Αγαπητοί φίλοι και φίλες επισκέπτες του blog μου, εύχομαι σε όλους και όλες σας Καλή Χρονιά.
Wednesday, December 31, 2008
Friday, December 26, 2008
Λεμονιά, Το κύμα
Σε απαντητικό email σε τέως μαθητή μου και νυν facebook friend, ο οποίος, σχολιάζοντας το προηγούμενο δημοσίευμά μου για «ταινίες που είδα» μου συνέστησε να δω την ταινία «Λεμονιά» (Lemon tree) του Eran Riklis, έγραψα το παρακάτω απόσπασμα.
«…Να σε ευχαριστήσω για την ταινία που μου συνέστησες, την είδα μόλις τώρα.
Είναι πραγματικά υπέροχη. Εγώ όμως συνηθίζω να «διαβάζω» πλάγια, καμιά φορά ολότελα αποδομητικά. Ενώ η ταινία φαίνεται να εστιάζεται στον Παλαιστινιακό αγώνα, στην καταπίεση των παλαιστινίων από τους ισραηλινούς, και μοιάζει σαν έκφραση τύψεων συνείδησης μια και είναι ισραηλινή, εγώ προτίμησα να τη δω σαν μια φεμινιστική ταινία, που εστιάζεται στις ματαιώσεις που υφίσταται μια γυναίκα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία (το φλερτ με τον μεγαλύτερό της δικηγόρο που είχε άδοξο τέλος, και όχι κυρίως οι λεμονιές που κόπηκαν), αλλά και στη γυναικεία αλληλεγγύη, πέρα από εθνικές διαφορές».
Και το ανθρωπολογικό στοιχείο:
Στους ισπανικούς υπότιτλους διαβάζω: Um Nasser. Θυμάμαι από τις "Ακυβέρνητες Πολιτείες" του Τσίρκα το "Ομ Μεχάλης", δηλαδή μητέρα του Μιχάλη, σε προσφώνηση. Στην ταινία, Um Nasser, "μητέρα του Νάσσερ". Αυτή είναι η γυναίκα στο Ισλάμ, όχι αυτόνομη ύπαρξη, αλλά πάντα σε αναφορά με το αρσενικό.
Και θυμήθηκα τις πέντε επιταγές στη γυναίκα του Κομφούκιου. Η γυναίκα πρέπει να υπακούει τον πατέρα της. Αν πεθάνει, τον αδελφό της. Όταν παντρευτεί, τον άντρα της. Αν πεθάνει ο άντρας της, το γιο της. Δεν θυμάμαι την πέμπτη, μήπως αν πεθάνει ο γιος της τον εγγονό της;
.... «Το κύμα» (Die Welle), του Dennis Gansel. Την είδα χθες βράδυ.
Αποφάσισα να γράψω γι αυτήν, καθώς και να παραθέσω το απόσπασμα από το email στο μαθητή μου, γιατί και αυτή τη διάβασα «πλάγια», αποδομητικά.
Όταν βλέπεις μια ταινία, έχεις αφηγηματικές αναμονές. Eίδα ότι την χαρακτήριζαν θρίλερ, δεν έδωσα όμως σημασία. Την θεώρησα κοινωνική ταινία, ένα σχόλιο πάνω στον ναζισμό και τον κίνδυνο μιας νέας Autokratie, ενός νέου ολοκληρωτισμού. Οι γερμανοί έχουν κάθε λόγο να φοβούνται με το αναδυόμενο «κύμα» των νεοναζί. Τελικά είδα ότι η ταινία εξελίχθηκε σε θρίλερ.
Ένας καθηγητής αναλαμβάνει να διδάξει για μια βδομάδα για την Autokratie. Ήθελε να πάρει σαν θέμα την αναρχία, αλλά τον πρόλαβε κάποιος άλλος, ο οποίος αρνήθηκε την ανταλλαγή. Προσπαθεί να μεταδώσει στους μαθητές του «βιωματικά» τι σημαίνει Autokratie. Τους οργανώνει λοιπόν σαν μια ομάδα, με ενιαίο ντύσιμο (άσπρο πουκάμισο και blue jeen), τους εμφυτεύει το πνεύμα ομάδος κλπ. κλπ. Οι νεαροί τελικά αναπτύσσουν μια τέτοια ψυχολογία, ώστε είναι έτοιμοι να διαπράξουν κάθε είδους βιαιότητα στο όνομα της ομάδας. Ο καθηγητής αυτός είναι χαρισματικός, και προσελκύει κι άλλους μαθητές στο μάθημά του. Παρά τις κάποιες κριτικές που του ασκούνται από συναδέλφους έχει την απεριόριστη αγάπη των μαθητών του και την αμέριστη υποστήριξη της διεύθυνσης.
Στο τέλος της εβδομάδας και τη λήξη του πειράματος τους αποκαλύπτει με δραματικό τρόπο τις αλλαγές που συνέβησαν στο χαρακτήρα τους, θέλοντας έτσι να τους δείξει παραστατικά ότι ο κίνδυνος ενός νέου ολοκληρωτισμού πάντα ελλοχεύει. Με την αποκάλυψη διαλύει φυσικά και την ομάδα. Όμως ένας νεαρός δεν θέλει να το παραδεχθεί. Βγάζει πιστόλι, πυροβολεί ένα συμμαθητή του και απειλεί τον καθηγητή. Αυτός προσπαθεί να τον καλμάρει. Ο μαθητής κατεβάζει το πιστόλι, όμως ξαφνικά το χώνει στο στόμα του και πυροβολεί, προς φρίκη όλων. Το έργο τελειώνει με τον τραυματισμένο μαθητή να τον παίρνει ένα ασθενοφόρο, τον ίδιο να τον συνοδεύουν με χειροπέδες δυο αστυνομικοί, και η γυναίκα του με την οποία τσακώθηκε με αφορμή αυτό το πείραμα να παρακολουθεί από μακριά, χωρίς να τον πλησιάζει. Αντίθετα δυο μαθητές, ένα αγόρι και ένα κορίτσι που τσακώθηκαν πάλι εξαιτίας του πειράματος, φιλιώνουν.
Ποια ήταν η «πλάγια» ανάγνωσή μου;
Είναι καλό να είσαι χαρισματικός καθηγητής. Είναι καλό να ξεφεύγεις από τα ασφυκτικά όρια των αναλυτικών προγραμμάτων. Έχε όμως το νου σου: κάποια στιγμή μπορεί να το πληρώσεις, περισσότερο ή λιγότερο ακριβά. Ένας συνάδελφος, χαρισματικός, βρέθηκε μπροστά σ’ αυτό το πρόβλημα.
Ας μη τρομάζουμε όμως. Δεν είναι υποχρεωτικό ότι θα το πληρώσεις. Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς δεν το πλήρωσε στον «Κύκλο των χαμένων ποιητών». Ή το πλήρωσε και δεν το θυμάμαι;
«…Να σε ευχαριστήσω για την ταινία που μου συνέστησες, την είδα μόλις τώρα.
Είναι πραγματικά υπέροχη. Εγώ όμως συνηθίζω να «διαβάζω» πλάγια, καμιά φορά ολότελα αποδομητικά. Ενώ η ταινία φαίνεται να εστιάζεται στον Παλαιστινιακό αγώνα, στην καταπίεση των παλαιστινίων από τους ισραηλινούς, και μοιάζει σαν έκφραση τύψεων συνείδησης μια και είναι ισραηλινή, εγώ προτίμησα να τη δω σαν μια φεμινιστική ταινία, που εστιάζεται στις ματαιώσεις που υφίσταται μια γυναίκα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία (το φλερτ με τον μεγαλύτερό της δικηγόρο που είχε άδοξο τέλος, και όχι κυρίως οι λεμονιές που κόπηκαν), αλλά και στη γυναικεία αλληλεγγύη, πέρα από εθνικές διαφορές».
Και το ανθρωπολογικό στοιχείο:
Στους ισπανικούς υπότιτλους διαβάζω: Um Nasser. Θυμάμαι από τις "Ακυβέρνητες Πολιτείες" του Τσίρκα το "Ομ Μεχάλης", δηλαδή μητέρα του Μιχάλη, σε προσφώνηση. Στην ταινία, Um Nasser, "μητέρα του Νάσσερ". Αυτή είναι η γυναίκα στο Ισλάμ, όχι αυτόνομη ύπαρξη, αλλά πάντα σε αναφορά με το αρσενικό.
Και θυμήθηκα τις πέντε επιταγές στη γυναίκα του Κομφούκιου. Η γυναίκα πρέπει να υπακούει τον πατέρα της. Αν πεθάνει, τον αδελφό της. Όταν παντρευτεί, τον άντρα της. Αν πεθάνει ο άντρας της, το γιο της. Δεν θυμάμαι την πέμπτη, μήπως αν πεθάνει ο γιος της τον εγγονό της;
.... «Το κύμα» (Die Welle), του Dennis Gansel. Την είδα χθες βράδυ.
Αποφάσισα να γράψω γι αυτήν, καθώς και να παραθέσω το απόσπασμα από το email στο μαθητή μου, γιατί και αυτή τη διάβασα «πλάγια», αποδομητικά.
Όταν βλέπεις μια ταινία, έχεις αφηγηματικές αναμονές. Eίδα ότι την χαρακτήριζαν θρίλερ, δεν έδωσα όμως σημασία. Την θεώρησα κοινωνική ταινία, ένα σχόλιο πάνω στον ναζισμό και τον κίνδυνο μιας νέας Autokratie, ενός νέου ολοκληρωτισμού. Οι γερμανοί έχουν κάθε λόγο να φοβούνται με το αναδυόμενο «κύμα» των νεοναζί. Τελικά είδα ότι η ταινία εξελίχθηκε σε θρίλερ.
Ένας καθηγητής αναλαμβάνει να διδάξει για μια βδομάδα για την Autokratie. Ήθελε να πάρει σαν θέμα την αναρχία, αλλά τον πρόλαβε κάποιος άλλος, ο οποίος αρνήθηκε την ανταλλαγή. Προσπαθεί να μεταδώσει στους μαθητές του «βιωματικά» τι σημαίνει Autokratie. Τους οργανώνει λοιπόν σαν μια ομάδα, με ενιαίο ντύσιμο (άσπρο πουκάμισο και blue jeen), τους εμφυτεύει το πνεύμα ομάδος κλπ. κλπ. Οι νεαροί τελικά αναπτύσσουν μια τέτοια ψυχολογία, ώστε είναι έτοιμοι να διαπράξουν κάθε είδους βιαιότητα στο όνομα της ομάδας. Ο καθηγητής αυτός είναι χαρισματικός, και προσελκύει κι άλλους μαθητές στο μάθημά του. Παρά τις κάποιες κριτικές που του ασκούνται από συναδέλφους έχει την απεριόριστη αγάπη των μαθητών του και την αμέριστη υποστήριξη της διεύθυνσης.
Στο τέλος της εβδομάδας και τη λήξη του πειράματος τους αποκαλύπτει με δραματικό τρόπο τις αλλαγές που συνέβησαν στο χαρακτήρα τους, θέλοντας έτσι να τους δείξει παραστατικά ότι ο κίνδυνος ενός νέου ολοκληρωτισμού πάντα ελλοχεύει. Με την αποκάλυψη διαλύει φυσικά και την ομάδα. Όμως ένας νεαρός δεν θέλει να το παραδεχθεί. Βγάζει πιστόλι, πυροβολεί ένα συμμαθητή του και απειλεί τον καθηγητή. Αυτός προσπαθεί να τον καλμάρει. Ο μαθητής κατεβάζει το πιστόλι, όμως ξαφνικά το χώνει στο στόμα του και πυροβολεί, προς φρίκη όλων. Το έργο τελειώνει με τον τραυματισμένο μαθητή να τον παίρνει ένα ασθενοφόρο, τον ίδιο να τον συνοδεύουν με χειροπέδες δυο αστυνομικοί, και η γυναίκα του με την οποία τσακώθηκε με αφορμή αυτό το πείραμα να παρακολουθεί από μακριά, χωρίς να τον πλησιάζει. Αντίθετα δυο μαθητές, ένα αγόρι και ένα κορίτσι που τσακώθηκαν πάλι εξαιτίας του πειράματος, φιλιώνουν.
Ποια ήταν η «πλάγια» ανάγνωσή μου;
Είναι καλό να είσαι χαρισματικός καθηγητής. Είναι καλό να ξεφεύγεις από τα ασφυκτικά όρια των αναλυτικών προγραμμάτων. Έχε όμως το νου σου: κάποια στιγμή μπορεί να το πληρώσεις, περισσότερο ή λιγότερο ακριβά. Ένας συνάδελφος, χαρισματικός, βρέθηκε μπροστά σ’ αυτό το πρόβλημα.
Ας μη τρομάζουμε όμως. Δεν είναι υποχρεωτικό ότι θα το πληρώσεις. Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς δεν το πλήρωσε στον «Κύκλο των χαμένων ποιητών». Ή το πλήρωσε και δεν το θυμάμαι;
Wednesday, December 24, 2008
Γιώργος Ιωάννου, Πολλαπλά κατάγματα.
Χρόνια Πολλά σε όλους σας φίλες και φίλοι επισκέπτες του blog μου
Υπάρχει η παροιμία που λέει «Ουδέν κακόν αμιγές καλού» και το ανάποδο. Ο Ιωάννου είχε ένα ατύχημα πολύ σοβαρό, τον κτύπησε ένα αμάξι (δεν ήταν φαίνεται πολύ μάγκας για να τον κτυπήσει το τραίνο), έσπασε τα δυο του πόδια και στο βιβλίο του «Πολλαπλά κατάγματα» διεκτραγωδεί τις περιπέτειές του στα νοσοκομεία. Αν δεν είχε σπάσει το πόδι του δεν θα είχε γραφεί αυτό το απολαυστικότατο βιβλίο, που φαίνεται ότι είναι από τα πιο αγαπημένα του συγγραφέα.
Μου έτυχε και μένα κάτι ανάλογο. Το 1986, Δεκέμβρης μήνας, είχα κι εγώ ένα τροχαίο με τη μηχανή, έσπασα το χέρι μου (για την ακρίβεια μου το έσπασε μια άσχετη που έπεσε πάνω μου με το αυτοκίνητό της από ένα στενάκι της Κυψέλης, τολμώντας να κατέβει, όπως την άκουσα να εξομολογείται, για πρώτη φορά στο κέντρο της Αθήνας), και οι αφόρητοι πόνοι ήταν για μένα μια δυσάρεστη έκπληξη. Τα παυσίπονα δεν είχαν και μεγάλο αποτέλεσμα, αλλά είχε φοβερό αποτέλεσμα όταν σκέφτηκα ότι κάπως πρέπει να περάσω την ώρα μου στο κρεβάτι του πόνου (τρόπος του λέγειν, αφού ήταν χέρι και δεν χρειάστηκε να κρεβατωθώ όπως ο Ιωάννου). Σκέφτηκα λοιπόν να γράψω ένα βιβλίο για την οικολογία, εισαγωγικό στα οικολογικά προβλήματα. Με το που το σκέφτηκα μου πέρασε ο μισός πόνος. Με το που άρχισα να κάνω το σχεδιάγραμμά του και να διαβάζω πέρασε, όχι ο άλλος μισός, αλλά αρκετός, ώστε να μην με απασχολεί πια. Καρπός αυτού του ατυχήματος ήταν το «Περιβάλλον, διατροφή και ποιότητα ζωής» (Θυμάρι, 1988, για να κάνουμε και μια διαφήμιση στον εκδότη μας, το Θάνο το Γραμμένο).
Καυστικός στις περιγραφές των συνθηκών που επικρατούν στα νοσοκομεία, ειρωνικός και σαρκαστικός, συναρπάζει τον αναγνώστη αμέσως από τις πρώτες σελίδες. Θα μεταφέρω εδώ μερικά χιουμοριστικά αποσπάσματα.
«Καλά που πήγαινα στη δημόσια δουλειά και ξεκουραζόμουνα» (σελ. 42).
«Έχω τόσο μικρή εκτίμηση στους γιατρούς, ώστε δεν με φοβίζουν τα λόγια τους, τα έργα τους απάνω μου με πανικοβάλλουν» (σελ. 52).
Καημένη Αμαλία, μου έρχεται τώρα στο νου η αδικοχαμένη συναδέλφισσα, άραγε διάβασες αυτό το βιβλίο του Ιωάννου; Αν το είχες διαβάσει και ήσουνα πιο επιφυλακτική απέναντι στους γιατρούς αντί να τους καταγγείλεις εκ των υστέρων μπορεί και να την είχες γλιτώσει.
«Τα φαγητά και οι νοσοκόμες ίδιες: τρίτης κατηγορίας» (σελ. 61).
Το έχω διαβάσει και αλλού, όμορφες νοσοκόμες μόνο σε ταινίες θα δεις. Και μια όμορφη που ξέρω δεν έχει καταφέρει να βρει δουλειά σε νοσοκομείο, δουλεύει με σύμβαση στο κολυμβητήριο.
«Μπήκαμε στο ΚΑΤ κορνάροντας πανηγυρικά – φέρνουν τη νύφη. Φέραν κι εδώ ένα φορείο, με τραβολόγησαν πάλι οι δικοί μου ενώπιον του κόσμου – του κόσμου που προσπαθεί να δει πάντα κάτι το χειρότερο απ’ ότι συμβαίνει στον ίδιο, για να παρηγορηθεί» (σελ. 73).
Έτσι κι εγώ, σκέφτομαι την Τσοτσόλη και παρηγοριέμαι.
Το παρακάτω είναι ολότελα συγκινητικό.
«…κάποιον στρατηγό που επί ένα τουλάχιστο χρόνο πήγαινε κάθε πρωί στην αναίσθητη γυναίκα του λουλούδια και της μιλούσε τρυφερά, σαν αυτή να τον άκουγε. Και ύστερα, μετά το θάνατό της, ζήτησε να κλειστεί – και το πέτυχε – στο ίδιο δωμάτιο όπου αυτή ξεψύχησε, για μια βδομάδα, μόνος, νηστικός, άγρυπνος, χωρίς να δέχεται κανένα μέσα» (σελ. 127).
Το παρακάτω έχει ένα εφέ αντίθεσης εξόχως χιουμοριστικό.
«Κι έτσι μέρα με τη μέρα υψωνόταν το ηθικό μου, αλλά και το ανήθικό μου δεν έπεφτε παρακάτω. Θαύμα!».
Και το παρακάτω ένα εφέ δισημίας.
«Έρχονται μέσα οι νοσοκόμες – τις οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, ουδέποτε απεκάλεσα ‘αδελφές’» (σελ. 158).
Ο Ιωάννου αναφέρεται για άλλη μια φορά στις συμπτώσεις. Με ένα εφέ απαρίθμησης αναφέρεται σε αυτές στη σελίδα 162, αλλά και σε άλλα σημεία του βιβλίου. Σε ένα σημείο όμως κάνει λάθος. Το ρόλο της «Αντιπαναγίας» στο «Μωρό της Ρόζμαρι» του Πολάνσκι δεν τον έχει η Σάρον Τέητ που βρέθηκε σε λίγο σφαγμένη από τον σατανά τον Μάνσον, αλλά η Μία Φάροου. Πάντως αν γρουσουζιά του έργου ήταν τέτοια που εξόντωσε τα υπόλοιπα πρόσωπα της ταινίας δεν το γνωρίζω. Ο Πολάνσκι πάντως, από όσο ξέρω, ζει και βασιλεύει. Για τις δικές μου συμπτώσεις έχω γράψει σε ένα αυτοβιογραφικό κείμενο με τίτλο «Οι ρίζες της σύμπτωσης», στο οποίο έχω αναφερθεί και αλλού, δεν χρειάζεται να επανέλθω. Απλώς να τονίσω πόσο με έχουν εντυπωσιάσει και εμένα, όπως και τον Ιωάννου.
Ο Ιωάννου έγραψε αυτό το απολαυστικό βιβλίο χάρη στην παραμονή του στο νοσοκομείο. Ξαναέκανε στο νοσοκομείο, εξαιτίας της αιματουρίας στην οποία αναφέρεται εδώ. Όμως γι αυτή του την παραμονή δεν πρόλαβε να γράψει.
Πού ξέρεις όμως, μπορεί να έχει γράψει, για τους αναγνώστες των ουρανών. Όταν πάω κι εγώ εκεί σίγουρα θα το διαβάσω.
Υπάρχει η παροιμία που λέει «Ουδέν κακόν αμιγές καλού» και το ανάποδο. Ο Ιωάννου είχε ένα ατύχημα πολύ σοβαρό, τον κτύπησε ένα αμάξι (δεν ήταν φαίνεται πολύ μάγκας για να τον κτυπήσει το τραίνο), έσπασε τα δυο του πόδια και στο βιβλίο του «Πολλαπλά κατάγματα» διεκτραγωδεί τις περιπέτειές του στα νοσοκομεία. Αν δεν είχε σπάσει το πόδι του δεν θα είχε γραφεί αυτό το απολαυστικότατο βιβλίο, που φαίνεται ότι είναι από τα πιο αγαπημένα του συγγραφέα.
Μου έτυχε και μένα κάτι ανάλογο. Το 1986, Δεκέμβρης μήνας, είχα κι εγώ ένα τροχαίο με τη μηχανή, έσπασα το χέρι μου (για την ακρίβεια μου το έσπασε μια άσχετη που έπεσε πάνω μου με το αυτοκίνητό της από ένα στενάκι της Κυψέλης, τολμώντας να κατέβει, όπως την άκουσα να εξομολογείται, για πρώτη φορά στο κέντρο της Αθήνας), και οι αφόρητοι πόνοι ήταν για μένα μια δυσάρεστη έκπληξη. Τα παυσίπονα δεν είχαν και μεγάλο αποτέλεσμα, αλλά είχε φοβερό αποτέλεσμα όταν σκέφτηκα ότι κάπως πρέπει να περάσω την ώρα μου στο κρεβάτι του πόνου (τρόπος του λέγειν, αφού ήταν χέρι και δεν χρειάστηκε να κρεβατωθώ όπως ο Ιωάννου). Σκέφτηκα λοιπόν να γράψω ένα βιβλίο για την οικολογία, εισαγωγικό στα οικολογικά προβλήματα. Με το που το σκέφτηκα μου πέρασε ο μισός πόνος. Με το που άρχισα να κάνω το σχεδιάγραμμά του και να διαβάζω πέρασε, όχι ο άλλος μισός, αλλά αρκετός, ώστε να μην με απασχολεί πια. Καρπός αυτού του ατυχήματος ήταν το «Περιβάλλον, διατροφή και ποιότητα ζωής» (Θυμάρι, 1988, για να κάνουμε και μια διαφήμιση στον εκδότη μας, το Θάνο το Γραμμένο).
Καυστικός στις περιγραφές των συνθηκών που επικρατούν στα νοσοκομεία, ειρωνικός και σαρκαστικός, συναρπάζει τον αναγνώστη αμέσως από τις πρώτες σελίδες. Θα μεταφέρω εδώ μερικά χιουμοριστικά αποσπάσματα.
«Καλά που πήγαινα στη δημόσια δουλειά και ξεκουραζόμουνα» (σελ. 42).
«Έχω τόσο μικρή εκτίμηση στους γιατρούς, ώστε δεν με φοβίζουν τα λόγια τους, τα έργα τους απάνω μου με πανικοβάλλουν» (σελ. 52).
Καημένη Αμαλία, μου έρχεται τώρα στο νου η αδικοχαμένη συναδέλφισσα, άραγε διάβασες αυτό το βιβλίο του Ιωάννου; Αν το είχες διαβάσει και ήσουνα πιο επιφυλακτική απέναντι στους γιατρούς αντί να τους καταγγείλεις εκ των υστέρων μπορεί και να την είχες γλιτώσει.
«Τα φαγητά και οι νοσοκόμες ίδιες: τρίτης κατηγορίας» (σελ. 61).
Το έχω διαβάσει και αλλού, όμορφες νοσοκόμες μόνο σε ταινίες θα δεις. Και μια όμορφη που ξέρω δεν έχει καταφέρει να βρει δουλειά σε νοσοκομείο, δουλεύει με σύμβαση στο κολυμβητήριο.
«Μπήκαμε στο ΚΑΤ κορνάροντας πανηγυρικά – φέρνουν τη νύφη. Φέραν κι εδώ ένα φορείο, με τραβολόγησαν πάλι οι δικοί μου ενώπιον του κόσμου – του κόσμου που προσπαθεί να δει πάντα κάτι το χειρότερο απ’ ότι συμβαίνει στον ίδιο, για να παρηγορηθεί» (σελ. 73).
Έτσι κι εγώ, σκέφτομαι την Τσοτσόλη και παρηγοριέμαι.
Το παρακάτω είναι ολότελα συγκινητικό.
«…κάποιον στρατηγό που επί ένα τουλάχιστο χρόνο πήγαινε κάθε πρωί στην αναίσθητη γυναίκα του λουλούδια και της μιλούσε τρυφερά, σαν αυτή να τον άκουγε. Και ύστερα, μετά το θάνατό της, ζήτησε να κλειστεί – και το πέτυχε – στο ίδιο δωμάτιο όπου αυτή ξεψύχησε, για μια βδομάδα, μόνος, νηστικός, άγρυπνος, χωρίς να δέχεται κανένα μέσα» (σελ. 127).
Το παρακάτω έχει ένα εφέ αντίθεσης εξόχως χιουμοριστικό.
«Κι έτσι μέρα με τη μέρα υψωνόταν το ηθικό μου, αλλά και το ανήθικό μου δεν έπεφτε παρακάτω. Θαύμα!».
Και το παρακάτω ένα εφέ δισημίας.
«Έρχονται μέσα οι νοσοκόμες – τις οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, ουδέποτε απεκάλεσα ‘αδελφές’» (σελ. 158).
Ο Ιωάννου αναφέρεται για άλλη μια φορά στις συμπτώσεις. Με ένα εφέ απαρίθμησης αναφέρεται σε αυτές στη σελίδα 162, αλλά και σε άλλα σημεία του βιβλίου. Σε ένα σημείο όμως κάνει λάθος. Το ρόλο της «Αντιπαναγίας» στο «Μωρό της Ρόζμαρι» του Πολάνσκι δεν τον έχει η Σάρον Τέητ που βρέθηκε σε λίγο σφαγμένη από τον σατανά τον Μάνσον, αλλά η Μία Φάροου. Πάντως αν γρουσουζιά του έργου ήταν τέτοια που εξόντωσε τα υπόλοιπα πρόσωπα της ταινίας δεν το γνωρίζω. Ο Πολάνσκι πάντως, από όσο ξέρω, ζει και βασιλεύει. Για τις δικές μου συμπτώσεις έχω γράψει σε ένα αυτοβιογραφικό κείμενο με τίτλο «Οι ρίζες της σύμπτωσης», στο οποίο έχω αναφερθεί και αλλού, δεν χρειάζεται να επανέλθω. Απλώς να τονίσω πόσο με έχουν εντυπωσιάσει και εμένα, όπως και τον Ιωάννου.
Ο Ιωάννου έγραψε αυτό το απολαυστικό βιβλίο χάρη στην παραμονή του στο νοσοκομείο. Ξαναέκανε στο νοσοκομείο, εξαιτίας της αιματουρίας στην οποία αναφέρεται εδώ. Όμως γι αυτή του την παραμονή δεν πρόλαβε να γράψει.
Πού ξέρεις όμως, μπορεί να έχει γράψει, για τους αναγνώστες των ουρανών. Όταν πάω κι εγώ εκεί σίγουρα θα το διαβάσω.
Thursday, December 18, 2008
Walter Salles, Κεντρικός Σταθμός, κ. ά.
Το έχω ξαναγράψει πως ένας λόγος που μου αρέσει ο τριτοκοσμικός κινηματογράφος είναι για τα ανθρωπολογικά στοιχεία που προσφέρει. Η ταινία του βραζιλιάνου Walter Salles «Κεντρικός Σταθμός» (1998) είναι μια τρυφερή ταινία ανατροπών. Μια γυναίκα πουλάει ένα παιδάκι αλλά ύστερα μετανιώνει και το αρπάζει απ’ αυτούς που τους το πούλησε. Τα αγοράζουν δήθεν για υιοθεσία, αλλά στην πραγματικότητα για να τους πουλήσουν τα όργανα. (Ξαναδιαβάζοντας για διόρθωση θυμήθηκα και ένα ανάλογο διήγημα της Isabelle Allende, νομίζω το μόνο βιβλίο με διηγήματα που έγραψε. Για να δούμε, θα το βρω στο google; Το βρήκα, είναι από το Cuentos de Eva Luna). Κατόπιν θα ξεκινήσουν ένα μακρύ ταξίδι για να βρουν το πατέρα του παιδιού. Μετά από πολλά συγκινητικά επεισόδια θα φτάσουν στο σπίτι του. Ο ίδιος λείπει, αλλά βρίσκονται εκεί οι δυο μεγαλύτεροι γιοι του. Η γυναίκα θα φύγει αφήνοντας το παιδί στα ασφαλή χέρια των αδελφών του.
Τα ανθρωπολογικά στοιχεία που βρήκα και με εντυπωσίασαν:
Μεγάλο ποσοστό αγραμματοσύνης: Η γυναίκα είναι συνταξιούχος δασκάλα, και γράφει γράμματα για ανθρώπους που δεν ξέρουν να γράφουν.
Η φοβερή εγκληματικότητα: Ένας άνδρας κλέβει κάτι, τον κυνηγούν, τον πιάνουν, αλλά δεν τον παραδίδουν στην αστυνομία. Τον εκτελούν αμέσως.
Πριν μέρες είδα και την ταινία «Έθνος χωρίς γυναίκες» (2005), ινδική, η πρώτη ταινία του Μάνις Τζα. Μια ακόμη ταινία που αναφέρεται στην καταπίεση των γυναικών, που θεματοποιεί μια πρακτική που ασκείται σε ασιατικά κράτη: τη βρεφοκτονία θηλυκών βρεφών.
Χθες βράδυ είδα και το Caché, Κρυμμένος (2005), του Michael Haneke με τους Daniel Auteuil και Juliette Binoche. Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν η πληροφορία ότι το 1961 η γαλλική αστυνομία έπνιξε στον Σηκουάνα 700 αλγερινούς. Και εμείς εδώ κάνουμε ολόκληρο θέμα το φόνο ενός δεκαπεντάχρονου από αστυνομικό.
Παρεμπιπτόντως, το έργο αυτό με έφερε πάλι μπροστά σε ένα πρόβλημα που νομίζω το έχω σχολιάσει και αλλού.
Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός στην ζντανωφική του εκδοχή έχει δεχθεί πολλές επιθέσεις, ιδιαίτερα για την θέση ότι η λογοτεχνία πρέπει να παρουσιάζει θετικούς ήρωες που να λειτουργούν ως πρότυπα προς μίμηση. Γελοία αντίληψη, αλλά όχι και να φτάνουμε στο άλλο άκρο, να παρουσιάζουμε δηλαδή αρνητικούς ήρωες. Ο λόγος που δεν μου άρεσε το «Άρωμα» του Πάτρικ Ζίσκιντ είναι ακριβώς γι αυτό, το ότι ο ήρωάς του είναι ένας εγκληματίας. Και δημιουργείται εδώ ένα παρανοϊκό φαινόμενο: Ψυχολογικά ο αναγνώστης (ή ο θεατής, αν πρόκειται για ταινία) ταυτίζεται με το πρόσωπο που εμφανίζεται περισσότερο στη σκηνή, δηλαδή με τον ήρωα, αλλά ταυτόχρονα νοιώθει και μια απέχθεια αυτόν. Είναι κάτι ανάλογο με τις διπλόδεσμες καταστάσεις (double bind situations) του Μπαντούρα. Το παιδί δέχεται αντιφατικά μηνύματα από τη μητέρα του, τα λεκτικά που του λένε «έλα παιδί μου, σ’ αγαπώ» και τα μη λεκτικά που δηλώνουν «σε βαρέθηκα πια, χάσου από μπροστά μου», πράγμα που το οδηγεί στην παράνοια. Σε μια ανάλογη παράνοια οδηγείται και ο αναγνώστης/θεατής, υποσυνείδητα να ταυτίζεται με τον ήρωα αλλά συνειδητά να τον απορρίπτει. Στο Caché o Ντανιέλ Οτέιγ είναι ο κακός. Παρεμπιπτόντως και στο «Μικρές απιστίες» (Petites coupures) (2003) του Pascal Bonitzer ήταν πάλι ο κακός.
Αυτά, με αφορμή κάποιες από τις ταινίες που είδα πρόσφατα.
Μια και έκανα πριν λίγο την ανάρτηση, να συμπληρώσω τώρα με την ταινία του Νικήτα Μιχάλκωφ, (Nikita Mikhalkov) «Ο κουρέας της Σιβηρίας» (1998) με την Τζούλια Όρμοντ. Σταμάτησα το dvd player για να γράψω τα παρακάτω.
Ψάχνω στο google, και διαβάζω για την ταινία τους παρακάτω χαρακτηρισμούς: Αισθηματική, Δράμα, Εποχής. Πιο κάτω: μεγαλόπνοη επική υπερπαραγωγή.
Μπούρδες. Εγώ αυτό που βλέπω – δεν την έχω δει ακόμη όλη– είναι μια κωμωδία, η πιο σπαρταριστή κωμωδία που έχω δει τα τελευταία χρόνια. Και τι διαβάζω σε άλλη ιστοσελίδα: «Ο Μιχάλκοφ έφτιαξε μεγάλες ταινίες (Μαύρα μάτια), μεγάλες αποτυχίες (ο Κουρέας της Σιβηρίας)», και σε μια άλλη ότι έκανε μόλις 11.000 εισιτήρια πανελλαδικά. Ένας stathis όμως γράφει σε ένα forum: «Προσωπικά, ο «Ψεύτης ήλιος» δεν με είχε ξετρελάνει, σε αντίθεση με τον «Κουρέα της Σιβηρίας» του ιδίου. Κάτι μου λέει όμως ότι οι περισσότεροι θα διαφωνήσουν...». Εγώ θα είμαι από τους λίγους που θα συμφωνήσουν μαζί του.
Γιατί είχε αυτή τη μοίρα η ταινία;
Νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό φταίει ο αμερικάνικος (υπο)πολιτισμικός ιμπεριαλισμός. Ό,τι έρχεται από αλλού το μεγάλο κοινό το αντιμετωπίζει με δυσπιστία. Καλά κάνω και δεν θέλω να βλέπω αμερικάνικες ταινίες.
Τρέχω να δω και την υπόλοιπη ταινία.
Πέμπτη, 18-12-2008
Τα ανθρωπολογικά στοιχεία που βρήκα και με εντυπωσίασαν:
Μεγάλο ποσοστό αγραμματοσύνης: Η γυναίκα είναι συνταξιούχος δασκάλα, και γράφει γράμματα για ανθρώπους που δεν ξέρουν να γράφουν.
Η φοβερή εγκληματικότητα: Ένας άνδρας κλέβει κάτι, τον κυνηγούν, τον πιάνουν, αλλά δεν τον παραδίδουν στην αστυνομία. Τον εκτελούν αμέσως.
Πριν μέρες είδα και την ταινία «Έθνος χωρίς γυναίκες» (2005), ινδική, η πρώτη ταινία του Μάνις Τζα. Μια ακόμη ταινία που αναφέρεται στην καταπίεση των γυναικών, που θεματοποιεί μια πρακτική που ασκείται σε ασιατικά κράτη: τη βρεφοκτονία θηλυκών βρεφών.
Χθες βράδυ είδα και το Caché, Κρυμμένος (2005), του Michael Haneke με τους Daniel Auteuil και Juliette Binoche. Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν η πληροφορία ότι το 1961 η γαλλική αστυνομία έπνιξε στον Σηκουάνα 700 αλγερινούς. Και εμείς εδώ κάνουμε ολόκληρο θέμα το φόνο ενός δεκαπεντάχρονου από αστυνομικό.
Παρεμπιπτόντως, το έργο αυτό με έφερε πάλι μπροστά σε ένα πρόβλημα που νομίζω το έχω σχολιάσει και αλλού.
Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός στην ζντανωφική του εκδοχή έχει δεχθεί πολλές επιθέσεις, ιδιαίτερα για την θέση ότι η λογοτεχνία πρέπει να παρουσιάζει θετικούς ήρωες που να λειτουργούν ως πρότυπα προς μίμηση. Γελοία αντίληψη, αλλά όχι και να φτάνουμε στο άλλο άκρο, να παρουσιάζουμε δηλαδή αρνητικούς ήρωες. Ο λόγος που δεν μου άρεσε το «Άρωμα» του Πάτρικ Ζίσκιντ είναι ακριβώς γι αυτό, το ότι ο ήρωάς του είναι ένας εγκληματίας. Και δημιουργείται εδώ ένα παρανοϊκό φαινόμενο: Ψυχολογικά ο αναγνώστης (ή ο θεατής, αν πρόκειται για ταινία) ταυτίζεται με το πρόσωπο που εμφανίζεται περισσότερο στη σκηνή, δηλαδή με τον ήρωα, αλλά ταυτόχρονα νοιώθει και μια απέχθεια αυτόν. Είναι κάτι ανάλογο με τις διπλόδεσμες καταστάσεις (double bind situations) του Μπαντούρα. Το παιδί δέχεται αντιφατικά μηνύματα από τη μητέρα του, τα λεκτικά που του λένε «έλα παιδί μου, σ’ αγαπώ» και τα μη λεκτικά που δηλώνουν «σε βαρέθηκα πια, χάσου από μπροστά μου», πράγμα που το οδηγεί στην παράνοια. Σε μια ανάλογη παράνοια οδηγείται και ο αναγνώστης/θεατής, υποσυνείδητα να ταυτίζεται με τον ήρωα αλλά συνειδητά να τον απορρίπτει. Στο Caché o Ντανιέλ Οτέιγ είναι ο κακός. Παρεμπιπτόντως και στο «Μικρές απιστίες» (Petites coupures) (2003) του Pascal Bonitzer ήταν πάλι ο κακός.
Αυτά, με αφορμή κάποιες από τις ταινίες που είδα πρόσφατα.
Μια και έκανα πριν λίγο την ανάρτηση, να συμπληρώσω τώρα με την ταινία του Νικήτα Μιχάλκωφ, (Nikita Mikhalkov) «Ο κουρέας της Σιβηρίας» (1998) με την Τζούλια Όρμοντ. Σταμάτησα το dvd player για να γράψω τα παρακάτω.
Ψάχνω στο google, και διαβάζω για την ταινία τους παρακάτω χαρακτηρισμούς: Αισθηματική, Δράμα, Εποχής. Πιο κάτω: μεγαλόπνοη επική υπερπαραγωγή.
Μπούρδες. Εγώ αυτό που βλέπω – δεν την έχω δει ακόμη όλη– είναι μια κωμωδία, η πιο σπαρταριστή κωμωδία που έχω δει τα τελευταία χρόνια. Και τι διαβάζω σε άλλη ιστοσελίδα: «Ο Μιχάλκοφ έφτιαξε μεγάλες ταινίες (Μαύρα μάτια), μεγάλες αποτυχίες (ο Κουρέας της Σιβηρίας)», και σε μια άλλη ότι έκανε μόλις 11.000 εισιτήρια πανελλαδικά. Ένας stathis όμως γράφει σε ένα forum: «Προσωπικά, ο «Ψεύτης ήλιος» δεν με είχε ξετρελάνει, σε αντίθεση με τον «Κουρέα της Σιβηρίας» του ιδίου. Κάτι μου λέει όμως ότι οι περισσότεροι θα διαφωνήσουν...». Εγώ θα είμαι από τους λίγους που θα συμφωνήσουν μαζί του.
Γιατί είχε αυτή τη μοίρα η ταινία;
Νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό φταίει ο αμερικάνικος (υπο)πολιτισμικός ιμπεριαλισμός. Ό,τι έρχεται από αλλού το μεγάλο κοινό το αντιμετωπίζει με δυσπιστία. Καλά κάνω και δεν θέλω να βλέπω αμερικάνικες ταινίες.
Τρέχω να δω και την υπόλοιπη ταινία.
Πέμπτη, 18-12-2008
Thursday, December 11, 2008
Terence Davies, The neon Bible (1995), και Antonin Dvořak
Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι θα έγραφα για αμερικάνικο έργο, αλλά, όπως λέει και ο φύλακας στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, «βροτοίσιν ουδέν εστ' απώμοτον. ψεύδει γαρ η επίνοια την γνώμην» (εγώ πολυτονικό, με copy and paste το έβαλα, αλλά το blog δεν καταλαβαίνει). Όντας στο εξής αποφασισμένος να παρακολουθώ όλα τα έργα της Κινηματογραφικής Λέσχης, έγραψα και το «The neon bible» του Terence Davies που προβλήθηκε την περασμένη Παρασκευή. Έχοντας όμως μια απέχθεια για κάθε τι το αμερικάνικο, το είδα μόλις χθες.
Στην αρχή βρήκα μια μεγάλη ομοιότητα με το «Λεωφορείον ο Πόθος». Υπάρχει μια Blanche Dubois, ξεπεσμένη καλλιτέχνις, που πάει να ζήσει με την αδελφή της. Ο άνδρας της δεν την θέλει, αλλά δεν μπορεί να κάνει και διαφορετικά. Ο άνθρωπος αυτός είναι πολύ βίαιος. Καταπιέζει το γιο του και δέρνει τη γυναίκα του. Αναρωτιόμουνα πως ξέφυγε η ομοιότητα στον Μπακογιαννόπουλο. Στη συνέχεια όμως είδα πως η ταινία εξελίσσεται διαφορετικά.
Ο δεκαπεντάχρονος γιος, που μέσα σε ένα τραίνο, σε flash back, αφηγείται την ιστορία, θα μας πει ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και ότι η μητέρα του τρελάθηκε από τη στενοχώρια της. Η θεία θα φύγει από το σπίτι μετά από πρόσκληση του φίλου της, και ο νεαρός David αναγκάζεται να παραιτηθεί από τη δουλειά του για να μπορεί να περιποιείται τη μητέρα του. Την ίδια όμως κιόλας μέρα που φεύγει η θεία του τη βρίσκει αιμόφυρτη, έχοντας πέσει από τις σκάλες. Σε λίγο θα ξεψυχήσει. Θα την θάψει στην αυλή. Αμέσως μετά θα έλθει ο ιερέας για να την πάρει να την βάλει στο άσυλο, χωρίς να ξέρει ότι είναι νεκρή. Ο David που είχε αντισταθεί σθεναρά στην ιδέα του εγκλεισμού της τον πυροβολεί και τον σκοτώνει. Στη συνέχεια παίρνει το τρένο με προορισμό τον πιο μακρινό σταθμό.
Τελικά βρήκα στη Wikipedia ενδιαφέροντα στοιχεία για το έργο. Είναι παρμένο από το ομώνυμο μυθιστόρημα του John Kennedy Toole (1937-1969). Ο συγγραφέας έγραψε το έργο σε ηλικία μόλις 16 χρονών. Αργότερα έγραψε ένα δεύτερο, A confederacy of Dunces. Ο Toole αυτοκτόνησε χωρίς να έχει εκδοθεί κανένα από αυτά. Αργότερα η μητέρα του φρόντισε για την έκδοσή τους, και το δεύτερο έργο τιμήθηκε με το βραβείο Pulitzer. Η περιπέτεια του βιβλίου αυτού είναι συναρπαστική, και μπορείτε να τη διαβάσετε ακολουθώντας τον σύνδεσμο.
Τελικά διαβάζω ότι ο Toole επηρεάσθηκε από τον Tennessee Williams στους διαλόγους των έργων του. Επηρεάστηκε όμως λίγο και στην πλοκή του πρώτου έργου του, για το δεύτερο δεν ξέρω.
Αμερικανικός νότος, επαρχιώτικη μιζέρια, θρησκευτικός φονταμενταλισμός, αυτό είναι το σκηνικό του έργου. Δεν έλλειψε και η Κου Κλουξ Κλαν.
Τα ενδιαφέροντα βιογραφικά τα ανακάλυψα μετά. Ο βασικός λόγος που ήθελα να κάνω αυτή την ανάρτηση είναι γιατί έκανα μια άλλη ανακάλυψη. Στο έργο αυτό βρήκα το τραγούδι που το μουσικό θέμα του χρησιμοποίησε ο Antonin Ντβόρζακ για το largo της πιο αγαπημένης μου συμφωνίας, της συμφωνίας αρ. 9, του Νέου Κόσμου. Το γράφω και το αναρτώ, μαζί με τo largo, για να δείτε την ομοιότητα.
Ας γράψω κι εγώ τις αναμνήσεις μου.
Ήμουν μαθητής τρίτης Λυκείου, πρόσφατος fan της κλασικής μουσικής. Στο χωριό μου, στο Κάτω Χωριό Ιεράπετρας, στην Κρήτη. Από το τρανζίστορ που είχαμε στο σπίτι ακούω ένα βραδάκι κλασική μουσική, μάλλον από το σταθμό του Καΐρου, μια και την εποχή εκείνη τους σταθμούς της Αθήνας δεν τους πιάναμε καθόλου. Ακούω τη μουσική σαν μουσική υπόκρουση, γιατί ταυτόχρονα διαβάζω. Ξαφνικά καθηλώνομαι: Ξεκινάει εντυπωσιακά το τελευταίο μέρος, το allegro con fuoco, με ένα καταπληκτικό μοτίβο που καρφώνεται στη μνήμη για πάντα. Φυσικά σταματάω το διάβασμα και ακούω το υπόλοιπο της συμφωνίας.
Τη μουσική μου παιδεία συμπλήρωσα αργότερα στην Αθήνα, φοιτητής στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών της Φιλοσοφικής. Τρεις φορές την εβδομάδα στην Όπερα, και τη Δευτέρα στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Επί πλέον, μια καθημερινή ωριαία εκπομπή για την κλασική μουσική από τον Carl Harris, με άφθονα σχόλια. Από ποιο σταθμό; Από το σταθμό της αμερικανικής βάσης (Έξω, οι βάσεις, του θα-νάτου). Τα αγγλικά μου, ή μάλλον τα αμερικάνικά μου, ήταν σε πολύ καλό επίπεδο. Είχα καθηγητή στο φροντιστήριο στην Ιεράπετρα έναν νεαρό, τον John Carter, που την είχε κοπανήσει από την Αμερική για να γλιτώσει το Βιετνάμ.
Ένα βράδυ το ραδιόφωνο παίζει την συμφωνία του Νέου Κόσμου. Κλίνω τα φώτα και βυθίζομαι στη μαγεία των ήχων. Στο θαυμάσιο largo είμαι ντοπαρισμένος κανονικά. Ταξιδεύω σε γαλαξιακές διαστάσεις, τυλιγμένος με σουρεαλιστικές εικόνες. Την εμπειρία αυτή την κατέγραψα στο ημερολόγιό μου. Ήμουν πρωτοετής φοιτητής, και αυτή ήταν μια από τις πρώτες μου καταχωρήσεις.
Ε, λοιπόν θα τρελαθώ. Μπαίνω στο youtube για να βρω το video clip, και στο πρώτο που μου βγαίνει στην αναζήτηση βλέπω τις ίδιες διαστημικές εικόνες για τις οποίες μίλησα παραπάνω. Οι ρίζες της σύμπτωσης ξανακτυπούν.
Τελικά βλέπω ότι δεν είναι αυθεντικό, αφού υπάρχουν και λόγια. Το αυθεντικό ακολουθεί σε δυο μέρη. Αναρτώ το πρώτο, αναρτώ όμως και το προηγούμενο.
Οι νότες του βασικού θέματος, χωρίς τη χρονική τους διάρκεια: Φα λα λα, φα μι ρε, μι φα λα φα μι, /φα λα λα, φα μι ρε, μι φα μι ρε ρε.
Συμπληρώνω μετά από πέντε ώρες. Ε, λοιπόν, σίγουρα θα τρελαθώ. Βάζω το Τρίτο Πρόγραμμα και σε ποια μουσική πέφτω πάνω; Στη συμφωνία του Νέου Κόσμου. Οι ρίζες των συμπτώσεων σ' αυτά που μου συμβαίνουν είναι φαίνεται πάρα πολύ βαθιές.
Στην αρχή βρήκα μια μεγάλη ομοιότητα με το «Λεωφορείον ο Πόθος». Υπάρχει μια Blanche Dubois, ξεπεσμένη καλλιτέχνις, που πάει να ζήσει με την αδελφή της. Ο άνδρας της δεν την θέλει, αλλά δεν μπορεί να κάνει και διαφορετικά. Ο άνθρωπος αυτός είναι πολύ βίαιος. Καταπιέζει το γιο του και δέρνει τη γυναίκα του. Αναρωτιόμουνα πως ξέφυγε η ομοιότητα στον Μπακογιαννόπουλο. Στη συνέχεια όμως είδα πως η ταινία εξελίσσεται διαφορετικά.
Ο δεκαπεντάχρονος γιος, που μέσα σε ένα τραίνο, σε flash back, αφηγείται την ιστορία, θα μας πει ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και ότι η μητέρα του τρελάθηκε από τη στενοχώρια της. Η θεία θα φύγει από το σπίτι μετά από πρόσκληση του φίλου της, και ο νεαρός David αναγκάζεται να παραιτηθεί από τη δουλειά του για να μπορεί να περιποιείται τη μητέρα του. Την ίδια όμως κιόλας μέρα που φεύγει η θεία του τη βρίσκει αιμόφυρτη, έχοντας πέσει από τις σκάλες. Σε λίγο θα ξεψυχήσει. Θα την θάψει στην αυλή. Αμέσως μετά θα έλθει ο ιερέας για να την πάρει να την βάλει στο άσυλο, χωρίς να ξέρει ότι είναι νεκρή. Ο David που είχε αντισταθεί σθεναρά στην ιδέα του εγκλεισμού της τον πυροβολεί και τον σκοτώνει. Στη συνέχεια παίρνει το τρένο με προορισμό τον πιο μακρινό σταθμό.
Τελικά βρήκα στη Wikipedia ενδιαφέροντα στοιχεία για το έργο. Είναι παρμένο από το ομώνυμο μυθιστόρημα του John Kennedy Toole (1937-1969). Ο συγγραφέας έγραψε το έργο σε ηλικία μόλις 16 χρονών. Αργότερα έγραψε ένα δεύτερο, A confederacy of Dunces. Ο Toole αυτοκτόνησε χωρίς να έχει εκδοθεί κανένα από αυτά. Αργότερα η μητέρα του φρόντισε για την έκδοσή τους, και το δεύτερο έργο τιμήθηκε με το βραβείο Pulitzer. Η περιπέτεια του βιβλίου αυτού είναι συναρπαστική, και μπορείτε να τη διαβάσετε ακολουθώντας τον σύνδεσμο.
Τελικά διαβάζω ότι ο Toole επηρεάσθηκε από τον Tennessee Williams στους διαλόγους των έργων του. Επηρεάστηκε όμως λίγο και στην πλοκή του πρώτου έργου του, για το δεύτερο δεν ξέρω.
Αμερικανικός νότος, επαρχιώτικη μιζέρια, θρησκευτικός φονταμενταλισμός, αυτό είναι το σκηνικό του έργου. Δεν έλλειψε και η Κου Κλουξ Κλαν.
Τα ενδιαφέροντα βιογραφικά τα ανακάλυψα μετά. Ο βασικός λόγος που ήθελα να κάνω αυτή την ανάρτηση είναι γιατί έκανα μια άλλη ανακάλυψη. Στο έργο αυτό βρήκα το τραγούδι που το μουσικό θέμα του χρησιμοποίησε ο Antonin Ντβόρζακ για το largo της πιο αγαπημένης μου συμφωνίας, της συμφωνίας αρ. 9, του Νέου Κόσμου. Το γράφω και το αναρτώ, μαζί με τo largo, για να δείτε την ομοιότητα.
Ας γράψω κι εγώ τις αναμνήσεις μου.
Ήμουν μαθητής τρίτης Λυκείου, πρόσφατος fan της κλασικής μουσικής. Στο χωριό μου, στο Κάτω Χωριό Ιεράπετρας, στην Κρήτη. Από το τρανζίστορ που είχαμε στο σπίτι ακούω ένα βραδάκι κλασική μουσική, μάλλον από το σταθμό του Καΐρου, μια και την εποχή εκείνη τους σταθμούς της Αθήνας δεν τους πιάναμε καθόλου. Ακούω τη μουσική σαν μουσική υπόκρουση, γιατί ταυτόχρονα διαβάζω. Ξαφνικά καθηλώνομαι: Ξεκινάει εντυπωσιακά το τελευταίο μέρος, το allegro con fuoco, με ένα καταπληκτικό μοτίβο που καρφώνεται στη μνήμη για πάντα. Φυσικά σταματάω το διάβασμα και ακούω το υπόλοιπο της συμφωνίας.
Τη μουσική μου παιδεία συμπλήρωσα αργότερα στην Αθήνα, φοιτητής στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών της Φιλοσοφικής. Τρεις φορές την εβδομάδα στην Όπερα, και τη Δευτέρα στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Επί πλέον, μια καθημερινή ωριαία εκπομπή για την κλασική μουσική από τον Carl Harris, με άφθονα σχόλια. Από ποιο σταθμό; Από το σταθμό της αμερικανικής βάσης (Έξω, οι βάσεις, του θα-νάτου). Τα αγγλικά μου, ή μάλλον τα αμερικάνικά μου, ήταν σε πολύ καλό επίπεδο. Είχα καθηγητή στο φροντιστήριο στην Ιεράπετρα έναν νεαρό, τον John Carter, που την είχε κοπανήσει από την Αμερική για να γλιτώσει το Βιετνάμ.
Ένα βράδυ το ραδιόφωνο παίζει την συμφωνία του Νέου Κόσμου. Κλίνω τα φώτα και βυθίζομαι στη μαγεία των ήχων. Στο θαυμάσιο largo είμαι ντοπαρισμένος κανονικά. Ταξιδεύω σε γαλαξιακές διαστάσεις, τυλιγμένος με σουρεαλιστικές εικόνες. Την εμπειρία αυτή την κατέγραψα στο ημερολόγιό μου. Ήμουν πρωτοετής φοιτητής, και αυτή ήταν μια από τις πρώτες μου καταχωρήσεις.
Ε, λοιπόν θα τρελαθώ. Μπαίνω στο youtube για να βρω το video clip, και στο πρώτο που μου βγαίνει στην αναζήτηση βλέπω τις ίδιες διαστημικές εικόνες για τις οποίες μίλησα παραπάνω. Οι ρίζες της σύμπτωσης ξανακτυπούν.
Τελικά βλέπω ότι δεν είναι αυθεντικό, αφού υπάρχουν και λόγια. Το αυθεντικό ακολουθεί σε δυο μέρη. Αναρτώ το πρώτο, αναρτώ όμως και το προηγούμενο.
Οι νότες του βασικού θέματος, χωρίς τη χρονική τους διάρκεια: Φα λα λα, φα μι ρε, μι φα λα φα μι, /φα λα λα, φα μι ρε, μι φα μι ρε ρε.
Συμπληρώνω μετά από πέντε ώρες. Ε, λοιπόν, σίγουρα θα τρελαθώ. Βάζω το Τρίτο Πρόγραμμα και σε ποια μουσική πέφτω πάνω; Στη συμφωνία του Νέου Κόσμου. Οι ρίζες των συμπτώσεων σ' αυτά που μου συμβαίνουν είναι φαίνεται πάρα πολύ βαθιές.
Friday, December 5, 2008
Εμείς οι Κρητικοί αγαπούμε περισσότερο από όλους
Ο Μιχάλης Μενιδιάτης τραγουδά "Σ' αγαπώ, σε πονώ, όσο άλλος κανείς..." όσο άλλος κανείς, αλλά λιγότερο από τη μάνα μου.
Ο Καζαντζίδης πάει ένα βήμα παραπάνω: "Όσο αγαπώ τη μάνα μου αγάπησα κι εσένα...". Όμως ο Κρητικός, δια στόματος Ξυλούρη, τους ξεπερνάει όλους. "Τη μάνα μου την αγαπώ γιατί πονεί για μένα, μα όχι αγάπη μου γλυκιά όσο αγαπώ εσένα". Δέστε το επόμενο βίντεο.
Ο Καζαντζίδης πάει ένα βήμα παραπάνω: "Όσο αγαπώ τη μάνα μου αγάπησα κι εσένα...". Όμως ο Κρητικός, δια στόματος Ξυλούρη, τους ξεπερνάει όλους. "Τη μάνα μου την αγαπώ γιατί πονεί για μένα, μα όχι αγάπη μου γλυκιά όσο αγαπώ εσένα". Δέστε το επόμενο βίντεο.
Wednesday, December 3, 2008
Sunday, November 30, 2008
Jia Zhang Ke, Still Life (Ακίνητη ζωή)
Υπάρχει πρόοδος;
Αυτό είναι ένα ερώτημα που με έχει απασχολήσει.
Σίγουρα υπάρχει εξέλιξη, για τα είδη τουλάχιστον, όπως απέδειξε ο Δαρβίνος. Είναι όμως ταυτόσημη με την πρόοδο;
Όταν σκέφτομαι τα κρεματόρια των ναζί, τη γενοκτονία των Αρμενίων (των Ποντίων ήταν μίνι), και πρόσφατα τις σφαγές στη Ρουάντα, είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει πρόοδος όσον αφορά τoν ηθικό τομέα. Το είπε εξάλλου χρόνια τώρα ο Θουκυδίδης, η ανθρώπινη φύση παραμένει η ίδια, πάντα αρπακτική. Σε κάθε επόμενη έκδοση των windows όμως πείθομαι ότι υπάρχει τουλάχιστον τεχνολογική εξέλιξη.
Τις σκέψεις αυτές μου ξαναέφερε στο μυαλό η θαυμάσια ταινία του Τζιά Τζανγκ Κε (Jia Zhang Ke), Still life στα αγγλικά, Ακίνητη Ζωή στα ελληνικά. Ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος σχολιάζει ότι μεταφράσαμε στα ελληνικά Ακίνητη ζωή το Still lilfe που σημαίνει Νεκρή φύση (Nature morte). Ψάχνοντας στο google για να σιγουρευτώ για τους τίτλους βλέπω ότι ο κινέζικος τίτλος είναι εντελώς διαφορετικός: Sanxia haoren, κατά το Sichuan haoren (δεν έβαλε αυτό τον τίτλο ο Μπρεχτ, τον λέμε εμείς), Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν. Sanxia είναι η περιοχή «Τα τρία φαράγγια», όπου φτιάχτηκε το φράγμα. Ο πραγματικός τίτλος λοιπόν της ταινίας είναι Ο καλός άνθρωπος από το Σανχιά (το χια με κρητική προφορά, sh. Αυτό το x στο λατινικό αλφάβητο pinyin που χρησιμοποιούν οι κινέζοι για την απόδοση της προφοράς έχει σακατέψει τις μεταφράσεις, καθώς οι μεταφραστές, από τα αγγλικά συνήθως, το αποδίδουν σαν Ξ.)
Με φόντο λοιπόν την κατασκευή του γιγαντιαίου φράγματος στα «Τρία φαράγγια», που παρά τις αντιρρήσεις των οικολόγων θα αναπτύξει οικονομικά την περιοχή, βλέπουμε τους ανθρώπους να ταλανίζονται από τα προβλήματά τους. Υπάρχει το πρόβλημα του γενικού ξεσπιτωμού, οι ήρωές μας όμως έχουν άλλα προβλήματα. Ένας άνδρας ψάχνει μετά από δεκαέξι χρόνια την γυναίκα και την κόρη του. Την είχε περίπου «αγοράσει», όπως αγόραζαν τα κορίτσια σ’ αυτή την φτωχική περιοχή, όταν ήταν μικρούλα, και αυτή λίγο αργότερα τον εγκατέλειψε. Μια γυναίκα ψάχνει τον άντρα της που έχει διευθυντικό ρόλο στα έργα κατεδάφισης, που εδώ και δυο χρόνια την έχει παρατημένη στην επαρχία όπου ζούσαν, επικοινωνώντας ελάχιστα μαζί της. Το εφέ της έκπληξης έρχεται όταν μαθαίνουμε ότι τον ψάχνει για να του ζητήσει διαζύγιο, γιατί στο μεταξύ ερωτεύτηκε άλλον άντρα. Μια ομάδα εργατών κατεδάφισης πάει να σπάσει στο ξύλο μια άλλη ομάδα, και σε έναν άλλο ξυλοδαρμό σκοτώνεται ένας εργάτης. Οι φίλοι του βρίσκουν το πτώμα του κάτω από ένα σωρό τούβλα. Αυτά, με φόντο την κατασκευή του μεγάλου φράγματος.
Είναι λοιπόν τα πάντα τόσο απογοητευτικά; Ο Jia Zhang Ke ισορροπεί τον πεσιμισμό του με μια νότα αισιοδοξίας στο τέλος του έργου. Ο άνδρας που έψαχνε την κόρη του τα ξαναβρίσκει με τη γυναίκα του, η οποία όλα αυτά τα χρόνια, όπως ομολογεί, δεν έζησε ευτυχισμένη. Όμως καθώς είναι «χρεωμένη» στο αφεντικό της για τα χρέη του αδελφού της, όπως η Glory στο Mad dog and Glory που ξαναείδα προχθές (το ξαναέπαιξε κάποιο κανάλι και το έγραψα, Uma Thurman και Ρόμπερτ ντε Νίρο, κάτι πρέπει να γράψω κάποτε για τους μοναξιασμένους -νεολογισμός της Μάρως Βαμβουνάκη που μου άρεσε- αντιήρωες του αμερικάνικου σινεμά), ο καλός άνθρωπος από το Σανχιά θα γυρίσει στην πατρίδα του να δουλέψει ένα χρόνο για να την ξεχρεώσει. Ο Ρόμπερτ ντε Νίρο είναι πιο ανυπόμονος, θα ψάξει για δανεικά, δεν καταφέρνει όμως να μαζέψει όλο το ποσό, και στο τέλος θα παλέψει με το αφεντικό της Glory για να την κρατήσει. Του είχε σώσει κάποτε τη ζωή και αυτός, εξαντλημένος από το ξύλο, θα του την αφήσει μεγαλόψυχα. Του την είχε κάνει δώρο για μια βδομάδα, τώρα του την αφήνει για πάντα.
Ακίνητα πλάνα, με τους ήρωες φειδωλούς στις κινήσεις τους να μιλούν με σύντομες φράσεις, ήταν ό,τι κι ό,τι για να ξαναθυμηθώ λίγο τα κινέζικά μου.
Η ραδιοτηλεόραση δεν έγραφε για την ταινία. Απλά πήρα την απόφαση να γράφω την «Κινηματογραφική Λέσχη», την καλύτερη εκπομπή που υπάρχει για τον κινηματογράφο, με τις σύντομες αλλά εμπεριστατωμένες εισαγωγές του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου, και όταν έβαλα το dvd για να το δω, με έκπληξη είδα ότι επρόκειτο για κινέζικη ταινία.
Αγοράζω τη ραδιοτηλεόραση, και σε ένα χαρτί πρίντερ γράφω τι ενδιαφέρον υπάρχει, συνήθως έργα και κανένα ντοκυμαντέρ. Γι αυτή τη βδομάδα δεν βρήκα κυριολεκτικά τίποτα. Αύριο (δηλαδή σήμερα) έχει το κανάλι της Βουλής τους Λομβαρδούς του Βέρντι, που το έχω γράψει από παλιότερη μετάδοση. Έχω όμως μια dvd-θήκη των τύψεων, κατά το «ράφι των τύψεων» για τα αδιάβαστα βιβλία (το έγραψε νομίζω η Εαρινή Συμφωνία), με έργα που έχω γράψει και δεν έχω δει. Έχω να βγάλω τη βδομάδα.
Αυτό είναι ένα ερώτημα που με έχει απασχολήσει.
Σίγουρα υπάρχει εξέλιξη, για τα είδη τουλάχιστον, όπως απέδειξε ο Δαρβίνος. Είναι όμως ταυτόσημη με την πρόοδο;
Όταν σκέφτομαι τα κρεματόρια των ναζί, τη γενοκτονία των Αρμενίων (των Ποντίων ήταν μίνι), και πρόσφατα τις σφαγές στη Ρουάντα, είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει πρόοδος όσον αφορά τoν ηθικό τομέα. Το είπε εξάλλου χρόνια τώρα ο Θουκυδίδης, η ανθρώπινη φύση παραμένει η ίδια, πάντα αρπακτική. Σε κάθε επόμενη έκδοση των windows όμως πείθομαι ότι υπάρχει τουλάχιστον τεχνολογική εξέλιξη.
Τις σκέψεις αυτές μου ξαναέφερε στο μυαλό η θαυμάσια ταινία του Τζιά Τζανγκ Κε (Jia Zhang Ke), Still life στα αγγλικά, Ακίνητη Ζωή στα ελληνικά. Ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος σχολιάζει ότι μεταφράσαμε στα ελληνικά Ακίνητη ζωή το Still lilfe που σημαίνει Νεκρή φύση (Nature morte). Ψάχνοντας στο google για να σιγουρευτώ για τους τίτλους βλέπω ότι ο κινέζικος τίτλος είναι εντελώς διαφορετικός: Sanxia haoren, κατά το Sichuan haoren (δεν έβαλε αυτό τον τίτλο ο Μπρεχτ, τον λέμε εμείς), Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν. Sanxia είναι η περιοχή «Τα τρία φαράγγια», όπου φτιάχτηκε το φράγμα. Ο πραγματικός τίτλος λοιπόν της ταινίας είναι Ο καλός άνθρωπος από το Σανχιά (το χια με κρητική προφορά, sh. Αυτό το x στο λατινικό αλφάβητο pinyin που χρησιμοποιούν οι κινέζοι για την απόδοση της προφοράς έχει σακατέψει τις μεταφράσεις, καθώς οι μεταφραστές, από τα αγγλικά συνήθως, το αποδίδουν σαν Ξ.)
Με φόντο λοιπόν την κατασκευή του γιγαντιαίου φράγματος στα «Τρία φαράγγια», που παρά τις αντιρρήσεις των οικολόγων θα αναπτύξει οικονομικά την περιοχή, βλέπουμε τους ανθρώπους να ταλανίζονται από τα προβλήματά τους. Υπάρχει το πρόβλημα του γενικού ξεσπιτωμού, οι ήρωές μας όμως έχουν άλλα προβλήματα. Ένας άνδρας ψάχνει μετά από δεκαέξι χρόνια την γυναίκα και την κόρη του. Την είχε περίπου «αγοράσει», όπως αγόραζαν τα κορίτσια σ’ αυτή την φτωχική περιοχή, όταν ήταν μικρούλα, και αυτή λίγο αργότερα τον εγκατέλειψε. Μια γυναίκα ψάχνει τον άντρα της που έχει διευθυντικό ρόλο στα έργα κατεδάφισης, που εδώ και δυο χρόνια την έχει παρατημένη στην επαρχία όπου ζούσαν, επικοινωνώντας ελάχιστα μαζί της. Το εφέ της έκπληξης έρχεται όταν μαθαίνουμε ότι τον ψάχνει για να του ζητήσει διαζύγιο, γιατί στο μεταξύ ερωτεύτηκε άλλον άντρα. Μια ομάδα εργατών κατεδάφισης πάει να σπάσει στο ξύλο μια άλλη ομάδα, και σε έναν άλλο ξυλοδαρμό σκοτώνεται ένας εργάτης. Οι φίλοι του βρίσκουν το πτώμα του κάτω από ένα σωρό τούβλα. Αυτά, με φόντο την κατασκευή του μεγάλου φράγματος.
Είναι λοιπόν τα πάντα τόσο απογοητευτικά; Ο Jia Zhang Ke ισορροπεί τον πεσιμισμό του με μια νότα αισιοδοξίας στο τέλος του έργου. Ο άνδρας που έψαχνε την κόρη του τα ξαναβρίσκει με τη γυναίκα του, η οποία όλα αυτά τα χρόνια, όπως ομολογεί, δεν έζησε ευτυχισμένη. Όμως καθώς είναι «χρεωμένη» στο αφεντικό της για τα χρέη του αδελφού της, όπως η Glory στο Mad dog and Glory που ξαναείδα προχθές (το ξαναέπαιξε κάποιο κανάλι και το έγραψα, Uma Thurman και Ρόμπερτ ντε Νίρο, κάτι πρέπει να γράψω κάποτε για τους μοναξιασμένους -νεολογισμός της Μάρως Βαμβουνάκη που μου άρεσε- αντιήρωες του αμερικάνικου σινεμά), ο καλός άνθρωπος από το Σανχιά θα γυρίσει στην πατρίδα του να δουλέψει ένα χρόνο για να την ξεχρεώσει. Ο Ρόμπερτ ντε Νίρο είναι πιο ανυπόμονος, θα ψάξει για δανεικά, δεν καταφέρνει όμως να μαζέψει όλο το ποσό, και στο τέλος θα παλέψει με το αφεντικό της Glory για να την κρατήσει. Του είχε σώσει κάποτε τη ζωή και αυτός, εξαντλημένος από το ξύλο, θα του την αφήσει μεγαλόψυχα. Του την είχε κάνει δώρο για μια βδομάδα, τώρα του την αφήνει για πάντα.
Ακίνητα πλάνα, με τους ήρωες φειδωλούς στις κινήσεις τους να μιλούν με σύντομες φράσεις, ήταν ό,τι κι ό,τι για να ξαναθυμηθώ λίγο τα κινέζικά μου.
Η ραδιοτηλεόραση δεν έγραφε για την ταινία. Απλά πήρα την απόφαση να γράφω την «Κινηματογραφική Λέσχη», την καλύτερη εκπομπή που υπάρχει για τον κινηματογράφο, με τις σύντομες αλλά εμπεριστατωμένες εισαγωγές του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου, και όταν έβαλα το dvd για να το δω, με έκπληξη είδα ότι επρόκειτο για κινέζικη ταινία.
Αγοράζω τη ραδιοτηλεόραση, και σε ένα χαρτί πρίντερ γράφω τι ενδιαφέρον υπάρχει, συνήθως έργα και κανένα ντοκυμαντέρ. Γι αυτή τη βδομάδα δεν βρήκα κυριολεκτικά τίποτα. Αύριο (δηλαδή σήμερα) έχει το κανάλι της Βουλής τους Λομβαρδούς του Βέρντι, που το έχω γράψει από παλιότερη μετάδοση. Έχω όμως μια dvd-θήκη των τύψεων, κατά το «ράφι των τύψεων» για τα αδιάβαστα βιβλία (το έγραψε νομίζω η Εαρινή Συμφωνία), με έργα που έχω γράψει και δεν έχω δει. Έχω να βγάλω τη βδομάδα.
Thursday, November 27, 2008
Ιωάννα Παπαβασιλείου – Χαραλαμπάκη, Λογοτεχνία, Γλώσσα και Εκπαίδευση
Ιωάννα Παπαβασιλείου – Χαραλαμπάκη, Λογοτεχνία, Γλώσσα και Εκπαίδευση, Πατάκης 2006
(Δημοσιεύτηκε στη "Φιλολογική", τ. 104, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2008)
Η Ιωάννα Παπαβασιλείου – Χαραλαμπάκη, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών και σχολική σύμβουλος φιλολόγων, συγκέντρωσε σε ένα καλαίσθητο τόμο μελέτες και εισηγήσεις της σε συνέδρια με τίτλο «Λογοτεχνία, Γλώσσα και Εκπαίδευση», δεκατέσσερις τον αριθμό. Απευθυνόμενες κυρίως στον μάχιμο εκπαιδευτικό, έχουν ενδιαφέρον και για ένα ευρύτερο κοινό.
Η πρώτη μελέτη έχει τίτλο «Για μια αποτελεσματική διδασκαλία του λεξιλογίου. Το παιχνίδι με τις λέξεις». Σε αυτό το εκτενές κείμενο η Ιωάννα Παπαβασιλείου, αφού τοποθετήσει θεωρητικά το ζήτημα της λέξης παραθέτοντας σχετικές γλωσσολογικές θεωρίες, προχωρεί στις δικές της προτάσεις διδασκαλίας οι οποίες είναι άκρως ενδιαφέρουσες. Με δεδομένη τη λεξιπενία των σημερινών νέων, μια συστηματική διδασκαλία του λεξιλογίου κρίνεται άκρως απαραίτητη, και η μελέτη αυτή της Χαραλαμπάκη είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τον εκπαιδευτικό.
Η όγδοη μελέτη της επίσης αφορά τη διδακτική, όχι της γλώσσας αυτή τη φορά αλλά της λογοτεχνίας.
Ένα από τα ζητούμενα της σύγχρονης παιδαγωγικής είναι η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών. Παραπέμποντας σε σχετικές ιστοσελίδες, θα επιλέξει τον πιο σύντομο και περιεκτικό ορισμό της κριτικής σκέψης: «Αξιολόγησης της πληροφορίας για τη διαμόρφωση γνώμης και την ανάληψη δράσης». Προσωπικά θα τον έκανα ακόμη πιο σύντομο, παραλείποντας το «την ανάληψη δράσης». Στη συνέχεια αφού παραθέσει ένα μακρύ κατάλογο με παράγοντες που σχετίζονται με την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης προχωρεί στη «συνηγορία λογοτεχνίας» για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης παραθέτοντας στο τέλος μια ενδεικτική διδακτική εφαρμογή στο ποίημα «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.» του Μανώλη Αναγνωστάκη.
Η δεύτερη μελέτη, εισήγηση σε συνέδριο, είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα. Έχει τίτλο «Η ποίηση στο διαδίκτυο». Πρωτοποριακή για την εποχή της (2001), θα αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε μελλοντική μελέτη σε σχέση με τη λογοτεχνία στο διαδίκτυο, όπου οι εξελίξεις είναι ραγδαίες, δημιουργώντας την μεταγουτεμβέργια εποχή.
Το ίδιο ενδιαφέρουσα, με ένα εντελώς πρωτότυπο θέμα, είναι και η μελέτη «Το διαζύγιο ως θεματικό μοτίβο στο σύγχρονο νεανικό μυθιστόρημα. Συγκριτικές αναλύσεις». Μελετάει τρία νεανικά μυθιστορήματα, της Νένας Κοκκινάκη, της Τούλας Τίγκα και της Σοφίας Ζαραμπούκα, και εστιάζεται κυρίως στη στάση των παιδιών απέναντι στο διαζύγιο των γονιών τους στα έργα αυτά.
Η τρίτη και η τέταρτη μελέτη αναφέρονται στους εθνικούς μας ποιητές, τον Διονύσιο Σολωμό και τον Κωστή Παλαμά. Παρόλο που είναι σύντομες και συνιστούν μια γενική παρουσίαση, εμπεριέχουν καίριες και πρωτότυπες παρατηρήσεις για το έργο, την απήχηση και την προσωπικότητα των δυο μεγάλων μας ποιητών.
Η ερμηνευτική-κοινωνιολογική προσέγγιση στην «Τιμή και το χρήμα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη», η επόμενη μελέτη της, διακρίνεται επίσης για την ευστοχία των παρατηρήσεων. Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης χαρακτηρίζεται ως ένας από τους πρώτους φεμινιστές.
Στο φεμινιστικό ζήτημα θα επιστρέψει και στην τελευταία μελέτη της, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Γυναίκα και μέσα μαζικής επικοινωνίας», και με τον πιο χαρακτηριστικό υπότιτλο, που προσδιορίζει ακριβέστερα τη θεματική αλλά και τη στάση της συγγραφέως απέναντι στο γυναικείο ζήτημα, «Τα φανερά και λανθάνοντα αίτια που διαιωνίζουν την ανισότητα σε βάρος της γυναίκας», δίνει μια πιο ευρύτερη προοπτική στη μελέτη της.
Η Ιωάννα Παπαβασιλείου – Χαραλαμπάκη, από την Κρήτη όπως και ο υπογράφων, δεν μπορεί να αγνοήσει τον δεύτερο μεγάλο κρητικό συγγραφέα μετά τον Καζαντζάκη, τον Παντελή Πρεβελάκη, και σε σχετική μελέτη κάνει μια γενική αποτίμηση του έργου του. Πέρα από τα πληροφοριακά στοιχεία που παραθέτει για την απήχηση που είχε, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, προσφέρει και ανέκδοτες πληροφορίες, όπως η παρακάτω, χαρακτηριστικές για το ήθος του. Σύζυγος του καθηγητή γλωσσολογίας Χριστόφορου Χαραλαμπάκη παραθέτει επί λέξει όσα εκμυστηρεύτηκε ο Πρεβελάκης στον άντρα της σε σχέση με την υποψηφιότητα του Γιάννη Ρίτσου για την Ακαδημία. «Θα ήμουν ο φυσικός κριτής της υποψηφιότητας του Ρίτσου. Θα τον πρότεινα για ακαδημαϊκό γιατί το αξίζει. Θα σηκωθεί όμως ο … ή ο… και θα μου πουν πως έβγαλε επικήδειο στον Βελουχιώτη ή λόγο στον Λένιν και δεν θα τον κάνουν».
Ενδιαφέρουσα είναι η μελέτη «Μια ιδιάζουσα αφηγηματική τεχνική στο έργο του Ηλία Βενέζη. Περιήγηση στην Αγγλία», καθώς το οδοιπορικό αυτό του Βενέζη είναι ιδιαίτερα πρωτότυπο. Το να περιοδεύεις την Αγγλία και το κάθε τι να σου ανακαλεί την Ελλάδα, αποτελεί μια πρωτοτυπία στην ταξιδιωτική πεζογραφία. Η Παπαβασιλείου ευσυνείδητα παραθέτει τις σχετικές αναφορές.
Το να μελετήσεις το έργο ενός ελάσσονος ποιητή είναι πάντα μια πρόκληση. Την πρόκληση αυτή απεδέχθη η Χαραλαμπάκη μελετώντας τα «Τσιριγώτικα» του Πάνου Φύλλη. Είναι γνωστό εξάλλου ότι πολλοί ελάσσονες δεν κατέλαβαν μια θέση στον κανόνα λόγω του ότι έγραφαν στην περιφέρεια, μακριά από το κέντρο με τους μηχανισμούς διαφήμισης και προώθησης. Οι στίχοι του Φύλλη που παραθέτει η Χαραλαμπάκη είναι αληθινά διαμάντια.
Το να κάνεις ένα επιτυχημένο θεατρικό έργο από ένα αριστουργηματικό διήγημα δεν είναι δύσκολο. Το έκανε ο Γεράσιμος Σταύρου με το «Καληνύχτα Μαργαρίτα», διασκευάζοντας το διήγημα «Μαργαρίτα Περδικάρη» του Δημήτρη Χατζή. Το να κάνεις όμως ένα επιτυχημένο θεατρικό έργο από ένα μυθιστόρημα που δεν είναι αριστούργημα, αυτό είναι δύσκολο. Το κατάφερε ο Ιάκωβος Καμπανέλης διασκευάζοντας το «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα. Και αυτό που κατάφερε ακόμη περισσότερο είναι να προβάλλει «Λαϊκά στοιχεία σε ένα ‘αντιλαϊκό’ παραμύθι». Αυτά τα λαϊκά στοιχεία ανιχνεύει με οξυδέρκεια η Ιωάννα Χαραλαμπάκη στη μελέτη της με τον παραπάνω τίτλο.
«Το θέατρο σκιών μέσα από τις πολυπρισματικές προσεγγίσεις κορυφαίων καραγκιοζοπαιχτών» αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μελέτες αυτού του τόμου. Είναι σπαρταριστά τα επεισόδια που παραθέτει από την ψευδαίσθηση της πραγματικότητας του λαϊκού ακροατηρίου. Εστιάζει όμως κυρίως στην κοινωνική θέση του καραγκιοζοπαίχτη, δηλαδή της πλειοψηφίας τους, γιατί υπήρχαν και εξαιρέσεις. Αγράμματοι, στο κοινωνικό περιθώριο, περιφέρονταν μεταξύ παρανομίας, παιδεραστίας και επαιτείας.
Ο διδακτισμός ήταν πάντα η κατάρα της παιδικής λογοτεχνίας όταν γίνεται άκομψα, θυσιάζοντας την λογοτεχνικότητα σε ένα ηθικοπλαστικό μήνυμα που δίνεται κηρυγματικά. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις, όπου έργα υψηλής λογοτεχνικότητας εμπεριέχουν θετικά μηνύματα. Η Ιωάννα Παπαβασιλείου – Χαραλαμπάκη ανιχνεύει τα «Κοινωνικά και οικολογικά μηνύματα στην παιδική ποίηση της πρώτης εικοσαετίας του 20ου αιώνα», στην ομώνυμη μελέτη της, κάνοντας μια ευσυνείδητη καταγραφή τους.
Θεματικό εύρος αλλά προπαντός βάθος ανάλυσης και οξυδέρκεια στην παρατήρηση χαρακτηρίζουν τις μελέτες αυτές της Ιωάννας Παπαβασιλείου – Χαραλαμπάκη, αναδεικνύοντάς την ως μία από τις πιο αξιόλογες ερευνήτριες στον τομέα της Λογοτεχνίας. Διαυγέστατα στη γλώσσα, σαφέστατα στη διατύπωση, ενδιαφέρουν όχι μόνο τον εκπαιδευτικό αλλά και κάθε σκεπτόμενο άτομο.
(Δημοσιεύτηκε στη "Φιλολογική", τ. 104, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2008)
Η Ιωάννα Παπαβασιλείου – Χαραλαμπάκη, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών και σχολική σύμβουλος φιλολόγων, συγκέντρωσε σε ένα καλαίσθητο τόμο μελέτες και εισηγήσεις της σε συνέδρια με τίτλο «Λογοτεχνία, Γλώσσα και Εκπαίδευση», δεκατέσσερις τον αριθμό. Απευθυνόμενες κυρίως στον μάχιμο εκπαιδευτικό, έχουν ενδιαφέρον και για ένα ευρύτερο κοινό.
Η πρώτη μελέτη έχει τίτλο «Για μια αποτελεσματική διδασκαλία του λεξιλογίου. Το παιχνίδι με τις λέξεις». Σε αυτό το εκτενές κείμενο η Ιωάννα Παπαβασιλείου, αφού τοποθετήσει θεωρητικά το ζήτημα της λέξης παραθέτοντας σχετικές γλωσσολογικές θεωρίες, προχωρεί στις δικές της προτάσεις διδασκαλίας οι οποίες είναι άκρως ενδιαφέρουσες. Με δεδομένη τη λεξιπενία των σημερινών νέων, μια συστηματική διδασκαλία του λεξιλογίου κρίνεται άκρως απαραίτητη, και η μελέτη αυτή της Χαραλαμπάκη είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τον εκπαιδευτικό.
Η όγδοη μελέτη της επίσης αφορά τη διδακτική, όχι της γλώσσας αυτή τη φορά αλλά της λογοτεχνίας.
Ένα από τα ζητούμενα της σύγχρονης παιδαγωγικής είναι η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών. Παραπέμποντας σε σχετικές ιστοσελίδες, θα επιλέξει τον πιο σύντομο και περιεκτικό ορισμό της κριτικής σκέψης: «Αξιολόγησης της πληροφορίας για τη διαμόρφωση γνώμης και την ανάληψη δράσης». Προσωπικά θα τον έκανα ακόμη πιο σύντομο, παραλείποντας το «την ανάληψη δράσης». Στη συνέχεια αφού παραθέσει ένα μακρύ κατάλογο με παράγοντες που σχετίζονται με την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης προχωρεί στη «συνηγορία λογοτεχνίας» για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης παραθέτοντας στο τέλος μια ενδεικτική διδακτική εφαρμογή στο ποίημα «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.» του Μανώλη Αναγνωστάκη.
Η δεύτερη μελέτη, εισήγηση σε συνέδριο, είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα. Έχει τίτλο «Η ποίηση στο διαδίκτυο». Πρωτοποριακή για την εποχή της (2001), θα αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε μελλοντική μελέτη σε σχέση με τη λογοτεχνία στο διαδίκτυο, όπου οι εξελίξεις είναι ραγδαίες, δημιουργώντας την μεταγουτεμβέργια εποχή.
Το ίδιο ενδιαφέρουσα, με ένα εντελώς πρωτότυπο θέμα, είναι και η μελέτη «Το διαζύγιο ως θεματικό μοτίβο στο σύγχρονο νεανικό μυθιστόρημα. Συγκριτικές αναλύσεις». Μελετάει τρία νεανικά μυθιστορήματα, της Νένας Κοκκινάκη, της Τούλας Τίγκα και της Σοφίας Ζαραμπούκα, και εστιάζεται κυρίως στη στάση των παιδιών απέναντι στο διαζύγιο των γονιών τους στα έργα αυτά.
Η τρίτη και η τέταρτη μελέτη αναφέρονται στους εθνικούς μας ποιητές, τον Διονύσιο Σολωμό και τον Κωστή Παλαμά. Παρόλο που είναι σύντομες και συνιστούν μια γενική παρουσίαση, εμπεριέχουν καίριες και πρωτότυπες παρατηρήσεις για το έργο, την απήχηση και την προσωπικότητα των δυο μεγάλων μας ποιητών.
Η ερμηνευτική-κοινωνιολογική προσέγγιση στην «Τιμή και το χρήμα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη», η επόμενη μελέτη της, διακρίνεται επίσης για την ευστοχία των παρατηρήσεων. Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης χαρακτηρίζεται ως ένας από τους πρώτους φεμινιστές.
Στο φεμινιστικό ζήτημα θα επιστρέψει και στην τελευταία μελέτη της, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Γυναίκα και μέσα μαζικής επικοινωνίας», και με τον πιο χαρακτηριστικό υπότιτλο, που προσδιορίζει ακριβέστερα τη θεματική αλλά και τη στάση της συγγραφέως απέναντι στο γυναικείο ζήτημα, «Τα φανερά και λανθάνοντα αίτια που διαιωνίζουν την ανισότητα σε βάρος της γυναίκας», δίνει μια πιο ευρύτερη προοπτική στη μελέτη της.
Η Ιωάννα Παπαβασιλείου – Χαραλαμπάκη, από την Κρήτη όπως και ο υπογράφων, δεν μπορεί να αγνοήσει τον δεύτερο μεγάλο κρητικό συγγραφέα μετά τον Καζαντζάκη, τον Παντελή Πρεβελάκη, και σε σχετική μελέτη κάνει μια γενική αποτίμηση του έργου του. Πέρα από τα πληροφοριακά στοιχεία που παραθέτει για την απήχηση που είχε, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, προσφέρει και ανέκδοτες πληροφορίες, όπως η παρακάτω, χαρακτηριστικές για το ήθος του. Σύζυγος του καθηγητή γλωσσολογίας Χριστόφορου Χαραλαμπάκη παραθέτει επί λέξει όσα εκμυστηρεύτηκε ο Πρεβελάκης στον άντρα της σε σχέση με την υποψηφιότητα του Γιάννη Ρίτσου για την Ακαδημία. «Θα ήμουν ο φυσικός κριτής της υποψηφιότητας του Ρίτσου. Θα τον πρότεινα για ακαδημαϊκό γιατί το αξίζει. Θα σηκωθεί όμως ο … ή ο… και θα μου πουν πως έβγαλε επικήδειο στον Βελουχιώτη ή λόγο στον Λένιν και δεν θα τον κάνουν».
Ενδιαφέρουσα είναι η μελέτη «Μια ιδιάζουσα αφηγηματική τεχνική στο έργο του Ηλία Βενέζη. Περιήγηση στην Αγγλία», καθώς το οδοιπορικό αυτό του Βενέζη είναι ιδιαίτερα πρωτότυπο. Το να περιοδεύεις την Αγγλία και το κάθε τι να σου ανακαλεί την Ελλάδα, αποτελεί μια πρωτοτυπία στην ταξιδιωτική πεζογραφία. Η Παπαβασιλείου ευσυνείδητα παραθέτει τις σχετικές αναφορές.
Το να μελετήσεις το έργο ενός ελάσσονος ποιητή είναι πάντα μια πρόκληση. Την πρόκληση αυτή απεδέχθη η Χαραλαμπάκη μελετώντας τα «Τσιριγώτικα» του Πάνου Φύλλη. Είναι γνωστό εξάλλου ότι πολλοί ελάσσονες δεν κατέλαβαν μια θέση στον κανόνα λόγω του ότι έγραφαν στην περιφέρεια, μακριά από το κέντρο με τους μηχανισμούς διαφήμισης και προώθησης. Οι στίχοι του Φύλλη που παραθέτει η Χαραλαμπάκη είναι αληθινά διαμάντια.
Το να κάνεις ένα επιτυχημένο θεατρικό έργο από ένα αριστουργηματικό διήγημα δεν είναι δύσκολο. Το έκανε ο Γεράσιμος Σταύρου με το «Καληνύχτα Μαργαρίτα», διασκευάζοντας το διήγημα «Μαργαρίτα Περδικάρη» του Δημήτρη Χατζή. Το να κάνεις όμως ένα επιτυχημένο θεατρικό έργο από ένα μυθιστόρημα που δεν είναι αριστούργημα, αυτό είναι δύσκολο. Το κατάφερε ο Ιάκωβος Καμπανέλης διασκευάζοντας το «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα. Και αυτό που κατάφερε ακόμη περισσότερο είναι να προβάλλει «Λαϊκά στοιχεία σε ένα ‘αντιλαϊκό’ παραμύθι». Αυτά τα λαϊκά στοιχεία ανιχνεύει με οξυδέρκεια η Ιωάννα Χαραλαμπάκη στη μελέτη της με τον παραπάνω τίτλο.
«Το θέατρο σκιών μέσα από τις πολυπρισματικές προσεγγίσεις κορυφαίων καραγκιοζοπαιχτών» αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μελέτες αυτού του τόμου. Είναι σπαρταριστά τα επεισόδια που παραθέτει από την ψευδαίσθηση της πραγματικότητας του λαϊκού ακροατηρίου. Εστιάζει όμως κυρίως στην κοινωνική θέση του καραγκιοζοπαίχτη, δηλαδή της πλειοψηφίας τους, γιατί υπήρχαν και εξαιρέσεις. Αγράμματοι, στο κοινωνικό περιθώριο, περιφέρονταν μεταξύ παρανομίας, παιδεραστίας και επαιτείας.
Ο διδακτισμός ήταν πάντα η κατάρα της παιδικής λογοτεχνίας όταν γίνεται άκομψα, θυσιάζοντας την λογοτεχνικότητα σε ένα ηθικοπλαστικό μήνυμα που δίνεται κηρυγματικά. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις, όπου έργα υψηλής λογοτεχνικότητας εμπεριέχουν θετικά μηνύματα. Η Ιωάννα Παπαβασιλείου – Χαραλαμπάκη ανιχνεύει τα «Κοινωνικά και οικολογικά μηνύματα στην παιδική ποίηση της πρώτης εικοσαετίας του 20ου αιώνα», στην ομώνυμη μελέτη της, κάνοντας μια ευσυνείδητη καταγραφή τους.
Θεματικό εύρος αλλά προπαντός βάθος ανάλυσης και οξυδέρκεια στην παρατήρηση χαρακτηρίζουν τις μελέτες αυτές της Ιωάννας Παπαβασιλείου – Χαραλαμπάκη, αναδεικνύοντάς την ως μία από τις πιο αξιόλογες ερευνήτριες στον τομέα της Λογοτεχνίας. Διαυγέστατα στη γλώσσα, σαφέστατα στη διατύπωση, ενδιαφέρουν όχι μόνο τον εκπαιδευτικό αλλά και κάθε σκεπτόμενο άτομο.
Saturday, November 22, 2008
Στέλλα Αρκάδη, Των παιδιών
Στέλλα Αρκάδη, Των παιδιών, Αθήνα 2007, Εριφύλη
Δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα, Οκτώβρης 2008
Η Στέλλα Αρκάδη είναι μια ποιήτρια που παρακολουθώ εδώ και χρόνια, από την πρώτη της κιόλας ποιητική συλλογή με τίτλο «Χωρίς Εισαγωγικά» που εκδόθηκε το 1991 από το «Εργαστήριο Τέχνης και Λόγου». Την παρουσιάσαμε στα Κρητικά Επίκαιρα, όπως και όλο το επόμενο έργο της, μιας και είναι ιδιαίτερα αξιόλογο. Σήμερα θα παρουσιάσουμε την ένατη ποιητική της συλλογή με τίτλο Των παιδιών, τίτλος που με τη γενική του μας παραπέμπει στην προηγούμενη ποιητική της συλλογή, Των αγαπημένων, με την οποία συνιστά έτσι μια άτυπη ενότητα.
Τα παιδιά εκλύουν πάντα αισθήματα αγάπης και τρυφερότητας. Στον τριτοκοσμικό κινηματογράφο, ιδιαίτερα στον ιρανικό του οποίου είμαι φαν, τα βλέπω να πρωταγωνιστούν αρκετές φορές. Έτσι διαβάζω με συγκίνηση την τελευταία αυτή ποιητική συλλογή της Αρκάδη.
Τα παιδιά λοιπόν είναι το θέμα. Στα περισσότερα απ’ αυτά είναι η αφηγηματική φωνή, ενώ σε ένα είναι ο αποδέκτης της αφήγησης: «Έι, συ μικρό. /Έλα να καθίσεις δίπλα μου, αλλά να μην αρθρώσεις/ να μην προβλέψεις, και να μη φοβηθείς» (σελ. 22). «Κι αν βγει αληθινό, μαμά;» (σελ. 16), αναρωτιέται το παιδί ακούγοντας το παραμύθι για την «Αρκούδα» στο ομότιτλο ποίημα. Και στο πρώτο νανούρισμα (για την ακρίβεια «Νανούρισμα πρώτο») λέει το παιδί με παράπονο, σε μια ειρωνική αντιστροφή: «Νάνι, νάνι μαμά. Βιαστική μαμά». Στη «Συνομιλία» αναφέρει η αφηγηματική φωνή: «Έτσι αρχίζω να συνομιλώ με τα νεκρά παιδιά».
Σε κάθε καταστροφή τα παιδιά είναι τα πρώτα θύματα. Οι φωτογραφίες που συνόδευαν τα ρεπορτάζ από τον εμφύλιο της Μπιάφρα ήταν συνήθως εικόνες πεινασμένων παιδιών.
Στο ποίημα «Τα τελώνια» η Αρκάδη εκφράζει τη διαμαρτυρία της: Γιατί η λαϊκή παράδοση θέλει τα αβάφτιστα παιδιά να γίνονται τελώνια; Είναι τόσο συγκινητικό το ποίημα αυτό, που το παραθέτω ολόκληρο.
Τ’ αβάφτιστα, τα θάβουν στον περίβολο
Της Αγίας Κυριακής.
Λένε πώς κλαίνε τις νύχτες.
Δεν έχουν μέρος να πάνε.
Οι Ορθόδοξοι δεν έχουν Limbo γι αυτά).
Περιμένω να νυχτώσει για να τ’ ακούσω.
Τα πόδια μου στο νερό της Πηγής
ανάμεσα στο κάρδαμο και τ’ αγριοσέλινο
μια ευτυχία κατακαλόκαιρο θεόσταλτη.
Να, μέρος ωραίο για τα τελώνια τ’ αβάφτιστα.
Τι τον θέλουν τον ουρανό.
Διαβάζοντας το στίχο «Ο κύριος Τσαϊκόφσκι στέλνει την ωραία του ντάμα…» (διακειμενική αναφορά στην όπερά του «Ντάμα Πίκα») μου έρχεται συνειρμικά στο μυαλό ένας άλλος μουσικός, ο Γκούσταβ Μάλερ, και συγκεκριμένα ένα κομμάτι του που είχα να το ακούσω χρόνια, το Kindertotenlieder, Τα τραγούδια των νεκρών παιδιών.
Στην αφήγηση διαβάζουμε: «Τα παιδιά τα σκοτώνουν./ Όλοι οι δαιμόνοι σκοτώνουν τα παιδιά».
Και θυμάμαι πάλι μια εκπομπή του Κούλογλου για τη Ρουάντα, όπου ο «Δαίμονας» της γενοκτονίας των Τούτσι, ο Χούτου πρόεδρος της χώρας ο οποίος δικάστηκε αργότερα στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, φείσθηκε της ζωής των παιδιών ενός ορφανοτροφείου που οι άνδρες του ήταν έτοιμοι να σκοτώσουν, μετά από παράκληση δυτικού δημοσιογράφου.
Όμως να παραθέσουμε ακόμη το συγκινητικό τετράστιχο με το οποίο τελειώνουν τα «Ξένα φτερά».
Τα φτερά είναι του πεθαμένου παιδιού
Κόλλησαν στο κορμί μου.
Για να πετάξουν˙ για να πεθάνω.
Και να τους κάνω παρέα. (σελ. 19).
Κι ακόμη:
Κι ο ερωτευμένος θάνατος
Θάλλει στα μάγουλα του νεκρού κοριτσιού (σελ. 26, από το «Ο ερωτευμένος θάνατος».
Η σύγχρονη ποίηση είναι ολιγόστιχη και όχι προγραμματική. Ο ποιητής γράφει σε στιγμές έμπνευσης, πράγμα που δύσκολα μπορούμε να το φανταστούμε για τον Κορνάρο όταν έγραφε τον Ερωτόκριτο, αλλά και για ποιητές όπως ο Παλαμάς όταν έγραφε τον Δωδεκάλογο του γύφτου και τη Φλογέρα του βασιλιά. Το θέμα μπορεί να επηρεάζει την έμπνευση, αλλά όχι πάντα. Έτσι συνήθως στις ποιητικές συλλογές τον τίτλο τον δίνει μια θεματική ενότητα στην οποία υπάγονται τα περισσότερα ίσως ποιήματα, όμως υπάρχουν και άλλα που η έμπνευση της στιγμής αψήφησε την θεματική πρόθεση. Αυτά τα ποιήματα τα αφήνει για το δεύτερο μέρος της συλλογής της η Αρκάδη, σε δυο ενότητες, η πρώτη με τον σεμνό τίτλο «Επιλογικά», όπου τα παιδιά εμφανίζονται και πάλι άλλα όχι πρωταγωνιστικά, και η δεύτερη με τον ακόμη πιο σεμνό «Μικρά ανεπίδοτα άτιτλα». Η ίδια λυρική ευαισθησία με την ευφάνταστη εικονοπλασία της χαρακτηρίζει και αυτά τα ποιήματα, όπως και εκείνα που δίνουν τον τίτλο στη συλλογή.
Θα κλείσουμε την παρουσίαση αυτή με ένα δίστιχο, αλλά πιο πριν θα ήθελα να κάνω μια εισαγωγή για να το κάνουν πιο κατανοητό. Ο μεγάλος γερμανός ηθολόγος Κόνραντ Λόρεντς μιλάει για την έννοια της νεοτονίας.
Τι είναι αυτή.
Ο άνθρωπος, ο μόνος από όλα τα ζώα, διατηρεί χαρακτηριστικά της παιδικότητάς του σε όλη την ώριμη ζωή του. Αναφέρει σαν παράδειγμα μια τελετή σε ένα πανεπιστήμιο με τους καθηγητές να πορεύονται σε πορεία, φορώντας τις καθηγητικές στολές τους. Ξαφνικά ένας απ’ αυτούς δίνει μια κλωτσιά στον μπροστινό του. Ο Λόρεντς δεν το θεώρησε απρέπεια, αλλά απλά μια παιδική σκανταλιά.
Και το δίστιχο:
Όταν δεν θα ’μαι παιδί
θα είμαι ένα τίποτα.
Δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα, Οκτώβρης 2008
Η Στέλλα Αρκάδη είναι μια ποιήτρια που παρακολουθώ εδώ και χρόνια, από την πρώτη της κιόλας ποιητική συλλογή με τίτλο «Χωρίς Εισαγωγικά» που εκδόθηκε το 1991 από το «Εργαστήριο Τέχνης και Λόγου». Την παρουσιάσαμε στα Κρητικά Επίκαιρα, όπως και όλο το επόμενο έργο της, μιας και είναι ιδιαίτερα αξιόλογο. Σήμερα θα παρουσιάσουμε την ένατη ποιητική της συλλογή με τίτλο Των παιδιών, τίτλος που με τη γενική του μας παραπέμπει στην προηγούμενη ποιητική της συλλογή, Των αγαπημένων, με την οποία συνιστά έτσι μια άτυπη ενότητα.
Τα παιδιά εκλύουν πάντα αισθήματα αγάπης και τρυφερότητας. Στον τριτοκοσμικό κινηματογράφο, ιδιαίτερα στον ιρανικό του οποίου είμαι φαν, τα βλέπω να πρωταγωνιστούν αρκετές φορές. Έτσι διαβάζω με συγκίνηση την τελευταία αυτή ποιητική συλλογή της Αρκάδη.
Τα παιδιά λοιπόν είναι το θέμα. Στα περισσότερα απ’ αυτά είναι η αφηγηματική φωνή, ενώ σε ένα είναι ο αποδέκτης της αφήγησης: «Έι, συ μικρό. /Έλα να καθίσεις δίπλα μου, αλλά να μην αρθρώσεις/ να μην προβλέψεις, και να μη φοβηθείς» (σελ. 22). «Κι αν βγει αληθινό, μαμά;» (σελ. 16), αναρωτιέται το παιδί ακούγοντας το παραμύθι για την «Αρκούδα» στο ομότιτλο ποίημα. Και στο πρώτο νανούρισμα (για την ακρίβεια «Νανούρισμα πρώτο») λέει το παιδί με παράπονο, σε μια ειρωνική αντιστροφή: «Νάνι, νάνι μαμά. Βιαστική μαμά». Στη «Συνομιλία» αναφέρει η αφηγηματική φωνή: «Έτσι αρχίζω να συνομιλώ με τα νεκρά παιδιά».
Σε κάθε καταστροφή τα παιδιά είναι τα πρώτα θύματα. Οι φωτογραφίες που συνόδευαν τα ρεπορτάζ από τον εμφύλιο της Μπιάφρα ήταν συνήθως εικόνες πεινασμένων παιδιών.
Στο ποίημα «Τα τελώνια» η Αρκάδη εκφράζει τη διαμαρτυρία της: Γιατί η λαϊκή παράδοση θέλει τα αβάφτιστα παιδιά να γίνονται τελώνια; Είναι τόσο συγκινητικό το ποίημα αυτό, που το παραθέτω ολόκληρο.
Τ’ αβάφτιστα, τα θάβουν στον περίβολο
Της Αγίας Κυριακής.
Λένε πώς κλαίνε τις νύχτες.
Δεν έχουν μέρος να πάνε.
Οι Ορθόδοξοι δεν έχουν Limbo γι αυτά).
Περιμένω να νυχτώσει για να τ’ ακούσω.
Τα πόδια μου στο νερό της Πηγής
ανάμεσα στο κάρδαμο και τ’ αγριοσέλινο
μια ευτυχία κατακαλόκαιρο θεόσταλτη.
Να, μέρος ωραίο για τα τελώνια τ’ αβάφτιστα.
Τι τον θέλουν τον ουρανό.
Διαβάζοντας το στίχο «Ο κύριος Τσαϊκόφσκι στέλνει την ωραία του ντάμα…» (διακειμενική αναφορά στην όπερά του «Ντάμα Πίκα») μου έρχεται συνειρμικά στο μυαλό ένας άλλος μουσικός, ο Γκούσταβ Μάλερ, και συγκεκριμένα ένα κομμάτι του που είχα να το ακούσω χρόνια, το Kindertotenlieder, Τα τραγούδια των νεκρών παιδιών.
Στην αφήγηση διαβάζουμε: «Τα παιδιά τα σκοτώνουν./ Όλοι οι δαιμόνοι σκοτώνουν τα παιδιά».
Και θυμάμαι πάλι μια εκπομπή του Κούλογλου για τη Ρουάντα, όπου ο «Δαίμονας» της γενοκτονίας των Τούτσι, ο Χούτου πρόεδρος της χώρας ο οποίος δικάστηκε αργότερα στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, φείσθηκε της ζωής των παιδιών ενός ορφανοτροφείου που οι άνδρες του ήταν έτοιμοι να σκοτώσουν, μετά από παράκληση δυτικού δημοσιογράφου.
Όμως να παραθέσουμε ακόμη το συγκινητικό τετράστιχο με το οποίο τελειώνουν τα «Ξένα φτερά».
Τα φτερά είναι του πεθαμένου παιδιού
Κόλλησαν στο κορμί μου.
Για να πετάξουν˙ για να πεθάνω.
Και να τους κάνω παρέα. (σελ. 19).
Κι ακόμη:
Κι ο ερωτευμένος θάνατος
Θάλλει στα μάγουλα του νεκρού κοριτσιού (σελ. 26, από το «Ο ερωτευμένος θάνατος».
Η σύγχρονη ποίηση είναι ολιγόστιχη και όχι προγραμματική. Ο ποιητής γράφει σε στιγμές έμπνευσης, πράγμα που δύσκολα μπορούμε να το φανταστούμε για τον Κορνάρο όταν έγραφε τον Ερωτόκριτο, αλλά και για ποιητές όπως ο Παλαμάς όταν έγραφε τον Δωδεκάλογο του γύφτου και τη Φλογέρα του βασιλιά. Το θέμα μπορεί να επηρεάζει την έμπνευση, αλλά όχι πάντα. Έτσι συνήθως στις ποιητικές συλλογές τον τίτλο τον δίνει μια θεματική ενότητα στην οποία υπάγονται τα περισσότερα ίσως ποιήματα, όμως υπάρχουν και άλλα που η έμπνευση της στιγμής αψήφησε την θεματική πρόθεση. Αυτά τα ποιήματα τα αφήνει για το δεύτερο μέρος της συλλογής της η Αρκάδη, σε δυο ενότητες, η πρώτη με τον σεμνό τίτλο «Επιλογικά», όπου τα παιδιά εμφανίζονται και πάλι άλλα όχι πρωταγωνιστικά, και η δεύτερη με τον ακόμη πιο σεμνό «Μικρά ανεπίδοτα άτιτλα». Η ίδια λυρική ευαισθησία με την ευφάνταστη εικονοπλασία της χαρακτηρίζει και αυτά τα ποιήματα, όπως και εκείνα που δίνουν τον τίτλο στη συλλογή.
Θα κλείσουμε την παρουσίαση αυτή με ένα δίστιχο, αλλά πιο πριν θα ήθελα να κάνω μια εισαγωγή για να το κάνουν πιο κατανοητό. Ο μεγάλος γερμανός ηθολόγος Κόνραντ Λόρεντς μιλάει για την έννοια της νεοτονίας.
Τι είναι αυτή.
Ο άνθρωπος, ο μόνος από όλα τα ζώα, διατηρεί χαρακτηριστικά της παιδικότητάς του σε όλη την ώριμη ζωή του. Αναφέρει σαν παράδειγμα μια τελετή σε ένα πανεπιστήμιο με τους καθηγητές να πορεύονται σε πορεία, φορώντας τις καθηγητικές στολές τους. Ξαφνικά ένας απ’ αυτούς δίνει μια κλωτσιά στον μπροστινό του. Ο Λόρεντς δεν το θεώρησε απρέπεια, αλλά απλά μια παιδική σκανταλιά.
Και το δίστιχο:
Όταν δεν θα ’μαι παιδί
θα είμαι ένα τίποτα.
