Thursday, January 9, 2020

Kantemir Balagov, Ένα ψηλό κορίτσι (Дылда, 2019)


Kantemir Balagov, Ένα ψηλό κορίτσι (Дылда, 2019)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του εικοσιοκτάχρονου Kantemir Balagov, ενός πολλά υποσχόμενου νέου σκηνοθέτη. H πρώτη του ταινία ήταν «Οι δικοί μου άνθρωποι».  
  Και πρώτα πρώτα να πούμε δυο λόγια για τον τίτλο. Στο διαδίκτυο βρήκα ότι σημαίνει Высокий нескладный человек, ψηλό αδέξιο άτομο, όπως ο Ζακ Τατί. Ο αγγλικός τίτλος beanpole σημαίνει τη βέργα που στηρίζει τη φασολιά (όσοι έχετε αγροτικές ρίζες ξέρετε). To Дылда δεν φαίνεται να έχει αρνητικές συνδηλώσεις αφού το ψηλό κορίτσι το φωνάζουν Дылда χωρίς να το θεωρούν προσβλητικό, όπως θα λέγαμε εμείς «η ψηλή» (και ο ψηλός, έχω ένα φίλο, παλιό σύντροφο, που τον φωνάζουμε έτσι).
  Ένα θηλυκό δίδυμο είναι τα κεντρικά πρόσωπα του έργου, η Ία (αρχαία ελληνική λέξη, η σημερινή βιολέτα, το ακούμε στο έργο) και η Μάσα. Το χωροχρονικό πλαίσιο είναι το Λένινγκραντ αμέσως μετά το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, όταν η Ρωσία αγωνιζόταν να επουλώσει τις πληγές της.
  Η «ψηλή» εργάζεται σε ένα νοσοκομείο, του οποίου εξακολουθεί να είναι διευθυντής ένας στρατιωτικός. Έχει ένα μικρό αγοράκι. Αργότερα θα μάθουμε ότι είναι της φίλης της της Μάσα, η οποία κάποια στιγμή θα έλθει να τη βρει και θα συγκατοικήσουν. Θα δουλέψει κι αυτή στο ίδιο νοσοκομείο.
  Και οι δυο κουβαλάνε τα τραύματά τους από τον πόλεμο.  Η Ία έπαθε διάσειση, η οποία της άφησε κουσούρι. Η Μάσα τραυματίστηκε από θραύσματα οβίδας στην κοιλιά. Εγχειρίστηκε, γλίτωσε τη ζωή της, όμως δεν μπορεί να κάνει πια παιδιά, έτσι της είπαν οι γιατροί. Μήπως όμως έκαναν λάθος; 
  Δεν είχαν κάνει λάθος.
  Το αγοράκι της πέθανε, και θέλει πάση θυσία να κάνει παιδί. Πάνω σ’ αυτή τη μητρική λαχτάρα στηρίζεται η συνέχεια της πλοκής.
  Δεν είναι μόνο οι δυο κοπέλες που κουβαλάνε τα τραύματά τους, υπάρχουν και άλλοι που κουβαλάνε χειρότερα, τραυματίες στο νοσοκομείο. Ένας θα μείνει ανάπηρος για όλη του τη ζωή. Το συζητάει με τη γυναίκα του, συμφωνεί, πηγαίνουν και βρίσκουν τον διευθυντή. Για να του πουν τι; Να του κάνει ευθανασία. Αυτός αρνείται.
  Αφηγηματικό κενό.
  Ο διευθυντής βρίσκει την Ία. -Δεν μπορώ πια να βοηθάω τους ανθρώπους, του λέει. -Μα το ζήτησε ο ίδιος.
  Τι βοήθεια τους προσέφερε;
  Τους έκανε ευθανασία.
  Είναι συγκλονιστική η σκηνή της ευθανασίας σ’ αυτό τον ανάπηρο, με τη γυναίκα του ξαπλωμένη στο διπλανό κρεβάτι, γυρισμένη προς το μέρος του, να παρατηρεί. Η Ία, αφού του έκανε την ένεση, ανάβει τσιγάρο και του στέλνει τον καπνό μέσα στο στόμα του. Αυτός ανασαίνει με λαχτάρα.
  Δεν είναι μεγάλο το δείγμα πεντέξι σκηνοθετών σε σχέση με το σύνολο των ρώσων σκηνοθετών (σύγχρονων εννοείται) για να βγάλω το συμπέρασμα ότι είναι αρκετά απαισιόδοξοι, όμως είναι σημαντικό το δείγμα όταν πρόκειται για κορυφαίους σκηνοθέτες, που σχεδόν όλους τους τους είδαμε πακέτο (δηλαδή όλες ή σχεδόν όλες τους τις ταινίες). Κάπου γράφω για τα «Ζοφερά εξπρεσιονιστικά έργα» του Αλεξάντρ Σοκούροφ. Ο Γιούρι Μπίκοφ είναι απαισιόδοξος, με τα unhappy end να κυριαρχούν στις ταινίες του. Και η Λαρίσα Σεπίτκο είναι μελαγχολική στα τελευταία της έργα, ενώ για τον άντρα της, τον Έλεμ Κλίμοφ, γράφω ότι «σκοτεινιάζει με τον Ρασπούτιν, ενώ με τις δυο τελευταίες ταινίες του, μετά το θάνατο της γυναίκας του, γίνεται ολότελα σκοτεινός». Ο Αντρέι Σβιάγκιντσεφ δείχνει δυστυχισμένους ανθρώπους, ενώ ο γείτονάς του, ο ουκρανός Σεργκέι Λοζνίτσα, πιστεύει ότι οι άνθρωποι είναι κακοί.
  Βραβευμένη στις Κάννες, είναι μια ταινία που αξίζει να τη δείτε.   

No comments:

Post a Comment