Tuesday, October 5, 2021

Στρατής Τσίρκας: Αριάγνη

Στρατής Τσίρκας: Αριάγνη, Κέδρος 1962, σελ. 408

 


  Στην «Αριάγνη» η πλοκή τοποθετείται στο Κάιρο. Αν στη «Λέσχη», σε πρώτο πλάνο, βρισκόταν ο έρωτας της Έμμη και του Μάνου, εδώ σε πρώτο πλάνο βρίσκεται η Αριάγνη. Είναι μια γυναίκα γεμάτη αποφασιστικότητα. Πρότυπό της είχε ο Τσίρκας μια γειτόνισσά τους στην Αλεξάνδρεια, την Αριάγνη, αν και, όπως του επεσήμαναν (το διαβάζω στο «Ημερολόγιο στις Ακυβέρνητες Πολιτείες»), έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά της μητέρας του. μΗμ

  Και ο έρωτας;

  Όχι, δεν υπάρχει, ή μάλλον υπάρχει η ανάμνηση της Έμμης. Τη θέση της Έμμης έχει η Αλέγρα, όμως η σχέση του Μάνου μαζί της είναι καθαρά σεξουαλική.

  Το πολιτικό έχει περισσότερο μερίδιο θα έλεγα σ’ αυτό τον δεύτερο τόμο. Οι συσκέψεις των στελεχών και η πορεία προς τον Ευφράτη, σε μια προσπάθεια εξουδετέρωσης της δεύτερης ταξιαρχίας, είναι τα κεντρικά επεισόδια.

  Πολυπρόσωπο μυθιστόρημα όπως και η «Λέσχη», με πρόσωπα που θυμίζουν πασαρέλα σε καλλιστεία, καθώς αρκετά απ’ αυτά έχουν χαλαρή σχέση με την πλοκή. Και πού να θυμάται ο αναγνώστης ποιος είναι ο Κουρτ, όταν τη «Λέσχη» τη διάβασε πριν ένα χρόνο; (Εν τάξει, όχι όλοι, αλλά πιστεύω οι περισσότεροι).

  Υφολογικά είναι ο γνωστός Τσίρκας. Θα δούμε και εδώ τον εσωτερικό μονόλογο, ενώ δίνει το λόγο και στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Μάνου Σιμωνίδη (όπως είναι το πραγματικό επώνυμό του), υπερβαίνοντας τα όρια των δυνατοτήτων της τριτοπρόσωπης αφήγησης και αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα της πρωτοπρόσωπης. Ο αντιρατσισμός του Τσίρκα εκφράζεται στα επεισόδια με τον Γιούνες, που κι αυτός είναι πλασμένος από πραγματικό πρότυπο. Αυτός ο αράπης που ο Διονύσης, ο άντρας της Αριάγνης, δεν τον χωνεύει, όχι για άλλο λόγο παρά επειδή είναι αράπης, έσωσε την κόρη τους.

  Όταν ήμουν μικρός νόμιζα ότι αράπης είναι ο μαύρος. Τελικά είναι ο arab, ο Άραβας. Ο κυρ Γιώργος, ο πατέρας της κυρίας Πολυξένης, της αφεντικίνας μου στο φροντιστήριο αγγλικών στο οποίο δίδαξα τεταρτοετής φοιτητής αλλά και μετά που τέλειωσα το στρατιωτικό, αιγυπτιώτης, συχνά στην κουβέντα του ανέφερε τους αραπάδες, όχι με τις αρνητικές (ή τόσο αρνητικές τουλάχιστον) συνδηλώσεις οι οποίες συνόδευαν τη λέξη στη συνείδησή μου.

  Και τώρα κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.

  «-Φέρτε το κότσι, είπε ο Σεχ Σάλταμ με ύφος σκοτεινό.

Για να γλιτώσει τις ξυλιές, ο Ναμπουλιόν έπρεπε να βγει βεζίρης. Βγήκε ρεζίλης. Φέρανε τη βέργα και πήρανε σειρά. Ο στραβός τις κατέβαζε με άχτι, δεν αστοχούσε».

  Εμείς το λέγαμε μιντίρι.

  Αντιγράφω από το αυτοβιογραφικό κείμενο «Φίλοι και παιχνίδια».

  «Παίζαμε επίσης και μιντίρι. Το μιντίρι ήταν το κότσι από ένα πρόβατο ή ένα κατσίκι. Το τινάζαμε και έπεφτε με μια από τις τέσσερις επιφάνειες στην κορυφή. Οι δυο πιο μεγάλες ήταν ο ψωμάς και ο κλέφτης. Η πλευρά με ένα ελαφρύ εξόγκωμα ήταν ο ψωμάς, ουδέτερο, ενώ η πλευρά με ένα μικρό βαθούλωμα ήταν ο κλέφτης, που έτρωγε το ξύλο. Οι άλλες δυο μικρότερες πλευρές ήταν ο βεζύρης, με τη λεία επιφάνεια, που εκτελούσε, και ο βασιλιάς, με την επιφάνεια που είχε ένα μικρό βαθούλωμα, που διέτασσε.  Αν ήσουν βασιλιάς και ήταν φίλος σου ο κλέφτης διάταζες δέκα «της Ελένης». Τότε ο βεζίρης έσερνε τη βέργα σαν δοξάρι πάνω από την παλάμη του κλέφτη, σαν να ήταν λύρα ή βιολί. Αν δεν τον χώνευες, διέτασσες δέκα της βαράς φωτιάς, που ήταν όπως το ξύλο που μας έδιναν οι δάσκαλοι στο σχολείο. Υπήρχαν και «του κλέφτη», καρφωτές, που η βέργα μπηγόταν με την άκρη στην παλάμη του κλέφτη».

  «Οι άλλοι άρρωστοι του θαλάμου πετούσαν κουβέντες στα πολωνικά, θα ’ταν πειράγματα, γιατί την έβλεπα να ρουθουνίζει δύσθυμα και ν’ αποφεύγει να τους κοιτάξει. Κι εγώ δεν τους κοιτούσα. Δεν ήμασταν σε καλές σχέσεις. Από τη μέρα που μπόρεσα ν’ ανταλλάξω δυο κουβέντες μαζί τους και κατάλαβα πως όλοι τους ήταν αντισοβιετικοί, σαν ένας τοίχος από πάγο πυργώθηκε ανάμεσα στο κρεβάτι μου και τον υπόλοιπο θάλαμο».

  Καθόλου περίεργο. Οι Ρώσοι ήταν για τους Πολωνούς ότι οι Τούρκοι για μας. Για πολλά χρόνια τους είχαν υπό την κατοχή τους. Ο Σοπέν θρηνεί την κατοχή της πατρίδας του. Η σφαγή του Κάτιν έγινε πλατιά γνωστή χρόνια αργότερα.  

  «Κι ο Ρούμπυ θυμόταν ένα γράμμα του Όσκαρ Ουάιλντ: «Άνθρωποι πήγανε στον Παράδεισο για λιγότερο από τόσο». Τότε που τον φέραν απ’ τη φυλακή στο Δικαστήριο των Πτωχεύσεων, ανάμεσα σε δυο πολισμάνους. Ο Ρόμπερτ Ρος περίμενε στο μακρύ και σκυθρωπό διάδρομο, για να βγάλει σοβαρά το καπέλο του, καθώς περνούσε ο Ουάιλντ με τις χειροπέδες, σκύβοντας το κεφάλι».

  Όσκαρ Ουάιλντ είναι αυτός, δεν γινόταν να μην το καταγράψω.

  Μπορείτε να παρακολουθήσετε τη συζήτηση της Λέσχης Ανάγνωσης του Victoria Square Project την Τετάρτη 7 Οκτωβρίου, στις 6 η ώρα, μπαίνοντας στην πλατφόρμα του zoom, όχι πριν τις 6 που ανοίγει.  https://us02web.zoom.us/j/88495274000

 

No comments:

Post a Comment