Åsne Seierstad, Ο βιβλιοπώλης της Καμπούλ, Κριτική, 2002
Για τον «Βιβλιοπώλη της Καμπούλ» της Όσνε Σέιερσταντ διάβασα στο τελευταίο βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη, το «Χορός μεταμφιεσμένων» και το αγόρασα. Το 2002 που κυκλοφόρησε δεν είχα ειδικό ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στον κόσμο του Ισλάμ, και έτσι, ακόμη και αν πληροφορήθηκα την έκδοσή του, πέρασε απαρατήρητο. Είναι το δεύτερο βιβλίο για την Καμπούλ που διαβάζω, μετά τα «Χελιδόνια της Καμπούλ» της Γιασμίνα Χαντρά.
Θα ξεκινήσω κριτικάροντας τη μνήμη της Μάρως. Το βιβλίο το διάβασε πριν δυο χρόνια, γράφει, και έμεινε «κατάπληκτη για τις εξιστορήσεις μεγάλων ειδυλλίων, απίστευτων παθών, όπου οι εραστές τα παίζουν όλα για όλα…» (σελ. 230).
Δεν θυμάται καλά η Μάρω. Δεν τα παίζουν καθόλου όλα για όλα. Από όλες τις ιστορίες αγάπης που αφηγείται η Όσνε, μόνο σε μια οι εραστές τα έπαιξαν όλα για όλα. Μια παντρεμένη δεχόταν τον εραστή της κρυφά στην κάμαρά της. Ανακαλύφθηκε όμως. Η συνέχεια;
«(Η Σαρίφα)…Υπάρχει όμως ένα πράγμα που δεν μπορεί να καταλάβει: το διήμερο οικογενειακό συμβούλιο, όπου η μάνα της Τζαμίλα, η ίδια η μάνα, συμφώνησε να τη σκοτώσουν. Η μάνα ήταν εκείνη που στο τέλος έστειλε τους τρεις γιους της να σκοτώσουν την κόρη της. Τα αγόρια μπήκαν μαζί στο δωμάτιο της αδελφής τους. Όλοι μαζί της έβαλαν ένα μαξιλάρι πάνω από το πρόσωπο, μαζί το πίεσαν δυνατά, ακόμη πιο δυνατά μέχρι που ξεψύχησε. Μετά επέστρεψαν στη μητέρα τους» (σελ. 52).
Όχι, δεν τα παίζουν καθόλου όλα για όλα. Οι μόνες μορφές διαμαρτυρίας (για αντίσταση δεν μιλάμε) είναι «Αυτοκτονία και τραγούδι». Έτσι τιτλοφορείται ένα κεφάλαιο ιντερμέτζο στο βιβλίο της Όσνε.
«Δωσ’ μου το χέρι του, αγαπημένε μου, κι ας κρυφτούμε
στο λιβάδι
για να αγαπηθούμε ή να πεθάνουμε μαζί μαχαιρωμένοι» (σελ. 55).
Το συντηρητικό κατεστημένο (δεν είναι τυχαίο που οι Ταλιμπάν και η Αλ Κάιντα βρήκαν πρόσφορο έδαφος στο Αφγανιστάν) είναι παντοδύναμο, και ματαιώνει κάθε διάθεση «να τα παίξει κανείς όλα για όλα». Οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου είναι συγκινητικές. Ο Καρίμ αγαπάει την Λέιλα, την αδελφή του Σουλτάν, του «βιβλιοπώλη», που την ιστορία της οικογένειάς του αφηγείται η Όσνε.
«Ο Βακίλ βρήκε τον Κρίμ αυτοπροσώπως. «Την έχω επιλέξει για το γιο μου» του είπε. «Η Λέιλα ανήκει στην οικογένειά μας και η γυναίκα μου τη θέλει για το γιο μου. Το θέλω κι εγώ και ο Σουλτάν και η μητέρα τους. Το καλό που σου θέλω να την αφήσεις ήσυχη».
Τι μπορούσε να πει ο Καρίμ στον μεγαλύτερο σε ηλικία Βακίλ; Η μόνη του ελπίδα ήταν να παλέψει γι αυτόν η Λέιλα» (σελ. 288).
Και διαβάζουμε πιο κάτω στην ίδια σελίδα:
«Η Λέιλα πάντα έκανε αυτό που ήθελε η μάνα της. Τώρα δεν βγάζει λέξη από το στόμα της. Τον γιο του Βακίλ. Μ’ αυτόν η ζωή της δεν πρόκειται ν’ αλλάξει στο ελάχιστο. Θα κάνει περισσότερες δουλειές για περισσότερα αφεντικά. Κι από πάνω θα πάρει έναν άντρα με τρία δάχτυλα, που ποτέ στη ζωή του δεν άνοιξε βιβλίο. …
Η Λέιλα λιώθει πως η ζωή, τα νιάτα, η ελπίδα την εγκαταλείπουν, χωρίς να μπορεί να κάνει το παραμικρό. Νιώθει την καρδιά της σαν μια βαριά και μοναχική πέτρα, καταδικασμένη να ποδοπατιέται για πάντα.
Η Λέιλα γυρίζει και κάνει τρία βήματα προς την πόρτα, την κλείνει ήσυχα πίσω της και φεύγει. Τα συντρίμμια της καρδιάς της τ’ αφήνει πίσω. Σε λίγο θα ανακατευτούν με τη σκόνη που μπαίνει από το παράθυρο, τη σκόνη που ζει στα χαλιά. Το βράδυ θα τη μαζέψει με τη σκούπα και θα την πετάξει στην αυλή» (σελ. 288-9).
Έτσι τελειώνει το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου πριν τον επίλογο, τριών σελίδων, όπου η Όσνε μας δίνει περιληπτικά το τι συνέβη στην οικογένεια αφού έφυγε από την Καμπούλ. Με αυτή την καταπληκτική μεταφορά μας εικονογραφεί την παραίτηση της γυναίκας από την διεκδίκηση της ευτυχίας της και την υποταγή στη μοίρα της, δηλαδή την υποταγή στη θέληση των ανδρών της οικογένειας. Στον επίλογο μαθαίνουμε ότι «Ο Μανσούρ απαγόρεψε στη μάνα του να δουλέψει ως δασκάλα» (σελ. 292). Δεν την αποθάρρυνε, δεν την εκβίασε, δεν την παρακάλεσε όπως θα έκανε ένας γιος στη Δύση. «Της απαγόρεψε».
Αλλά ας αντιγράψουμε κάτι ακόμη για τη Λέιλα.
«Το δέρμα της Λέιλα είναι χλομό, λείο και μαλακό σαν μωρού. Το χρώμα του προσώπου της είναι ανάμεσα στο άσπρο, το κίτρινο και το γκρίζο. Τα σκληρά και σκασμένα χέρια της και το παιδικό της δέρμα που ποτέ δεν το βλέπει ο ήλιος μαρτυρούν τη ζωή που κάνει. Η Λέιλα είχε πάντα ζαλάδες κι ένιωθε αδύναμη, μέχρι που αποφάσισε να πάει στον γιατρό. Εκείνος της είπε ότι χρειάζεται ήλιο και βιταμίνη D.
Παραδόξως η Καμπούλ είναι μία από τις πιο ηλιόλουστες πόλεις στον κόσμο… Η Λέιλα όμως δεν βλέπει τον ήλιο. Στο μικρό διαμέρισμα της Μικροραγιόν ο ήλιος δεν φτάνει ποτέ. Και όταν βγαίνει έξω, είναι κρυμμένη πίσω από την μπούρκα. Ούτε μια μικρή ηλιαχτίδα δεν διαπερνάει το δίχτυ που καλύπτει το πρόσωπό της» (σελ. 178).
Δεν είναι μόνο η γυναίκα που πρέπει να υπακούει στην επιλογή του συζύγου. Και το δεύτερο ειδύλλιο που περιγράφεται στο βιβλίο έχει άδοξο τέλος.
«Ο Ταζμίρ δεν τολμούσε να πει τίποτα γι αυτή την κοπέλα, αλλά ονειρευόταν να την παντρευτεί. Ήταν συγγενής του πολέμαρχου Μασούντ και ο νεαρός ήξερε πως η μάνα του φοβόταν τα μπλεξίματα. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, ο Ταζμίρ δεν θα τολμούσε να μιλήσει ποτέ για τον έρωτά του στη Φερόζα. Είχε εκπαιδευτεί να μη ζητάει τίποτα για τον εαυτό του ούτε ν’ ανοίγει την καρδιά του στη Φερόζα. Την καταπίεση που βίωνε την ερμήνευε ως σεβασμό» (σελ. 258).
Θα επαναλάβω την τελευταία φράση, γιατί δεν ισχύει μόνο για τον Ταζμίρ, ούτε για το Ισλάμ, αλλά για όλο τον κόσμο, και οι ψυχολόγοι θα είχαν πολλά να μας πουν γι αυτό: Την καταπίεση που βίωνε την ερμήνευε ως σεβασμό.
«Σου βρήκα νύφη», του είπε μια μέρα η Φερόζα.
«Αλήθεια;» είπε ο Ταζμίρ. Ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό, αλλά ούτε μια λέξη διαμαρτυρίας δεν βγήκε από το στόμα του. Κατάλαβε απλώς ότι έπρεπε να γράψει ένα γράμμα στην αγαπημένη του και να της πει ότι όλα τέλειωσαν.
«Και ποια είναι;» ρώτησε.
«Είναι η μακρινή ξαδέλφη σου, η Χαδίγια. Έχεις να τη δεις από τότε που ήσουν μικρός. Είναι καλή και εργατική. Από καλή οικογένεια» (σελ. 258).
Όσο κι αν λέω ότι ξέρω πάρα πολλά πράγματα για το Ισλάμ, συνεχώς ανακαλύπτω και καινούρια.
«Το διαζύγιο δεν ήταν ποτέ εναλλακτική λύση για τη Σαρίφα. Αν μια γυναίκα ζητήσει διαζύγιο, χάνει όλα τα δικαιώματα και τα προνόμια. Τα παιδιά ακολουθούν τον άντρα και αυτός μπορεί να της αρνηθεί το δικαίωμα να τα βλέπει. Αποτελεί ντροπή για την οικογένεια, εξοστρακίζεται και όλα τα περιουσιακά στοιχεία πηγαίνουν στον άντρα. Η Σαρίφα θα αναγκαζόταν να μετακομίσει στο σπίτι ενός από τους αδελφούς της» (σελ. 42).
Ας αντιγράψουμε το παρακάτω, να υπάρχει και ηλεκτρονικά, γιατί δεν ξέρω αν υπάρχει πουθενά αλλού.
«Και ο Μέγας Αλέξανδρος πολέμησε σ’ αυτούς τους ορεινούς δρόμους. Αφού κατέκτησε την Καμπούλ, πέρασε από τον Χιντουκούς πίσω στην Περσία.
«Λέγεται ότι ο Αλέξανδρος έγραψε ωδές στα βουνά που ενέπνευσαν μυστικισμό και αιώνια γαλήνη», συνεχίζει την ανάγνωση ο Άκμπαρ» (σελ. 154).
Και ένα ανθρωπολογικό στοιχείo: «…όταν το τελευταίο παιδί παίζει με το σάλι της μητέρας του λένε ότι το επόμενο παιδί θα γεννηθεί κορίτσι» (σελ. 198).
Και πάλι οι ρίζες της σύμπτωσης. Ενώ διάβαζα το βιβλίο προβλήθηκε στην τηλεόραση ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Η οδύσσεια ενός Αφγανού». Αναφέρεται σε ένα παιδί που το πήραν όμηρο οι Ταλιμπάν, μαζί με όλα τα παιδιά του σχολείου του. Όταν ελευθερώθηκε, οι γονείς του είχαν φύγει και δεν μπόρεσε να τους βρει. Μετά από περιπέτειες βρέθηκε στην Ελλάδα. Μια δημοσιογράφος που άκουσε την ιστορία του προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει να βρει τους γονείς του. Το ντοκιμαντέρ περιγράφει αυτή την πορεία αναζήτησης, που τελικά στέφθηκε με επιτυχία. Έτσι, αυτά που περιγράφονται στο βιβλίο, τα είδαμε σε εικόνες στο ντοκιμαντέρ: την ερειπωμένη Καμπούλ, τις γυναίκες με τις μπούργκες, και τα κατάξερα τοπία χωρίς ή με ελάχιστα δένδρα. Από το βιβλίο μάθαμε ότι οι Χαζάροι, η εθνική μειονότητα στην οποία ανήκει ο νεαρός Αφγανός, βρίσκεται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας στο Αφγανιστάν.
Αλλά ήδη πήρε πολύ μάκρος αυτή η βιβλιοπαρουσίαση. Μας άρεσε πάρα πολύ το βιβλίο, και, κρίνοντας από το ότι το αντίτυπο που έχω είναι της 15ης έκδοσης, φαίνεται ότι άρεσε και σε πολλούς άλλους. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Παρακάτω δημοσίευση στα Νέα κολλάει εδώ.
Για τον «Βιβλιοπώλη της Καμπούλ» της Όσνε Σέιερσταντ διάβασα στο τελευταίο βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη, το «Χορός μεταμφιεσμένων» και το αγόρασα. Το 2002 που κυκλοφόρησε δεν είχα ειδικό ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στον κόσμο του Ισλάμ, και έτσι, ακόμη και αν πληροφορήθηκα την έκδοσή του, πέρασε απαρατήρητο. Είναι το δεύτερο βιβλίο για την Καμπούλ που διαβάζω, μετά τα «Χελιδόνια της Καμπούλ» της Γιασμίνα Χαντρά.
Θα ξεκινήσω κριτικάροντας τη μνήμη της Μάρως. Το βιβλίο το διάβασε πριν δυο χρόνια, γράφει, και έμεινε «κατάπληκτη για τις εξιστορήσεις μεγάλων ειδυλλίων, απίστευτων παθών, όπου οι εραστές τα παίζουν όλα για όλα…» (σελ. 230).
Δεν θυμάται καλά η Μάρω. Δεν τα παίζουν καθόλου όλα για όλα. Από όλες τις ιστορίες αγάπης που αφηγείται η Όσνε, μόνο σε μια οι εραστές τα έπαιξαν όλα για όλα. Μια παντρεμένη δεχόταν τον εραστή της κρυφά στην κάμαρά της. Ανακαλύφθηκε όμως. Η συνέχεια;
«(Η Σαρίφα)…Υπάρχει όμως ένα πράγμα που δεν μπορεί να καταλάβει: το διήμερο οικογενειακό συμβούλιο, όπου η μάνα της Τζαμίλα, η ίδια η μάνα, συμφώνησε να τη σκοτώσουν. Η μάνα ήταν εκείνη που στο τέλος έστειλε τους τρεις γιους της να σκοτώσουν την κόρη της. Τα αγόρια μπήκαν μαζί στο δωμάτιο της αδελφής τους. Όλοι μαζί της έβαλαν ένα μαξιλάρι πάνω από το πρόσωπο, μαζί το πίεσαν δυνατά, ακόμη πιο δυνατά μέχρι που ξεψύχησε. Μετά επέστρεψαν στη μητέρα τους» (σελ. 52).
Όχι, δεν τα παίζουν καθόλου όλα για όλα. Οι μόνες μορφές διαμαρτυρίας (για αντίσταση δεν μιλάμε) είναι «Αυτοκτονία και τραγούδι». Έτσι τιτλοφορείται ένα κεφάλαιο ιντερμέτζο στο βιβλίο της Όσνε.
«Δωσ’ μου το χέρι του, αγαπημένε μου, κι ας κρυφτούμε
στο λιβάδι
για να αγαπηθούμε ή να πεθάνουμε μαζί μαχαιρωμένοι» (σελ. 55).
Το συντηρητικό κατεστημένο (δεν είναι τυχαίο που οι Ταλιμπάν και η Αλ Κάιντα βρήκαν πρόσφορο έδαφος στο Αφγανιστάν) είναι παντοδύναμο, και ματαιώνει κάθε διάθεση «να τα παίξει κανείς όλα για όλα». Οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου είναι συγκινητικές. Ο Καρίμ αγαπάει την Λέιλα, την αδελφή του Σουλτάν, του «βιβλιοπώλη», που την ιστορία της οικογένειάς του αφηγείται η Όσνε.
«Ο Βακίλ βρήκε τον Κρίμ αυτοπροσώπως. «Την έχω επιλέξει για το γιο μου» του είπε. «Η Λέιλα ανήκει στην οικογένειά μας και η γυναίκα μου τη θέλει για το γιο μου. Το θέλω κι εγώ και ο Σουλτάν και η μητέρα τους. Το καλό που σου θέλω να την αφήσεις ήσυχη».
Τι μπορούσε να πει ο Καρίμ στον μεγαλύτερο σε ηλικία Βακίλ; Η μόνη του ελπίδα ήταν να παλέψει γι αυτόν η Λέιλα» (σελ. 288).
Και διαβάζουμε πιο κάτω στην ίδια σελίδα:
«Η Λέιλα πάντα έκανε αυτό που ήθελε η μάνα της. Τώρα δεν βγάζει λέξη από το στόμα της. Τον γιο του Βακίλ. Μ’ αυτόν η ζωή της δεν πρόκειται ν’ αλλάξει στο ελάχιστο. Θα κάνει περισσότερες δουλειές για περισσότερα αφεντικά. Κι από πάνω θα πάρει έναν άντρα με τρία δάχτυλα, που ποτέ στη ζωή του δεν άνοιξε βιβλίο. …
Η Λέιλα λιώθει πως η ζωή, τα νιάτα, η ελπίδα την εγκαταλείπουν, χωρίς να μπορεί να κάνει το παραμικρό. Νιώθει την καρδιά της σαν μια βαριά και μοναχική πέτρα, καταδικασμένη να ποδοπατιέται για πάντα.
Η Λέιλα γυρίζει και κάνει τρία βήματα προς την πόρτα, την κλείνει ήσυχα πίσω της και φεύγει. Τα συντρίμμια της καρδιάς της τ’ αφήνει πίσω. Σε λίγο θα ανακατευτούν με τη σκόνη που μπαίνει από το παράθυρο, τη σκόνη που ζει στα χαλιά. Το βράδυ θα τη μαζέψει με τη σκούπα και θα την πετάξει στην αυλή» (σελ. 288-9).
Έτσι τελειώνει το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου πριν τον επίλογο, τριών σελίδων, όπου η Όσνε μας δίνει περιληπτικά το τι συνέβη στην οικογένεια αφού έφυγε από την Καμπούλ. Με αυτή την καταπληκτική μεταφορά μας εικονογραφεί την παραίτηση της γυναίκας από την διεκδίκηση της ευτυχίας της και την υποταγή στη μοίρα της, δηλαδή την υποταγή στη θέληση των ανδρών της οικογένειας. Στον επίλογο μαθαίνουμε ότι «Ο Μανσούρ απαγόρεψε στη μάνα του να δουλέψει ως δασκάλα» (σελ. 292). Δεν την αποθάρρυνε, δεν την εκβίασε, δεν την παρακάλεσε όπως θα έκανε ένας γιος στη Δύση. «Της απαγόρεψε».
Αλλά ας αντιγράψουμε κάτι ακόμη για τη Λέιλα.
«Το δέρμα της Λέιλα είναι χλομό, λείο και μαλακό σαν μωρού. Το χρώμα του προσώπου της είναι ανάμεσα στο άσπρο, το κίτρινο και το γκρίζο. Τα σκληρά και σκασμένα χέρια της και το παιδικό της δέρμα που ποτέ δεν το βλέπει ο ήλιος μαρτυρούν τη ζωή που κάνει. Η Λέιλα είχε πάντα ζαλάδες κι ένιωθε αδύναμη, μέχρι που αποφάσισε να πάει στον γιατρό. Εκείνος της είπε ότι χρειάζεται ήλιο και βιταμίνη D.
Παραδόξως η Καμπούλ είναι μία από τις πιο ηλιόλουστες πόλεις στον κόσμο… Η Λέιλα όμως δεν βλέπει τον ήλιο. Στο μικρό διαμέρισμα της Μικροραγιόν ο ήλιος δεν φτάνει ποτέ. Και όταν βγαίνει έξω, είναι κρυμμένη πίσω από την μπούρκα. Ούτε μια μικρή ηλιαχτίδα δεν διαπερνάει το δίχτυ που καλύπτει το πρόσωπό της» (σελ. 178).
Δεν είναι μόνο η γυναίκα που πρέπει να υπακούει στην επιλογή του συζύγου. Και το δεύτερο ειδύλλιο που περιγράφεται στο βιβλίο έχει άδοξο τέλος.
«Ο Ταζμίρ δεν τολμούσε να πει τίποτα γι αυτή την κοπέλα, αλλά ονειρευόταν να την παντρευτεί. Ήταν συγγενής του πολέμαρχου Μασούντ και ο νεαρός ήξερε πως η μάνα του φοβόταν τα μπλεξίματα. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, ο Ταζμίρ δεν θα τολμούσε να μιλήσει ποτέ για τον έρωτά του στη Φερόζα. Είχε εκπαιδευτεί να μη ζητάει τίποτα για τον εαυτό του ούτε ν’ ανοίγει την καρδιά του στη Φερόζα. Την καταπίεση που βίωνε την ερμήνευε ως σεβασμό» (σελ. 258).
Θα επαναλάβω την τελευταία φράση, γιατί δεν ισχύει μόνο για τον Ταζμίρ, ούτε για το Ισλάμ, αλλά για όλο τον κόσμο, και οι ψυχολόγοι θα είχαν πολλά να μας πουν γι αυτό: Την καταπίεση που βίωνε την ερμήνευε ως σεβασμό.
«Σου βρήκα νύφη», του είπε μια μέρα η Φερόζα.
«Αλήθεια;» είπε ο Ταζμίρ. Ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό, αλλά ούτε μια λέξη διαμαρτυρίας δεν βγήκε από το στόμα του. Κατάλαβε απλώς ότι έπρεπε να γράψει ένα γράμμα στην αγαπημένη του και να της πει ότι όλα τέλειωσαν.
«Και ποια είναι;» ρώτησε.
«Είναι η μακρινή ξαδέλφη σου, η Χαδίγια. Έχεις να τη δεις από τότε που ήσουν μικρός. Είναι καλή και εργατική. Από καλή οικογένεια» (σελ. 258).
Όσο κι αν λέω ότι ξέρω πάρα πολλά πράγματα για το Ισλάμ, συνεχώς ανακαλύπτω και καινούρια.
«Το διαζύγιο δεν ήταν ποτέ εναλλακτική λύση για τη Σαρίφα. Αν μια γυναίκα ζητήσει διαζύγιο, χάνει όλα τα δικαιώματα και τα προνόμια. Τα παιδιά ακολουθούν τον άντρα και αυτός μπορεί να της αρνηθεί το δικαίωμα να τα βλέπει. Αποτελεί ντροπή για την οικογένεια, εξοστρακίζεται και όλα τα περιουσιακά στοιχεία πηγαίνουν στον άντρα. Η Σαρίφα θα αναγκαζόταν να μετακομίσει στο σπίτι ενός από τους αδελφούς της» (σελ. 42).
Ας αντιγράψουμε το παρακάτω, να υπάρχει και ηλεκτρονικά, γιατί δεν ξέρω αν υπάρχει πουθενά αλλού.
«Και ο Μέγας Αλέξανδρος πολέμησε σ’ αυτούς τους ορεινούς δρόμους. Αφού κατέκτησε την Καμπούλ, πέρασε από τον Χιντουκούς πίσω στην Περσία.
«Λέγεται ότι ο Αλέξανδρος έγραψε ωδές στα βουνά που ενέπνευσαν μυστικισμό και αιώνια γαλήνη», συνεχίζει την ανάγνωση ο Άκμπαρ» (σελ. 154).
Και ένα ανθρωπολογικό στοιχείo: «…όταν το τελευταίο παιδί παίζει με το σάλι της μητέρας του λένε ότι το επόμενο παιδί θα γεννηθεί κορίτσι» (σελ. 198).
Και πάλι οι ρίζες της σύμπτωσης. Ενώ διάβαζα το βιβλίο προβλήθηκε στην τηλεόραση ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Η οδύσσεια ενός Αφγανού». Αναφέρεται σε ένα παιδί που το πήραν όμηρο οι Ταλιμπάν, μαζί με όλα τα παιδιά του σχολείου του. Όταν ελευθερώθηκε, οι γονείς του είχαν φύγει και δεν μπόρεσε να τους βρει. Μετά από περιπέτειες βρέθηκε στην Ελλάδα. Μια δημοσιογράφος που άκουσε την ιστορία του προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει να βρει τους γονείς του. Το ντοκιμαντέρ περιγράφει αυτή την πορεία αναζήτησης, που τελικά στέφθηκε με επιτυχία. Έτσι, αυτά που περιγράφονται στο βιβλίο, τα είδαμε σε εικόνες στο ντοκιμαντέρ: την ερειπωμένη Καμπούλ, τις γυναίκες με τις μπούργκες, και τα κατάξερα τοπία χωρίς ή με ελάχιστα δένδρα. Από το βιβλίο μάθαμε ότι οι Χαζάροι, η εθνική μειονότητα στην οποία ανήκει ο νεαρός Αφγανός, βρίσκεται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας στο Αφγανιστάν.
Αλλά ήδη πήρε πολύ μάκρος αυτή η βιβλιοπαρουσίαση. Μας άρεσε πάρα πολύ το βιβλίο, και, κρίνοντας από το ότι το αντίτυπο που έχω είναι της 15ης έκδοσης, φαίνεται ότι άρεσε και σε πολλούς άλλους. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Παρακάτω δημοσίευση στα Νέα κολλάει εδώ.