Book review, movie criticism

Wednesday, March 17, 2021

Μ. Καραγάτση, Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν

Μ. Καραγάτση, Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, Το βιβλιοπωλείο της Εστίας 1979, σελ. 241

 


  Το επόμενο βιβλίο που θα συζητήσουμε στη Λέσχη Ανάγνωσης του Victoria Square Project στις 14 του Απρίλη, 6 το απόγευμα, μέσω zoom πάντα, είναι το «Χαμένο νησί» του Μ. Καραγάτση. Επειδή είχα πρόχειρο μπροστά μου τον «Συνταγματάρχη Λιάπκιν», και πριν χαθεί πίσω από τις στοίβες των βιβλίων και τον ψάχνω, είπα να τον διαβάσω.

  Όμως ας ξεκινήσουμε από το όνομα.

  Γιατί σκέτο Μ. και όχι, όπως π.χ. Κ.Θ. Δημαράς ή Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος; Ξέρει κανείς; Η κόρη του λέει ότι είναι Μιχάλης. Άλλοι λένε ότι προέρχεται από το Μίτια, τον Ντμίτρι των «Αδελφών Καραμάζωφ». Ο Καραγάτσης ήταν μεγάλος φαν του Ντοστογιέφσκι και οι φίλοι του τον φώναζαν Μίτια.

  Και πάμε στο ψευδώνυμο. Γιατί Καραγάτσης;

  Εν τάξει, έχει καμιά σχέση το Αλεπουδέλης με το Ελύτης; Προφανώς το Ελύτης είναι πολύ καλύτερο, το Αλεπουδέλης ανακαλεί συνειρμικά την αλεπού. Το ερώτημα εδώ είναι γιατί ο συγγραφέας του «Συνταγματάρχη Λιάπκιν» επέλεξε το Καραγάτσης, που παραπέμπει στην τουρκιά (καρά σημαίνει μαύρος στα τούρκικα), και δεν άφησε το πραγματικό του όνομα, Ροδόπουλος, όμορφο σαν ρόδο;

  Αν ξέρει κανείς ας απαντήσει.

  Όπως στη «Γαλήνη» του Βενέζη που συζητήσαμε στην προηγούμενη συνάντησή μας στη Λέσχη Ανάγνωσης, έτσι και εδώ το ενδιαφέρον ισομοιράζεται ανάμεσα στο φόντο και το στόρι.

  Το φόντο: οι ρώσοι εμιγκρέδες, μετά την οκτωβριανή επανάσταση.

  Το στόρι: η τραγική ιστορία του Λιάπκιν. Η κόρη του, που τη θεωρούσε χαμένη εδώ και χρόνια, πήγε και τον βρήκε, όχι για να αγκαλιάσει τον πατερούλη της αλλά για να του πει ότι ξέρει ότι η μητέρα της δεν πέθανε από φυσικό θάνατο αλλά ότι τη σκότωσε αυτός, του έδειξε μάλιστα και τη σφαίρα που βρέθηκε κατά την εκταφή.

  Τη σκότωσε γιατί τον απατούσε.

  Είναι αυτός σοβαρός λόγος;

  Ο Καραμάνος δεν την σκότωσε, τη συγχώρησε.

  Και την έπαθε. Στην Αθήνα όπου κατέφυγαν τον κεράτωνε συστηματικά. «Ο Καραμάνος [είναι άραγε ο ίδιος του «Γιούγκερμαν»;] ένιωθε συμπάθεια και φιλία για τον εκάστοτε αγαπητικό της γυναίκας του, και μόνο μαζί του έκανε παρέα» (σελ. 127).

  Ένας ακόμη «Αιώνιος σύζυγος». Σίγουρα ο Καραγάτσης είχε υπόψη του τη νουβέλα του Ντοστογιέφσκι.

  Θα έπρεπε αντί να τη συγχωρήσει να τη χωρίσει.  

  «Η Γεωργική Σχολή είναι χτισμένη ως πέντε χιλιόμετρα έξω απ’ τη Λάρισα, πάνω στο δρόμο των Τρικάλων».

  Έτσι αρχίζει το μυθιστόρημα.

  Τι μου θύμισε!

  Επιστράτευση, το 1974. Μετά το χώρο διασποράς κατασκηνώσαμε στη Γεωργική Σχολή. Εμείς οι αξιωματικοί μέναμε μέσα, οι φαντάροι έξω σε σκηνές.

  Το μυθιστόρημα, που βασίζεται σε πραγματική ιστορία (ο Λιάπκιν ήταν πραγματικό πρόσωπο) μου θύμισε το δεκαπεντάμηνο εκείνο στη Λάρισα με το οποίο συμπλήρωσα τη στρατιωτική μου θητεία. Ζέστη και κουνούπι, τα ξαναβρήκα στο μυθιστόρημα. Πήγα πολλές φορές στο πάρκο του Αλκαζάρ, και σε ένα από τα ζαχαροπλαστεία της πήγαινα πολύ συχνά και έτρωγα πουτίγκα. Σε ένα μαγέρικο έτρωγα πατσά. Αξέχαστη η ζωή μου στη Λάρισα, κάπου αλλού έχω γράψει πιο πολλά.

  Όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος πίνουνε σαν νεροφίδες και είναι τον περισσότερο χρόνο μεθυσμένοι.

  Θυμάμαι τα μεθύσια που κάναμε τότε στην επιστράτευση, με ούζο Τυρνάβου.

  Θυμάμαι μια βραδιά που κυνηγούσα το φίλο μου τον Γιάννη τον Πευκιανάκη στους διαδρόμους της Γεωργικής Σχολής, κρατώντας το περίστροφο στο χέρι. Φυσικά δεν είχα βάλει μέσα γεμιστήρα, αλλά ο Γιάννης δεν το ήξερε. Πόσα ατυχήματα δεν έχουν γίνει έτσι; Ο Γιάννης έτρεχε τρομοκρατημένος. Εγώ παρίστανα τον μεθυσμένο. Αργότερα βέβαια κατάλαβα ότι ήμουν πραγματικά μεθυσμένος. Ο Γιάννης το ήξερε, εγώ δεν το είχα καταλάβει.

  Και οι γυναίκες, οι λαρισαίες, τι ερωτιάρες! Το μυθιστόρημα ξεχειλίζει από ποτό και γυναίκες.

  Όπως και στη «Γαλήνη», κάποιοι εμιγκρέδες ζουν με την προσμονή της επιστροφής. Οι άλλοι το έχουν πάρει απόφαση.

  Τέσσερις εμιγκρέδες θα ξεπέσουν στη Λάρισα. Θα γίνουν η μόνιμη παρέα του Λιάπκιν. Πώς επιβιώνουν;

  Ο Καρζίνιν ζει με άνεση, πώς διάβολο;

  Τελικά θα μάθει ο Λιάπκιν: εκδίδει τη γυναίκα του.

  Ο Γκβοστίκιν τη βγάζει παίζοντας βιολί.

  Ο Ιγκόλγκωφ παράτησε τη δουλειά του και ζει με δανεικά κι αγύριστα. Μόνο ο Ιζλετσένιεφ δουλεύει κανονικά, επιστάτης σε κάποιον αλευρόμυλο.

  Υπάρχει και ο στρατηγός, που ζει κάνοντας τον λούστρο. Είναι φυματικός, ζει με μισό πλεμόνι.

  Αλήθεια, τι έγινε ο Μαλίτζιν, με τον οποίο απάτησε τον άντρα της εκείνη η λαρισαία;

  Δεν την υπερασπίστηκε απέναντι στον όχλο που την προπηλάκισε. Απαράδεκτο αυτό για τον στρατηγό. Θα τον καλέσει σε μονομαχία. Αυτός τον πληγώνει. Όμως έτσι κι αλλιώς ο Λιάπκιν δεν είχε σκοπό να τον αφήσει να φύγει ζωντανός. Όταν είδε το φίλο του να πέφτει πληγωμένος, έβγαλε το πιστόλι και τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Μετά τον πέταξε στο ποτάμι. Ο φίλος του έζησε κανένα μήνα, δεν τα κατάφερε τελικά. Πώς να τα καταφέρει με μισό πνευμόνι;

  Δεν είναι, για μένα τουλάχιστον, αξιαγάπητη φιγούρα ο Λιάπκιν. Ξυλοκοπεί τη γυναίκα του και τον πρόγονό του. Η δικαιολογία του ότι φταίει το μεθύσι δεν με ικανοποιεί. Ας μη μέθαγε.

  Το τέλος του μυθιστορήματος είναι μεγαλειώδες.

  Τρέχει να βρει την κόρη του. Στο δρόμο έχει παραισθήσεις, συναντάει τους νεκρούς, συνομιλεί μαζί τους. Στο τέλος θα πέσει στο ποτάμι και θα πνιγεί.   

  Όμως ας παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα.

  «Ένα βράδυ, σε κάποιο σπίτι του συνοικισμού [Φιλιππούπολη] ακούστηκαν φωνές. -Βοήθεια! Βοήθεια! Έσκουζε μια γυναίκα. Οι γειτόνοι πρόστρεξαν ανήσυχοι. Μέσα σε μια καμαρούλα φτωχική και μισοφωτισμένη, ένα μισόγυμνο κορίτσι στεκόταν άλαλο από τρόμο. Πάνω στο κρεβάτι κειτόταν ο Φόγκελ γδυτός, με μάτια γουρλωμένα και στόμα ανοιχτό. Ο θάνατος τον βρήκε στην πιο γλυκιά στιγμή. Η γύμνια του είχε κάτι το μακάβρια άσεμνο…

  -Το διάολο-Φόγκελ! έλεγε ο Σαγανάκης – ένας γεροκολασμένος Τυρναβίτης. Τον αγαπούσαν οι θεοί! Δεν υπάρχει ωραιότερος θάνατος!» (σελ. 16-17).

  Ποιος είναι ο ωραιότερος θάνατος για τις γυναίκες δεν μας είπε.  

  «-Ο Γιούγκερμαν, το κάθαρμα. Βρίσκεται στην Αθήνα» (σελ.106).

  Με τον Γιούγκερμαν θα ασχοληθεί στο μεθεπόμενο μυθιστόρημά του, που μάλιστα θα είναι δίτομο.    

  «Πρέπει να παραδεχτούμε πως εμείς οι δυο δεν είμαστε σαν τους Γάλλους εμιγκρέδες, που γύρισαν απ’ την εξορία χωρίς τίποτα να λησμονήσουν και να διδαχτούν. Φοβάμαι όμως ότι ποτέ δεν θα γυρίσουμε, εμείς οι δυο, από την εξορία» (σελ. 110).

  Ίσως κάποιοι γύρισαν το 1990, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, αν εκείνη την εποχή ήταν παιδιά. Στο μεταξύ και άλλοι πήραν αργότερα το δρόμο της εξορίας, όπως ο Ταρκόφσκι.

  «Όχι, δεν είναι κλέφτρα! Είναι τίμια γυναίκα που κερατώνει τον άντρα της!

  Υπάρχει διάσπαρτο χιούμορ, όπως σε αρκετούς καλούς συγγραφείς.

  «Η στάση μας είναι στείρα, έλεγε ένα βράδυ στο Λιάπκιν [ο στρατηγός]. Τι αρνούμαστε; Εκείνο που αρνητικά προκαλέσαμε εμείς, η άρχουσα τάξη της Ρωσίας, με την ανικανότητά μας να δώσουμε στο λαό το υλικό και το ηθικό εκείνο μίνιμουμ, που θα τον εμπόδιζε να πέσει θύμα της κομμουνιστικής απάτης. Αν είμαστε τίμιοι, θα έπρεπε ν’ αναγνωρίσουμε την εγκληματική στραβομάρα μας και να τινάξουμε τα μυαλά μας στον αέρα. Δεν το κάνουμε όμως. Ντυμένοι φανταχτερές στολές και στολισμένοι παράσημα, έχουμε το θράσος να παριστάνουμε εμείς τα θύματα ενός απάνθρωπου καθεστώτος!» (σελ. 144-145).

  Πολύ οξυδερκής αυτοκριτική.

  Αφηγηματική άνεση, ενδιαφέροντες χαρακτήρες, ευφάνταστη πλοκή, κάνουν πολύ ευχάριστη την ανάγνωση.

  Το πήρα απόφαση: θα διαβάσω και τα άλλα δυο μέρη της τριλογίας, και βέβαια το «Χαμένο νησί» που θα συζητήσουμε στη Λέσχη Ανάγνωσης.

 

No comments: