Monday, June 6, 2022

Δημήτρη Χατζή, Το διπλό βιβλίο

Δημήτρη Χατζή,  Το διπλό βιβλίο, Το Ροδακιό, 1999, σελ. 196

 


  Το «Διπλό βιβλίο» θα το συζητήσουμε αύριο Τρίτη στη Λέσχη Ανάγνωσης του Victoria Square Project. Μπορείτε να παρακολουθήσετε τη συζήτηση διαδικτυακά μέσω zoom. Θα βρείτε το σύνδεσμο για το Zoom εδώ με κωδικό 510493.  

  Το «Διπλό βιβλίο» έχει αναγνωριστεί ως ένα από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Δεν θα ρισκάρω να αναφέρω το όνομα του βιβλιοκριτικού, καθ’ όλα έγκριτου, που το έθαψε όταν πρωτοκυκλοφόρησε, εξάλλου δεν είμαι εντελώς σίγουρος για το όνομά του. Τότε με εξέπληξε, όμως όχι τώρα, ξέροντας ότι ο κορυφαίος κριτικός του 19ου αιώνα, ο Σάμιουελ Τζόνσον, έθαψε τα κορυφαία μυθιστορήματα του αιώνα του, τον «Τομ Τζόουνς» του Χένρι Φίλντινγκ και το «Τρίστραμ Σάντι» του Λώρενς Στερν. Είναι πια πεποίθησή μου το «De gustibus non est disputandum», ή αλλιώς «περί ορέξεως κολοκυθόπιττα». Φίλος θάβει το «Άξιον εστί» το οποίο θεωρείται από τα κορυφαία αριστουργήματα της νεοελληνικής ποίησης. Ας μη βάζουμε στον προκρούστη του γούστου μας τα έργα που διαβάζουμε και να τα κρίνουμε ανάλογα. Πιο ειλικρινής ήταν ο Κουμανταρέας που είπε ότι ο Φώκνερ είναι ένας συγγραφέας που «δεν του πάει». Δεν είπε ότι είναι κακός, υπερτιμημένος κ.λπ., είπε ότι «δεν του πάει». Αργότερα του πήγε, μάλιστα μετάφρασε και κάποιο βιβλίο του.

  Στις κινηματογραφικές κριτικές μου προσπαθώ να χρησιμοποιώ το «μου άρεσε» ή «δεν μου άρεσε», και όταν λέω ότι κάποια ταινία είναι «καλή» ή «κακή», εννοώ πάντα, «κατά τη γνώμη μου». Κάποιες φορές το γράφω κιόλας, όταν βλέπω ότι η γνώμη μου αποκλίνει από τη γνώμη των περισσότερων (βαθμολογία στο IMDb).

  Η στόφα του Χατζή είναι η στόφα του διηγηματογράφου. Το πρώτο του βιβλίο ήταν το μυθιστόρημα «Φωτιά», ενώ ακολούθησαν τρεις συλλογές διηγημάτων. Και το «Διπλό βιβλίο» στην πραγματικότητα είναι διηγήματα που τα έχει ενοποιήσει με έξυπνο τρόπο ο συγγραφέας, μέσω ενός πρωτοπρόσωπου αφηγητή ο οποίος αφηγείται την ιστορία του στον συγγραφέα ο οποίος την παραθέτει. Στην «Τελευταία αρκούδα του Πίνδου» αφηγείται την ιστορία ενός άλλου, του φίλου του του Σκουρογιάννη. Μάλιστα η Μέμη Σπυράτου που τη μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το 1990 γράφει (στα γράμματα της αρχής) ότι το σενάριο βασίστηκε στο ομώνυμο διήγημα του Δημήτρη Χατζή.

  Στο «Ρέκβιεμ για ένα μικρό ράφτη» έχουμε την ιστορία του ράφτη που οργανώθηκε στην αντίσταση για να υποστεί μετά όσα υπέστησαν και τόσοι άλλοι αγωνιστές, και να οδηγηθεί τελικά στη δήλωση, όπως και τόσοι άλλοι αγωνιστές.  

  Στην «Αναστασία των Μολάων» έχουμε την ιστορία της Αναστασίας.  Η Αναστασία είναι μια αλλοπαρμένη κοπέλα. Την επισκέπτονται πουλιά. Στο μυαλό της. Ο έρωτας θα είναι ματαιωμένος. Θα κάνει τον συμβιβασμό της.

  «Ο Βασίλης δεν είταν ο έρωτας, δεν ήταν κανένα ζευγάρωμα της διπλής μου ζωής, το σταμάτημά της είταν. Είπα: -Αναστασία, κουράστηκα, φοβάμαι, δεν έχω κανέναν, άμα θα φύγει κι ο Κώστας. “Ας την πάω κάπου τη φτωχή μου τη μοίρα, μονάχα αυτήν, χωρίς την άλλη. Δεν έχει άλλο, δεν έχει παραπέρα για σένα”. Έτσι είπα. Και τότες – άμα το πεις μια φορά, πουλιά από κείνα δεν έρχονται πια. Δεν είναι δικά σου, να τα καλέσεις, να τα ζητήσεις όποτε θέλεις- εσύ είσαι δική τους, εκείνα διαλέγουν».    

  Το μυθιστόρημα υποτίθεται ότι είναι η αφήγηση του Κώστα στον συγγραφέα. Μάλιστα αναφέρεται σ’ αυτόν, κάνοντάς τον κατά κάποιον τρόπο ενδοδιηγητικό.

  «Και τότες έρχεται ο συγγραφέας ο φίλος μας, αυτός που γράφει και τούτη την ιστορία. Αρχίζει τώρα να φανερώνεται κι ο χαλασμός ο δικός του. Την γράφει, την πάει  την ιστορία του και να την τελειώσει δεν ξέρει. Διχασμένος, μοιρασμένος…».

  Με την αφήγησή του δίνεται μια εικόνα της μεταπολεμικής Ελλάδας, των συνθηκών ζωής και της πάλης για την επιβίωση η οποία οδήγησε πολλούς να εγκαταλείψουν τα χωριά τους (το χωριό του αφηγητή είναι το Ντομπρίνοβο, αλλιώς Ηλιοχώρι) και να πάνε στις πόλεις. Ο ίδιος έφυγε από το ξυλουργείο το Βόλου και πήγε μετανάστης στη Γερμανία. Στην αρχή του βιβλίου θα δούμε τις εργασιακές συνθήκες στις οποίες ζει και την προσωπική του ζωή. Από το σεξ του φίφτι φίφτι θα περάσει στον έρωτα, για να εγκαταλειφθεί και αυτός.

  Κορυφαίο βέβαια κεφάλαιο είναι η «Τελευταία αρκούδα του Πίνδου».

  Δεν θέλει να ανοίξει επιχειρήσεις, θέλει να ζήσει στο χωριό του με τη σύνταξή του.

  Και η τελευταία αρκούδα;

  «Άπλωσε πια και το χέρι του – μια χούφτα ζάχαρη. Η αρκούδα πήγε και το ’γλειψε. Και την άλλη μέρα – και την παράλλη, κ’ έμεινε δίπλα του, περιμένοντας. Και τότες αυτός άπλωσε τα χέρια του και της αγκάλιασε το κεφάλι. Το ζώο τ’ άφησε μ’ εμπιστοσύνη μέσα στα χέρια του. Ξεχείλισμα της δικής του λύπης, της μοναξιάς, της απελπισιάς του – έσφιξε τ’ αγαπημένο κεφάλι μέσα στα χέρια του. Η αρκουρίτσα τανύστηκε – ένιωσε μέσα στα χέρια του το σπαρτάρισμα του αζευγάρωτου θηλυκού. Έτσι όπως είτανε έσκυψε και το φίλησε στο κούτελο, το ζώο μούγκρισε, στα δικά του μάτια ανεβήκαν τα δάκρυα, τόσον καιρό κρατημένα». 

  Η Μέμη Σπυράτου, έκανε άσκημα που αναμετρήθηκε με το διήγημα γυρίζοντας την ομώνυμη ταινία. Είναι δυνατόν να μη δούμε την αρκούδα;

  Το «Διπλό βιβλίο» με συνεπήρε το ίδιο όπως και τότε που το πρωτοδιάβασα, όταν κυκλοφόρησε. Δεν συνέβη το ίδιο και με τις «Ακυβέρνητες πολιτείες», τις οποίες συζητήσαμε επίσης στη Λέσχη Ανάγνωσης του Victoria Square Project. Τελικά ο μοντερνισμός «δεν μου πάει», τουλάχιστον για δεύτερη ανάγνωση. Με ενθουσίασε ο «Άνθρωπος χωρίς ιδιότητες» του Ρόμπερτ Μούσιλ, όμως δεν είχα καμιά διάθεση να τον ξαναδιαβάσω, έτσι τον χάρισα στο φίλο μου τον Μανόλη τον Πρατικάκη.

  Το «Διπλό βιβλίο» με συνεπήρε τόσο πολύ ώστε αποφάσισα να διαβάσω και το πρώτο βιβλίο του Χατζή, την «Φωτιά», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γκοβόστη το 1946.

  Ας αυτοβιογραφηθώ άλλη μια φορά, όχι στο περίπου άσχετο αυτή τη φορά.

  Έχω δυο αναμνήσεις από τον Δημήτρη Χατζή, η μια καλή, η άλλη κακή.

  Σε μια αριστερή οργάνωση που ήμουνα τότε, κάναμε συζητήσεις για τη λογοτεχνία. Η ηγεσία, εκτός από το φίλο μου τον… (ας μην αναφέρω το όνομά του) ήταν ζντανοφικοί: ο θετικός ήρωας, η λογοτεχνία που πρέπει να αγγίζει τις μάζες… Τον αντίλογό μου στους ζντανοφικούς θέλησε να τον καταγράψω σε ένα κείμενο το οποίο θα είχε σαν θέμα γιατί κάποιες εποχές η υψηλή λογοτεχνία αγκαλιάζει τις μάζες («Ερωτόκριτος») ενώ κάποιες άλλες τις αφήνει αδιάφορες (Σεφέρης. Ας μην ήταν ο Θοδωράκης και σου ’λεγα εγώ). Το κείμενο αυτό τελικά αναπτύχθηκε στην «Λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας». Γράφηκε το 1981 αλλά κυκλοφόρησε το 1990.

