Monday, December 31, 2018

Γιάννης Παπαδάκος, The bachelor 2 (2017)


Γιάννης Παπαδάκος, The bachelor 2 (2017)


  Αφού είδαμε το «The bachelor» είπαμε να δούμε και το «The bachelor 2». To «The bachelor 3», επίσης του Γιάννη Παπαδάκου (το «The bachelor» ήταν του Αντώνη Σωτηρόπουλου) δεν μπορέσαμε να το δούμε στη δημοσιογραφική προβολή και έτσι δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, απλά θα σχολιάσω εδώ τη χαμηλή βαθμολογία που είχαν τα άλλα δύο, κάτω από 6.
  Κρίνοντας και από τα σχόλια που είχα στην ανάρτηση που έκανα για το «Αιγαίο SOS» θα έλεγα ότι οι Έλληνες σνομπάρουν τις ελληνικές κωμωδίες. Εγώ θα το δηλώσω για άλλη μια φορά ότι για μένα αποφασιστικό κριτήριο για το αν μου αρέσει μια κωμωδία είναι το πόσο γελάω. Και με τα δυο bachelor γέλασα πολύ. Μάλλον να διορθώσω, σνομπάρουν οι Έλληνες που βάζουν βαθμολογία στο IMDb και που σχολιάζουν στο διαδίκτυο· γιατί το «Αιγαίο SOS», όπως μας ενημέρωνε η εταιρεία διανομής, ερχόταν για μέρες πρώτο στο κόψιμο εισιτηρίων (Πριν προλάβω να αναρτήσω διαβάζω στο Camera stylo ότι ήλθε πρώτο σε εισιτήρια, 210.000, η μοναδική ταινία που μπήκε στη λίστα του ελληνικού box office).
  Βέβαια, για να μιλήσω πάλι για την πρόσληψη, ένας λόγος παραπάνω που μου άρεσε το «The bachelor 2» είναι το ότι η πλοκή διαδραματίζεται στην πατρίδα μου την Κρήτη· και επί πλέον το ότι η μουσική της ταινίας είναι σχεδόν εξολοκλήρου κρητική, μια και είμαι ερασιτέχνης λυράρης. Επί τη ευκαιρία να σας ευχηθώ άλλη μια φορά Χρόνια Πολλά, α λα κρητικά.
  Ο σκελετός της πλοκής είναι όπως και στο «The bachelor». Πριν το γάμο, στο bachelor party, ο γαμπρός με την παρέα του τα σκατώνουν με αποτέλεσμα η σχέση να κινδυνεύσει. Όμως όπως συμβαίνει στις κωμωδίες, τέλος καλό όλα καλά.
  Τώρα, στην ταινία βλέπουμε όλα τα κρητικά στερεότυπα: τη ρακή, τις μπιστολιές, το χασίσι και τη βεντέτα-δεν νομίζω να ξέχασα κάτι. Ο ομοφυλόφιλος της παρέας δεν είναι στερεότυπο, αλλά έβγαζε αρκετό γέλιο.
  Και θυμήθηκα το ανέκδοτο. -Γιε μου, τελικά τι λες για το Μαρικάκι που μας προξενεύουν; -Δεν γίνεται πατέρα, εγώ αγαπώ το Σήφη του καπετάν Γιώργη. -Αυτόν μωρέ βρήκες, που είναι Νέα Δημοκρατία;
  Δίπλα στο ζευγάρι που θα παντρευτεί είναι και ένα άλλο ζευγάρι, στο μοτίβο «τα σύνορα της αγάπης» και πιο ειδικά στο μοτίβο του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Το ζευγάρι αυτό είναι η αδελφή της νύφης και ο γιος του άσπονδου εχθρού. Μου άρεσαν ιδιαίτερα στο ρόλο των δυο πατεράδων οι δυο Δημήτρηδες, ο Πιατάς και ο Τζουμάκης.   

Sunday, December 30, 2018

Marion Hänsel, Between the devil and the deep blue sea (Ανάμεσα στο διάβολο και τη βαθιά γαλάζια θάλασσα, 1995)


Marion Hänsel, Between the devil and the deep blue sea (Ανάμεσα στο διάβολο και τη βαθιά γαλάζια θάλασσα, 1995)


  Εξαιρετική ταινία βασισμένη στη νουβέλα του Νίκου Καββαδία «Λι».
  Ο Νίκος είναι αξιωματικός ενός πλοίου η εταιρεία του οποίου έχει χρεωκοπήσει. Είναι αραγμένοι στο Χονγκ Κονγκ. Περιμένουν να πουληθεί και να πληρωθούν ώστε να μπορέσουν να φύγουν.
  Ένα δεκάχρονο κοριτσάκι, η Λι, που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια βάρκα-σπίτι, κουβαλάει στην πλάτη της ένα μωρό, τον αδελφό της. Ζει δουλεύοντας στα αγκυροβολημένα πλοία. Προτείνει στο Νίκο να τον υπηρετεί με μόνη ανταμοιβή το φαγητό της καθώς και του μωρού.
  Ο Νίκος έχει τα ψυχολογικά του προβλήματα. Παίρνει όπιο. Τον βασανίζουν οι ενοχές που παράτησε έγκυο τη φιλενάδα του, σε κάποιο λιμάνι. Σαν σε λάιτ μοτίφ ακούμε αποσπάσματα από τα γράμματά της, όλο ανησυχία που δεν της απαντάει, πολλά από τα οποία καταλήγουν «βρήκα στο λεξικό το I love you στα ελληνικά» (τα γράμματα είναι στα αγγλικά), είναι sagapo». 
  Μια αγαπησιάρικη σχέση θα αναπτυχθεί ανάμεσα στον Νίκο και το κοριτσάκι. Θα τους δούμε σε διάφορα επεισόδια, τόσο στο πλοίο όσο και στην ξηρά, όπου κάποια στιγμή ο Νίκος συνοδεύει το κοριτσάκι να δει τον πατέρα του που είναι τυφλός και τη μητέρα του που έχει να τη δει χρόνια. Όμως θα έλθει ο χωρισμός, όταν το πλοίο πουληθεί και ο Νίκος βρει δουλειά σε άλλο πλοίο.
  Υπέροχη ταινία. Εξαιρετική η ερμηνεία του Stephen Rea, όμως την παράσταση την κλέβει το κοριτσάκι, η Ling Chu.
  Δεν μπορώ να μην κάνω την σύγκριση. Ναι, η ταινία μου άρεσε περισσότερο από την επίσης εξαιρετική ταινία του Βιμ Βέντερς «Η Αλίκη στις πόλεις», όπου πάλι βλέπουμε το δίδυμο ο άνδρας και το κοριτσάκι. Μπορεί όμως αυτό να οφείλεται στο ότι το κοριτσάκι εδώ είναι ολότελα δυστυχισμένο, και στο ότι με ενδιαφέρει κάθε τι που αναφέρεται στην Κίνα.
  Ήταν ευχάριστη έκπληξη για μένα να δω ότι οι υπότιτλοι της ταινίας ήταν παραγγελιά της «Εταιρείας Διαπολιτισμικών Σπουδών», ψυχή της οποίας είναι ο Φώτης Τερζάκης, κάποτε μέλος της Ομάδας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Ας τον ευχαριστήσω κι από εδώ για την κριτική του για το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας».
  Έχω σταματήσει να αγοράζω βιβλία, όμως τόσο με ενθουσίασε η ταινία που έκανα εξαίρεση και παράγγειλα τη νουβέλα του Καββαδία ηλεκτρονικά στην Πρωτοπορία. Σε λίγο θα πάω να την παραλάβω.  
  Την πήρα. Ξεκίνησα να τη διαβάζω στη «Μπούκα», το μαγειρείο στα Εξάρχεια με τις πολύ καλές τιμές. Παλιά πηγαίναμε για φαγητό με τον Αλέξανδρο τον εκδότη μου (ΑΛΔΕ) κάθε Σάββατο, τώρα αραιά και πού. Την τέλειωσα στο σπίτι.
  Υπάρχουν διαφορές. Η εγκαταλειμμένη αγαπητικιά δεν υπάρχει στον Καββαδία. Ο καπετάνιος, συνονόματός μου, Χαραλάμπης, όπως με φώναζαν οι γονείς μου, δεν είναι αλκοολικός, ούτε ο Καββαδίας οπιομανής. Στον Καββαδία συναντούν ένα οκτάχρονο αδελφό καθώς και τον πατέρα που όμως δεν ήταν τυφλός αλλά έχει μια περίεργη αρρώστια. Τέλος συναντούν μια αδελφή. Στον Καββαδία δεν υπάρχει η μητέρα.
  Είναι αυτοβιογραφική η ιστορία;
  Πιθανόν.
  Ο Νίκος που δεν ονοματίζεται εδώ είναι Έλληνας και από τους δυο γονείς, και γεννήθηκε επίσης στη Μαντζουρία. Είναι ασυρματιστής. Ακόμη διαβάζω: «Θυμήθηκα τη Μυτιληνιά που μου γλίστρησε πριν πολλά χρόνια ένα δειλινό στη Βηρυτό…».
  Ξέρω δυο ανέκδοτα για τον Σεφέρη στη Βηρυτό, στα οποία εμπλέκεται και ο Καββαδίας. Το πρώτο: πηγαίνει με το αμάξι της πρεσβείας, δανεισμένο ασφαλώς από τον Σεφέρη, στη γειτονιά με τα μπουρδέλα. Ως ναυτικός ο Καββαδίας ήταν μπουρδελόβιος. Το μαθαίνει ο Σεφέρης και γίνεται έξω φρενών από το κακό του. Τι θα σκεφτεί ο κόσμος βλέποντας το αμάξι της ελληνικής πρεσβείας σ’ αυτή την κακόφημη γειτονιά;
  Και το άλλο.
  Είναι στο αμάξι ο Σεφέρης με τον Καββαδία. Ξάφνου ακούγονται ελληνικά. Αναρωτιέται ο Σεφέρης: -Ακούς Νίκο; Μιλάνε ελληνικά. Σε ποια γειτονιά βρισκόμαστε; -Στη γειτονιά με τα μπουρδέλα. -Έξω!!! του λέει σοκαρισμένος ο Σεφέρης και τον κατεβάζει από το αμάξι. Δεν ξέρω αν επέστρεψε με τα πόδια ή, μια και βρέθηκε εκεί, επισκέφτηκε κανένα σπίτι.
Αξιόπιστες οι πηγές μου, θυμάμαι όμως μόνο την πρώτη, αλλά δεν θα βάλω και το χέρι μου στη φωτιά.
  Και ένα τελευταίο στοιχείο. Αντιγράφω.
  «Είναι νάνος, σκέφτηκα. Δεν είναι φυσικό να μιλάει έτσι. -Την αλήθεια, πες μου την αλήθεια, της είπα. Πόσων χρονών είσαι; -Όσο και προχθές που με ρώτησες. Δέκα. Μα γιατί ρωτάς;» (σελ. 49, εκδόσεις Άγρα. Από αυτήν κυκλοφορούν όλα τα βιβλία του Καββαδία).
  Μου φαίνεται απίθανο αυτό να είναι συγγραφική επινόηση, μοιάζει με πραγματικό γεγονός. Αν έφερνε στο μυαλό του το αδελφάκι που κουβαλάει στην πλάτη της μάλλον δεν θα έκανε τέτοια σκέψη.
  Και τώρα κάποια αποσπάσματα.
  «-Τον λυπάμαι, μουρμούρισε [το κοριτσάκι]. Δεν υπάρχει χειρότερο πράμα από το να λυπάσαι τον άλλον. Και πιο φριχτό, να τον σιχαίνεσαι» (σελ. 41).
  Κάτι τέτοια του έλεγε και την πέρασε για νάνο.
  Και για τις πόρνες της Σαγκάης: «…Άλλες στέκονταν στις πόρτες των μαγαζιών ακίνητες σαν κούκλες, κι οι πιο λαϊκές σ’ έπιαναν ελαφρά από το μπράτσο. Δεν μπόρεσα να μάθω πότε αναπαύονταν, πότε κοιμόνταν. Ίσως μιαν άλλην ώρα που δεν υπάρχει μέσα στο χρόνο».
  Και στη συνέχεια:
  «Οι πλανόδιοι έμποροι πουλούσαν ανοιχτά όπιο και κοκαΐνη καθώς θα πουλούσαν στραγάλια. Η γοητευτική μυρωδιά του όπιου σε τύλιγε σα σύννεφο. Άλλοι πουλούσαν μικρές κοπέλες και αγόρια για εκατό χονγκονέζικα δολάρια μαζί μ’ ένα χαρτί σφραγισμένο από τις Αρχές για σιγουριά [εγγλέζικες οι αρχές, αν θυμάστε]. Πολλές μανάδες αποχαιρετούσαν για τελευταία φορά τα παιδιά τους που τα ’χαν πουλήσει κείνη την ώρα. Ανέκφραστες, μονάχα τα χέρια τους κλαίγαν καθώς τους διόρθωναν την πλεξίδα ή το φόρεμα, τα δάχτυλά τους δείχναν σπαραγμό και απελπισία, όπως τις άγγιζαν» (σελ. 45).
  Αυτά δεν συνέβαιναν μόνο στο Χονγκ Κονγκ αλλά και στην υπόλοιπη Κίνα. Πρόσφατα το είδα και στην ταινία του Φενγκ Σιάογκανγκ «Back to 1942».
  Και ένα τελευταίο:
  «Όταν κάποιος πέσει στο ποτάμι, κανείς δικός του δεν τον βοηθάει. Δεν πρέπει. Το σωστό είναι να τον προλαβαίνουν πριν πέσει» (σελ. 49).
  Για ποιο λόγο δεν τον βοηθάνε;
  Μας το είπε πριν χρόνια ο κος Τζόου, ο δάσκαλός μου στα κινέζικα στον «Σύνδεσμο Φιλίας Ελλάδας-Κίνας»: «Γιατί τον θέλει το πνεύμα του ποταμού».
  Αν ταξιδέψετε στην Κίνα και χαζεύετε στην άκρη ενός ποταμού, προσέξετε μη στραβοπατήσετε και πέσετε μέσα. Δεν θα σας σώσει κανείς.

Saturday, December 29, 2018

Gustav Möller, Ο ένοχος (Den skyldige 2018)


Gustav Möller, Ο ένοχος (Den skyldige 2018)


  Από προχθές στους κινηματογράφους.
  Μόλις 13 μέρες ήταν αρκετές για να γυριστεί ένα αριστούργημα από ένα πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη, εξαιρετικά πρωτότυπο σαν σύλληψη: σε όλη την ταινία βλέπουμε έναν αστυνομικό μέσω τηλεφώνου να προσπαθεί να σταματήσει μια απαγωγή. Ελάχιστες φορές θα μιλήσει με συναδέλφους του στα διπλανά γραφεία. Η επιτυχία βέβαια του έργου οφείλεται και στην εξαιρετική ερμηνεία του Jacob Cedergren.
  Ο Asger, αστυνομικός, παίρνει ένα τηλεφώνημα στο οποίο μια πνιγμένη γυναικεία φωνή του λέει ότι είναι θύμα απαγωγής. Βρίσκεται σε ένα φορτηγάκι. Την έχει απαγάγει ο άνδρας της. Τα δυο παιδιά της, μια εξάχρονη κόρη και ένα αγοράκι μωρό, βρίσκονται μόνα στο σπίτι. Ο Asger προσπαθεί να εντοπίσει πού βρίσκεται το φορτηγάκι ώστε να στείλει τα περιπολικά, να βρει πού είναι το σπίτι της ώστε να στείλει κι εκεί αστυνομικούς να τα φυλάξουν καθώς το κορίτσι είναι ολότελα τρομοκρατημένο, και να αντιμετωπίσει την αυριανή του δίκη, για υπέρβαση καθήκοντος, καθώς σκότωσε έναν δεκαεννιάχρονο νεαρό.
  Όπως σε κάθε έργο crime έτσι και εδώ υπάρχει η μεγάλη ανατροπή.
  Υπάρχει ένα προηγούμενο, ή μάλλον περίπου. Είναι το ραδιοθέατρο «Sorry, wrong number» της Lucille Fletcher, που ένα εκτενές απόσπασμά του υπήρχε στο βιβλίο που κάναμε στο φροντιστήριο αγγλικών του κου Σταυρακάκη στην Ιεράπετρα. Θυμάμαι πόσο με είχε εντυπωσιάσει. Ο Anatole Litvak δεν τόλμησε – ή ίσως η Fletcher που έκανε το σενάριο – να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη όπως ο Gustav Möller, με ενότητα όχι μόνο χρόνου και δράσης αλλά και χώρου. Πολλά επεισόδια δραματοποιούνται ενώ άλλα που θα ήταν αδύνατο να αποδοθούν τηλεφωνικά, μάλλον επινοούνται για την κινηματογραφική μεταφορά.  
  Η Barbara Stanwyck τηλεφωνεί στο σύζυγό της, όμως μπερδεύονται οι γραμμές και ακούει μια άλλη συνομιλία. Στη συνομιλία αυτή μαθαίνει ότι μια γυναίκα θα δολοφονηθεί στις 11.15΄. Προσπαθεί να ενημερώσει την αστυνομία. Παίρνει και το σύζυγό της, ενώ δέχεται και δυο σημαντικά τηλεφωνήματα. Ξάφνου καταλαβαίνει ότι η γυναίκα που πρόκειται να δολοφονηθεί είναι αυτή η ίδια. Πανικόβλητη, δεν μπορεί να ακολουθήσει τις οδηγίες του συζύγου της για να σωθεί. Ο δολοφόνος την στραγγαλίζει. Το τηλέφωνο κτυπάει. Το σηκώνει και λέει: «Sorry, wrong number».
  Η Barbara Stanwyck για την εξαιρετική ερμηνεία της ήταν υποψήφια ως καλύτερη ηθοποιός στα Ακαδημαϊκά Βραβεία, χωρίς όμως να κερδίσει το βραβείο.
 

Friday, December 28, 2018

Yasujiro Ozu 18.The lion’s dance (Kagamijishi, 1936)


Yasujiro Ozu 18.The lion’s dance (Kagamijishi, 1936)

 

  Είναι η πρώτη ομιλούσα ταινία του Όζου, και είναι ντοκιμαντέρ. Ο χορός του λιονταριού είναι ένας διάσημος χορός του θεάτρου Kabuki (Τι είναι αυτό; Να σας παραπέμψω στο βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας», ΑΛΔΕ 2010).  Το 2004 γυρίστηκε άλλο ένα ντοκιμαντέρ με το χορό του λιονταριού.  Και η υπόθεση:

  Στο «Χορό του λιονταριού» η κυρία της αυλής Γιαγιόι χορεύει στους εορτασμούς της πρωτοχρονιάς. Κάποια στιγμή η μάσκα ενός λιονταριού που βρίσκεται εκεί κοντά αρχίζει να της αποσπά την προσοχή. Νοιώθει τόσο μαγεμένη, ώστε σε λίγο πηγαίνει και αρπάζει τη μάσκα. Μόλις όμως την παίρνει, η μάσκα του λιονταριού καταλαμβάνει την ψυχή της και ο χορός της ξαφνικά γίνεται ξέφρενος. Το πνεύμα της μάσκας την υπερνικά και την τραβάει εκτός σκηνής. Λίγες στιγμές αργότερα η Γιαγιόι επιστρέφει στη σκηνή, έχοντας μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο λιοντάρι. Δυο πεταλούδες παρενοχλούν το λιοντάρι οδηγώντας το σε μια φρενίτιδα. Χορεύει στριφογυρίζοντας την μεγάλη χαίτη του σε άγριους κύκλους, θυμίζοντας την τρομερή οργή ενός λιονταριού.

   Η ταινία, όπως και οι περισσότερες του Όζου, βρίσκεται στο youtube.

  Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «An inn in Tokyo».


Nuri Bilge Ceylan, All his films


Nuri Bilge Ceylan, All his films

  Έχω γράψει για όλες τις ταινίες του Nuri Bilge Ceylan, αλλά μια εποχή που δεν είχα πάρει ζεστά τον κινηματογράφο και κάθε ανάρτηση μπορεί να αναφερόταν σε δυο ή σε τρεις ταινίες, συχνά με πολύ λίγα λόγια. Με την ευκαιρία της προβολής της «Αγριοαχλαδιάς» αποφάσισα να βάλω κάθε ανάρτηση στη χρονολογική σειρά των έργων, σε ενιαίο αρχείο. Θα παραπέμπω και στον σύνδεσμό της.

Κουκούλι (koza) 1995.

  Γράφω για την πρώτη ταινία του Nuri Bilge Ceylan αφού έγραψα για όλες τις επόμενες. Και επιβεβαιώνεται η καλλιτεχνική του διαδρομή, όπως τη σκιαγράφησα παραπάνω: από έναν ακραίο λυρισμό σχεδόν χωρίς πλοκή μεταβαίνει σε ένα ποιητικό κινηματογράφο όπου όμως η πλοκή έχει μια περίοπτη θέση. Η πρώτη του αυτή μικρού μήκους ταινία των 17 λεπτών είναι πολύ χαρακτηριστική. Βλέπουμε σκηνές στην ύπαιθρο και σκηνές μέσα στο σπίτι, σαν πανέμορφες φωτογραφίες-με φωτογραφίες εξάλλου ξεκινάει η ταινία. Οικογενειακές σκηνές, όπου πρωταγωνιστούν οι γονείς του. Ένα παιδάκι με μια σφεντόνα που κάνει διαολιές (αναποδογυρίζει μια κυψέλη), προφανώς είναι η περσόνα του ποιητή στην παιδική του ηλικία. Η ταινία είναι ασπρόμαυρη όπως και η «Μικρή πόλη», μόνο που εδώ ο λόγος απουσιάζει εντελώς. Όσοι είχαν διεισδυτική ματιά θα μπορούσαν, βλέποντάς την, να διαβλέψουν την λαμπρή πορεία που θα έκανε ο μεγάλος τούρκος σκηνοθέτης.  Ξεχάσαμε να το γράψουμε, το «Κάποτε στην Ανατολία» κέρδισε το μεγάλο βραβείο του φεστιβάλ Καννών, έστω και εξ ημισείας.  

Kasaba (Small town) 1998 και Clouds of May (2000)

  Κλείνουμε με τον Nuri Bilge Ceylan ανάποδα, μιλώντας για τις πρώτες του ταινίες. Αυτές βρίσκονται στον αντίποδα των τριών τελευταίων. Ενώ οι τελευταίες είναι αστικά δράματα, οι πρώτες είναι (για την ακρίβεια η δεύτερη και η τρίτη, την πρώτη δεν την βρήκαμε) τελικά λυρικές, όντως το αντίθετο του επικές (κάναμε στην προηγούμενη ανάρτηση σε αντιπαράθεση με τον δικό μας «επικό» Αγγελόπουλο). Αυτό που κυριαρχεί σ’ αυτές είναι ένας λυρισμός της υπαίθρου. Επίσης δεν είναι επικές με μια από τις σημασίες που έχει ο όρος, κυρίως στον Λούκατς, δηλαδή αφηγηματικές, με την έννοια ότι δεν μας αφηγούνται μια ιστορία όπως οι επόμενες ταινίες του. Αυτό που βλέπουμε είναι οικογενειακές σκηνές, με την οικογένεια του σκηνοθέτη στους βασικούς ρόλους, μέσα σε ένα ειδυλλιακό αγροτικό σκηνικό.
  Σ’ αυτές τις ταινίες συνειδητοποίησα κυριολεκτικά τη μαθητεία του Ceylan στη φωτογραφία. Τα περισσότερα πλάνα έχουν την αυτονομία και την ομορφιά της φωτογραφίας, συναρπάζουν σαν τέτοια και όχι σαν τα καρέ μιας ιστορίας. Εξάλλου όπως είπαμε δεν υπάρχει μια ιστορία, υπάρχουν επεισόδια, κάποια από τα οποία είναι χιουμοριστικά. Η πιο χιουμοριστική σκηνή βρίσκεται στα «Μαγιάτικα σύννεφα». Βλέπουμε έναν αγρό με ηλιοτρόπια να γεμίζει την οθόνη, σαν πίνακας του Βαν Γκονγκ, ασύλληπτης τελειότητας. Και ξαφνικά μέσα από τα ηλιοτρόπια σηκώνεται ένας άνδρας ανεβάζοντας τα βρακιά του.
  Βλέποντας τον Ceylan με έπιασε ξαφνικά μια νοσταλγία για τον Γιλμάζ Γκιουνέι. Άραγε θα βρω ταινίες του;
16-11-2009


  Ο Nuri Bilge Ceylan είναι ο Αγγελόπουλος της Τουρκίας. Όχι μόνο γιατί κι αυτός έχει πετύχει τη διεθνή αναγνώριση, αλλά και γιατί έχουν κοινά χαρακτηριστικά, όπως ο περιορισμός του λόγου και τα μεγάλα στατικά πλάνα. Υπάρχουν όμως και οι διαφορές: Ο Αγγελόπουλος είναι επικός με μια εμμονή για την ιστορία, ενώ ο Ceylan είναι, αλήθεια τι είναι; Λυρικός σαν το αντίθετο του επικός; Διαβάζοντας στην Βικιπέντια είδα ότι ασχολήθηκε με τη φωτογραφία, και έτσι κατάλαβα την τελευταία σκηνή από τους «Τρεις πιθήκους», τον ήρωα πάνω στην ταράτσα του σπιτιού του, μακριό πλάνο, με ένα βροχερό ουρανό, ενώ κάποια στιγμή βλέπουμε και μια αστραπή. 
  Μπα, το βρήκα, αν και το αντίθετο του επικός είναι το λυρικός, ο Ceylan είναι δραματικός. Οι ιστορίες του είναι σύγχρονα αστικά δράματα. Στο «Yzak» (Μακριά) βλέπουμε την ένταση στη σχέση ανάμεσα στον άνεργο νεαρό που ονειρεύεται να μπαρκάρει και στον φωτογράφο που τον φιλοξενεί. Και για τους δυο οι σχέσεις με το άλλο φύλο είναι αδιέξοδες. Ο άνεργος απλά παρακολουθεί γυναίκες που του αρέσουν από μακριά, ενώ ο φωτογράφος φαίνεται να έχει μια προβληματική σχέση με μια γυναίκα. Στα «Κλίματα αγάπης» (Iklimler) βλέπουμε την αδυναμία ενός ζευγαριού να συνεχίσουν τη σχέση τους, παρά τις προσπάθειες που καταβάλουν και οι δυο. Όσο για το τελευταίο του έργο, τους «Τρεις πίθηκους», έχουμε έναν άντρα που πηγαίνει στη φυλακή για να καλύψει το αφεντικό του, τη γυναίκα του που τον απατάει με το αφεντικό του και το γιο που σκοτώνει το αφεντικό. Αυτοί οι τρεις σίγουρα δεν είναι πίθηκοι, όμως είναι άραγε μαϊμούνια, όπως μας λέει ο πρωτότυπος τίτλος, Üç Maymun; Έχει η λέξη στα τούρκικα τις ίδιες συνδηλώσεις που έχει και η λέξη «μαϊμούνι» στα κρητικά, όπως και η λέξη «τσογλάνι» στην κοινή νεοελληνική;
  Περιέργως διαβάζω στην Βικιπέντια ότι ο Ceylan «κινηματογραφεί τους πρωταγωνιστές του από πίσω, που κατά την άποψή του αφήνει τους θεατές να συλλογιστούν πάνω στα συναισθήματα των χαρακτήρων που τα πρόσωπά τους είναι σκοτεινά». Αυτό δεν το πρόσεξα, απεναντίας αυτό που παρατήρησα είναι ότι ο Ceylan εστιάζει στα πρόσωπα των χαρακτήρων, που καθηλώνουν τον θεατή με την ένταση με την οποία εκφράζουν τα συναισθήματά τους, και το θεώρησα αυτό ως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της ποιητικής του.
  Δεν ξέρω γιατί το τελευταίο του έργο μου άρεσε λιγότερο. Ίσως γιατί δεν μου άρεσε η παραχώρηση που έκανε στο σασπένς, παρόλο που έχω γράψει ότι το θεωρώ ένα από τα πιο γερά ατού μιας αφήγησης. Στο έργο αυτό έχουμε δυο νεκρούς, που για τον δεύτερο-το αφεντικό-δεν μαθαίνουμε αμέσως ποιος τον σκότωσε, ενώ για τη γυναίκα αναρωτιόμαστε αν θα πέσει τελικά από το μπαλκόνι ή όχι. Μάλλον πρέπει να αναθεωρήσω την άποψή μου για το σασπένς. Μπορεί να προσθέτει αφηγηματικό ενδιαφέρον σε ένα μέτριο έργο, αφαιρεί όμως από ένα καλό, εκτρέποντας την προσοχή του δέκτη από τα σημαινόμενα. Κάτι ήξερε η Μάρω Βαμβουνάκη και το είχε εξοβελίσει σχεδόν τελείως από τις ιστορίες της. 
  Κλείνοντας να εκφράσω για μια ακόμη φορά τον θαυμασμό μου με αυτές τις τριτοκοσμικές ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού - ο Ceylan, διαβάζω, γυρίζει τις ταινίες του με ερασιτέχνες και μέλη της οικογένειάς του - που είναι όμως τόσο υπέροχες, τόσο ως σεναριακή σύλληψη όσο και ως κινηματογραφική εκτέλεση. Αυτό το χολιγουντιανό πότλατς με αμάξια να καταστρέφονται, κτίρια να καίγονται κ.λπ. δεν το αντέχω πια.
24-10-2009



