Sunday, September 29, 2024

Akira Kurosawa, Red beard (1965)

 

Akira Kurosawa, Red beard (1965)

 


  Ο Κουροσάβα επιστρέφει στην προ Meiji (1868) περίοδο μετά το «High and low» με την Jidaigeki (ταινία εποχής) ταινία του «Ο κοκκινογένης».

  Ο κοκκινογένης (Toshiro Mifune) είναι ένας αυστηρός γιατρός που όμως δουλεύει σκληρά σε μια επαρχιακή πόλη. Δέχεται δωρεάν τους φτωχούς το απόγευμα.

  Στο νοσοκομείο του καταφτάνει ο Noburu Yasumoto, ένας νεαρός φιλόδοξος γιατρός. Νόμιζε ότι θα πήγαινε εκεί για επίσκεψη, όμως μαθαίνει ότι εκεί τοποθετήθηκε μετά τη θητεία του στο Ναγκασάκι, αντί να γίνει γιατρός του Σογκούν όπως περίμενε.  

  Δεν του αρέσει καθόλου. Απειθαρχεί στους κανόνες, βέβαιος ότι ο κοκκινογένης θα τον διώξει. Όμως σιγά σιγά συγκινείται από την αφοσίωση που δείχνει στους αρρώστους, και από την οικτρή μοίρα των περισσότερων από αυτών. Στο τέλος, ενώ του έρχεται η μετάθεση για την αυλή του σογκούν, αποφασίζει να μείνει εκεί.  

  Η ταινία είναι σχεδόν σπονδυλωτή, με επεισόδια-σπόνδυλους έξυπνα σοφιλιασμένα (καζαντζακική λέξη αυτή) στην σπονδυλική στήλη της πλοκής.

  Μια υστερική γυναίκα, πολύ όμορφη, παρασύρει τους άντρες και μετά τους σκοτώνει με μια παραμάνα. Είναι σε ένα ξεχωριστό κτίριο που έκτισε ο πατέρας της, αναθέτοντας τη φύλαξή της σε μια νοσοκόμα. Όμως κάποτε ξεφεύγει από την προσοχή της και πέφτει πάνω στον Noburu. Λίγο αν αργούσε να έλθει ο κοκκινογένης θα την πάθαινε και ο Noburu.

  Ένας πεθαίνει μόνος του, χωρίς επισκέπτες, χωρίς να βγάλει λέξη από τότε που νοσηλεύτηκε. Όταν έλθει η κόρη του με τα τρία της παιδιά, η οποία ήλπιζε ότι θα εύρισκε στήριγμα σε αυτόν, έχει ήδη πεθάνει.

  Ο κοκκινογένης κατηγορεί τις κυβερνήσεις για τη φτώχια που μαστίζει τον κόσμο. Αν έλλειπε η φτώχια, οι μισοί θα είχαν γλιτώσει το θάνατο.

  Το έχω πει πρόσφατα πολλές φορές. Πάντα έτσι ήταν, αλλά σήμερα τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Όταν αρρωστήσουν, οι φτωχοί πεθαίνουν ενώ οι πλούσιοι ζουν. Όταν έχουν ένα πρόβλημα υγείας, οι πλούσιοι θα τρέξουν στις ιδιωτικές κλινικές ενώ οι φτωχοί θα περιμένουν μήπως βρουν να κλείσουν ραντεβού σε δημόσιο νοσοκομείο, και εκεί θα περιμένουν τη σειρά τους.

  -Μπορείς να δώσεις τίποτα χρήματα; Ρωτάει το φίλο μου γιατρός σε δημόσιο νοσοκομείο, που πήγε για εγχείρηση βουβωνοκήλης, για την οποία τον απέλυσαν από τη δουλειά του γιατί δεν μπορούσε να σηκώσει βάρη.

  -Πού να βρω, του λέει, με το επίδομα ανεργίας ζω.

  -Καλά, θα σε πάρουμε τηλέφωνο.

  Παίρνουν όντως τηλέφωνο; Ρωτάει μιαν αρμόδια φίλος μου ο οποίος δουλεύει σε νοσοκομείο. Τις μισές φορές παίρνουν, ήταν η απάντησή της.

  Μια γυναίκα εγκαταλείπει τον άντρα της μετά από ένα σεισμό, που τον θεώρησε σαν τιμωρία της για την ευτυχία που περνάει. Πέφτει πάνω στον άντρα για τον οποίο την προόριζαν οι γονείς της, και κάνει μαζί του ένα παιδί.

  Ξαναγυρνάει στον άντρα της, ζητώντας συγχώρεση. Αυτός θα την μαχαιρώσει. Εξαιρετική η σκηνή του μαχαιρώματος. Μετανιωμένος, ζητώντας εξιλέωση, αν και άρρωστος ο ίδιος, θα κατασκευάζει πράγματα στο νοσοκομείο τα οποία θα πουλάει και τα χρήματα θα τα διαθέτει για τους φτωχούς.

  Όταν διάβασα στη βικιπαίδεια ότι ένα επεισόδιο το έχει αντλήσει ο Κουροσάβα από το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι «Ταπεινοί και καταφρονεμένοι» αποφάσισα πριν δω τον «Κοκκινογένη» να το διαβάσω πρώτα. Στη συνέχεια είδα μια κινηματογραφική μεταφορά του από τον Andrej Eshpai.

  To επεισόδιο αυτό είναι το τελευταίο τρίτο της ταινίας, που λόγω της αυτονομίας του χωρίζεται με ένα μουσικό θέμα που ακούγεται με μια μαύρη οθόνη που διαρκεί για λίγα λεπτά. Ο κοκκινογένης σώζει μια μικρή κοπέλα από τα χέρια μιας μαστροπού, πριν προλάβει να τη δώσει σε πελάτη.

  Πώς;

  Ο Κουροσάβα «ξεθάβει» τον αδέσποτο σαμουράι τον οποίο είδαμε στους «Επτά σαμουράι», στο «Γιοζίμπο» και στο «Σαντζουρό», μια πραγματική έκπληξη για το θεατή. Θα εξουδετερώσει όλους τους μπράβους της μαστροπού, που δεν ήταν και λίγοι.

  Την κοπέλα θα την αναλάβει ο Noburu.

  Ο Κουροσάβα βέβαια έχει κάνει τις ανάλογες προσαρμογές και έχει προσθέσει επεισόδια. Εδώ ο αφηγητής (στο μέρος αυτό έχουμε αφήγηση, όπως και στο μυθιστόρημα) δεν είναι συγγραφέας-δημοσιογράφος αλλά γιατρός. Το επεισόδιο με τον μικρό κλέφτη και την οικογένειά του που συμφώνησαν να δηλητηριαστούν γιατί δεν άντεχαν την φτώχεια δεν υπάρχει στον Ντοστογιέφσκι. Και βέβαια η μεταφορά αυτή δεν έχει καμιά σχέση με τη μεταφορά του ρώσου σκηνοθέτη. Κουροσάβα είναι αυτός. Αλλά για περισσότερα θα παραπέμψω στην ανάρτησή μου για το μυθιστόρημα.

  Μου άρεσε φοβερά η ταινία. Αυτή η διάθεση αυτοθυσίας για τους φτωχούς και η αθλιότητα που πλήττει τόσο κόσμο με συγκίνησαν βαθύτατα. 8,3 είναι η βαθμολογία της στο IMDb, εγώ έβαλα 10, νομίζω το δεύτερο που βάζω. Το πρώτο το έβαλα στα «Όνειρα». (Ναι, το επιβεβαίωσα, μήπως δεν θυμόμουν καλά).

  Δεκάρι μόνο στον Κουροσάβα, τον μεγάλο ανθρωπιστή γιαπωνέζο σκηνοθέτη.

No comments:

Post a Comment