Τάιγκου Ριόκαν, ο
ενδεής του όρους Κουγκάμι, ποιήματα του ερημίτη μοναχού του Ζεν βουδισμού (μετ.
Μάκης Μωραΐτη), Οδός Πανός 2016, σελ. 93
Η παρακάτω
βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ποιήματα και χαϊκού, εξαιρετικά
Τον Τάϊκου Ριόκαν δεν τον ξέραμε, τον
γνωρίσαμε χάρη στον Μάκη Μωραΐτη, του οποίου τη συλλογή διηγημάτων «Η θλίψη των γλάρων» παρουσιάσαμε πρόσφατα στο Polis art café.
Ο Τάιγκου Ριόκαν γεννήθηκε το 1758 σε μια
παραθαλάσσια πόλη της Ιαπωνίας και πέθανε το 1831. Ο πατέρας του ήταν
καλλιεργημένος και του μετέδωσε την αγάπη για τα γράμματα από νωρίς. Ήταν ο κοινοτάρχης
του χωριού και ο Ριόκαν δούλεψε κοντά του ως βοηθός. Όμως τα παράτησε και έγινε
μοναχός. Αφού μαθήτευσε σε κάποιους δασκάλους κατέληξε ερημίτης. Έμενε σε μια
καλύβα στην πλαγιά ενός βουνού και ζούσε από τις προσφορές φίλων και την
επαιτεία. Και θυμήθηκα τον Θορώ, που
στα νεανικά του χρόνια έζησε κι αυτός σαν ερημίτης, όπως μας αφηγείται στο
αυτοβιογραφικό «Walden.
Η ζωή του ήταν διαλογισμός, επαιτεία, παιχνίδι με τα παιδιά του
χωριού και συγγραφή ποιημάτων. Περιθωριακός από κάθε άποψη, «αγαπούσε το σακέ,
αν και το οινόπνευμα απαγορεύεται στον Βουδισμό», μας λέει ο Μάκης.
Έχω δηλώσει δημόσια ότι δεν συμπαθώ την
ποίηση, αφού άκουσα ότι την ίδια δήλωση είχε κάνει και ο συγχωρεμένος ο Κωστής
Παπαγιώργης. Διαβάζοντας τώρα τον Όμηρο και θυμούμενος τον
Κορνάρο κατάλαβα ότι έπρεπε να κάνω μια διευκρίνιση: δεν συμπαθώ την σύγχρονη
ποίηση, η οποία συχνότατα είναι γριφώδης και ακαταλαβίστικη. Όμως τα ποιήματα
του Τάϊγκου Ριόκαν με συγκίνησαν βαθύτατα, όσο και αν έχασαν, όπως λένε ότι
χάνει η ποίηση, κατά τη μετάφραση. Ο Ριόκαν μιλάει με θαυμασμό για τη φύση,
αλλά και παραπονιέται γι’ αυτήν όταν τους κρύους χειμωνιάτικους μήνες τον κάνει
να υποφέρει, σε ποιήματα γεμάτα λυρισμό και ευαισθησία.
Στο ποίημα «Πολύ τεμπέλης για να είμαι
φιλόδοξος» αναγνωρίζω λίγο τον εαυτό μου.
Πολύ τεμπέλης για να
είμαι φιλόδοξος
αφήνω τον κόσμο να
φροντίσει τα του εαυτού του
Στο σακούλι μου έχω ρύζι
για δέκα ημέρες
Ένα μάτσο κλωνάρια δίπλα
στο τζάκι
Προς τι οι φλυαρίες περί
αυταπάτης και διαφώτισης;
Ακούγοντας τη νυχτερινή
βροχή πάνω στη στέγη μου
κάθομαι αναπαυτικά και με
τα δυο πόδια απλωμένα (σελ. 31).
Σε ένα άλλο του ποίημα διαβάζω «κατέλυσα σε
ένα πανδοχείο και έκατσα να ακούω τη βροχή» (σελ. 43).
Την κατευναστική επίδραση του ήχου της βροχής
νομίζω την ξέρουμε όλοι. Και θυμήθηκα το τραγούδι «You and me
and the rain on the roof» των Loving
spoonful.
Ένα ακόμη ποίημα, που έχει τίτλο «Επαιτεία».
Τέλος η επαιτεία για
σήμερα· στη διασταύρωση
περιφέρομαι δίπλα στο
ιερό Τέμενος
πιάνοντας κουβέντα με τα
παιδιά
Πέρυσι, ένας ανόητος
μοναχός
Φέτος, καμία αλλαγή!
(σελ. 42).
Και ένα ακόμη, το «Καμία τύχη σήμερα».
