Από προχθές στους
κινηματογράφους.
Η ταινία παρουσιάζει μερικές
βδομάδες από τη ζωή του συγγραφέα Σεργκέι Ντοβλάτοφ
το 1971, τις παραμονές της μετανάστευσης του φίλου του ποιητή Joseph Brodski στο εξωτερικό, ο οποίος αργότερα
τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Καθώς η γραφή του δεν ήταν αρεστή
δεν κατάφερε κανένα γραπτό του να τυπωθεί ώστε να γίνει μέλος της ένωσης
συγγραφέων, πράγμα που θα άνοιγε το δρόμο για την έκδοση των έργων του.
Δουλεύοντας ως δημοσιογράφος, εξοστρακίστηκε αργότερα από την ένωση
δημοσιογράφων εξαιτίας του ανορθόδοξου, συχνά σατιρικού και προκλητικού τρόπου
γραφής του. Στα γράμματα τέλους διαβάζουμε για τη μετανάστευσή του στις ΗΠΑ και
την μετέπειτα αναγνώριση του έργου του, με αποτέλεσμα να θεωρείται σήμερα ως
ένας από τους πιο σημαντικούς Ρώσους συγγραφείς του 20ου αιώνα. Δεν
το έμαθε ποτέ καθώς πέθανε σαράντα έξι χρονών, το 1990, από καρδιακή προσβολή.
Διανθισμένη με αρκετό
χιούμορ, συχνά βέβαια σατιρικό, η ταινία μας δείχνει τις συνθήκες που ζούσαν οι
Ρώσοι συγγραφείς, που για να δουν τα έργα τους τυπωμένα έπρεπε να γράφουν
σύμφωνα με ορισμένες νόρμες που ήσαν αποδεκτές από το καθεστώς.
Εδώ θα κάνω το δικηγόρο
του διαβόλου. Εν τάξει, έχουμε συνηθίσει να καταγγέλλουμε τη λογοκρισία στα
δικτατορικά καθεστώτα, μη εξαιρουμένης και της δικτατορίας του προλεταριάτου,
ξεχνώντας τη δικτατορία της αγοράς που ασκείται στη δημοκρατική Δύση,
εκπρόσωποι της οποίας είναι οι εκάστοτε «αναγνώστες» των εκδοτικών οίκων, που
έχουν σαν αποστολή να «μυρίσουν» τα έργα που θα αρέσουν στο ευρύ αναγνωστικό
κοινό. Συχνά τα καταφέρνουν, συχνά όχι. Και δεν μιλάω για έργα όπως «Οι
Δουβλινέζοι» του Τζόυς που απορρίφθηκαν από 34 εκδότες αν δεν με απατά η μνήμη
μου, ούτε για τον «Οδυσσέα» του ίδιου συγγραφέα που απορρίφθηκε από επτά
εκδοτικούς οίκους πριν γίνει δεκτός από τον όγδοο, αλλά και για έργα όπως ο
«Χάρι Πότερ» που απορρίφθηκε και αυτός αρχικά από επτά νομίζω εκδοτικούς
οίκους, όπως μου είπε αναγνώστης εκδοτικού οίκου στον οποίο είχα στείλει δείγμα
του μυθιστορήματός μου «Το μυστικό των εξωγήινων», δίνοντάς μου την εμπιστευτική
συμβουλή να μην περιμένω απάντηση αλλά να το στείλω ταυτόχρονα και σε άλλους
εκδοτικούς οίκους. Για τη δικτατορία της αγοράς, που μεταφράζεται σε δικτατορία
των εκδοτικών οίκων, θα αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα. Το «Τρίτο
στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή, που θεωρείται σήμερα ένα από τα
αριστουργήματα της νεότερης πεζογραφίας μας, πέρασε απαρατήρητο όταν εκδόθηκε
με έξοδα του συγγραφέα αφού προηγουμένως το είχαν απορρίψει τρεις εκδοτικοί
οίκοι. Η αναγνώριση ήλθε όταν «μυρίστηκε» την αξία του ο «Ερμής», ένας μεγάλος
εκδοτικός οίκος της εποχής και το εξέδωσε το 1970. Σήμερα είναι γνωστό ότι για
να εκδώσεις, ιδιαίτερα ποίηση, πρέπει να πληρώσεις, εκτός και αν είσαι ένας
εντελώς πρωτοκλασάτος συγγραφέας.
