Μάκης Μωραΐτης, Η θλίψη των γλάρων, Παρασκήνιο 2016,
σελ. 94
Η παρακάτω
βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Σύντομα, ευφάνταστα,
ποιητικά, με εντυπωσιακά εφέ τέλους διηγήματα
Ποιητικός ο Παρατζάνοφ, ποιητικός και ο Μωραΐτης στα σύντομα διηγήματα της συλλογής αυτής, διηγήματα Μπονζάι, καθώς δεν
νομίζω κανένα τους να υπερβαίνει τις 750 λέξεις που έβαλε σαν όριο το περιοδικό
πλανόδιο σε δυο
αφιερώματά του.
Η ποιητικότητα των διηγημάτων αυτών δεν έχει
να κάνει μόνο με τη γλώσσα αλλά και με την πλοκή, σε αρκετά από τα οποία
επικρατεί ένας ιδιότυπος μαγικός ρεαλισμός, ή καλύτερα ένας σουρεαλισμός που μάλλον
έλκει την καταγωγή του από τις δικές μας παραλογές, αυτές στις οποίες κυριαρχεί
το φανταστικό.
Στο «Οι σαρδέλες ελεύθερες» ο Αντρογιάννης,
μετά από 30 χρόνια, επιστρέφει στο γκρεμισμένο από το σεισμό σπίτι του και
βγάζει τα κουτιά με τις σαρδέλες. Πηγαίνει στο μώλο, τα ανοίγει, και πετάει το
περιεχόμενό τους στη θάλασσα. Στην τελευταία παράγραφο διαβάζουμε:
«Όταν άδειασε και το τελευταίο, οι σαρδέλες
μαζεύτηκαν όλες μαζί και χαρούμενες κολύμπησαν μακριά, προς τα βάθη του κόλπου.
Μερικές από αυτές μάλιστα πετούσαν έξω από το νερό κάνοντας φιγούρες
εντυπωσιακές» (σελ. 48).
Η θαλασσινή πανίδα έλκει ιδιαίτερα τον Μάκη. Στο
«Ο Χαράλαμπος το απομεσήμερο» (πρώτη φορά βλέπω το όνομά μου να φιγουράρει σε
τίτλο) διαβάζουμε:
«Σηκώνεται ο Χαράλαμπος από τη θέση του και
βηματίζει μέχρι την άκρη της βεράντας, σίγουρος να είναι πως δεν θα χάσει
τίποτα από το θέαμα. Αμέσως βλέπει το κοπάδι των γαύρων να πετάγονται έξω από
το νερό και πετώντας στον αέρα με στροβιλισμούς να κυνηγούν τους γλάρους
πεισματικά» (σελ. 36).
Είναι επίσης η τελευταία παράγραφο του
διηγήματος.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Μωραΐτης χρησιμοποιεί εντυπωσιακά εφέ τέλους. Έχω γράψει για
τα εφέ τέλους, που συνήθως περιορίζονται σε μια δυο προτάσεις που έχουν κάποιο
εφέ, όπως π.χ. το τέλος στον «Τελευταίο Πειρασμό» του Καζαντζάκη με το εφέ της
αντίθεσης:
-Τετέλεσται. Κι ήταν σαν
να ’λεγε: όλα αρχίζουν. Το εφέ τέλους στον Μωραΐτη καλύπτει συχνά ολόκληρη την τελευταία παράγραφο, ή
τουλάχιστον την τελευταία περίοδο, όπως στο απόσπασμα που παραθέσαμε.
Και τα τρία διηγήματα που μιλούν για πνιγμό
έχουν σουρεαλιστικά, εντυπωσιακά εφέ τέλους. Στο «Ο μικρός Χριστόφορος το
χταπόδι» διαβάζουμε:
«Εκεί τον τράβηξε με τα τεράστια πλοκάμια του
το χταπόδι που πήγε να καμακώσει σαν βγήκαν για ψάρεμα με τον Μπάμπη εκείνο το
πρωινό του Μαΐου. Βασιλιά τον έχει τον
Χριστόφορο το χταπόδι εκεί κάτω. Με τους καλύτερους μεζέδες τον ταΐζει και μαθήματα ιδιαίτερα του κάνει καθημερινά. Βόλτες
τον αφήνει να πηγαίνει ολόγυρα στη γειτονιά και μέχρι κάτω στο λιμενοβραχίονα.
Και ο μικρός καθόλου δεν πλήττει. Έχει και τα καβουράκια των βράχων που τους
επισκέπτονται συχνά και κάνουν καλή παρέα» (σελ. 86).
Και στο «Ο Νικολάκης ο θησαυρός» διαβάζουμε:
«Κι όμως, η αλήθεια είναι πως ο Νικολάκης δεν
πνίγηκε. Πιασμένος χέρι-χέρι με μια κοπέλα που μοιάζει με γοργόνα τρέχουν στα
θαλάσσια νερά ευτυχισμένοι» (σελ. 90).
Το τρίτο είναι «Η μέσα βροχή». Όμως δεν
παραθέτω την τελευταία παράγραφο, να αγοράσετε το βιβλίο να τη διαβάσετε.
Υπάρχουν δυο διηγήματα με μια ιδιότυπη
αφηγηματική τεχνική, που θα τη χαρακτήριζα σαν τηλεφωνικό διάλογο. Την βλέπουμε
κυρίως σε κινηματογραφικά έργα, όπου από μια τηλεφωνική συζήτηση ακούμε μόνο
τον ένα ομιλητή. Εδώ βλέπουμε επιπλέον και ένα εφέ επανάληψης. Στο «Ο μπάρμπα
Μήτσος τα βηματάκια» βλέπουμε να επαναλαμβάνεται το χιπ-χοπ. Σ’ αυτά βέβαια δεν
έχουμε εφέ τέλους, αλλά θα παραθέσουμε το τέλος: «Μεμά…χιπ-χοπ, χιπ-χοπ,
εν-δυο, εν-δυο… κοίτα Μεμά τα βηματάκια…» (σελ. 32, οι τελείες στο κείμενο).
Μεμάς είναι ο αποδέκτης.
Στο «Ο παπα-Τσίκος τ’ απομεσήμερο»
επαναλαμβάνεται το «σάπια κομιντόρα», και αποδέκτης είναι ένα παπαδοπαίδι.
Καθώς κρατάω σε αρχείο ό,τι έχει σχέση με
εκδίκηση, ταινία, μυθιστόρημα ή διήγημα, θα αναφέρω και το «Δε νογάς… δε
νογάς». Ο Νικόλας είναι ο χωρικός. Ο Θοδωρής είναι ο γάιδαρος. Τραβάει τα
πάνδεινα στα χέρια του Νικόλα. Έχουμε και εδώ ένα εντυπωσιακό εφέ τέλους:
«Οι δυο δυνατές κλωτσιές του Θοδωρή στα
οπίσθιά του τον έστειλαν σε κείνα τα βάθη του πηγαδιού που γυρισμό δεν έχει»
(σελ. 30).
«Τα δάκρυα του αντάρτη» αποτελούν ένα έμμεσο
σχόλιο για τον εμφύλιο. Παραθέτουμε το σουρεαλιστικό-ποιητικό τέλος του.
«Τα καλοκαίρια, όταν τα πετούμενα της
Μουργκάνας διψούν, πετούν στα ριζά της βελανιδιάς και ξεδιψούν από τα δάκρυα
του Λευτέρη» (σελ. 40).
Τα σύντομα διηγήματα αυτά του Μάκη Μωραΐτη είναι από τα καλύτερα που έχω διαβάσει ποτέ.
Αλλά, όπως πάντα, κλείνουμε με τους ιαμβικούς
δεκαπεντασύλλαβους που εντοπίσαμε.
Κόσμος πολύς κατέβηκε
αμέσως στο λιμάνι (σελ. 23)
Και κοίταξε τα πρόσωπα με
ταραχή μεγάλη (σελ. 41)
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment