωί με βρίσκει που κοιμάμαι με τα ρούχα, κι έτσι το καταλαβαίνει.
-Ε, δεν
ξέρω, κοίταξε να δεις τι θα κάνεις, να βρεις τρόπο να μην το καταλαβαίνει ότι γυρίζεις μεθυσμένος, να ησυχάσω κι εγώ, να μη
με φορτώνεται.
Στην
επόμενη έξοδο, όλο το βράδυ ο Κωστής κάνει πλύση εγκεφάλου στον φίλο του:
-Μόλις πας
σπίτι μην ξεχάσεις να βγάλεις τα ρούχα σου! Εντάξει;
-Εντάξει!
Τον πάει
και μέχρι την πόρτα, να του το ξαναθυμήσει, να ’ναι σίγουρος ότι δεν θα το
ξεχάσει.
-Εδά που
θα μπεις μέσα να βγάλεις τα ρούχα σου, εντάξει;
-Εντάξει, αφού
είπαμε!
Την άλλη
μέρα ο Γιάννης έρχεται αναστατωμένος.
-Άσε, πάλι
το κατάλαβε...
-Ε, και πώς
το κατάλαβε;
-Ε, να, καλά-καλά
γδύθηκα, τα έβγαλα όλα.
74η Ιστορία, Τα κρητικά χώματα
Από τις
αγαπημένες ιστορίες του Κωστή του Παραουλάκη, αν κρίνω από το πόσες φορές την
άκουσα να τη διηγείται σε παρέες. Παρ’ όλα αυτά, το όνομα του πρωταγωνιστή δεν
το χω συγκρατήσει. Πάντως ήταν συγχωριανός μας, από πολύ φτωχή οικογένεια, και
μέχρι το 21ο έτος της ηλικίας του, που τον κάλεσε η μαμά Πατρίς να
την υπηρετήσει, δεν είχε ποτέ απομακρυνθεί από το Κάτω Χωριό.
Βρέθηκε,
λοιπόν, στα εικοσιένα του, στρατιώτης στο Ηράκλειο και είναι σίγουρο ότι η
μεγάλη πόλη, τα όσα είδε και τα όσα άκουσε εκεί, τον εντυπωσίασαν! Τις
εντυπώσεις του αυτές κατέγραψε σε επιστολή που έστειλε στους δικούς του. Προσωπικά,
είμαι σίγουρος ότι οι χωριανοί, εκ των υστέρων, το μεγαλοποίησαν το πράμα για
να το διακωμωδήσουν, γιατί αρνούμαι να πιστέψω ότι όντως έγραφε στο γράμμα του
εκφράσεις όπως «Ό,τι γλώσσα μιλούμε στο χωριό, την ίδια μιλούνε κι επαέ» και
ότι «Τα ίδια λεφτά περνούνε»! Πάντως βέβαιο είναι ότι η επιστολή έκλεινε με την
ευχή, ενδεικτική της μεγάλης νοσταλγίας του επιστολογράφου: «Αχ, και πότε θα
πατήσω πάλι τα κρητικά χώματα»!
Τα νέα
μαθαίνονται γρήγορα στα χωριά και την επομένη, ο αδελφός του, που δούλευε στον
Μανό τον Τριχά, ρωτήθηκε απ’ το αφεντικό του:
-Αλήθεια μωρέ
ότι ο αδερφός σου σάς έγραψε απ’ το Ηράκλειο, «πότε θα πατήσω στα Κρητικά
χώματα»;
-Είδες Μανό; Είδες; Ίδια πως ήτανε στην Ελούντα!
Και
σχολιάζω εγώ: Μα γιατί γελάγανε; Προφανώς δεν είναι όλα τα κρητικά χώματα τα
ίδια. Ανώτερα είναι τα γεραπετρίτικα. Και προπαντός τα κατωχωρίτικα. Ο άνθρωπος
όταν έγραφε τα κρητικά χώματα εννοούσε τα κατωχωρίτικα.
Κάποιοι
άλλοι υποστηρίζουν ότι πιο κρητικά είναι τα χώματα των Σφακιανών. Δεν ξέρω αν
είναι αλήθεια, πάντως το παρακάτω ανέκδοτο – που μπορεί να είναι κι αλήθεια –
μου άρεσε.
-Τα ’μαθες
παππού; Ο Χίτλερ τα ’βαλε με όλη την Ευρώπη και κάνει πόλεμο, λέει ένας νεαρός
σφακιανός σε ένα γέρο σφακιανό.
-Ε, καλά,
κάνει ο γέρο-σφακιανός και ξύνει το κεφάλι του.
-Ναι, αλλά
τα ’βαλε και με την Ελλάδα.
-Ε, τι να
κάνουμε, λέει πάλι αυτός.
-Ναι, αλλά
έριξε λέει τους αλεξιπτωτιστές του στα Χανιά, πάτησε και στην Κρήτη.
-Ε, τι να
γίνει, λέει πάλι ο γέρος στραβομουτσουνιάζοντας αυτή τη φορά.
-Ναι, αλλά
τώρα έρχεται λέει και στα Σφακιά.
-Και στα
Σφακιά; αναφωνεί έκπληκτος ο γέρο-σφακιανός. Εδα ήφαέ το τό κεφαλάκι του.
No comments:
Post a Comment