Και η αναγνώριση δεν είναι
μόνο ζήτημα αξίας αλλά και μάρκετιν. Το ήξερα ήδη αλλά το διάβασα και στη
βιογραφία του Σεφέρη που έγραψε ο Ρόντρικ Μπήτον: ο Σεφέρης πλήρωσε τον Ανδρέα
Καραντώνη ο οποίος έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο για να «κρίνει», δηλαδή να
εκθειάσει, την πρώτη του ποιητική συλλογή. Δεν ακούστηκε τίποτα τέτοιο για το
βιβλίο του Τάσου Λιγνάδη για το «Άξιον εστί» του Ελύτη, που έκανε αλλεπάλληλες
εκδόσεις. Το διάβασα στην πρώτη του έκδοση, φοιτητής.
Να μην ξεχάσω τη σύμπτωση:
μέσα σε μια βδομάδα διάβασα-άκουσα πέντε φορές για το «μπλοκάρισμα του
συγγραφέα». Οι άλλες τρεις ήταν: η ταινία «Η
κλεμμένη πριγκίπισσα», η ταινία «Θα
μπορούσες ποτέ να με συγχωρέσεις;» που παίζεται από αυτή την Πέμπτη,
το ίδιο και «Η σύζυγος»,
και τέλος το βιβλίο των Ίρβιν Γιάλομ και Τζίνι Έλκιν «Κάθε μέρα λίγο πιο κοντά»
για το οποίο θα αναρτήσω μόλις το τελειώσω.
Τις περισσότερες φορές
βλέπω την ταινία ή τις ταινίες όταν έχω διαβάσει το βιβλίο, συνήθως ένα από τα
κλασικά αριστουργήματα, όπως έκανα π.χ. με τη «Μαντάμ Μποβαρί».
Κάποιες φορές διαβάζω το βιβλίο αφού δω την ταινία, όπως για παράδειγμα το «Αν
η οδός Μπιλ μπορούσε να μιλήσει» που παίζεται επίσης από αυτή την
Πέμπτη. Αυτή τη φορά έκανα κάτι διαφορετικό. Καθώς αγνοούσα εντελώς τον
συγγραφέα είπα να διαβάσω κάποιο έργο του. Βρήκα τον τρίτο τόμο των απάντων του
στα ρωσικά, όμως σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να ψάξω κάποιο βιβλίο του σε
αγγλική μετάφραση που θα μου έτρωγε λιγότερο χρόνο να το διαβάσω. Βρήκα κάποιες
ιστοσελίδες να δίνουν σε pdf
μια
αγγλική μετάφραση, «The
suitcase», «Η βαλίτσα», πράγμα που σημαίνει
ότι είναι από τα πιο δημοφιλή έργα του, και έτσι αποφάσισα να τη διαβάσω. Τη
βρήκα και στα ρωσικά, «Чемодан». Και για να αξιοποιήσω το χρόνο της ανάγνωσης
είπα να διαβάσω το ρωσικό πρωτότυπο συμβουλευόμενος και την αγγλική μετάφραση,
για να θυμηθώ λέξεις και να μάθω κάποιες καινούριες.
Τζίφος!!! Είχαν δείγμα
μόνο από το βιβλίο. Η αγγλική μετάφραση τον πρόλογο και την πρώτη ιστορία
λειψή, χωρίς δυο σελίδες από το τέλος, ενώ το ρωσικό πρωτότυπο είχε επί πλέον
μια ιστορία.
Στην εισαγωγή διαβάζουμε
για τη μετανάστευσή του. Είχε δικαίωμα να πάρει μαζί του μόνο μια βαλίτσα.
Έβαλε μέσα κάποια πράγματα, ενώ πάρα πολλά πούλησε ή δώρισε σε φίλους. Πρώτος
σταθμός η Ρώμη. Εκεί έλαβε κάποια χρήματα από τα συγγραφικά δικαιώματα έργων
του που είχαν τυπωθεί στις ρωσικές εφημερίδες των εμιγκρέδων. Μετά πήγε στις
ΗΠΑ. Μετά από τέσσερα χρόνια συναντήθηκε εκεί με τη γυναίκα του και την κόρη
του. Αργότερα γεννήθηκε και ο γιος τους.
Τη βαλίτσα δεν την άνοιξε
καθόλου. Με τα χρήματα που πήρε αγόρασε ό,τι χρειάστηκε. Κάποια στιγμή την
ανακάλυψε στο βάθος της ντουλάπας. Πάνω της καθόταν ο γιος του, τον οποίο είχε κλείσει
στην ντουλάπα η μητέρα του για τιμωρία για τις επανειλημμένες αταξίες του, για
τρία λεπτά. Ο Ντοβλάτοφ την άνοιξε και είδε τα αντικείμενα που είχε μέσα. Ένα
από αυτά ήταν και οι κρεπ κάλτσες.
Η πρώτη ιστορία «Οι
φινλανδέζικες κρεπ κάλτσες» έχει να κάνει με το πώς τις απόκτησε.
Πώς τις απόκτησε αλήθεια;
Βοήθησε ένα φίλο του που
έκανε μαύρη αγορά. Αυτός ήταν περίπου σεσημασμένος, δεν ήθελε να ρισκάρει,
έστειλε τον Ντοβλάτοφ να παραλάβει τις δυο Φινλανδές που τις μετέφεραν,
επτακόσια είκοσι ζευγάρια. Θα τις πλήρωναν 60 καπίκια το ζευγάρι και θα τις
πουλούσαν στη χοντρική τρία ρούβλια. Στη λιανική πουλιούνταν έξι ρούβλια.
Η επιχείρηση πήγε κατά
διαόλου, γιατί δεν είχαν προλάβει να τις διοχετεύσουν στην αγορά και η
σοβιετική βιομηχανία κυκλοφόρησε στο μεταξύ πάμφθηνες κρεπ κάλτσες, πιο φτηνές
από όσο εκείνες που αγόρασαν αγόρασαν. Τις μοιράστηκαν, δώρισε στους φίλους του
και κράτησε αρκετές. Δυο τρία ζευγάρια βρέθηκαν στη βαλίτσα.
Στην τελευταία παράγραφο
διαβάζουμε: Они напомнили мне криминальную юность, первую любовь и старых
друзей. Μου θύμιζαν την εγκληματική μου νιότη, την πρώτη μου αγάπη (τη δεύτερη,
μας λέει πιο πριν, την παντρεύτηκε) και παλιούς φίλους.
Απολαυστική αφήγηση, με
αρκετό χιούμορ, μου άρεσαν πάρα πολύ τόσο ο πρόλογος όσο και η πρώτη ιστορία
που διάβασα. Φαντάζομαι και οι υπόλοιπες θα είναι στο ίδιο μοτίβο, αναμνήσεις
από τα αντικείμενα που βρήκε τη βαλίτσα.
Μετατρέποντας τον τρίτο
τόμο από epub
σε
pdf (υπάρχει μια
ιστοσελίδα που το κάνει) είδα ότι περιέχει τη «Βαλίτσα». Όμως θα μου φάει χρόνο
να τη διαβάσω, και έχω ένα σωρό ταινίες και βιβλία που με περιμένουν. Πριν
κλείσω όμως να παραθέσω το παρακάτω απόσπασμα:
– До нашего
рождения – бездна. И после нашей смерти – бездна. Наша жизнь – лишь песчинка в
равнодушном океане бесконечности.
Μέχρι τη γέννησή μας, η άβυσσος. Και μετά το
θάνατό μας – η άβυσσος. Η ζωή μας-ένας κόκκος άμμου στον αδιάφορο ωκεανό του απείρου.
«Ερχόμαστε
από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό
διάστημα το λέμε Ζωή».
Λέτε να το αντέγραψε ο Ντοβλάτοφ από την
«Ασκητική» του Καζαντζάκη, παραλλάζοντάς το ελαφρά;
Στην ιστοσελίδα
όπου το βρήκα στο διαδίκτυο δίνοντας λέξεις-κλειδιά υπάρχει και το εξής στα
σχόλια: “Τι σημαίνει
η λέξη «άβυσσος»; Σημαίνει «το πράγμα που δεν έχει βυθό». Οι λέξεις
«άβυθος» και «άβυσσος» είχαν κάποτε την ίδια σημασία”.
Ενδιαφέρον. Στο ρωσικό απόσπασμα που παρέθεσα
η λέξη που μεταφράζεται «άβυσσος» είναι бездна. Без σημαίνει «χωρίς» και дно «βυθός».
Όσο κι αν έψαξα στο
διαδίκτυο, και πρώτα απ’ όλα στη biblionet, δεν είδα
να έχει μεταφραστεί κανένα έργο του στα ελληνικά. Μήπως είναι καιρός;
Μπορείτε να διαβάσετε τη συνέντευξη που έδωσε ο σκηνοθέτης στον Γιάννη Κοντό εδώ.
Μπορείτε να διαβάσετε τη συνέντευξη που έδωσε ο σκηνοθέτης στον Γιάννη Κοντό εδώ.
No comments:
Post a Comment