  Πριν τρία χρόνια ήταν που ανακάλυψα τον Nuri Bilge Ceylan. Δεν θυμάμαι ποια ήταν η ταινία που πρωτοείδα, αλλά θαύμασα τον μεγάλο σκηνοθέτη. Έψαξα και βρήκα και τις άλλες ταινίες του, και έγραψα γι’ αυτές. Νομίζω είναι ο πρώτος σκηνοθέτης-ή μήπως και ο μόνος;- του οποίου επεδίωξα να δω όλα τα έργα του. Όχι, τώρα θυμάμαι, είναι και ο συμπατριώτης του ο Φατίχ Ακίν. Έχω γράψει σχεδόν για το σύνολο του έργου τους. Πριν δυόμιση χρόνια περίπου. Μετά ακολούθησαν οι ιρανοί. Όλοι οι ιρανοί.
  Έχω γράψει για το Casaba (μικρή πόλη) και τα «Μαγιάτικα σύννεφα» εδώ http://hdermi.blogspot.com/2009/11/nuri-bilge-ceylan-kasaba-clouds-of-may.html
Είναι η δεύτερη και οι τρίτη ταινία του (για την πρώτη θα γράψω σήμερα, μετά από το «Κάποτε στην Ανατολία»). Για τις τρεις επόμενες, τις «Μακριά», «Κλίματα αγάπης» και «Τρία μαϊμούνια» (προτίμησα να μεταφράσω έτσι το Üç Maymun) έχω γράψει εδώ. http://hdermi.blogspot.com/2009/10/nuri-bilge-ceylan-t.html
  Ο Ceylan ακολουθεί μια πορεία ανάλογη με αυτήν που ακολούθησαν ο Λουίς Μπουνιουέλ και ο Ζαν Κοκτώ, όπως έγραψα στην προηγούμενη ανάρτησή μου, αντίθετη από αυτήν που ακολούθησε ο Σεργκέι Παρατζάνοφ: Από τον άκρατο λυρισμό των πρώτων του ταινιών όπου ο μύθος είναι υποτυπώδης, πηγαίνει σε ταινίες όπου ο μύθος κερδίζει την πρωτοκαθεδρία, περιβαλλόμενος όμως από την ποίηση με την οποία διακρίθηκε στις πρώτες του ταινίες.
  Και ενώ σ’ αυτές η ποιητικότητα ήταν ένας ευτυχισμένος λυρισμός, στις επόμενες γίνεται μια θλιμμένη ελεγεία. Μια θλιμμένη ελεγεία που τον ακολουθεί και στο «Κάποτε στην Ανατολία».
  Ο ποιητικός κινηματογράφος, το συζητήσαμε σε βιβλιοκριτικές μας για βιβλία, είναι μια ευρεία έννοια που καλύπτει τον σινεφίλ κινηματογράφο που ενδιαφέρεται για την εικαστικότητα του πλάνου. Από εκεί και ύστερα μια ταινία μπορεί να έχει και πιο ειδικά χαρακτηριστικά. Έτσι, για την ταινία αυτή θα λέγαμε ότι την χαρακτηρίζει ένας ακραίος νατουραλισμός, ανάλογος με εκείνον της λογοτεχνίας. Η μεγάλη αυτή ταινία των δυόμιση ωρών, στο πρώτο μέρος της γυρισμένη σε νυχτερινά τοπία με το πρασινωπό χρώμα που είδαμε και στην «Ελεγεία ενός ταξιδιού» του Σοκούροφ, εστιάζει σε λεπτομέρειες και προβαίνει σε τόσες επαναλήψεις που με πρώτη ματιά φαίνονται περιττές. Ακόμη είναι «σκληρή» ταινία. Βλέπουμε να ξεθάβουν ένα πτώμα από τον λάκκο όπου τον έθαψαν οι δολοφόνοι. Επίσης στο τέλος του έργου βλέπουμε μια παρατεταμένη νεκροψία.
  Να σημειώσουμε κάτι ακόμη: ενώ στις κατεξοχήν ποιητικές ταινίες ο λόγος περιορίζεται στο ελάχιστο, εδώ οι κεντρικοί ήρωες, ένας ιατροδικαστής και ένας εισαγγελέας, είναι λαλίστατοι, όπως εξάλλου και τα άλλα πρόσωπα. Μιλάνε για διάφορα πράγματα, από το γιαούρτι μέχρι τον προστάτη και την ούρηση, έξω από την οικονομία του έργου.
  Δυο ιστορίες παρακολουθούμε σ’ αυτή την ταινία. Η μια είναι η αναζήτηση ενός πτώματος που κάπου το έχουν θάψει οι δολοφόνοι αλλά δεν θυμούνται πού ακριβώς, και η ιστορία μιας εγκύου γυναίκας, που όταν μαθαίνει ότι ο σύζυγός της την απατάει, φαινομενικά τον συγχωρεί, ενώ στην πραγματικότητα περιμένει να γεννήσει το παιδί της για να αυτοκτονήσει. Την ιστορία αυτή τη μαθαίνουμε σταδιακά, από τον διάλογο του ιατροδικαστή με τον εισαγγελέα.
  Και της άλλης ιστορίας τα νήματα μας αποκαλύπτονται σταδιακά. Έτσι μαθαίνουμε ότι το έγκλημα είναι ένα ερωτικό έγκλημα. Το παιδί του δολοφονημένου είναι στην πραγματικότητα παιδί του δολοφόνου. Ο δολοφονημένος το ξέρει; Πιθανόν. Το παιδί; Απίθανο. Σε μια από τις τελευταίες σκηνές το βλέπουμε να πετάει μια πέτρα στον δολοφόνο, που σκότωσε τον «πατέρα» του. Και από τον διάλογο των προσώπων μαθαίνουμε ότι εξαιτίας αυτού του περιστατικού ο δολοφόνος έκλαιγε συνέχεια μέσα στο περιπολικό που τον μετέφερε στη φυλακή.
  Ο ιατροδικαστής συμπονά. Όταν η νεκροψία δείχνει ότι μάλλον ο δολοφόνος με τον συνεργό του έθαψαν ζωντανό το θύμα, προτιμά να μην το συμπεριλάβει στην έκθεσή του. Θα επιβάρυνε τρομερά τη θέση του στο δικαστήριο. Η ταινία τελειώνει με τον ιατροδικαστή να παρακολουθεί από το παράθυρο τη γυναίκα που απομακρύνεται με το παιδί της. Μια μπάλα πετιέται από μια σχολική αυλή. Το παιδί τρέχει και την πιάνει, και την πετάει πίσω. Τελευταίο πλάνο: ο ιατροδικαστής που κοιτάζει από το παράθυρο, απομακρύνεται. Η ταινία τελειώνει με τον θεατή να βλέπει το κλειστό παράθυρο, με την κάμερα να εστιάζει στο πόμολο, ενώ απ’ έξω ακούγονται χαρούμενες οι φωνές των παιδιών, αγνοώντας την τραγωδία που έχει συντελεστεί δίπλα τους.
  Και θυμάμαι το τέλος από τα «Κλίματα αγάπης». Πέφτει άφθονο χιόνι, ενώ η ηρωίδα στέκεται ακίνητη. Φαίνεται να κλαίει σιωπηλά. Η εικόνα της ξεθωριάζει, και βλέπουμε μόνο το τοπίο πάνω στο οποίο το χιόνι πέφτει πυκνό (ίσως αυτή την ταινία να είδα πρώτη, από την Κινηματογραφική Λέσχη, την εκπομπή του Μπακογιαννόπουλου). Εδώ το χιονισμένο τοπίο υποβάλλει συμβολικά την ψυχική κατάσταση της ηρωίδας, όταν ο χωρισμός έχει επέλθει οριστικά. Και στο τέλος του «Μακριά» βλέπουμε την κάμερα να εστιάζει επί ώρα στον ήρωα που κάθεται μοναχικός σε ένα παγκάκι. Στα «Τρία μαϊμούνια» βλέπουμε επίσης ένα τελευταίο πλάνο εικαστικής τελειότητας: ο ήρωας είναι πάνω στην ταράτσα ενός σπιτιού. Η κάμερα παρατηρεί από μακριά. Ο ουρανός είναι σκοτεινός. Αστράφτει και βροντά. Ξαφνικά αρχίζει να πέφτει βροχή. Ο ήχος της βροχής ακολουθεί και στα γράμματα, όπως και οι φωνές των παιδιών στο «Κάποτε στην Ανατολία».
  Στο τέλος της ταινίας «Τα μαγιάτικα σύννεφα» βλέπουμε τον γέρο πατέρα να κοιμάται ακουμπισμένος σε ένα δέντρο σε ένα δασάκι. Είναι σκοτεινά. Όμως στο βάθος ξαφνικά ανατέλλει ο ήλιος και φωτίζει τα πάντα. Τα πουλιά κελαηδούνε. Το κελάηδημά τους ακούγεται ενώ πέφτουν τα γράμματα. Εδώ έχουμε το λυρισμό. Η ελεγεία ακολουθεί στις επόμενες ταινίες.
  Η διαφορά του τέλους στο «Κάποτε στην Ανατολία» με το τέλος όλων αυτών των ταινιών βρίσκεται στο ότι το μακρύ πλάνο με τα παιδιά στέκεται αντιστικτικά στο κλίμα της ταινίας, ενώ στα άλλα έργα το υπογραμμίζει. Γι’ αυτό άλλωστε δεν είναι ακριβώς το τελευταίο πλάνο αλλά το προτελευταίο, με το τελευταίο, πιο σύντομο, να υποδηλώνει ότι έξω είναι ο κόσμος της ξεγνοιασιάς, ενώ μέσα ο κόσμος της τραγωδίας.
  Ξεχάσαμε να το γράψουμε, το «Κάποτε στην Ανατολία» κέρδισε το μεγάλο βραβείο του φεστιβάλ Καννών, έστω και εξ ημισείας.


