Sunday, July 3, 2022

Τζων Στάινμπεκ, Ανατολικά της Εδέμ

Τζων Στάινμπεκ, Ανατολικά της Εδέμ (μετ. Κοσμάς Πολίτης), Γράμματα 2011, σελ. 828

 



   Είναι τόσα τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, πότε να προλάβεις να τα διαβάσεις. Τα έχεις στα υπόψιν, και κάποια στιγμή δίνεται η ευκαιρία.

  Η ευκαιρία για να διαβάσω το «Ανατολικά της Εδέμ» δόθηκε από την προσεχή επανέκδοση της ομώνυμης ταινίας του Ελία Καζάν. Και, όπως κάνω συνήθως, θα δω και την ταινία και θα γράψω ουρά σ’ αυτή την ανάρτηση.

  Διαβάζω στο οπισθόφυλλο ότι για τον Στάινμπεκ αυτό ήταν το μείζον έργο του. «Έχει όλα όσα κατάφερα να μάθω για την τέχνη της συγγραφής, όλη μου τη ζωή. Ό,τι άλλο έχω γράψει ως τώρα, ήταν απλώς μια άσκηση που με προετοίμαζε για τα Ανατολικά της Εδέμ».

  Συμβαίνει, εσύ να θεωρείς ένα έργο ως το καλύτερό σου και οι αναγνώστες να έχουν άλλη γνώμη.

  Ήδη από την αρχή το μυθιστόρημα με άφησε αμήχανο με τις ρομαντικές απιθανότητες. Ο Άνταμ, ο κεντρικός ήρωας, χωρίς αποχρώντα λόγο, όταν απολύεται από τον στρατό όπου τον έστειλε με το έτσι θέλω ο πατέρας του, αλητεύει, ενώ θα μπορούσε να επιστρέψει στο πατρικό κτήμα, που ήταν από τα καλύτερα της περιοχής.

  Κοιτάζοντας τώρα τη βιογραφία του στη βικιπαίδεια διαβάζω: The Pulitzer Prize–winning The Grapes of Wrath (1939)[5] is considered Steinbeck's masterpiece and part of the American literary canon.[6] In the first 75 years after it was published, it sold 14 million copies.[7]

  Τα «Σταφύλια της οργής» λοιπόν θεωρούνται το αριστούργημά του.

  Τα «Σταφύλια της οργής» τα ξαναδιάβασα πριν επτά χρόνια, και με ενθουσίασαν τόσο όσο με είχαν ενθουσιάσει και όταν ήμουν μαθητής. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με το «Ανατολικά της Εδέμ». Είμαι περίεργος αν μου αρέσει περισσότερο η ταινία, που θεωρείται αριστούργημα. Δεν το νομίζω όμως γιατί, όπως έχω ξαναγράψει, το σενάριο, σε τελευταία ανάλυση το στόρι, το θεωρώ πολύ σημαντικό. Θα δούμε.

  Τη ζωή δυο οικογενειών παρακολουθούμε στο μυθιστόρημα, των Τρασκ και των Χάμιλτον. Κεντρική όμως θέση καταλαμβάνει η ιστορία των Τρασκ, με την οποία τελειώνει και το βιβλίο.

  Δεν μου αρέσουν ιστορίες με κακούς χαρακτήρες, και εδώ έχουμε τρεις τέτοιους. Ο Τσάρλι, ο αδελφός του Άνταμ, τον ταλαιπωρεί στα παιδικά τους χρόνια. Το ίδιο και ο Καλ τον αδελφό του τον Αρών. Ο Στάινμπεκ προσπαθεί όσο μπορεί να διορθώσει την εικόνα του στο τέλος, για μένα όμως δεν είναι πειστικός.

  Υπάρχουν άτομα απόλυτης κακίας, το ξέρω από προσωπική πείρα. Τέτοια ήταν η Κέητ. Έκαψε τους γονείς της και έφυγε από το σπίτι, πήγε σε πορνείο, την περιμάζεψε κάποιος ο οποίος την άφησε κάποια στιγμή αιμόφυρτη, την περιμάζεψαν οι Τρασκ, ο Άνταμ την ερωτεύθηκε. Την παντρεύτηκε. Αυτή πήγε και έκανε έρωτα με τον αδελφό του, χωρίς κανένα ρεαλιστικό αποχρώντα λόγο παρά μόνο συγγραφικό, για να μας δείξει ο συγγραφέας ότι τα δυο αγόρια που έκανε, τον Καλ και τον Αρών, δεν ήταν δικά του αλλά του Τσάρλι.

  Και πάλι ένα ρεαλιστικό ατόπημα: Σηκώνεται και φεύγει, λέγοντάς του ότι δεν θα ξαναγυρίσει. Αυτός προσπαθεί να την εμποδίσει. Αυτή τον πυροβολεί. Θα μπορούσε όμορφα και ωραία να φύγει λέγοντάς του ότι πάει για ψώνια, και να μην ξαναγυρίσει.

  Και έφυγε από το σπίτι για να πάει πού; Σε πορνείο. Μάλιστα θα δηλητηριάσει την ματρόνα, της οποίας είχε καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη και την είχε σαν παιδί της, και θα αναλάβει αυτή τη διεύθυνση του πορνείου.

  Τις απιθανότητες αυτές τις βρίσκει κανείς μόνο στα ρομαντικά μυθιστορήματα, όπως στους «Άθλιους» τους οποίους δανείστηκα από φίλο για να τους διαβάσω, αλλά ξέρω το στόρι από τα «Κλασικά εικονογραφημένα» και από κινηματογραφικές μεταφορές που έχω δει.

  Το πώς θα προσλάβει κανείς ένα μυθιστόρημα ή μια ταινία είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, όπως η ηλικία, η αναγνωστική επάρκεια, οι συνθήκες ανάγνωσης/παρακολούθησης, κ.λπ. Εγώ εδώ θα αναφερθώ σε έναν παράγοντα, τη μνήμη. Στην ηλικία που είμαι ξεχνάω εύκολα (έχει γεμίσει ο σκληρός δίσκος του εγκεφάλου μου με λέξεις διαφόρων γλωσσών), και γι’ αυτό προσπαθώ να ξεπετώ κατευθείαν ένα μυθιστόρημα, γιατί αν το πάω σε συνέχειες θα ξεχάσω πράγματα. Φυσικά ήταν αδύνατο να διαβάσω σε δυο τρεις μέρες το «Ανατολικά της Εδέμ».

  Ο Άνταμ πεθαίνει στο τέλος. Ο κινέζος υπηρέτης Λη (η πιο εμβληματική φιγούρα του μυθιστορήματος, με τον φλεγματισμό και τη θυμοσοφία της Ανατολής, είναι το μόνο πρόσωπο που κερδίζει ανεπιφύλακτα τη συμπάθειά μας) του λέει να συγχωρέσει τον Καλ.   

  Ο Καλ είχε πάει τον αδελφό του στο πορνείο και του έδειξε τη μητέρα τους την πόρνη. Αυτός ταράχτηκε, κατατάχθηκε σαν εθελοντής και σκοτώθηκε στο μέτωπο, κάπου στη Γαλλία (πρώτος παγκόσμιος πόλεμος). Ο πατέρας του μαθαίνοντας την είδηση έπαθε εγκεφαλικό. Ο Καλ ομολογεί συντετριμμένος την ενοχή του, και ο Λη παρακαλεί τον πατέρα του να τον συγχωρέσει. Δεν μπορεί να μιλήσει λόγω του εγκεφαλικού, αλλά ίσως καταφέρει να ψιθυρίσει το όνομα του γιου του, σαν ένδειξη συγχώρεσης, ώστε να μην τον βαραίνει η ενοχή σε όλη του τη ζωή. Και αυτός τι λέει;

  «Τίμσελ!

Τα μάτια του κλείσανε και κοιμήθηκε».

  Έτσι τελειώνει το μυθιστόρημα.

  Αυτό το Τίμσελ το συνάντησα στο μυθιστόρημα, αλλά πού να θυμάμαι τι στο διάβολο σημαίνει;

  Θα το ψάξω στο αγγλικό κείμενο, όπου μπορώ να το βρω με την αναζήτηση.

  «But the Hebrew word, the word timshel—‘Thou mayest’—that gives a choice».

  Μπορείς, που δίνει μια επιλογή, μεταφράζω.

  Επιλογή σε τι;

  Να γίνει καλός ή να παραμείνει κακός;

  Δεν σκοπεύω να λύσω τον γρίφο του Στάινμπεκ. Εγώ βλέπω ότι δεν του έδωσε τη συγνώμη του λέγοντας το όνομά του, όπως του ζήτησε ο Λη.

  Κοντεύω τις χίλιες λέξεις, πρέπει να γράψω και για την ταινία, θα δώσω ελάχιστα αποσπάσματα.

  Τώρα μου ήλθε στο μυαλό.

  Και έλεγα να μην το ξεχάσω.

  Ο Στάινμπεκ ξεκινάει με την περιγραφή της φύσης, του χώρου. Επίσης εμφανίζοντας τους ήρωές του τους δίνει όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένα πορτραίτα, πριν τους χαρακτηρίσει με τις πράξεις τους.    

  «Αχ. Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» (σελ. 118).

  Ακόμη μια φορά που βλέπω να γίνεται αναφορά σ’ αυτό το παιδικό μυθιστόρημα. Οι συχνές αναφορές σ’ αυτό με έκαναν να το διαβάσω, όπως και τον «Μικρό πρίγκηπα». Στην Αλίκη θα γίνει αναφορά και στο τέλος, όταν η Κέητ αυτοκτονεί.

  «…πλανεύτηκε από την πιο παλιά πεποίθηση που υπάρχει στον κόσμο – πως μια κοπέλα που αγαπάμε δεν μπορεί παρά να ’ναι ειλικρινής και τίμια» (σελ. 122).

  Χρειάζεται να το γράψω, ότι το ίδιο ισχύει και για τις γυναίκες; Εσείς οι παλιοί θυμάστε την ατάκα της εποχής μου: θα το πάρεις το κορίτσι ή το κοροϊδεύεις;

  «Η Κάθι είχε το απαραίτητο προσόν που χρειάζεται ένας μεγάλος εγκληματίας: δεν είχε εμπιστοσύνη σε κανέναν…» (σελ. 223).

  Η Κάθι έγινε αργότερα Κέητ.

  «Ήταν πασίγνωστο πως η Λίζα Χάμιλτον κι ο Θεός είχαν τις ίδιες απόψεις σχετικά με όλα σχεδόν τα ζητήματα» (σελ. 253).

  Υπάρχουν κάμποσα χιουμοριστικά αποσπάσματα σαν αυτό.

  «Ο Λη σηκώθηκε, πήγε στο μπουγαδοκόφινο…» (σελ. 275).

  Το λέγαμε πιτσιρικάδες: «Τσι θειας σου το μπουγαδοκόφινο». Το να πούμε «Τσι μάνας σου» παραήταν επικίνδυνο.   

  Η μετάφραση του Πολίτη δεν μπορούσε παρά να είναι εκπληκτική. Όμως ένα πράγμα δεν μου άρεσε: γράφει κι αυτός «στη φόρα» (σελ. 395) αντί το σωστό «στα φόρα» (fora, πληθυντικός του forum, αγορά). Όμως μου άρεσε που κάνει κι αυτός την έλξη του αναφορικού: «Ο Αλφ μπορούσε να σου αραδιάσει το ιστορικό όλων όσων μένανε κι από τις δυο πλευρές της οδού Μέιν» (σελ. 722)

  «Πάρα πολλά τραγούδια και ψαλμοί, και δεν καταλάβαινε πώς θα μπορούσανε και οι ίδιοι οι Εκλεκτοί να ζήσουνε πολύν καιρό μέσα στην παραδείσια τεμπελιά» (σελ. 407).

