Friday, December 14, 2018

Σιδέρης Ντιούδης, Σχεδόν καθημερινές ιστορίες


Σιδέρης Ντιούδης, Σχεδόν καθημερινές ιστορίες, Αιώρα 2018, σελ. 55


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

  Μικρά κομψοτεχνήματα, διηγήματα bonzai

  Έσπασε τη σιωπή του ο Σιδέρης Ντιούδης μετά από επτά ολόκληρα χρόνια, από τότε που εξέδωσε την δεύτερη ποιητική του συλλογή «Η βραδυπορία της στιγμής», όμως όχι για να μας δώσει μια ακόμη ποιητική συλλογή όπως πιστεύαμε καταλήγοντας στη βιβλιοκριτική μας αλλά για να μας δώσει τις «Σχεδόν καθημερινές ιστορίες» του, μικρά διηγήματα bonzai, πολύ λίγα μεγαλύτερα της μιας σελίδας.
  Οι ιστορίες αυτές είναι «σχεδόν» καθημερινές, καθώς πολλές ακροβατούν στη no mans land του ρεαλιστικού και του φανταστικού, με ήρωες που επίσης ακροβατούν στην borderline, τη γραμμή που χωρίζει το φυσιολογικό από το παθολογικό των ψυχικών καταστάσεων.
  Ήδη στο πρώτο διήγημα βλέπουμε έναν ήρωα ιδεοψυχαναγκαστικό, που ο ιδεοψυχαναγκασμός του («περίεργη ιδιοτροπία» τη χαρακτηρίζει ο Ντιούδης) ήταν ότι «Επέλεγε τη κοντινότερη διάβαση, ακόμη και αν αυτή βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά, και μόνο τότε διέσχιζε το δρόμο» (σελ. 11). Καθώς όμως οι γραμμές διάβασης των πεζών ήταν συχνά πολύ ξεθωριασμένες, «Κάθε βράδυ έπαιρνε μια βούρτσα κι έναν κουβά μπογιά και αναλάμβανε δράση. Έβαφε τα ίχνη των παραλληλόγραμμων και τους έδινε ένα έντονο λευκό χρώμα» (σελ. 11).
  Εντάξει, αυτό είναι περίπου παθολογικό, όμως το φανταστικό;
  Το διήγημα καταλήγει:
  «Ζούσε πλέον για το βράδυ. Δούλευε μόλις έπεφτε το σκοτάδι κι άναβαν τα φώτα του δρόμου. Την τελευταία φορά που τον είδαν, είχε γίνει ένα με τα λευκά παραλληλόγραμμα. Είχε γίνει μέρος μιας διάβασης» (σελ. 11-12).
  Στο επόμενο διήγημα, την «Έξοδο», το ήρωάς του πάσχει από το σύνδρομο του σωσία, αλλιώς το «Σύνδρομο fregoli», πάνω στο οποίο ο φίλος μου ο Μανόλης Πρατικάκης, ψυχίατρος και ποιητής και τελευταία και πεζογράφος, έγραψε ένα εκτενέστατο αφήγημα βασισμένο σε πραγματικό, κλινικό περιστατικό που αντιμετώπισε.
  Αντιγράφουμε από το τρίτο διήγημα, την «Αντανάκλαση του κακού».
  «Δεν ήταν κακός άνθρωπος. Είχε ροπή προς την κακία» (σελ. 15).
  Σαν ήρωας αρχαίας τραγωδίας. Έχω γράψει σχετικά στην ανακοίνωσή μου σε ένα συνέδριο που έχει τίτλο «Ο κακός χαρακτήρας ή το κακό στον χαρακτήρα;».
  Και το διήγημα συνεχίζει: «Πρώτα ήρθε ο φόβος. Είχε φωλιάσει μέσα του, απ’ τη στιγμή που κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ένιωσε να τον κοιτάζει κάποιος άλλος, ενώ το μόνο που αντίκρισε ήταν το είδωλό του στο γυαλί» (σελ. 15).
  Και καταλήγει: «Στο τέλος παραδόθηκε στο κακό, δίχως να προβάλει καμιά αντίσταση. Μια παράδοση χωρίς όρους, σχεδόν ολοκληρωτική. Την καθοδηγούσε ο άλλος που ένιωθε να ξεπροβάλλει απ’ τον καθρέφτη» (σελ. 15).
  Καταλαβαίνω, οι συνειρμοί που σας δημιουργούνται είναι με το «Δόκτωρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ» του Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον, όμως εμένα μου ήλθε στο μυαλό ο Λακάν και η αδυναμία του να καταλάβω γρι απ’ αυτά που λέει για τον καθρέφτη.
  «Τον βασάνιζαν οι σκέψεις», έτσι ξεκινάει το διήγημα «Επίμονες σκέψεις». Ιδεοληψίες χαρακτηρίζονται από την ψυχοπαθολογία. Πώς τις ξεφορτώθηκε;
  «Η ιδέα να κατευθυνθεί στη θάλασσα του ήρθε ξαφνικά. Εκεί, αφέθηκε στην απεραντοσύνη του υγρού στοιχείου και οι σκέψεις οδηγήθηκαν στον πνιγμό» (σελ. 18).
  Τη θάλασσα μπορούμε να τη δούμε σαν μεταφορά. Θα μπορούσε να είναι και μια γκόμενα, όμως στο μισής σελίδας διήγημα δεν χώραγε.
  Στο «Ευτυχισμένος» διαβάζουμε:
  «Αυτός ήταν ευτυχισμένος. Έπλαθε ανθρώπινες παρουσίες, στις οποίες έδινε σάρκα και οστά, και ήταν πάντα μαζί του. Η οικογένεια και η παρέα του.
  Τις φιλοξενούσε σπίτι του, αν και πάντα ήταν άδειο. Τις πήγαινε βόλτα με το αυτοκίνητό του, αν και πάντα ήταν ο μόνος επιβάτης» (σελ. 19).
  Ο Σενέκας δεν είχε ανάγκη να πλάθει τέτοιες παρουσίες. Η ρήση του «Satis sunt mihi pauci, satis est unus, satis est nullus» (Μου αρκούν λίγοι, μου αρκεί ένας, μου αρκεί κανένας) είναι από τις πιο αγαπημένες μου.
  Στη «Χοάνη» διαβάζουμε:
  «…Έως το πρωινό εκείνο που ξύπνησε και διαπίστωσε ότι δυο τεράστιες χοάνες είχαν πάρει τη θέση των αυτιών του. Ένα πραγματικό τούνελ διέσχιζε το κεφάλι του από άκρη σ’ άκρη» (σελ. 25).
  Υπάρχουν και χειρότερα, να ξυπνήσεις και να δεις ότι έχεις μεταμορφωθεί σε σκαθάρι.
  Μπα, γι’ αυτόν ήταν καλύτερα, όπως διαπιστώνουμε διαβάζοντας παρακάτω.
  «Αυτό που διαπίστωσε, ως εκ θαύματος ήταν ότι άκουγε κανονικά, αλλά όσα ήταν άκρως απαραίτητα ν’ ακούσει. Τα υπόλοιπα διέσχιζαν τη χοάνη κι έφευγαν έξω απ’ αυτόν. Έβλεπε ν’ ανοιγοκλείνουν τα στόματα των ανθρώπων. Ό,τι τον ενοχλούσε τον άφηνε ανέγγιχτο. Η χοάνη τον είχε σώσει κι ας μην έμοιαζε με κανονικό άνθρωπο. Είχε επιτέλους απαλλαγεί από τον περιττό θόρυβο» (σελ. 25).
  Στο «Φωταγωγό» διαβάζουμε:
  «Είχε μεταφέρει το κρεβάτι του δίπλα σε αυτό το άνοιγμα του τοίχου και περνούσε όλες τις ώρες του εκεί. Άκουγε τους ήχους, τις φωνές, τις ομιλίες κι ένιωθε μέλος μιας μεγάλης οικογένειας. Δεν φερόταν σαν κατάσκοπος, μήτε και κρυφάκουγε. Ήταν ένα αντίδοτο στη μοναξιά του. Ο φωταγωγός ήταν ο πιστός του σύντροφος. Θα ήθελε να ανήκει σ’ αυτόν. Θα ήθελε να είναι ένα μ’ αυτόν. Ένας δέκτης ήχων και διαθέσεων» (σελ. 26).
  Από τα πιο ωραία κείμενα που έχω διαβάσει πάνω στη μοναξιά.
  Στο «Η κοπέλα με το ποδήλατο» νόμιζα ότι επί τέλους θα έβλεπα και ένα άλλο πρόσωπο, καθώς το διήγημα ξεκινάει: «Ήταν εκεί. Την είδε με την άκρη του ματιού του να κάθεται, όπως συνήθως, στο γνώριμο παγκάκι, με το ποδήλατο για σύντροφο, παρέα με ένα βιβλίο» (σελ. 29).
  Όμως όχι. «Όταν πλησίασε, δεν υπήρχε κανείς. Μόνο ένας τεράστιος υάκινθος. Τον ακούμπησε και μύρισε το άρωμά του» (σελ. 30).
  Έτσι τελειώνει το διήγημα.
  «Η βολική κούκλα», «Ήταν ένα βολικό υποκατάστατο. Δίχως μιλιά, αντιδράσεις και επιθυμίες» (σελ. 31).
  Το μικρότερο διήγημα της συλλογής, μου θύμισε την ταινία «Air doll» του Hirokazu Koreeda που είδα πρόσφατα.
  Την αίσθηση του φανταστικού που δίνουν εικόνες σε πεζογραφήματα, σε ποιήματα θα ήταν απλή μεταφορά. Στις «Ηλικίες» διαβάζουμε:
  «Σαν σιντριβάνι οι αναμνήσεις ξεπηδούσαν και πρόβαλαν πολυκαιρισμένες στιγμές. Τα μάτια του έβλεπαν πιο καθαρά στο σκοτάδι, όλα αυτά που ανέσυρε ο χρόνος. Το δέρμα γέμισε ρυτίδες, τα μαλλιά έγιναν άσπρα σαν το χιόνι, το κορμί έχασε το σφρίγος του· και οι ηλικίες να τον χαϊδεύουν στο προσκεφάλι, κλείνοντάς του τα μάτια και παραδίδοντάς τον στην αγκαλιά του Μορφέα» (σελ. 39). 
  Στην παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου της Αρχοντούλας Διαβάτη «Κινητή γιορτή» ξεκινάω ως εξής»: «Υπάρχουν συγγραφείς που αρέσκονται στη μικρή φόρμα, όπως διηγηματογράφοι στη φόρμα bonzai. Ξέρω τρεις, τον Κώστα Μαυρουδή, την Παναγιώτα Μπλέτα και την Αρχοντούλα Διαβάτη. Ο Κώστας φωτογραφίζει σχολιάζοντας, η Παναγιώτα δοκιμιογραφεί, και η Αρχοντούλα θυμάται και σχολιάζει, και οι τρεις τους κείμενα της μιας περίπου σελίδας».
  Ο Ντιούδης είναι ένας διηγηματογράφος που αρέσκεται στη φόρμα bonzai με διηγήαματα της μιας περίπου σελίδας. Παρεμπιπτόντως τα διηγήματά του συγγενεύουν με τα διηγήματα του Ανδρέα Μήτσου, του οποίου πρόσφατα παρουσιάσαμε την τελευταία συλλογή που έχει τίτλο «Ο Ορφέας και ο Ανδρέας». Εκτενέστερα τα διηγήματα του Μήτσου, πρωταγωνιστούν σ’ αυτά αποκλίνοντες ήρωες ενώ το στόρι προσεγγίζει το φανταστικό. Οι αποκλίνοντες ήρωες και το φανταστικό έχουν μεγαλύτερο αφηγηματικό ενδιαφέρον. Να το ξαναγράψω επί τη ευκαιρία: ο ρεαλισμός είναι ένα σύντομο διάλλειμα στην παγκόσμια λογοτεχνία, όπως, φοβάμαι, και η δημοκρατία.
  Εξαιρετικά τα bonzai διηγήματα του Σιδέρη Ντιούδη, του ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδα και να μην αργήσει όπως τώρα μέχρι να βγάλει το επόμενο βιβλίο του.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

No comments:

Post a Comment