Sunday, November 16, 2008
Γιώργος Ιωάννου, Επιτάφιος Θρήνος
Γιώργος Ιωάννου, Επιτάφιος Θρήνος
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε, ανάμεσα στα άλλα: «Το ομώνυμο πεζογράφημα που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο είναι ένα κείμενο που αγαπήθηκε πολύ – ένα πεζογράφημα που περιέχει το ύφος, το ήθος και την εξέλιξη της γραφής του Ιωάννου».
Όντως υπάρχει μια εξέλιξη στη γραφή και στη θεματολογία του Ιωάννου, και αυτή θα συζητήσουμε τώρα.
Ο Καβάφης χώρισε τα ποιήματά του σε ιστορικά, φιλοσοφικά και ηδονικά. Θα μπορούσαμε κι εμείς να κάνουμε ένα ανάλογο διαχωρισμό στα διηγήματα του Ιωάννου: Τα αυτοβιογραφικά (Η μόνη κληρονομιά, Το δικό μας αίμα, Πολλαπλά κατάγματα), τα φανταστικά (με πεποιημένη πλοκή) και τα ηδονικά. Ο Επιτάφιος Θρήνος ανήκει στα τελευταία. Το «ηδονικό» στοιχείο κυριαρχεί, λίγο πολύ, σε όλα τα διηγήματα. Είτε με την αμεσότητα της πλοκής είτε με τον υπαινικτικό λόγο της αφήγησης, όπως π.χ. «Είμαι σίγουρος πώς θα ’πε καλά λόγια για μένα στην αρραβωνιαστικιά του. Ευτυχισμένη κοπελίτσα, συλλογιόμουνα. Και ήξερα πολύ καλά τι έλεγα» (σελ. 84).
Ας μη μείνουμε και πολύ σ’ αυτό – για μένα θα ήταν και επικίνδυνο – και ας πάμε παρακάτω.
Στην πλοκή τριών τουλάχιστον από τα διηγήματά του υπάρχει μια σύγκριση. Στον «Επιτάφιο θρήνο», το πρώτο διήγημα της συλλογής, έχουμε το σώμα του Χριστού που κείτεται στον Επιτάφιο και το σώμα ενός ωραίου υπαξιωματικού. Στο τέλος έχουμε και μια μεταφορά, της Ανάστασης ως την ερωτική συνεύρεση ενός ζευγαριού: «Όμως το πρωινό, την ώρα που πυκνώνουν στην εκκλησιά οι υπαινιγμοί για την Ανάσταση… μας ξύπνησαν οι δονήσεις του υπαξιωματικού, που ολόλαμπρος σαν ήλιος νέος και αήττητος, μας φώναζε να δούμε και του ζεύγους την ανάσταση (κρυφοκοίταζαν από τρύπα του δωματίου του ξενοδοχείου τους), που σ’ ένα όλο ευλυγισία σύμπλεγμα σφάδαζε πάνω στο σουσταλίδικο κρεβάτι του» (σελ. 20-21). Και λίγο πιο κάτω: «Τι διαφορά υπάρχει ανάμεσα στον Ερυθρό και στον Ξύλινο Σταυρό;» (σελ. 21). Κατά διαστήματα υπάρχουν εδάφια από την αγία Γραφή, όπως «στους ουρανούς ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται αλλά εισιν ως άγγελοι Θεού» (σελ. 21), που είναι από κάποιο κατά Μάρκου ευαγγέλιο, δεν μας λέει ποιο. Στους μουσουλμανικούς ουρανούς, αντίθετα, υπάρχει σεξ, αλλά μόνο για τους άνδρες. Για τις γυναίκες απ’ όσο ξέρω δεν υπάρχει πρόβλεψη.
Στο «Τραπέζι της εκκλησίας» μας μιλάει για ένα τραπέζι που, κατά περίπτωση, το χρησιμοποιούσαν για δεξιώσεις, για να αποθέτουν τους νεκρούς και για ερωτική συνεύρεση.
Στην «Ολική έκλειψη» έχουμε πάλι τη σύγκριση: «Ο ήλιος είναι ο άνδρας» είπαμε εμείς, το λέει και τα’ όνομά του». «Πού ξέρετε εσείς απ’ αυτά;», είπε με ύφος (σελ. 79).
Πιο κάτω η έκλειψη παρομοιάζεται με τη συνουσία: «Την είχαν πέντε νταγκλαράδες όλη μέρα στη ρεματιά. Της παίζανε την έκλειψη» (σελ. 79).
Ο Ιωάννου καταφεύγει στην μοντερνιστική ανοικείωση για να δώσει λογοτεχνικότητα στα διηγήματά του. Έτσι χρησιμοποιεί το εφέ της μακροπεριόδου, προσπαθώντας να δώσει ένα ασθματικό και εξομολογητικό τόνο στη γραφή του, που όμως κουράζει τον αναγνώστη που θα ήθελε να διαβάσει ένα διήγημά του πριν τον πάρει ο ύπνος. Στο διήγημα «Το τραπέζι της εκκλησίας» οδηγείται ολότελα στην υπερβολή. Σε ένα διήγημα δέκα σελίδων έχουμε 10 περιόδους (αν εξαιρέσουμε πέντε μικρά αποσπάσματα από την Αγία Γραφή) με πιο μικρή την τελευταία, 4 γραμμών. Στην τρίτη περίοδο διαβάζεις δυο σελίδες μέχρι να συναντήσεις τελεία.
Τα διηγήματα που μας άρεσαν περισσότερο ήταν το προτελευταίο, «Η δασκάλα», και το τελευταίο, «Η κυρία Μινωταύρου».
Το τελευταίο έχει την αρετή ενός καλού αφηγήματος: Σασπένς. Πού εξαφανίζεται ο μαθητής της δασκάλας τον οποίο φιλοξενεί, με τον οποίο κοιμάται μαζί χωρίς να κάνουν σεξ, όχι γιατί δεν θέλει αυτή αλλά γιατί δεν θέλει αυτός;
Θα το ανακαλύψουμε στο τέλος μαζί της: στην ταράτσα της πολυκατοικίας της, όπου κάνει μπανιστήρι απέναντι. Είναι ηδονοβλεψίας.
Και το τελευταίο;
Εδώ ο Ιωάννου επιστρέφει στο χιούμορ της Μόνης κληρονομιάς. Αναφέρεται στις περιπέτειες δυο τραβεστί, με σπαρταριστό τρόπο, χρησιμοποιώντας διάφορα εφέ, όπως το εφέ της παρονομασίας: «-Άρια, Άριά μου, πες μου μια άρια από την τραβιάτα του Μπερντέ. – Εγώ μονάχα απ’ την τραβιόλα μπορώ να πω άριες» (σελ. 154, μαζί με εφέ ομωνυμίας), «…εκείνη ακριβώς τη στιγμή έμπαινε ο Βησσάρης στη Βεσσαραβία του» (σελ. 153), «…κάτι σαν βασίλισσα του Σαββά, μια και ήταν ερωμένη του Σάββα του ποδοσφαιριστή» (σελ. 150), εφέ της υπερβολής: «…απύθμενο μίσος της για οτιδήποτε, έστω και ελάχιστα αριστερό, ακόμα και αριστερό πόδι» (σελ. 156), εφέ της κυριολεξίας: «χαλκέντερος είμαι εγώ, είπε με καυχησιά η Αριάδνη (η τραβεστί). Και δεν φοβάσαι μήπως τους κάνεις καμιά ζημιά;» (εννοείται στο πέος των φίλων της, από τα χάλκινα έντερα σελ. 161), εφέ αντίθεσης με οιονεί νεολογισμό: «…ήταν στις μαύρες της εκείνη τη μέρα. Η αλήθεια είναι ότι σπάνια βρισκόταν στις άσπρες της» (σελ. 149), κ.λπ.
Αυτά για τον Επιτάφιο Θρήνο. Η συνέχεια στο επόμενο, με τα Πολλαπλά κατάγματα.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε, ανάμεσα στα άλλα: «Το ομώνυμο πεζογράφημα που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο είναι ένα κείμενο που αγαπήθηκε πολύ – ένα πεζογράφημα που περιέχει το ύφος, το ήθος και την εξέλιξη της γραφής του Ιωάννου».
Όντως υπάρχει μια εξέλιξη στη γραφή και στη θεματολογία του Ιωάννου, και αυτή θα συζητήσουμε τώρα.
Ο Καβάφης χώρισε τα ποιήματά του σε ιστορικά, φιλοσοφικά και ηδονικά. Θα μπορούσαμε κι εμείς να κάνουμε ένα ανάλογο διαχωρισμό στα διηγήματα του Ιωάννου: Τα αυτοβιογραφικά (Η μόνη κληρονομιά, Το δικό μας αίμα, Πολλαπλά κατάγματα), τα φανταστικά (με πεποιημένη πλοκή) και τα ηδονικά. Ο Επιτάφιος Θρήνος ανήκει στα τελευταία. Το «ηδονικό» στοιχείο κυριαρχεί, λίγο πολύ, σε όλα τα διηγήματα. Είτε με την αμεσότητα της πλοκής είτε με τον υπαινικτικό λόγο της αφήγησης, όπως π.χ. «Είμαι σίγουρος πώς θα ’πε καλά λόγια για μένα στην αρραβωνιαστικιά του. Ευτυχισμένη κοπελίτσα, συλλογιόμουνα. Και ήξερα πολύ καλά τι έλεγα» (σελ. 84).
Ας μη μείνουμε και πολύ σ’ αυτό – για μένα θα ήταν και επικίνδυνο – και ας πάμε παρακάτω.
Στην πλοκή τριών τουλάχιστον από τα διηγήματά του υπάρχει μια σύγκριση. Στον «Επιτάφιο θρήνο», το πρώτο διήγημα της συλλογής, έχουμε το σώμα του Χριστού που κείτεται στον Επιτάφιο και το σώμα ενός ωραίου υπαξιωματικού. Στο τέλος έχουμε και μια μεταφορά, της Ανάστασης ως την ερωτική συνεύρεση ενός ζευγαριού: «Όμως το πρωινό, την ώρα που πυκνώνουν στην εκκλησιά οι υπαινιγμοί για την Ανάσταση… μας ξύπνησαν οι δονήσεις του υπαξιωματικού, που ολόλαμπρος σαν ήλιος νέος και αήττητος, μας φώναζε να δούμε και του ζεύγους την ανάσταση (κρυφοκοίταζαν από τρύπα του δωματίου του ξενοδοχείου τους), που σ’ ένα όλο ευλυγισία σύμπλεγμα σφάδαζε πάνω στο σουσταλίδικο κρεβάτι του» (σελ. 20-21). Και λίγο πιο κάτω: «Τι διαφορά υπάρχει ανάμεσα στον Ερυθρό και στον Ξύλινο Σταυρό;» (σελ. 21). Κατά διαστήματα υπάρχουν εδάφια από την αγία Γραφή, όπως «στους ουρανούς ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται αλλά εισιν ως άγγελοι Θεού» (σελ. 21), που είναι από κάποιο κατά Μάρκου ευαγγέλιο, δεν μας λέει ποιο. Στους μουσουλμανικούς ουρανούς, αντίθετα, υπάρχει σεξ, αλλά μόνο για τους άνδρες. Για τις γυναίκες απ’ όσο ξέρω δεν υπάρχει πρόβλεψη.
Στο «Τραπέζι της εκκλησίας» μας μιλάει για ένα τραπέζι που, κατά περίπτωση, το χρησιμοποιούσαν για δεξιώσεις, για να αποθέτουν τους νεκρούς και για ερωτική συνεύρεση.
Στην «Ολική έκλειψη» έχουμε πάλι τη σύγκριση: «Ο ήλιος είναι ο άνδρας» είπαμε εμείς, το λέει και τα’ όνομά του». «Πού ξέρετε εσείς απ’ αυτά;», είπε με ύφος (σελ. 79).
Πιο κάτω η έκλειψη παρομοιάζεται με τη συνουσία: «Την είχαν πέντε νταγκλαράδες όλη μέρα στη ρεματιά. Της παίζανε την έκλειψη» (σελ. 79).
Ο Ιωάννου καταφεύγει στην μοντερνιστική ανοικείωση για να δώσει λογοτεχνικότητα στα διηγήματά του. Έτσι χρησιμοποιεί το εφέ της μακροπεριόδου, προσπαθώντας να δώσει ένα ασθματικό και εξομολογητικό τόνο στη γραφή του, που όμως κουράζει τον αναγνώστη που θα ήθελε να διαβάσει ένα διήγημά του πριν τον πάρει ο ύπνος. Στο διήγημα «Το τραπέζι της εκκλησίας» οδηγείται ολότελα στην υπερβολή. Σε ένα διήγημα δέκα σελίδων έχουμε 10 περιόδους (αν εξαιρέσουμε πέντε μικρά αποσπάσματα από την Αγία Γραφή) με πιο μικρή την τελευταία, 4 γραμμών. Στην τρίτη περίοδο διαβάζεις δυο σελίδες μέχρι να συναντήσεις τελεία.
Τα διηγήματα που μας άρεσαν περισσότερο ήταν το προτελευταίο, «Η δασκάλα», και το τελευταίο, «Η κυρία Μινωταύρου».
Το τελευταίο έχει την αρετή ενός καλού αφηγήματος: Σασπένς. Πού εξαφανίζεται ο μαθητής της δασκάλας τον οποίο φιλοξενεί, με τον οποίο κοιμάται μαζί χωρίς να κάνουν σεξ, όχι γιατί δεν θέλει αυτή αλλά γιατί δεν θέλει αυτός;
Θα το ανακαλύψουμε στο τέλος μαζί της: στην ταράτσα της πολυκατοικίας της, όπου κάνει μπανιστήρι απέναντι. Είναι ηδονοβλεψίας.
Και το τελευταίο;
Εδώ ο Ιωάννου επιστρέφει στο χιούμορ της Μόνης κληρονομιάς. Αναφέρεται στις περιπέτειες δυο τραβεστί, με σπαρταριστό τρόπο, χρησιμοποιώντας διάφορα εφέ, όπως το εφέ της παρονομασίας: «-Άρια, Άριά μου, πες μου μια άρια από την τραβιάτα του Μπερντέ. – Εγώ μονάχα απ’ την τραβιόλα μπορώ να πω άριες» (σελ. 154, μαζί με εφέ ομωνυμίας), «…εκείνη ακριβώς τη στιγμή έμπαινε ο Βησσάρης στη Βεσσαραβία του» (σελ. 153), «…κάτι σαν βασίλισσα του Σαββά, μια και ήταν ερωμένη του Σάββα του ποδοσφαιριστή» (σελ. 150), εφέ της υπερβολής: «…απύθμενο μίσος της για οτιδήποτε, έστω και ελάχιστα αριστερό, ακόμα και αριστερό πόδι» (σελ. 156), εφέ της κυριολεξίας: «χαλκέντερος είμαι εγώ, είπε με καυχησιά η Αριάδνη (η τραβεστί). Και δεν φοβάσαι μήπως τους κάνεις καμιά ζημιά;» (εννοείται στο πέος των φίλων της, από τα χάλκινα έντερα σελ. 161), εφέ αντίθεσης με οιονεί νεολογισμό: «…ήταν στις μαύρες της εκείνη τη μέρα. Η αλήθεια είναι ότι σπάνια βρισκόταν στις άσπρες της» (σελ. 149), κ.λπ.
Αυτά για τον Επιτάφιο Θρήνο. Η συνέχεια στο επόμενο, με τα Πολλαπλά κατάγματα.
Άρης Χαραλαμπάκης, Ικάριος Άνεμος
Άρης Χαραλαμπάκης, Ικάριος Άνεμος, Αθήνα 2008
Δημοσιεύτηκε στο "Μεθόριος του Αιγαίου", τ. 30, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2008
Ο Άρης Χαραλαμπάκης, καρδιολόγος, αντιστράτηγος υγειονομικού εν αποστρατεία, εξέδωσε πρόσφατα την πέμπτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ικάριος άνεμος» σε μια πολυτελή έκδοση, με εξαίρετη εικονογράφηση από τον Γιώργο Σταθόπουλο, πτυχιούχο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.
Στο τελευταίο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα Υγρός χρόνος υπάρχουν τρεις σελίδες με απαρίθμηση των λόγων για τους οποίους γράφει ένας λογοτέχνης. Απουσιάζει ο λόγος για τον οποίο άρχισε να γράφει ποίηση ο Άρης Χαραλαμπάκης: για να απαλύνει τον πόνο από το θάνατο του γιου του, φοιτητή στη Θεσσαλονίκη, που πέθανε από τροχαίο. Υπάρχει πράγματι καλύτερη παραμυθία από την τέχνη, και μάλιστα την ποίηση, για τις ατυχίες που μπορούν να μας βρουν στη ζωή;
Ο Άρης Χαραλαμπάκης δεν επιδιώκει δάφνες πρωτοπορίας, στην ποίηση καταφεύγει για να εκφραστεί. Έτσι δεν περιφρονεί τα παραδοσιακά σχήματα που έχουν εγκαταλειφθεί από τη σύγχρονη ποίηση. Αν μη τι άλλο η παραδοσιακή ποίηση δεν έχει τη σκοτεινιά της σύγχρονης. Ο αναγνώστης δεν προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει το νόημα, το οποίο διαπερνά την κρυστάλλινη ομορφιά των στίχων, που πλέκονται σε όμορφες ομοιοκαταληξίες στο μέτρο κυρίως του ίαμβου, αλλά και του τροχαίου και του ανάπαιστου. Ομορφότατοι είναι οι ανάπαιστοι της τελευταίας στροφής του ποιήματος «Στων ονείρων τη λάμψη», όπου μιλώντας για τα όνειρα λέει:
«Στης μαγείας τη λάμψη χορεύουνε
και σε χίμαιρες πάνω γλιστράνε
μα εγώ τ’ αγαπώ που με φέρνουνε
σε ατραπούς που πατάς – κι ας πονάνε…» (σελ. 28).
Πολυσημικός ο τελευταίος στίχος. Αναφέρεται σε μια αγαπημένη; Στο χαμένο γιο; Η πολυσημία είναι μια από τις κύριες αρετές της ποίησης.
Πριν προχωρήσουμε σε άλλους στίχους, να αναφέρουμε ότι σε πολλά ποιήματά του ο Χαραλαμπάκης βάζει σαν μότο ρήσεις ή στίχους άλλων ποιητών. Στα «Ταξίδια» βάζει: «Η μνήμη σκοτώνει το θάνατο» του Γιώργου Βοϊκλή, και στο επόμενο, «Ο πόνος» βάζει σαν μότο μια ρήση του Βολταίρου, που για μένα αυτές τις μέρες είναι ολότελα επίκαιρη: «Όσο περισσότερο επιμένουμε να σκεφτόμαστε τις κακοτυχίες μας τόσο πολλαπλασιάζεται η δύναμή τους να μα βλάψουν».
Από τους πιο ωραίους στίχους της συλλογής, που κάποιος άλλος ποιητής θα μπορούσε να τους βάλει σαν μότο σε δικό του ποίημα, είναι οι τελευταίοι του ποιήματος «Προσμονή».
«Λίγα ορίζουμε εμείς
και η τύχη τα πολλά».
Ο «Ασύμμετρος πόλεμος» είναι ιδιαίτερα επίκαιρος, και ιδιαίτερα το τελευταίο του τετράστιχο:
«Ιερός θεωρείται ο πόλεμος του Ισλάμ προς τη Δύση˙
στο κοράνι ο θάνατος χρυσοκέντητο φως!
Μα κι η Δύση πανίσχυρη ανακυκλώνει τα μίση,
τον ασύμμετρο πόλεμο συντηρεί συνεχώς…» (σελ. 45).
«Ερωτικά» είναι ο τίτλος μιας από τις ενότητες της συλλογής. Το «Έρωτας παντοδύναμος» αποτελείται από δυο τετράστιχα. Παραθέτουμε το δεύτερο.
«Όταν ορθάνοιχτη η ψυχή
στον έρωτα κρατιέται
όσο κι αν γέρνει το κορμί
ποτέ της δεν νικιέται» (σελ. 49).
Η επόμενη ενότητα είναι τα «Ταξιδιωτικά». Ταξιδιωτικά στο Αιγαίο και στη Σάμο, αλλά και στο εξωτερικό. Είναι υπέροχο στη σάτιρά του το παρακάτω τετράστιχο από το «Μόσχα, 2004».
«Πού να το φανταζότανε ποτέ ο Λένιν σου
στο μαυσωλείο του ταριχευμένος με το μούσι
κι αντικριστά του οι Ρωσίδες να ψωνίζουνε
τα Πιέρ Γκαρντέν, τ’ Αρμάνι και τα Γκούτσι!» (σελ. 84).
Η τελευταία ενότητα της συλλογής είναι τα «Τραγούδια». Ολιγοσύλλαβοι στίχοι χαρακτηρίζουν τα ποιήματα της ενότητας αυτής, σε διάφορα μέτρα και στιχουργικές φόρμες. Επιλέγουμε σαν δείγμα την τελευταία στροφή από το «Στων κυμάτων τον αφρό». Αναφέρεται στον «άνθρωπό μου», αλλά, καθώς είναι στο ποιητικό σχήμα του «Ύμνου προς την Ελευθερία» του Σολωμού (τετράστιχες στροφές με τροχαϊκούς οκτάστιχους και επτάστιχους στίχους εναλλάξ σε πλεχτή ομοιοκαταληξία) θα μπορούσαν να αναφέρονται και στην Ελευθερία, που επίσης θα μπορούσε να είναι και το όνομα του «ανθρώπου του».
«Στη χαρά μου είσαι ταίρι
ξανεμήστρα του καημού
συ πηγαίνεις χέρι χέρι
την καρδιά μου και το νου» (σελ. 124).
Η ποιητική αυτή συλλογή του Άρη Χαραλαμπάκη, αν μη τι άλλο, αποδεικνύει ότι και στις παραδοσιακές φόρμες, απαξιωμένες από τους περισσότερους σύγχρονους ποιητές, μπορούν να γράφονται ακόμη υπέροχοι στίχοι.
Δημοσιεύτηκε στο "Μεθόριος του Αιγαίου", τ. 30, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2008
Ο Άρης Χαραλαμπάκης, καρδιολόγος, αντιστράτηγος υγειονομικού εν αποστρατεία, εξέδωσε πρόσφατα την πέμπτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ικάριος άνεμος» σε μια πολυτελή έκδοση, με εξαίρετη εικονογράφηση από τον Γιώργο Σταθόπουλο, πτυχιούχο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.
Στο τελευταίο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα Υγρός χρόνος υπάρχουν τρεις σελίδες με απαρίθμηση των λόγων για τους οποίους γράφει ένας λογοτέχνης. Απουσιάζει ο λόγος για τον οποίο άρχισε να γράφει ποίηση ο Άρης Χαραλαμπάκης: για να απαλύνει τον πόνο από το θάνατο του γιου του, φοιτητή στη Θεσσαλονίκη, που πέθανε από τροχαίο. Υπάρχει πράγματι καλύτερη παραμυθία από την τέχνη, και μάλιστα την ποίηση, για τις ατυχίες που μπορούν να μας βρουν στη ζωή;
Ο Άρης Χαραλαμπάκης δεν επιδιώκει δάφνες πρωτοπορίας, στην ποίηση καταφεύγει για να εκφραστεί. Έτσι δεν περιφρονεί τα παραδοσιακά σχήματα που έχουν εγκαταλειφθεί από τη σύγχρονη ποίηση. Αν μη τι άλλο η παραδοσιακή ποίηση δεν έχει τη σκοτεινιά της σύγχρονης. Ο αναγνώστης δεν προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει το νόημα, το οποίο διαπερνά την κρυστάλλινη ομορφιά των στίχων, που πλέκονται σε όμορφες ομοιοκαταληξίες στο μέτρο κυρίως του ίαμβου, αλλά και του τροχαίου και του ανάπαιστου. Ομορφότατοι είναι οι ανάπαιστοι της τελευταίας στροφής του ποιήματος «Στων ονείρων τη λάμψη», όπου μιλώντας για τα όνειρα λέει:
«Στης μαγείας τη λάμψη χορεύουνε
και σε χίμαιρες πάνω γλιστράνε
μα εγώ τ’ αγαπώ που με φέρνουνε
σε ατραπούς που πατάς – κι ας πονάνε…» (σελ. 28).
Πολυσημικός ο τελευταίος στίχος. Αναφέρεται σε μια αγαπημένη; Στο χαμένο γιο; Η πολυσημία είναι μια από τις κύριες αρετές της ποίησης.
Πριν προχωρήσουμε σε άλλους στίχους, να αναφέρουμε ότι σε πολλά ποιήματά του ο Χαραλαμπάκης βάζει σαν μότο ρήσεις ή στίχους άλλων ποιητών. Στα «Ταξίδια» βάζει: «Η μνήμη σκοτώνει το θάνατο» του Γιώργου Βοϊκλή, και στο επόμενο, «Ο πόνος» βάζει σαν μότο μια ρήση του Βολταίρου, που για μένα αυτές τις μέρες είναι ολότελα επίκαιρη: «Όσο περισσότερο επιμένουμε να σκεφτόμαστε τις κακοτυχίες μας τόσο πολλαπλασιάζεται η δύναμή τους να μα βλάψουν».
Από τους πιο ωραίους στίχους της συλλογής, που κάποιος άλλος ποιητής θα μπορούσε να τους βάλει σαν μότο σε δικό του ποίημα, είναι οι τελευταίοι του ποιήματος «Προσμονή».
«Λίγα ορίζουμε εμείς
και η τύχη τα πολλά».
Ο «Ασύμμετρος πόλεμος» είναι ιδιαίτερα επίκαιρος, και ιδιαίτερα το τελευταίο του τετράστιχο:
«Ιερός θεωρείται ο πόλεμος του Ισλάμ προς τη Δύση˙
στο κοράνι ο θάνατος χρυσοκέντητο φως!
Μα κι η Δύση πανίσχυρη ανακυκλώνει τα μίση,
τον ασύμμετρο πόλεμο συντηρεί συνεχώς…» (σελ. 45).
«Ερωτικά» είναι ο τίτλος μιας από τις ενότητες της συλλογής. Το «Έρωτας παντοδύναμος» αποτελείται από δυο τετράστιχα. Παραθέτουμε το δεύτερο.
«Όταν ορθάνοιχτη η ψυχή
στον έρωτα κρατιέται
όσο κι αν γέρνει το κορμί
ποτέ της δεν νικιέται» (σελ. 49).
Η επόμενη ενότητα είναι τα «Ταξιδιωτικά». Ταξιδιωτικά στο Αιγαίο και στη Σάμο, αλλά και στο εξωτερικό. Είναι υπέροχο στη σάτιρά του το παρακάτω τετράστιχο από το «Μόσχα, 2004».
«Πού να το φανταζότανε ποτέ ο Λένιν σου
στο μαυσωλείο του ταριχευμένος με το μούσι
κι αντικριστά του οι Ρωσίδες να ψωνίζουνε
τα Πιέρ Γκαρντέν, τ’ Αρμάνι και τα Γκούτσι!» (σελ. 84).
Η τελευταία ενότητα της συλλογής είναι τα «Τραγούδια». Ολιγοσύλλαβοι στίχοι χαρακτηρίζουν τα ποιήματα της ενότητας αυτής, σε διάφορα μέτρα και στιχουργικές φόρμες. Επιλέγουμε σαν δείγμα την τελευταία στροφή από το «Στων κυμάτων τον αφρό». Αναφέρεται στον «άνθρωπό μου», αλλά, καθώς είναι στο ποιητικό σχήμα του «Ύμνου προς την Ελευθερία» του Σολωμού (τετράστιχες στροφές με τροχαϊκούς οκτάστιχους και επτάστιχους στίχους εναλλάξ σε πλεχτή ομοιοκαταληξία) θα μπορούσαν να αναφέρονται και στην Ελευθερία, που επίσης θα μπορούσε να είναι και το όνομα του «ανθρώπου του».
«Στη χαρά μου είσαι ταίρι
ξανεμήστρα του καημού
συ πηγαίνεις χέρι χέρι
την καρδιά μου και το νου» (σελ. 124).
Η ποιητική αυτή συλλογή του Άρη Χαραλαμπάκη, αν μη τι άλλο, αποδεικνύει ότι και στις παραδοσιακές φόρμες, απαξιωμένες από τους περισσότερους σύγχρονους ποιητές, μπορούν να γράφονται ακόμη υπέροχοι στίχοι.
Friday, November 14, 2008
Αβί Μογκραμπί: Για ένα μόνο από τα δυο μου μάτια
Έχω καιρό να γράψω για ταινία, και σήμερα μου δόθηκε η ευκαιρία. Χθες βράδυ είδα τη θαυμάσια ταινία του Ισραηλινού Αβί Μογκραμπί (2004) με τίτλο Για ένα μόνο από τα δυο μου μάτια. Όπως διαβάζω στο κείμενο της Ραδιοτηλεόρασης, «Ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από την προσευχή του Σαμψών προς το θεό, που του ζητάει να του δώσει τη δύναμη να πάρει την εκδίκησή του».
Τι το εξαιρετικό έχει αυτή η ταινία που με κάνει να θέλω να γράψω δυο λόγια γι αυτήν;
Αυτό που με εντυπωσίασε είναι η αφηγηματική της τεχνική. Υπάρχουν δυο γραμμές αφήγησης που λειτουργούν αντικατοπτρικά η μια στην άλλη (κατά το recit speculaire).
Η ταινία είναι ντοκυμαντέρ. Η μια γραμμή αφήγησης αναφέρεται στην επίσκεψη Ισραηλινών μαθητών σε ένα μέρος ιστορικής σημασίας γι αυτούς. Εκεί οι Ζηλωτές προτίμησαν να αυτοκτονήσουν παρά να υποδουλωθούν στους Ρωμαίους. Όλο το ιδεολόγημα «ελευθερία ή θάνατος» αναπτύσσεται σ’ αυτή τη γραμμή αφήγησης.
Και η άλλη γραμμή;
Αναφέρεται στους Παλαιστίνιους, που κι αυτοί αντιστέκονται στους «Ρωμαίους» τους, στον Ισραηλινό στρατό κατοχής, με τις επιθέσεις αυτοκτονίας.
Υπάρχει μια πύλη που φρουρείται από Ισραηλινούς. Την ανοίγουν για να περνούν οι Παλαιστίνιοι από τη μια μεριά στην άλλη. Εκείνη την ημέρα αρνούνται να την ανοίξουν, καθώς αυτές είναι οι διαταγές που έχουν. Μια γυναίκα αιμορραγεί, αλλά δεν την αφήνουν να περάσει. Κάποιοι μαθητές θέλουν να πάνε στα σπίτια τους, αλλά και αυτοί βρίσκονται μπροστά στην κλειστή πύλη. Ένας παλαιστίνιος καυγαδίζει με τους Ισραηλινούς για την επίμονη άρνησή τους, και οι Ισραηλινοί με τη σειρά τους με τον κινηματογραφιστή που καταγράφει τη σκηνή.
Στην ίδια γραμμή αφήγησης κινείται και ένας τηλεφωνικός διάλογος ανάμεσα σε έναν Παλαιστίνιο και σε έναν Ισραηλινό. Η κάμερα δείχνει τον Ισραηλινό. Ο αντικατοπτρισμός βρίσκεται στο ότι τα λόγια του Παλαιστίνιου βρίσκονται στον ίδιο παραδειγματικό άξονα με τον λόγο των Ισραηλινών ξεναγών στον αρχαιολογικό τους χώρο: Θέμα είναι η αξία της ελευθερίας και η επιλογή του θανάτου όταν η ελευθερία αυτή διακυβεύεται.
Υπάρχουν διάφορα κριτήρια για να κρίνεις μια ταινία. Για μένα είναι δύο: Αν βαριέμαι την ώρα που τη βλέπω, και αν την φέρνω στο μυαλό μου αφού την έχω δει. Θα πρόσθετα εδώ και ένα τρίτο, αν η ταινία αυτή με οδηγεί σε σκέψεις και προβληματισμό.
Παρόλο που ιδιοσυγκρασιακά μπορώ να πω ότι είμαι αισιόδοξος, μεταφυσικά είμαι απαισιόδοξος. Απαισιόδοξος ως προς το νόημα της ζωής.
Οι σκέψεις που έκανα, μετά το τέλος της ταινίας, ήταν περίπου οι εξής, και που έχουν να κάνουν με τη γενικότερη κοσμοαντίληψή μου.
Κάποιος μας έφερε σ’ αυτή τη γη, με σκοπό που σίγουρα μας διαφεύγει. Η γη είναι μια κοιλάδα δακρύων, και η ζωή γεμάτη απογοητεύσεις. Ο αλληλοσπαραγμός είναι ένα γεγονός συνηθισμένο, είτε κυριολεκτικά, όπως συμβαίνει σήμερα σε κάποιες χώρες της Αφρικής, είτε μεταφορικά, με τις τρικλοποδιές και τα χίλια όσα αντιπαραθέτουν τους ανθρώπους μεταξύ τους. Η αυτοκτονία για πολλούς είναι μια επιλογή.
Ο ανθρωπισμός είναι μια αντίσταση. Αντίσταση σ’ αυτό που επικρατεί. Είναι ενάντια στη φύση. Με τον ανθρωπισμό αντιστεκόμαστε στην αγριότητά της.
Αυτό είναι το μεγαλείο του ανθρώπου, να αντιστέκεται στους φυσικούς νόμους, προσπαθώντας να επιβάλει την ανθρωπιά εκεί που επικρατεί η αγριότητα. Να μην παραδίδεται αμαχητί στο homo homini lupus.
Τα λόγια του σκηνοθέτη, μετά το «τέλος» της ταινίας, είναι συγκινητικά: «Αφιερώνεται στον γιο μου και στους φίλους του που αρνούνται να μάθουν να σκοτώνουν».
Πάντα ενάντια στη φύση;
Φυσικά όχι.
Δεν θα μου περνούσε ποτέ από το μυαλό να καλογερέψω.
Αλλά όλα αυτά είναι μια μεγάλη κουβέντα, κι εγώ απλά ήθελα να γράψω δυο λόγια για μια ταινία.
Κυριακή 9-11-08
Τι το εξαιρετικό έχει αυτή η ταινία που με κάνει να θέλω να γράψω δυο λόγια γι αυτήν;
Αυτό που με εντυπωσίασε είναι η αφηγηματική της τεχνική. Υπάρχουν δυο γραμμές αφήγησης που λειτουργούν αντικατοπτρικά η μια στην άλλη (κατά το recit speculaire).
Η ταινία είναι ντοκυμαντέρ. Η μια γραμμή αφήγησης αναφέρεται στην επίσκεψη Ισραηλινών μαθητών σε ένα μέρος ιστορικής σημασίας γι αυτούς. Εκεί οι Ζηλωτές προτίμησαν να αυτοκτονήσουν παρά να υποδουλωθούν στους Ρωμαίους. Όλο το ιδεολόγημα «ελευθερία ή θάνατος» αναπτύσσεται σ’ αυτή τη γραμμή αφήγησης.
Και η άλλη γραμμή;
Αναφέρεται στους Παλαιστίνιους, που κι αυτοί αντιστέκονται στους «Ρωμαίους» τους, στον Ισραηλινό στρατό κατοχής, με τις επιθέσεις αυτοκτονίας.
Υπάρχει μια πύλη που φρουρείται από Ισραηλινούς. Την ανοίγουν για να περνούν οι Παλαιστίνιοι από τη μια μεριά στην άλλη. Εκείνη την ημέρα αρνούνται να την ανοίξουν, καθώς αυτές είναι οι διαταγές που έχουν. Μια γυναίκα αιμορραγεί, αλλά δεν την αφήνουν να περάσει. Κάποιοι μαθητές θέλουν να πάνε στα σπίτια τους, αλλά και αυτοί βρίσκονται μπροστά στην κλειστή πύλη. Ένας παλαιστίνιος καυγαδίζει με τους Ισραηλινούς για την επίμονη άρνησή τους, και οι Ισραηλινοί με τη σειρά τους με τον κινηματογραφιστή που καταγράφει τη σκηνή.
Στην ίδια γραμμή αφήγησης κινείται και ένας τηλεφωνικός διάλογος ανάμεσα σε έναν Παλαιστίνιο και σε έναν Ισραηλινό. Η κάμερα δείχνει τον Ισραηλινό. Ο αντικατοπτρισμός βρίσκεται στο ότι τα λόγια του Παλαιστίνιου βρίσκονται στον ίδιο παραδειγματικό άξονα με τον λόγο των Ισραηλινών ξεναγών στον αρχαιολογικό τους χώρο: Θέμα είναι η αξία της ελευθερίας και η επιλογή του θανάτου όταν η ελευθερία αυτή διακυβεύεται.
Υπάρχουν διάφορα κριτήρια για να κρίνεις μια ταινία. Για μένα είναι δύο: Αν βαριέμαι την ώρα που τη βλέπω, και αν την φέρνω στο μυαλό μου αφού την έχω δει. Θα πρόσθετα εδώ και ένα τρίτο, αν η ταινία αυτή με οδηγεί σε σκέψεις και προβληματισμό.
Παρόλο που ιδιοσυγκρασιακά μπορώ να πω ότι είμαι αισιόδοξος, μεταφυσικά είμαι απαισιόδοξος. Απαισιόδοξος ως προς το νόημα της ζωής.
Οι σκέψεις που έκανα, μετά το τέλος της ταινίας, ήταν περίπου οι εξής, και που έχουν να κάνουν με τη γενικότερη κοσμοαντίληψή μου.
Κάποιος μας έφερε σ’ αυτή τη γη, με σκοπό που σίγουρα μας διαφεύγει. Η γη είναι μια κοιλάδα δακρύων, και η ζωή γεμάτη απογοητεύσεις. Ο αλληλοσπαραγμός είναι ένα γεγονός συνηθισμένο, είτε κυριολεκτικά, όπως συμβαίνει σήμερα σε κάποιες χώρες της Αφρικής, είτε μεταφορικά, με τις τρικλοποδιές και τα χίλια όσα αντιπαραθέτουν τους ανθρώπους μεταξύ τους. Η αυτοκτονία για πολλούς είναι μια επιλογή.
Ο ανθρωπισμός είναι μια αντίσταση. Αντίσταση σ’ αυτό που επικρατεί. Είναι ενάντια στη φύση. Με τον ανθρωπισμό αντιστεκόμαστε στην αγριότητά της.
Αυτό είναι το μεγαλείο του ανθρώπου, να αντιστέκεται στους φυσικούς νόμους, προσπαθώντας να επιβάλει την ανθρωπιά εκεί που επικρατεί η αγριότητα. Να μην παραδίδεται αμαχητί στο homo homini lupus.
Τα λόγια του σκηνοθέτη, μετά το «τέλος» της ταινίας, είναι συγκινητικά: «Αφιερώνεται στον γιο μου και στους φίλους του που αρνούνται να μάθουν να σκοτώνουν».
Πάντα ενάντια στη φύση;
Φυσικά όχι.
Δεν θα μου περνούσε ποτέ από το μυαλό να καλογερέψω.
Αλλά όλα αυτά είναι μια μεγάλη κουβέντα, κι εγώ απλά ήθελα να γράψω δυο λόγια για μια ταινία.
Κυριακή 9-11-08
Monday, November 10, 2008
Για να τις δει ο Παύλος ο Δασκαλάκης, από το χθεσινό καζάνισμα στο σύλλογο Μυρτιανών
Εγκαταλείφθηκε ο κλύδωνας, τα καζανίσματα φαίνεται ότι τραβούν περισσότερο κόσμο. Τα δυο video είναι από τα χθεσινά καζανίσματα στο σύλλογο των Μυρτιανών. Η ποιότητα της κάμεράς μου και η κάποια φασαρία αδικεί τον Παύλο, αλλά μια και δεν μπορώ να του στείλω τα video (η μνήμη δεν επαρκεί, μου λέει η "Αλληλογραφία" των vista (που, παρεμπιπτόντως, τα θεωρώ άπαιχτα), τα αναρτώ εδώ για να τα δει. Και μια φωτογραφία με τα σύνεργα του καζανίσματος.
Thursday, November 6, 2008
Προς υπεράσπιση του Κούντερα
Στην διεύθυνση αυτή βρίσκεται το παρακάτω κείμενο με τίτλο «Συνεργάτης του καθεστώτος ο Κούντερα;» (έτσι, με ερωτηματικό) και που παρατίθεται στη στήλη του blog μου που έχει τον τίτλο Pathfinder.gr News - culture/books.
Το παραθέτω, για να απαντήσω μετά στην ερώτηση του τίτλου.
«Ο διάσημος Τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα κατέδωσε το 1959 ένα φοιτητή στην αστυνομία της Τσεχοσλοβακίας και με βάση την κατάθεσή του ένα τρίτο άτομο καταδικάστηκε σε κάθειρξη 22 χρόνων, σύμφωνα με δημοσίευμα του περιοδικού "Respekt
Ο διάσημος Τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα, δημιουργός του περίφημου έργου "Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι", κατέδωσε το 1959 ένα φοιτητή στην αστυνομία της Τσεχοσλοβακίας και με βάση την κατάθεσή του ένα τρίτο άτομο καταδικάστηκε σε κάθειρξη 22 χρόνων, σύμφωνα με δημοσίευμα του περιοδικού "Respekt". "Σήμερα, στις 16.00, ο φοιτητής Μίλαν Κούντερα, γεννηθείς την 1η Απριλίου του 1929 στο Μπρνο, παρουσιάστηκε ενώπιον της υπηρεσίας για να αναφέρει (ότι κάποιος φοιτητής θα συναντηθεί το απόγευμα με τον Μίροσλαβ Ντβόρατσεκ)... Ο τελευταίος είναι λιποτάκτης από τον στρατό και την άνοιξη του προηγούμενου έτους είχε μεταβεί στη Γερμανία, όπου είχε εισέλθει παρανόμως", αναφέρει η έκθεση της αστυνομίας με την κωδική ονομασία 624/1950. Μετά την καταγγελία, ο Ντβόρατσεκ συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης, που τον καταδίκασε σε κάθειρξη 22 χρόνων. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του ο Ντβόρατσεκ είχε οδηγηθεί σε στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων σε ορυχείο ουρανίου, όπως πολλοί άλλοι πολιτικοί κρατούμενοι εκείνη την εποχή. Αποφυλακίστηκε το 1963, όταν ο Μίλαν Κούντερα μόλις είχε εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων "Γελοίοι Έρωτες", με την οποία έκανε τα πρώτα του βήματα, σύμφωνα με το δημοσίευμα του περιοδικού "Respekt".
Την εποχή εκείνη ο Κούντερα ήταν 21 χρόνων και σύμφωνα με το δημοσίευμα, δεν γνώριζε προσωπικώς τον φοιτητή που κατήγγειλε, αλλά μετέφερε στην αστυνομία πληροφορίες που είχε ακούσει από τρίτο άτομο.
Ο Ντβόρατσεκ, Τσέχος πιλότος, είχε φύγει από την Τσεχοσλοβακία το 1948, όταν η χώρα πέρασε στον έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε στρατόπεδο προσφύγων στο Μόναχο είχε στρατολογηθεί από μία τσεχοσλοβακική μυστική υπηρεσία που χρηματοδοτείτο από τους Αμερικανούς και στη συνέχεια επέστρεψε στη χώρα του για να εργαστεί ως ταχυδρόμος. Ο Μίροσλαβ Ντβόρατσεκ είναι σήμερα 80 χρόνων και ζει στη Σουηδία.
Ο συγγραφέας αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις του περιοδικού Respekt για την υπόθεση Ντβόρατσεκ.»
Κατ’ αρχήν υπάρχει μια ασυμφωνία σε δυο πράγματα. Λέει το άρθρο ότι ο Κούντερα γεννήθηκε το 1929 και ότι το επεισόδιο συνέβη το 1959, δηλαδή μετά 30 χρόνια. Πιο κάτω όμως λέει ότι ο Κούντερα ήταν τότε 21 χρόνων. Άρα το επεισόδιο πρέπει να έγινε το 1950.
Λοιπόν, τι ακριβώς ήταν αυτός ο Ντβόρατσεκ, που με βάση την καταγγελία του Κούντερα καταδικάστηκε σε 22 χρόνια φυλάκιση, αν και (για όποιον ξέρει αφαίρεση) φυλακίσθηκε μόνο για 13 χρόνια, αφού αποφυλακίστηκε το 1963;
Όπως αναφέρεται στο άρθρο, «είχε στρατολογηθεί από μία τσεχοσλοβακική μυστική υπηρεσία που χρηματοδοτείτο από τους Αμερικανούς και στη συνέχεια επέστρεψε στη χώρα του για να εργαστεί ως ταχυδρόμος».
Τσεχοσλοβακική μυστική υπηρεσία που εχρηματοδοτείτο από τους Αμερικανούς; Μάλλον αυτός ή αυτή που έγραψε το άρθρο δεν ξέρει καλά ελληνικά. Από πότε οι Αμερικανοί χρηματοδοτούν μυστικές υπηρεσίες καθεστώτων εχθρικών προς αυτές; Προφανώς η τσεχοσλοβακική μυστική υπηρεσία ήταν μια υπηρεσία αντικαθεστωτικών που δούλευαν με τις ευλογίες, αλλά και με τη χρηματική υποστήριξη των αμερικανών, για την ανατροπή του καθεστώτος.
Ένας καλός πατριώτης τι έχει καθήκον να κάνει; Μα να καταγγείλει αυτούς που δουλεύουν ενάντια στην πατρίδα του. Αυτό έκανε και ο Κούντερα, μέλος του κόμματος και στη συνέχεια στέλεχός του. Μετά την εισβολή των σοβιετικών τανκς στη χώρα του που έβαλε τέλος στην «Άνοιξη της Πράγας» τάχθηκε βέβαια και αυτός ενάντια στο καθεστώς.
Δυο συγγραφείς παρακολουθώ και αγοράζω ό,τι καινούριο δημοσιεύουν: Τον Κούντερα και τον Μάρκες. Τον Μάρκες γιατί είναι μεγάλος παραμυθάς. Τον Κούντερα γιατί είναι φοβερός δοκιμιογράφος, με πολλές πρωτότυπες σκέψεις. «Γιατί όλοι μιλάνε για τους 300 του Λεωνίδα, και κανείς για τους 1000 Θεσπιείς, οι οποίοι μάλιστα έμειναν χωρίς να υπάρχει κανένας νόμος της πατρίδας του που να τους υποχρεώνει;». Έτσι πάνω κάτω ξεκινάει δεν θυμάμαι ποιο μυθιστόρημά του.
«Γιατί ο Οιδίπους να βγάλει τα μάτια του νιώθοντας ένοχος για μια αιμομιξία που είχαν προαποφασίσει οι θεοί, και την οποία προσπάθησε τόσο πολύ να αποφύγει;». Έτσι περίπου ξεκινάει ένα άλλο του μυθιστόρημα, που πάλι δεν θυμάμαι ποιο είναι.
Τον Ιωάννου τον έχω για ρεζέρβα. Έτσι κι αλλιώς αυτή την εποχή έχω ελάχιστο χρόνο για διάβασμα, και γι αυτό τις τρεις παρουσιάσεις που έχω ήδη γράψει τις αφήνω για όταν θα ξεμείνω από θέμα.
Το παραθέτω, για να απαντήσω μετά στην ερώτηση του τίτλου.
«Ο διάσημος Τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα κατέδωσε το 1959 ένα φοιτητή στην αστυνομία της Τσεχοσλοβακίας και με βάση την κατάθεσή του ένα τρίτο άτομο καταδικάστηκε σε κάθειρξη 22 χρόνων, σύμφωνα με δημοσίευμα του περιοδικού "Respekt
Ο διάσημος Τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα, δημιουργός του περίφημου έργου "Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι", κατέδωσε το 1959 ένα φοιτητή στην αστυνομία της Τσεχοσλοβακίας και με βάση την κατάθεσή του ένα τρίτο άτομο καταδικάστηκε σε κάθειρξη 22 χρόνων, σύμφωνα με δημοσίευμα του περιοδικού "Respekt". "Σήμερα, στις 16.00, ο φοιτητής Μίλαν Κούντερα, γεννηθείς την 1η Απριλίου του 1929 στο Μπρνο, παρουσιάστηκε ενώπιον της υπηρεσίας για να αναφέρει (ότι κάποιος φοιτητής θα συναντηθεί το απόγευμα με τον Μίροσλαβ Ντβόρατσεκ)... Ο τελευταίος είναι λιποτάκτης από τον στρατό και την άνοιξη του προηγούμενου έτους είχε μεταβεί στη Γερμανία, όπου είχε εισέλθει παρανόμως", αναφέρει η έκθεση της αστυνομίας με την κωδική ονομασία 624/1950. Μετά την καταγγελία, ο Ντβόρατσεκ συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης, που τον καταδίκασε σε κάθειρξη 22 χρόνων. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του ο Ντβόρατσεκ είχε οδηγηθεί σε στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων σε ορυχείο ουρανίου, όπως πολλοί άλλοι πολιτικοί κρατούμενοι εκείνη την εποχή. Αποφυλακίστηκε το 1963, όταν ο Μίλαν Κούντερα μόλις είχε εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων "Γελοίοι Έρωτες", με την οποία έκανε τα πρώτα του βήματα, σύμφωνα με το δημοσίευμα του περιοδικού "Respekt".
Την εποχή εκείνη ο Κούντερα ήταν 21 χρόνων και σύμφωνα με το δημοσίευμα, δεν γνώριζε προσωπικώς τον φοιτητή που κατήγγειλε, αλλά μετέφερε στην αστυνομία πληροφορίες που είχε ακούσει από τρίτο άτομο.
Ο Ντβόρατσεκ, Τσέχος πιλότος, είχε φύγει από την Τσεχοσλοβακία το 1948, όταν η χώρα πέρασε στον έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε στρατόπεδο προσφύγων στο Μόναχο είχε στρατολογηθεί από μία τσεχοσλοβακική μυστική υπηρεσία που χρηματοδοτείτο από τους Αμερικανούς και στη συνέχεια επέστρεψε στη χώρα του για να εργαστεί ως ταχυδρόμος. Ο Μίροσλαβ Ντβόρατσεκ είναι σήμερα 80 χρόνων και ζει στη Σουηδία.
Ο συγγραφέας αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις του περιοδικού Respekt για την υπόθεση Ντβόρατσεκ.»
Κατ’ αρχήν υπάρχει μια ασυμφωνία σε δυο πράγματα. Λέει το άρθρο ότι ο Κούντερα γεννήθηκε το 1929 και ότι το επεισόδιο συνέβη το 1959, δηλαδή μετά 30 χρόνια. Πιο κάτω όμως λέει ότι ο Κούντερα ήταν τότε 21 χρόνων. Άρα το επεισόδιο πρέπει να έγινε το 1950.
Λοιπόν, τι ακριβώς ήταν αυτός ο Ντβόρατσεκ, που με βάση την καταγγελία του Κούντερα καταδικάστηκε σε 22 χρόνια φυλάκιση, αν και (για όποιον ξέρει αφαίρεση) φυλακίσθηκε μόνο για 13 χρόνια, αφού αποφυλακίστηκε το 1963;
Όπως αναφέρεται στο άρθρο, «είχε στρατολογηθεί από μία τσεχοσλοβακική μυστική υπηρεσία που χρηματοδοτείτο από τους Αμερικανούς και στη συνέχεια επέστρεψε στη χώρα του για να εργαστεί ως ταχυδρόμος».
Τσεχοσλοβακική μυστική υπηρεσία που εχρηματοδοτείτο από τους Αμερικανούς; Μάλλον αυτός ή αυτή που έγραψε το άρθρο δεν ξέρει καλά ελληνικά. Από πότε οι Αμερικανοί χρηματοδοτούν μυστικές υπηρεσίες καθεστώτων εχθρικών προς αυτές; Προφανώς η τσεχοσλοβακική μυστική υπηρεσία ήταν μια υπηρεσία αντικαθεστωτικών που δούλευαν με τις ευλογίες, αλλά και με τη χρηματική υποστήριξη των αμερικανών, για την ανατροπή του καθεστώτος.
Ένας καλός πατριώτης τι έχει καθήκον να κάνει; Μα να καταγγείλει αυτούς που δουλεύουν ενάντια στην πατρίδα του. Αυτό έκανε και ο Κούντερα, μέλος του κόμματος και στη συνέχεια στέλεχός του. Μετά την εισβολή των σοβιετικών τανκς στη χώρα του που έβαλε τέλος στην «Άνοιξη της Πράγας» τάχθηκε βέβαια και αυτός ενάντια στο καθεστώς.
Δυο συγγραφείς παρακολουθώ και αγοράζω ό,τι καινούριο δημοσιεύουν: Τον Κούντερα και τον Μάρκες. Τον Μάρκες γιατί είναι μεγάλος παραμυθάς. Τον Κούντερα γιατί είναι φοβερός δοκιμιογράφος, με πολλές πρωτότυπες σκέψεις. «Γιατί όλοι μιλάνε για τους 300 του Λεωνίδα, και κανείς για τους 1000 Θεσπιείς, οι οποίοι μάλιστα έμειναν χωρίς να υπάρχει κανένας νόμος της πατρίδας του που να τους υποχρεώνει;». Έτσι πάνω κάτω ξεκινάει δεν θυμάμαι ποιο μυθιστόρημά του.
«Γιατί ο Οιδίπους να βγάλει τα μάτια του νιώθοντας ένοχος για μια αιμομιξία που είχαν προαποφασίσει οι θεοί, και την οποία προσπάθησε τόσο πολύ να αποφύγει;». Έτσι περίπου ξεκινάει ένα άλλο του μυθιστόρημα, που πάλι δεν θυμάμαι ποιο είναι.
Τον Ιωάννου τον έχω για ρεζέρβα. Έτσι κι αλλιώς αυτή την εποχή έχω ελάχιστο χρόνο για διάβασμα, και γι αυτό τις τρεις παρουσιάσεις που έχω ήδη γράψει τις αφήνω για όταν θα ξεμείνω από θέμα.
Sunday, November 2, 2008
Διαλεκτικές εκφράσεις στην Κρήτη
Ο νονός
Μόλις μέθυσα.
Χθες στη βάφτιση ήπια στο μερδικό μου περίπου μια μποτίλια κρασί. Τώρα μόλις ήπια τις δυο μισές μποτίλιες που περίσσεψαν μετά την επίσκεψη της φίλης μου, έτσι, για να ξεκινήσω απερίσπαστος αύριο τη δίαιτά μου. Είπα, αφού ήπια χθες γιατί να μην πιω και σήμερα την ίδια ποσότητα; Και γιατί διάβολε πρέπει να γράφω κάθε φορά νηφάλιος τις βιβλιοπαρουσιάσεις μου και ό, τι άλλο έρχεται στο μυαλό μου; Φτιάχτηκα και με τον Deconstructing Harry. Ξέχασα να το προγραμματίσω στο dvd-recorder μου, αλλά κάνοντας ζάπιν καθώς έπινα έπεσα πάνω στο τέλος.
Α, ναι, μόλις είδα τον Κύριο Επισκοπάκη του φίλου μου του Ανδρέα Μήτσου, στον πολυχώρο του Καστανιώτη, (νομίζω έτσι το λένε τώρα, να ρωτήσω το Χρήστο αν έβαλε το λήμμα στο λεξικό, η μάλλον να δω αν το έβαλε, κι αν δεν το έβαλε να το βάλω μόνος μου αύριο). «Πολύ καλό κείμενο», ένα σχόλιο από πίσω μου. «Καλή, πολύ καλή παράσταση», από μια γκόμενα στο φίλο της καθώς πήγαινα να πάρω τη μηχανή μου. Το φοβήθηκα το έργο, καθώς έχω γίνει κλειστοφοβικός τελευταία, και με τα χάπια για την υπέρταση έχω συχνουρία, στο dvd πατάω pause και πάω να κατουρήσω, στο σινεμά ή στο θέατρο τι κάνουμε;
Να ξαναγράψω κάτι που έχω πει πολλές φορές, μόνο τον Woody Allen αντέχω σε αγγλοσαξωνικό σινεμά. Παραπάνω, μόνο αν έχω το γιο μου δίπλα. Γι αυτό κάθισα και είδα το Deconstructing Harry, έστω και από τη μέση.
Κανονικά θα έπρεπε να μην κάνω άλλη ανάρτηση, να αφήσω να περάσει κάποιος χρόνος μήπως διαβαστεί από κανένα δυο ακόμη η προηγούμενη ανάρτηση, αλλά είπα δεν βαριέσαι, και τι έγινε, αφού έχω κάτι άλλο να γράψω γιατί να το αφήσω να περιμένει.
Έγραψα σαν εισαγωγή αυτά τα μεθυσμένα λόγια σε κάτι άλλο που ήθελα να γράψω.
Χθες στη βάφτιση της κόρης του Δημήτρη Χατζηφωτεινού και της Άννας Αραβανή (κουμπάρος ο ανηψιός μου ο Γιώργης ο Χαλκιαδάκης, φέρελπις διδάκτωρ, όχι σαν τον θείο του) κάτι ειπώθηκε, και θυμήθηκα κάτι άλλο, που θα το πω μετά.
Ήθελα από καιρό να γράψω κάποιες εκφράσεις που λεγόντουσαν στην Κρήτη και τώρα δεν λέγονται πια, ή τουλάχιστον δεν τις ακούω εγώ. Και σκέφτηκα: γιατί θα πρέπει σώνει και καλά να μαζεύουμε υλικό για να φτιάξουμε ένα άρθρο; Δεν μπορούμε τάχα, τώρα που έχουμε τα blogs, να καταθέτουμε το υλικό μας για τον αυριανό ερευνητή, να αφήσουμε το κλαδάκι που θα στολίσει μεθαύριο το στεφάνι του;
Ο λόγος στο τραπέζι ήταν για το τι παιδί θέλουμε, αγόρι ή κορίτσι. –Γερός να ’ναι κι ό, τι να ’ναι, το γνωστό ευφυολόγημα, δεν ειπώθηκε. Εγώ όμως θυμήθηκα κάτι που το είχα εντελώς ξεχασμένο. Το άλλο βέβαια το θυμόμουνα, και το αναφέρω στο βιβλίο μου για την Κρητική λογοτεχνία: Η μάνα μου, όταν τη στενοχωρούσα, συνήθιζε να λέει την παρακάτω μαντινιάδα που συνάντησα αργότερα στον Ερωτόκριτο: "Ας ήταξα η άτυχη πως δε σ’ είχα ποτέ μου/ κι ένα κεράκι αυτούμενο εκράτου κι ήσβησέ μου". Δεν έλεγε όμως μόνο αυτό, έλεγε και κάτι άλλο, που για να το θυμηθώ χρειάστηκε να πιω μια μπουκάλα κρασί. «Είχα γιο κι είχα χαρά». Με αυτό υπονοούσε ότι διαψεύστηκε οικτρά στις προσδοκίες της.
Να γράψω και το άλλο, που δεν το έχω ξεχάσει, και είναι μια τραυματική εμπειρία της παιδικής μου ηλικίας. Συχνά, όταν στενοχωρούσα τη μάνα μου με διάφορες διαολιές, μου έλεγε ότι δεν με αντέχει πια και θα πέσει στο πηγάδι να πνιγεί. Μετά από μια διαολιά, και όταν δεν την έβρισκα στο σπίτι, θυμάμαι που γεμάτος αγωνία κοίταζα μέσα στο πηγάδι, μήπως είχε πραγματοποιήσει την απειλή της. Το ότι δεν την έβλεπα να επιπλέει στο νερό δεν με καθησύχαζε: Και αν είχε γεμίσει τις τσέπες της με πέτρες; Αγωνιζόμουν να διακρίνω κάτω από τη σκοτεινή επιφάνεια. Το ότι δεν έβλεπα τίποτε μεγάλωνε την αγωνία μου. Και φυσικά η ανακούφισή μου δεν λεγότανε όταν την έβλεπα να γυρνάει, συχνά κρατώντας μου και το γλυκό που τη φίλεψε η γειτόνισσα.
Συχνά αναρωτιέμαι τι ψυχολογικό κουσούρι μπορεί να μου άφησε αυτή η ιστορία. Ή μάλλον, αν τα ψυχολογικά κουσούρια που έχω οφείλονται και σε αυτή την ιστορία. Ελπίζω να μην το μάθω ποτέ. Δηλαδή να μη χρειαστεί να τα σκάσω σε κανένα ψυχολόγο. Εκτός αν "ψαρέψω", σε φιλική κουβεντούλα, την Εύα Στάμου, όταν την πετύχω κανένα σάββατο στην "Άγκυρα".
Να γράψω και κάποιες άλλες εκφράσεις που θυμάμαι.
Από τη μάνα μου: «Ε το χάζι ήτανε εδά». Που σημαίνει: Δεν είναι δυνατόν, αστειεύεσαι, δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο, ή δεν είναι δυνατό να κάνουμε κάτι τέτοιο. «Δεν του φήνεις (αφήνεις) φλούδι», μου έλεγε, για να δείξεις πως ήμουν όμοιος με τον πατέρα μου στα ελαττώματα. Λέγοντας αυτή τη φράση έβαζε ταυτόχρονα τον αντίχειρα το δεξιού της χεριού στο στόμα της, κάτω από ένα δόντι τής επάνω μασέλας, σε μια κίνηση σα να ήθελε να το σπρώξει προς τα έξω.
Συμπληρώνω αργότερα (26-1-2010) Η μητέρα μου δεν έλεγε, "κακομοίρη", σε κλητική προσφώνηση, αλλά "κα-κακομοίρη", τονίζοντας το πρώτο "κα". Φαντάζομαι ήταν τρόπος έμφασης.
Ο πατέρας μου: «Βρε ξυλιάσει»: Παράδειγμα: "Θα το κάνεις αυτό βρε ξυλιάσει". Αργότερα κατάλαβα ότι δεν ήταν βρε ξυλιάσει, αλλά βρέξει λιάσει, δηλαδή είτε βρέξει είτε κάνει καλό καιρό, δηλαδή οπωσδήποτε.
«Άλλα μπίρι», κύριος οίδε. Τούρκικη φράση που δεν ακούγεται πια. Ο πατέρας μου την έλεγε συχνά.
Το άκουσα από τη θεια μου, τη γιαγιά του νονού: «Αυτός είναι ντουχιμάνης». Ντουσμάν, μια από τις ταινίες του Γιλμάζ Γκιουνέι, Εχθρός.
Ο πατέρας μου ήταν άρρωστος και έπαιρνε αντιβίωση. Μετά από τρεις τέσσερις μέρες κατέβηκα για διακοπές από την Αθήνα. Τον ρώτησα τι δόση παίρνει. -Ένα κουταλάκι πρωί βράδυ. –Γιατί τόση λίγη; -Γιατί δεν βατζέρνει. Μου ήλθε το αίμα στο κεφάλι. Έπινε μικρή δόση για να κρατήσει περισσότερο το μπουκάλι.
Σε αυτή την ανάρτηση θα προσθέτω σταδιακά και ό, τι άλλο μου έρχεται στο μυαλό. Ίσως κάποιος τα χρειαστεί για μια μελέτη, για μια ανακοίνωση, και όχι για μεθυσμένα λόγια σε ένα blog.
Από τον Κωστή, τον άνδρα της Μαρίκας της ξαδέλφης μου: "Τα δε αύριο". Ιωνικά: Την δε αύριον. Την επομένη. Στην Τήνο που πήγα πριν 15 χρόνια, είδα τη Χάρτα του Ρήγα. Την περιοχή της Ιεράπετρας την ονομάζει "Δωρίδα". Ως γνωστό, το ιωνικό η στην δωρική γίνεται α.
Άλλο: Εκουζουλάθηκες ωρέ ή γιάντα πολεμάς.
Μόλις μέθυσα.
Χθες στη βάφτιση ήπια στο μερδικό μου περίπου μια μποτίλια κρασί. Τώρα μόλις ήπια τις δυο μισές μποτίλιες που περίσσεψαν μετά την επίσκεψη της φίλης μου, έτσι, για να ξεκινήσω απερίσπαστος αύριο τη δίαιτά μου. Είπα, αφού ήπια χθες γιατί να μην πιω και σήμερα την ίδια ποσότητα; Και γιατί διάβολε πρέπει να γράφω κάθε φορά νηφάλιος τις βιβλιοπαρουσιάσεις μου και ό, τι άλλο έρχεται στο μυαλό μου; Φτιάχτηκα και με τον Deconstructing Harry. Ξέχασα να το προγραμματίσω στο dvd-recorder μου, αλλά κάνοντας ζάπιν καθώς έπινα έπεσα πάνω στο τέλος.
Α, ναι, μόλις είδα τον Κύριο Επισκοπάκη του φίλου μου του Ανδρέα Μήτσου, στον πολυχώρο του Καστανιώτη, (νομίζω έτσι το λένε τώρα, να ρωτήσω το Χρήστο αν έβαλε το λήμμα στο λεξικό, η μάλλον να δω αν το έβαλε, κι αν δεν το έβαλε να το βάλω μόνος μου αύριο). «Πολύ καλό κείμενο», ένα σχόλιο από πίσω μου. «Καλή, πολύ καλή παράσταση», από μια γκόμενα στο φίλο της καθώς πήγαινα να πάρω τη μηχανή μου. Το φοβήθηκα το έργο, καθώς έχω γίνει κλειστοφοβικός τελευταία, και με τα χάπια για την υπέρταση έχω συχνουρία, στο dvd πατάω pause και πάω να κατουρήσω, στο σινεμά ή στο θέατρο τι κάνουμε;
Να ξαναγράψω κάτι που έχω πει πολλές φορές, μόνο τον Woody Allen αντέχω σε αγγλοσαξωνικό σινεμά. Παραπάνω, μόνο αν έχω το γιο μου δίπλα. Γι αυτό κάθισα και είδα το Deconstructing Harry, έστω και από τη μέση.
Κανονικά θα έπρεπε να μην κάνω άλλη ανάρτηση, να αφήσω να περάσει κάποιος χρόνος μήπως διαβαστεί από κανένα δυο ακόμη η προηγούμενη ανάρτηση, αλλά είπα δεν βαριέσαι, και τι έγινε, αφού έχω κάτι άλλο να γράψω γιατί να το αφήσω να περιμένει.
Έγραψα σαν εισαγωγή αυτά τα μεθυσμένα λόγια σε κάτι άλλο που ήθελα να γράψω.
Χθες στη βάφτιση της κόρης του Δημήτρη Χατζηφωτεινού και της Άννας Αραβανή (κουμπάρος ο ανηψιός μου ο Γιώργης ο Χαλκιαδάκης, φέρελπις διδάκτωρ, όχι σαν τον θείο του) κάτι ειπώθηκε, και θυμήθηκα κάτι άλλο, που θα το πω μετά.
Ήθελα από καιρό να γράψω κάποιες εκφράσεις που λεγόντουσαν στην Κρήτη και τώρα δεν λέγονται πια, ή τουλάχιστον δεν τις ακούω εγώ. Και σκέφτηκα: γιατί θα πρέπει σώνει και καλά να μαζεύουμε υλικό για να φτιάξουμε ένα άρθρο; Δεν μπορούμε τάχα, τώρα που έχουμε τα blogs, να καταθέτουμε το υλικό μας για τον αυριανό ερευνητή, να αφήσουμε το κλαδάκι που θα στολίσει μεθαύριο το στεφάνι του;
Ο λόγος στο τραπέζι ήταν για το τι παιδί θέλουμε, αγόρι ή κορίτσι. –Γερός να ’ναι κι ό, τι να ’ναι, το γνωστό ευφυολόγημα, δεν ειπώθηκε. Εγώ όμως θυμήθηκα κάτι που το είχα εντελώς ξεχασμένο. Το άλλο βέβαια το θυμόμουνα, και το αναφέρω στο βιβλίο μου για την Κρητική λογοτεχνία: Η μάνα μου, όταν τη στενοχωρούσα, συνήθιζε να λέει την παρακάτω μαντινιάδα που συνάντησα αργότερα στον Ερωτόκριτο: "Ας ήταξα η άτυχη πως δε σ’ είχα ποτέ μου/ κι ένα κεράκι αυτούμενο εκράτου κι ήσβησέ μου". Δεν έλεγε όμως μόνο αυτό, έλεγε και κάτι άλλο, που για να το θυμηθώ χρειάστηκε να πιω μια μπουκάλα κρασί. «Είχα γιο κι είχα χαρά». Με αυτό υπονοούσε ότι διαψεύστηκε οικτρά στις προσδοκίες της.
Να γράψω και το άλλο, που δεν το έχω ξεχάσει, και είναι μια τραυματική εμπειρία της παιδικής μου ηλικίας. Συχνά, όταν στενοχωρούσα τη μάνα μου με διάφορες διαολιές, μου έλεγε ότι δεν με αντέχει πια και θα πέσει στο πηγάδι να πνιγεί. Μετά από μια διαολιά, και όταν δεν την έβρισκα στο σπίτι, θυμάμαι που γεμάτος αγωνία κοίταζα μέσα στο πηγάδι, μήπως είχε πραγματοποιήσει την απειλή της. Το ότι δεν την έβλεπα να επιπλέει στο νερό δεν με καθησύχαζε: Και αν είχε γεμίσει τις τσέπες της με πέτρες; Αγωνιζόμουν να διακρίνω κάτω από τη σκοτεινή επιφάνεια. Το ότι δεν έβλεπα τίποτε μεγάλωνε την αγωνία μου. Και φυσικά η ανακούφισή μου δεν λεγότανε όταν την έβλεπα να γυρνάει, συχνά κρατώντας μου και το γλυκό που τη φίλεψε η γειτόνισσα.
Συχνά αναρωτιέμαι τι ψυχολογικό κουσούρι μπορεί να μου άφησε αυτή η ιστορία. Ή μάλλον, αν τα ψυχολογικά κουσούρια που έχω οφείλονται και σε αυτή την ιστορία. Ελπίζω να μην το μάθω ποτέ. Δηλαδή να μη χρειαστεί να τα σκάσω σε κανένα ψυχολόγο. Εκτός αν "ψαρέψω", σε φιλική κουβεντούλα, την Εύα Στάμου, όταν την πετύχω κανένα σάββατο στην "Άγκυρα".
Να γράψω και κάποιες άλλες εκφράσεις που θυμάμαι.
Από τη μάνα μου: «Ε το χάζι ήτανε εδά». Που σημαίνει: Δεν είναι δυνατόν, αστειεύεσαι, δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο, ή δεν είναι δυνατό να κάνουμε κάτι τέτοιο. «Δεν του φήνεις (αφήνεις) φλούδι», μου έλεγε, για να δείξεις πως ήμουν όμοιος με τον πατέρα μου στα ελαττώματα. Λέγοντας αυτή τη φράση έβαζε ταυτόχρονα τον αντίχειρα το δεξιού της χεριού στο στόμα της, κάτω από ένα δόντι τής επάνω μασέλας, σε μια κίνηση σα να ήθελε να το σπρώξει προς τα έξω.
Συμπληρώνω αργότερα (26-1-2010) Η μητέρα μου δεν έλεγε, "κακομοίρη", σε κλητική προσφώνηση, αλλά "κα-κακομοίρη", τονίζοντας το πρώτο "κα". Φαντάζομαι ήταν τρόπος έμφασης.
Ο πατέρας μου: «Βρε ξυλιάσει»: Παράδειγμα: "Θα το κάνεις αυτό βρε ξυλιάσει". Αργότερα κατάλαβα ότι δεν ήταν βρε ξυλιάσει, αλλά βρέξει λιάσει, δηλαδή είτε βρέξει είτε κάνει καλό καιρό, δηλαδή οπωσδήποτε.
«Άλλα μπίρι», κύριος οίδε. Τούρκικη φράση που δεν ακούγεται πια. Ο πατέρας μου την έλεγε συχνά.
Το άκουσα από τη θεια μου, τη γιαγιά του νονού: «Αυτός είναι ντουχιμάνης». Ντουσμάν, μια από τις ταινίες του Γιλμάζ Γκιουνέι, Εχθρός.
Ο πατέρας μου ήταν άρρωστος και έπαιρνε αντιβίωση. Μετά από τρεις τέσσερις μέρες κατέβηκα για διακοπές από την Αθήνα. Τον ρώτησα τι δόση παίρνει. -Ένα κουταλάκι πρωί βράδυ. –Γιατί τόση λίγη; -Γιατί δεν βατζέρνει. Μου ήλθε το αίμα στο κεφάλι. Έπινε μικρή δόση για να κρατήσει περισσότερο το μπουκάλι.
Σε αυτή την ανάρτηση θα προσθέτω σταδιακά και ό, τι άλλο μου έρχεται στο μυαλό. Ίσως κάποιος τα χρειαστεί για μια μελέτη, για μια ανακοίνωση, και όχι για μεθυσμένα λόγια σε ένα blog.
Από τον Κωστή, τον άνδρα της Μαρίκας της ξαδέλφης μου: "Τα δε αύριο". Ιωνικά: Την δε αύριον. Την επομένη. Στην Τήνο που πήγα πριν 15 χρόνια, είδα τη Χάρτα του Ρήγα. Την περιοχή της Ιεράπετρας την ονομάζει "Δωρίδα". Ως γνωστό, το ιωνικό η στην δωρική γίνεται α.
Άλλο: Εκουζουλάθηκες ωρέ ή γιάντα πολεμάς.
Saturday, November 1, 2008
Εισαγωγή σε ανάρτηση
Μου συνέβη μόνο μια φορά να χάσω ένα κείμενό μου. Ήταν ένα σύντομο συγκριτολογικό, ανάμεσα σε ένα διήγημα του Ανδρέα Μήτσου και στο Μακριά από το αγριεμένο πλήθος του Τόμας Χάρντυ. Έφαγα τον κόσμο, έκανα search στον σκληρό, έψαξα ένα σωρό δισκέτες, τίποτα. Από τότε έγινα πιο προσεκτικός. Και βέβαια για να το ξαναγράψω ούτε λόγος, δεν είχα το κουράγιο.
Το παρακάτω επίσης μου συνέβη για πρώτη φορά. Ελπίζω δηλαδή, γιατί δεν μπορώ να ξέρω.
Μια τοπική εφημερίδα, η «Ιεράπετρα 21», έστειλε «πρόσκληση στους γεραπετρίτες δημιουργούς» να στείλουν τα πονήματά τους, πεζά, ποιήματα κ.λπ. προκειμένου να εκδοθούν σε ένα συλλογικό τόμο. Καταληκτική ημερομηνία η σημερινή, για την ακρίβεια η χθεσινή μια και είμαστε μετά τα μεσάνυχτα. Σκέφτηκα ότι κάτι έπρεπε να στείλω, είχα γράψει κάτι μαντινάδες, αλλά τελικά σκέφτηκα να στείλω ένα ποίημα, έντονα βιωματικό, γραμμένο την εποχή της χούντας. Έδωσα find με λέξεις – κλειδιά, αλλά καλού κακού είπα να ψάξω και ο ίδιος. Βρήκα ένα αρχείο με τίτλο palakida. Τι διάβολο είναι αυτό, λέω. Το ανοίγω και βρίσκομαι μπροστά σε ένα κείμενο ξεχασμένο, δύο σελίδων, που είχα σκοπό να το επεξεργαστώ και να το αναπτύξω περισσότερο.
Το να ξεχάσω κάτι που έχω γράψει δεν μου είχε ξανασυμβεί. Κοιτάζω στις ιδιότητες του αρχείου, και διαβάζω «τροποποιήθηκε, Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2002». Βρήκαμε λοιπόν το terminus ante quem. Το terminus post quem είναι μετά την ενασχόλησή μου με το ασιατικό θέατρο, που αν θυμάμαι καλά ξεκίνησε λίγο μετά που τέλειωσα το διδακτορικό, δηλαδή μετά το 1996, και αφού είδα το Αντίο Παλλακίδα μου, video cd που μου έφερε η κυρία Yu, δασκάλα μου στα κινέζικα, και που στάθηκε αφορμή να είμαι pioneer στην αγορά dvd player, 225 χιλιάρικα, νομίζω το 1997. Πριν δυο μήνες μου είπε ο γιος μου ότι το Carrefour έδινε dvd player με 8 ή 9 ευρώ, δεν θυμάμαι. Τρία χιλιάρικα δηλαδή, εξευτελισμένα μετά από τόσα χρόνια.
Μετράω τις λέξεις του κειμένου, τέλεια! Κάπου 800 τόσες, με όριο τις 1000. Το ξανακοιτάζω λιγάκι, είχε κενά, πράγματα που έπρεπε να ψάξω, τα έψαξα, έκανα και τις ανάλογες διορθώσεις, δεν αντέχω να κάνω άλλες, και είπα να το αναρτήσω και στο blog μου αφού το στείλω.
Τώρα θα μου πείτε, γιατί να μην το επεξεργαστώ περισσότερο, να το στείλω κάπου αλλού;
Τι νόημα θα είχε μια πιο φιλόδοξη δημοσίευση παραπάνω; Και με αυτές που έχω, στις πρόσφατες επιλογές των σχολικών συμβούλων πήρα το μάξιμουμ στα μόρια για το συγγραφικό έργο, και δεν είδα να με ωφέλησε.
Έχω ένα κατάλογο με καμιά εικοσαριά πιθανά θέματα για επεξεργασία, με μορφή ανακοίνωσης ή άρθρου. Για καθένα έχω καταγράψει κάποιες σκέψεις ή έχω αντιγράψει σχετικά αποσπάσματα. Σκεφτόμουν κάποτε να τα επεξεργαστώ. Τώρα ξέρω ότι δεν έχει νόημα να το κάνω. Μπορώ να καταγράψω απλά τις ιδέες, σε κείμενα μιας ή δυο σελίδων. Να κάνω κάτι ανάλογο με αυτό που λέει κάπου ο Μπόρχες, δεν θυμάμαι πού και δεν σκοπεύω να το ψάξω, ότι αντί να γράψεις ένα μεγάλο πλατειαστικό μυθιστόρημα μπορείς να γράψεις για τα πράγματα που θα ήθελες να βάλεις σ’ αυτό το μυθιστόρημα. Αυτό τουλάχιστον ελπίζω πως θα καταφέρω να το κάνω. Ελπίζω, γιατί η ζωή φέρνει πολλά απρόοπτα.
Το συγκεκριμένο κείμενο, μια και το έχω έτοιμο, το αναρτώ, μην το χάσω όπως το άλλο (αν και γι αυτό δεν υπάρχει κίνδυνος), ή μην το ξεχάσω (γι αυτό υπάρχει κίνδυνος, το Alzheimer βλέπω να εξαπλώνεται σαν επιδημία. Και δεν υπάρχει και εμβόλιο).
Το παρακάτω επίσης μου συνέβη για πρώτη φορά. Ελπίζω δηλαδή, γιατί δεν μπορώ να ξέρω.
Μια τοπική εφημερίδα, η «Ιεράπετρα 21», έστειλε «πρόσκληση στους γεραπετρίτες δημιουργούς» να στείλουν τα πονήματά τους, πεζά, ποιήματα κ.λπ. προκειμένου να εκδοθούν σε ένα συλλογικό τόμο. Καταληκτική ημερομηνία η σημερινή, για την ακρίβεια η χθεσινή μια και είμαστε μετά τα μεσάνυχτα. Σκέφτηκα ότι κάτι έπρεπε να στείλω, είχα γράψει κάτι μαντινάδες, αλλά τελικά σκέφτηκα να στείλω ένα ποίημα, έντονα βιωματικό, γραμμένο την εποχή της χούντας. Έδωσα find με λέξεις – κλειδιά, αλλά καλού κακού είπα να ψάξω και ο ίδιος. Βρήκα ένα αρχείο με τίτλο palakida. Τι διάβολο είναι αυτό, λέω. Το ανοίγω και βρίσκομαι μπροστά σε ένα κείμενο ξεχασμένο, δύο σελίδων, που είχα σκοπό να το επεξεργαστώ και να το αναπτύξω περισσότερο.
Το να ξεχάσω κάτι που έχω γράψει δεν μου είχε ξανασυμβεί. Κοιτάζω στις ιδιότητες του αρχείου, και διαβάζω «τροποποιήθηκε, Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2002». Βρήκαμε λοιπόν το terminus ante quem. Το terminus post quem είναι μετά την ενασχόλησή μου με το ασιατικό θέατρο, που αν θυμάμαι καλά ξεκίνησε λίγο μετά που τέλειωσα το διδακτορικό, δηλαδή μετά το 1996, και αφού είδα το Αντίο Παλλακίδα μου, video cd που μου έφερε η κυρία Yu, δασκάλα μου στα κινέζικα, και που στάθηκε αφορμή να είμαι pioneer στην αγορά dvd player, 225 χιλιάρικα, νομίζω το 1997. Πριν δυο μήνες μου είπε ο γιος μου ότι το Carrefour έδινε dvd player με 8 ή 9 ευρώ, δεν θυμάμαι. Τρία χιλιάρικα δηλαδή, εξευτελισμένα μετά από τόσα χρόνια.
