Friday, October 18, 2019

Λέων Τολστόι, Κοζάκοι


Λέων Τολστόι, Κοζάκοι (μετ. Κοραλία Μακρή), Γκοβόστης 2019, σελ. 224


  Αφού ξεμπέρδεψα με τον ρώσικο εμφύλιο, είπα να ξεμπερδέψω και με τους Κοζάκους. Διάβασα γι’ αυτούς στη «Λευκή φρουρά», στον «Ήρεμο Ντον», στον «Δόκτωρα Ζιβάγκο» και στον «Ταράς Μπούλμπα». Σειρά είχε το μυθιστόρημα του Τολστόι «Κοζάκοι».
  Μήπως όμως οι Κοζάκοι είναι απλά το φόντο, ενώ το θέμα του είναι ο έρωτας του Ντμίτρι για τη νεαρή κοζάκα; Κι αυτό γιατί το μυθιστόρημα είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό. Και ο Τολστόι υπηρέτησε στον στρατό στα μέρη των Κοζάκων, και η συγγραφή του έργου το 1852 (εκδόθηκε όμως 11 χρόνια αργότερα), όταν ο Τολστόι ήταν μόλις εικοσιτεσσάρων χρόνων, μας επιτρέπει να εικάσουμε ότι πιθανότατα ένιωσε παρόμοιο έρωτα μ’ αυτόν του ήρωά του, πράγμα άλλωστε εντελώς φυσικό. Όμως τα σύνορα της αγάπης, εδώ ταξικά, πάλι δεν τα διάβηκαν οι δυο ήρωες, όπως ακριβώς και στην «Ανάσταση». Δεν είχα αμφιβολία γι’ αυτό, για τρεις λόγους: ο πρώτος, κάθε «λογικός» αναγνώστης θα αναρωτιόταν ποιο θα ήταν το μέλλον αυτής της σχέσης μεταξύ δυο ατόμων που τους χώριζε ένα μεγάλο χάσμα, κυρίως μορφωτικό. Ο δεύτερος, διότι θα σκανδάλιζε κυριολεκτικά την τάξη του, στην οποία δεν έσουρε και λίγα, όπως άλλωστε και ο Τουργκένιεφ. Ο τρίτος έχει να κάνει ακριβώς με τον Τουργκένιεφ. Διαβάζω στη βικιπαίδεια ότι οι «Κοζάκοι» είναι το μυθιστόρημα του Τολστόι που του άρεσε περισσότερο. Γιατί άραγε; Έχοντας διαβάσει πρόσφατα αρκετά βιβλία του ξέρω το γιατί· γιατί κατατρύχεται από το θέμα του ανευόδωτου έρωτα, καθώς τον βίωνε σε όλη του τη ζωή.
  Και εδώ βλέπουμε το ερωτικό τρίγωνο: μια γυναίκα, η Μαριάνκα, και δυο άντρες, ο Ντμίτρι και ο κοζάκος Λουκάσκα. Ο Λουκάσκα είναι ερωτευμένος με τη Μαριάνκα, κι αυτή ανταποκρίνεται στον έρωτά του, αν και συγκρατημένα, ιδιαίτερα όταν μπαίνει στη σκηνή ο Ντμίτρι. Κάποια στιγμή ο Ντμίτρι της εξομολογείται τον έρωτά του και της ζητάει να τον παντρευτεί.
  «-Θα γίνεις γυναίκα μου; τη ρωτούσε.
-κι αν με γελάσεις και δε με πάρεις; αποκρινόταν εκείνη χαρούμενα κι ατάραχα.
-Μα μ’ αγαπάς; Πες μου, για το Θεό!
-Και γιατί να μη σ’ αγαπήσω; Δεν είσαι κανένας στραβός! έλεγε γελώντας η Μαριάνκα» (σελ. 209).
  Ο τρόπος που τελικά δεν ευοδώνεται το ειδύλλιο μου θύμισε τα «Φτερά της αγάπης» του Iain Softley, ταινία που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Henry James: ο νεκρός από το ερωτικό τρίγωνο κάνει την κοπέλα να απορρίψει τη σχέση με τον άλλο, για την οποία ήταν έτοιμη. Εδώ ο Λουκάσκα δεν είναι νεκρός, όμως διαβάζουμε ότι είναι ετοιμοθάνατος, δεν ξέρουμε αν θα τη γλιτώσει.
  Στην αρχή του μυθιστορήματος διαβάζουμε για τους κοζάκους, ιστορικές και γεωγραφικές λεπτομέρειες. Στη συνέχεια θα δούμε τον τρόπο ζωής τους και πολλά λαογραφικά στοιχεία, ενώ παράλληλα βλέπουμε να αναπτύσσεται η σχέση του Ντμίτρι και της Μαριάνκα, από απλή ανταλλαγή βλεμμάτων σε πιο στενή επαφή. Από τις σελίδες που μου άρεσαν περισσότερο είναι εκείνες όπου ο Ντμίτρι γράφει για τον έρωτά του στο ημερολόγιό του.
  «Δεν φταίω αν αγάπησα. Αυτό έγινε παρά τη θέλησή μου… Μα δεν έχω δική μου θέληση, παρά την αγαπάει κάποια μοιραία δύναμη, ολόκληρος ο κόσμος, και μεταχειρίζεται εμένα για μέσο. Είναι, σαν η πλάση ολόκληρη να συμπιέζει μέσα στην ψυχή μου αυτό τον έρωτα και να μου λέει: αγάπα. Την αγαπώ όχι με το νου, όχι με τη φαντασία, μα με ολόκληρο το είναι μου. Αγαπώντας την, αισθάνομαι τον εαυτό μου σαν ένα αχώριστο μέρος ολόκληρου του ευτυχισμένου σύμπαντος» (σελ. 185-186).
  Δεν μπορούμε να αγαπήσουμε με τη θέλησή μας, όπως δεν μπορούμε να πιστέψουμε στο Θεό με τη θέλησή μας, αυτά έρχονται από μόνα τους. Αυτό το έχω πει κάποιες φορές σε παρέες, αν και ανάποδα.
  Υπάρχει και η στενή σχέση ανάμεσα στον γέρο κυνηγό Γερόσκα και στον Ντμίτρι. Μαζί πηγαίνουν κυνήγι, μαζί πίνουν. Μου θύμισε τη σχέση ανάμεσα στον ρώσο αξιωματικό και στον νομάδα κυνηγό Ντερσού Ουζάλα, πραγματική ιστορία, στην ομώνυμη ταινία του Κουροσάβα.   
  Όμως ας παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα ακόμη.
  «Ακόμα ίσαμε τώρα οι φυλές των Κοζάκων θεωρούνται συγγενείς με τις φυλές των Τσετσένων, και η αγάπη της ανεξαρτησίας, της τεμπελιάς, της διαρπαγής και του πολέμου αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά τους» (σελ. 24).
  Μόνο το ότι συγγενεύουν με τους Τσετσένους δεν ήξερα. Αυτό βέβαια δεν τους εμποδίζει να έρχονται συχνά σε συγκρούσεις μαζί τους.
  «Μολονότι είναι ακράδαντα πεπεισμένος πως η δουλειά είναι ντροπή για έναν κοζάκο και ταιριάζει μονάχα στον εργάτη και τη γυναίκα, νιώθει όμως ακαθόριστα πως όλα ό,τι έχει και τα ονομάζει δικά του, είναι αποτέλεσμα της δουλειάς της, και πως είναι στο χέρι της γυναίκας, είτε σύζυγος είναι είτε μητέρα, αυτής, που τη θεωρεί σκλάβα του, να του αφαιρέσει όλα αυτά τα αγαθά που απολαμβάνει. Εκτός απ’ αυτό η αδιάκοπη απασχόλησή της στη βαριά αντρίκια δουλειά κι οι φροντίδες που της ανάθεσαν, πρόσδωσαν στη γυναίκα του Γριέμπν χαρακτήρα αντρίκιο και μια ξέχωρη σταθερή ανεξαρτησία, κι ανάπτυξαν καταπληχτικά μέσα της το ψυχικό σθένος, το γερό ορθολογισμό, την αποφασιστικότητα και την καρτερικότητα. Οι γυναίκες είναι πολύ πιο δυνατές, πιο έξυπνες, πιο εξελιγμένες και πιο όμορφες απ’ τους κοζάκους» (σελ. 25).
  Στον τρύγο βλέπουμε μόνο κοπέλες. Είναι η δεύτερη φορά που θα ξεμοναχιαστούν η Μαριάνκα και ο Ντμίτρι.
  «-Αμαρτία; Πού είναι η αμαρτία; Αποκρίθηκε αποφασιστικά ο γέρος [ο Γερόσκα]. Είναι αμαρτία να καμαρώσεις μια όμορφη κοπέλα;…».
  Αυτό λέω κι εγώ. Όμως κάποιοι μηχανάκηδες την έπαθαν καμαρώνοντας μια όμορφη κοπέλα. Μια φορά παρά λίγο να την πάθω κι εγώ.
  «Ένα-δυο αμπέλια του αδερφού του, του τα πήρε με τα δικαστήρια. Είναι, βλέπεις, σε κάτι τέτοιες δουλειές σωστό σκυλί!» (σελ. 109).
  Αχ! αυτά τα περιουσιακά ανάμεσα στ’ αδέλφια. Γονείς, μοιράσετε στα παιδιά σας πριν φύγετε, γιατί μετά υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να τσακωθούν. Εγώ δεν χρειάζεται, ένα τον έχω.
  «Όταν βρίσκεις στο δρόμο σου μια βέργα έτσι δα ριγμένη, ποτέ να μη τη διασκελίζεις, παρά είτε να περνάς γύρωθέ της ή να την πετάς πέρα λέγοντας “Στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος” και τότε τράβα στην ευχή του Θεού. Δεν θα πάθεις τίποτα» (σελ. 110).
  Για να παραθέσουμε και κάποιο λαογραφικό.
  Και θυμήθηκα.
  Όταν ήμουν μαθητής είχαμε την εξής πρόληψη. Αν συναντήσεις στο δρόμο σου παπά να πιάσεις τα τέτοια σου, γιατί αλλιώς θα βγεις στο μάθημα. Αντιγράφω από το βιβλίο μου «Το χωριό μου»: «Θυμάμαι ακόμη τη σκοτεινή, φαρμακερή ματιά που μας έριξε ο παπά- Γιωργάκης, όταν περνώντας πλάι του τα πιάσαμε, χωρίς να έχουμε την προνοητικότητα να τον αφήσουμε να προσπεράσει».
  «Σε λίγο έφτασαν καβάλα ο εκατόνταρχος κι ο Αρχηγός του χωριού…» (σελ. 112)
  Сотник είναι ο εκατόνταρχος, από το сот που σημαίνει εκατό. Υπάρχει και το όνομα сотникоф, ο κεντρικός ήρωας στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Βασίλι Μπίκοφ, μεταφορά του οποίου είναι η τελευταία ταινία της Λαρίσα Σεπίτκο «The ascent».
  «φρέσκο χαβιάρι και κρασί να τον ξεμεθύσει» (σελ. 194).
  Αυτό το διάβασα και στον «Ταράς Μπούλμπα», μόνο που εκεί αντί για κρασί ήταν βότκα. Πάντως μην το εφαρμόσετε, αν σας πιάσουν για αλκοτέστ δεν νομίζω να πείσετε τους αστυνομικούς.
  «Οι Αμπρέκοι ήξεραν πως ήταν χαμένοι και για να μην υποκύψουν στον πειρασμό να το σκάσουν, δέθηκαν με τα λουριά τους γόνατο με γόνατο, ετοίμασαν τα όπλα τους και τώρα τραγουδούσαν το επιθανάτιο τραγούδι τους» (σελ. 216).
  Ήξεραν ότι οι κοζάκοι δεν θα τους χαρίζονταν. Ο Λουκάσκα πήγε να χαριστεί στον αδελφό εκείνου που σκότωσε, όμως αυτός μάλλον δεν το κατάλαβε και τον πυροβόλησε θανάσιμα.
  Είδα και την ομώνυμη ταινία του Βασίλι Πρόνιν. Ψάχνω τον σύνδεσμο στο IMDb για να τον παραθέσω, και με έκπληξη διαβάζω ότι σεναριογράφος είναι κάποιος Βίκτορ Σκλόφσκι. Λες να είναι αυτός; Σκέφτηκα. Το ψάχνω. Ναι, αυτός είναι, ένας από τους κορυφαίους εκπρόσωπους του ρώσικου φορμαλισμού. Στη βικιπαίδεια διαβάζω τώρα ότι είχε γράψει τα σενάρια πολλών ταινιών.
  Γράφω συχνά για την υπεροχή της λογοτεχνίας σε σχέση με τον κινηματογράφο. Τελικά, συνειδητοποιώ ότι το ένα συμπληρώνει το άλλο, ειδικά σε ταινίες εποχής ή εξωτικές ταινίες. Άλλο είναι να διαβάζεις για τους κοζάκικους χορούς στο μυθιστόρημα και άλλο να τους βλέπεις στην ταινία.
  Μικρό το μυθιστόρημα, ο Πρόνιν το ακολουθεί πιστότατα. Ναι, μας άρεσε πάρα πολύ η ταινία του.
 
 

No comments:

Post a Comment