Sunday, May 2, 2021

Μ. Καραγάτης, Γιούγκερμαν

Μ. Καραγάτης, Γιούγκερμαν, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Α΄ και Β΄ τόμος.

 


  Και με τον «Γιούγκερμαν» ολοκληρώνουμε την τριλογία του Καραγάτση με το παράξενο όνομα «Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο».

  Το έχω ξαναγράψει: δεν μου αρέσουν αφηγήσεις που ο ήρωας είναι αρνητικός. Και σε όλο σχεδόν τον πρώτο τόμο ο Γιούγκερμαν, ο φινλανδικής καταγωγής αξιωματικός του ρώσικου στρατού που μετά την ήττα των λευκών αντεπαναστατών ξέπεσε στην Ελλάδα, είναι ένα άτομο καθόλου συμπαθητικό. Έχει διαπράξει βιασμούς, σκότωσε έναν εβραίο και του πήρε το κομπόδεμα, στην Κωνσταντινούπολη έκανε λαθρεμπόριο, για να καταλήξει στον Πειραιά, υπάλληλος σε μια τράπεζα.

  Πέρα από αυτές τις «αρετές» του είναι και σεξομανής. Ο ποδόγυρος τον έλκει σαν μαγνήτης. Με την παρέα του δεν θα αφήσει ταβέρνα για ταβέρνα και μπουρδέλο για μπουρδέλο που να μην το επισκεφτεί.

  Είναι όμως τετραπέρατος, και θα ανεβεί σιγά σιγά στην ιεραρχία της τράπεζας, φτάνοντας, στο δεύτερο τόμο, να γίνει πρόεδρός της. Στο μεταξύ έχει συσσωρεύσει σημαντική περιουσία.

  Αυτός είναι λοιπόν ο Γιούγκερμαν; Ένας αμοραλιστής σεξομανής; Μήπως έκανα λάθος που ξεκίνησα να τον διαβάζω;

  Ο σεξομανής Γιούγκερμαν μαγεύεται από την Βούλα. Καθόλου όμορφη, έχει όμως έναν χαρακτήρα και μια προσωπικότητα που τον μαγεύουν. Περιμένει με λαχτάρα τις συναντήσεις τους, τρεις φορές την εβδομάδα. Οι φιλικές συναντήσεις τους θα εξελιχθούν σε ερωτικές, όμως μόνο αγκαλιάσματα και φιλιά.

  Εκτός από τη Βούλα υπάρχει και ο Καραμάνος, τον οποίο συναντήσαμε και στον «Συνταγματάρχη Λιάπκιν». Συγγραφέας, θα μυήσει τον Γιούγκερμαν στον κόσμο του πνεύματος που μέχρι τώρα αγνοούσε. Και ο Γιούγκερμαν θα τον στηρίξει όσο μπορεί.

  Σκέφτομαι μήπως βρίσκομαι μπροστά στο μοτίβο του Άγιου Φραγκίσκου και του Βούδα, που μετά από μια ακόλαστη ζωή στα νιάτα τους, ο ένας έγινε άγιος και ο άλλος ιδρυτής θρησκείας.

  Τίποτα τέτοιο. Ο Γιούγκερμαν εξακολουθεί τις περιπέτειές του με γυναίκες.

  Όμως ο αμοραλιστής Γιούγκερμαν μας παρουσιάζεται σιγά σιγά όχι μόνο σαν ένας συνετός CEO και επιχειρηματίας, αλλά και εντελώς ηθικός, με καλή θέληση να βοηθήσει, έχοντας όμως κάποιες φορές και τις υστεροβουλίες του. Θα μπορούσε να προλάβει το σκάνδαλο με την υφαντουργίας Σκλαβογιάννη, το αφήνει όμως να σκάσει. Όχι, να μην τους αφήσουν στο δρόμο, απλά να τους πάρουν τη διαχείριση του εργοστασίου για μια εικοσαετία (τους την επιστρέφει μετά από πέντε μόλις χρόνια, αφού η τράπεζα είχε πάρει τα δάνεια με τους τόκους τους και ακόμη παραπάνω, έχοντας κερδίσει και μιαν άλλη επιχείρηση). Και βέβαια θα υπάρξουν τα φλερτ με τα θηλυκά της οικογένειας Σκλαβογιάννη. Την Ντάινα μάλιστα την έχει ποθήσει τόσο που είναι έτοιμος, παρά την αρχική του αρνητική στάση και την προειδοποίηση του παππού της, να την παντρευτεί. Όλο αυτό θα καταρρεύσει όταν την πιάσει στα πράσα με τον Καραμάνο. Θα παλέψουν σαν ερωτευμένοι αντίπαλοι, και αφού τον θέσει εκτός μάχης θα τη βιάσει.

  Τον Καραμάνο δεν θέλει να τον ξαναδεί, όμως όταν καταλήξει στο Δρομοκαΐτειο θα τον βοηθήσει όσο μπορεί. Με δική του εισήγηση θα στηθεί το άγαλμά του στο Ζάππειο, είναι πια αναγνωρισμένος λογοτέχνης. Ίσως ο Καραγάτσης να είχε στο μυαλό του το Βιζυηνό φτιάχνοντας τον χαρακτήρα του Καραμάνου.

  Και οι ντοστογιεσφκικές επιρροές:

  Ο Γιούγκερμαν, στη Ρωσία όπου έκανε έκλυτη ζωή, μαζί με τον φίλο του τον Τουρανέβσκυ τα είχε με τη Αννούσα, μια γυναίκα ελαφρών ηθών. Κάποια στιγμή είπαν να την παντρευτούν. Όμως ποιος από τους δυο; Το έπαιξαν κορώνα γράμματα. Κέρδισε (δηλαδή έχασε) ο Γιούγκερμαν. 

  Μου θύμισε τον Σταυρόγκιν στους «Δαιμονισμένους», που κι αυτός χωρίς εμφανή λόγο, σε μια acte gratuit (μη μου ζητάτε να σας μεταφράσω, ούτε ο Καραγάτσης μεταφράζει τα άφθονα γαλλικά που συναντάμε στο μυθιστόρημά του, και μάλιστα σε μια εποχή που δεν υπήρχε google) παντρεύεται μια καθυστερημένη.

  Με την ήττα των αντεπαναστατών θα τους εγκαταλείψει.

  Μετά από χρόνια η Αννούσα έρχεται και τον βρίσκει μαζί με τα δυο παιδιά της. Η Νατάσα είναι σίγουρα κόρη του, όμως για τον Κόλια έχει αμφιβολίες.

  Ενώ θα μπορούσε να τους ξεφορτωθεί, εξάλλου δεν του ζητάει να την δεχθεί σαν σύζυγό του, απλά να της κόψει ένα μηνιαίο βοήθημα, αυτός τους περιμαζεύει.

  Από τη γυναίκα του θα φάει το κέρατο της ζωής του, χωρίς να τον απασχολεί. Ο κόρη του θα φύγει με κάποιον για τη Βραζιλία.

  Και ο γιος του;

  Ανεπρόκοπος, αλλά θα καταφέρει να μπει στη σχολή αξιωματικών. Σε μια συζήτηση που έχουν, ο γιος του θύμισε τον προγονό του Ντοστογιέφσκι. Ο μπαμπάκας του, και μήπως θα μπορούσε να του δώσει λίγα χρήματα ακόμη;

  Υπάρχουν συγκινητικές σελίδες στο μυθιστόρημα, όπως η αυτοκτονία της Αλκμήνης της γεροντοκόρης μετά το θάνατο του άνδρα που θα παντρευόταν και η καλπάζουσα φυματίωση της Βούλας τη μέρα που θα της έκανε πρόταση γάμου, και η οποία πέθανε σε ένα μήνα. Όμως υπάρχουν και κάποιες απιθανότητες, που μου θύμισαν γαλλικό ρομαντισμό. Στο μυαλό μου ήλθαν οι «Άθλιοι» του Ουγκώ. Το ρομαντικό αίσθημα του σεξομανή Γιούγκερμαν με το μελοδραματικό τέλος είναι ολότελα αντιρεαλιστικό. Το ίδιο και το ταξίδι για τη «Χώρα των λύκων».

  Στο τέλος του «Γιούγκερμαν» εισβάλει ο μαγικός ρεαλισμός, αυτός που είδαμε και στον Λιάπκιν, όμως πολυσέλιδος. Έχει επιστρέψει στο πατρικό του στη Φιλανδία, εβδομηντάρης πια, για να πεθάνει. Ολομέθυστος, βλέπει σε όραμα ή σε όνειρο, πρόσωπα που συνάντησε στη ζωή του και έχουν πεθάνει.

  Γυρνάω σπίτι λίγο πριν τα μεσάνυκτα, βλέπω τη μητέρα μου μισοξετρουμισμένη. -Τι έχεις; Τη ρωτάω. -Ήλθαν και με βρήκαν η μάνα μου, ο θείος μου… η θεία μου… και μου παραθέτει μια μεγάλη λίστα με ονόματα. -Βρε μα (όπως και στα κινέζικα), της λέω, όνειρο θα είδες. -Όι, επέμενε, δεν ήταν όνειρο, τους είδα πραγματικά.

  Πέσαμε να κοιμηθούμε.

  Με ξύπνησε η φωνή της. -Λάμπη, έλα.

  Πηγαίνω και τη βρίσκω να τρέμει.

  Κτυπάω το κουδούνι των διπλανών, θα ήταν περασμένες δύο η ώρα, να πάρω τηλέφωνο το ΕΚΑΒ.

  Πέθανε μετά από τρεις βδομάδες στο Κρατικό Νίκαιας, 28 Δεκέμβρη 1979, έχω γράψει στο Λέξημα σχετικά.

  Το τέλος είναι ένα τέλος-κάθαρση όπως στην τραγωδία. Τα πρόσωπα συζητάνε κλείνοντας κενά και λογαριασμούς της ζωής τους. Ο Γιούγκερμαν λέει στη μητέρα του ότι ο Σύλβεστρος, ο γιος που έκανε με τον άντρα της γιατί τον Γιούγκερμαν τον έκανε με τον εραστή της με τον οποίο έφυγε και τους εγκατέλειψε, παρόλο που δεν θέλησε ποτέ να την συναντήσει, σε αντίθεση με τον Γιούγκερμαν που έψαξε και τη βρήκε, δεν έπαψε να την αγαπάει, είχε πάντα τη φωτογραφία της μαζί του. Η μητέρα είχε πεθάνει με το παράπονο. Τώρα  παρηγορήθηκε επί τέλους.

  Και το πιο αντιρεαλιστικό: Τι ζητάει η Ντάινα στη Φινλανδία;

  Θέλει να τον συναντήσει. Τον αγαπάει. Μια φορά έκανε μόνο σεξ μαζί της, όπως και με τη Βούλα η οποία του το ζήτησε στην τελευταία τους συνάντηση, την επομένη έπρεπε να πει το ναι στον Πέτρο. Δεν τον θέλει, όμως οι γονείς της επιμένουν, είναι πλούσιος, θα σωθούν από το οικονομικό τους αδιέξοδο. Όλο αυτό το διάστημα της έχουν κάνει τη ζωή κόλαση.

  Ο Γιούγκερμαν θα πεθάνει ενώ κάνει σεξ με τη Ντάινα. Καθόλου άσχημος θάνατος.

  Θα πρέπει να τονίσουμε τη σάτιρα του Καραγάτση για τη διαφθορά και τις διάφορες διαπλοκές, πολιτικές και μη, που απλώνεται και στους δυο τόμους του μυθιστορήματος, κυρίως στον δεύτερο. Επίσης τις συχνές αναφορές του σε μουσικούς και μουσικά κομμάτια, που δείχνουν την μουσική καλλιέργειά του.

  Και τώρα να παραθέσουμε κάποια από τα αποσπάσματα που υπογραμμίσαμε.

  «Του άρεσε να βλέπει ερωτικές διαχύσεις-ήταν το βίτσιο του. Άλλοτε, στη Ρωσία, πλήρωνε γερά τις διευθύντριες των παλιόσπιτων [διάβαζε: μπουρδέλων], και τον άφηναν να βλέπει απ’ την κλειδαρότρυπα. Το θέαμα δεν τον ερέθιζε· τον διασκέδαζε μονάχα» (σελ. 66).

  Πάλι καλά. Διαφορετικά θα ήταν κανονική διαστροφή.

  «Την άλλη μέρα, όλα τα πάντα ξαναβυθίζονταν στο συνηθισμένο τους σκοτάδι» (σελ. 109).

  Αυτό το «όλα τα πάντα» το έχω συναντήσει πολλές φορές στον Καραγάτση. Ώρα να καθιερωθεί και το «αμφότερα και τα δύο», να μη θεωρείται πια λάθος.

  «Όποια ήθελε, την είχε· κι όλες του δίνονταν, αν και ήξεραν το πόσο άκαρδος, κυνικός και χυδαίος ήταν στις ερωτικές του υποθέσεις. Μα οι γυναίκες έχουν αδυναμία σ’ αυτού του είδους τους άντρες» (σελ. 149).

  Αναρωτιέμαι αν μιλάει εξ ιδίας πείρας.

  «Χάρη στους Μπολσεβίκους, η πατρίδα σας ξαναβρήκε την ανεξαρτησία της» (σελ. 170).

  Ο κομμουνιστής Λένιν διέπραξε την προδοσία να κλείσει ειρήνη με τους Γερμανούς παραχωρώντας τους τις Βαλτικές Χώρες, την Φινλανδία, την Πολωνία, την Ουκρανία και τον Καύκασο, χώρες που ήταν κατακτήσεις της Ρωσίας, κάποιες επί αιώνες. Φυσικά με την ήττα της Γερμανίας απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, εκτός από τον Καύκασο.

  «Ο Καραμάνος… έβλεπε με κάποια δυσπιστία τους κοσμογυρισμένους σ’ Άερα και Κάερα Ρωμιούς τύπου Σταβάδου…» (σελ. 173).

  Πρώτη φορά συναντάω την έκφραση, «Άερα και Κάερα».

  «Αυτή ’ναι η μοίρα της γυναίκας: να παιδεύει τον άντρα πριν υποταχθεί· και το ριζικό του άντρα να φουρκίζεται προτού επιβληθεί» (σελ. 210).

  Νομίζετε;.

  «Οκτώ επιβατηγά αυτοκίνητα» (σελ. 232). Άρα το επιβατικό δεν είναι το επίθετο που επιβαίνω, αλλά προέρχεται από το «επιβάτης» και «άγω». Νομίζω, γιατί η ετυμολογία είναι συχνά πολύ δύσκολη υπόθεση. Εξάλλου δεν είμαι γλωσσολόγος (αμέσως να βρω άλλοθι εγώ).

  «Από τη χαραμάδα της πόρτας, η δνις Ασπασία του ’χε γλιστρήσει την Καθημερνή (ύστερ’ από τεσσάρων χρόνων ζωή στην Ελλάδα είχε τόσο εξελληνιστεί ώστε έγινε αντιβενιζελικός)» (σελ. 242).

  Δεξιά η Καθημερινή, τι άλλο θα ήταν παρά αντιβενιζελική;

  «-Ohne aufwiedersehen, mis Mac Lee!» (σελ. 310).

  Στα γαλλικά τα πάει καλύτερα ο Καραγάτσης. Η φράση είναι «auf Wiedersehen», στο επανιδείν. Τα ουσιαστικά στα γερμανικά παίρνουν πάντα κεφαλαίο. «Χωρίς στο επανιδείν», λέει ο Πέτρος, ψυχίατρος, μαθητής του Φρόιντ, στη διάσημη ηθοποιό πελάτισσά του και ερωμένη του.

  «Ένας άνθρωπος που γράφει βιβλία, ξεχωρίζει απ’ τον άλλο κόσμο. Αυτή ήταν η γνώμη αυτουνού, του Γιούγκερμαν, που δε διάβασε ποτέ του τίποτα.

  Και όχι μόνο του Γιούγκερμαν. Όμως για να γίνεις γνωστός σ’ αυτούς που δεν διαβάζουν πρέπει ή να έχεις πάρει Νόμπελ (Σεφέρης, Ελύτης) ή να έχουν μελοποιήσει τα ποιήματά σου (Ρίτσος) ή να είσαι Καζαντζάκης ή Καβάφης. Και βέβαια να έχεις γράψει τον εθνικό ύμνο, αν και όχι απόλυτα. Σε αναφορά ασφαλίτη την εποχή της Χούντας που έκανε έρευνα σε σπίτι αριστερού διαβάζουμε τα βιβλία που βρήκε, καταλήγοντας: και ποιήματα Σολωμού τινός.

  «-Εκείνο που περίμενε ο Εγγλέζος: τη στιγμή που το λιοντάρι θα ’τρωγε τον θηριοδαμαστή» (σελ. 333).

  Αυτό που περιμένω να ακούσω σε μια ταυρομαχία: ο ταύρος σκότωσε τον ταυρομάχο. Κανένας θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας.

  «Έτσι σας δίνω την ευκαιρία να τα ξανακοιτάξετε ακόμα μια φορά, και να διορθώσετε τ’ απαραίτητα λάθη τους!» (σελ. 407).

  Νομίζω ότι ήθελε να γράψει τα αναπόφευκτα. Σε πάρα πολλές αναρτήσεις μου που τις διαβάζω μετά από καιρό, ίσως και χρόνια, βρίσκω λάθη.

  «…άνοιγε κουβέντες με τα διπλανά δουλικά, σε θέματα και μ’ εκφράσεις που θα τρόμαζαν κι αυτόν τον Henry Miller» (σελ. 421).

  Πρέπει να τον διαβάσω κι αυτόν κάποια στιγμή. 

  «Έπρεπε να βρεθεί τρόπος να της βάλει χέρι [της νεαρής εργάτριας], έστω και μια φορά. Του ήταν αρκετό. Ίσα ίσα να του φύγει το μεράκι. Μα πώς;» (σελ. 568).

  Σήμερα κάτι τέτοιο, μ’ αυτά που διαβάζουμε τελευταία, θα ήταν μεγάλο ρίσκο.

  «Δεν υπήρχε τίποτα που να μην είχε κατασκευασθεί ανάμεσα 18 Ομιχλώδους και Εκατό Ημερών» (σελ. 583).

  Οι εκατό μέρες είναι οι μέρες που ο Ναπολέων έμεινε στην εξορία στο νησάκι Έλβα μέχρι να επιστρέψει και να γίνει το Βατερλώ. Όσο για τη 18 Ομιχλώδους, είναι η 18 Brumaire, η μέρα που έφερε τον Ναπολέοντα στην εξουσία.

  «-Σ’ ευχαριστώ για τα ωραία λουλούδια. Μα, ειλικρινώς, θα προτιμούσα ένα κουτί σοκολάτες. Είμαι πολύ λιχούδης» (σελ. 592).

  Κι εγώ το ίδιο.

  «Και με βήμα όλο πεποίθηση δρασκέλισε το στενόμακρο διάδρομο του βαγονιού, ρίχνοντας ύπουλες ματιές στα διαμερίσματα, μήπως κι υπάρχει κανένα μοναχικό θηλυκό, για κάθε ενδεχόμενο» (σελ. 597-598).

  Ο Καραγάτσης μας θυμίζει συνεχώς τη σεξομανία του Γιούγκερμαν.

  «Πλησίασε στη θυρίδα των Travelers cheks».

  Εν τάξει, του Καραγάτση του ξέφυγε, ο επιμελητής δεν το είδε; Γράφεται check, με ένα c μπροστά από το Κ.

  «Τη συνόδεψε ως την πόρτα του κήπου. Μέσα στο σκοτάδι τη φίλησε τρυφερά, αλλιώτικα, όπως δεν την είχε φιλήσει ποτέ άλλοτε· κι ακουμπισμένος στο βαρύ σιδερένιο κάγκελο την είδε να απομακρύνεται μες στη νύχτα γοργή, λιγνή, ελάχιστη, σαν έν’ ανθρώπινο τίποτα, που ίσως ήταν το παν» (σελ. 39).

  Αυτή είναι η Βούλα.

  «Δίχως να σταθεί να σφυρίζει το μοτίβο από το αντάντε της Δεύτερης Συμφωνίας του Μπετόβεν. Ένα μοτίβο τρυφερού κεφιού, μ’ ένα μάτι αδιόρατα μελαγχολικό. Είναι το σύνθημά τους» (σελ.46-47).

  Συμφωνείτε; Ακούστε το.

  Ο παππούς της τον είχε προειδοποιήσει, όμως αυτός «Πήρε την απόφαση: θα την παντρευόταν, αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τη χαρεί, να την εξουσιάσει» (σελ. 132).

  Είναι περίπτωση που το κάτω κεφάλι τρώει το πάνω.  

  «Το κορίτσι που θέλουν να το παντρέψουν οι δικοί του με το στανιό… Τι κοινή, τι τετριμμένη περίπτωση! Πόσα άραγε παρόμοια δραματάκια να έγιναν, να γίνονται και θα γίνουν στην Ελλάδα; Το κορίτσι αντιδρά, κλαίει λιγάκι, παρακαλεί. Στο τέλος τον παίρνει» (σελ. 273).

  Στις ισλαμικές χώρες να δεις!

   «Δεν υπάρχει παρά ένα μονάχα κορίτσι στον κόσμο» (σελ. 376).

  Αυτή είναι η Βούλα. Και για τον Γιούγκερμαν και για τον Πέτρο. Η μνήμη της θα τους στοιχειώσει και τους δυο.

  «Αφήνω γενικό κληρονόμο μου την ξαδέλφη μου Ελένη Ιωαννίδου» (σελ. 421-422).

  Τι μου θύμισε!!!

  «Κι ύστερα αυτό το στάρι – δυο χούφτες στάρι – να το βάνουν σ’ ένα σακούλι και να το στέλνουν στη Σκιάθο· να το κάνουν κόλλυβα για την ψυχή του Παπαδιαμάντη» (σελ. 422).

  Αυτό είναι απόσπασμα από τη διαθήκη του Καραμάνου, φόρος τιμής στον μεγάλο μας διηγηματογράφο από τον Καραγάτση.

  «…έτσι οι άνθρωποι του χρήματος είν’ ενδοξότεροι από τους ανθρώπους του πνεύματος» (σελ. 437).

  Όλοι ξέρουμε τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι, τον Γκόγκολ, τον Τσέχωφ, τον Τουργκένιεφ, όμως για πέστε μου έναν ένδοξο ρώσο πλούσιο του 19ου αιώνα;

  «Ύστερα πήρε τη μαϊμού και το φίδι και τα ’ριξε στη θάλασσα» (σελ. 467).

  Θυμήθηκα ένα ανάλογο περιστατικό στο διήγημα «Άρχοντας» της συλλογής διηγημάτων «Γέλια» (Καστανιώτης 1998) του Ανδρέα Μήτσου. Αντιγράφω από την κριτική μου: «…στο τέλος, όταν εκείνοι φεύγουν, ρίχνει τη μαϊμού μέσα στο πηγάδι».

  «Θα σ’ αφήσω να ζήσεις ακόμα. Θα ειδοποιήσω τον Καραγάτση να σε πεθάνει σ’ έν’ άλλο διήγημα» (σελ. 473).

  Παιγνιώδης σύμφυρση ενδοκειμενικού και εξωκειμενικού επιπέδου.

  «Βιάστηκε πολύ η ανθρωπότητα να περάσει το σφουγγάρι της λήθης πάνω από τον Ζίγκμουντ Φρόυντ» (σελ. 499).

  Μπα, πώς δεν το πήρα χαμπάρι; Ο Φρόιντ είναι ένα από τρία άτομα που διαμόρφωσαν την κοσμοαντίληψή μου. Οι άλλοι δυο είναι ο Κόνραντ Λόρεντς και ο Φρίντριχ Ένγκελς. Και βέβαια η ιστορία.

  «Αν φτιανόσουν όπως κατηγορείς τη μάνα σου πως δε σ’ έφτιασε, τι θα ήσουν σήμερα; Τίποτα! Έχεις την ιδέα πως ο Καραγάτσης θ’ ασχολιόταν με το μισόφωτο υποκείμενό σου;» (σελ. 534).

  Αν ο πραγματικός Γιούγκερμαν δεν ήταν όπως ήταν, θα τον έκανε ο Καραγάτσης μυθιστόρημα; Γιατί μάλλον υπαρκτό πρόσωπο είχε ως πρότυπο. Αντιγράφω από ιστοσελίδα:

  «Μήπως όμως, από την άλλη πλευρά, είχε ως πρότυπο πρόσωπο υπαρκτό;
  Μάλλον ναι. Το κύριο χαρακτηριστικό του συγγραφέα είναι η παρατηρητικότητα· έτσι ο Μ. Καραγάτσης κοίταζε γύρω του και, κατά πάσα πιθανότητα, βρήκε το πρότυπο του βιβλίου του στον Δημήτριο Έρσελμαν, ρώσο αξιωματικό που κατέληξε στέλεχος της Τραπέζης Αθηνών».

  «Ο κάθε ακόλαστος παλιάνθρωπος δεν σημαίνει πως είναι κι επικούρειος φιλόσοφος» (σελ. 562).

  Αμφιβάλλει κανείς γι’ αυτό; Όμως δεν είναι και τόσο εύκολο να τους ξεχωρίσεις.

  «Η Ντάινα ρέκαξε μιαν άγρια φωνή, και πέταξε πάνωθέ της το ξυλιασμένο κορμί του Βασίλη Γιούγκερμαν».

  Έτσι τελειώνει το μυθιστόρημα.

 Πολυπρόσωπο και με πολλά επεισόδια το δίτομο αυτό μυθιστόρημα του Καραγάτση, σίγουρα συναρπάζει. Εξάλλου ο Γιούγκερμαν σαν πρόσωπο καλύπτει το φαντασιακό των ανδρών (εμένα σίγουρα), όποια γυναίκα στα πόδια σου. Αλλά και των γυναικών, που θα ήθελαν (όχι όλες, είπαμε να μη γενικεύουμε) έναν τέτοιον άντρα, ίσως όχι σαν σύζυγο αλλά σίγουρα σαν εραστή.

 

No comments:

Post a Comment