Μετράω τις λέξεις του κειμένου, τέλεια! Κάπου 800 τόσες, με όριο τις 1000. Το ξανακοιτάζω λιγάκι, είχε κενά, πράγματα που έπρεπε να ψάξω, τα έψαξα, έκανα και τις ανάλογες διορθώσεις, δεν αντέχω να κάνω άλλες, και είπα να το αναρτήσω και στο blog μου αφού το στείλω.
Τώρα θα μου πείτε, γιατί να μην το επεξεργαστώ περισσότερο, να το στείλω κάπου αλλού;
Τι νόημα θα είχε μια πιο φιλόδοξη δημοσίευση παραπάνω; Και με αυτές που έχω, στις πρόσφατες επιλογές των σχολικών συμβούλων πήρα το μάξιμουμ στα μόρια για το συγγραφικό έργο, και δεν είδα να με ωφέλησε.
Έχω ένα κατάλογο με καμιά εικοσαριά πιθανά θέματα για επεξεργασία, με μορφή ανακοίνωσης ή άρθρου. Για καθένα έχω καταγράψει κάποιες σκέψεις ή έχω αντιγράψει σχετικά αποσπάσματα. Σκεφτόμουν κάποτε να τα επεξεργαστώ. Τώρα ξέρω ότι δεν έχει νόημα να το κάνω. Μπορώ να καταγράψω απλά τις ιδέες, σε κείμενα μιας ή δυο σελίδων. Να κάνω κάτι ανάλογο με αυτό που λέει κάπου ο Μπόρχες, δεν θυμάμαι πού και δεν σκοπεύω να το ψάξω, ότι αντί να γράψεις ένα μεγάλο πλατειαστικό μυθιστόρημα μπορείς να γράψεις για τα πράγματα που θα ήθελες να βάλεις σ’ αυτό το μυθιστόρημα. Αυτό τουλάχιστον ελπίζω πως θα καταφέρω να το κάνω. Ελπίζω, γιατί η ζωή φέρνει πολλά απρόοπτα.
Το συγκεκριμένο κείμενο, μια και το έχω έτοιμο, το αναρτώ, μην το χάσω όπως το άλλο (αν και γι αυτό δεν υπάρχει κίνδυνος), ή μην το ξεχάσω (γι αυτό υπάρχει κίνδυνος, το Alzheimer βλέπω να εξαπλώνεται σαν επιδημία. Και δεν υπάρχει και εμβόλιο).
Κάποιες σκέψεις για την αναπαράσταση της γυναίκας στις μυθοπλασίες
Κάποιες σκέψεις για
την αναπαράσταση της γυναίκας στις μυθοπλασίες
Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στον τόμο «Γεραπετρίτικη
έκφραση 2009», έκδοση της εφημερίδας «Ιεράπετρα 21ος αιών», το 2009. Κάναμε την
ανάρτηση όταν μας ζητήθηκε το κείμενο, και προσθέτουμε τα στοιχεία της έκδοσης
εκ των υστέρων.
Τα δύο κύρια στερεότυπα της γυναίκας που κυριαρχούν ή παρεμβάλλονται στις ερωτικές φαντασιώσεις των αντρών είναι το στερεότυπο της μητέρας και το στερεότυπο της πόρνης. Η πρώτη αποτελεί αντικείμενο λατρείας, η δεύτερη αντικείμενο πόθου. Τα δύο αυτά στερεότυπα, φυλογενετικά ή πολιτιστικά κληροδοτήματα αδιάφορο,(σημ.1) κυριαρχούν και στις μυθοπλασίες, με τις απαραίτητες βέβαια παραλλαγές. Δίπλα στη Νανά του Ζολά υπάρχει η Φεγγαροντυμένη στον Κρητικό του Σολωμού, δίπλα στην Εμμανουέλλα υπάρχει η Ζυλί στην Μπλε ταινία του Κισλόφσκι. Πάνω σε αυτά τα στερεότυπα είναι δομημένοι και δυο από τους γυναικείους ρόλους της Όπερας του Πεκίνου, της qing yi και της hua dan, της σοβαρής, αξιοπρεπούς κοπέλας και της ζωηρής, πεταχτούλας κοπελιάς.
Ο Νίκος Καζαντζάκης αντιμετωπίζει τη γυναίκα ως εμπόδιο στους υψηλούς στόχους του ήρωα (Η Εμινέ στον Καπετάν Μιχάλη, η Μαγδαληνή στον Τελευταίο Πειρασμό), ενώ ο Σαίξπηρ σαν την κύρια αιτία της πτώσης του (Μάκβεθ, Βασιλιάς Ληρ, Άμλετ). Στον χριστιανισμό η Εύα, η αρχετυπική femme fatale, παρασύρει τον άντρα στο κακό, και γι αυτό εικονογραφικά παριστάνεται ως ελκυστική γυναίκα, ακόμη και στην βυζαντινή αγιογραφία. Ο Γαλάζιος άγγελος, η μοιραία γυναίκα που οδηγεί τον σεβαστό καθηγητή στην αυτοκαταστροφή στη θαυμάσια αυτή ταινία του Ζόζεφ Φον Στέρνμπεργκ με την Μάρλεν Ντίντριχ στον κεντρικό ρόλο, έχει γίνει το σύμβολο του γυναικείου πειρασμού.
Στο παραδειγματικό δίπολο συμβιβασμός/ μη συμβιβασμός,(σελίδα 149) που όπως υποστηρίξαμε στη διδακτορική μας διατριβή (σημ.2) αποτελεί συχνότατο μοτίβο, συχνά μάλιστα κύριο, όχι μόνο στην ελληνική πεζογραφία και δραματουργία αλλά και στην παγκόσμια, η γυναίκα κατέχει το αριστερό σκέλος, το σκέλος του συμβιβασμού το οποίο απαξιώνεται, ενώ ο άντρας το δεξιό, του μη συμβιβασμού, το οποίο και αναδεικνύεται ως αξία. Στην κινέζικη φιλοσοφία του ying και του yang, η γυναίκα βρίσκεται στον παραδειγματικό άξονα του yang, του σκοτεινού γήινου στοιχείου. Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο η γυναίκα δεν πάτησε ποτέ το πόδι της στη σκηνή, το ίδιο και στην Όπερα του Πεκίνου και στο θέατρο Νο, όπου τους γυναικείους ρόλους τους παίζουν άνδρες (μόλις στα τελευταία χρόνια στην Όπερα του Πεκίνου τους γυναικείους ρόλους τους παίζουν γυναίκες), ενώ από το Καμπούκι η γυναίκα εκδιώχθηκε κακήν κακώς.
Σε παλιότερο κείμενό μας διαπιστώναμε ότι «οι ευρωπαίοι συγγραφείς δολοφονούν τη μοιχαλίδα», (σημ.3) σε μια υποσυνείδητη, κατά τη γνώμη μας, προσπάθεια, απαξίωσης της μοιχείας. Και όχι οποιασδήποτε μοιχείας, αλλά της γυναικείας μοιχείας. Ο μοιχός Πίκερτον δεν θα τιμωρηθεί, αλλά αντίθετα το αθώο θύμα του, η μαντάμ Μπατερφλάι, απελπισμένη θα αυτοκτονήσει, στην ομώνυμη όπερα του Πουτσίνι.
Είναι γεγονός: η γυναίκα είτε διαπράττει μοιχεία είτε την υφίσταται, είναι το θύμα. Αυτά βέβαια στις μυθοπλασίες, γιατί στη ζωή τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι. Είναι όπως και με τις αστυνομικές ταινίες, όπου ο δολοφόνος δεν ξεφεύγει ποτέ, αντίθετα από ό, τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Η Μανόν Λεσκώ; καλά να πάθει, τόσο στο έργο του αββά Πρεβό όσο και στο έργο του Πουτσίνι. Τιμωρήθηκε γιατί δεν στάθηκε πιστή στον αγαπημένο της, που τον παράτησε για τη μεγάλη (σελίδα 150)ζωή. Η μεταμέλειά της δεν μπορεί να την ανυψώσει στο επίπεδο μιας τραγικής ηρωίδας, και μόνο η υπέροχη μουσική του Πουτσίνι μας κάνει να νιώσουμε κάποιον οίκτο γι αυτήν, όταν με σπαραγμό τραγουδά «Sola, perduta, abandonata», μόνη, χαμένη, εγκαταλειμμένη.
Η Φαίδρα τιμωρείται και αυτή με αυτοκτονία, παρόλο που μοίχευσε μόνο στη σκέψη της. Ενδοκειμενικά βέβαια ως αιτία της αυτοκτονίας της φαίνεται το ψέμα που είπε, ότι τάχα την φλέρταρε ο πρόγονός της ο Ιππόλυτος, εξωκειμενικά όμως υποπτευόμαστε ότι τιμωρήθηκε, ασυνείδητα βέβαια, από το δημιουργό της τον Ευριπίδη, για τη μοιχεία που σχεδίαζε. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τίτλος του έργου στην Ευριπίδεια τραγωδία είναι «Ιππόλυτος», σαν να είναι αυτός το κεντρικό τραγικό πρόσωπο του έργου. Μόνο ο Ρακίνας τοποθετεί τη Φαίδρα ως το κορυφαίο τραγικό πρόσωπο, δίνοντας το όνομά της στην τραγωδία του.
Τιμωρήθηκε ποτέ ο μοιχός;
Μα στη Μήδεια, όπου ο Ιάσωνας βλέπει τα παιδιά του να σκοτώνονται από τη γυναίκα του, η οποία με αυτό τον μακάβριο τρόπο θέλει να τον εκδικηθεί για την απιστία του. Μόνο που στο έργο αυτό δεν απαξιώνεται ο μοιχός αλλά η γυναίκα που υπέστη τη μοιχεία.
Μια από τις λειτουργίες της μυθοπλασίας, μυθιστορηματικής, δραματικής ή κινηματογραφικής αδιάφορο, είναι η απαξίωση ή ο εκθειασμός αντιλήψεων, στάσεων και συμπεριφορών. Έτσι η απαξίωση της μοιχείας στα έργα που αναφέραμε έχει και το εξισορροπητικό αντίθετό της, την καταξίωση της γυναίκας που αυτοθυσιάζεται για τον άνδρα που αγαπά.
Το θέμα αυτής της αυτοθυσίας είναι κεντρικό σε δύο κορυφαία δραματικά έργα, την Άλκηστη του Ευριπίδη και το Αντίο Παλλακίδα μου, έργο της Όπερας του Πεκίνου. Η Άλκηστις δέχεται να κατέβει στον Άδη προκειμένου να επανέλθει στη ζωή ο σύζυγός της, ενώ η παλλακίδα αυτοκτονεί, για να μην έχει την έγνοια της ο αγαπημένος της βασιλιάς στην αποφασιστική μάχη που επρόκειτο να δοθεί την επόμενη μέρα και δειλιάσει.
Η γυναίκα μπορεί λοιπόν να κάνει τον ήρωα να ξεστρατίσει (σελίδα 151) από τον υψηλό του στόχο και με την απλή της παρουσία. Εξαιτίας αυτού του ενδεχόμενου είναι που οδηγείται η παλλακίδα στην αυτοκτονία, για να μπορέσει ο αγαπημένος της να σταθεί στο ύψος του ως βασιλιάς.
Υπάρχουν άραγε αντίστροφα παραδείγματα ως κυρίαρχα μοτίβα στην παγκόσμια μυθοπλασία; Υπάρχουν έργα που ο άντρας να αυτοθυσιάζεται για τη γυναίκα που αγαπά;
Μου έρχονται στο νου μόνο δυο έργα. Το ένα είναι ο Γαλάζιος Άγγελος, όπου όμως η αυτοθυσία του Εμμάνουελ Ραθ αντιμετωπίζεται ως μια ανόητη πράξη (εγκαταλείπει την καριέρα του), μια και η γυναίκα για την οποία θυσιάζεται δεν αξίζει τη θυσία του. Όσο για τον πρίγκηπα Νεκλούντωφ στην Ανάσταση του Τολστόι, αυτός ακολουθεί την Αικατερίνη Μάσλοβα στην εξορία όχι από έρωτα αλλά από τύψεις και ενοχές.
Το συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι η γυναίκα υφίσταται την αντρική καταπίεση ακόμα και στην τέχνη. Μέσω της μυθοπλασίας τής υποβάλλονται στάσεις ζωής τέτοιες που βολεύουν το αντρικό φύλο. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αυτό βρίσκεται στις συνειδητές προθέσεις των δημιουργών, όμως πιστεύουμε πως υποσυνείδητα χειρίζονται τη γυναίκα σύμφωνα με τα συμφέροντα του φύλου τους. (σελίδα 152)
Σημειώσεις
1. Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, στο οποίο βλέπουμε την ένταση ανάμεσα σε αυτά τα δύο στερεότυπα, δεν υπάρχει στους Τρόμπριαντ, ένα από τους πρωτόγονους λαούς της Ωκεανίας, διαπιστώνει ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Μπρονισλάβ Μαλινόφσκι, υποθέτοντας έτσι ότι είναι ειδικό δημιούργημα του δυτικού πατριαρχικού πολιτισμού.
2.Μπάμπης Δερμιτζάκης, Αφηγηματικές τεχνικές, Αθήνα 2000, εκδόσεις Gutenberg.
3.Μπάμπης Δερμιτζάκης, «Η τιμωρία της μοιχαλίδας στο Ευρωπαϊκό μυθιστόρημα», στο Ανθρωπολογία των φύλων, επιμ. Σωτήρης Δημητρίου, Αθήνα 2001, Σαββάλας, σελ. 141-147.
Τα κείμενά μου είναι αναρτημένα στην ιστοσελίδα μου
Sunday, October 26, 2008
Ιωσήφ Αλυγιζάκης, Αναγνώριση πτυχίου
Ιωσήφ Αλυγιζάκης, Αναγνώριση πτυχίου, Καστανιώτης 2000
Τη βιβλιοπαρουσίαση αυτή την έγραψα πριν επτά χρόνια περίπου για κάποιο περιοδικό, αλλά την έφαγε η λογοκρισία. Και μια και είμαι βασιλιάς και αφέντης στο blog μου γιατί να μην την αναρτήσω εδώ;
Η Αναγνώριση πτυχίου είναι το πρώτο βιβλίο του Ιωσήφ Αλυγιζάκη. Πρόκειται για ένα βιβλίο εξαιρετικά ενδιαφέρον, γιατί, απ’ όσο ξέρουμε, είναι το πρώτο μυθιστόρημα που έχει ως κύρια θεματική του τον ομοφυλόφιλο έρωτα.
Σ’ αυτή τη θεματική δεν είμαστε συνηθισμένοι στη λογοτεχνία. Κορυφαίο έργο από τις εξαιρέσεις αποτελεί το De profundis του Όσκαρ Ουάιλντ. Τη συναντούμε όμως συχνά στις αμερικάνικες ταινίες, όπως π.χ. στο Καλύτερα δεν γίνεται με τον Τζακ Νίκολσον, που είδαμε πριν τρία χρόνια στον κινηματογράφο. Η αμερικανική κοινωνία θεωρείται περισσότερο ανεκτική.
Στα καθ’ ημάς, το θέμα αυτό το συναντήσαμε σε ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο σήριαλ που βλέπαμε στην τηλεόραση πριν δυο χρόνια, τους «Δυο ξένους». Και ενώ πιστεύω ότι είχε παρόμοιο στόχο με αυτό του βιβλίου του Αλυγιζάκη, να καταδείξει ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι μια σεξουαλική διαστροφή αλλά μια αποδεκτή μορφή ερωτικής σχέσης, κατέληξε να την προβάλει περίπου ως αρρώστια, με το να κάνει στο τέλος ο ήρωας ετεροφυλόφιλο έρωτα, προς θριαμβολογία όλων.
Ο σεβασμός στην ιδιαιτερότητα θρησκείας, καταγωγής, χρώματος, σεξουαλικής προτίμησης, θεωρείται ως βασική αρχή μιας δημοκρατικής κοινωνίας, που δυστυχώς δεν γίνεται πάντα σεβαστή. Έτσι το έργο αυτό του Ι. Αλυγιζάκη αποτελεί μια ιδιαίτερη συμβολή.
Ο ήρωας διαμαρτύρεται για την κοινωνική απόρριψη εξαιτίας της ιδιαιτερότητάς του αυτής:
"Δεν αισθάνομαι αδερφή. Για μένα αυτός ο όρος δεν υφίσταται. Είμαι ένα αγόρι, που με όλα τα συμπλέγματά μου - όπως όλοι άλλωστε έχουν - αγαπώ ένα άλλο άνθρωπο, που τυχαίνει να είναι ένα άλλο αγόρι. Δεν ντρέπομαι γι αυτό. Αλλά για βγάλ’ το παραπέρα να δεις λιγάκι τις αντιδράσεις! Αρκετοί θα χαμογελάσουν γλυκανάλατα, δήθεν με κατανόηση, άλλοι ίσως μας γιουχασουν κι άλλοι ίσως αδιαφορήσουν εντελώς. Εγώ δεν θέλω συμπόνια ούτε κατανόηση. Το χέζω το γιουχάισμα. Αδιαφορώ για την αδιαφορία. Αποζητώ την αποδοχή. Ότι υπάρχω, ότι με αγαπούν. Τόσο περιθωριοποιημένο είναι να διακατέχομαι από μια τέτοια εμμονή; Αν ναι, τότε να τη χέσω τέτοια κοινωνία. Θα πάω να ζήσω στο Θιβέτ" (σελ. 232).
Ενώ θα περίμενε κανείς περισσότερο μια προσχηματική ιστορία για να προβληθεί, σε δοκιμιακά σχόλια, το θέμα του έργου, στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ερωτικό έργο, σχεδόν ένα ρομάντζο, στο οποίο εκφράζεται συνεχώς η στοργή και η τρυφερότητα δύο ερωτευμένων, μόνο που στην περίπτωση αυτή τυχαίνει να είναι και οι δύο άντρες.
Με μια έξυπνη πλοκή ο Αλυγιζάκης καταφέρνει να μας παρουσιάσει τις πιο σημαντικές πλευρές και όψεις του ομοφυλόφιλου έρωτα.
Μια τέτοια πλευρά είναι η μοναξιά, που οφείλεται στην κοινωνική απόρριψη και στη δυσκολία εύρεσης ερωτικού συντρόφου. Είναι γνωστό ότι περισσότερο οι ομοφυλόφιλοι αναγκάζονται να καταφύγουν στον πληρωμένο έρωτα. Ένας από τους ήρωες του έργου, σαν μοναδική διέξοδο από τη μοναξιά του, βρίσκει την αυτοκτονία. Ένα άλλο πρόσωπο του έργου καταφεύγει επίσης στην αυτοκτονία, έχοντας ενδοβάλλει την κοινωνική απόρριψη, θεωρώντας την ιδιαιτερότητά του ως αρρώστια, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα σύναψης ετεροφυλόφιλης σχέσης.
Το aids, που συνιστά μια απειλή τόσο για ομοφυλόφιλους όσο και για ετεροφυλόφιλους, θεματοποιείται επίσης. Ο πατέρας του ήρωα, στο τελευταίο στάδιο, αφήνεται στις φροντίδες του ομοφυλόφιλου φίλου του, ο οποίος τον αγαπούσε από χρόνια με ένα αγνό αίσθημα, χωρίς να θελήσει ποτέ να εκβιάσει τις ετεροφυλόφιλες προτιμήσεις του, βυθίζοντάς τον στην απελπισία:
"Δεν τον ενδιαφέρει, λέει, πια τίποτα σ’ αυτή τη ζωή. Επί τριάντα χρόνια βασανιζόταν για ένα και μοναδικό πρόσωπο. Τώρα που έφυγε, δεν τον νοιάζει να βρει κάποιον τυχαίο και να κολλήσει aids. Βλέπεις, ποτέ δεν έκαναν έρωτα" (σελ. 251).
Οι αφηγηματικές αρετές του έργου, όπως είναι φυσικό, τείνουν να υποτιμηθούν μπροστά σ’ αυτή την τολμηρή θεματική. Όμως σίγουρα ο απλός και λιτός λόγος του Αλυγιζάκη, η αφηγηματική του άνεση, προσθέτουν αρκετά σ’ αυτό το έργο, που πέρα από το θεματικό του ενδιαφέρον, διαβάζεται ευχάριστα.
Τη βιβλιοπαρουσίαση αυτή την έγραψα πριν επτά χρόνια περίπου για κάποιο περιοδικό, αλλά την έφαγε η λογοκρισία. Και μια και είμαι βασιλιάς και αφέντης στο blog μου γιατί να μην την αναρτήσω εδώ;
Η Αναγνώριση πτυχίου είναι το πρώτο βιβλίο του Ιωσήφ Αλυγιζάκη. Πρόκειται για ένα βιβλίο εξαιρετικά ενδιαφέρον, γιατί, απ’ όσο ξέρουμε, είναι το πρώτο μυθιστόρημα που έχει ως κύρια θεματική του τον ομοφυλόφιλο έρωτα.
Σ’ αυτή τη θεματική δεν είμαστε συνηθισμένοι στη λογοτεχνία. Κορυφαίο έργο από τις εξαιρέσεις αποτελεί το De profundis του Όσκαρ Ουάιλντ. Τη συναντούμε όμως συχνά στις αμερικάνικες ταινίες, όπως π.χ. στο Καλύτερα δεν γίνεται με τον Τζακ Νίκολσον, που είδαμε πριν τρία χρόνια στον κινηματογράφο. Η αμερικανική κοινωνία θεωρείται περισσότερο ανεκτική.
Στα καθ’ ημάς, το θέμα αυτό το συναντήσαμε σε ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο σήριαλ που βλέπαμε στην τηλεόραση πριν δυο χρόνια, τους «Δυο ξένους». Και ενώ πιστεύω ότι είχε παρόμοιο στόχο με αυτό του βιβλίου του Αλυγιζάκη, να καταδείξει ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι μια σεξουαλική διαστροφή αλλά μια αποδεκτή μορφή ερωτικής σχέσης, κατέληξε να την προβάλει περίπου ως αρρώστια, με το να κάνει στο τέλος ο ήρωας ετεροφυλόφιλο έρωτα, προς θριαμβολογία όλων.
Ο σεβασμός στην ιδιαιτερότητα θρησκείας, καταγωγής, χρώματος, σεξουαλικής προτίμησης, θεωρείται ως βασική αρχή μιας δημοκρατικής κοινωνίας, που δυστυχώς δεν γίνεται πάντα σεβαστή. Έτσι το έργο αυτό του Ι. Αλυγιζάκη αποτελεί μια ιδιαίτερη συμβολή.
Ο ήρωας διαμαρτύρεται για την κοινωνική απόρριψη εξαιτίας της ιδιαιτερότητάς του αυτής:
"Δεν αισθάνομαι αδερφή. Για μένα αυτός ο όρος δεν υφίσταται. Είμαι ένα αγόρι, που με όλα τα συμπλέγματά μου - όπως όλοι άλλωστε έχουν - αγαπώ ένα άλλο άνθρωπο, που τυχαίνει να είναι ένα άλλο αγόρι. Δεν ντρέπομαι γι αυτό. Αλλά για βγάλ’ το παραπέρα να δεις λιγάκι τις αντιδράσεις! Αρκετοί θα χαμογελάσουν γλυκανάλατα, δήθεν με κατανόηση, άλλοι ίσως μας γιουχασουν κι άλλοι ίσως αδιαφορήσουν εντελώς. Εγώ δεν θέλω συμπόνια ούτε κατανόηση. Το χέζω το γιουχάισμα. Αδιαφορώ για την αδιαφορία. Αποζητώ την αποδοχή. Ότι υπάρχω, ότι με αγαπούν. Τόσο περιθωριοποιημένο είναι να διακατέχομαι από μια τέτοια εμμονή; Αν ναι, τότε να τη χέσω τέτοια κοινωνία. Θα πάω να ζήσω στο Θιβέτ" (σελ. 232).
Ενώ θα περίμενε κανείς περισσότερο μια προσχηματική ιστορία για να προβληθεί, σε δοκιμιακά σχόλια, το θέμα του έργου, στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ερωτικό έργο, σχεδόν ένα ρομάντζο, στο οποίο εκφράζεται συνεχώς η στοργή και η τρυφερότητα δύο ερωτευμένων, μόνο που στην περίπτωση αυτή τυχαίνει να είναι και οι δύο άντρες.
Με μια έξυπνη πλοκή ο Αλυγιζάκης καταφέρνει να μας παρουσιάσει τις πιο σημαντικές πλευρές και όψεις του ομοφυλόφιλου έρωτα.
Μια τέτοια πλευρά είναι η μοναξιά, που οφείλεται στην κοινωνική απόρριψη και στη δυσκολία εύρεσης ερωτικού συντρόφου. Είναι γνωστό ότι περισσότερο οι ομοφυλόφιλοι αναγκάζονται να καταφύγουν στον πληρωμένο έρωτα. Ένας από τους ήρωες του έργου, σαν μοναδική διέξοδο από τη μοναξιά του, βρίσκει την αυτοκτονία. Ένα άλλο πρόσωπο του έργου καταφεύγει επίσης στην αυτοκτονία, έχοντας ενδοβάλλει την κοινωνική απόρριψη, θεωρώντας την ιδιαιτερότητά του ως αρρώστια, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα σύναψης ετεροφυλόφιλης σχέσης.
Το aids, που συνιστά μια απειλή τόσο για ομοφυλόφιλους όσο και για ετεροφυλόφιλους, θεματοποιείται επίσης. Ο πατέρας του ήρωα, στο τελευταίο στάδιο, αφήνεται στις φροντίδες του ομοφυλόφιλου φίλου του, ο οποίος τον αγαπούσε από χρόνια με ένα αγνό αίσθημα, χωρίς να θελήσει ποτέ να εκβιάσει τις ετεροφυλόφιλες προτιμήσεις του, βυθίζοντάς τον στην απελπισία:
"Δεν τον ενδιαφέρει, λέει, πια τίποτα σ’ αυτή τη ζωή. Επί τριάντα χρόνια βασανιζόταν για ένα και μοναδικό πρόσωπο. Τώρα που έφυγε, δεν τον νοιάζει να βρει κάποιον τυχαίο και να κολλήσει aids. Βλέπεις, ποτέ δεν έκαναν έρωτα" (σελ. 251).
Οι αφηγηματικές αρετές του έργου, όπως είναι φυσικό, τείνουν να υποτιμηθούν μπροστά σ’ αυτή την τολμηρή θεματική. Όμως σίγουρα ο απλός και λιτός λόγος του Αλυγιζάκη, η αφηγηματική του άνεση, προσθέτουν αρκετά σ’ αυτό το έργο, που πέρα από το θεματικό του ενδιαφέρον, διαβάζεται ευχάριστα.