Monday, July 15, 2024

Paul Auster, H τριλογία της Νέας Υόρκης

 

Paul Auster, H τριλογία της Νέας Υόρκης (μετ. Σταυρούλα Αργυροπούλου), Μεταίχμιο 2022, σελ. 432 


 

  Αφού διαβάσαμε τα δυο αυτοβιογραφικά βιβλία του Πωλ Όστερ, το «Ημερολόγιο του χειμώνα», την «Επινόηση της μοναξιάς» και το «Timbuktu», είπαμε να συνεχίσουμε με την «Τριλογία της Νέας Υόρκης».

  Η τριλογία αποτελείται από την «Γυάλινη πόλη», τα «Φαντάσματα» και το «Κλειδωμένο δωμάτιο».

  Στην πραγματικότητα πρόκειται για τρία ανεξάρτητα μυθιστορήματα τα οποία ο Όστερ τα συνδέει με έναν εντελώς μηχανικό τρόπο, για να δικαιολογηθεί η έκδοσή τους σε ένα τόμο τετρακοσίων τόσων σελίδων.

  Στα δύο πρώτα κεντρικό πρόσωπο είναι ένας ντετέκτιβ στον οποίο αναθέτουν μια υπόθεση. Αλλά και στο τρίτο ο ήρωας αναλαμβάνει κάποια στιγμή καθήκοντα ντετέκτιβ. Είναι αυτό που μου άρεσε περισσότερο, γιατί τα μυθιστορήματα με αστυνομική πλοκή δεν είναι του γούστου μου.

  Βέβαια δεν είναι τυπικά αστυνομικά μυθιστορήματα, απλώς μέσω μιας αστυνομικής πλοκής ο Όστερ προσωπογραφεί τους ήρωές του, οι οποίοι, τόσο αυτός που παρακολουθείται όσο και αυτός που παρακολουθεί, είναι άτομα «αποκλίνοντα» θα λέγαμε, που διαφέρουν από τον μέσο άνθρωπο, όπως εγώ για παράδειγμα, για να αναφερθώ σε μια πρόσφατη ανάρτησή μου.

  Είναι το δεύτερο μη ποιητικό έργο του Όστερ και το πρώτο του μυθιστόρημα, και δεν μπορεί να ξεφύγει από την αυτοβιογραφική τάση, που τον ακολουθεί μετά την έκδοση του αυτοβιογραφικού «Η επινόηση της μοναξιάς».

  Έχει ενδιαφέρον το ότι ο ντετέκτιβ ήρωας στη «Γυάλινη πόλη» νοιώθει να ταυτίζεται με τέσσερα πρόσωπα: με τον εαυτό του (Κουίν), με το ψευδώνυμο που χρησιμοποιεί σαν συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων (Γουίλιαμ Γουίλσον), με τον ντετέκτιβ ήρωα των μυθιστορημάτων του (Μαξ Γουόρκ) και με το πραγματικό του όνομα, Πολ Όστερ. Με αυτό το όνομα τον προσλαμβάνουν νομίζοντας ότι είναι ντετέκτιβ για να παρακολουθήσει ένα άτομο που μόλις αποφυλακίσθηκε, και που πιθανότατα θα έλθει να δολοφονήσει το γιο του.

  Τον προσλαμβάνει η γυναίκα του γιου του, ο οποίος έμεινε χρόνια κλεισμένος μέσα σε ένα δωμάτιο, σαν πειραματόζωο του πατέρα του, για να δει τί είδους γλωσσικές ικανότητες θα αναπτύξει μετά. Και ο Όστερ απαριθμεί, σαν εγκυκλοπαίδεια, παρόμοιες περιπτώσεις, με τελευταία αυτή του Κασπάρ Χάουζερ, που πρόσφατα είδαμε μια ταινία του Werner Herzog η οποία αναφέρεται στη ζωή του.

  Ένα παθιασμένο φιλί που ανταλλάσσει με τη γυναίκα αυτή, και που οι αφηγηματικές συμβάσεις και οι αναγνωστικές αναμονές θα το χαρακτήριζαν ως προσήμανση, δεν έχει συνέχεια.

  Στα «Φαντάσματα» αυτός που παρακολουθείται είναι αυτός που προσλαμβάνει τον ντετέκτιβ.

  Περίεργο;

  Ο ντετέκτιβ, παρακολουθώντας από ένα διαμέρισμα απέναντι, θα βιώσει την απόλυτη μοναξιά, και σε λίγο την εγκατάλειψη από τη γυναίκα του.

  Στο τρίτο ο ήρωας θα ψάξει για τον εξαφανισμένο παιδικό του φίλο. Πριν εξαφανιστεί είχε πει στη γυναίκα του να του δώσει τα χειρόγραφά του (γράφει, αλλά δεν έχει εκδώσει τίποτα), με απώτερο στόχο να τον παντρευτεί, πράγμα που θα συμβεί. Θα κάνει ένα παιδί μαζί της ενώ το παιδί από το φίλο του γεννήθηκε λίγο μετά την εξαφάνισή του.

  Θα φροντίσει να εκδοθούν τα έργα του, κάτι που ο φίλος του δεν το περίμενε (το ποια είναι αυτά το παραθέτω παρακάτω σε απόσπασμα).

  Το ότι στόχος είναι η προσωπογράφηση των ηρώων φαίνεται και από το ότι δεν θυμάμαι πώς τελειώνουν τα μυθιστορήματα αυτά. Μπορεί να φταίει η ηλικία μου, μπορεί όμως να φταίει και το ότι το τέλος τους δεν είναι εντυπωσιακό.

  Ο Όστερ αναφέρεται συχνά σε ομότεχνους. Θα συναντήσουμε κάμποσες φορές τον Πόε, τον Θορό και τον Ουίτμαν (βρήκα ένα βιβλίο με ποιήματά του εδώ στην Κρήτη, και θα το διαβάσω παρόλο που, όπως έχω δηλώσει αφού άκουσα σε βίντεο στο youtube τον Κωστή Παπαγιώργη να το δηλώνει, δεν συμπαθώ την ποίηση).

  Υπάρχουν αρκετά δοκιμιακά αποσπάσματα, συχνά σε σχέση με τη Βίβλο, όπως π.χ. η γλώσσα που μιλούσαν οι πρωτόπλαστοι, ο πύργος της Βαβέλ, κ.ά. Η γλώσσα φιγουράρει σε αρκετά από αυτά.

  Ένα εκτενές απόσπασμα για την ομπρέλα με οδήγησε στη σκέψη ότι οι έννοιες δεν είναι παρά γενικεύσεις τον βασικών χαρακτηριστικών των αντικειμένων αναφοράς. Το αναφέρω αυτό γιατί μια από τις αρχές της οικονομίας της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι η τάση γενίκευσης, έχω γράψει σχετικά στο δεύτερο βιβλίο μου «Η αναγκαιότητα του μύθου». Είναι η γνωστή μας επαγωγή, η οποία κάποιες φορές μπορεί να μας οδηγήσει σε λαθεμένα συμπεράσματα. Ο Μπέρτραντ Ράσελ γράφει σχετικά στο βιβλίο του «Η ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας», έχω αναφερθεί ήδη σ’ αυτό πάνω από μια φορά, δεν θέλω να ξαναγράψω λεπτομέρειες.

  Όλοι τους διαβάζουν. Ο πατέρας Στίλμαν, που η νύφη του φοβάται ότι θα δολοφονήσει τον γιο του, διαβάζει κάποιον Νταρκ που μιλάει για τον νέο Παράδεισο, την Αμερική.

  Και ο παρακολουθών και ο παρακολουθούμενος συναντιούνται, με πρωτοβουλία πάντα του παρακολουθούντος ντετέκτιβ.

  Συναντάω κάποιες φορές το εφέ της απαρίθμησης που είδα και στα άλλα έργα του που διάβασα, αγαπημένο φαίνεται του Όστερ. Να μην παραθέσω όμως απόσπασμα και βαρύνω την ανάρτηση.

  Τώρα να ψάξω τις υπογραμμίσεις μου και να παραθέσω αποσπάσματα.

  «…καθόταν στην τουαλέτα και, πάνω που αμόλαγε μια κουράδα, χτύπησε το τηλέφωνο».

  Ραμπελεϊκός και αυτός, όπως κι εγώ. Δυο φορές μου χτύπησε το κουδούνι ο κούριερ ενώ καθόμουν στην τουαλέτα και έχεζα. Την πρώτη φορά του φώναξα να περιμένει. Σκουπίστηκα, σήκωσα τα βρακιά μου, και όταν άνοιξα την πόρτα είχε εξαφανιστεί. Τη δεύτερη έτρεξα στην πόρτα με σηκωμένα βρακιά και τον πρόλαβα στο τσακ, ενώ ετοιμαζόταν να φύγει. Ο Όστερ περίμενε πρώτα να σκουπιστεί, και έτσι δεν πρόλαβε το τηλέφωνο, η γραμμή είχε κλείσει».

  «Για μια στιγμή θυμήθηκε τον Αξιωματικό και τη γελαστή κοπέλα του Βερμέερ..».

  Ο Βερμέρ ήταν αγαπημένος του ζωγράφος, τον συναντήσαμε και σε ένα αυτοβιογραφικό του, δεν θυμάμαι ποιο.

  «-Εφευρίσκω λέξεις που θα αντιστοιχούν στα πράγματα.

  …-Πώς ξέρετε ότι βρήκατε την κατάλληλη λέξη;

  -Ποτέ δεν κάνω λάθος. Είναι μια λειτουργία της μεγαλοφυίας μου».

  Αυτός είναι ο πατέρας του νεαρού.

  Σαλταρισμένος.

  «Μέσα από τον καθρέφτη, κεφάλαιο 6».

  Έχω γράψει ότι γίνεται συχνά αναφορά από συγγραφείς στην Αλίκη, γνωστή περισσότερο από το πρώτο βιβλίο του Λιούις Κάρολ, «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», και είπα ότι θα καταγράφω κάθε αναφορά που βλέπω να γίνεται σ’ αυτήν.

  Να το σημειώσω εδώ, υπάρχει μια ευφάνταστη εκδοχή για τη συγγραφή του Δον Κιχώτη.

  «Μποντλέρ: Il me semble que je serais toujours bien là où je ne suis pas. Με άλλα λόγια: Θαρρώ πως θα είμαι πάντα καλά εκεί απ’ όπου λείπω…».

  Ατάκτως ερριμμένο, όπως πολλά στα αυτοβιογραφικά του.

  «Η μεταμόρφωση στην εμφάνισή του ήταν τόσο δραστική, που δεν μπορούσε παρά να γοητευθεί από αυτήν. Είχε μεταβληθεί σε αλήτη. Τα ρούχα του είχαν ξεβάψει, ήταν χάλια, κατεστραμμένα από τη βρωμιά. Το πρόσωπό του το σκέπαζε πυκνή, μαύρη γενειάδα, με μικρές νιφάδες γκρίζου μέσα της. Τα μαλλιά του ήταν μακριά και μπερδεμένα, στριμμένα σε τούφες, πίσω από τ’ αυτιά, και κρέμονταν σε μπούκλες σχεδόν ως τους ώμους του».

  Αναρωτιέμαι γιατί ο Όστερ γοητεύεται από αυτή την εικόνα του συγγραφέα-αλήτη. Στο «Timbuktu» θα τον συναντήσουμε άστεγο.

  «Όσον αφορά τον Όστερ, πιστεύω ακράδαντα ότι φέρθηκε απαίσια. Αν η φιλία μας τέλειωσε, γι’ αυτό θα πρέπει να μέμφεται τον εαυτό του. Όσο για μένα, οι σκέψεις μου παραμένουν με τον Κουίν. Θα βρίσκεται πάντα μαζί μου. Και όπου κι αν εξαφανίστηκε, εγώ του εύχομαι καλή τύχη».

  Έτσι τελειώνει το πρώτο μυθιστόρημα.

  Ο εξωδιηγητικός συγγραφέας εμφανίζεται τώρα ενδοδιηγητικός, και σχολιάζει μάλιστα τον Όστερ.

  Κουφό.

  Και πάμε στα «Φαντάσματα».

  «Η υπόθεση μοιάζει αρκετά απλή. Ο Γουάιτ θέλει να παρακολουθήσει ο Μπλου έναν άντρα ονόματι Μπλακ και να μην τον αφήσει από τα μάτια του για όσο χρειαστεί»

  Και θα ζήσει στην απόλυτη μοναξιά.

  «Παγίδευσαν τον Μπλου μέσα στην απραξία, στο να είναι τόσο αδρανής ώστε η ζωή του να περιορίζεται σε κάτι που δεν είναι ζωή… να είναι μισοζώντανος στην καλύτερη περίπτωση…».

  Η γυναίκα του θα τον εγκαταλείψει.

  Και στο τέλος θα ανακαλύψει ότι ο εργοδότης του δεν είναι άλλος από αυτόν που παρακολουθεί.

  «Σ’ αυτόν τον δρόμο τύπωσε το 1855 ο Γουόλτ Γουίτμαν την πρώτη έκδοση της ποιητικής του συλλογής Φύλλα Χλόης και εδώ ο Χένρι Γουόρντ Μπίτσερ καταφερόταν κατά της δουλείας από τον άμβωνα της εκκλησίας με τα κόκκινα τούβλα».

  Αυτοί είναι δυο από τα φαντάσματα.

  «Πολλοί μεγάλοι άντρες πήγαιναν εκεί, λέει ο Μπλακ. Ο Αβραάμ Λίνκολν, ο Κάρολος Ντίκενς, όλοι τους κατηφόριζαν τον δρόμο και έμπαιναν στην εκκλησία».

  Τα υπόλοιπα φαντάσματα.

  «Ο Μπλου πέφτει σε ένα αντίτυπο του Walden».

  Το διάβασα, και απλά παρέθεσα το απόσπασμα για να βάλω τον σύνδεσμο της ανάρτησής μου.

  «Λέγεται Αμάρτημα του παρελθόντος και πρωταγωνιστεί ο Ρόμπερτ Μήτσαμ στο ρόλο ενός πρώην ιδιωτικού ντετέκτιβ που προσπαθεί…».

  Δίνει εκτενή περίληψη της πλοκής, όπως έκανε και με το «D.O.A.» στο «Ημερολόγιο του χειμώνα»

  Παρά το σπόιλερ, θα τη δω και αυτήν.

  «-Πάρε τον Χόθορν [έχω διαβάσει το «Άλικο γράμμα»] λέει ο Μπλακ. Στενός φίλος του Θορό και ίσως ο πρώτος πραγματικός συγγραφέας που είχε ποτέ η Αμερική. Μετά την αποφοίτησή του από το κολέγιο, επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας του στο Σάλεμ, κλειδαμπαρώθηκε σ’ ένα δωμάτιο και δεν ξεμύτισε αποκεί για δώδεκα χρόνια.

  -Και τι έκανε εκεί μέσα;

  -Έγραφε ιστορίες».

  Τέτοιου είδους «κουτσομπολιά» δεν θα τα συναντήσεις στα λήμματα της βικιπαίδειας, παρά μόνο σε εκτενείς βιογραφίες-βιβλία. Υπάρχουν και άλλα τέτοια.

  Και πάμε στο «Κλειδωμένο δωμάτιο».

  «Ανατρέχοντας στο παρελθόν, θεωρώ φυσικό το γεγονός ότι ο Φάνσοου έγινε συγγραφέας».

  Οι παρακολουθούμενοι είναι συγγραφείς.

  «Συνολικά υπήρχαν πάνω από εκατό ποιήματα, τρία μυθιστορήματα, δύο σύντομα και ένα μεγάλο, και πέντε θεατρικά μονόπρακτά, καθώς και δεκατρία σημειωματάρια τα οποία περιείχαν κάποια κομμάτια που αφαιρέθηκαν, σκίτσα, σημειώσεις, επισημάνσεις στα βιβλία που διάβαζε ο Φάνσοου και ιδέες για μελλοντικά σχέδια».

  Το μεγάλο μυθιστόρημα, που εκδόθηκε πρώτο, είχε αμέσως φοβερή επιτυχία.

  «Στα επτά χρόνια από την ημέρα της εξαφάνισής μου θα είναι η μέρα του θανάτου μου».

  Το είπαμε, οι ήρωες είναι αποκλίνοντες. Μου έρχεται τώρα στο μυαλό ο Λιαντίνης.

  «Κάποτε γνώρισα έναν αλήτη που μιλούσε σαν σαιξπηρικός ηθοποιός, έναν ταλαιπωρημένο αλκοολικό με κάκαδα στα μούτρα του και κουρέλια αντί για ρούχα, που κοιμόταν στο δρόμο και μου ζήταγε συνέχεια λεφτά. Κι όμως, αυτός υπήρξε κάποτε ο ιδιοκτήτης μιας γκαλερί στη λεωφόρο Μάντισον».

  Δεν ξέρω γιατί αυτές οι ξεπεσμένες φιγούρες ασκούν μια έλξη στον Όστερ.

  Να και ένα άλλο ανέκδοτο, σαν το παραπάνω με τον Χόθορν.

  « Υπάρχει επίσης ο Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς Μπαχτίν, ο ρώσος κριτικός και φιλόσοφος της λογοτεχνίας. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής στη Ρωσία στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, αυτός κάπνισε το μοναδικό αντίγραφο ενός χειρογράφου του, μιας μακροσκελούς μελέτης για τη γερμανική λογοτεχνία, η οποία του πήρε χρόνια να γραφεί. Έπαιρνε μία μία τις σελίδες και τις χρησιμοποιούσε σαν χαρτί για να τυλίγει τα τσιγάρα του, καπνίζοντας καθημερινά λίγο περισσότερο από το βιβλίο του, ώσπου αυτό εξαφανίστηκε».

  Μεγαλειώδες.

  Όπως εγώ, που δεν έχω πια διάθεση να δω τούρκικη ταινία ή να διαβάσω τούρκικο βιβλίο.

  «Αναμφίβολα ο Φάνσοου είναι ένα ασυνήθιστο άτομο…».

  Αν είναι λέει!!!

  Όλα τα πρόσωπα της τριλογίας είναι λίγο πολύ ασυνήθιστα.

  Στο τέλος βλέπουμε τον αφηγητή να σκίζει μια μια τις σελίδες του σημειωματαρίου του Φάνσοου. Προηγουμένως, με την εξομολόγηση που του έκανε ο Φάνσοου, μάθαμε για το πώς πέρασε όλα αυτά τα χρόνια (έξι συνολικά) από την ημέρα της εξαφάνισής του. Διαπιστώνουμε ακόμη μια φορά τον περίεργο χαρακτήρα του.

  Αν ήμουν νεότερος θα διάβαζα και άλλα βιβλία του Όστερ, όμως δεν με παίρνει ο χρόνος. Πάνω από το ένα τέταρτο των συμμαθητών μου στο δημοτικό έχουν φύγει, και τώρα τελευταία, σε μικρή απόσταση ο ένας από τον άλλο, και δυο συμμαθητές μου από το Λύκειο.

  Θέλω να ξαναδιαβάσω τους κλασικούς.

No comments:

Post a Comment