  Μόλις προχθές το διάβασα, σε ένα από τα κείμενα που παρατίθενται στο τέλος της «Μεθόδου Εκμάθησης Βουλγάρικης Γλώσσας» (Αθήνα και Σόφια, 1978). Είναι το διήγημα «Εκείνου του κόσμου» του Ελίν Πελίν (1878-1949).

  Ο παππούς Ματθαίος πεθαίνει. Αγαπούσε πολύ τη ρακή. Καθώς ήταν καλός άνθρωπος πηγαίνει στον παράδεισο. Είναι κατακουρασμένος, ζητά από τον άγγελο να τον πάει στην μπυραρία να πιει μια ρακή.

  «-Παππού, εδώ δεν υπάρχουν μπυραρίες, λέει ο άγγελος.

-Δεν υπάρχουν; Δεν υπάρχουν; Σε τέτοιες ομορφιές και να μην υπάρχουν μπυραρίες; Και πού να σταματήσει κανείς να ξεκουραστεί, να πιει μια ρακή… Ο παπάς μας είπε ότι στον παράδεισο υπάρχει κάθε τι που λαχταράει η ψυχή σου… Καλύτερα να πήγαινα στον άδη. Εκεί υπάρχουν ταβέρνες; -Υπάρχουν. -Πήγαινέ με εκεί σε παρακαλώ…» (σελ. 360-361).

  Μου φαίνεται κάμποσοι χωριανοί μου, κοντοχωριανοί μου, γενικά πολλοί κρητικοί, θα έχουν το ίδιο πρόβλημα.

  Εγώ όχι, δεν πίνω παρά μόνο κοινωνικά, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να πάω στον παράδεισο· αν βέβαια προορίζομαι για εκεί.

  «Το καλύτερο θα ’τανε να ψάξεις να βρεις μια καινούρια αγάπη, που θα σβήσει την παλιά» (σελ. 413). 

  «Καινούρια αγάπη και παλιά με βάλανε στη μέση, πέξε καινούρια τσι παλιάς μιαν αμπωθιά να πέσει».

  Από το «Καινούρια αγάπη και παλιά».

  «Δε θέλω να ’μαι κακός» (σελ. 527), λέει ο Καλ.

  Το ίδιο είπε και ο Χάρβεϊ Κέητελ στη «Διαφθορά» (1992), που προβλήθηκε σε επανέκδοση πριν μερικές βδομάδες.

  «Γιατί είμαι κακός Λη, δε θέλω να ’χω κακία μέσα μου. Βοήθησέ με, Λη!» (σελ. 781).

  Το ίδιο πράγμα ζητούσε και ο Χάρβεϊ Κέητελ από τον Ιησού, που τον έβλεπε σαν όραμα.

  «Κάτι τον έσπρωξε να στρίψει από την οδό Μέιν στην Κεντρική Λεωφόρο και να προχωρήσει στον αριθμό 130, εκεί που υψωνόταν το κατάλευκο σπίτι του Έρνεστ Στάϊνμπεκ… Η Όλιβ ήρθε στην πόρτα και τη μισάνοιξε, με τα δυο παιδιά, τη Μαίρη και τον Τζων, κολλημένα στα φουστάνια της» (σελ. 535).

  Αυτό σίγουρα είναι αυτοβιογραφικό.

  «Την τρίτη βδομάδα θα καθόμαστε δίχως να σηκώσουμε το χέρι μας, κι έτσι ποτέ της δε θα καταλάβει αν ξέρουμε το μάθημα ή όχι. Και δε θ’ αργήσει να μας αφήσει στην ησυχία μας. Δε θα χάνει τον καιρό της να ρωτάει κάποιον που ξέρει το μάθημα» (σελ. 581).

  -Δερμιτζάκη, έλα να πεις μάθημα.

  Ο θεολόγος μας μάς έκανε και ιστορία. Αδιάβαστος εγώ, δεν σήκωνα χέρι, όμως ξαφνιάστηκα και πετάχτηκα πάνω να πάω στην έδρα, από όπου λέγαμε το μάθημα.

  -Δερμιτζάκη, πήγες να με ξεγελάσεις, ε; Δεν σήκωνες χέρι ενώ ήξερες το μάθημα. Κάτσε κάτω.

  Από τις λίγες φορές στη ζωή μου που ένιωσα τέτοια ανακούφιση. Στο εξής σήκωνα το χέρι, αδιάβαστος πάντα, ελπίζοντας ότι δεν θα με σήκωνε στο μάθημα. Δεν με σήκωσε ποτέ.

  «-Καλ, νομίζω πως σ’ αγαπώ. -Δεν είμαι καλός. -Επειδή δεν είσαι καλός» (σελ. 794).

  Μια φίλη μου έλεγε για τον φίλο της, τον οποίο χώρισε, ότι ήταν καλός μέχρι αηδίας.

  Άβυσσος η ψυχή της γυναίκας.

  Και δυο ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που εντοπίσαμε.

Τα χείλη του σφιχτήκανε και μαύρισε η ματιά του (σελ. 363)

Αυτές χαλάνε τον καιρό σ’ ολόκληρο τον κόσμο (σελ. 808)

  Εδώ το φτερούγισμα μιας πεταλούδας στην άλλη άκρη της γης (θεωρία του χάους) χαλάει τον καιρό, πολύ περισσότερο οι κανονιές.

  Είδαμε και την ταινία.

  Δεν ήταν έκπληξη για μένα που η ταινία μεταφέρει μόνο το τέλος του μυθιστορήματος, ήταν αδύνατον να μεταφερθούν και οι 828 σελίδες του.

  Δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι στο ρόλο του «κακού» Καλ θα ήταν ο Τζέημς Ντιν, που πραγματικά δίνει μια εκπληκτική ερμηνεία.

  Μια γυναίκα, δύο άντρες, είναι μια μπερδεμένη κατάσταση που δημιουργεί σασπένς.

  Ενώ στο μυθιστόρημα μόλις στο τέλος η Άμπρα του λέει ότι είναι ερωτευμένη μαζί του, εδώ ένα μεγάλο μέρος της ταινίας μας δίνει το φλερτ ανάμεσά τους. Ο Αρών φυσικά ζηλεύει. Η σκηνή στο λούνα παρκ με τον Καλ και την Άμπρα δεν υπάρχει στο μυθιστόρημα.

  Στις κινηματογραφικές, αλλά και στις θεατρικές μεταφορές, συχνά συμπυκνώνεται η πλοκή δίνοντας έτσι μια δραματική ένταση η οποία χάνεται στα χρονικά κενά του «επικού» μυθιστορήματος. Εδώ ο πατέρας Τασκ πηγαίνει να προφτάσει τον Αρών που έχει μπει στο τραίνο για να πάει στη μονάδα του και παθαίνει το εγκεφαλικό, όχι μήνες αργότερα όπως στο μυθιστόρημα όταν μαθαίνει το θάνατό του, πράγμα που στην ταινία θα αποδυνάμωνε τη δραματική ένταση. Επίσης δεν υπάρχει αυτό το παλαβό του Στάινμπεκ, με τη λέξη-μυστήριο. Εδώ υπάρχει κανονική συνομιλία πατέρα Τασκ με τον Καλ. Πώς δίνεται η συγνώμη; Του λέει να διώξει την νοσοκόμα που τον περιποιείται και να τον φροντίζει αυτός.  

 

No comments:

Post a Comment