  Μετά το μεγάλο βραβείο με το «Κάποτε στην Ανατολία» σειρά έχει ο χρυσός φοίνικας.
  Πριν μιλήσω για την ταινία θα ήθελα να επαναλάβω την πεποίθησή μου ότι το στόρι, το σενάριο, είναι υποτιμημένο σε σχέση με τη σκηνοθεσία. Με εντυπωσίασαν και τα τρία σενάρια της Ebru Ceylan, της γυναίκας του Nuri, στις τρεις τελευταίες ταινίες του. Βέβαια πρώτα μπαίνει το όνομα του συζύγου, αλλά όπως γίνεται συνήθως, όταν υπάρχει και δεύτερο όνομα στους writers, αυτός πρέπει να το πιστωθεί κατ’ εξοχήν. Και, όπως διαβάζω στο imbd, το τρίτο credit ανήκει στον Άντον Τσέχωφ, για τα διηγήματά του.
  Για ποια διηγήματα; Τελευταία διάβασα ένα σωρό, αλλά φυσικά δεν είναι δυνατόν να τα θυμάμαι όλα και να βρω από ποιο ή ποια πήραν οι Ceylan. Όμως «ο Τσέχωφ μου ήλθε στο μυαλό βλέποντας την ταινία» (15σύλλαβος που τον έγραψα ασυνείδητα), αλλά γι’ αυτό θα μιλήσουμε παρακάτω.
  Το άλλο που θέλω να πω έχει να κάνει με την πρόσληψη. Αλλιώς προσέλαβε την ταινία ο συντάξας το σχετικό λήμμα στη βικιπαίδεια, αλλιώς εγώ. Όμως να δώσουμε μια σύντομη περίληψη της ταινίας.
  Ο Αϊντίν είναι ένας πλούσιος πρώην ηθοποιός που κατά βάση διαχειρίζεται ένα ξενοδοχείο στα βουνά της Καππαδοκίας, το οποίο επισκέπτονται κυρίως εκείνοι που κάνουν οικοτουρισμό. Επίσης διαθέτει πολλά σπίτια, πατρική κληρονομιά, τα οποία νοικιάζει. Η περιοχή είναι φτωχή, οι περισσότεροι νοικάρηδες καθυστερούν τα νοίκια. Σε αντίθεση με τον πατέρα του έχει αναθέσει τη διαχείριση της περιουσίας του στον βοηθό του. Αυτός δεν είναι καθόλου ανεκτικός με τις καθυστερήσεις των ενοικίων, και στέλνει εξώδικα. Όταν ο δικαστικός κλητήρας παραδίδει το έγγραφο στον οξύθυμο Ισμαήλ, που έγινε ακόμη πιο οξύθυμος μετά από μια περιπέτεια που πέρασε που τον οδήγησε για ένα εξάμηνο στη φυλακή και μετά στην ανεργία, τσακώνεται μαζί του με αποτέλεσμα να ξυλοκοπηθεί από τους αστυνομικούς που τον συνοδεύουν. Ο γιος του, πληγωμένος από την ταπείνωση, θα παραμονέψει τον Αϊντίν και θα πετάξει μια πέτρα στο αυτοκίνητό του σπάζοντας το τζάμι, με αποτέλεσμα να έχουν παρά λίγο ατύχημα. Ο βοηθός θα κυνηγήσει τον μικρό. Αυτός στο φευγιό του θα πέσει μέσα σε ένα ρυάκι και θα γίνει μούσκεμα. Θα τον μεταφέρουν γρήγορα στο σπίτι του, πρέπει να αλλάξει πριν κρυολογήσει. Ο Χάμντι, ο αδελφός του Ισμαήλ, χότζας, θα τον πείσει να πάει να ζητήσει συγνώμη. Η συγνώμη δεν είναι βέβαια κάτι που ενδιαφέρει τον Αϊντίν, όπως δεν φαίνεται να δίνει μεγάλη σημασία γενικά για τα περιουσιακά του, τον ενδιαφέρουν περισσότερο τα άρθρα που γράφει για τον τοπικό τύπο και για την ιστορία του τούρκικου θεάτρου που ετοιμάζει. Έχει μαζέψει το υλικό, αυτό που του μένει είναι να στρωθεί στο γράψιμο.
  Του απλώνει αδιάφορα το χέρι. Ο μικρός διστάζει να το φιλήσει (με αυτό τον τρόπο θα εξέφραζε τη συγνώμη του, όπως του υποδεικνύει ο θείος του). Πριν προλάβει να το φιλήσει όμως έχει πέσει λιπόθυμος. Όπως μαθαίνουμε αργότερα έχει αρπάξει πνευμονία. Η Νιχάλ, η κατά πολύ μικρότερη σύζυγος του Αϊντίν, θα πάει σπίτι τους να τους προσφέρει ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό σαν βοήθεια. Ο Ισμαήλ θα ρίξει τα χρήματα στο αναμμένο τζάκι. Αυτή θα φύγει κλαίγοντας.
  Στις προηγούμενες αναρτήσεις μου για τον Ceylan έγραψα για τον λυρικό Τσεϊλάν (κυρίως τα πρώτα του έργα), για τον δραματικό, δηλαδή θεατρικό, και για τον επικό, δηλαδή αφηγηματικό. Η ταινία αυτή αποτελεί μια σύνθεση επικού και δραματικού (το επικό ήταν το τμήμα που αφηγηθήκαμε), ενώ το λυρικό είναι η λήψη πανέμορφων χιονισμένων τοπίων.
  Στο δραματικό αναγνώρισα τον Τσέχωφ. Ένα μεγάλο μέρος του έργου είναι στατικό, με μεγάλους διαλόγους, σε εσωτερικούς χώρους, ανάμεσα στον Αϊντίν, τη Νιχάλ και την Νέκλα, τη χωρισμένη αδελφή του. Στους διαλόγους αυτούς σκιαγραφούνται τα πρόσωπα, τόσο με τις ιδέες τους αλλά συχνά με αυτοχαρακτηρισμούς ή χαρακτηρισμούς του συνομιλητή τους.
  Ο Αϊντίν δεν είναι ο πλούσιος σκληρός εκμεταλλευτής αλλά ο αποτυχημένος ηθοποιός, ο επαρχιώτης διανοούμενος, για τον οποίο η οικογένειά του είχε μεγάλες προσδοκίες. Αντιμετωπίζει τους ανθρώπους με μια αριστοκρατική υπεροψία. Και η υπερηφάνειά του, όπως ομολογεί ο ίδιος σε έναν εσωτερικό μονόλογο στο τέλος του έργου που συνοδεύεται από μια καραϊνδρική, σπαραξικάρδια μουσική, δεν τον αφήνει να ομολογήσει τα τρυφερά του αισθήματα για τη Νιχάλ. Ξέρει βέβαια ότι δεν τον αγαπά πια. Και το ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη που είχε στο νου του να κάνει το ματαίωσε την τελευταία στιγμή. Αν είχε διαβάσει τον Καβάφη, θα του έρχονταν στο νου σίγουρα οι στίχοι από τη «Πόλη»: «Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες». Και το ξενοδοχείο του βρίσκεται κυριολεκτικά στην κώχη ενός βουνού.
  Η Νέκλα κουβαλάει τα προβλήματα από το χωρισμό της (σκέφτεται να τα ξαναβρεί με τον άντρα της), ζώντας άπραγη, χωρίς ενδιαφέροντα, στο ξενοδοχείο που τους άφησε ο πατέρας τους. Όσο για τη Νιχάλ, αυτή κουβαλάει το βάρος της αίσθησης μιας σπαταλημένης νιότης, και σαν περιεχόμενο ζωής έχει τις αγαθοεργίες. Το τέλος μου έδωσε την ίδια αίσθηση που μου έδωσε και ο «Θείος Βάνια» του Τσέχωφ. Το τελευταίο πλάνο της ταινίας, το ξενοδοχείο στην κόχη του βουνού σκεπασμένο στο χιόνι ενώ εξακολουθεί να χιονίζει, με την κάμερα να ξεζουμάρει, υποβάλλει συμβολιστικά αυτή την αίσθηση παγίδευσης σε μια ματαιωμένη ζωή.
 
 

Thursday, December 27, 2018

Asghar Farhadi, Όλοι το ξέρουν (Todos lo saben, 2018)


Asghar Farhadi,  Όλοι το ξέρουν (Todos lo saben, 2018)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Πριν ξεκινήσω πρέπει να πω ότι ο Ασγκάρ Φαρχάντι είναι από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες και έχω δει όλα του τα έργα.
  Δεν ξέρω αν το έχω ξαναγράψει, αλλά οι μεγάλοι κινηματογραφιστές της Ανατολής μου άρεσαν λιγότερο στα «δυτικά» έργα που γύρισαν. Αυτό το ένιωσα με τον Τζανγκ Γιμόου και τον Αμπάς Κιαροστάμι, και τώρα με τον Ασγάρ Φαρχάντι. Είχα όμως την αμφιβολία μήπως μου άρεσαν περισσότερο τα προηγούμενα έργα τους εξαιτίας του, εξωτικού το λένε οι άλλοι, ανθρωπολογικού το λέω εγώ, στοιχείου τους. Με την τελευταία ταινία του Φαρχάντι διαπιστώνω ότι μάλλον τα πράγματα δεν είναι έτσι.
  Αντιγράφω μια περίοδο από την ανάρτηση που έκανα για την ταινία του ο «Εμποράκος», όπου συνοψίζω την ποιητική του: «Αφηγηματικά, χρησιμοποιεί σαν κύρια στοιχεία το σασπένς και την ανατροπή. Κυρίαρχη θεματική του είναι ο άνθρωπος που βιώνει ιδιαίτερα έντονες καταστάσεις. Το διαζύγιο, η απιστία, και φυσικά ο έρωτας αποτελούν θέματα των ταινιών του».
  Crime, drama, mystery χαρακτηρίζει την ταινία το IMDb. Το «Σχετικά με την Έλλη» με το οποίο θα ήθελα να κάνω τη σύγκριση και το οποίο μου άρεσε περισσότερο, χαρακτηρίζεται ως drama, mystery, thriller. Το «Όλοι το ξέρουν» η βικιπαίδεια το χαρακτηρίζει ψυχολογικό θρίλερ.
  Τα είδη αλληλοκαλύπτονται, είναι γνωστό αυτό. Και πριν συνεχίσω να αναφερθώ για άλλη μια φορά στις ειδολογικές μου προτιμήσεις: στην κορυφή βρίσκεται το drama και αμέσως μετά η comedy. Τα υπόλοιπα είδη απλά τα βλέπω ευχάριστα με εξαίρεση τα horror που δεν τα βλέπω καθόλου.
  Και τώρα να πούμε δυο λόγια για την πλοκή.
  Όπως και στο «Σχετικά με την Έλλη», ένα μεγάλο μέρος της πλοκής, που κάποιοι θα το θεωρήσουν υπερβολικά μεγάλο, αναφέρεται στην προετοιμασία ενός γάμου, στον ίδιο το γάμο και στη συνέχεια στη γαμήλια δεξίωση. Βλέπουμε επεισόδια περισσότερο ή λιγότερο τυπικά που θα μπορούσαν να συμβούν σε τέτοιες καταστάσεις. Ικανός σκηνοθέτης ο Φαρχάντι, δεν με έκανε να πλήξω ή να αδημονήσω για τη συνέχεια, που θα ήταν η ανατροπή.
  Στο «Σχετικά με την Έλλη» η ανατροπή συμβαίνει όταν χάνεται η Έλλη, ενώ ένα από τα παιδιά που της είχαν εμπιστευθεί να τα προσέχει στην παραλία το βλέπουν να επιπλέει στο νερό. Με τεχνητή αναπνοή το επαναφέρουν, όμως η Έλλη τι έγινε; Πνίγηκε; Το έσκασε μήπως τρομαγμένη που δεν μπόρεσε να βγάλει τον μικρό από το νερό; Πάνω σ’ αυτό οικοδομείται η πλοκή.
  Η ανατροπή στο «Όλοι το ξέρουν» συμβαίνει όταν μια νεαρή κοπέλα εξαφανίζεται. Και το σασπένς γίνεται ακόμη πιο έντονο όταν, από το μήνυμα που παίρνει η μητέρα στο κινητό της, μαθαίνουμε ότι πρόκειται για απαγωγή. Η αναζήτησή της, τα ερωτηματικά σχετικά με τους απαγωγείς, το πώς να βρουν τα λεφτά που ζητάνε, είναι στοιχεία που πυροδοτούν μεγάλες εντάσεις ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη καθώς αποκαλύπτονται καλά κρυμμένα μυστικά.
  Γιατί μου άρεσε λιγότερο η ταινία.
  Μου άρεσε λιγότερο γιατί στο τέλος διαπιστώνω ότι είναι περισσότερο crime παρά drama. Το drama υπονομεύτηκε αμετάκλητα με τη μεγάλη ανατροπή, με το υπεράνω υποψίας πρόσωπο να είναι ο εγκέφαλος της απαγωγής.
  Θα αποκαλυφθούν τελικά οι ένοχοι ώστε να τιμωρηθούν;
  Αυτό μας το λέει ο Φαρχάντι στο τέλος αρκετά υπαινικτικά.
  Μίλησα για προσωπικές προτιμήσεις. Ίσως στους περισσότερους από τους θεατές να αρέσει πιο πολύ αυτό το έργο από ότι το «Σχετικά με την Έλλη», σαν έργο κυρίως crime και thriller. Και φυσικά γιατί παίζουν τα ιερά τέρατα του κινηματογράφου, Penélope Cruz, Ricardo Darin και Χαβιέρ Μπαρδέμ.  
  Θυμάμαι την Πηνελόπη Κρουζ σε ένα από τα προηγούμενα έργα της να είναι με μερικά κιλάκια παραπάνω. Εδώ τα έχει χάσει.

Wednesday, December 26, 2018

Yasujiro Ozu 17. An inn in Tokyo (Tôkyô no yado, 1935)


Yasujiro Ozu 17. An inn in Tokyo (Tôkyô no yado, 1935) 


  Συγκινητική και αυτή η ιστορία.
  Ένας άντρας που τον παράτησε η γυναίκα του, με δυο αγοράκια, άστεγοι, περιφέρονται από εδώ και από εκεί, ψάχνοντας για δουλειά. Η πείνα είναι αυτό που τους απασχολεί περισσότερο, όμως όταν αρχίζει να βρέχει καρέκλες και δεν έχουν πού να κοιμηθούν, διαπιστώνουν ότι ήταν καλύτερα τα ελάχιστα χρήματα που είχαν στο μεταξύ μαζέψει να τα δώσουν για το πανδοχείο και όχι για φαγητό. Ευτυχώς που εμφανίστηκε μια παλιά γνωστή του που του πρόσφερε καταφύγιο, και επίσης του βρήκε δουλειά.
  Μια γυναίκα περιφέρεται με το κοριτσάκι της, όπως και ο άνδρας. Κάποια στιγμή θα συναντηθούν. Τα παιδιά τους θα παίζουν.
  Το κοριτσάκι θα αρρωστήσει από δυσεντερία. Πού λεφτά για το νοσοκομείο; Η γυναίκα θα αναζητήσει δουλειά σε ένα μπαρ.
  Είχε εξαφανιστεί και θα την ανακαλύψει τυχαία. Δεν είναι δυνατόν να εργάζεσαι εδώ, της λέει, και τότε αυτή του λέει για το κοριτσάκι της.
  Ζητάει δανεικά από τη γυναίκα που τον βοήθησε για να της τα δώσει. Αυτή αρνείται. Νομίζει ότι θα πάει να τα πιει.
  Και η μεγαλοψυχία:
  Θα κλέψει, θα δώσει τα χρήματα στα παιδιά του με την εντολή να πάνε στο νοσοκομείο να τα δώσουν στη γυναίκα. Μετά πηγαίνει στη γυναίκα που τον βοήθησε και την παρακαλεί να προσέχει τα παιδιά του όσες μέρες θα λείπει.
  Αυτή δέχεται.
  Γιατί θα λείψει;
  Πηγαίνει στην αστυνομία να παραδοθεί. Οι μέρες που θα λείψει είναι οι μέρες που θα κάνει φυλακή. Ξέρει ότι δεν την γλιτώνει, πιο πριν ήλθαν και τον έψαχναν.
  Vae victis, έλεγαν οι ρωμαίοι.
  Κοσμοκράτορες, δεν τους πέρασε από το μυαλό να πουν και vae pauperibus. Όμως την ατάκα την ακούσαμε στην ταινία: αλίμονο στους φτωχούς.
  Έχω δει ταινίες, και μάλιστα με υπόθεση που διαδραματίζεται σε σοσιαλιστικές χώρες (η μια ήταν με τσιγγάνους) που οι ήρωες βρισκόταν σε απόγνωση, μη έχοντας να πληρώσουν λεφτά στο νοσοκομείο για περίθαλψη.
  Μπορεί να πει κανείς ό,τι θέλει για τον Σύριζα, όμως μια προεκλογική του υπόσχεση, που την ξέρω εδώ και δυο χρόνια γιατί με αφορούσε, την υλοποίησε: δωρεάν περίθαλψη στα νοσοκομεία για όλους τους ανασφάλιστους, με μόνο το ΑΜΚΑ. Όταν το λέω μου αντιτείνουν ότι τα νοσοκομεία είναι με μεγάλες ελλείψεις, κ.λπ. κ.λπ. Δεν αντιλέγω. Πολλά τα πληρώνουμε από την τσέπη μας. Όμως είναι φρικτό να είσαι άρρωστος και να μην μπορείς να πας στο νοσοκομείο γιατί δεν έχεις να πληρώσεις. Όλοι αυτοί που μου προέβαλαν τις αντιρρήσεις τους έχουν την ασφάλειά τους. Και όχι μόνο. Κάποιοι απ’ αυτούς έχουν και τα λεφτά, αν τους τύχει πρόβλημα υγείας, να πάνε στα ιδιωτικά. Εγώ δεν είχα τέτοια δυνατότητα. Την εγχείρηση βουβωνοκήλης την έκανα στην Παμμακάριστο, με τα κρεβάτια να έχουν πανάθλια στρώματα, με αποτέλεσμα να με πονάει η μέση μου (έχω κήλη μεσοσπονδύλιου δίσκου) περισσότερο από ό,τι η εγχείρηση. Όμως δεν με έπαιρνε να κάνω την εγχείρηση σε κάποια ιδιωτική κλινική.
  Την ταινία μπορείτε να τη δείτε στο youtube με αγγλικούς υπότιτλους.
  Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «A story of floating weeds».    

