Friday, June 1, 2018

Μάκης Μωραΐτης, Μνήμες από το Ληξούρι


Μάκης Μωραΐτης, Μνήμες από το Ληξούρι, Παρασκήνιο 2018, σελ. 282


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Πώς η τέχνη του λόγου σχολιάζει την τέχνη της φωτογραφίας

  «Ο Μάκης Μωραΐτης είναι κινηματογραφιστής και συγγραφέας».
  Έτσι ξεκινάω την κριτική μου για την ταινία του «Ληξούρι, αντίο». Πριν ενάμισι χρόνο είχαμε παρουσιάσει μια μεταφραστική του δουλειά, ποιήματα του ερημίτη-μοναχού «Τάιγκου Ριόκαν» και πριν δυο χρόνια στο Polis art café τη συλλογή διηγημάτων του «Η θλίψη των γλάρων».
  Το «Μνήμες από το Ληξούρι» αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την λογοτεχνική συνέχεια της ταινίας. Αποτελείται από 280 φωτογραφίες, οι περισσότερες του Μπάμπη Σολωμού, που παρατίθενται στις μονές σελίδες του βιβλίου, στη συντριπτική τους πλειοψηφία ανά δύο, και δίπλα ο σχολιασμός τους, εκτενής της πάνω φωτογραφίας, σύντομος της κάτω.
  Μου θύμισε το βιβλίο «Τα τραπέζια που μιλούν» της Λήδας Παναγιωτοπούλου που είχαμε παρουσιάσει ακριβώς μια μέρα πριν από τα διηγήματα του Μωραΐτη στο βιβλιοπωλείο «Επί λέξει. Και εκεί έχουμε το φωτογραφικό και το λογοτεχνικό, με τις εξής διαφορές: Το φωτογραφικό βρίσκεται στην αριστερή σελίδα και το λογοτεχνικό στη δεξιά. Το φωτογραφικό είναι φωτογραφίες πινάκων του Νίκου Οικονομίδη. Το λογοτεχνικό, ποιήματα «εμπνευσμένα» από τον πίνακα της διπλανής σελίδας, της συζύγου του Λήδας Παναγιωτοπούλου.
  Μπορεί να ενδιαφέρει αυτό το βιβλίο μη ληξουριώτες;
  Μπορεί και παραμπορεί. Και θα εξηγήσω το γιατί.
  Έχω, και έχουμε, διαβάσει σχολιασμούς και αναλύσεις πινάκων ζωγραφικής. Όμως πόσοι από μας έχουν διαβάσει σχολιασμούς φωτογραφίας; (Ο Μάκης, παρεμπιπτόντως, έχει μεταφράσει δυο βιβλία θεωρητικών της φωτογραφίας, τις «Σημειώσεις για τη φωτογραφία» του Άλφρεντ Στίγκλιτζ και «Περί της τέχνης της φωτογραφίας» του Έντουαρντ Γουέστον, τα οποία εκδόθηκαν επίσης από τις εκδόσεις Παρασκήνιο).
  Ακόμη: οι σχολιασμοί πινάκων ζωγραφικής έχουν ένα τεχνικό χαρακτήρα. Και οι σχολιασμοί του Μάκη έχουν τεχνικό χαρακτήρα, όμως όχι μόνο. Οι συνειρμοί και τα σχόλια για τον χωροχρόνο της φωτογραφίας είναι άφθονα, γεμάτα λογοτεχνικότητα. Και από τα πιο λογοτεχνικά κομμάτια είναι τα αποσπάσματα που σχολιάζουν φωτογραφίες που έχει παραθέσει στην ταινία του.
  Διαβάζοντας το βιβλίο του Μάκη έμαθα, και θα μάθετε κι εσείς αν ή όταν (ελπίζω όταν) το διαβάσετε, πώς να «διαβάζετε» μια φωτογραφία.
  Πρώτα πρώτα, καλό είναι να κοιτάζουμε το φόντο πριν από τα πρόσωπα. Συνήθως είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό. Αν κοιτάξουμε πρώτα τα πρόσωπα, το πιο πιθανό είναι να ξεχάσουμε το φόντο μετά.
  Να παραθέσω ένα σχετικό απόσπασμα.
  «Και θα το ξαναπώ: η ιστορία του Ληξουριού μέσα από τις φωτογραφίες του Μπάμπη Σολωμού δεν είναι τόσο η ιστορία των προσώπων που απεικονίζονται στο προσκήνιο όσο είναι όλων εκείνων των στοιχείων στο φόντο του, το καθένα με την ιδιαίτερη αξία και σημασία του, που συγκροτούν το σύνολο της άλλης, της γενικότερης και πολύ ουσιαστικότερης εικόνας. Χρησιμοποιώντας κατά βάση ευρυγώνιο φακό που δίνει καθαρότητα τόσο στο προσκήνιο όσο και στο βάθος της προοπτικής, οι αποτυπώσεις των φόντων του είναι “ζωή που βράζει”» (σελ. 242).
  Στη συνέχεια έμαθα άλλα πράγματα τεχνικής φύσης, που όμως αποκαλύπτουν την ποιότητα της φωτογραφίας. Το στήσιμο των ανθρώπων, η γωνία λήψης, η προέλευση του φωτός έχουν σημασία και αποκαλύπτουν την ικανότητα του φωτογράφου. Τα πράγματα αυτά θα τα έχω στο νου μου όταν θα βγάζω φωτογραφίες.
  Γιατί, κακά τα ψέματα, όλοι μας βγάζουμε φωτογραφίες, όμως πόσοι από μας έχουν διαβάσει ένα θεωρητικό βιβλίο πάνω στη φωτογραφία, σαν αυτά που μετέφρασε ο Μάκης;
  Διαβάζοντας λοιπόν το βιβλίο του Μάκη θα έχετε διπλό όφελος: την «απόλαυση του κειμένου», σαν λογοτέχνημα, και τεχνικές γνώσεις για την «ανάγνωση» και τη λήψη μιας φωτογραφίας.
  Και προχωρούμε σε παράθεση και σχολιασμό αποσπασμάτων, όπως το συνηθίζουμε.
  «Αν και στην κυριολεξία υπήρξε ένας φωτογράφος του δρόμου-η αγγλική γλώσσα διαθέτει τον σχετικό όρο, street photographer [Παρεμπιπτόντως, τέτοιος ήταν ο Μπάστερ Κίτον πριν γίνει «Κάμερα μαν» στην ομώνυμη ταινία του]-με την έννοια ότι βρισκόταν διαρκώς εν κινήσει κυνηγώντας τα ανθρωποκεντρικά θέματά το, αυτά που άλλωστε θα του έβγαζαν το μεροκάματο, η δουλειά του είναι αξιοπρόσεκτη περισσότερο για τα κοινωνικά πορτρέτα του, τα κάθε λογής κοινωνικά πορτρέτα του, και κατά την άποψή μου ως κοινωνικός πορτρετίστας πρέπει να λογίζεται ο Μπάμπης Σολωμός» (σελ. 17).
  Μάκη, δεν μας είπες, και αναρωτιόμαστε: ο Μπάμπης Σολωμός είχε καμιά συγγένεια με την οικογένεια εκείνου του άλλου Σολωμού που έμενε στην Κέρκυρα;
  «Κι εσύ τώρα, μην προσέξεις τα άγνωστα σε σένα κορίτσια, μην κουράσεις το βλέμμα σου, ούτε την άνετη πόζα τους να παρατηρήσεις, αλλά εκείνα τ’ αγόρια πάνω στη βάρκα στο βάθος τρέξε να συναντήσεις και μαζί τους συνομίλησε» (σελ. 32).
  Για το φόντο που λέγαμε. Ακόμη βλέπουμε εδώ ένα υφολογικό χαρακτηριστικό του Μάκη: την τάση του να βάζει τα ρήματα όσο γίνεται προς το τέλος της πρότασης, δίνοντας έτσι μια ιδιαίτερη ποιητικότητα στα κείμενά του. Αυτό βέβαια όχι πάντα, όμως αρκετά συχνά. Στο παραπάνω απόσπασμα βλέπουμε το αντικείμενο στις δυο πρώτες προτάσεις να ακολουθεί το ρήμα όπως υπαγορεύουν οι συντακτικοί κανόνες, αλλά στις επόμενες τρεις πάει προς το τέλος. Στην τελευταία δεν έχουμε αντικείμενο αλλά (εμπρόθετο) προσδιορισμό. Και τους προσδιορισμούς τους «πηδάει» συχνά το ρήμα για να πάει όσο γίνεται προς το τέλος.
  «… και τα αρμυρίκια του που είναι κολλημένα βαθιά μέσα στη μνήμη» (σελ. 58).
  Μπορεί ο Μωραΐτης να ανακαλεί μνήμες από το Ληξούρι, αλλά και μένα μου ανακαλούνται μνήμες από την Ιεράπετρα, την ίδια εποχή. Τα αρμυρίκια στα οποία στήναμε τα ποδήλατα, ποδήλατα σαν αυτά που βλέπουμε στις φωτογραφίες που παρουσιάζει ο Μάκης, έχουν εξαφανιστεί τώρα και στη θέση τους έχουν ανεγερθεί ξενοδοχεία, καφετέριες και πιτσαρίες.
  Είδα και το μαθητικό καπέλο με την κουκουβάγια, σε αρκετές φωτογραφίες. Χάρη στο διαδίκτυο και το σκάνερ είδα σε φωτογραφία τον εαυτό μου με αυτό το καπέλο, μαθητή, από ανάρτηση του φίλου μου του Θόδωρα.
  «…με τα δοξαστικά του ουρανίσκου μπακλαβάδες και κανταΐφια» (σελ. 60).
  Τι ποιητική έκφραση, «τα δοξαστικά του ουρανίσκου», που ένας αθεράπευτα γλυκατζής σαν και μένα μπορεί να εκτιμήσει δεόντως.
  Και πάλι οι δικές μου αναμνήσεις. Πριν ανέβω στο φροντιστήριο αγγλικών του κυρίου Σταυρακάκη, πάντα έτρωγα ένα μπακλαβά στο ζαχαροπλαστείο του Μαγδαληνού, στο ισόγειο.
  «Και μετά τα βλέμματα έπεφταν στις γάμπες, άκουγα τα μεγαλύτερα αγόρια που σχολίαζαν ποια είχε τις καλύτερες και ανάλογα βαθμολογούσαν» (σελ. 98).
  Μάκη, είμαι σίγουρος, κι εσύ βαθμολογούσες, αλλά ντρέπεσαι να μας το πεις.
  «Στην άκρη της προβλήτας στέκονται τα αγόρια, με πρώτο φόντο το φανάρι και δεύτερο τα βουνά στο βάθος. Η θάλασσα επιμελώς παρούσα μέσα στο κάδρο. Είναι κλασικότροπη στην αναπαράστασή της τούτη η φωτογραφία, ως προς το θέμα της – τα τρία αγόρια – είναι απόλυτα κεντραρισμένα» (σελ. 112).
  Πολλές φωτογραφίες δεν είναι κλασικότροπες, αφήνοντας να αναδειχθεί το βάθος.
  Δεν θα παραθέσω την παράγραφο από το απόσπασμα που σχολιάζει τη φωτογραφία την οποία τιτλοφορεί «Στο βαφείο των διχτυών, 1961), και όπου περιγράφεται ο τρόπος βαψίματος. Απλά να σημειώσω ότι τα λαογραφικά και τα ανθρωπο-κοινωνικά στοιχεία στους σχολιασμούς είναι άφθονα.
  «…η ρήση του Ουμπέρτο Έκο ότι η ζωή δεν είναι παρά μια αργή επαναφορά της παιδικής ηλικίας στη μνήμη… (σελ. 194).
  Μεγάλος ο Έκο, έχω διαβάσει κάμποσα βιβλία του, και έχω γράψει για οκτώ.
  Μάκη, την παροιμία που παραθέτεις στη σελίδα 198 την ξέρω σαν κρητική μαντινάδα, και νομίζω έτσι είναι καλύτερη: «Του χαρτοπαίχτη, του ψαρά, του κυνηγού το πιάτο/ δέκα φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο». Μου την έλεγε ο πατέρας μου κάθε φορά που ήξερε ότι γύριζα από κουμάρι.
    «Οι νέοι  φίλοι που είχα κάνει στο σχολείο και στη γειτονιά άκουγαν τα νέα των Ρόλινγκ Στόουνς και των Μπητλς, Paint it black και Paperback writer (σελ. 245).
  Paint it black, από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια.
  Εξαιρετικό το βιβλίο αυτό του Μάκη Μωραΐτη, ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο.
  Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι, με τους οποίους τελειώνουμε τις βιβλιοκριτικές μας. Όμως πιο πριν να σχολιάσω κάτι, για πρώτη φορά, που όμως έχω παρατηρήσει πολλές φορές σε άλλα κείμενα. Διαβάζω: «…αν θέλεις να έχεις την πλήρη εικόνα» (σελ. 64). Αν ήταν στίχος, το μέτρο του θα ήταν αμφίβραχυ. Αν όμως αφαιρέσεις το «αν», τότε γίνεται δάκτυλος, ο ηρωικός ομηρικός.
Και αγωνίζονται μετά, συχνά επί ματαίω (σελ. 26).
Που έχει ρίξει άγκυρα έξω από το λιμάνι (σελ. 46)
Πάντα θα διακρίνουμε και θα παρατηρούμε (σελ. 52)
Που νοιώθεις τη θερμότητα της άδολης φιλίας (σελ. 54)
Οι τελευταίοι ξέμπαρκοι που είχαν απομείνει (σελ. 88)
Τα ψήγματα αναμνήσεων που έχω από τότε (σελ. 90)
Κυρίως αυτοί που πρόδωσαν τους τότε έρωτές τους (σελ. 96)
Τον σκούνταγα στο ράντζο του ώρα πολύ μια νύχτα (σελ. 146)
Να διώξει από πάνω του την πίκρα του καιρού του (σελ. 184)
Τη ζέστη και το κάψιμο του ήλιου στο πετσί σου (σελ.206)
Έβαζαν στα μπαλώματα όλη τη μαστοριά τους (σελ. 226)

Μπάμπης Δερμιτζάκης

     

No comments:

Post a Comment