Στρατής Μυριβήλης, Ο αργοναύτης (μεταγλώτισση Φωτεινού Ανεζίνα), Σαΐτης 2016, σελ. 191
Έχοντας αποφασίσει να δω πακέτο τον Μυριβήλη (έχω διαβάσει και τα τρία μυθιστορήματά του και τις τρεις νουβέλες του, μου μένουν τα διηγήματα), αναρωτιόμουνα αν θα έπρεπε να διαβάσω και τον «Αργοναύτη», το παιδικό του μυθιστόρημα. Έψαξα στο διαδίκτυο και το βλέπω εξαντλημένο. Α, λέω, αφού είναι εξαντλημένο πρέπει να το βρω οπωσδήποτε. Αυτό εξάλλου δεν έκανα και με το «Παν»;
Το παράγγειλα στο e-shop, και δυο τρεις μέρες μετά παίρνω μήνυμα ότι η παραγγελία ακυρώθηκε. Βρε αμάν, λέω, ψάχνω πάλι, το έχει η Πρωτοπορία. Αν δεν είναι το τελευταίο αντίτυπο θα είναι από τα τελευταία. Το παραγγέλνω μαζί με την «Αργώ» του Θεοτοκά, για να γλιτώσω τα ταχυδρομικά. Να περιμένω να ανοίξουν τα βιβλιοπωλεία; Τι καλά που δεν περίμενα.
Δεν ήξερα ότι ήταν «μεταγλωττισμένο», αλλά αυτό βέβαια δεν θα με πείραζε.
Πριν ξεκινήσουμε, να κάνουμε ένα σχόλιο για το παιδικό βιβλίο.
Κάποιοι έσχισαν τα ιμάτιά τους που ο Παπαδιαμάντης μεταφράστηκε στη δημοτική. Ιεροσυλία.
Μα, υπήρχε περίπτωση να το διαβάσει νεολαίος στην καθαρεύουσα; Άντε, κάποιοι λίγοι, από τις κορυφές της τάξης.
Υπάρχει παιδική λογοτεχνία, ας πούμε των αρχών του 20ου αιώνα, που να διαβάζεται σήμερα από παιδιά; Αναρωτιέμαι.
Πολύ θα με ενδιέφερε να είχα και το πρωτότυπο κείμενο, αυτό που «μεταγλώττισε» η Φωτεινού Ανεζίνα. Όμως δεν νομίζω να ήταν δραστικές οι παρεμβάσεις της, καθώς ο Μυριβήλης γράφει στη δημοτική. Έχει όμως πλούσιο γλωσσάρι για λέξεις που τις ήξερα κι εγώ, χωρίς να ξέρω όμως ακριβώς τη σημασία τους, και που έχουν να κάνουν με τα μέρη ενός ιστιοφόρου.
Εξαιρετική η «μεταγλώττιση» (βάζω τη λέξη σε εισαγωγικά γιατί χρησιμοποιείται κυρίως για παιδικές ταινίες, καλύτερο θα ήταν γλωσσική εξομάλυνση, ή γλωσσική επικαιροποίηση, update) της Φωτεινού. Στο τέλος μάλιστα έχει και σταυρόλεξα, κουίζ, δραστηριότητες κ.ά. πάνω στο μυθιστόρημα.
Δεν είμαι φαν της παιδικής λογοτεχνίας και ας έχω γράψει παιδική λογοτεχνία, όμως το μυθιστόρημα αυτό με ενθουσίασε. Για άλλη μια φορά θαύμασα τον Μυριβήλη, που θα τον τοποθετούσα ελάχιστα πιο κάτω από τον Καζαντζάκη.
Έχω γράψει αλλού ότι στην αφήγηση, λογοτεχνική ή κινηματογραφική, βιώνουμε εκ του ασφαλούς καταστάσεις που δεν θα τολμούσαμε να βιώσουμε στην πραγματικότητα-κυρίως στις περιπέτειες και στα πολεμικά έργα. Αυτό μπορεί να ισχύει και για τον συγγραφέα.
Ο Ανδρέας είναι το δασκαλόπαιδο που ονειρεύεται να γίνει ναυτικός. Σίγουρα είναι περσόνα του συγγραφέα, που και αυτός, άνθρωπος των γραμμάτων, θα ζήλευε τη ζωή των ναυτικών. Είναι απίστευτες οι ναυτικές λεπτομέρειες που ξέρει.
Δεν έγινε ναυτικός, όμως έζησε τις περιπέτειές του, δυο φορές εθελοντής – και μπράβο του: μια φορά στους βαλκανικούς και μια φορά στην μικρασιατική εκστρατεία.
Ο Ανδρέας έχει ένα φίλο, τον Πέτρο, που είναι γιος ναυτικού και θα γίνει και αυτός ναυτικός.
Σώζουν κάποτε ένα σκυλί που το είχαν κάτι αλητόπαιδα για πνίξιμο. Ο Ανδρέας το παίρνει σπίτι του, διστακτικά, φοβόταν τις αντιρρήσεις των γονιών του, όμως αυτοί το καλοδέχτηκαν.
Ο Ανδρέας ονειρεύεται ταξίδια, περιπέτειες. Και κάποτε βρήκε την ευκαιρία.
Τη μέρα που θα πήγαιναν εκδρομή οι πρόσκοποι θα πήγαινε και το καΐκι του πατέρα του Πέτρου στην Θεσσαλονίκη. Θα μπορούσαν να τον πάρουν μαζί τους; Έχει τη συγκατάθεση του πατέρα του και το σακίδιό του με εφόδια, δεν θα τους επιβαρύνει. Μαζί του και ο Κουρτ, ο σκύλος.
Το βράδυ ο Πέτρος κατεβαίνει στη φελούκα, τη βάρκα που έσερνε το καΐκι, την οποία είχαν βαφτίσει «Αργώ», μάλιστα ο ίδιος είχε γράψει τα γράμματα πάνω της. Κόβει το σκοινί και τραβάει για την περιπέτεια.
Η ιστορία εξελίσσεται σαν την ιστορία του Ροβινσώνα Κρούσου. Ναυάγιο σε ένα ξερονήσι, πρέπει να επιβιώσει. Αντί για τον Παρασκευά εδώ έχουμε τον Κουρτ.
Δεν καταφέρνει να ειδοποιήσει τα πλοία που περνάνε από μακριά. Είτε δεν τον βλέπουν είτε πιστεύουν ότι οι χειρονομίες του είναι απλά χαιρετισμοί.
Η θάλασσα θα τους προμηθεύσει ψάρια, ένας φακός θα τους προμηθεύσει φωτιά για να τα ψήσουν, το καύκαλο μιας χελώνας θα γίνει πιατέλα, μια κατσίκα που θα αιχμαλωτίσουν θα τους προμηθεύσει γάλα.
Όμως έρχεται το φθινόπωρο. Πώς θα επιβιώσουν;
Αδύνατον.
Πρέπει να το ρισκάρει να πάει κολυμπώντας μέχρι το φάρο. Εκεί ίσως να υπάρχει φαροφύλακας. Θα σταματήσει σε ένα βράχο που βρίσκεται στη μέση της διαδρομής για να ξεκουραστεί.
Δεν ήταν στη μέση. Η απόσταση μέχρι το φάρο ήταν τριπλάσια, τώρα το βλέπει. Καλύτερα να γυρίσει πίσω.
Σηκώνονται κύματα. Θα τα καταφέρει;
Σωριάζεται αναίσθητος στην ακτή.
Θα τον σώσει ένα περαστικό καΐκι που ξέκοψε από τη διαδρομή του για να βρει ένα ορμητήριο να προστατευτεί από την τρικυμία.
Μέσα στην κύρια αφήγηση υπάρχουν εγκιβωτισμένες άλλες αφηγήσεις, όπως για τη γοργόνα, για τον Οδυσσέα, περιγραφές μακρινών τόπων, κ.ά.
Όπως είπαμε, υπάρχει πλήθος υποσημειώσεων. Η Φωτεινού προτίμησε να διατηρήσει αρκετές λέξεις του Μυριβήλη και να δώσει τη μετάφρασή τους σε υποσημειώσεις. Όμως δίνει πληροφορίες και για τόπους. Το παιδί μαθαίνει πού βρίσκεται το Άντεν, το Σάντα Φε, το Αμβούργο… τελευταίο έχει τον Αρχάγγελο. Στην υποσημείωση εξηγεί: «Περιοχή με το όνομα αυτό συναντούμε στην Πελοπόννησο και τη Ρόδο, εδώ εννοεί τη Ρόδο».
Σίγουρα δεν πρόκειται για την περιοχή της Ρόδου αλλά για το Αρχάγγελσκ, λιμάνι της Ρωσίας.
«Αυτά τα λένε σε μια γλώσσα παράξενη που μοιάζει σαν να φλυαρούν χελιδόνια».
Οι γιαπωνεζούλες. Πολύ εύστοχη παρομοίωση. Όμως για τους γιαπωνέζους, η μητέρα ενός φίλου μου είπε κάποτε χαρακτηριστικά ότι όταν μιλούν είναι σαν να γαυγίζουν σκύλοι. Στα πολεμικά έργα σίγουρα.
«Ο Μιαούλης όλο βαρέλια κρασί ζητούσε να του στείλουν για το πλήρωμά του».
Αυτό κρατάει από την αρχαιότητα. Τη λέξη «οίνο» τη συναντήσαμε 16 φορές στην «Ιλιάδα» και 24 στην «Οδύσσεια».
Και λίγο πιο κάτω: «Το νερό, βλέπεις, είναι για να πλέει ο άνθρωπος και για να πλένεται».
Όταν ζητούσα από την ξαδέλφη μου τη Μαρίκα νερό, ο άντρας της πάντα σχολίαζε: ρακή να πίνεις, το νερό κάνει ψείρες.
Ναι, εμείς οι κρητικοί πάνω από το κρασί έχουμε τη ρακή.
«Ένα μικρό τενεκεδένιο κουτάκι με φακό, που έβαζες στη μια άκρη κανένα από εκείνα τα διάφανα κομματάκια από άχρηστες κινηματογραφικές ταινίες, από αυτά που πετούν όλοι οι κινηματογράφοι, και έβλεπες την εικόνα καθαρή και τρισδιάστατη».
Δεν είχα δει ποτέ αυτόν τον «κινηματογράφο», αλλά είχαν πέσει και στα δικά μου χέρια αυτά τα κομματάκια από άχρηστες κινηματογραφικές ταινίες, κομμάτια που έκοβε ο οπερατέρ όταν κοβόταν το φιλμ κατά την προβολή και έπρεπε να το ενώσει. Θυμάμαι τον Κώστα Κακαβά που είχε πέσει στα χέρια μου. Ήταν από την ταινία «Κρυστάλλω».
Εκείνοι την εποχή οι «φακοί» είχαν κυρτούς φακούς, σαν μάτι. Ονομάστηκαν μετωνυμικά έτσι, και την ονομασία αυτή τη διατηρούν μέχρι και σήμερα. Από σπασμένους τέτοιους «φακούς» παίρναμε τους φακούς και βάζαμε φωτιά στις καβαλίνες εστιάζοντας πάνω τους τις ακτίνες του ήλιου. Ακόμα τις εστιάζαμε πάνω στην παλάμη μας, μέχρι που δεν αντέχαμε πια από το κάψιμο. Νομίζω ότι μου βρίσκεται ένας τέτοιος φακός στην Κρήτη.
Τι έκανε με αυτόν τον φακό ο Ανδρέας;
«Χάλασε βιαστικά το κουτάκι του παιχνιδιού του, έβγαλε το φακό και πήγε στον ήλιο. Πήρε μερικά ξερόκλαδα για προσάναμμα και έριξε πάνω τους, συγκεντρωμένες σε ένα σημείο, τις ακτίνες του ήλιου».
Έτσι άναψε φωτιά.
«Όχι όπως τα θέλεις, αλλά όπως τα βρίσκεις, λέει η παροιμία.
Εγώ λέω: αυτά που βρίσκεις να τα κάνεις όπως τα θέλεις, όσο μπορείς.
Εξαιρετικός ο Μυριβήλης, τι καλά που έκανα και διάβασα και το παιδικό του μυθιστόρημα. Ελπίζω να επανεκδοθεί.
Να μην το ξεχάσουμε, πολύ ωραία και η εικονογράφηση του Νικόλα Ανδρικόπουλου.
Πριν αναρτήσω έψαξα και βρήκα ένα απόσπασμα από το πρωτότυπο κείμενο. Τελικά είναι αρκετές οι επεμβάσεις της επιμελήτριας. Ας δώσουμε ένα δείγμα.
Το πρωτότυπο κείμενο:
«Ο μπαρμπα – Λιας έβαλε
μονοκούπι κι άρχισε να λάμνει.
- Να τραβήξουμε
ρυμούλκι; πρότεινε το παιδί».
Το «μεταγλωττισμένο»:
«Ο μπαρμπα-Λιάς έβαλε το κουπί και άρχισε να κωπηλατεί.
-Να τραβήξουμε κουπί; πρότεινε το παιδί».
Σίγουρα το πρωτότυπο κείμενο είναι κομμάτι δύσκολο για ένα παιδί του δημοτικού. Εγώ βέβαια θα προτιμούσα να διαβάσω αυτό. Όμως καλύτερα έτσι, γιατί συνειδητοποίησα το πρόβλημα μιας παιδικής λογοτεχνίας γραμμένης πριν κάποιες δεκαετίες.
Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που έπεσαν στην αντίληψή μας.
Κάνεις έτσι το χέρι σου και κόβεις μια φραντζόλα
Ακούμπησε την πλάτη του στο σκέπαστρο της πρύμνης
Πρώτη φορά το πάθαινε αυτό με τέτοιο τρόπο
Ένα συναίσθημα γλυκό, γεμάτο αγωνία
Κι αυτός εκεί απέναντι έγινε μια ελπίδα
No comments:
Post a Comment