Παναγιώτα Μπλέτα, Βιομηχανία κατασκευής καταναλωτών, ΑΛΔΕ
2018, σελ. 98
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένα εξαιρετικό δοκίμιο πάνω στο πρόβλημα της
υπερκατανάλωσης
Πολυγραφότατη η
Μπλέτα, είναι το δεύτερο βιβλίο που βγάζει μέσα στη χρονιά. Έχουμε γράψει για
αρκετά βιβλία της, με το τελευταίο να είναι «Απορίες της
επανάστασης». Πιο πριν ήταν η Δημοκρατία. Τώρα είναι ο
καταναλωτισμός.
Μεγάλο το πρόβλημα,
και σήμερα την εποχή της κρίσης γίνεται ακόμη πιο οξυμένο. Γιατί; Διότι ενώ τα
εισοδήματα έχουν συρρικνωθεί, μερικοί αργούν να παραιτηθούν από το επίπεδο ζωής
που είχαν πιο πριν, εξακολουθούν να καταναλώνουν όχι μόνο πέρα από τις
δυνατότητές τους, που αυτό σε κάποιο βαθμό θα ήταν κατανοητό και συγγνωστό,
αλλά και πέρα από τις ανάγκες τους· εννοούμε τις πραγματικές ανάγκες τους
και όχι αυτές που τους εμφυσά η «Βιομηχανία κατασκευής καταναλωτών».
Οξυδερκής στις
επισημάνσεις της, καταπέλτης στα κατηγορώ της, καίρια στις παραινέσεις της, η
Μπλέτα μας δίνει όλες τις πτυχές του προβλήματος του καταναλωτισμού, που βέβαια
άπτεται και άλλων παραμέτρων, όπως π.χ. η καταστροφή του περιβάλλοντος, η
εξάντληση των πηγών, τα μεταλλαγμένα τρόφιμα και η εξαθλίωση του Τρίτου Κόσμου,
στον οποίο οδηγούμαστε και εμείς ολοταχώς. Παρέχοντας άφθονα στατιστικά
στοιχεία δεν αφήνει αμφιβολίες ως προς αυτά που υποστηρίζει.
Ας παραθέσουμε
ενδεικτικά κάποια κεφάλαια, που τα περισσότερα κυμαίνονται μεταξύ τριών και
τεσσάρων σελίδων.
«Πώς επιδρά στην
ψυχική και σωματική υγεία του ανθρώπου;», «Πώς επιδρά στην καταστροφή του
περιβάλλοντος και συνολικότερα του πλανήτη;», «Ποιος είναι ο ρόλος των
χρηματιστηρίων;», «Ποιος είναι ο ρόλος των τραπεζών;», «Ποιες είναι οι ευθύνες
των media;» κ.λπ. Στο
προηγούμενο βιβλίο της επισημάναμε το καινούριο υφολογικό της χαρακτηριστικό,
τη συχνή χρήση ερωτηματικών. Εδώ τα ερωτηματικά τα περιορίζει στους τίτλους των
κεφαλαίων».
Όμως να ξεφυλλίσουμε
το βιβλίο, να δούμε τις υπογραμμίσεις μας, να παραθέσουμε αποσπάσματα και
ενδεχόμενα να σχολιάσουμε, όπως κάνουμε σε όλες μας τις βιβλιοκριτικές. Ας
ξεκινήσουμε με έναν ορισμό.
«Ως ελεγχόμενη
κατανάλωση ορίζω την κατανάλωση που αντιστοιχεί στις βασικές διατροφικές και
άλλες του ανάγκες έτσι ώστε να επαρκούν καταναλωτικοί πόροι για όλους τους
ανθρώπους και τα ζώα στον πλανήτη, χωρίς την υπερεκμετάλλευση του πλανήτη»
(σελ. 32).
Συνήθως την
σκεφτόμαστε σε συνάρτηση με το πορτοφόλι μας, όμως μια βασική παράμετρος είναι
το περιβάλλον. Όσο μεγαλύτερη η κατανάλωση, τόσο μεγαλύτερη η επιβάρυνση του
περιβάλλοντος.
Και μια κριτική στον (νέο)φιλελευθερισμό:
«Εξάλλου η ιστορία
έχει δείξει ότι οι επιδόσεις των αναπτυγμένων χωρών κατά τις περιόδους του κρατικού
παρεμβατισμού ήταν πολύ μεγαλύτερες σε επίπεδο ανάπτυξης, πιο ισομερούς
κατανομής εισοδημάτων και λιγότερων οικονομικών κρίσεων, από τις περιόδους
εκείνες που οι οικονομίες τους αφομοιώθηκαν από την ελεύθερη αγορά» (σελ.
50-51).
Η παρακάτω ιδέα δεν
είναι καθόλου άσχημη:
«Η μείωση του
φορολογικού συντελεστή για τις τοπικές επιχειρήσεις αποτελεί άλλο ένα κίνητρο
για να στραφούν οι καταναλωτές στην εθνική αγορά, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα
να ανταγωνίζονται τις τιμές στα προϊόντα των πολυεθνικών» (σελ. 57).
Μόνο έτσι θα
υλοποιηθεί το slogan «Προτιμάτε ελληνικά προϊόντα».
Και μια ρήση του Umberto Eco:
«…η διαφήμιση
συνέβαλε στο να κάνει και τον φτωχό να θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα να θέλει να
αποκτήσει τα αγαθά που έχουν οι πλούσιοι. Έτσι λοιπόν τον έμαθε να τα διεκδικεί
και να υπερχρεώνεται γι’ αυτά» (σελ. 79).
«Ψηλά τη χτίζεις τη
φωλιά και θα σου σπάσει ο κλώνος/ και θα σου φύγει το πουλί και θα σου μείνει ο
πόνος» λέει μια κρητική μαντινάδα. Βέβαια μιλάει για τον έρωτα, όμως έχει και
μια εφαρμογή εδώ. Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά, σαν μεταφορά του «πάει, τη
φούσκωσες την πιστωτική σου κάρτα, άντε τώρα να την ξεχρεώσεις».
Και φυσικά η
διαφήμιση συνέβαλε στο να θέλει η καθεμιά και ο καθένας ένα
σύντροφο/συντρόφισσα σαν αυτόν/αυτή που διαφημίζει αυτά τα αγαθά.
Σήμερα ισχύει το
δόγμα «Καταναλώνω άρα υπάρχω» (σελ. 83).
Υπάρχουν πολλές
παραφράσεις του καρτεσιανού cogito,
ergo sum. Μια δική μου είναι
«πονάω, άρα υπάρχω». Ο Ντεκάρτ θα νοιώθει ιδιαίτερα περήφανος εκεί ψηλά στους
ουρανούς που βρίσκεται.
Συχνά στις κριτικές
μου αυτοβιογραφούμαι, καθώς διαβάζοντας θυμάμαι. Θα το κάνω και τώρα. Ξεκινάω
από την πρώτη περίοδο του βιβλίου: «Μέχρι το 1970 η αποταμίευση αποτελούσε το
βασικό θεμέλιο ενός νοικοκυριού».
Και θυμήθηκα που στο
γυμνάσιο μας έβαζαν έκθεση για την αποταμίευση, και η καλύτερη έπαιρνε βραβείο
έναν κουμπαρά, που δεν θυμάμαι αν είχε και λεφτά μέσα. Σαν καθηγητής δίδαξα
μόνο σε Λύκειο, δεν ξέρω αν παρέμεινε ο θεσμός στο γυμνάσιο. Πάντως διαβάζοντας
το βιβλίο της Μπλέτας αμφιβάλλω. Οι «μεγάλες δυνάμεις» της οικονομίας θα έβαλαν
τα μεγάλα μέσα στο υπουργείο παιδείας για να καταργηθεί. Τι διάβολο, εμείς
θέλουμε να κάνουμε καταναλωτές, όχι αποταμιευτές.
Εγώ ήμουν πάντα
πνεύμα αντίρρησης και διαφωνίας. Γράφω λοιπόν στην έκθεσή μου ότι όποιος
αποταμιεύει είναι βλάκας, γιατί θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο, να
επενδύσει τα χρήματά του σε μια επιχείρηση. Ο καθηγητής μου, θεολόγος μια και
τότε υπήρχε έλλειψη φιλολόγων, μπήκε οργισμένος στην τάξη και μου είπε
αγριεμένος: «Ωρέ Δερμιτζάκη, πληρωμένο ωρέ να σε ’χα δεν ήθελ’ α μου γράψεις
τέτοια πράγματα».
Δεν ήταν ο κύριος
λόγος που ανέπτυξα έτσι την έκθεσή μου. Ήξερα ότι όσο καλή και να την έγραφα,
όπως και άλλοι συμμαθητές μου, τον κουμπαρά θα τον έπαιρνε ο γιος του
δικηγόρου, του γιατρού, του τραπεζικού, και όχι ένα χωριατάκι, γιος ενός φτωχού
γεωργού.
Το ίδιο πνεύμα
διαφωνίας εκφράστηκε και στο Λύκειο. Θυμάμαι που έγραψα σε ανάλυση του «Διγενή
Ακρίτα» ότι δεν ήταν και τόσο σπουδαίος αφού χρησιμοποιούσε μόνο τη μυϊκή του
δύναμη, ενώ ο Τζέημς Μποντ χρησιμοποιούσε και το μυαλό του. Μια άλλη φορά έφερα
στην τάξη και διάβασα αποσπάσματα από το «Λυκόφως των ειδώλων» του Νίτσε στα
οποία κατακεραύνωνε τον Σωκράτη. Δημοκρατικός ο φιλόλογός μου ο Δημήτρης
Παπαδάκης, που με ενθάρρυνε στη συγγραφή και πρέπει να τον ευχαριστήσω κι από
αυτές τις γραμμές, όπως και τον Νίκο τον συνονόματο που με ενθάρρυνε στην τρίτη
γυμνασίου στα λογοτεχνικά μου πετάγματα, δεχόταν τη διαφορετική αντίληψη στα
πλαίσια ενός δημοκρατικού διαλόγου.
Όμως ο λόγος για τη
«Βιομηχανία κατασκευής καταναλωτών» της Παναγιώτας. Εξαιρετικό όπως και όλα της
τα βιβλία, της ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment