Vladimir Nabokov, Λολίτα (μετ. Γιώργος- Ίκαρος Μπαμπασάκης), Πατάκης 1999, σελ. 769
Για τη «Λολίτα» έχω γράψει ήδη δυο κείμενα. Το δεύτερο κείμενο βλέπω το ανάρτησα την πρώτη του Δεκέμβρη, του 2007, δυο μήνες αφότου είχα κάνει λογαριασμό στο blogspot. Τίτλος του «Διαβάζοντας τη “Λολίτα” και το “Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη” στην Αθήνα». Το πρώτο το ανάρτησα στις 26 Οκτωβρίου του 2007, 35 μέρες πριν. Βλέπω τώρα ότι ήταν η πρώτη βιβλιοκριτική που ανάρτησα στο blog μου. Έχει τίτλο «Λολίτα», όμως πατώντας πάνω στον σύνδεσμο ενός καταλόγου-ευρετηρίου μου στο Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο μου βγάζει Sorry, the page you were looking for in this blog does not exist. Το ίδιο έβγαζε και στον κατάλογο-ευρετήριο της ιστοσελίδας μου, έτσι ανάρτησα το κείμενο ξανά, πριν ενάμισι χρόνο.
Τη «Λολίτα» την αγόρασα τον Μάρτη του 2002 στην Πράγα, όπου είχα πάει για ένα συνέδριο. Στα ρώσικα. Λίγο μετά πρέπει να την αγόρασα στα αγγλικά, μια και η ελληνική μετάφραση είχε εξαντληθεί. Τη διάβασα αμέσως, αλλά δεν έγραψα βιβλιοκριτική μια και δεν είχα ακόμη blog. Εκδόσεις Penguin, τέλειωσα την ανάγνωση στις 13-4-2002.
Πώς το ξέρω;
Έχω τη συνήθεια μόλις τελειώνω ένα βιβλίο να γράφω την ημερομηνία που το τέλειωσα βάζοντας και την υπογραφή μου.
Αργότερα αγόρασα και την ελληνική μετάφραση που επανεκδόθηκε, εκδόσεις «Βήμα».
Σίγουρα δεν τη διάβασα και δεν έγραψα, αλλά συμβουλεύτηκα το βιβλίο για να παραθέσω κάποια αποσπάσματα, πέντε χρόνια αργότερα, για να «απαντήσω» σχολιάζοντας αυτά που έγραφε η Azar Nafici στο βιβλίο της «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη».
Όταν είδα ότι υπάρχει και μια τρίτη κινηματογραφική μεταφορά, ρώσικη, με έπιασε η επιθυμία να διαβάσω τη Λολίτα και στην ελληνική μετάφραση, για να συγκρίνω με τις τρεις κινηματογραφικές μεταφορές της, από τις οποίες είχα δει μόνο την πρώτη, του 1962, σε σκηνοθεσία Στάνλεϊ Κιούμπρικ, με τη Σιου Λάιον. Τη δεύτερη, του 1997, με τον Τζέρεμι Άιρονς, την είχα στα υπόψιν αλλά δεν την είδα. Περίμενα να ξαναδιαβάσω το μυθιστόρημα.
Το αγόρασα φυσικά, στην πλήρη σχολιασμένη έκδοση των εκδόσεων Πατάκη. Είχα ξεχάσει ότι είχα αγοράσει αυτό του Βήματος, που βέβαια δεν ξέρω πού είναι τρυπωμένο.
Νομίζω τα σημαντικά τα είπα στα δυο κείμενα που είχα ήδη γράψει. Εδώ θα δώσω μόνο μια συντομότατη περίληψη και θα παραθέσω κάποια αποσπάσματα. Μετά θα γράψω και για τις ταινίες.
Ο Χάμπερτ Χάμπερτ αποκτάει παιδεραστικές τάσεις, σαν κάθεξη στην ανάμνηση μιας παιδικής του φίλης. «…είκοσι τέσσερα χρόνια αργότερα, διέλυσα τα μάγια της ενσαρκώνοντάς την σε μια άλλη» (σελ. 121).
Τα «νυμφίδια» τον έλκουν. Θα γνωρίσει τη Λολίτα, θα την ποθήσει και θα παντρευτεί τη μητέρα της για να βρίσκεται κοντά της. Η μητέρα της, διαβάζοντας το ημερολόγιό του ανακαλύπτει για ποιο λόγο την παντρεύτηκε. Θα του γράψει ένα γράμμα γεμάτο οργή και θα τρέξει να το ταχυδρομήσει.
Δεν θα προλάβει, ένα τροχαίο θα της κόψει τη ζωή.
Θα δώσουν στον Χάμπερτ τα τρία γράμματα που κουβαλούσε. Θα διαβάσει αυτό που απευθυνόταν στον ίδιο και θα καταλάβει.
Ανοικτό το πεδίο λοιπόν.
Έχει ρίξει ναρκωτικό στο ποτό της Λολίτας σκοπεύοντας να επωφεληθεί όσο αυτή θα είναι ναρκωμένη, χωρίς όμως να έχει σκοπό να τη διακορεύσει.
Το ναρκωτικό δεν θα έχει αποτέλεσμα. Θα αποκοιμηθεί, και το πρωί όταν ξυπνήσει θα του την πέσει η Λολίτα. Προς μεγάλη του έκπληξη διαπιστώνει ότι όχι μόνο δεν είναι παρθένα αλλά και ξέρει αρκετά για το σεξ.
«Ψυχρές κυρίες ένορκοι! Είχα πιστέψει ότι μήνες, ίσως και χρόνια θα κυλούσαν προτού τολμήσω να αποκαλυφθώ στην Ντολόρες Χέιζ· αλλά στις έξι είχε πια ξυπνήσει για τα καλά και στις έξι παρά τέταρτο ήμασταν από τεχνικής απόψεων εραστές. Θα σας πω κάτι πολύ παράξενο: αυτή με παρέσυρε» (σελ. 304).
Το εκτενές απόσπασμα αυτής της πρώτης συνεύρεσης το παραθέτω στην κριτική μου για το βιβλίο της Azar Nafisi.
Θα περιπλανηθούν με το αυτοκίνητο της μητέρας της από πόλη σε πόλη, από μοτέλ σε μοτέλ. Στο τέλος όμως αυτή θα το σκάσει.
Την αναζητάει. Θα του γράψει μετά από τρία χρόνια ζητώντας του χρήματα, έστω και λίγα. Είναι έγκυος. Όχι, δεν είναι αυτός με τον οποίο το έσκασε, ένας γνωστός του σκηνοθέτης. Ο σκηνοθέτης αυτός την πέταξε κυριολεκτικά στο δρόμο επειδή αρνήθηκε να συμμετέχει στα όργιά του (σαν να γίνεται επίκαιρο το θέμα).
«Εκείνη αρνήθηκε να πάρει μέρος σε τέτοια πράγματα, γιατί τον αγαπούσε, κι εκείνος την πέταξε έξω» (σελ. 523).
Έζησε μια άθλια ζωή μέχρι που συνάντησε τον Ντικ. Δικό του είναι το παιδί.
Θα την εκλιπαρήσει να φύγει μαζί του. Αυτή θα αρνηθεί. Θα της δώσει πολλαπλάσια χρήματα από αυτά που του ζητούσε.
Ο Χάμπερτ θα εκδικηθεί. Θα βρει τον σκηνοθέτη και θα τον σκοτώσει. Θα κλεισθεί στη συνέχεια σε ψυχιατρείο, όπου γράφει την ιστορία του. Θα πεθάνει «από θρόμβωση της στεφανιαίας στις 16 Νοεμβρίου του 1952, λίγες μέρες πριν την έναρξη της δίκης του», μας πληροφορεί κάποιος Δρ. Τζον Ρέυ ο νεότερος, που παρέλαβε τα χειρόγραφά του. Τον Δεκέμβρη θα πεθάνει και η Λολίτα, πάνω στη γέννα.
Ο Χάμπερτ ήταν ερωτευμένος με τη Λολίτα.
«Σ’ αγάπησα. Ήμουν ένα πεντάποδο τέρας, αλλά σ’ αγάπησα» (σελ. 535). .
Όμως αυτή τον χόρευε κανονικά.
«Αλλά ήμουν ευάλωτος, ήμουν επιρρεπής, δεν ήμουν νουνεχής, η μαθητριούλα, το νυμφίδιο με είχε πια μαγέψει κι ήμουν δούλος της» (σελ. 381).
Ο κλασικός παιδεραστής δεν ερωτεύεται ποτέ τα θύματά του. Στο μυθιστόρημα αυτό βλέπω, όχι μόνο εγώ αλλά και άλλοι, το μοτίβο του ματαιωμένου έρωτα. Η Λολίτα τού το λέει ξεκάθαρα, ποτέ δεν τον αγάπησε, αυτός που αγάπησε ήταν ο σκηνοθέτης.
Το έργο του Ναμπόκοφ είναι γεμάτο διακειμενικές αναφορές. Δεν νομίζω ότι είναι επίδειξη πολυμάθειας, απλά οι αναφορές αυτές του έρχονται αυθόρμητα καθώς γράφει. Υπάρχουν πολλές υποσημειώσεις, δηλαδή τρόπον τινά υποσημειώσεις γιατί βρίσκονται στο τέλος του βιβλίου. Σπάνια διέκοψα τη ροή της ανάγνωσης για να τις συμβουλευτώ. Αν ήταν πραγματικές υποσημειώσεις, στο τέλος της σελίδας, θα τις διάβαζα.
Ακόμη ο Ναμπόκοφ χρησιμοποιεί συχνά γαλλικές φράσεις. Αμφιβάλω αν υπήρχε η μετάφρασή τους στην πρώτη έκδοση, είναι ολοφάνερο ότι απευθύνεται στον καλλιεργημένο, γαλλομαθή αναγνώστη, στον suffisant lecteur (επαρκή αναγνώστη, το πρωτοείπε ο Μονταίν, διαβάζω τώρα στο διαδίκτυο)· και βέβαια στους θεωρητικούς της λογοτεχνίας, για τους οποίους είναι ένα πολύ αβανταδόρικο έργο.
Στο τέλος το μυθιστόρημα γίνεται συχνά μοντερνιστικό. Πολλές σελίδες του μου θύμισαν τον «Οδυσσέα» του Τζόυς.
Αντιγράφω από την κριτική μου για το μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον «Δρ. Τζέκυλλ και κος Χάιντ»:
«Με έκπληξη διαβάζω ότι ο Βλαδιμίρ Ναμπόκοφ θεωρεί ότι «είναι μια από τις τρεις κορυφές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, μαζί με τον «Οδυσσέα» του Τζόυς και τη «Μαντάμ Μποβαρύ» του Φλομπέρ».
Διαβάζοντας τα προλογικά σημειώματα της «Λολίτας» κατάλαβα:
«…στις σελίδες της “Λολίτας”… Θα έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε μια συναρπαστική (και γεμάτη χιούμορ) επεξεργασία του θέματος του “διπλού”, του “σωσία”…» (σελ. 16).
Ομολογώ ότι δεν κάθισα να σπάσω το κεφάλι μου για να βρω το σωσία διαβάζοντας το βιβλίο.
Τον σωσία αυτόν τον θεωρώ ως υπερερμηνεία, αλλά προφανώς άρεσε στον Ναμπόκοφ, που σίγουρα του τον επεσήμανε ο Δρ. Τζων Ρέυ ο νεότερος, μελετητής του έργου του και ο οποίος υπογράφει τον εκτενή πρόλογο, γι’ αυτό και ο θαυμασμός του για το «Δρ. Τζέκυλλ και κος Χάιντ».
Ο σωσίας είναι ο σκηνοθέτης. Ο Χάμπερτ είναι ο καλός δόκτωρ Τζέκυλλ που αγαπάει με πάθος τη Λολίτα, ενώ ο Κίλτυ, ο σκηνοθέτης, είναι ο κακός κος Χάιντ, που πιέζει τη Λολίτα να συμμετέχει στα όργιά του. Μόνο που στο μυθιστόρημα του Στήβενσον η παρουσία του Χάιντ καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος του, ενώ στη «Λολίτα» τον Κίλτυ θα τον δούμε ελάχιστα, κυρίως στο τέλος, όταν θα τον σκοτώσει ο Χάμπερ, ίσως το πιο αριστουργηματικό τμήμα του βιβλίου.
Από αυστηρά επιστημονική άποψη δεν έχουμε στο έργο του Στήβενσον, πολύ περισσότερο στο έργο του Ναμπόκοφ, το θέμα του σωσία αλλά το θέμα της διχασμένης προσωπικότητας. Στο σύνδρομο του σωσία, που η επιστημονική του ονομασία είναι «σύνδρομο Fregοli» αναφέρεται ο φίλος μου ο Μανώλης ο Πρατικάκης, ψυχίατρος και ποιητής, στο ομώνυμο μυθιστόρημά του.
Και τώρα κάποια ακόμη αποσπάσματα από το βιβλίο.
«Τα μελήματα του Ναμπόκοφ προβάλλονται με τον ίσως καλύτερο δυνατό τρόπο στις αρχικές και στις τελευταίες φράσεις του Speak, memory: “Το λίκνο αιωρείται πάνω από την άβυσσο και η κοινή νοημοσύνη λέει ότι η ύπαρξή μας δεν είναι παρά ένα αιφνίδιο ρήγμα φωτός ανάμεσα σε δύο αιωνιότητες ερέβους”» (σελ. 32).
Ο Καζαντζάκης το είπε πιο πρώτα, με καλύτερη κατά τη γνώμη μου διατύπωση:
«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή». Έτσι αρχίζει η «Ασκητική» που εκδόθηκε το 1927 αν και είχε ολοκληρωθεί το 1923, σε διάστημα δυο χρόνων. Ο Ναμπόκοφ τότε ήταν 28 χρόνων. Να τη διάβασε άραγε μεταφρασμένη αργότερα; Τρέχα γύρευε.
«Το Speak, Memory βρίθει παραδειγμάτων της αγάπης του Ναμπόκοφ για τις συμπτώσεις. Επειδή αντλούνται από τη ζωή του…» (σελ. 43).
Και εγώ έχω εμμονή με τις συμπτώσεις. Μάλιστα ένα αυτοβιογραφικό μου κείμενο το τιτλοφορώ «Οι ρίζες της σύμπτωσης», καθώς αναφέρεται και σε αρκετές συμπτώσεις που συνέβησαν στη ζωή μου.
Να πω μια: Μαθητής δημοτικού, την ημέρα της γιορτής μου, βρήκα πάνω σε ένα τράφο, σε ένα περβόλι στο χωριό μου, ένα εικονισματάκι του άγιου Χαράλαμπου.
«…ο Ντούρος Κλάιντ προσπέρασε τον Πρόλογο και προχώρησε στην πρώτη παράγραφο: “Λολίτα, φως της ζωής μου, φλόγα των λαγόνων μου. Αμαρτία μου, ψυχή μου. Λο-λί-τα: της γλώσσας η άκρη τρέχει…στον ουρανίσκο”. -Που να πάρει! ούρλιαξε ο Ντούρος και πέταξε στο βιβλίο στον τοίχο, αυτό είναι λογοτεχνία, που να πάρει ο διάβολος» (σελ. 54).
Φαντάρος, νόμιζε ότι θα διάβαζε πορνογράφημα.
«Αν και ο Ναμπόκοφ ζητούσε να προσεχθούν τα στοιχεία της παρωδίας στο έργο του, αρνήθηκε επανειλημμένως κάθε σχέση με τη σάτιρα» (σελ. 78).
Ούτε κι εγώ την πρόσεξα. Σίγουρα ο Ναμπόκοφ, καθώς δεν θα ακούσεις καλό λόγο για σχεδόν κανένα από τους ανθρώπους που θα πιάσει στο στόμα του ο Χάμπερτ, σατιρίζει κάποιους χαρακτήρες, χωρίς όμως η σάτιρα να είναι κεντρική στο έργο του.
«Κολυμπούσε πλάι μου, μια γεμάτη εμπιστοσύνη και αδεξιότητα φώκια…» (σελ. 233).
«Τα μακριά μελαψά της πόδια μού φαίνονταν τόσο ελκυστικά όσο και μιας καστανόχρωμης φοράδας. Φανέρωνε τα ούλα της όταν χαμογελούσε» (σελ. 236)
«Έμοιαζε με ένα παλιό στραπατσαρισμένο ξόανο έτσι όπως καθόταν με τα κοντόχοντρα χέρια του στα γόνατά του…» (σελ. 379).
«…πίσω από τον καθηγητή Γ., επίσης αργοκίνητο και ευγενικό χήρο με βλέμμα τράγου» (σελ. 390).
«… αυτός ο τύπος μπακαλιαροειδούς γεροντοκόρης…» (σελ. 416).
«Σε μια γραμματέα, μια ξανθιά αγέλαστη σκύλα, είπα…» (σελ. 469).
Στον ίδιο περίπου παραδειγματικό άξονα βρίσκονται οι χαρακτηρισμοί του σχεδόν για όλα τα πρόσωπα στα οποία θα αναφερθεί.
«-και η Ηώ μόλις που “είχε ζεστάνει τα χέρια της”, όπως λένε αυτοί που μαζεύουν τη λεβάντα στο γενέθλιο τόπο μου» (σελ.471). Εδώ υπάρχει υποσημείωση. Διαβάζουμε: «Ηώ: η αυγή. Η εικόνα “είχε ζεστάνει τα χέρια της” σημαίνει ότι ο ήλιος είχε ανατείλει τόσο ώστε να ζεστάνει τη λοφοπλαγιά».
Από το κείμενο που έγραψα για την «Οδύσσεια»:
«ἦμος δ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς…». Μα όταν φάνηκε η ροδοδάχτυλη Αυγή που τη γεννούν τα ξημερώματα…
Το στίχο αυτόν τον συναντήσαμε 2 φορές στην «Ιλιάδα» ενώ βρήκαμε και 3 άλλους στίχους με ίδια σημασία. Στην «Οδύσσεια» αντίθετα τον συναντήσαμε 20 φορές και 2 μόνο παραλλαγές. Πιο ποιητική η «Οδύσσεια»….
«…να την (η Λολίτα μου!), απελπιστικά φθαρμένη στα δεκαεφτά της, μ’ εκείνο το μωρό στην κοιλιά της, αυτό που από τώρα το ονειρευόταν μέσα της να γίνεται μεγάλος και τρανός και ν’ αποσύρεται γύρω στο 2020 μ.Χ…» (σελ. 324-325).
Είμαστε στο 2021, έχει ήδη αποσυρθεί. Αν επιβίωσε τελικά. Η μαμά, είπαμε, δεν τα κατάφερε.
«Μιας και δε θα επιζούσα αν με άγγιζαν τα χείλη της, συνέχισα να οπισθοχωρώ μ’ έναν αλλόκοτο, κωμικοτραγικό χορό, ενώ σε κάθε βήμα αυτή και η κοιλιά της προχωρούσαν προς το μέρος μου».
Ήθελε να τον ευχαριστήσει που της άφησε πολύ περισσότερα χρήματα από ό,τι του είχε ζητήσει.
«Βλέπεις, ούτως ή άλλως, δεν το γλέντησα με την Ντόλλυ σου. Στην ουσία είμαι ανίκανος, για να πούμε τη μελαγχολική αλήθεια» (σελ. 556).
Σε ποιον τα λέει αυτά; Σιγά μην τον πιστέψουμε. Η Λολίτα ερωτευμένη με έναν ανίκανο!!!
Ή μήπως είναι συγγραφική ασυνέπεια;
Ο Χάμπερτ πότε απευθύνεται στον αναγνώστη και πότε στους ενόρκους. Μήπως αυτό είναι συγγραφική ασυνέπεια; Θα υπάρχει σίγουρα εξήγηση, αλλά το να το ψάξω είναι σαν να γυρεύω ψύλλους στ’ άχερα.
Ένας χωριανός μου μού είπε κάποτε ότι ένας φίλος του, χωριανός μας κι αυτός, συγχωρεμένος εδώ και χρόνια, του είχε εξομολογηθεί ότι δεν μπορούσε να πάει με γυναίκα που ήταν πάνω από δεκατεσσάρων χρόνων.
Νομίζω ότι η παιδεραστία είναι μια θλιβερή διαστροφή, απόλυτα καταδικαστέα, γιατί η σεξουαλική πράξη δεν έχει αμοιβαιότητα, ακόμη και αν στηρίζεται στη συμφωνία του πληρωμένου έρωτα. Μπορεί η πορνεία για τις γυναίκες να είναι επιλογή (φτώχεια, κ.λπ.), εξαναγκασμός ίσως, όμως στην παιδική πορνεία ο εξαναγκασμός είναι απόλυτος. Το παιδί βρίσκεται στην απόλυτη εξουσία του νταβατζή. Έχω διαβάσει για παιδιά που τα έχουν εξωθήσει στην πορνεία οι ίδιοι τους οι γονείς.
Κάπου διάβασα για μια ασιατική χώρα, δεν θυμάμαι ποια, ότι είναι παράδεισος για τους παιδεραστές. Αλλά και να θυμόμουνα δεν θα σας το έλεγα. Πού ξέρεις, μπορεί κάποιος από τους αναγνώστες μου…
Εξαιρετικός συγγραφέας ο Ναμπόκοφ, αν και, πιστεύω, το μυθιστόρημά του αυτό έγινε best seller λόγω του θέματός του. Ευφυής γραφή, όμως η μακροπερίοδος των αφηγηματικών τμημάτων κουράζει. Όσο για τα διακείμενα, αποκαλύπτουν τη βαθιά του κουλτούρα, και η αναγνώρισή τους από τον αναγνώστη δεν είναι βέβαια προαπαιτούμενο για την απόλαυση του μυθιστορήματος.
Ξαναείδαμε τη «Λολίτα» (1962) του Κιούμπρικ. Ένας λόγος για την επιτυχία της ταινίας είναι ότι το σενάριο το υπογράφει ο ίδιος ο Ναμπόκοφ. Βέβαια η δεκεαξάχρονη Σιου Λάιον δεν είναι ακριβώς Λολίτα, αφού το όριο για τις Λολίτες που θέτει ο Χάμπερτ στο μυθιστόρημα είναι τα δεκατέσσερα χρόνια, όμως αυτό τελικά δεν έχει σημασία. Ο Χάμπερτ στην ταινία δεν εμφανίζεται σαν παιδεραστής.
Έχει κάνει αλλαγές προς το καλύτερο και το κινηματογραφικότερο ο Ναμπόκοφ. Για παράδειγμα, εδώ ο Χάμπερτ συλλαμβάνει επ’ αυτοφόρω τη μητέρα να διαβάζει το ημερολόγιό του. Και βέβαια το πιο κινηματογραφικό είναι το ότι η ταινία αρχίζει από το τέλος, την «εκτέλεση» του Κιλτ.
Την παράσταση την κλέβει κυριολεκτικά ο Πίτερ Σέλερς, τον οποίο βλέπουμε και σε δεύτερο ρόλο, ενδοκειμενικό εδώ, σαν δήθεν ψυχολόγος που πείθει τον Χάμπερτ να επιτρέψει στη Λολίτα να λάβει μέρος στη θεατρική παράσταση του έργου του. Σε τρεις ρόλους, «εξωκειμενικούς», θα τον απολαύσουμε μετά από δυο χρόνια στο «S.O.S. Πεντάγωνο καλεί Μόσχα», πάλι του Κιούμπρικ.
Είδαμε και τη «Λολίτα» (1997) του Adrian Lyne με τον Jeremy Irons και την δεκαεπτάχρονη (τότε) Dominique Swain.
Παρά τη χαμηλότερη βαθμολογία της στο IMDb (6,9) μου άρεσε περισσότερο από την ταινία του Κιούμπρικ (7,6).
Πιστεύω ότι ο βασικότερος λόγος είναι ότι ο Jeremy Irons «κόλλαγε», αν μπορώ να χρησιμοποιήσω την έκφραση, περισσότερο σαν ζευγάρι με την Dominique Swain. Παρότι δεκαεφτάχρονη ενσάρκωνε τέλεια το ρόλο της δεκατετράχρονης, ενώ η Σιού Λάιον, καθώς την έβλεπα, μου φαινόταν, παρά τα δεκαέξι της χρόνια, μεγαλύτερη, και θα έλεγα «αταίριαστη» με τον Τζέημς Μέησον. Βέβαια τον Πήτερ Σέλερς ήταν αδύνατον να τον ξεπεράσει ο Frank Lagella. Εδώ ο Lyne ακολουθεί ευθύγραμμα την ιστορία, ο φόνος του Κιλτ γίνεται στο τέλος της ταινίας και όχι στην αρχή, όπως στου Κιούμπρικ.
Ένας λόγος που μου άρεσε περισσότερο είναι το ότι ήταν έγχρωμη. Δεν βαραίνει βέβαια ιδιαίτερα αυτός ο λόγος, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι ο ύστερος, έγχρωμος, Κουροσάβα μου άρεσε περισσότερο από τον πρώιμο, τον ασπρόμαυρο. Ξέρω ότι για πολλούς το ασπρόμαυρο είναι cult, όχι όμως για μένα. Συμφωνώ με τον συγχωρεμένο το φίλο μου τον Νικολή την Ζυγάκη, που δεν ήθελε να βλέπει ασπρόμαυρες ταινίες. Η πρώτη ερώτηση που έκανε για κάθε ταινία που ερχόταν στο cine-Αστέρια του χωριού μας ήταν «Είναι έγχρωμη;». Αν ήταν ασπρόμαυρη θα έπρεπε να τον πείσουμε να έλθει μαζί μας να τη δει.
Αν υπάρχει κινηματογράφος στον παράδεισο, σίγουρα οι ταινίες που θα βλέπει θα είναι μόνο οι έγχρωμες.
Είδα και την «Ρώσικη Λολίτα» (2007) σε σκηνοθεσία Armen Oganezov.
Όμως πριν τη δω συμπλήρωσα το λήμμα της βικιπαίδειας με αυτή την ταινία αλλά μου διέγραψαν το συμπλήρωμα σχεδόν αμέσως. Δεν μου το είχαν ξανακάνει, τσατίστηκα, αλλά μετά κατάλαβα.
Πριν δω την ταινία έψαξα για την ρώσικη Λολίτα, τη Valeria Nemchenko, για να δω ποια ήταν η ηλικία της όταν γύρισε την ταινία. Και με έκπληξη διαβάζω ότι είναι πορνοστάρ. Ήξερα λοιπόν τι ταινία θα έβλεπα.
Στα γράμματα της αρχής διαβάζω: πάνω σε μοτίβα του σκανδαλώδους μυθιστορήματος του διάσημου ρώσου συγγραφέα. Ποιο είναι το μυθιστόρημα; Γνωστό σε όλους. Ποιος είναι ο συγγραφέας; Κι αυτός γνωστός, όμως το να γράψουν το όνομά του θα ήταν ιεροσυλία.
Φυσικά τα ονόματα άλλαξαν. Η Λολίτα γίνεται Αλίσα, ο Χάμπερτ γίνεται Γκενάντι, και η μητέρα γίνεται Όλγα.
Η ταινία είπαμε είναι soft porn. Ερωτικές σκηνές με την Αλίσα θα δούμε μόνο στο τέλος.
Ο Γκενάντι είναι συγγραφέας. Και αυτός αφού είδε το σπίτι είναι έτοιμος να φύγει, όμως αλλάζει γνώμη μόλις βλέπει την Αλίσα.
Πολύ γρήγορα θα κάνει σεξ με τη μητέρα, δεν χρειάζεται να την παντρευτεί.
Και εδώ επίσης θα δούμε την Αλίσα να του ψιθυρίζει στ’ αυτί. Τι να του είπε άραγε;
Σίγουρα όχι αυτά που είπε η Λολίτα στον Χάμπερτ. Γιατί μια μεγάλη διαφορά με τη Λολίτα είναι ότι η Αλίσα ήταν παρθένα!
-Δεν μπορείς να μας έχεις και τις δυο, ή εμένα ή τη μητέρα μου, διάλεξε, του θέτει το δίλημμα η Αλίσα.
Μικρό το δίλημμα.
Φυσικά θα επιλέξει την Αλίσα.
Και η μητέρα;
Στο τέλος βλέπουμε τον ιστορικό συμβιβασμό: η Αλίσα θα συμβιβαστεί να έχει ο Γκενάντι και τη μητέρα της, σε μια συζήτηση στον κήπο, όπου δεν ακούμε τα λόγια αλλά βλέπουμε τις χειρονομίες τους, εύγλωττες. Όμως για να μην υπάρξει αμφιβολία ο σκηνοθέτης θα μας δείξει το τρίο στο προτελευταίο πλάνο σε μια ερωτική σκηνή.
Η ταινία είναι καλογυρισμένη. Η Βαλέρια είναι πολύ καλή ηθοποιός. Όμως δεν είχε την τύχη της Margo Stilley, της πρωταγωνίστριας της ταινίας «9 τραγούδια» (2004) του Michael Winterbottom, ταινίας πολύ πιο τολμηρής, με την οποία έκανε το ντεμπούτο της και μετά συνέχισε με αρκετές ταινίες. Αυτή ήταν η δεύτερη ταινία της. Η πρώτη ήταν μια επίσης soft porno μικρού μήκους, το «Ρώσικο νυμφίδιο: ο πειρασμός» (2004), με τον ίδιο σκηνοθέτη. Ο απόηχος της «Λολίτας» στον τίτλο είναι εμφανής. Δεν βλέπω να γύρισε άλλη.
Γεννημένη το 1986, ήταν μεγαλύτερη από τις δυο Λολιτες όταν γύρισε την ταινία, εικοσιενός χρονών.
Στην ιστοσελίδα της στο facebook η Βαλέρια παραθέτει ένα σύνδεσμο όπου μπορείτε να δείτε την ταινία. Μπορείτε να επιλέξετε ακόμη και υπότιτλους. Αγγλικοί υπάρχουν, όχι όμως ελληνικοί.
Προσοχή!!! Μόνο όσοι είστε πάνω από δεκαοκτώ ετών.
Ξεχάσαμε να αναφέρουμε τα jump cut που είδαμε, μια τεχνική κινηματογραφικής σύμπτυξης του πραγματικού χρόνου μιας σκηνής.
No comments:
Post a Comment