Friday, October 18, 2024

Bertrand Bonello, To θηρίο (La bête, 2023)

 

Bertrand Bonello, To θηρίο (La bête, 2023)

 


  Από χθες στους κινηματογράφους

  Δεν μου αρέσει η επιστημονική φαντασία, αλλά μου αρέσει η Λεά Σεϊντού. Και βέβαια είδα την ταινία επειδή επρόκειτο να προβληθεί σήμερα.

  Ευτυχώς δεν ήταν καμιά αμερικανιά, με την ιδιαίτερα περίπλοκη πλοκή, τα σύντομα πλάνα που δίνουν γρήγορο, κουραστικό ρυθμό. Με εξέπληξε μάλιστα το ότι σχεδόν σε όλη την ταινία τα επεισόδια ήταν ένα ντουέτο, ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα.

  Όμως ένας ακόμη λόγος που θα έβλεπα την ταινία είναι το ότι προβάλλει κεντρικό το ζήτημα της τεχνητής νοημοσύνης.

  Θα φτάσει άραγε εποχή που το δημιούργημα θα υποδουλώσει τον δημιουργό του; Αυτό φοβάται ο Γιάννης Φαρσάρης, του οποίου παρακολουθήσαμε μια καταπληκτική ομιλία για την τεχνητή νοημοσύνη στα πλαίσια των Κυρβείων στην Ιεράπετρα, το φετινό καλοκαίρι, πριν της Παναγίας, γιατί μετά…

  Πρόσεξα τότε το ΑΙ, που θα πει artificial intelligence. Και τότε κατάλαβα ότι οι όμορφες κοπέλες που μου βγάζει το twitter και που στο όνομά τους υπάρχει κάποιες φορές το ΑΙ, δεν είναι πραγματικές αλλά δημιουργημένες με προγράμματα.

  Οποία απογοήτευση!!!

  Η τεχνητή νοημοσύνη θα στερήσει θέσεις εργασίας. Αλλά και αυτές που θα είναι διαθέσιμες, θα δίνονται σε άτομα που θα είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά.

  Ποια θα είναι αυτά;

  Αυτά που δεν θα έχουν συναισθήματα που θα παρεμβαίνουν στη δουλειά τους. Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να αντληθεί από το DNA τους το γονίδιο εκείνο που τα προκαλεί.

  Η Λεά αρνείται πεισματικά, αλλά για πόσο;

  Τελικά θα υποκύψει.

  Θα επιστρέψει σε προηγούμενες ζωές της. Σε δυο για την ακρίβεια. Η πρώτη, το 1914 και η δεύτερη το 2024. Και θα τη δούμε στη σχέση της με έναν άντρα. Στην πρώτη, είναι ιδιαίτερα ρομαντική. Στη δεύτερη, γίνεται θρίλερ.

  Και πάλι ήταν κάποια πλάνα που με άφησαν αμήχανο.

  Και βέβαια περισσότερο στην ταινία μου άρεσε η Λεά Σεϊντού.

  Όπως και να έχει, δεν θα έβαζα στην ταινία παραπάνω από ό,τι έχει στο IMDb, 6,5.

  Μετά διάβασα στη βικιπαίδεια (βαριέμαι να διαβάζω πολλά, και έτσι πηγαίνω και ανοίγω κατευθείαν το IMDb πριν δω την ταινία) ότι βασίζεται χαλαρά (loosely based) στη νουβέλα του Henry James «The beast in the jungle», που έχει εκδοθεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση Παλμύρας Ισμυρίδου με τον τίτλο «Το θηρίο στη ζούγκλα».

  Ευκαιρία να το διαβάσω, σκέφτηκα.

  Δεν βασίζεται χαλαρά, απλά ο σεναριογράφος παίρνει μια ιδέα από τη νουβέλα την οποία αναπτύσσει σε επιστημονική φαντασία.

  Ο άντρας συναντάει μετά από δέκα χρόνια τη γυναίκα.

  Το απόσπασμα που αντιγράφω από το βιβλίο βρίσκεται σχεδόν ατόφιο στην ταινία.

  «…η γυναίκα του απέδειξε, πρόσχαρα, πώς πάνω στη βιασύνη του να επανορθώσει, αράδιασε ένα σωρό ανακρίβειες. Δεν ήταν στη Ρώμη – ήταν στη Νάπολη· και δεν πέρασαν οκτώ χρόνια – πέρασαν σχεδόν δέκα. Δεν τη συνόδευαν ο θείος και η θεία της, αλλά η μητέρα και ο αδελφός της· επιπλέον, εκείνος δεν ήταν με τους Πεμπλ αλλά με τους Μπόγιερ…» (σελ. 14).

  Τι είναι αυτό που θα τους φέρει κοντά, σε μια φιλία που θα κρατήσει χρόνια;

  «-Είπατε ότι από πολύ νέος είχατε βαθιά μέσα σας την αίσθηση πως προοριζόσαστε για κάτι ασυνήθιστο και παράξενο, κάτι πιθανώς ξεχωριστό και φοβερό, που αργά ή γρήγορα θα σας συνέβαινε, πώς επρόκειτο για ενδόμυχο προαίσθημα, για βεβαιότητα, και πώς ενδεχομένως θα σας συνέτριβε» (σελ. 23).

  Και λίγο πιο κάτω:

  -Ίσως επειδή, την ώρα που μου μιλούσατε, αισθανόμουν πως καταλάβαινα τι μου λέγατε.

  -Ώστε το καταλαβαίνετε;

  -Εξακολουθείτε να το πιστεύετε;

  -Ω, αναφώνησε ο Μάρτσερ…

  -Ό,τι κι αν είναι, δεν σας συνέβη ακόμα, συμπέρανε εκείνη με σιγουριά (σελ. 23).

  Θα μείνουν φίλοι για μια ζωή. Ωραία γυναίκα αυτή, όμως αυτός, κατατρυχόμενος από το αίσθημα ότι κάτι φοβερό θα του συμβεί, δεν είχε διάθεση να φτιάξει σχέση με γυναίκα, πολύ περισσότερο να την παντρευτεί, αναλογιζόμενος ότι θα την έριχνε στη δυστυχία όταν θα συνέβαινε αυτό το τρομερό που προέβλεπε.

  «Μα το πρόβλημα ήταν ότι η ίδια η φύση της φιλίας τους απέκλειε το γάμο ανάμεσά τους. Εν ολίγοις, οι απόψεις του, οι φόβοι του, η έμμονη ιδέα του, δεν αποτελούσαν προνόμιο το οποίο θα πρότεινε σε μια γυναίκα να μοιραστούν· και αυτή ακριβώς η συνέπεια αποτελούσε το μαρτύριό του. Και καθώς οι μήνες και τα χρόνια ακολουθούσαν την ελικοειδή πορεία τους, το πεπρωμένο του παραμόνευε, όπως ένα θηρίο στη ζούγκλα…» (σελ. 33).

  Πόσο θα κρατούσε μια τέτοια σχέση;

  Μα μέχρι το θάνατό της.

  «Όταν έφτασε, μοιραία, η μέρα που του εκμυστηρεύτηκε το φόβο της για μια σοβαρή πάθηση στο αίμα της, εκείνος διαισθάνθηκε τον ίσκιο μας αλλαγής και πάγωσε από το πλήγμα… Κι αν πέθαινε, προτού μάθει, προτού δει;» (σελ. 53).

  Και πιο κάτω:

  «…διερωτάται πραγματικά κατά πόσον το μέγα γεγονός δεν θα ήταν πλέον άλλο από την καταδίκη του να παραστεί μάρτυρας του θανάτου της γοητευτικής γυναίκας, της αξιοθαύμαστης φίλης» (σελ. 55).

  Όμως δεν ήταν αυτό.

  Όταν πεθάνει, θα συνειδητοποιήσει ποιο ήταν αυτό το φοβερό που θα του συνέβαινε: Σπατάλησε τη ζωή του περιμένοντας να του συμβεί αυτό το φοβερό, ενώ θα μπορούσε να κάνει οικογένεια με αυτή την όμορφη γυναίκα.

  -Ξέρετε τι μου μέλλεται. Ξέρετε και φοβάστε να μου πείτε. Είναι τόσο δυσάρεστο, ώστε φοβάστε μήπως το ανακαλύψω (σελ. 46).

  Ναι, ήξερε, είχε καταλάβει.

    «Η αρρώστια, ο θάνατός της, η συνακόλουθη μοναξιά του – αυτό ήταν το Θηρίο στη Ζούγκλα, αυτό του επεφύλασσαν οι θεοί. Του το είπε η ίδια, καθώς έφευγε-τι, στην ευχή, άλλο, μπορεί να εννοούσε;…Ο Μάρτσερ έζησε με τη βοήθειά της, κι αν συνέχιζε δίχως αυτήν, η έλλειψή της θα ήταν σκληρή και μισητή. Τι θα μπορούσε να είναι πιο ολέθριο;» (σελ. 74).

  Και τέλος:

  «Αν την είχε αγαπήσει, θα ξέφευγε από τη μοίρα του και τότε, τότε θα είχε ζήσει. Εκείνη έζησε -ποιος ξέρει με πόσο πάθος- αφού τον αγάπησε γι’ αυτό που ήταν» (σελ. 97).

  Μήπως η νουβέλα αυτή έχει μια δόση αυτοβιογραφίας;

  Ο Τζέημς δεν παντρεύτηκε ποτέ.

  Μήπως του είχε τύχει μια τέτοια ευκαιρία και την έχασε; Δεν είναι τυχαίο ότι η νουβέλα αυτή είναι από τα τελευταία του έργα.

  Στην ταινία τίποτα από τα τελευταία δεν συνέβη.

  Το τρομερό που θα του συμβεί, θα τους συμβεί, γιατί θα γίνουν ζευγάρι, ήλθε αργότερα.

  Και ενώ στη νουβέλα η εστίαση είναι σ’ αυτόν, στην ταινία είναι σ’ αυτήν.

  Και στα δυο, κατά κάποιο τρόπο, επιβεβαιώνεται η έννοια της αυτοεκπληρούμενης προφητείας.  

  Ένας συνάδελφος της γυναίκας μου πίστευε ότι θα πέθαινε στα 33 του χρόνια.

  Πράγματι τότε πέθανε.

  Αυτός που με αντικατέστησε στη μονάδα, νομίζω Κοτσάφτης το όνομά του, είχε την ίδια εμμονή, ότι θα πέθαινε στα 33 του χρόνια.

  Αναρωτιέμαι αν πράγματι πέθανε σ’ αυτή την ηλικία.

Thursday, October 17, 2024

Basel Adra, Rachel Szor, Yuval Abraham, Hamdan Ballal, Καμιά άλλη γη (No other land, 2024)

 

Basel Adra, Rachel Szor, Yuval Abraham, Hamdan Ballal, Καμιά άλλη γη (No other land, 2024)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους

  Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ για τους βίαιους τρόπους με τους οποίους προσπαθούν οι ισραηλινοί να εκδιώξουν από την περιοχή τους, το Masafer Yatta, ένα σύμπλεγμα 19 χωριών, τους κατοίκους του, με πρόσχημα ότι ο χώρος θα χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικές ασκήσεις τανκς.

  Ήξερα από την αρχή ότι αυτό ήταν πρόσχημα. Σκέφτηκα ότι σε πρώτη φάση θα ήταν για στρατιωτικές ασκήσεις, και σε μια δεύτερη για εποικισμό, πράγμα που επιβεβαιώθηκε. Οι έποικοι ήσαν κυριολεκτικά βάνδαλοι. Αλλά, όπως διαβάζουμε και στα γράμματα τέλους, η στρατιωτική ζώνη δημιουργήθηκε, σύμφωνα με ένα ισραηλινό απόρρητο έγγραφο, για να εμποδίσουν τους άραβες χωρικούς να επεκταθούν. Στην πραγματικότητα στόχος ήταν να τους διώξουν. Κατεδάφιζαν κάθε βδομάδα και από ένα σπίτι. Οι ιδιοκτήτες του είχαν δυο επιλογές, ή να φύγουν ή να ζήσουν σε σπηλιές. Κάποιοι έκαναν την πρώτη επιλογή. Αυτοί που έμεναν προσπαθούσαν να ξανακτίσουν τα σπίτια τους, τα οποία οι ισραηλινοί τους τα κατεδάφιζαν πάλι.

  Οι ισραηλινοί εμπόδισαν το κτίσιμο ενός σχολείου. Όμως οι άραβες κατάφεραν να το κτίσουν. Την ημέρα δούλευαν οι γυναίκες και το βράδυ οι άντρες. Ο Τόνι Μπλερ το επισκέφτηκε. Οι ισραηλινοί δεν τόλμησαν να καταστρέψουν σπίτια από εκεί όπου είχε περάσει ο Μπλερ.

  Στο ντοκιμαντέρ βλέπουμε κυρίως τον Yuval, ισραηλινό ακτιβιστή, με τον Basel, παλαιστίνιο κάτοικο της περιοχής, επίσης ακτιβιστή. Και οι δυο δημοσιογράφοι.

  Ο Yuval, όταν έμαθε αραβικά, άρχισε να βλέπει διαφορετικά τα πράγματα, να στέκεται κριτικός απέναντι στην πολιτική του ισραήλ απέναντι στους παλαιστίνιους. Επειδή ήξερε αραβικά του πρότειναν να τοποθετηθεί στις μυστικές υπηρεσίες όταν έκανε τη θητεία του, αλλά αρνήθηκε.

  Η Παλαιστίνη είναι μια πληγή που συνέχεια ματώνει.

  Αξίζει να δείτε την ταινία, βραβευμένη στο φεστιβάλ Βερολίνου.

  (Δεν μπόρεσα να αποφύγω τη σκέψη για αυτή τη βράβευση: Μήπως κάναμε καλά που τους εξοντώναμε στον πόλεμο; Δέστε τώρα τι κάνουν στους άραβες).   

Rich Peppiat, Kneecap (2024)

 

Rich Peppiat, Kneecap (2024)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους

  Δεν μου αρέσουν ταινίες με τραγουδιστές, όπως δεν μου αρέσουν ταινίες με παλαιστές και γενικά με αθλητές. Όμως όταν πρόκειται να προβληθούν, όπως καληώρα το «Kneecap» με κεντρικά πρόσωπα τα μέλη ενός συγκροτήματος ραπ που προβάλλεται από σήμερα, ε, θα τις δω.

  Μου αρέσουν όμως οι πολιτικές ταινίες. Έτσι ήταν ευχάριστη έκπληξη για μένα να δω ότι το Kneepap είναι μια πολιτική ταινία, κάτι βέβαια που θα έπρεπε να είχα υποψιαστεί, αφού το συγκρότημα αυτό είναι ιρλανδικό, και μάλιστα πρωταγωνιστές είναι τα μέλη του συγκροτήματος, ενώ οι ηθοποιοί είναι σε δεύτερους ρόλους.

  Ζουν στο Belfast, την πρωτεύουσα της βόρειας Ιρλανδίας, την κατακτημένη από τους άγγλους.

  Η ταινία είναι εν μέρει βιογραφική, εν μέρει μυθοπλασίας. Ο σκηνοθέτης, αν και άγγλος, έχει ευαισθησίες, όπως διαβάζω στο βιογραφικό του στη βικιπαίδεια. Παραιτήθηκε από την εφημερίδα στην οποία δούλευε για την ισλαμοφοβία της και την ανήθικη δημοσιογραφία της. Επίσης ζει στο Μπέλφαστ, όπου και το συγκρότημα, και είναι παντρεμένος με ιρλανδή.

  Αντιβρετανικές ατάκες θα ακουστούν συχνά στην ταινία, ενώ ένα κεντρικό πρόβλημα είναι η γλώσσα. Πολιτιστικά πιο πάνω οι άγγλοι, αφομοίωσαν γλωσσικά τους ιρλανδούς. Γίνεται προσπάθεια για αναβίωση της γλώσσας, και σε ένα μεγάλο μέρος της ταινίας μιλάνε ιρλανδικά. Θυμάμαι που είχα δει, πριν πάρα πολλά χρόνια, ένα ιρλανδικό θεατρικό έργο στο οποίο κεντρικό θέμα ήταν η αναβίωση της γλώσσας.

  Να θυμίσουμε ότι δυο κορυφαίοι συγγραφείς που έγραψαν στην αγγλική είναι ιρλανδοί: ο Όσκαρ Ουάιλντ και ο Τζέημς Τζόυς.

  Υπάρχει κάτι στην ταινία που δεν μου άρεσε;

  Ναι, τα μέλη της κάνουν χρήση ναρκωτικών, και υπήρξαν μικροέμποροι ναρκωτικών.

  Όμως η πλοκή είναι συναρπαστική, και αυτό μου άρεσε πολύ.

  Γενικά μου άρεσε η ταινία, όπως και στο κοινό, πράγμα που φαίνεται από τη βαθμολογία της στο IMDb, 7,6.

  Δεν βάζω συχνά βαθμολογία στο IMDb, αλλά όταν μου αρέσει μια ταινία βάζω την αμέσως επόμενη, και κάποιες φορές τη μεθεπόμενη. Εδώ έβαλα 8.