Καμία τύχη σήμερα στις
διακονιάρικες βόλτες μου
Έσυρα τον εαυτό μου από
χωριό σε χωριό
Το ηλιοβασίλεμα βρέθηκα
με μίλια βουνών
ανάμεσα σε μένα και την
καλύβη μου
Ο άνεμος κομμάτιασε το
εύθραυστο κορμί μου,
και το μικρό μου μπολ
δείχνει τόσο εγκαταλελειμμένο-
κι όμως, αυτός είναι ο
επιλεγμένος μου δρόμος που με καθοδηγεί
μέσα από την απογοήτευση
και τον πόνο, το κρύο και την πείνα (σελ. 43).
Αν είχε μαθητές θα έλεγα ότι ήταν μια
διπλοτυπία του Άγιου Φραγκίσκου.
Σήμερα τους λέμε ζητιάνους. Όμως θυμάμαι όταν
ήμουν μικρός στο χωριό μου ότι τους λέγαμε διακονιάρηδες. Διακονιάρηδες κατά το
μεσαίωνα ήταν οι καλόγεροι που επαιτούσαν, όπως ακριβώς και ο Ριόκαν. Η
ετυμολογία από το «διακονώ»: διακονώ τον θεό. Και βέβαια οι διακονιάρηδες των
παιδικών μου χρόνων δεν ήταν καλόγεροι.
Και ένα εξαίσιο λυρικό, που έχει τίτλο «Πώς
μπορώ να κοιμηθώ;».
Πώς μπορώ να κοιμηθώ
τούτη τη φεγγαρόφωτη
βραδιά;
Ελάτε, φίλοι μου,
ας τραγουδήσουμε κι ας
χορέψουμε
όλη τη νύχτα (σελ. 49).
Και το «Η οδός του Ευσεβούς Ανόητου».
Στη διασταύρωση φέτος,
ύστερα από επαιτεία μιας
ολάκερης μέρας,
χασομέρησα στο ναό του
χωριού
Τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω
μου
και ψιθύριζαν
«ο τρελός μοναχός ήρθε
πάλι για να παίξει» (σελ. 52).
Επίσης το «Αυτό μόνο! Αυτό μόνο!».
Πρώρες μέρες της
άνοιξης-ο ουρανός
είναι φωτεινά γαλανός, ο
ήλιος τεράστιος και ζεστός
Τα πάντα αποκτούν το
πράσινο χρώμα
Κουβαλώντας το μπολ μου,
κατεβαίνω στο χωριό
επαίτης για το καθημερινό
μου γεύμα
Τα παιδιά με εντοπίζουν
στην αυλόπορτα του ναού
και χαρούμενα μαζεύονται
γύρω μου
τραβώντας με από τα χέρια
μέχρι που σταματώ
Τοποθετώ το μπολ μου σε
έναν άσπρο βράχο
κρεμάω το σακούλι μου σ’
ένα κλαδί
Πρώτα πλέκουμε χόρτα και
μετά αρχίζουμε το παιχνίδι
κι έπειτα εναλλάξ
τραγουδάμε ή κλωτσάμε την μπάλα:
εγώ κλωτσάω και αυτά
τραγουδούν, αυτά κλωτσάνε κι εγώ τραγουδώ
Ο χρόνος ξεχνιέται, οι
ώρες πετούν
Οι περαστικοί με δείχνουν
και γελούν:
«Γιατί φέρεσαι σαν
ανόητος;»
Κουνάω το κεφάλι μου και
δεν τους απαντώ
Θα μπορούσα να πω κάτι,
γιατί όμως να το κάνω;
Θέλεις να ξέρεις τι έχω
στην καρδιά μου;
Από τις απαρχές του χρόνου:
αυτό μόνο! Αυτό μόνο! (σελ. 63).
Ένα από τα μότα μου είναι «Να μη φοβάσαι να
διαφέρεις». Το έχω παραθέσει στο blog μου με μια
χαρακτηριστική εικονογράφηση: μια φωτογραφία, όπου ανάμεσα σε ένα πλήθος που
χαιρετούν ναζιστικά, ένας άνθρωπος παραμένει με σταυρωμένα τα χέρια.
Παραθέτω το τέλος από το «Μόνο αυτά θέλω».
Και στο σπίτι-ένα μακρύ
κρεβάτι
γεμάτο με βιβλία ποίησης
Χαλαρώνω τη ζώνη και τη
ρόμπα μου
Αντιγράφω φράσεις για τα
ποιήματά μου
Στο λυκόφως βηματίζω
μέχρι την ανατολική πλευρά του κήπου-
τα ορτύκια της άνοιξης
αιφνιδιάζονται και πετούν μακριά (σελ. 59).
Ο στίχος «Αντιγράφω φράσεις για τα ποιήματά
μου» θα μου φαινόταν περίεργος αν δεν ήξερα ήδη. Αντιγράφω κι εγώ από το βιβλίο
μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας» (ΑΛΔΕ 2010).
«Τέλος, οι δραματουργοί της εποχής Yuan, όπως άλλωστε και οι γιαπωνέζοι ομόλογοί τους,
κάθε άλλο παρά διακρίνοντας για την «αγωνία της επίδρασης» για την οποία μιλάει
ο Harold Bloom. Απεναντίας, κοίταζαν να ενσωματώσουν στα έργα
τους όσο γίνεται περισσότερους στίχους προγενέστερων δημιουργών, σε σημείο
πολλές φορές τα έργα τους να μοιάζουν ένα απλό συνονθύλευμα αποσπασμάτων από
παλιότερα έργα».
Το «Γράμμα σ’ ένα φίλο» εικονογραφεί πλήρως
τις συνθήκες ζωής του.
Μια απομονωμένη
ψάθινη καλύβη
ένα αξιολύπητο,
εξαντλημένο γέρικο σώμα
Είναι ακόμη
χειρότερα τώρα, στα βάθη του χειμώνα
Τα βάσανά μου δεν
μπορούν να περιγραφούν
Περνάω την κρύα
νύχτα ρουφώντας χυλό
μετρώντας τις
μέρες μέχρι την άνοιξη
Εκτός κι αν
ζητιανέψω μια μερίδα ρύζι
δεν θα καταφέρω
να επιβιώσω
Το έχω σκεφτεί
προσεκτικά
αλλά δεν μπορώ να
βρω έναν τρόπο επιβίωσης
Έτσι, έκατσα να
γράψω αυτό το ποίημα
και θα το στείλω
στον παλιό μου φίλο (σελ. 64).
Ένα ποίημα ακόμη, που δείχνει την ανατρεπτική
του σκέψη. Έχει τίτλο «Η γάτα και το ποντίκι».
Στο σπίτι μου έχω
μια γάτα και ένα ποντίκι
Και τα δύο έχουν
τριχωτό δέρμα
Όμως η γάτα
τρώγει το γέμισμά της
και λαγοκοιμάται
κάτω από τον μεσημεριάτικο ήλιο
ενώ το ποντίκι
λιμοκτονεί
και τρέχει
πάνω-κάτω στο σκοτάδι της νύχτας
Τι κάνει τη γάτα
τόσο καλή;
Παρακολουθεί
προσεκτικά το θήραμά της
και σχεδόν πάντα
πετυχαίνει το στόχο
Τι κάνει το
ποντίκι τόσο κακό;
Ροκανίζει τρύπες
στα πράγματα
κάτι που
οικτίρουν
Κι όμως η τρύπα
σε ένα έπιπλο μπορεί να διορθωθεί
ενώ αυτός που
είναι νεκρός δεν θα επιστρέψει ποτέ
Και έτσι,
ζυγίζοντας τη σοβαρότητα των εγκλημάτων τους
η κρίση γέρνει
εναντίον της γάτας (σελ. 68).
Οι τελευταίες δέκα σελίδες είναι αφιερωμένες
στα χαϊκού και σε άλλα μικρά ποιήματα. Να παραθέσουμε κάποια.
Φεύγοντας ο
κλέφτης άφησε πίσω του
το φεγγάρι
στο παράθυρό μου
(σελ. 82).
Πώς είναι δυνατόν
να χάσουμε το ενδιαφέρον για τη ζωή;
Η άνοιξη ήρθε
πάλι
και οι κερασιές
ανθίζουν στα βουνά (σελ. 82).
Και θυμήθηκα το έργο του Αμπάς Κιαροστάμι, που έφυγε πριν λίγες μέρες, «The taste of cherry» (1997), βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες. Αντιγράφω από την
κριτική μου της ταινίας: «Ο ήρωας έχει σκοπό να αυτοκτονήσει. Ένας άνθρωπος τον οποίο
έχει προσλάβει για να τον θάψει μετά, θα προσπαθήσει να τον μεταπείσει. Ο ίδιος
είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας στο παρελθόν. Ανάμεσα στα άλλα του λέει:
«Θέλεις να εγκαταλείψεις τη γεύση του κερασιού;» Πρέπει να τον έπεισε, γιατί τελικά
δεν αυτοκτόνησε».
Ω! φτωχό μου μπολ της επαιτείας
σε άφησα μόνο σου
για να μαζέψω βιολέτες στο χωράφι (σελ. 86).
Η μετάφραση του Μάκη είναι
εξαιρετική. Εγώ που έχω δηλώσει ότι δεν συμπαθώ την ποίηση τα απόλαυσα πραγματικά αυτά τα ποιήματα. Λένε ότι η ποίηση όταν μεταφράζεται χάνει πολύ. Στην περίπτωση του Μάκη έχασε ελάχιστα, αν όχι καθόλου.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment