Monday, July 22, 2024

Κούπριν, Γιάμα

 

Κούπριν, Γιάμα (μετ. Στέλλα Βουρδουμπά) εκδόσεις Δαρεμά 1963, σελ. 259

 


  Κάθε φορά όταν σχολάγαμε, αντί να παίρνω το ποδήλατο και να κατευθυνθώ βόρεια, προς το χωριό μου, πήγαινα νότια, στο κέντρο της Ιεράπετρας. Σταματούσα μπροστά στο πρακτορείο εφημερίδων της κυρίας Σοφίας Αεράκη και κοίταζα τη βιτρίνα, μήπως είχε έλθει κανένα καινούριο βιβλίο. Μετά πήγαινα μέσα και κοίταζα τον πάγκο, όπου ήταν αραδιασμένα.

  Στα έξι χρόνια που ήμουν μαθητής αγόρασα αρκετά βιβλία. Χάρη σ’ αυτό το πρακτορείο διάβασα όλα τα μεγάλα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι, σχεδόν όλο τον Νίτσε, πεζές μεταφράσεις των έργων του Σαίξπηρ, μπόλικο Κρόνιν, και αρκετά άλλα που δεν έχει νόημα να τα αναφέρω εδώ.

  Δεν διάβασα όλα όσα αγόρασα. Τους «Αντάρτες» του Μπαλζάκ τους διάβασα πριν λίγα χρόνια. Τη Γιάμα του Κούπριν (το μικρό του, Αλεξάντρ, δεν υπάρχει στην έκδοση αυτή, το έμαθα πολύ αργότερα) δεν την διάβασα. Τώρα, σκαλίζοντας τη βιβλιοθήκη μου στο χωριό, την ανακάλυψα και είπα να τη διαβάσω.

  Γιάμα σημαίνει λάκκος.

  Και τι είναι αυτός ο λάκκος;

  Η Τρούμπα μιας πόλης της ρωσίας.

  Καλύτερος τίτλος θα ήταν выгребная яма, βόθρος. Θα ήταν πιο δηλωτικός του περιεχομένου.

  Διάβασα τη βιογραφία του Κούπριν στη βικιπαίδεια και θα παραθέσω αποσπάσματα.

  In 1908 Kuprin started working on The Pit, his most ambitious and controversial work. The first part of this novelistic study of prostitution appeared in 1909, the second in 1914, and the third in 1915.[36] Part I, as it came out, provoked widespread controversy; parts II and III were met with almost universal indifference. Kuprin, who could not decide, apparently, whether his novel should be a documentary or fiction, either oscillated between the two or attempted to combine them in an artificial way. "He is more successful when in documentary vein, and so Part I, with its details of life in the brothel, is by far the best," argues Luker. [Ο βιογράφος του]. The novel was criticized by some Russian critics and authors (Leo Tolstoy among them) for excessive naturalism; among those who admired it was the young Nina Berberova.

  Πριν πέντε μέρες έκανα μια ανάρτηση όπου έγραφα ότι, όπως μου έλεγε πολλές φορές η πρώην γυναίκα μου, διαφέρω από τους άλλους ανθρώπους, και έγραφα περιπτώσεις. Πρόσθεσα ακόμη μία, πιο ειδική όμως: Εμένα μου άρεσαν περισσότερο το δεύτερο, και ιδιαίτερα το τρίτο μέρος. Στο πρώτο, με τη ζωή στο μπουρδέλο, χανόμουνα στα πολλά ονόματα. Ακόμη, με κάπου πέντε χρόνια διαφορά ανάμεσά τους, βλέπω ότι συχνά μιλάει περιφρονητικά για τις πόρνες, ενώ στα άλλα δυο με περισσότερη κατανόηση και συμπάθεια.

  Τις ήξερε;

  Πριν προχωρήσω θα παραθέσω ένα ακόμη απόσπασμα.  

  In the mid-1900s their relationships [με την πρώτη του γυναίκα] deteriorated, Kuprin's alcohol abuse being the major reason. On one occasion, outraged by his behavior in the company of drunkards and prostitutes whom he brought to their dacha, Maria Karlovna crashed a decanter over his head. Another incident when, during an ugly row, he tried to set her dress on fire, proved to be their last: in 1907 the couple divorced.

