Tuesday, March 5, 2019

Chen Yuanbin, The story of Qiuju


Chen Yuanbin, The story of Qiuju, Panda books, Beijing 1995, σελ. 206


  Το βιβλίο το αγόρασα πριν τουλάχιστον είκοσι χρόνια, και έχω ξεχάσει από πού. Το αγόρασα γιατί είχα δει την ταινία που είχε γυρίσει ο Τζανγκ Γιμόου πάνω στην ιστορία της Τσιουτζού, και ήθελα να διαβάσω και το βιβλίο. Όμως το ανέβαλα μέχρι να βρω χρόνο να ξαναδώ και την ταινία. Τώρα ήλθε η ευκαιρία, που αποφάσισα να δω πακέτο τον Γιμόου εν όψει της προβολής της τελευταίας του ταινίας, «Σκιές». Και, όπως κάνω τις περισσότερες φορές, διαβάζω πρώτα το βιβλίο και μετά βλέπω την ταινία. (Έχω μόλις αναρτήσει και για την ταινία, μπορείτε να διαβάσετε εδώ).
  Ανοίγοντάς το είδα ότι αποτελείται από τρεις νουβέλες και ένα διήγημα, και σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να το διαβάσω ολόκληρο.  
  Σε ένα σύνδεσμο βρήκα αρκετές λεπτομέρειες για την νουβέλα και την ταινία:
  Το 1990 το σπίτι του τριανταπεντάρη τότε Τσεν Γιουανμπίν κάηκε από πυρκαγιά, μαζί και η βιβλιοθήκη του και τα χειρόγραφά του. Έμενε σε ένα ξενοδοχείο με ελάχιστες ανέσεις. Για να μη βυθιστεί στην απελπισία αποφάσισε να γράψει. Σε δέκα μέρες τέλειωσε την ιστορία της Qiuju. Συμπτωματικά τότε παίρνει ένα γράμμα από ένα λογοτεχνικό περιοδικό που του ζητάει μια ιστορία που να είναι γραμμένη έτσι κι έτσι. Την ξανακοιτάζει και τη στέλνει. Δημοσιεύεται και έχει επιτυχία. Την αναδημοσιεύει και ένα άλλο περιοδικό. Αυτό του έλυσε εν μέρει τα οικονομικά του προβλήματα.
  Ο Τζανγκ Γιμόου διάβασε τυχαία τότε την ιστορία του. Τόσο τον ενθουσίασε ώστε παράτησε μια άλλη που ετοιμαζόταν να τη γυρίσει ταινία και καταπιάστηκε μ’ αυτήν. Και με την ταινία «Τσιουτζού, μια γυναίκα της Κίνας» κέρδισε το «Χρυσό λιοντάρι» στο φεστιβάλ της Βενετίας και έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο. Ήταν τέτοια η επιτυχία της ώστε στην Κίνα τους έκαναν αναμνηστικό γραμματόσημο.
  Διαβάζω στην εισαγωγή ότι υπάρχει ολόκληρο λογοτεχνικό υποείδος με δικαστικά δράματα στην Κίνα. Ήξερα ότι τέτοιο υποείδος υπάρχει μόνο στον κινηματογράφο. Ψάχνοντας τώρα για την ταινία «Δεν είμαι η Μαντάμ Μποβαρί» του Feng Xiaogang (προφέρεται Φενγκ Σιαογκάνγκ) που προβλήθηκε πέρυσι στις ελληνικές αίθουσες,  επίσης ένα  δικαστικό δράμα, διαβάζω ότι και αυτό είναι μεταφορά μυθιστορήματος, του «Δεν σκότωσα τον άντρα μου» του Liu Zhenyun.
  Πριν μιλήσω για την ιστορία να πω ότι διάβασα κάποια πράγματα που με ξενέρωσαν. Σε εμάς εδώ κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο. Διαβάζω: «Η Qiuju αναφώνησε: -Είναι η κεφαλή του χωριού [σαν τον δικό μας κοινοτάρχη], υπεύθυνος για κάθε έναν στο χωριό. Είναι σαν μια μεγάλη οικογένεια, ο πατέρας μπορεί να δίνει διαταγές στα παιδιά του, ή να τα κτυπήσει και να τα βρίσει. Αλλά αυτός! Κλώτσησε τον άντρα μου στο στήθος και στα γεννητικά του όργανα. Ήταν πράγματι επικίνδυνο-θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο!» (σελ. 56).
  Μπορεί πράγματι ένας κινέζος κοινοτάρχης να βρίζει και να κτυπάει έναν κάτοικο του χωριού;
  Η αστυνομία αποφάνθηκε ότι έπρεπε να αποζημιώσει, αναγνωρίζοντας το άδικό του. Η γυναίκα του πηγαίνει να πάρει την αποζημίωση. Της πετάει περιφρονητικά τα χρήματα στα πόδια της για να σκύψει να τα μαζέψει, ταπεινώνοντάς την έτσι. Της λέει ακόμη ότι δεν είναι δικά του, ότι είναι της κοινότητας. Όμως η απόφαση ήταν τα μισά χρήματα της αποζημίωσης να είναι δικά του.
  Αυτή οργισμένη σηκώνεται και φεύγει, πηγαίνει στην πόλη, κάνει έφεση, απορρίπτεται η μια μετά την άλλη, για να κερδίσει όμως την τελευταία.
  Όταν βλέπει να τον μεταφέρουν οι αστυνομικοί με χειροπέδες, εκπλήσσεται. -Εγώ μόνο μια συγνώμη ήθελα απ’ αυτόν.
  Κακός άνθρωπος, το μαθαίνουμε από το σχόλιο ενός αστυνόμου στην αρχή.
  Ο λόγος που τον κτύπησε;
  Του είχε πει να ξεπατώσει το σιτάρι που είχε φυτέψει στο χωράφι του και να φυτέψει ελαιοκράμβη (έτσι βρήκα να μεταφράζεται το rape), όπως έκαναν όλοι οι άλλοι, ακολουθώντας την εντολή της κυβέρνησης. Αυτός αρνήθηκε. Ο λόγος; Όχι μόνο του το είπε κατόπιν εορτής αλλά και δεν του εξήγησε, όπως αργότερα ο γεωπόνος, όταν είδε τα στάχυα του να μαραίνονται. Το άφθονο νερό των διπλανών χωραφιών (προφανώς η ελαιοκράμβη, όπως και το ρύζι, χρειάζεται πολύ νερό) «έπνιξε» το σιτάρι του.
  Στο διήγημα θαυμάζει κανείς το σθένος μιας απλής γυναίκας, που δεν συμβιβάζεται με τίποτα προκειμένου να βρει το δίκιο της.
  Θα κάνω εδώ το σχόλιο: βρήκε η ηρωίδα του Feng Xiaogang το δίκιο της;
  Δεν θυμάμαι. Διαβάζοντας την ανάρτηση δεν έγραψα σχετικά. Ο λόγος; Δεν μπορούσα να κάνω σπόιλερ, μια και η ταινία παιζόταν στους κινηματογράφους. Αυτό το πρόβλημα έχω όταν γράφω για τις καινούριες ταινίες, ενώ δεν το έχω όταν γράφω για τις παλιές.
  Ο Chen Yuanbin μας λέει στην εισαγωγή του ότι θεωρεί τις δώδεκα δικαστικές ιστορίες που έγραψε από τις καλύτερές του. Τον ενδιέφερε το είδος, που σήμερα, μας λέει, δεν ασχολούνται πολύ μ’ αυτό.
  Και μια ατάκα: «Με ή χωρίς απόδειξη;».
  Υπάρχει κανείς που να μην την έχει ακούσει;

  Η επόμενη ιστορία έχει τίτλο «Celestial River» (Ουράνιος ποταμός).
  Η σύμπτωση: διαβάζω στη βικιπαίδεια ότι η 5η γενιά των κινέζων σκηνοθετών επηρεάστηκε από τη λογοτεχνική «γενιά των πληγωμένων», η οποία έχει σαν θέμα τις πληγές που υπέστησαν διανοούμενοι και κομματικά στελέχη κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης. Η νουβέλα αυτή είναι πολύ αντιπροσωπευτική.
  Ενδιαφέρον έχει επίσης και ο τρόπος γραφής της, ο οποίος είναι ιδιαίτερα κινηματογραφικός.
  Τον ήρωά μας τον παρακολουθούμε «συγχρονικά» σε τρεις φάσεις της ηλικίας του: σαν παιδί δώδεκα χρονών, σαν εικοσιδυάρη νεαρό και σαν άνδρα πια στα τριανταδυό του χρόνια. Μαζί του παρακολουθούμε και την κοπέλα, η οποία είναι τέσσερα χρόνια μικρότερή του. Το ειδύλλιο προσημαίνεται με το φιλί που της έδωσε στο στόμα όταν ήταν παιδί, αφού αυτή του ρούφηξε το αίμα από το πληγωμένο δάχτυλό του.
  Οι σκηνές εναλλάσσονται στους τρεις χρόνους, όπου βλέπουμε τις ζωές τους και των δικών τους να κλυδωνίζονται παράλληλα με τους κλυδωνισμούς που υφίσταται η ίδια η Κίνα. Αρχικά οι διώξεις και οι ταπεινώσεις, μετά οι αποκαταστάσεις. Παράλληλα βλέπουμε και τις ίντριγκες που εξυφαίνονται.
  Η κοπέλα θα υποφέρει στα χέρια ενός συζύγου που δεν της άξιζε. Θα χωρίσει μαζί του αφού κάνει ένα παιδί. Θα ζήσει μια ζωή δυστυχισμένη, η ομορφιά της θα μαραθεί, μέχρι που θα συναντηθεί ξανά με τον ξάδελφό της, που της πρόσφερε καταφύγιο.
  «Τα μεσάνυχτα, ο ξάδελφός τους πήγε στο γραφείο όπου έμενε. Μπορούσε να δει στα μάτια του την έξαψή του και τον πόθο του. Δεν της ήταν ολότελα ξεκάθαρο, όμως καταλάβαινε τι ήθελε να κάνει. Ήταν συγχυσμένη, νοιώθοντας ότι δεν είχε δικαίωμα να του αρνηθεί. Και βέβαια, όπως ήταν προβλεπόμενο, ικανοποιήθηκε όσο δεν είχε ικανοποιηθεί ποτέ στη ζωή της» (σελ. 145).
  Η μαραμένη ομορφιά της δεν εμπόδισε τον νέο άνδρα να εξακολουθεί να είναι ερωτευμένος μαζί της.
  Θα κοιτάξουν να παντρευτούν.
  Ο ληξίαρχος, αφού εξέτασε προσεκτικά τα χαρτιά τους, αρνήθηκε να τους παντρέψει. Είναι ξαδέλφια. Αυτό το ξέραμε, όμως δεν ξέραμε τι βαθμού. Και εκεί που ελπίζαμε σε ένα happy end βλέπουμε τον ποταμό του συγγενικού αίματος να τους χωρίζει.
  Στο κείμενο χωρίζονται με διαστήματα οι παράγραφοι που αναφέρονται σε κάθε χρονική περίοδο ξεχωριστά. Ακόμη βλέπουμε και κάποιες επαναλήψεις μικρών παραγράφων, υπενθυμίζοντας αλλά και τονίζοντας κομβικά σημεία της πλοκής. Επίσης εναλλάσσονται ο τριτοπρόσωπος με τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή, που είναι ο νεαρός.
  Κάτι που μου έκανε εντύπωση είναι ένας απόλυτος μανιχαϊσμός. Απέναντι στους πιο καλόψυχους χαρακτήρες βρίσκονται οι πιο κακόψυχοι. Απέναντι στην πανέμορφη κοπέλα είναι η άσχημη μηχανορράφος αντίζηλος. Απέναντι στον όμορφο νεαρό είναι ο κακός και κακάσχημος άνδρας της κοπέλας. Την κακία και την ασχήμια, όπως και την ομορφιά της κοπέλας, ο Τσεν Γιουανμπίν δεν κουράζεται να μας τις περιγράφει.

  Η επόμενη ιστορία, «Η πορεία του ουρανού», είναι, όπως και της Τσιουτζού, δικαστική. Αφηγείται ο δικαστής. Ετοιμάζονταν να τον μεταθέσουν από το εγκληματολογικό, αυτός δεν ήθελε, και τον άφησαν, με την εντολή να διερευνήσει μια υπόθεση κακοδικίας μαζί με κάποιον δημοσιογράφο που ήλθε ειδικά για αυτό τον σκοπό. Οι δημοσιογράφοι από ό,τι κατάλαβα έχουν μεγάλο κύρος στην Κίνα.
  Πηγαίνουν στο χωριό για να ρωτήσουν τους μάρτυρες. Μια είναι η περίπτωση που τους ενδιαφέρει, όμως παράλληλα μ’ αυτήν υπήρξαν και δυο άλλες ιστορίες, επίσης δικαστικής φύσης. Η κύρια αναφέρεται σε ένας δάσκαλος που καταδικάστηκε άδικα σε 15 χρόνια φυλακή. Οι άλλες δυο είναι για μια γυναίκα που καταδικάστηκε για διγαμία, και για έναν που συνελήφθη γιατί το όνομά του έμοιαζε με ενός ληστή. Γρήγορα όμως διαπιστώθηκε το λάθος, ο ληστής συνελήφθη και εκτελέστηκε.
  Όλες αυτές οι ιστορίες συνέβησαν πριν χρόνια, και τώρα τις σκαλίζουν οι δυο άνδρες, ο δικαστής και ο δημοσιογράφος.
  Ο άδικα καταδικασμένος τελικά αποκαταστάθηκε, όμως μας περιμένει μια ανατροπή στο τέλος: ο δημοσιογράφος, δήθεν υψηλά ιστάμενος, ήταν ένας part-time ρεπόρτερ που δούλευε σε κάποια γεωργική μονάδα. Στο τέλος τον βλέπουμε με τις χειροπέδες. Ένας άλλος, που όμως παρουσιαζόταν σαν αστυνομικός, όταν ανακαλύφθηκε εκτελέστηκε μαζί με τον ληστή.
  Δεν μου άρεσε ιδιαίτερα η ιστορία, όπως δεν μου αρέσουν και οι ταινίες crime. Πιστεύω ότι οι λάτρεις του είδους θα έχουν άλλη άποψη, όπως άλλωστε και ο συγγραφέας που την επέλεξε για έκδοση στα αγγλικά (οι μεταφραστές είναι διαφορετικοί για κάθε ιστορία).

  Η τελευταία ιστορία, ένα δεκασέλιδο διήγημα που έχει τίτλο «Το πνίξιμο της πόλης Jiuzhou», μου θύμισε το «Σινικό τοίχος» του Κάφκα, όπου περιέχονται κάποιες κινέζικες ιστορίες. Πιθανόν, σκέφτομαι τώρα, να υπάρχει μια παράδοση σε τέτοιου είδους ιστορίες που μοιάζουν με παραμύθι.
  Ένας φαρμακοποιός φεύγει από την πόλη του, καθώς τον θεωρούν τσαρλατάνο. Περνάει την έρημο Γκόμπι με δυο φίλους του. Πιστεύοντας ότι δεν θα τους φτάσουν τα τρόφιμα να τη διασχίσουν, παρατάει πρώτα τον ένα φίλο του και μετά τον άλλο. Αλλά αμέσως μετά, έχοντας ακόμη αρκετά τρόφιμα, φτάνει στην Τζιουτζόου. Γίνεται πάμπλουτος με το φάρμακο που φτιάχνει, όμως μετανοιωμένος που παράτησε τους δυο φίλους του θα σκορπίσει τον πλούτο του σε προσφορές στους ναούς και τα μοναστήρια του Βούδα, αλλά και κάθε άλλης θεότητας.
  Ένα βράδυ βλέπει στον ύπνο του έναν γέρο να του λέει ότι η πόλη θα βυθιστεί όταν τα μάτια ενός πέτρινου λιονταριού που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου γίνουν κόκκινα. Θα σωθεί αν ακολουθήσει κολυμπώντας μια φωνή που θα λέει: «Πνίξιμο, πνίξιμο». Πηγαίνει κάθε πρωί και βλέπει το άγαλμα του λιονταριού, μήπως τα μάτια του έγιναν κόκκινα. Το λέει σε ένα φίλο του χασάπη. Αυτός, για να του κάνει πλάκα, παίρνει λίγο αίμα από ένα σφαχτό του και βάφει τα μάτια του λιονταριού. Βλέποντάς το ο φαρμακοποιός ειδοποιεί όλη την πόλη. Μάταια.
  Ο χασάπης ήταν ο μόνος που επέζησε. Παλεύοντας επί μέρες (από τα γνωστά εφέ υπερβολής των παραμυθιών) άκουσε τη φωνή, την ακολούθησε και σώθηκε. Και η ιστορία τελειώνει ως εξής:
  «Επέζησε και έκανε οικογένεια. Το μέρος όπου έφτασε κολυμπώντας το ονόμασε Ανλέ, που σημαίνει ειρήνη και ευτυχία. Στο Ανλέ υπάρχει μια λίμνη. Κάτω από τη λίμνη είναι η πνιγμένη πόλη Τζιουτζόου».
  Ναι, η «Ιστορία της Τσιουτζού» μου άρεσε περισσότερο, τόσο για το θέμα όσο και για την καθαρότητα της πλοκής. Οι άλλες δυο με τα κινηματογραφικά ζιγκ ζαγκ δεν μου άρεσαν ιδιαίτερα, ειδικά η δεύτερη που δεν είχε το romance της πρώτης. Όσο για το διήγημα με την επικρεμάμενη καταστροφή μπροστά στην οποία βρίσκεται τρομοκρατημένος ο άνθρωπος, θα μπορούσε να το είχε γράψει και ο Κάφκα.  

No comments:

Post a Comment