Friday, April 8, 2022

Νίκος Ψιλάκης, Η κραυγή των απόντων

Νίκος Ψιλάκης, Η κραυγή των απόντων, Καρμάνωρ 2021 (Ηράκλειο), σελ. 461

 


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ιεράπετρα 21ος αιώνας», 24-3-2022 και στο Λέξημα.

 

  Έχουμε ήδη παρουσιάσει τα μυθιστορήματα του Νίκου Ψιλάκη «Πολυφίλητη» και «Και οι θάλασσες σωπαίνουν».

  Δεν νομίζω να έχει γραφεί μυθιστόρημα που να έχει σαν κεντρικό επεισόδιο την «φιλοξενία» (διάβαζε: αιχμαλωσία) του τρίτου σώματος στρατού από τους γερμανούς κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Ήταν η εποχή του Διχασμού και ο γερμανόφιλος βασιλιάς παράδωσε κυριολεκτικά το σώμα στους γερμανούς, σε μια στρατηγική ουδετερότητας της χώρας η οποία στην πραγματικότητα ήταν φιλογερμανική.

  Ο Ψιλάκης γράφει το μυθιστόρημά του χρησιμοποιώντας αφηγήσεις ατόμων που βρέθηκαν σ’ αυτό το σώμα. Στο επίμετρο καταλήγει: «Άραγε, πόσες ιστορίες χωρούν σ’ ένα μυθιστόρημα;». Σ’ αυτό πάντως χώρεσαν τέσσερις. Από τις πιο εντυπωσιακές, εκείνη από τη μάχη της Κρήτης.

  Ξέρω κι εγώ μια ιστορία, χωρίς όμως λεπτομέρειες. Ο χωριανός μου ο Πλεξούσης (δεν θυμάμαι το μικρό του) καμάρωνε για τα γερμανικά του. Μας είπε ότι έκαναν μαθήματα γερμανικής στους στρατιώτες που ήθελαν. Όμως κάποτε που συνομίλησε με ένα γερμανό τουρίστα και τον ρώτησα μετά πώς πήγε η συνομιλία, μου είπε «Νομίζει ότι ξέρει γερμανικά». Ήταν η εποχή της χούντας, πενήντα τόσα χρόνια μετά, πού να τα θυμάται ο άνθρωπος.

  Ο Ψιλάκης είναι δεξιοτέχνης στη δημιουργία σασπένς. Στο «τώρα» της ιστορίας, που είναι η εποχή της χούντας, βάζει την Εβελίνα να επισκέπτεται το φωτογραφείο του Φίλιππου Δαμιλά. Το μάτι της καρφώνεται σε μια φωτογραφία που στολίζει τη βιτρίνα. Θα ξαναπεράσει. Και πάλι θα ξαναπεράσει. Γιατί άραγε;

  Το ερώτημα θα απαντηθεί στο τέλος του μυθιστορήματος, το οποίο ξεκινάει το 1909, με τον Δαμιλά να πηγαίνει στην Αμερική. Θα επιστρέψει εθελοντής για τους βαλκανικούς. Θα βρεθεί στο τρίτο σώμα στρατού και από εκεί στη Γερμανία.

  Και σ’ αυτό το μυθιστόρημα ισοζυγιάζεται το στόρι με το φόντο. Μαθαίνουμε πάρα πολλά για τη ζωή των «φιλοξενουμένων» ελλήνων εκεί. Όσο για το στόρι, είναι μια συναρπαστική ιστορία αγάπης.

  Πολλά ειδύλλια πλέχτηκαν τότε ανάμεσα σε γερμανίδες, καθώς οι άντρες ήταν στο μέτωπο, και έλληνες, που σαν «φιλοξενούμενοι» είχαν το δικαίωμα εξόδου από το στρατόπεδο. Ένα τέτοιο ήταν και το ειδύλλιο του Φίλιππου και της Μάρλις. Όμως δεν έμελλε να ευοδωθεί. Πλέχτηκε μια μηχανορραφία εις βάρος του που είχε σαν αποτέλεσμα να χωρίσουν.

  Το κουβάρι των αποκαλύψεων ξετυλίγεται σιγά σιγά. Να μην κάνω όμως «σπόιλερ», όπως λέμε στις κινηματογραφικές κριτικές, και να αποκαλύψω το τέλος, ποια ήταν η Πηνελόπη που παρουσιαζόταν σαν Εβελίνα, ποιος ήταν ο Αλέξανδρος που άφησε τα κόκκαλά του στην αφρικανική έρημο, σαν αεροπόρος της Luftwaffe. 

  Και πάλι ο Ψιλάκης προτιμά την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Τρία είναι τα πρόσωπα που αφηγούνται, κυρίως ο Φίλιππος Δαμιλάς και λιγότερο ο γερμανός φωτογράφος Γκύντερ Ζόμμερ που κοντά του απογείωσε την τέχνη του, και ο Μύρων Παλλαδάς που συλλέγει τα απομνημονεύματά τους. 

  Διαπιστώσαμε για άλλη μια φορά τη μουσικότητα του λόγου του Ψιλάκη. Όμως αυτή τη φορά δεν είδα να κυριαρχεί ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, ή τουλάχιστον δεν έπεσαν πολλοί ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι στην αντίληψή μου, όμως είδα σε πολύ μεγαλύτερη πυκνότητα τα άλλα μέτρα, τροχαίο, ανάπαιστο, δάκτυλο και αμφίβραχυ. Και έκανα τη σκέψη διαβάζοντας το μυθιστόρημα, ότι ο ίαμβος και ο τροχαίος (διαδοχή άτονης/τονιζόμενης συλλαβής και αντίστροφα) είναι σαν μια μουσική κρουστών, ενώ τα υπόλοιπα μέτρα που είναι τρισύλλαβα είναι σαν μια μελωδία εγχόρδων. Δείγματα θα παραθέσω στο τέλος, όπως κάνω πάντα.

  Και τώρα κάποια αποσπάσματα από το μυθιστόρημα, με σχολιασμό.

  «Λένε πως το ατίμασμα του οχτρού δεν φεύγει, όλα μπορεί να περάσουν, να γιατρευτεί το σώμα, να γιατρευτεί η ψυχή, μα το μαγάρισμα από Τούρκο δεν περνά. Κι αν μαθευτεί, δεν ξεπλένεται, παρά μονάχα με το θάνατο. Όχι μόνο του βιαστή, αυτόν πού να τον εύρεις; Μα και της ατιμασμένης, για να μην ντρέπεται το σόι» (σελ. 56-57).

  Όλο αυτό θυμίζει ισλάμ.

  «Ξέρετε κύριε Μύρο ότι ο Σαμπίν [ανακάλυψε το εμβόλιο της πολιομυελίτιδας] δεν πήρε ούτε δεκάρα από το εμβόλιο;… Αρνήθηκε λέει να το πατεντάρει γιατί ήθελε να το κάμει δώρο στην ανθρωπότητα» (σελ. 65-66).

  Δεν χρειάζεται να σχολιάσω εδώ.

  «Έτυχε να παγώσει κι ένας φαντάρος στη σκοπιά στις 14 του μήνα, σαν παγοκολόνα τον σήκωσαν τον κακομοίρη και τον πήραν, ξυλιασμένο.

  Μου θύμισε δυο ταινίες, «Το παγωμένο λουλούδι» και «Η μάχη στη λίμνη Τζιανγκτζίν».   

  «Δεν ήξερα αν ήταν κάλεσμα της καρδιάς ή μονάχα της σάρκας, κι ύστερα πάλι έλεγα πως όλα, και η καρδιά και η ψυχή και η σάρκα, σμίγουνε σε ένα και ένα λογούνται» (σελ. 124).

  Καζαντζακικός απόηχος.

  Κι άλλος ένας: «Βλέπεις πάλι το θάμα και λες: θάνατος και ανάσταση είναι ένα» (σελ. 206-207). Υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι στο μυθιστόρημα.

  «Φωτογραφία δεν είναι ο τρόπος που βλέπει η μηχανή τα πράγματα αλλά ο τρόπος που βλέπει ο φωτογράφος τον κόσμο. Εκείνος επιλέγει τη γωνία λήψης, το θέμα, το φως» (σελ. 129).

  Θα διαβάσουμε πολλά αποσπάσματα για την τέχνη της φωτογραφίας.

  «…η ταινία πρέπει να έχει έρωτα, να έχει και happy end».

  Προσυπογράφω απόλυτα, αυτές οι ταινίες μου αρέσουν.

 «Είχε αφήσει την τελευταία του πνοή στο Δυτικό Μέτωπο, τον Μάιο του 1915» (σελ. 194).

Ο Πάουλ Μπάουμερ το 1918 («Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο»).

  «Όχι πως έπινε πολύ, αλλά κάθε που επέστρεφε από τη δουλειά γέμιζε ένα ποτηράκι και το κατέβαζε μονορούφι» (σελ. 319).

  Ο πατέρας μου γύριζε ανάστροφα την μποτίλια και ρουφούσε δυο τρεις γουλιές.

  «Θυμάμαι τον δόκτορα Χέρμαν Μπρέμερ που έλεγε πως οι πόλεις προκαλούν τη νόσο και η εξοχή τη γιατρεύει» (σελ. 351).

  Τα ίδια μου έλεγε πριν λίγο σε τηλεφωνική μας συνομιλία η φίλη μου η Ελένη Ρ.

  «… η Ντόροθυ θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να καταδεχτεί να της δώσουν ελεημοσύνες. Της μήνυσε ότι τις λίρες αυτές τις είχε πάρει δανεικές από τον Ρόμπερτ πριν από πολλά χρόνια» (σελ. 364).

  Το ίδιο είδα και στην ταινία «Η μπαλάντα της λευκής αγελάδας».

  «Το ίδιο και οι λέξεις, όπως όταν θέλεις να κάμεις απολογισμό και προτιμάς την κυριολεξία από την ποίηση» (σελ. 403).

  Το ίδιο κι εγώ, προτιμώ την κυριολεξία από την ποίηση, γι’ αυτό διαβάζω ποίηση μόνο φίλων.

  «Ο βιολάτορας ήταν τυφλός» (σελ. 415).

  Μπορεί να ήταν και το Στραβογιαννιό, χωριανός μου.

  «Αδέλφι, σε λιγώθηκα, είπε· όχι πεθύμησα, όχι νοστάλγησα· ολιγώνομαι, το παμπάλαιο ρήμα. Κι εγώ σε λιγώθηκα, Φραγκιά» (σελ. 427).

  Te hecho de menos λένε και οι ισπανόφωνοι. Μenos θα πει λιγότερο.

  Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι:

Λέξεις ακυοφόρητες κι αγέννητες ακόμη (σελ. 49)

Πάντα με το χαμόγελο και την καλή κουβέντα (σελ. 65)

Την ώρα που το άνοιγα έπεσε μια οβίδα (σελ. 194)

Τους πρώτους της μηνύτορες, ίριδες κι ανεμώνες (σελ. 273)

Ρώτησε ξαναρώτησε, απάντηση δεν πήρε (σελ. 285)

Άλικη την ανατολή, άλικη και τη δύση (σελ. 448)

  Και τώρα δείγματα από τα άλλα μέτρα.

Ραγισμένος ο ύπνος μου (ανάπαιστος, σελ. 165)

Τότε που όλες τις νύχτες μου/ (δάκτυλος) τις περνούσα στον στρατώνα (τροχαίος, σελ. 165)

Τον ήχο μιας πόρτας που κλείνει για πάντα (αμφίβραχυς, σελ. 242)

  Επινοητικός στην πλοκή, γλαφυρός στην αφήγηση, ο Ψιλάκης μας έδωσε πάλι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα.

 

No comments:

Post a Comment