  Πού κολλάει εδώ ο Χατζής;

  Στο «Κέντρο Ζωής και Πολιτισμού» που είχαμε τότε στην Καλλιθέα ήλθε και έκανε μια διάλεξη. Δεν θυμάμαι ακριβώς το θέμα αλλά έλεγε ακριβώς αυτά που υποστηρίζαμε εγώ και ο φίλος μου. Και το καταχάρηκα.

  Και η κακή ανάμνηση.

  Μας έστειλε η οργάνωση εμένα και τον φίλο μου τον Κώστα τον Οικονόμου να πάμε σπίτι του να συζητήσουμε για κάτι, δεν θυμάμαι τι. Κτυπήσαμε την πόρτα. Μας άνοιξε. -Είμαστε από τη Νέα Αριστερά, του είπαμε. -Α, απάντησε βαριεστημένα, κάνοντας σαφές ότι η επίσκεψή μας δεν του ήταν ευχάριστη. Εγώ, τηρώντας κάποια ελάχιστα προσχήματα, άρχισα να κατεβαίνω τις σκάλες. Ο φίλος μου επέμενε να συνεχίσει τη συζήτηση. Βλέποντας ότι είχα φύγει αναγκάστηκε να με ακολουθήσει. Του έβαλα της φωνές όταν βρεθήκαμε στο δρόμο.

  Εν τάξει, δεν ήταν προσωπικό, δεν ξέρω τι μπορεί να είχε μεσολαβήσει πιο πριν και έδειξε τέτοια απροθυμία να μας δει.

  Και τώρα κάποια αποσπάσματα.

  «Είμαι καταναλωτής, θα πει πως υπάρχω».

  Θα μπορούσε ο Χατζής να το κάνει μια ακόμη παράφραση του γνωστού καρτεσιανού «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Πώς; Γράφοντας «Καταναλώνω, άρα υπάρχω».  

  «Και τότες ο Σκουρογιάννης, γυρίζοντας στο Ντομπρίνοβο πού ’χε ερημώσει, μπορούσε πια να το ξέρει πώς ο τόπος αυτός ήταν ο τόπος της τελευταίας, της τελειωτικής ερημίας. Ανύπαρκτος τόπος. Πώς είκοσι χρόνια παιδεύτηκε, ονειρεύτηκε, σ’ αυτόν τον ανύπαρκτο τόπο να φτάσει…».

  Μου θύμισε τον «Γυρισμό του ξενιτεμένου» του Σεφέρη (αυτό που λέγαμε).

  Δεν συμβαίνει το ίδιο με όλους. Πολλοί χωριανοί μου, παίρνοντας τη σύνταξή τους, κατέβηκαν στο χωριό. Και είναι ενθουσιασμένοι με τη ζωή εκεί, την Αθήνα δεν την θέλουν καθόλου. Το Κάτω Χωριό της Ιεράπετρας δεν είναι όποιο κι όποιο.

  -Γιατί δεν κατεβαίνεις κι εσύ; Με ρωτούν.

  -Έλα ντε. 

  «Δεν μας φέραν στη Γερμανία για τεχνίτες, όπως νόμιζε ο καημένος ο πατέρας μου -Μάθε καλά την τέχνη, έξω που πας αυτό χρειάζονται εκεί… Για χαμάληδες μας φέραν, χαμάληδες μας έχουν».

  Διαφορά: Εμείς τους πακιστανούς δεν τους φέραμε για χαμάληδες, μόνοι τους ήλθαν.

  Κάποιες φορές παραθέτω τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβος που συναντάω. Εδώ δεν έπεσε κανένας στην αντίληψή μου, όμως είδα να κατακλύζεται το βιβλίο του Χατζή, ιδιαίτερα στα τελευταία κεφάλαια, από τρίμετρα μέτρα, αμφίβραχυς, ανάπαιστος, δάκτυλος. Θα παραθέσω κάποια δείγματα.

  «Ανεβήκαν τα δάκρυα τόσον καιρό κρατημένα» (από το απόσπασμα που παραθέσαμε πιο πάνω, ανάπαιστος).

  «Τέλος λοιπόν από μένα» και «έφερε μέσα απ’ τη μάντρα το τρίκυκλο» (δάκτυλος).

  «Τη νύχτα κρυφά στην αυλή μας» και «Την ώρα που τρώγαμε εγώ κι ο πατέρας μου» (αμφίβραχυς).

  Αν δεν έχετε διαβάσει το διπλό βιβλίο, θα σας συνιστούσα να το διαβάσετε.

 

 

 

No comments:

Post a Comment