  Εν τάξει, αλκοολικός, μεθυσμένος, αλλά και να κουβαλήσει σπίτι του, μπροστά στη γυναίκα του, μια παρέα μεθυσμένους φίλους και πόρνες, πήγαινε πολύ.

  Πέρα από τα στερεότυπα που υπάρχουν για τις πόρνες, και που απέχουν αρκετά από την πραγματικότητα γιατί οφείλονται εν πολλοίς σε ένα χριστιανικό «βλέμμα», είναι και το πώς τις βλέπει κανείς. Διαφορετικά τις βλέπει ο Μωπασάν (Boule de suif, Maria no oyuki 1935), ο Ντοστογιέφσκι (γίνεται τρεις τέσσερις φορές αναφορά στη Σόνια Μαρμελάντοβνα, την αγία πόρνη στο «Έγκλημα και τιμωρία», ο Τολστόι («Ανάσταση») και εγώ, και διαφορετικά ένας πακιστανός μουσουλμάνος. Και, όπως έγραψα ήδη,  διαφορετικά τις βλέπει το 1908 από ό,τι τις βλέπει μετά από έξι χρόνια.

  Θα παραθέσω άλλο ένα απόσπασμα.

  "The Jewess" (1904), demonstrating Kuprin's profound sympathy for this persecuted minority in Russian society at a time when pogroms were regular occurrences in the Russian South West.

  Περίεργο.

  Συμπαθεί τους εβραίους και παρόλα αυτά βάζει σαν κεντρικό πρόσωπο έναν εβραίο trafficker, που μάλιστα δεν διστάζει να πουλήσει τη γυναίκα του σε ένα μπουρδέλο, την οποία σκόπιμα δεν άγγιξε για να παραμείνει παρθένα, γιατί έτσι θα την πουλούσε σε καλύτερη τιμή. Δεν ήξερε άραγε την τάση γενίκευσης που έχουν οι άνθρωποι, πράγμα που θα είχε σαν αποτέλεσμα να θεωρήσει ο αναγνώστης ότι οι διακινητές στην πλειοψηφία τους είναι εβραίοι, και να προκαλέσει έτσι αντισημιτικά αισθήματα ή να οξύνει τα ήδη υπάρχοντα; Ακόμη και αν είχε υπόψη του έναν εβραίο διακινητή, στο μυθιστόρημά του δεν έπρεπε να τον βάλει να είναι εβραίος.

  Στο πρώτο μέρος βλέπουμε δεικτικά επεισόδια, που εικονογραφούν τη ζωή στο μπουρδέλο, ενώ στο δεύτερο και στο τρίτο διαβάζουμε ιστορίες με σασπένς, ένας από τους λόγους που μου άρεσαν περισσότερο.

  Όμως θα πούμε περισσότερα παραθέτοντας αποσπάσματα από το βιβλίο.

  «Είσαι μια παράξενη κοπέλα, Ταμάρα… Από τους πελάτες παίρνεις πάντα πιότερα λεφτά από όλες μας, μα είσαι άσκεφτη. Αντί να συνάζεις τα λεφτά σου, τα σκορπάς χωρίς λόγο εδώ κι εκεί…». (σελ. 22).

  Δεν γενικεύω, αλλά έχω υπόψη μου τρεις τέτοιες κοπέλες, εξαιρετικά σπάταλες. Τη μια την έχετε ακούσει, την Τζένη Χειλουδάκη. 

  «Μακάρι, ναι, μακάρι, φώναξε άξαφνα η Μάνια η Μικρή. Μακάρι να βρεθεί μια μέρα κάποιος να γράψει πώς ζούμε εδώ μέσα εμείς οι πολυβασανισμένες» (σελ. 79).

  Μακάρι.

  «Γελιέσαι φίλε, δήλωσε ο Λιχόνιν… Σαν αναρχικός που είμαι έχω τη γνώμη…» (σελ. 91).

  Η λέξη «αναρχισμός» δεν είχε τότε φορτισθεί με τις αρνητικές συνδηλώσεις που έχει σήμερα. Θυμάμαι πόσο με εξέπληξε, πριν δεκαετίες, που ένας τουρίστας, αξιοπρεπέστατος, μου δήλωσε ότι είναι αναρχικός. Αργότερα έμαθα ότι και ο Τσόμσκι είναι αναρχικός.

  «Έτσι, άθελά τους, τούτες οι δυστυχισμένες, νιώθουν ακόμα πιο έντονα από τις άλλες τη λαχτάρα μιας αγάπης φλογερής και πιπεράτης. Δε χρειάζονται πια λόγια ερωτικά μα έργα τραγικού πάθους. Γι’ αυτό κιόλας διαλέγουν σχεδόν πάντα τους αγαπητικούς τους ανάμεσα στους κλέφτες, τους φονιάδες, τους χαρτοπαίχτες, και τα κάθε λογής κατακάθια του υποκόσμου» (σελ. 91).

  Ήξερε πολλές περιπτώσεις τέτοιες; Γιατί εγώ μια που ξέρω δεν είναι έτσι.

  «Οι φοιτητές γύριζαν ένας ένας από τις κρεβατοκάμαρες, και πίσω τους, χωριστά, οι γυναίκες που τους πούλησαν για μια ώρα τον έρωτά τους» (σελ. 99).

  Για μια ώρα;

  Αναρωτιέμαι πόσο πλήρωναν οι φοιτητές. Πολύ θα ήθελα να ήξερα την αγοραστική αξία που είχε το ρούβλι τότε. Σήμερα το «για μια ώρα» μου φαίνεται απλησίαστο για έναν φοιτητή.

  Το πρώτο μέρος τελειώνει με τον φοιτητή Λιχόνιν να θέλει να «σώσει» την Λιούμπα, παίρνοντάς την από το μπουρδέλο. Αυτή συγκινείται και ανταποκρίνεται. Στο δεύτερο φιγουράρει ο Γκαριζόντ, ο εβραίος διακινητής.

  «Έτσι η Σόνια η Καρίνα πετάχτηκε σ’ ένα σπίτι των πενήντα καπικίων, που από το βράδυ ως το πρωί, όλα τα κατακάθια της κοινωνίας έβριζαν κι εξευτέλιζαν με κάθε τρόπο τις δυστυχισμένες τις γυναίκες» (σελ. 133).

  Αν θυμάμαι καλά, υπήρχαν τέσσερις διαβαθμίσεις, με τα πιο ακριβά σπίτια να είναι των πέντε ρουβλίων.

  «Μα αυτά τα δίποδα κτήνη θέλω να τα εκδικηθώ όσο περνάει από το χέρι μου, και γι’ αυτό δίνω την αρρώστια μου σε δέκα δώδεκα κάθε βράδυ. Ας σαπίσουν οι ίδιοι, κι ας γιομίσουν σύφιλη τις γυναίκες, τις ερωμένες, τις μανάδες, τις αδελφές και τις δασκάλες τους. Ας ψοφήσουν όλοι τους» (σελ. 149).

  Διάβασα πριν χρόνια ότι έτσι κάνουν σήμερα και κάποιοι φορείς του aids.

  Αυτή είναι η Τζένια.

  Στο τέλος αυτοκτόνησε.

  «Σας λέω λοιπόν, για να το ξέρετε, πως δεν είχα κλείσει ακόμα τα έντεκα, σαν με πούλησε η ίδια η μάνα μου…» (σελ. 153).

  Σήμερα δεν τις πουλάνε, γίνονται οι ίδιες προαγωγοί τους. Όμως την αδελφή του Κέντζι Μιτσόγκουτσι την πούλησαν οι γονείς τους για να γίνει γκέισα, δηλαδή πόρνη, πράγμα που δεν τους το συγχώρησε ποτέ. Αγαπούσε τις γκέισες καθώς έβλεπε στο πρόσωπό τους την αδελφή του. Μάλιστα συνέζησε με μια. Έχω γράψει για το πόσο με εντυπωσίασε το τέλος της τελευταίας του ταινίας, με μια καινούρια γκέισα να προσπαθεί δειλά δειλά να προσελκύσει πελάτες.

  «Γιατί η διαφθορά περιορίστηκε στο κορμί· δεν έφτασε ακόμα στην ψυχή της, που απόμεινε αγνή και αθώα» (σελ. 162).

  Αυτό το λέει ο Λιχόνιν.

  Φαντάζομαι την ίδια αντίληψη έχει και ο Κούπριν για τη διαφθορά.

  Εγώ όχι.

  Δεν θεωρώ διεφθαρμένη μια πόρνη. Μπορεί να παρασύρθηκε από έναν αγαπητικό, από τη φτώχεια, από την επιθυμία για χρήματα, όμως δεν θεωρώ διαφθορά το να πουλάει το κορμί της μια γυναίκα. Διεφθαρμένη μπορεί να τη θεωρεί η θρησκεία… όμως εγώ φαίνεται ότι δεν είμαι καλός χριστιανός. Αντίθετα θεωρώ διαφθορά…

  Ας γράψω αυτό που διάβασα πρόσφατα: η Ελλάδα είναι η δεύτερη χώρα στη διαφθορά από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πρώτη την Βουλγαρία.

  Νομίζω καταλάβατε τι θεωρώ εγώ διαφθορά.

  «Και μια γυναίκα δεν μπορεί να ζήσει χωρίς έρωτα. Μόλις λοιπόν ερωτευθεί, η κοπέλα σου θα φύγει από κοντά σου, για να πάει στον άλλο» (σελ. 163).

  Μου θύμισε το «Πρόγευμα στο Τίφανις» του Τρούμαν Καπότε. Αντιγράφω ένα απόσπασμα που παρέθεσα στην ανάρτησή μου.

  «-Μην παντρευτείς ποτέ ένα άγριο πλάσμα, του είπε η Χόλη. Αυτό ήταν το λάθος του γιατρού. Έφερνε πάντα άγρια πλάσματα στο σπίτι του. Μια φορά ήταν ένα άρρωστο πουλί, μια άλλη ήταν ένα άγριο γατί με σπασμένο πόδι. Δεν πρέπει να δώσεις την καρδιά σου σε ένα άγριο πλάσμα. Αν τους την δώσεις, δυναμώνουν. Και όταν μια μέρα δυναμώσουν αρκετά, θα τρέξουν στο δάσος. Ή θα πετάξουν σε ένα δέντρο. Έπειτα σε ένα πιο ψηλό δέντρο. Τέλος στον ουρανό. Αν αγαπήσεις ένα άγριο πλάσμα υπερβολικά, θα σου φύγει».

  Πόρνη κι αυτή, αν και περιστασιακά, την περιμάζεψε ο γιατρός αλλά τελικά του έφυγε. Όμως δεν ήταν η περίπτωση της Λιούμπα, ο Λιχόνιν την ξεφορτώθηκε.

  Πώς;

  Του ήλθε ουρανοκατέβατη η ευκαιρία. Ο φίλος του ο Σαλαβιόβ της την έπεφτε αλλά αυτή δεν ενέδιδε, μάλιστα το είπε και στον Λιχόνιν που δεν ήθελε να το πιστέψει. Μια μέρα την άρπαξε να τη φιλήσει, και τότε μπήκε, τυχαία όμως, στο δωμάτιο ο Λιχόνιν.

  Του ήλθε ουρανοκατέβατη η ευκαιρία που γύρευε να την ξεφορτωθεί. Την έδιωξε.

  Τι απέγινε;

  Προσπάθησε να κρατηθεί στη ζωή, όμως η πείνα είναι πείνα (θα ξαναδιαβάσω και το ομώνυμο μυθιστόρημα του Κνουτ Χαμσούν, το πρώτο που αγόρασα από το πρακτορείο της κυρίας Αεράκη), στο τέλος ενέδωσε στην πολιορκία ενός πλούσιου, για να καταλήξει πάλι στο μπουρδέλο από όπου την πήρε ο Λιχόνιν.   

  «Το μικρό μυαλό της – μυαλό πουλιού – και η απλοϊκή ψυχή της – ψυχή χωριατοπούλας…».

  Και σ’ αυτά τα δυο τελευταία μέρη δεν μπορεί να αποφύγει να μιλήσει κάποιες φορές υποτιμητικά για τις πόρνες.

  Μου θύμισε τον χαρακτηρισμό που έδωσε ένας φίλος για έναν ξάδελφό του: «… χαμηλής νοημοσύνης…».

  Τον ξέρω τον ξάδελφό του, δεν είναι καθόλου χαμηλής νοημοσύνης, απλά σαν απλός αγρότης δεν είναι κουλτουριάρης.

  Ναι, δεν πάει καθόλου παράλληλα η νοημοσύνη με την κουλτούρα, αυτό τείνουν να το ξεχνάνε πολλοί.

  «Εγώ, αν συμφωνείτε φυσικά, θα διαβάζω μαζί της το «Κεφάλαιο» του Μαρξ…» (σελ. 188).

  Πρώτον: Μπα, ο αναρχικός Λιχόνιν έκανε παρέα με έναν μαρξιστή;

  Δεύτερον: Βλέπουμε και εδώ το μοτίβο του Πυγμαλίωνα, που το είδαμε και στην ταινία «Ωραία μου κυρία», μεταφορά από τον «Πυγμαλίωνα» του George Bernard Shaw (να μια ευκαιρία να την ξαναδώ),

  Οι φίλοι του έχουν βαλθεί να τη μορφώσουν.

  Ξέχασα να το γράψω αυτό: Οι προθέσεις του Λιχόνιν ήταν να «σώσει» τη Λιούμπα από την αμαρτία, όχι να την κάνει ερωμένη του. Φυσικά την έκανε, το ίδιο βράδυ κιόλας. Βρέθηκε σε στιγμή αδυναμίας, της λέει. Η καημένη τον είχε ερωτευθεί.  

  Θυμήθηκα μια ανάλογη περίπτωση. Ήταν τότε που ήμουν φοιτητής. Μας την είπε ένας χωριανός μας για ένα συμφοιτητή του, Κύπριο. Τους έλεγε συχνά για μια πόρνη στην οποία ήταν πελάτης: «Πρέπει να τη βοηθήσουμε». Φυσικά οι φίλοι του κατάλαβαν τις προθέσεις του, ανάλογες με του Λιχόνιν.

  Κάποιος το σφύριξε στους γονείς του. Ήλθαν από την Κύπρο. Δεν θυμάμαι πώς τον νάρκωσαν, και μισοναρκωμένο τον έβαλαν στο αεροπλάνο και τον πήγαν στην Κύπρο.

  «Ύστερα από μερικά χρόνια, ο Λιχόνιν ομολογούσε με θλίψη και αρκετές τύψεις, πως αυτή η περίοδος ήταν το πιο ήρεμο και ευχάριστο κομμάτι όλης του της ζωής» (σελ. 205).

  Δεν χρειάζεται να σχολιάσω.

  «Μια μέρα ο Σαλαβιόβ της έφερε την Ιστορία της Μανόν Λεσκώ και του ιππότη ντε Γκριέ» (σελ. 14).

  Αντικατοπτρική ιστορία, με θλιβερό τέλος. Ήξερα από φοιτητής την όπερα, πριν δυο χρόνια διάβασα και το βιβλίο.

  «Αλλοίμονο αν για κάθε καλή μας πράξη προσμένουμε και άμεση πληρωμή» (σελ. 201).

  Κάνε καλό και ρίξε το στο γιαλό.

  Το έχω πολλές φορές εισπράξει και με το παραπάνω, ιδιαίτερα την τελευταία φορά.

  Είδα και το σήριαλ, (1914), το οποίο οι ρωσομαθείς μπορείτε να το δείτε εδώ.

  Ξεκινάει με τον trafficker, που στο μυθιστόρημα εμφανίζεται στο δεύτερο μέρος. Επίσης, καθώς ο κινηματογράφος είναι showing σε αντίθεση με το telling του μυθιστορήματος, για να θυμηθούμε τη διάκριση του Henry James, μας δείχνει με ένα πολυμοναδικό επεισόδιο αυτό που μας λέει σε συμπερίληψη ο Κούπριν και που παραθέσαμε παραπάνω: «Γι’ αυτό κιόλας διαλέγουν σχεδόν πάντα τους αγαπητικούς τους ανάμεσα στους κλέφτες, τους φονιάδες, τους χαρτοπαίχτες, και τα κάθε λογής κατακάθια του υποκόσμου».

  Στο μυθιστόρημα ο Λιχόνιν δεν λέει σε κανέναν ότι μετάνιωσε, το σκέφτεται μόνο. Ό σεναριογράφος βέβαια θα μπορούσε να τον βάζει να το εξομολογείται σε έναν φίλο του. Όμως προτίμησε άλλη εκδοχή.

  Δεν είχε σκοπό να τη διώξει, αλλά όταν είδε τη σκηνή που αναφέραμε την έδιωξε. Αργότερα στο σήριαλ ρωτάει το φίλο του τι έγινε, νομίζει ότι μένει μαζί του. Αυτός του λέει ότι δεν είχε ενδώσει στο φλερτ του, όταν την έδιωξε αυτή έφυγε.

  Την έψαξε.

  Τελικά τη βρήκε στο μπουρδέλο, όπου αναγκάστηκε μετά από διάφορες περιπέτειες να ζητήσει καταφύγιο, παρακαλώντας τη ματρόνα (ίδια η Δέσπω Διαμαντίδου) να τη συγχωρέσει.

  Της ζητάει συγνώμη και την παρακαλεί να έλθει πάλι μαζί του.

  Φυσικά αυτή αρνείται.

  Όταν αυτός φεύγει, αυτή ξεσπάει σε λυγμούς.

  Δεν είχε πάψει να τον αγαπά.

  Ο σεναριογράφος, το τέλος που δίνει στην Ταμάρα το δίνει στη Λιούμπα.

  Κλέβει το πορτοφόλι ενός πλούσιου πελάτη που έχει αποκοιμηθεί και το σκάει. Πηγαίνει στο σταθμό του τραίνου. Εκεί τη βλέπει ένας πελάτης. Βγάζει το πορτοφόλι για να πληρώσει το εισιτήριο. Ο πελάτης αυτός βλέπει τα πολλά χρήματα. Ενώ αυτή περιμένει το τραίνο στην αποβάθρα, αυτός την πλησιάζει και τη μαχαιρώνει.

  Της παίρνει και το μενταγιόν της.

  Το δωρίζει στη Τζένια.

  Αυτή, που είχε διαβάσει στην εφημερίδα για το φόνο της Λιούμπα, καταλαβαίνει ότι είναι ο δολοφόνος της. Και ενώ είχε αποφασίσει να σταματήσει να σκορπάει τη σύφιλη (έναν νεαρό, σχεδόν παιδί, τον λυπήθηκε και τον έδιωξε, αφού του έδειξε τα σημάδια της σύφιλης για να μην έχει καμιά αμφιβολία), αυτόν τον πήρε.

  Όταν ήλθε ο γιατρός για επιθεώρηση, καθώς είχαν γίνει πια εντελώς εμφανή τα σημάδια της αρρώστιας και ήξερε ότι ο γιατρός θα την ανακάλυπτε, αυτοκτόνησε. Στο σημείωμα που άφησε είπε ότι πεθαίνει ικανοποιημένη που εκδικήθηκε τον θάνατο της Λιούμπα.

  Το σήριαλ έχει ένα σαρδόνιο τέλος: ο τράφικερ φέρνει στο μπουρδέλο την καινούρια του γυναίκα.

  Trivia: Πολύ ωραία γυναίκα η Katerina Shpitsa (Екатерина шпица) στο ρόλο της Λιούμπα. Τη βρήκα στο Instagram και την ακολούθησα.

  Ξέχασα να κάνω το σχόλιο:

  Συχνά το αν θα γίνει ένα μυθιστόρημα best seller καθορίζεται από το θέμα του. Πιστεύω ότι είναι η περίπτωση της «Γιάμα» όπως και η περίπτωση της «Λολίτας». Όμως και για μένα το θέμα μπορεί να αποτελέσει κίνητρο να διαβάσω ένα βιβλίο ή να δω μια ταινία. Γι’ αυτό  είδα και την ταινία του Aleksandr Gordon, «Brothel lights» (2011), στην οποία έχει έναν δεύτερο ρόλο η Σπίτσα.

  Και ένα τελευταίο που παραλίγο να το ξεχάσω.

  Μια ερωτική ιστορία που δεν διαδραματίζεται στο μπουρδέλο και δεν τη θυμάμαι στο μυθιστόρημα. Μπορεί να δόθηκε σε σύντομη περίληψη και γι’ αυτό.

  Είναι ερωτευμένος με τη γυναίκα ενός πρίγκηπα. Αυτός τον καλεί να δώσει εξηγήσεις. Του ομολογεί ότι είναι ερωτευμένος με τη γυναίκα του, όμως καταλαβαίνει, δεν θα την ξαναδεί, θα φύγει από την πόλη.

  Όμως δεν φεύγει από την πόλη, φεύγει από τη ζωή.

  Αυτοκτονεί.

No comments:

Post a Comment