Thursday, December 23, 2021

Viktor Kossakovsky, Gunda (2020)

 Viktor Kossakovsky, Gunda (2020)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους

  Συνήθως βλέπουμε ντοκιμαντέρ με ζώα της ζούγκλας, λιοντάρια, τίγρεις, ελέφαντες, κ.λπ., όμως έχουμε δει ποτέ ντοκιμαντέρ με οικόσιτα ζώα; Με γάτες έχουμε δει («Οι γάτες της Κωνσταντινούπολης» 2016 της Ceyda Torun), με σκύλους έχουμε δει, («Οι άγνωστοι αθηναίοι» 2020 της Αγγελικής Αντωνίου), αυτά όμως είναι κατοικίδια ζώα (pets), έχουμε δει όμως με οικόσιτα ζώα, με πρόβατα (μια γεύση πήραμε με τον «Αμνό» 2021 του Valdimar Johannsson που εξακολουθεί να παίζεται στους κινηματογράφους), με κατσίκια, με κότες, με κουνέλια, με γουρούνια;

  Το ντοκιμαντέρ του Βίκτορ Κοσακόφσκι μας παρουσιάζει μια γουρούνα με τα γουρουνάκια της, από νεογέννητα μέχρι που γίνονται καλοθρεμμένα, έτοιμα για σφάξιμο, στην καθημερινή τους ζωή. Βλέπουμε τον αγώνα για την επιβίωση που κάνουν τα γουρουνάκια, να βρουν μια ρόγα στο μαστό της. Συχνά τσακώνονται. Βλέπουμε σε λίγα πλάνα και ένα κοτόπουλο με ένα πόδι, και γελάδια. Βλέπουμε σε μεγάλο μονόπλανο έναν ταύρο να κοιτάζει με περιέργεια το φακό της κάμερας.

  Τα ζώα αυτά έχουν ζωή, πονάνε όπως πονάμε και εμείς. Η τελευταία σκηνή είναι χαρακτηριστική. Έρχεται ένα φορτηγάκι κα παίρνει τα γουρουνάκια (off-stage). Η μητέρα τα ψάχνει αγωνιωδώς, σε ένα μεγάλο μονόπλανο.

  Στο σπίτι δεν είχαμε γουρούνια, όμως είχαμε κότες, όταν ήμουν μικρός. Κάποια στιγμή εγκαταλείφθηκε το κοτέτσι, ο πατέρας μου είχε βαρεθεί να σφάζει όρνιθες (έτσι λέμε τις κότες στην Κρήτη), η μητέρα μου ούτε κατά διάνοια.

  Θυμάμαι που τους πετούσα μέσα στο κοτέτσι παρτατζίκια, αφού έβαζα φωτιά στον αγκιζώτη. Οι όρνιθες νόμιζαν ότι τους πέταξα κάτι φαγώσιμο, όπως έκανα συχνά εγώ και η μάνα μου, και έτρεχαν να το τσιμπολογήσουν. Ξαφνικά μπουμ, και οι κότες πετούσαν ένα μέτρο ψηλά από το φόβο τους. Η μητέρα μου μού έβαζε τις φωνές γιατί τις τρόμαζα και δεν θα έκαναν λέει μετά αυγά.

  Θυμάμαι μια γάτα μας που ξαφνικά άρχισε να κάνει σαν παλαβή μπροστά στην πόρτα της αποθήκης. Μια στιγμή μάλιστα την είδα να κάνει μια κουλουμούντρα (τούμπα), κάτι που δεν έχω δει ποτέ γάτα να κάνει.

  Ευτυχώς αμέσως κατάλαβα. Άνοιξα την πόρτα της αποθήκης και όρμησε μέσα σαν σφαίρα.

  Είχε γεννήσει στην αποθήκη. Την είχε βρει ανοικτή, και θεώρησε το μέρος ασφαλές για να γεννήσει. Τα νεογέννητα έπρεπε να τα θηλάσει, και την είχε πιάσει απελπισία που τη βρήκε κλειστή.

  Αλλά για τις γάτες έχω γράψει ένα εκτενές κείμενο, μια ηθολογική προσέγγιση, με τίτλο «Τα γατάκια μου: παρατηρήσεις πάνω στη συμπεριφορά της γάτας».

  Μαθητής γυμνασίου ήμουνα, και ένας καθηγητής μας μέσα στο λόγο του είπε «γουρούνα». Εμείς γελάσαμε.

  -Καλά, γιατί γελάτε, εσείς δηλαδή πώς τη λέτε.

  Ένας συμμαθητής μου πετάγεται και λέει: Λούτα.

  Ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια. Το λούτα ηχούσε πιο κωμικά στα αυτιά μας από το γουρούνα.

  Και μια ατάκα που λέγαμε τότε και ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια: «Ωρή Αννιά, άμε ωρή τη λούτα στο νερό να σκατατολοήσει».

  Γελάγαμε για το «σκατατολοήσει», για το πρώτο συνθετικό. Ποτέ δεν έμαθα τι ακριβώς σημαίνει η λέξη. Να θυμηθώ να ρωτήσω κανένα χωριανό.

 

No comments:

Post a Comment