Tuesday, December 25, 2018

Κάλαντα


Κάλαντα

Την προπαραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ πάντοτε κλείνω την εξώπορτα για να μην έχουν οι καλαντάρηδες πρόσβαση στο κουδούνι της εισόδου την επομένη το πρωί. Παλιά έβγαιναν να πούνε τα κάλαντα αξημέρωτα ενώ εγώ αργούσα να ξυπνήσω, και ο ύπνος μου είναι ιερός, οι φίλοι μου το ξέρουν. Τώρα βγαίνουν πιο αργά στη γύρα κι εγώ ξυπνάω πιο νωρίς.
Σήμερα είχα ανοίξει από νωρίς την εξώπορτα, αλλά οι πρώτοι άργησαν να εμφανιστούν. Εμφανίστηκαν κάμποσοι, εισέπραξαν τα δίευρά τους.
Ποτέ δεν διανοήθηκα να διώξω παιδιά με τον γνωστό τρόπο «μας τα ’παν άλλοι», ή να μην ανοίξω την πόρτα, προφασιζόμενος ότι λείπω. Για ποιο λόγο; Δεν ξεχνώ ότι κάποτε ήμουν κι εγώ στη θέση τους, έλεγα κι εγώ τα κάλαντα, όχι στην Αθήνα αλλά στο χωριό μου, το Κάτω Χωριό Ιεράπετρας.
Μια ανάμνηση με καταδιώκει.
Είχα κάνει τη γύρα στο χωριό και είχα αφήσει τελευταία για την επιστροφή την Καλλιόπη του Καρπαθάκη που το σπίτι της ήταν κοντά στο δικό μας.
Πολύ καλή γειτόνισσα, συγχωρεμένη τώρα, φίλη της μητέρας μου, φυσικά με δέχτηκε. Ξεκίνησα να λέω τα κάλαντα, όμως η αναπνοή μου είχε πιαστεί από την κούραση. Θυμάμαι τον τρόμο που ένιωσα βλέποντας ότι λαχάνιαζα και δεν μπορούσα να τα πω «σ’ έργο του θεού», όπως λέμε στην Κρήτη. Με κοίταξε με λύπη και με σταμάτησε με το γνωστό «Και του χρόνου». Δεν θυμάμαι τι μου έδωσε για την προσπάθειά μου, σίγουρα όμως δεν ήταν μικρό ποσό.
Λίγες φορές έχω αισθανθεί τέτοια ντροπή στη ζωή μου. Αλλά και λίγες φορές ένοιωσα τέτοια καλοσύνη όπως αυτής της γυναίκας που την έβλεπα να συναισθάνεται την αγωνία μου και να προσπαθεί να με απαλλάξει απ’ αυτή όσο πιο γρήγορα γίνεται.
25-12-2018


Michael Powell, Emeric Pressburger, The red shoes (1948)


Michael Powell, Emeric Pressburger, The red shoes (1948)


  Αφού είδα το «A matter of life and death» είπα να δω και τα «Κόκκινα παπούτσια» που θεωρείται επίσης ένα από τα αριστουργήματά του.
  Τα μιούζικαλ δεν μου αρέσουν, όμως αυτό ήταν ένα μιούζικαλ διαφορετικό από τα άλλα, και γι’ αυτό άλλωστε το IMDb δεν το χαρακτηρίζει μιούζικαλ. Η μουσική είναι κλασική και ο χορός είναι μπαλέτο.
  Οι σκηνοθέτες που είναι και σεναριογράφοι εμπνεύστηκα το έργο από το παραμύθι «Τα κόκκινα παπούτσια» του Άντερσεν. Το παραμύθι αυτό λειτουργεί τόσο ως αντικατοπτρική ιστορία (mise en abyme) καθώς είναι στο ίδιο καλούπι με την πλοκή του έργου, όσο και ως στοιχείο αυτής της πλοκής.
  Η κοπέλα (χορεύτρια μπαλέτου η Moira Shearer στον πρώτο της κινηματογραφικό ρόλο) θέλει να χορεύει. Της δίνεται ένας ρόλος, τα καταφέρνει πολύ καλά, και στη συνέχεια της δίνεται ένας ρόλος ζωής, στα «Κόκκινα παπούτσια» των μπαλέτων Λέρμοντοφ. Ερωτεύεται τον συνθέτη της μουσικής του μπαλέτου, όμως ο Λέρμοντοφ πιστεύει ότι ο έρωτας μπαίνει εμπόδιο στην καριέρα ενός καλλιτέχνη. Πρέπει να διαλέξει. Διαλέγει τον συνθέτη, όμως ο έρωτάς της για το μπαλέτο την κάνει να επιστρέψει στον Λέρμοντοφ. Ο συνθέτης έρχεται και την αναζητά. Ο Λέρμοντοφ της βάζει πάλι το δίλημμα: ή το χορό ή τον συνθέτη. Αυτή διαλέγει το χορό.
  Το τέλος είναι αρκετά βιασμένο με στόχο να συμβαδίσει με το μπαλέτο και φυσικά με το παραμύθι, όπου η κοπέλα πεθαίνει.
  Φαίνεται ότι μετάνιωσε για την επιλογή της. Τη βλέπουμε να τρέχει βιαστικά, εγκαταλείποντας το θέατρο όπου σε λίγο πρέπει να εμφανιστεί. Η ορχήστρα έχει ήδη αρχίσει να παίζει την εισαγωγή. Πηγαίνει μήπως να προλάβει τον συνθέτη στο σταθμό;
  Ίσως. Όμως φαίνεται ότι από την απελπισία της, μη όντας σίγουρη για τις επιλογές της, πέφτει από ένα μπαλκόνι στις γραμμές του τραίνου. Ετοιμοθάνατη, παρακαλεί τον συνθέτη που είχε τρέξει να την προλάβει, να της βγάλει τα παπούτσια, όπως ακριβώς και στο μπαλέτο.
  Ο συνθέτης Brian Easdale ήταν πρώτος Βρεττανός που τιμήθηκε με το Ακαδημαϊκό βραβείο για την καλύτερη πρωτότυπη μουσική επένδυση. Εξαιρετική η μουσική για το μπαλέτο, ήταν περίπου 15 λεπτά χωρίς την εισαγωγή. Με απόηχους, σύμφωνα με τα δικά μου ακούσματα, από Ντεμπισί και Σένμπεργκ, η παράσταση είχε ένα σωρό κινηματογραφικά εφέ που βέβαια δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν πάνω σε θεατρική σκηνή. Είμαι περίεργος πώς κινηματογράφησαν μια αυθεντική όπερα, «Τα παραμύθια του Χόφμαν» του Όφενμπαχ, που τα είδα φοιτητής δεν θυμάμαι κι εγώ πόσες φορές στην Εθνική Λυρική Σκηνή (εθνική, όχι royal). Είναι η επόμενη ταινία του που θα δω, αλλά και αρκετές άλλες, καθώς είναι οι περισσότερες πολεμικές, και τα πολεμικά είναι αγαπημένο μου είδος.     
  Διαβάζω ότι η ταινία ψηφίστηκε σαν μια από τις καλύτερες αγγλικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ.  
  Η ταινία μου άρεσε πάρα πολύ, και φυσικά και για τη μουσική. Δεν ήταν μόνο η μουσική του Brian Easdale. Άκουσα αγαπημένα μου κομμάτια από διάφορα μπαλέτα ανάμεσα στα οποία ήταν και «Η λίμνη των κύκνων» με δυο κομμάτια. Το ένα ήταν «Ο χορός των μικρών κύκνων», εντυπωσιακό σαν χορογραφία, και το άλλο δεν ξέρω πώς λέγεται, που το συναντάμε δυο τρεις φορές στο μπαλέτο.
  Θυμάμαι που, πρωτοετής φοιτητής, πήγα και την είδα δυο φορές σε ένα κινηματογράφο στη Σταδίου. Την πρώτη φορά είδα όλες τις προβολές, από τις 12 το μεσημέρι μέχρι τις 12 το βράδυ, ενώ τη δεύτερη φορά δεν κάθισα να δω την τελευταία, έφυγα κατά τις 10. Δεν ήξερα πότε θα ξαναέβλεπα μπαλέτο, και τότε δεν υπήρχε internet και youtube.
  Και τώρα που υπάρχει το youtube, με συγκίνηση ξαναβρίσκω την ταινία που είδα εκείνη την εποχή.
  Γιελένα Γιεφτέγεβα και Τζων Μαρκόφσκι στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ψάχνοντας τώρα στη google βρήκα και τους διευθυντές, Apollinari Dudko και Konstantin Sergeyev, καθώς και ότι γυρίστηκε το 1969.