Κάλαντα
Την προπαραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ πάντοτε κλείνω
την εξώπορτα για να μην έχουν οι καλαντάρηδες πρόσβαση στο κουδούνι της εισόδου
την επομένη το πρωί. Παλιά έβγαιναν να πούνε τα κάλαντα αξημέρωτα ενώ εγώ αργούσα
να ξυπνήσω, και ο ύπνος μου είναι ιερός, οι φίλοι μου το ξέρουν. Τώρα βγαίνουν
πιο αργά στη γύρα κι εγώ ξυπνάω πιο νωρίς.
Σήμερα είχα ανοίξει από νωρίς την εξώπορτα, αλλά οι πρώτοι
άργησαν να εμφανιστούν. Εμφανίστηκαν κάμποσοι, εισέπραξαν τα δίευρά τους.
Ποτέ δεν διανοήθηκα να διώξω παιδιά με τον γνωστό τρόπο «μας
τα ’παν άλλοι», ή να μην ανοίξω την πόρτα, προφασιζόμενος ότι λείπω. Για ποιο
λόγο; Δεν ξεχνώ ότι κάποτε ήμουν κι εγώ στη θέση τους, έλεγα κι εγώ τα κάλαντα,
όχι στην Αθήνα αλλά στο χωριό μου, το Κάτω Χωριό Ιεράπετρας.
Μια ανάμνηση με καταδιώκει.
Είχα κάνει τη γύρα στο χωριό και είχα αφήσει τελευταία για
την επιστροφή την Καλλιόπη του Καρπαθάκη που το σπίτι της ήταν κοντά στο δικό
μας.
Πολύ καλή γειτόνισσα, συγχωρεμένη τώρα, φίλη της μητέρας
μου, φυσικά με δέχτηκε. Ξεκίνησα να λέω τα κάλαντα, όμως η αναπνοή μου είχε
πιαστεί από την κούραση. Θυμάμαι τον τρόμο που ένιωσα βλέποντας ότι λαχάνιαζα
και δεν μπορούσα να τα πω «σ’ έργο του θεού», όπως λέμε στην Κρήτη. Με κοίταξε
με λύπη και με σταμάτησε με το γνωστό «Και του χρόνου». Δεν θυμάμαι τι μου
έδωσε για την προσπάθειά μου, σίγουρα όμως δεν ήταν μικρό ποσό.
Λίγες φορές έχω αισθανθεί τέτοια ντροπή στη ζωή μου. Αλλά
και λίγες φορές ένοιωσα τέτοια καλοσύνη όπως αυτής της γυναίκας που την έβλεπα
να συναισθάνεται την αγωνία μου και να προσπαθεί να με απαλλάξει απ’ αυτή όσο
πιο γρήγορα γίνεται.
25-12-2018
No comments:
Post a Comment