Κουρτιόν-Μπέερ-Γκωγκέν-Ωριέ-Χόφμανσταλ, Βαν Γκογκ,
(μετάφραση και δοκίμιο Γ. Σταυρόπουλου), Λογοτεχνική Γωνιά, χχ. σελ. 79
Ποιες είναι αυτές οι
εκδόσεις «Λογοτεχνική γωνιά», τρέχα γύρευε. Έψαξα στο διαδίκτυο, δεν βρήκα.
Παλιά έκδοση το βιβλίο, θα το αγόρασα σίγουρα φοιτητής από τους πάγκους της Μασσαλίας,
ήταν διαλυμένο, άνοιξα τρύπες με ένα σουβλί, και με μια σακοράφα πέρασα σπάγκο
για να μην σκορπίσουν τα φύλλα, το έκανα τότε και σε άλλα βιβλία. Παρά το ότι ο
Βαν Γκογκ είναι ο αγαπημένος μου ζωγράφος - χάρη σ’ αυτόν μυήθηκα στη
ζωγραφική - δεν βρήκα χρόνο να το διαβάσω. Ήγγικεν η ώρα τώρα το καλοκαίρι
του 2019 που είμαι στην Κρήτη.
Μπορεί να έκανα
χρόνια να διαβάσω βιβλίο για τον Βαν Γκογκ, όμως τελευταία είδα δυο ταινίες σχετικά
μ’ αυτόν. Για την ακρίβεια μόνο η μια, η «Loving Vincent» αναφέρεται
ολόκληρη στη ζωή του, ενώ η άλλη ένα απλώς ένα επεισόδιο από τα «Όνειρα» του Κουροσάβα,
ταινία την οποία είδα για τουλάχιστον τέταρτη φορά. Ψάχνοντας τώρα στο
διαδίκτυο διαβάζω με έκπληξη ότι γυρίστηκαν συνολικά οκτώ
ταινίες πάνω στη ζωή του και το έργο του.
Και στις βιογραφικές
ταινίες για τον Γκωγκέν αναπόφευκτα γίνεται αναφορά στον Βαν Γκογκ. Πρόσφατα
είδα μια με τίτλο «Γκωγκέν,
ταξίδι στην Ταϊτή».
Πολύ ενδιαφέρονται
όλα τα δοκίμια, όχι μόνο για τις σημαντικές πληροφορίες τους (αγνοούσα ότι ο
αδελφός του Τεό που τον στήριζε οικονομικά κουβαλούσε κι αυτός το στίγμα τις
τρέλας), αλλά και για τις εμβριθείς αναλύσεις του έργου του. Έτσι αυτό που θα
περιοριστώ να κάνω τώρα είναι να αντιγράψω κάποια αποσπάσματα.
«Μες τη μέθοδό του
να τονίζει τα κοντινά αντικείμενα και να συμπληρώνει με στίγματα τα μακρινά, το
σχέδιό του που μοιάζει με των Γιαπωνέζων -είδος στενογραφίας της ευαισθησίας-
προπαρασκευάζει την έκρηξη των χρωμάτων, μας κάνει ν’ αγγίζουμε με τα μάτια το
θάμνο, την ανθισμένη αχλαδιά, τη χλοϊσμένη γωνιά, τις σκόρπιες στο κάμπο θημωνιές». Πιέρ Κουρτιόν, σελ. 8.
«Τη ζωγραφική του,
τον τόσο λίγο γαλήνια, δεν την ήθελε κανείς. Ο άνθρωπος, άσχημος όπως ήταν, δεν
τραβούσε κανένα. Εξάλλου η ένταση της στοργής του ήταν τρομερή. Όποιος δεν
ένιωσε να τον αγαπούν υποφέρει σ’ όλη του τη ζωή. “Μου φαίνεται, έγραφε, ότι
μια μεγάλη φωτιά καίει μέσα μου μα κανείς δεν πλησιάζει να ζεσταθεί κι’ οι
περαστικοί δεν διακρίνουν παρά λίγο καπνό ψηλά στην καπνοδόχο κι ύστερα τραβούν
το δρόμο τους”. Αυτός ο απομονωμένος δεν γνώρισε σχεδόν παρά τους έρωτες των
κοριτσιών των λίγων φράγκων. Μα ξέχασα, υπάρχει κι εκείνη η γειτόνισσά του στο Neunen που κόντεψε να χάσει
το μυαλό της γι’ αυτόν». Πιέρ Κουρτιόν, σελ.10.
«Τα χρώματα, αυτές
οι αδελφές της λύπης» λέει ο Χόφμανσταλ». Πιέρ Κουρτιόν, σελ. 13.
«Απόκτησε οκτώ
παιδιά -ένα το πρώτο που γεννήθηκε νεκρό, πέντε αγόρια, από τα οποία τα δύο, ο
Βενσάν και ο Τεό πέθαναν τρελοί [Ο Τεό έξι μήνες μετά τον αδελφό του] , και δυο
κόρες». Ζοασίμ Μπεέρ, σελ. 14.
«Μαύρισε το πρόσωπό
του, μοίρασε τα ρούχα του, έραψε πουκάμισα από τσουβαλόπανο, φόρεσε ένα παλιό
στρατιωτικό αμπέχονο και δεν φορούσε πια ούτε κάλτσες. Από χριστιανική
μετριοφροσύνη εγκατέλειψε την κατοικία του και κατέφυγε σε μια εγκαταλειμμένη
καλύβα που περνούσε μέσα η βροχή και ο άνεμος. Κοιμότανε κ’ ένα σακί με άχυρα,
τρεφότανε με ξερό ψωμί, ρύζι και σορόπι από μελάσα». Ζοασίμ Μπεέρ, σελ. 14.
Παρά την αμοιβαία
εκτίμηση οι δυο καλλιτέχνες – ο ένας πάντα φλογερός, ευαγγελικός, ο άλλος
σοβαρός, αλαζονικός- δεν είχαν παρά ελάχιστες πνευματικές συγγένειες. Τους
εχώριζαν αποστάσεις και στη μέθοδό τους και στις προτιμήσεις τους. Οι συζητήσεις
τους, οι συγκρούσεις, η αδιάκοπη εργασία, η διανοητική ένταση, ακόμη και η
χρήση ποτών – δεν άργησαν να καταλήξουν σ’ εκείνη την ολέθρια ανωμαλία που
έσπρωξε τον Βαν Γκογκ να φέρει το κομένο του αυτί στη γυναίκα του οίκου ανοχής.
Κατά τη μαρτυρία του Meier Graefe ο Βενσάν και ο Γκωγκέν είχαν πάει ένα βράδυ του δεκέμβρη σ’
αυτό τον οίκο. Εκεί μια από τις γυναίκες, καθώς αστειευότανε του ζήτησε να της δώσει για Χριστουγεννιάτικο δώρο ένα
από τ’ αυτιά του». Ζοασίμ Μπεέρ, σελ. 23.
«Ο Αιμίλ Ζολά
καθώρισε το νατουραλισμό: “Η φύση αντικρυσμένη δια μέσου μιας ιδιοσυγκρασίας”».
Αλμπέρ Ωριέ, σελ. 33.
«Εκείνο που
χαρακτηρίζει ολόκληρο το έργο του είναι η υπερβολή, η υπερβολή στη δύναμη, στη
νεύρωση, η βιαιότητα στην έκφραση». Αλμπέρ Ωριέ, σελ. 33.
«Και κατά το
πλείστον – αυτό μαντεύεται στις υπερβολές τις σχεδόν οργειώδεις του κάθε
αντικειμένου που ζωγραφίζει – είναι ένας ενθουσιώδης, εχθρός της αστικής
μετριοπάθειας και λεπτολογίας, ένα είδος μεθυσμένου γίγαντα, ένα κρανίο σε
αναβρασμό που ξεχύνει τη λάβα του σ’ όλες τις περιοχές της τέχνης, ασυγκράτητα,
μια τρομερή και ξετρελαμένη ιδιοφυία, υπέροχη συχνά, παράξενη κάποτε, πάντοτε
εξημμένη ως την παθολογικότητα.
Τέλος και προπαντός
είναι ένας υπεραισθησιακός, με φανερές εκδηλώσεις, που διακρίνει με ανώμαλη,
ίσως θλιβερή εντατικότητα, τους ανεπαίσθητους και απόκρυφους χαρακτήρες των
γραμμών και των σχημάτων, μα περισσότερο ακόμη και των χρωμάτων, των φωτισμών,
τις αόρατες στις υγιείς κόρες των ματιών αποχρώσεις, τις μαγικές ιριδώσεις των
σκιών». Αλμπέρ Ωριέ, σελ. 34.
«Κι ακόμη αυτό το
επίμονο πάθος για τον ηλιακό δίσκο, που αγαπά να ζωγραφίζει κοκκινωπό μέσα στη
πυρκαγιά των ουρανών του και σύγχρονα γι’ αυτόν τον άλλο ήλιο, γι’ αυτό το
φυτικό άστρο, το μεγαλόπρεπο ηλιοτρόπιο, που το επαναλαμβάνει χωρίς να
κουράζεται, με μονομανία, πώς να την εξηγήσουμε αν δεν παραδεχθούμε μια επίμονη
δεισιδαιμονία του για κάποια αόριστη και ξακουστή Ηλιομυθική αλληγορία;».
Αλμπέρ Ωριέ, σελ. 35.
«Η εξωτερική και
υλική πλευρά της ζωγραφικής του βρίσκεται απόλυτα σε αμοιβαία σχέση με την
ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη. Η εκτέλεση όλων των έργων του είναι ρωμαλέα,
ενθουσιώδης, βίαιη, εντατική. Το σχέδιό του είναι οργίλο, δυνατό, κάποτε αδέξιο
και λιγάκι βαρύ, υπερτονίζει το χαρακτηριστικό, απλοποιεί, πετάει προς το
ουσιώδες, το κυρίαρχο, πάνω από τη λεπτομέρεια, κατορθώνει να φτάσει τη δυνατή
σύνθεση, το μεγάλο ύφος κάποτε, μα όχι πάντοτε». Αλμπέρ Ωριέ, σελ. 36-37.
Όχι, δεν θα
περιοριστώ μόνο στα αποσπάσματα, θα σκανάρω το βιβλίο και θα το ανεβάσω στο
διαδίκτυο για να μπορείτε να το διαβάσετε όσοι ενδιαφέρεστε. Μπορείτε να
κατεβάσετε το pdf. Και, θα το
ξαναγράψω, ελπίζω να ψηφιστεί νόμος και στην Ελλάδα, όπως στη Νορβηγία, όλα τα
βιβλία να καταχωρούνται στην εθνική βιβλιοθήκη ψηφιακά. Αντί να στέλνουν οι
εκδότες τρία αντίτυπα όπως είναι υποχρεωμένοι για να πάρουν το isbn, να στέλνουν το pdf, το οποίο να είναι
διαθέσιμο στο κοινό διαδικτυακά εφόσον το βιβλίο είναι εξαντλημένο.
Οι εκδόσεις Λογοτεχνική Γωνιά (1948-1970) ανήκαν στον Σταύρο Τσακίρη, πατέρα της Τζούλιας Τσιακίρη των εκδόσεων Το Ροδακιό.
ReplyDeleteΣ' ευχαριστώ πολύ για την πληροφορία. Δυστυχώς δεν έχει τα πάντα το διαδίκτυο.
ReplyDelete