Thursday, November 25, 2021

Ευγενία Φακίνου, Για να δει τη θάλασσα

Ευγενία Φακίνου, Για να δει τη θάλασσα, Καστανιώτης 2008, σελ. 249

 


  Έχουμε διαβάσει όλα τα πρώτα έργα της Ευγενίας Φακίνου για τα οποία κάναμε μια συνολική ανάρτηση με τίτλο «Ευγενία Φακίνου, ακολουθώντας τα όνειρα», και κάποια από τα μεταγενέστερά της. Αφορμή για να διαβάσουμε το «Για να δει τη θάλασσα» ήταν η κινηματογραφική μεταφορά του από την Αγγελική Αντωνίου, που παίζεται από σήμερα στους κινηματογράφους. Τίτλος της «Πράσινη θάλασσα».

  Είδα πρώτα την ταινία αφού, μια και είναι πρώτης προβολής, θα πρέπει να κάνω ξεχωριστή ανάρτηση. Την είδα εξάλλου διαδικτυακά, με ένα σύνδεσμο που μας έστειλε η εταιρία διανομής filmtrade. Όμως δεν γίνεται, καθώς είμαι ιδιοσυγκρασιακά συγκριτολόγος, να μην πραγματευτώ το μυθιστόρημα συγκριτολογικά.

  Στο μυθιστόρημα η γυναίκα είναι ανώνυμη ενώ στην ταινία είναι η Άννα. Έπαθε αμνησία, ξέρει μόνο το όνομά της, όχι όμως και στο μυθιστόρημα. Ο ταβερνιάρης στο μυθιστόρημα είναι gay, ο Ρούλα. Τον περιμάζεψε ο Μιχαήλ, ένας «ευεργέτης», καταπληγωμένο από το ξύλο που είχε φάει. Ο Μιχαήλ θα ευεργετήσει και άλλους, οι οποίοι κατά διαστήματα του φέρνουν διάφορα, όπως εκείνος με το μέλι που μοιάζει τόσο με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννη, ανακαλώντας συνειρμικά τον «Μελισσοκόμο» του Αγγελόπουλου. Στην ταινία είναι πρώην μουσικός, έπαιζε κλασική κιθάρα, ενώ στο μυθιστόρημα ήταν τραγουδιστής λαϊκών.

  Στην ταινία η Άννα δεν έχει καμιά επαφή με τους δικούς της, αφού δεν τους θυμάται εξάλλου, όμως η γυναίκα έχει με τον άντρα της. Της ζητάει να επιστρέψει. Είναι νωρίς ακόμη, του λέει, πρέπει πρώτα να ανακτήσω τις αναμνήσεις μου. Στην ταινία δεν ξέρουμε γιατί έπαθε αμνησία, στο μυθιστόρημα ξέρουμε, μετά από μια χειρουργική επέμβαση. Ο αγιογράφος εμφανίζεται τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στην ταινία. Οι γυναίκες πελάτισσες που βλέπουμε στην ταινία δεν υπάρχουν στο μυθιστόρημα. Στο μυθιστόρημα υπάρχει ο γιατρός, όμως οι υπόλοιποι θαμώνες ελάχιστα εμφανίζονται, σε αντίθεση με την ταινία. Και βέβαια η σκηνή του σεξ δεν υπάρχει στο μυθιστόρημα.

  Είναι αυτονόητο ότι το μυθιστόρημα είναι πιο πλούσιο σε πληροφορίες από την κινηματογραφική μεταφορά του. Επίσης, το έχουμε ξαναγράψει και είναι βέβαια αυτονόητο, υπάρχουν αλλαγές, προσθήκες και αφαιρέσεις. Η σκηνή του σεξ είναι μια προσθήκη στην ταινία, η απουσία του Μιχαήλ είναι μια αφαίρεση.

  Ένα χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος είναι τα διακείμενά του, με αναφορές σε κινηματογραφικά πρόσωπα. Αναφερθήκαμε ήδη στον Μαρτσέλο Μαστρογιάννη.

  Ο Θωμάς φέρνει έναν ξένο στην ταβέρνα, να τον ταΐσει η γυναίκα.

  «Βάλε του να φάει. Μπόλικο. Κι αν χρειαστεί, δώσ’ του και δεύτερη μερίδα. Και μην ξεχάσεις το κρασί. Δυστυχισμένο πλάσμα είναι. Πότης, και συνεχώς πεινασμένος. Τον βρήκα πάλι να σέρνεται κοντά στη γέφυρα. Σαν χαμένος…» (σελ. 232).

  Ο ξένος αυτός της θύμισε τον Χριστό. Μα για στάσου, όχι τον ίδιο τον Χριστό όπως τον ξέρουμε από τις αγιογραφίες, αλλά τον Χριστό από το σίριαλ «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται».

  Πριν λίγα χρόνια το είδα, υπάρχει στο youtube, διάβασα τη βιογραφία του ανθρώπου που τον υποδύθηκε, είχε καταντήσει σαν τον ξένο που έφερε ο Θωμάς στην ταβέρνα. «Είχε βρεθεί νεκρός πριν από λίγους μήνες. Μόνος, στο ερειπωμένο σπίτι όπου είχε καταφύγει… το πτώμα του είχε μείνει μέρες στο νεκροτομείο… Και ποιος ξέρει για πόσο ακόμα θα έμενε άγνωστος μεταξύ αγνώστων, αν δεν τον αναγνώριζε ένας ιατροδικαστής. Κι αυτό θα ήταν παράξενο, αν αυτός ο ιατροδικαστής δεν ήταν σύζυγος της ηθοποιού που είχε υποδυθεί τη Λενιώ, το τηλεοπτικό ταίρι του “Χριστού” στο σίριαλ» (σελ. 243).

  Στο μυθιστόρημα υπάρχει επίσης το φανταστικό, ένας ελληνικός μαγικός ρεαλισμός. Η γυναίκα βλέπει το φάντασμα μιας κοπέλας, και αργότερα και τέσσερα άλλα κορίτσια.

«Η γυναίκα άνοιξε τα μάτια της και είδε πάλι εκείνο το “κάτι” που καθόταν στο φαρδύ περβάζι, όπως την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκε σ’ αυτό το δωμάτιο. Μόνο που τώρα η φιγούρα δεν ήταν ασαφής. Είχε τη μορφή μιας νεαρής κοπέλας με σκούρο φόρεμα, που το έστρωνε με μικρές κινήσεις στα γόνατά της» (σελ. 98).

  Και κάτι ακόμη: Το βιβλίο θα μπορούσε να έχει τίτλο «Η γεύση», κατά το «Άρωμα» του Πάτρικ Ζίσκιντ. Ξεχειλίζει από συνταγές, διαβάζουμε συνέχεια για γεύσεις και για τον ενθουσιασμό των πελατών με τη μαγειρική της γυναίκας. Τον ίδιο ενθουσιασμό θα συναντήσουμε και στην ταινία.

  Η γυναίκα στο μυθιστόρημα σιγά σιγά θα ανακτήσει τις αναμνήσεις της. Κάποια στιγμή που θα νιώσει έτοιμη, θα επιστρέψει στους δικούς της. Στην ταινία την ανακτά ακαριαία μόλις «θυμάται» το βιβλίο της που καιγόταν μαζί με άλλα βιβλία του ταβερνιάρη, ο οποίος τους έβαλε φωτιά. Είναι λοιπόν συγγραφέας. Θα τη δούμε αργότερα με την εκδότριά της.

  Και τώρα κάποια αποσπάσματα.  

  «Και πεντακόσια γούρια, μαύρα. Δηλαδή καθαρά στο χέρι» (σελ. 33).

  Στην ταινία ο ταβερνιάρης της πρόσφερε τρακόσια. Βλέπετε, στο μεταξύ είχε μεσολαβήσει η κρίση.

  «Έχω χάσει τη γεύση μου, είπε λυπημένη η γυναίκα» (σελ. 38).

  Το ίδιο και στην ταινία. Σίγουρα όμως δεν ήταν από κορονοϊό. Όταν θα την ξαναβρεί, η γεύση θα της ανακαλέσει συνειρμικά τις αναμνήσεις της.

  «Με ρίγανη κι αλάτι παστώθηκε το κεφάλι του Βελουχιώτη για να μη μυρίσει, όσο οι αντίπαλοι το περιέφεραν στα χωριά της Ρούμελης, προς συνετισμό των συμπαθούντων. Συνοδεία οργάνων. Θυμήθηκε και απόρησε και πάλι με τον εαυτό της. Θυμόταν λεπτομέρειες από το βιβλίο του Χαριτόπουλου και δε θυμόταν πώς την έλεγαν» (σελ. 60-61).

  Η ρίγανη της δημιούργησε τον συνειρμό.

  Και σε άλλους τα φαγητά της γυναίκας εκλύουν συνειρμούς: «Θα βρισκόταν πάλι σε μια εποχή όπου όλα τα όνειρα μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα. Κι αυτός να φαντάζεται ότι θα γίνει δάσκαλος κι όχι μηχανικός αυτοκινήτων. Αλλά ας όψεται η φτώχεια και η ανάγκη» (σελ. 86).

  Κάποιοι βέβαια τα κατάφεραν, διαβάζουμε συχνά γι’ αυτούς, πάρα πολλοί όμως όχι.  

  «Όλα τα κάμνω. Από ζωγραφική έως φύλακας στη σίκαλη» (σελ. 165).

  Το διακείμενο εδώ είναι το μυθιστόρημα του Σάλινγκερ.  

  Αντιγράφω από την ανάρτησή μου για τη «Μεγάλη Πράσινη»:

    «Η περιπλάνησή της θα την οδηγήσει σε μια ερημική παραλία. Ξαφνικά θα ξανακούσει τις φωνές των ναυτών και θα δει το πλοίο που πρωτοείδε τη φοβερή εκείνη νύχτα καταιγίδας, όταν έφυγε από τον Μιστρά, και θα κατευθυνθεί προς τη θάλασσα, σαν άλλος Εμπεδοκλής προς το χείλος του Βεζούβιου».

  Και τώρα από το βιβλίο.

  «Σε λίγο όλη η παραλία έμοιαζε να πλέει. Πρώτα άκουσε τις ψιθυριστές φωνές των κωπηλατών κι έπειτα φάνηκε το πλοίο. Σιωπηλό σαν φάντασμα, πλησίαζε τη στεριά και μέσα από την ομίχλη πρόβαλλε η πλώρη του με το ξύλινο σκαλιστό πουλί.

  Έλα, της ψιθύρισαν.

  Κι επειδή πολύ καιρό τώρα το περίμενε κι ήξερε σίγουρα ότι ήταν αυτό, κι επειδή θ’ αναγνώριζε τις ψιθυριστές φωνές των κωπηλατών του ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες, σηκώθηκε, τίναξε την άμμο από το κορμί της και χωρίς κανένα δισταγμό προχώρησε προς το πλοίο. Και η γυναίκα αναρωτήθηκε αν αυτή ήταν μια δικιά της ανάμνηση ή κάποιας άλλης. Λες;» (σελ. 217-218).

  Σίγουρα κάποιας άλλης, της Ιωάννας. Δυστυχώς δεν έχω πια το βιβλίο για να κάνω αντιπαραβολή.

  «Κι έγινε αφορμή να θυμηθεί η γυναίκα τη μεγάλη πυρκαγιά της Ικαρίας, τότε που το νησί καιγόταν για μέρες. Και οι κάτοικοι έτρεχαν με κλαριά στα χέρια και πάλευαν με τις φλόγες. Είχαν καεί άνθρωποι τότε. Και ο αγωνιστής του Πολυτεχνείου ανάμεσά τους. Εκείνος που τον είχαν ψάξει με τόση επιμονή παλιότερα, εκείνος που γλύτωσε από τα βασανιστήρια της χούντας, πήγε στην Αμερική και ξαναγύρισε στον τόπο του, για να χαθεί από το ίδιο πάθος και την ίδια αυταπάρνηση. Τόσα χρόνια αργότερα» (σελ. 223).

  Ίδια αυταπάρνηση;

  Πιο κάτω διαβάζουμε:

  «Τον βρήκαν με τους δυο φίλους του και τους τρεις γέροντες που είχαν πάει να σώσουν» (σελ. 224).

  «Έλα Αστραδενή, θα χάσουμε το βαπόρι, ακούστηκε η φωνή του πατέρα της».

  «Αστραδενή» είναι ο τίτλος του πρώτου μυθιστορήματος της Φακίνου.

  Μπορείτε είτε να δείτε την ταινία είτε να διαβάσετε το μυθιστόρημα. Μπορείτε βέβαια και τα δυο, όπως εγώ.

 

No comments:

Post a Comment