Αρχοντούλα Διαβάτη, Κινητή γιορτή, Θεσσαλονίκη 2018,
Νησίδες, σελ. 83
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μικρά κείμενα με μια πλατιά θεματική
Υπάρχουν συγγραφείς
που αρέσκονται στη μικρή φόρμα, όπως διηγηματογράφοι στη φόρμα bonzai. Ξέρω τρεις, τον Κώστα
Μαυρουδή, την Παναγιώτα Μπλέτα και την Αρχοντούλα Διαβάτη. Ο Κώστας
φωτογραφίζει σχολιάζοντας, η Παναγιώτα δοκιμιογραφεί, και η Αρχοντούλα θυμάται
και σχολιάζει, και οι τρεις τους κείμενα της μιας περίπου σελίδας.
Έχουμε ξαναγράψει
για την Αρχοντούλα, για άλλα πέντε
βιβλία της. Σειρά έχει σήμερα η «Κινητή γιορτή».
Λέω συχνά ότι το
παιχνίδι σήμερα παίζεται στο διαδίκτυο, αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Τα
περισσότερα από τα κείμενα αυτά που πρωτοδημοσιεύτηκαν στα ηλεκτρονικά
περιοδικά Fractal και Φρέαρ
τα πρωτοδιαβάζω εδώ. Ίσως γιατί στο διαδίκτυο αναζητώ κυρίως πληροφοριακό υλικό
και όχι λογοτεχνία. Κυρίως· γιατί υπάρχει και το Gutenberg project, το Scribd, κ.ά. από όπου βρίσκω λογοτεχνικά
έργα που με ενδιαφέρουν. Στο Scribd
έχω αναρτήσει και δικά μου.
Κάποια από τα
κείμενα είναι αυτοβιογραφικά, ή έστω οιονεί αυτοβιογραφικά. Η Αρχοντούλα ανακαλεί
γεγονότα και επεισόδια από το παρελθόν και τα σχολιάζει. Το «Εσείς καλά;» είναι
από τα πιο χαρακτηριστικά. Παλιά, λέει, κοίταζες τις υπογραμμίσεις σου και τα
σχόλια στα περιθώρια των βιβλίων και θυμόσουνα… «Τώρα το φέισμπουκ μόνο σου
λέει -εν τη μεγαθυμία του- τι έκανες, τι σκεφτόσουν, τι διάβαζες, τι
φωτογράφιζες πέρσι και πρόπερσι. Κι είναι ίσως από τις λίγες φωνές που σε
ρωτούν τι σκέφτεσαι, σαν να ’σαστε ερωτευμένοι» (σελ. 29).
Πολύ ωραίο δεν
είναι;
Κάποια άλλα κείμενα
είναι ημερολογιακά. Εδώ καταγράφει εντελώς πρόσφατα γεγονότα όπως γιορτές,
συναντήσεις με φίλους, κ.ά.
Υπάρχουν ακόμη
κείμενα ταξιδιωτικά. Εδώ καταγράφονται εντυπώσεις από ταξίδια διακοπών και
οδοιπορικά, όπως το «Κalymnos by night»
και «Αγάπης αγώνας άγονος».
Υπάρχουν επίσης και
μίνι διηγήματα σε κάποια από τα οποία η Διαβάτη μιλάει τριτοπρόσωπα, και καμιά
φορά και με την περσόνα ενός άνδρα. Σε
τριτοπρόσωπη αφήγηση είναι η «Περσόνα», το πρώτο κείμενο της συλλογής, ένα
δισέλιδο διήγημα, που έχει σαν θέμα τη μοναξιά και την ανάγκη για επικοινωνία.
Στο «Η ασπίδα ή Μετά
την Ιζαμπέλα Μολνάρ» μιλάει κυρίως για την αγωνία μιας μάνας που η κόρη της
αργεί να επιστρέψει και το κινητό της είναι κλειστό. Τουλάχιστον οι σημερινές
μανάδες καθησυχάζονται με τα κινητά, ενώ οι δικές μας ήταν όλο αγωνία.
-Μα τι διάολο
ανησυχείς ρε μάνα; -Όταν θα μεγαλώσεις και κάνεις παιδί θα καταλάβεις (ήμουν το
μόνο παιδί από τη μάνα μου, από τον πατέρα μου έχω έναν αδελφό).
Είχε δίκιο. Μεγάλωσα
και κατάλαβα.
Το «Νέα ήθη»
αναφέρεται στα κινητά. «Καθισμένος μου αρέσει να παρατηρώ… Τις κοπέλες, για
παράδειγμα… παίρνουν στα χέρια τους μόλις βρουν θέση, καθιστές ή όρθιες, το
κινητό τους, σαν το μωρό τους που πρέπει να το φροντίσουν, να το θηλάσουν, όταν
δεν δίνουν καλωδιωμένες αναφορά, φωναχτά για το πού πήγαν, πού θα πάνε και τι
σκέφτονται, στους φίλους, στην άλλη γραμμή… και μόνο οι μεγαλύτεροι, όχι, αυτοί
έχουν έτοιμη βολική την εκλογίκευση, δεν τους ενδιαφέρει η τεχνολογία, δεν
αγαπούν τα κοινωνικά δίκτυα, προτιμούν σχέσεις πρόσωπο με πρόσωπο. Είναι που
έχουν χάσει το τρένο της τεχνολογίας, δεν θέλουν να προσπαθήσουν, δεν θέλουν
δύσκολες προσαρμογές» (σελ. 48).
Έχω δυο τέτοιους
φίλους. Δυστυχώς στην ηλικία μας είναι πάρα πολλοί.
Υπάρχουν τέλος κείμενα
που αναφέρονται σε βιβλία και συγγραφείς. Τα βιβλία αυτά είναι λογοτεχνικά,
φιλοσοφικά, δοκιμιακά, κ.λπ. Πολλά από αυτά τα βιβλία τα έχω διαβάσει και εγώ,
και για αρκετά έχω γράψει. Όμως τα κείμενα της Διαβάτη δεν είναι βιβλιοκριτικές
με την αυστηρή έννοια, είναι ιμπρεσιονιστικά και όχι κυβιστικά, γράφει τις εντυπώσεις της γι’ αυτά, δεν τα ανατέμνει
όπως κάνει μια αυστηρή βιβλιοκριτική. Παρεμπιπτόντως οι δικές μου
βιβλιοκριτικές βρίσκονται κάπου ενδιάμεσα. Θα αναφερθώ πιο διεξοδικά σ’ αυτά,
εν είδη διαλόγου.
«Το τέλος της μικρής
μας πόλης» είναι η δική της συμμετοχή σε ένα αφιέρωμα για τον Μάρκο Μέσκο
(Θέματα Λογοτεχνίας, τεύχος 55, Δεκέμβριος 2016). Θυμάται τη γνωριμία της με
τον ποιητή, αλλά σχολιάζει και αυτή τα πεζογραφήματά του και όχι τα ποιήματά
του, όπως κι εγώ στη δική μου συμμετοχή σε ανάλογο αφιέρωμα (Πάροδος, τεύχος
28, Μάιος 2009), που έχει τίτλο «Μάρκος Μέσκος, τα
πεζογραφήματα της νοσταλγίας».
Στο «Πότε στο μαύρο,
πότε στο λευκό» μιλάει για τη «Φανταστική περιπέτεια» του Αλέξανδρου Κοτζιά,
για τον οποίο έχω γράψει κι εγώ: «Το πεζογραφικό
έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά». Επίσης έχω γράψει κι εγώ για τον «Φύλακα στη σίκαλη».
Δεν ήξερα ότι η Τζένη Μαστοράκη το ξαναμετάφρασε.
Τη «Σιδερένια
φτέρνα» του Τζακ Λόντον δεν την έχω διαβάσει. Όμως θα αναφερθώ στο κείμενο που
αναφέρεται σ’ αυτήν γιατί είναι εξαιρετικά πρωτότυπο. Γιατί είναι πρωτότυπο; Το
λέει ο τίτλος: «Γράμμα σ’ ένα λογοτεχνικό ήρωα».
Θα ήθελα να το
διαβάσω κι εγώ, όμως τι να πρωτοδιαβάσεις. Του Λόντον έχω διαβάσει μόνο τον «Θαλασσόλυκο».
Στο «Αγάπη για
ποιον» η Αρχοντούλα μιλάει για το βιβλίο του Μπρεχτ «Ιστορίες του κυρίου
Κόινερ» που συζήτησε η «μικρή συντροφιά της Κυριακής». Σ’ αυτή τη συντροφιά
«Κάποιος μίλησε για το Ρίζωμα, το
βιβλίο όπου η φιλόσοφος Σιμόν Βέιλ… δεν υπερθεματίζει υπέρ της επανάστασης και
μάλιστα νοιώθει φρίκη για τις συλλογικότητες, συσχετίζοντάς τις με τον μοντέρνο
ολοκληρωτισμό…».
Δεν την ξέρω, αλλά
μου κίνησε το ενδιαφέρον.
Κάποιοι από τη
συντροφιά αναφέρθηκαν και σε ταινίες, όπως «Το τελευταίο σημείωμα»
και το «Μυστικό
συστατικό», ταινίες που έχω δει, και στο αφιέρωμα στην Ίλντικο
Ενιέντι, της οποίας έχω δει τις ταινίες «Η
ψυχή και το σώμα» και «Ο
εικοστός μου αιώνας». Έχω γράψει γι’ αυτές καθώς τώρα πια πατάω με
το ένα πόδι στη λογοτεχνία και με το άλλο στον κινηματογράφο. Μάλιστα έχω
δημοσιογραφική ταυτότητα, και τις δυο πρώτες ταινίες τις είδα στη
δημοσιογραφική προβολή.
Στο «Ξαναδιαβάζοντας
τον Καμύ» η Αρχοντούλα αναφέρεται στον «Ξένο».
Εγώ διάβασα κάποια του Καμύ τώρα τελευταία, και ξαναδιάβασα τον «Ξένο», το μόνο
του βιβλίο που είχα διαβάσει μέχρι τότε. Ο «Ξένος» μου άρεσε, τα άλλα όχι. Ο
Καμύ είναι, όπως θα έλεγε και ο Κουμανταρέας, ένας συγγραφέας «που δεν μου
πάει».
Σε αρκετά βέβαια από
τα κείμενα αυτά υπάρχει μια σύμφυρση των κατηγοριών στις οποίες επιχειρήσαμε να
τα χωρίσουμε. Για παράδειγμα το «Σέλφι» είναι διήγημα και ταξιδιωτικό. Εδώ με
ελαφρά ειρωνεία η Διαβάτη σχολιάζει την επιστροφή από τις διακοπές: «…και θα
γυρίσουν στριμωγμένοι στην κοινή τους μεγάλη σακαράκα με υπερδιπλάσια τα
μπαγκάζια στο γυρισμό, από δώρα και αγορές, θα περάσουν τις φωτογραφίες στο
κομπιούτερ, μαυρισμένοι, δυο κιλά βαρύτεροι, έτοιμοι να απαντήσουν χαμογελώντας
στην επίμαχη ερώτηση, ναι, ονειρεμένα πέρασαν και φέτος. Και του χρόνου» (σελ.
13).
Παρεμπιπτόντως το
ταξίδι αναφέρεται στην πατρίδα μου την Κρήτη, αν και την δυτική (εγώ είμαι από
την ανατολική). Πάντως κακά κάνανε που ήπιανε ουζάκια και όχι το εθνικό μας
ποτό, τη ρακή.
Στο «Christmas Carol», διήγημα με έντονο
αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, η Διαβάτη πριν μιλήσει για το βιβλίο που μαζεύτηκε να
σχολιάσει η παρέα, μιλάει για τις αναμνήσεις της και τους συνειρμούς που της
δημιουργούνται καθώς πηγαίνει στον τόπο συνάντησής τους. Δεν πρόκειται για
παρεκβάσεις, γιατί οι «παρεκβάσεις» είναι ισότιμες με το κύριο θέμα. Το σχόλιο
για την «Ιστορία ενός απλού ανθρώπου» του Γιόζεφ Ροτ στέκει ισότιμα με το
περιεχόμενο της δεύτερης παραγράφου, αναμνήσεις από τα Χριστούγεννα που δίνει
και τον τίτλο στο κείμενο.
Υπάρχουν αρκετές
παρεκβάσεις σε πάρα πολλά κείμενα της Διαβάτη, τα οποία γράφει θα έλεγε κανείς
συνειρμικά. Γράφοντας για το κυρίως θέμα της δεν διστάζει να καταγράψει κάθε τι
που θυμάται, με το οποίο μπορεί και να μην έχει μεγάλη σχέση.
Εξαιρετικό και αυτό
το βιβλίο της Αρχοντούλας Διαβάτη, της ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment