Book review, movie criticism

Wednesday, March 17, 2021

Γιώργος Θεοτοκάς, Αργώ, βιβλιοπωλείο της Εστίας 2020, σελ. 360 (Α΄τόμος) και 219 (Β΄τόμος).

 


    Η «Αργώ» είναι το πρώτο έργο του Γιώργου Θεοτοκά, και κρίνοντας από το ότι μόνο γι’ αυτό υπάρχει ξεχωριστός σύνδεσμος στη βικιπαίδεια, μάλλον είναι το καλύτερό του. Απόσπασμά του υπήρχε (ίσως υπάρχει ακόμη) σε κάποιο από τα κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας του Λυκείου, το δίδαξα πριν χρόνια.

  Περιέργως τα νεανικά έργα έχουν έναν άλλο αέρα, μιαν άλλη πνοή. Και εγώ από όλα μου τα βιβλία ένα νεανικό έργο αγαπώ περισσότερο, την «Αναγκαιότητα του μύθου», που αν και το έγραψα το 1981, παράλληλα με τη «Λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας», εκδόθηκε το 1987. Η λαϊκότητα εκδόθηκε το 1990. Περισσότερο από όλα τα έργα του Τολστόι μου αρέσει ο «Πόλεμος και Ειρήνη», από τα πρώτα του έργα.

  Και όχι μόνο σε μένα. Ο Άρνολντ Χάουζερ στο τετράτομο έργο του «Κοινωνική ιστορία της τέχνης» το χαρακτηρίζει ως το αριστούργημα του 19ου αιώνα.

  Δεν συμβαίνει το ίδιο και με τον Τόμας Μαν. Το «Μαγικό βουνό» και ο «Δόκτωρ Φάουστους» θεωρούνται τα κορυφαία του έργα, όμως εμένα μου άρεσαν περισσότερο οι «Μπούντενμπρουκς», το πρώτο έργο του που εκδόθηκε όταν ο Τόμας Μαν ήταν εικοσιέξι μόλις χρονών.

  Εικοσιεπτά χρονών ήταν ο Θεοτοκάς όταν εκδόθηκε ο πρώτος τόμος της «Αργούς», το 1933, ενώ ο δεύτερος εκδόθηκε μετά από τρία χρόνια, το 1936.

  Στη συγγραφή ενός σεναρίου, μας είπε ο Γιάννης ο Καραμπίτσος, μπορείς να ξεκινήσεις είτε από τους χαρακτήρες είτε από την πλοκή. Ο Θεοτοκάς ξεκινάει από τους χαρακτήρες, όπως μας πληροφορεί στον πρόλογο της έκδοσης του 1936:

  «Σαν άρχισα το βιβλίο, η μοναδική μου πρόθεση ήτανε να ζωντανέψω μερικά ανθρώπινα πλάσματα που τριγυρνούσανε στη φαντασία μου και βασάνιζαν τις ώρες της σχολής μου. Κατόπιν, σαν προχώρησε η δουλειά, μου ήρθε η όρεξη να δώσω, μ’ αυτή την ευκαιρία, μια γενική κάπως έκθεση της ελληνικής ζωής και των προβλημάτων της εποχής μας. Έτσι η Αργώ πήρε διαστάσεις που δεν περίμενα» (σελ. 221).

  Ο Θεόφιλος Νοταράς είναι γόνος παλιάς οικογένειας που έλκει την καταγωγή της από τους βυζαντινούς χρόνους. Προλογικά ο Θεοτοκάς παραθέτει την ιστορία της δυναστείας. Η Σοφία, η γυναίκα του, θα τον παρατήσει και θα μεγαλώσει μόνος του τα τρία αγόρια, με τη βοήθεια της θείας Λουκίας, μιας περασμένης γεροντοκόρης.

  Συχνά έρχεται, σαν ένας γέρος Καραμάζωφ, σε σύγκρουση μαζί τους. Η θεία Λουκία «Καταλάβαινε καλά πόσο μεγάλη απόσταση χώριζε τον πατέρα από τα παιδιά του και περίμενε κάθε μέρα, από στιγμή σε στιγμή, να ξεσπάσει η μοιραία ασυμφωνία χαρακτήρων, νέα οικογενειακή φουρτούνα…» (σελ. 133).

  Ο πρωτότοκός του, ο Νικηφόρος, θα διαψεύσει τις προσδοκίες του, παρατώντας τη νομική για να κάνει μια έκλυτη ζωή στο Παρίσι. Θα επιστρέψει γεμάτος λογοτεχνικές φιλοδοξίες, γρήγορα όμως θα καταλάβει ότι του λείπει το ταλέντο και θα επιστρέψει στο Παρίσι, κάνοντας ξανά την μποέμικη ζωή που έκανε και τότε.

  Ο Αλέξης;

  «Ο μοναχικός, ο άγριος, ο απροσάρμοστος, ο πανικόβλητος Αλέξης…» (σελ. 108).

   Μετά από ένα καυγά με τον πατέρα του θα προσπαθήσει να φύγει.

  Δεν θα τα καταφέρει. Θα γυρίσει αφού τον έχει γδύσει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μια συμμορία.

  Είναι ερωτευμένος με την Μόρφω. Εσωτερικές αναστολές θα εμποδίσουν τη σχέση.

  «Θυμήθηκε ξαφνικά ένα βράδυ στη Μύκονο, το τελευταίο βράδυ, παραμονή του χωρισμού - η Μόρφω τον κοίταξε καλά καλά μες στα μάτια, του έσφιγγε το χέρι νευρικά, το χέρι της έτρεμε, τα μάτια της ήταν γεμάτα, δεν μπορούσε να μιλήσει. Είχαν μιλήσει ελάχιστες φορές, ψυχρά, αδιάφορα, φοβόντανε και αποφεύγανε ο ένας τον άλλο. Εκείνη δεν του είχε δείξει τίποτα. Εκείνος δεν ήξερε, δεν καταλάβαινε τι αισθανόταν γι’ αυτήν. Και το τελευταίο βράδυ πάλι δεν καταλάβαινε. Την κοίταζε με μιαν ανήσυχη περιέργεια, σαν να ρωτούσε κ’ αυτήν και τον εαυτό του αν αυτό ήτανε έρωτας… Η Μόρφω τον κοίταζε, δειλή και φλογισμένη, περίμενε. Το βλέμμα της ζητούσε, εκλιπαρούσε μιαν εξομολόγηση, που δεν ερχόντανε. Κατόπι, ξαφνικά έφυγε τρέχοντας προς το χωριό. Το άσπρο φουστάνι της χάθηκε μες στη νύχτα. Ο Αλέξης έμεινε μονάχος του στην άκρη του μόλου, άκουε τη θάλασσα και ρωτούσε αν αυτό ήτανε έρωτας» (σελ. 81-82).

  Θα ξανασυναντηθούνε, αυτή τη φορά θα αγκαλιαστούνε και θα φιληθούνε, όμως πάλι ο Αλέξης θα κάνει πίσω.

  Ο ματαιωμένος έρωτας θα στοιχειώσει και τους δυο. Θα γράψει ποιήματα εμπνευσμένα από τον έρωτά του, τα οποία η κριτική θα τα θάψει. Θα πεθάνει, ίσως από την καρδιά του, ίσως αυτοκτόνησε, δεν κατάλαβα καλά. Όμως αργότερα θα αναγνωριστεί το ποιητικό του ταλέντο, θα του στηθεί μάλιστα και άγαλμα. Ο Keats, που πέθανε νεότατος και αυτός, στα εικοσιπέντε του, θα είναι το αντικατοπτρικό είδωλό του (mise en abyme). Τον τάφο του θα επισκεφτεί αργότερα η Μόρφω, έχοντας τον Αλέξη στο μυαλό της.

  «Ο John Keats πέθανε στη Ρώμη, είκοσι πέντε χρονών, ωραίος σαν αρχαίος θεός, ερωτευμένος και ακατανόητος. Τον έθαψαν σε μια μικρή πυραμίδα, μες σ’ ένα μάτσο μενεξέδες. Ο John Keats πάντα με τη μορφή του Αλέξη Νοταρά» (σελ. 106).

  Και ο μικρός ο Λίνος;

  Αυτός, κομμουνιστής, θα σκοτωθεί σε κάποια επεισόδια. Ήταν μόλις δεκαέξι χρονών.

  Τα άλλα πρόσωπα;

  Είναι η Όλγα, η γυναίκα του Παύλου Σκινά, διακεκριμένου πολιτικού με τον οποίο όμως βρίσκεται σε διάσταση. Είναι ερωμένη του Νικηφόρου. Θα μείνει έγκυος μαζί του, όμως αυτός, όπως είπαμε, έρριξε πέτρα πίσω του και πήγε πάλι στο Παρίσι. Θα τα ξαναβρεί με τον άντρα της ο οποίος θα μεγαλώσει το γιο του Νικηφόρου σαν παιδί του.

  Ο αντίζηλος του Αλέξη, ο Μανόλης Σκυριανός, Θα παντρευτεί τελικά τη Μόρφω. Θα υποφέρει ξέροντας ότι δεν τον αγαπάει. Και η Μόρφω κάποια στιγμή θα τον εγκαταλείψει. Το φάντασμα του νεκρού Αλέξη την στοιχειώνει. Μου θύμισε την Σμαραγδή στην «Παναγία τη Γοργόνα» του Μυριβήλη.  

  Από τα άλλα πρόσωπα αξίζει να αναφέρουμε τον Δαμιανό Φραντζή. Κομμουνιστής, πολυτάραχη η ιστορία του, θα διαγραφεί από το κόμμα και θα μαχαιρωθεί σε μια απόπειρα να σκοτώσει το Μουσολίνι.

  Ο Θεοτοκάς δεν κάνει ιστορικό μυθιστόρημα. Δίνει μια ηθογραφία της εποχής και το πολιτικό κλίμα της ταραγμένης δεκαετίας του ’20, με τα αλλεπάλληλα πραξικοπήματα, το διχασμό σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, και τους κομμουνιστές να ισχυροποιούνται. Το κίνημα που περιγράφει τόσο παραστατικά δεν ήταν πραγματικό, όμως θα μπορούσε να είχε συμβεί κατά το εικός και το αναγκαίο, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης.

  Ο πρώτος τόμος δημιουργεί μια αμηχανία, καθώς ο αναγνώστης βλέπει ανολοκλήρωτες τις προσωπικές ιστορίες. Αυτές θα ολοκληρωθούν στο δεύτερο τόμο, ο οποίος μου άρεσε περισσότερο. Καλύτερη γραφή, με το χιούμορ πιο έντονο. Το ιντερμέτζο για τον Βενιζέλο είναι αριστουργηματικό. Μου θύμισε Τσέχωφ με τη ματαίωση που βιώνουν οι ήρωες, να αγαπούν χωρίς να αγαπιούνται.

  Ο Θεοτοκάς, εστέτ της γραφής, μου θύμισε επίσης τον Ναμπόκοφ. Μόλις τέλειωσα τη «Λολίτα» έπιασα την «Αργώ». Χωρίς τα άφθονα διακείμενά του, βάζει και αυτός τους ήρωές του να πετάνε ατάκες στα γαλλικά, ακόμη και στα ιταλικά και στα γερμανικά, χωρίς μετάφραση βέβαια. Απευθύνεται προφανώς στην πνευματική ελίτ. Στη «Λολίτα» ο επιμελητής έχει φροντίσει για τη μετάφρασή τους.

  Και ο Τολστόι κάνει το ίδιο, στο «Πόλεμος και Ειρήνη». Δεν περίμενε να διαβάσουν το μυθιστόρημά του οι μουζίκοι, η μοίρα των οποίων τον απασχολούσε τόσο πολύ.

  Ο Θεοτοκάς που έχει διαπρέψει και στο δοκίμιο, θα δοκιμιογραφήσει και στο μυθιστόρημα με οιονεί πλατωνικούς διαλόγους των χαρακτήρων του. Όμως στο Ιντερμέδιο, το τέλος του πρώτου τόμου, θα παραθέσει μικρά δοκίμια bonzai, για την ποίηση, για τη φιλοδοξία, για τη λεβεντιά, για τα όνειρα, για τη σύνταξη, για τον έρωτα, για την κάθαρση.

  Όμως να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα.  

  «Πανάθεμά σας όμορφες! Μοίρα κακή να βρείτε/ κ’ όσες κοιμάστε μοναχές να μην ξημερωθείτε» (σελ. 31).

  Μα ήταν στα καλά του αυτός που έφτιαξε αυτή τη μαντινάδα, η οποία μάλιστα είχε μελοποιηθεί; Οι όμορφες ομορφαίνουν τη ζωή, και η ομορφιά γενικά.

  «Στις γενικές συνελεύσεις των φοιτητών της Νομικής, υπήρχε θέση εκεί για να δέρνουνται είκοσι φοιτητές μ’ όλη την άνεσή τους» (σελ. 51).

  Δεν έχω ακούσει για ξυλοδαρμούς ανάμεσα στους φοιτητές, τουλάχιστον στα μεταπολεμικά χρόνια. Αλλά στο εξής, με την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, οι ξυλοδαρμοί θα γίνονται ανάμεσα στους φοιτητές και στους αστυνομικούς. Ήδη ξεκίνησαν στη Θεσσαλονίκη, όπως διαβάζω.

  «Να απαγορευτεί στους δημόσιους υπαλλήλους να έχουνε δυο καπέλα, γιατί το δεύτερο καπέλο είναι μια προδοσία. Αφήνουνε το ένα καπέλο κρεμασμένο στο γραφείο τους, φορούνε το άλλο και πάνε περίπατο. Κ’ όταν έρχεται ο φορολογούμενος λαός να φροντίσει για τα ζητήματά του και ρωτά πού είναι ο αρμόδιος υπάλληλος, ο κλητήρας δείχνει το καπέλο και λέει: -Μέσα είναι, μα έχει συνεδρίαση. Αν δεν βαριέσαι περίμενε. Έτσι κοροϊδεύουνε το φορολογούμενο λαό και τρέχουνε αυτοί και κοπροσκυλιάζουνε» (σελ. 255).

  Τώρα δεν χρειάζεται καν το άλλοθι του καπέλου. Αλλά το πιο φοβερό είναι που δεν σηκώνουν τα τηλέφωνα, προφανώς γιατί δεν βρίσκονται στο γραφείο. Ο φίλος μου ο Γιώργος ο Παπαδάκης είχε οδυνηρή εμπειρία πρόσφατα. 

  «Εγώ, τσύριοι, αποκρίθηκε αργά και άκεφα, εβάστουνα τουφέτσι σ’ ούλη μου τη ζωή. Τέτοιας λογής γιουρούσια έχουνε πολλά ιδωμένα τα μάθια μου και δεν τα φοβούμαι. Διάλε τσ’ αποθαμένους ντως, θέτε να τσι βαρέσουμε, τσι βαρώ!» (σελ. 313).

  Αυτός είναι ένας κρητικός στρατηγός, που μαζί με τον Σκινά έχουν αποφασίσει να αντισταθούνε στους πραξικοπηματίες. Ο Θεοτοκάς παρωδεί βάζοντάς τους να μιλούν με την ντοπιολαλιά του ο καθένας τους. Το ίδιο παρωδεί και τις έντονες αντιπαραθέσεις της εποχής, βάζοντας τα μέλη της Αργούς, του συλλόγου που δίνει τον τίτλο στο μυθιστόρημα, να ψηφίζουν αν υπάρχει θεός ή όχι.

  «Μερικοί προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν τους φοιτητές εναντίον των προαιώνιων εχθρών τους, των αστυνομικών οργάνων» (σελ. 333).

  Αυτό, χωρίς σχόλια.

  «Κοίταξε το κλειστό στόμα της, που του φάνηκε σαν ένα μοναδικό και άφθαστο κομψοτέχνημα και ξαφνικά θαύμασε με όλην τη δύναμη της καρδιάς του την τέλεια αρμονία των γραμμών και των χρωμάτων αυτών των δυο χειλιών» (σελ. 57).

  Καλά το μαντέψατε, αυτή είναι η Μόρφω.

  «Περιφρονούσε τα βιβλία που πουλούσε, όπως αρμόζει να τα περιφρονεί ένας εκδότης που σέβεται τον εαυτό του».

  Το ίδιο και ο Κ. για τα βιβλία του συγγραφέα Γ. Ξ. Μου το είπε ο ίδιος ο συγγραφέας.

  Ας παραθέσουμε και τους πέντε πρώτους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που έπεσαν στην αντίληψή μας.   

Έφυγε από το Μόναχο και πήγε στο Παρίσι (σελ. 142)

Εδώ, εδώ, στην Πόλη μου, κ’ ας γίνει ό,τι γίνει! (σελ. 200)

Έτρεχαν πανικόβλητοι προς την οδό Σταδίου (σελ. 324)

Προστέθηκαν στους φοιτητές περίεργοι διαβάτες (σελ. 334)

Δεν ήταν αναρμόδιος για ένα τέτοιο ρόλο (σελ. 37)

 

 

No comments: