Corneliu
Porumboiu, All his feature films
Εν όψει της προβολής
των «Σφυριχτών» αύριο, Πέμπτη.
Η πρώτη ταινία του Porumboiu είναι ένα εννιάλεπτο
φιλμ που έχει τίτλο «Gone with the wine» (2002). Πρόκειται
για την κωμικοτραγική περιπέτεια ενός νεαρού. Πώς να γιατρευτείς από τις
βλαβερές συνέπειες του ποτού; Μα πίνοντας, όπως θα συμβούλευε και ο Ομάρ
Χαγιάμ, του οποίου προχθές διάβασα τα «Ρουμπαγιάτ».
Εννιάλεπτο φιλμ, αξίζει να το δείτε στο youtube, με αγγλικούς υπότιτλους
φυσικά.
Και το επόμενο φιλμ
του Porumboiu, το «Ένα ταξίδι στην πόλη» (2003),
είναι μικρού μήκους, διπλάσιο σε διάρκεια από το προηγούμενο. Και εδώ έχουμε
πάλι μια κωμικοτραγική περιπέτεια, εντελώς ξεκαρδιστική αυτή τη φορά.
Ο δάσκαλος πηγαίνει
στην πόλη για να πάρει έναν υπολογιστή για το σχολείο. Στο δρόμο εξηγεί στον
οδηγό τι είναι υπολογιστής, τι είναι ίντερνετ. Όμως, λέει ο οδηγός, πρέπει να
σταματήσουν στο σπίτι του δημάρχου, έχει τα γενέθλιά του, του κρατάει ένα δώρο.
Τι δώρο; Ένα γουρουνάκι. Και μια και πηγαίνεις στην πόλη, δεν μου αγοράζεις μια
λεκάνη τουαλέτας; Να τα χρήματα. Όμως μέσα στις τουαλέτες κάποιου καφέ ληστεύουν
το δάσκαλο, φοβάται πως θα τον απολύσει ο δήμαρχος που δεν θα του πάει τη
λεκάνη. Μην ανησυχείς, θα σου βρω εγώ λεκάνη του λέει ο οδηγός, αλλά να μου
υποσχεθείς ότι θα μάθεις στο γιο μου να χειρίζεται τον υπολογιστή και να κάνει
όλα αυτά που μου έλεγες στο δρόμο. Μα και βέβαια.
Απολαυστικότατη
κωμωδία, πρέπει να τη δείτε οπωσδήποτε. Κι αυτή υπάρχει στο youtube, σε δύο μέρη, πρώτο και δεύτερο.
Τελικά ο Porumboiu γυρίζει
τις ταινίες όπως στοιχηματίζουν κάποιοι, που διπλασιάζουν το στοίχημα αν χάσουν
ελπίζοντας ότι θα κερδίσουν έτσι τα χαμένα. Το «Όνειρο του Λίβιου» έχει επίσης
διπλάσια διάρκεια από το «Ένα ταξίδι στην πόλη», σαράντα λεπτά.
Ο Τσαουσέσκου, σαν
πιστός καθολικός, πέρασε ένα νόμο που ποινικοποιούσε τις εκτρώσεις. Πολλά
παιδιά γεννήθηκαν εξαιτίας αυτού του νόμου, που αλλιώς δεν θα είχαν γεννηθεί.
Ίσως σ’ αυτό το νόμο χρωστάει τη ζωή του ο Liviu. Λίγο πιο πριν να είχε ψηφιστεί, θα είχε τώρα έναν αδελφό.
Κάθε βράδυ βλέπει
ένα όνειρο, το οποίο όμως δεν μπορεί να θυμηθεί. Άραγε θα το θυμηθεί κάποιο
πρωί όταν ξυπνήσει;
Σκληρή η ζωή, οι
γονείς του υπέφεραν με τον κομμουνισμό. Ο ίδιος; Νοιώθει απογοητευμένος από τη
ζωή. Κερδίζει κάποια χρήματα κάνοντας τον κλεπταποδόχο, ενώ ζει με τη Μαριάνα,
την αρραβωνιαστικιά του καλύτερού του φίλου που έχει πάει στην Ιταλία. Μόλις
τακτοποιηθεί εκεί θα την καλέσει. Όμως όταν την καλεί αυτή είναι ήδη έγκυος από
τον Liviu. Όχι, δεν
σκοπεύει να κάνει έκτρωση, τι θα γινόταν αν έκαναν έκτρωση οι γονείς τους;
Κάνει όνειρα, πώς να ζήσουν μαζί.
Το μεγαλύτερο μέρος
της ταινίας αναφέρεται στις προσπάθειες του Liviu να πουλήσει νυφικά τα οποία του προμήθευσε ο φίλος του. Και
βέβαια θα δούμε πολλά κωμικοτραγικά επεισόδια σ’ αυτές του τις προσπάθειες. Ένα
από αυτά είναι που πούλησε σε εξευτελιστική τιμή ένα νυφικό σε κάποιον
αστυνομικό. Δεν είχε άλλη επιλογή, θα τον συνελάμβανε αυτόν και τον φίλο του.
Στο τέλος θα θυμηθεί
επί τέλους το όνειρό του. Βρίσκεται σε μια σκοτεινή σπηλιά. Ο αδελφός του του
λέει να μη φοβάται να βγει στο φως, είναι καλύτερα να είσαι ζωντανός παρά
νεκρός, ξέρει αυτός. Μήπως θέλει να καταλήξει σαν το πατέρα του και τόσους
άλλους;
Το έργο τελειώνει με
τον Liviu να ατενίζει τη θάλασσα, επί τέλους γεμάτος αισιοδοξία. Κάτι
ήξερε ο Φρόιντ που έδινε τόση σημασία στα όνειρα.
Και αυτή η ταινία
υπάρχει στο youtube, σε
τέσσερα μέρη. Φαίνεται ότι το youtube στους uploaders
έδινε μόνο ένα δεκάλεπτο για ανέβασμα. Μου το έκανε και μένα, θυμάμαι, γιατί
είχα ανεβάσει δυο ιρανικές ταινίες, για τις οποίες έκανε τα παράπονά του το
ιρανικό συμβούλιο κινηματογράφου, ή κάτι τέτοιο. Και δεν ήταν τίποτα
αντικαθεστωτικές, η μια ήταν ένα ντοκιμαντέρ
ενός καλλιτέχνη που με την ευκαιρία γίναμε φίλοι στο facebook και η άλλη
ήταν για τη δωρεάν οργάνων. Έπρεπε να περιμένω τρεις μήνες νομίζω για να
ανεβάσω ένα βίντεο-συρραφή που έκανα από εκπομπές στις οποίες είχε εμφανιστεί ο
συγχωρεμένος ο φίλος μου Μιχάλης Βαβουράκης.
H
επόμενη ταινία του Porumboiu είναι η «Ανατολικά
του Βουκουρεστίου» (2006). Την είδα πριν επτά
χρόνια, από το συγχωρεμένο cine+.
Μου άρεσε πολύ και γι’ αυτό αποφάσισα να δω πακέτο τον Porumboiu.
Corneliu
Porumboiu, East of Bucharest (2006)
Μια ακόμη ταινία στον σκληρό δίσκο του
dvd-recorder μου,
που με περίμενε χρόνια τώρα να τη δω.
Ο πρωτότυπος τίτλος
της ταινίας είναι «Υπήρξε ή δεν υπήρξε;». Τι αν υπήρξε; Η επανάσταση. Ο
Τσαουσέσκου έφυγε επειδή φοβήθηκε τον κόσμο που μαζεύτηκε να διαδηλώσει στην
πλατεία, ή ο κόσμος μαζεύτηκε αφού έφυγε ο Τσαουσέσκου; Αν συνέβη το δεύτερο,
τότε δεν είχαμε επανάσταση.
Ο ιδιοκτήτης ενός
τοπικού τηλεοπτικού σταθμού στήνει ένα πάνελ με αυτό το ερώτημα. Δίπλα του
είναι ένας αλκοολικός καθηγητής και ένας παππούς που ντυνόταν άγιος Βασίλης,
και θα ντυθεί και φέτος κατά παράκληση μιας κυρίας για το γιο της. Υπάρχει και
τηλεφωνική γραμμή για τους θεατές.
O Porumboiu με την ταινία αυτή σατιρίζει
όλους αυτούς που αναδείχθηκαν μετά την πτώση του Τσαουσέσκου, ανάμεσα στους
οποίους ήταν και όργανα της διαβόητης Σεκουριτάτε. Ο καλόκαρδος αλλά αλκοολικός
καθηγητής της ιστορίας φαίνεται ότι πήγε στην πλατεία με τρεις συναδέλφους του.
Ο άνθρωπος της σεκουριτάτε μάλιστα τον κτύπησε. Όμως αυτό αμφισβητείται. Δεν
υπάρχουν μάρτυρες, οι σύντροφοί του έχουν πεθάνει. Κάποιοι που τηλεφωνούν καταφέρονται
εναντίον του θίγοντας την προσωπικότητά του –είπαμε ότι είναι αλκοολικός- για
να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία του, ενώ ο άνδρας της ασφάλειας απειλεί. Μόνο ο
κινέζος φίλος του, τον οποίο μάλιστα βρίζει όταν είναι μεθυσμένος αλλά αυτός
παρόλα αυτά τον δανείζει, θα τον υπερασπιστεί, για να επισύρει την οργή του
ιδιοκτήτη του καναλιού, που θα του βάλει τις φωνές και θα του πει να γυρίσει
στην πατρίδα του. Όσο για τον ηλικιωμένο άγιο Βασίλη, αυτός είναι αλλού. Στο
μεγαλύτερο μέρος της εκπομπής φτιάχνει βαρκάκια στρίβοντας φύλλα χαρτί. Όχι,
δεν έγινε επανάσταση, η εκδοχή αυτή βολεύει αυτούς που δεν ξεβολεύτηκαν με την
αλλαγή. Κι ας ήταν ο Τσαουσέσκου ο μόνος κομμουνιστής ηγέτης που εκτελέστηκε
μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Ταινία με ένα
γλυκόπικρο χιούμορ, που γίνεται επίκαιρη καθώς τα γεγονότα αυτά συνέβησαν τις
παραμονές των Χριστουγέννων του 1989. Πολύ μας άρεσε.
Εν όψει της προβολής των «Σφυριχτών» αύριο, Πέμπτη.
Πρόγευση του
αυριανού αστυνομικού είναι ταινία «Αστυνομία, ως επίθετο».
Πρωταγωνιστής
και εδώ ένας αστυνομικός. Του έχει ανατεθεί η παρακολούθηση ενός νεαρού ο
οποίος σίγουρα καπνίζει, αλλά πιθανότατα διακινεί κιόλας, χασίσι. Ο διευθυντής
επιμένει να συλληφθεί, ο αστυνομικός δεν θέλει να τον συλλάβει, ένας απλός
χρήστης είναι, σιγουρότατα, άλλος το διακινεί. -Μα θα φάει έξι χρόνια φυλακή.
-Όχι, μόνο τριάμισι, επιμένει ο διευθυντής, λες και τα τριάμισι είναι λίγα.
Η ταινία έχει
το υφολογικό στίγμα του μεγάλου σκηνοθέτη. Μεγάλα και αργά πλάνα, οιονεί
ντοκιμαντερίστικα, που αρκετά δεν δένουν ιδιαίτερα με την πλοκή (π.χ. οι
συζητήσεις του αστυνομικού με τη γυναίκα του), όμως σκιαγραφούν χαρακτήρες,
εικονογραφούν περιβάλλοντα, περιγράφουν καταστάσεις. Το στόρι του Πόρουμπογιου
ένας χολιγουντιανός σκηνοθέτης θα το είχε ξεπετάξει σε μισή ώρα.
Σε κάθε
αστυνομικό έργο υπάρχει το σασπένς: θα συλληφθεί ο νεαρός τελικά ή θα πάρει
παράταση ο αστυνομικός από το διευθυντή του, για να εντοπίσει τον πραγματικό
διακινητή;
Στο
διδακτορικό μου πραγματεύθηκα το δίπολο συμβιβασμού/μη συμβιβασμού,
επισημαίνοντας ότι στα έργα που μελέτησα προβάλλεται το υψηλό ηθικό ανάστημα
του μη συμβιβασμένου, αλλά δείχνεται και η τραγική του μοίρα, συνέπεια του μη
συμβιβασμού του. Η ταινία του Μάλικ «Μια κρυφή
ζωή» παίζεται ακόμη στις αίθουσες, και θα παίζεται για καιρό φαντάζομαι, για
να δώσουμε ένα παράδειγμα από τον κινηματογράφο.
Το ίδιο δίπολο
βλέπουμε και στην ταινία του Πόρουμπογιου, με τη διαφορά ότι εδώ ο αστυνομικός
τελικά συμβιβάζεται. -Αν έχεις συνειδησιακό πρόβλημα, του λέει ο διευθυντής,
και δεν θέλεις να συλλάβεις τον ύποπτο, τότε να παραιτηθείς από το σώμα.
Μπορείς να το σκεφτείς μέχρι τις τέσσερις.
Η ταινία
τελειώνει με τον αστυνομικό να σχεδιάζει τις κινήσεις που θα κάνουν για να τον
συλλάβουν.
Κάπου
δεκαπέντε λεπτά συζητούν για τη συνείδηση. Μάλιστα ο διευθυντής στέλνει τη
γραμματέα του να του φέρει ένα λεξικό. Τον βάζει να διαβάσει το λήμμα
«συνείδηση», μετά το λήμμα «νόμος» και τέλος το «αστυνομία», και ως επίθετο (police station, κ.λπ.).
Και θυμήθηκα.
Είμαι στο
νοσοκομείο της Ιεράπετρας όπου η μητέρα μου νοσηλεύεται με εγκεφαλικό. Πώς να
περάσω την ώρα μου; Μα διαβάζοντας. Το λύκειο που τέλειωσα είναι δίπλα, να πάω
να δανειστώ ένα βιβλίο. Μετά από δέκα χρόνια. Ήταν το «Πόλεμος και Ειρήνη».
Θυμάμαι που,
όταν τέλειωσα και πήρα το απολυτήριο, έπιασα μια πέτρα, στάθηκα στην πόρτα
έχοντας πίσω το σχολείο και μπροστά την εκκλησία και «έριξα πέτρα πίσω μου»,
κυριολεκτικά.
Περασμένα
ξεχασμένα.
-Κύριοι
συνάδελφοι, ξέρετε τι μου απάντησε ο Δερμιτζάκης όταν ρώτησα την τάξη «Τι είναι
συνείδηση;»; Ένας μικρός ανθρωπάκος που είναι μέσα μας και μας μαλώνει κάθε
φορά που κάνουμε μια κακή πράξη.
Τι θυμότανε ο
θεολόγος μας, μετά από τόσα χρόνια, και δεν θυμόταν τι έφαγε χθες.
Το
προ-προηγούμενο Πάσχα είπα, μετά από δεκαετίες, να ξαναδιαβάσω τα ρουμάνικα από
το teach yourself books. Απλώς να φρεσκάρω τα λίγα που ήξερα για τη γλώσσα, όχι να την προχωρήσω.
Από τη συζήτηση του αστυνομικού με τη γυναίκα του έμαθα μια ακόμη λέξη.
Ξέρετε πώς
λένε στα ρουμάνικα τη (λογοτεχνική) μεταφορά; Αναφορά.
Κάπου δεν
ήξερε καλά ελληνικά ο ρουμάνος που τη λάνσαρε.
[Συμπληρώνω, μετά την ανάρτηση,
βλέποντας τον «Θησαυρό». Ναι, η σωστή λέξη είναι «μεταφορά», ο Πόρουμπογιου προφανώς
τη βάζει να λέει «αναφορά» σαν μια ψηφίδα στην
προσωπογράφησή της].
Είμαι
κρυωμένος, φτιάχνω ένα ζεστό φασκόμηλο. Μόλις έχω ξεκινήσω να το πίνω βλέποντας
παράλληλα την ταινία και ακούω κάποιον να διαβάζει στον αστυνομικό από την
εφημερίδα ότι τα ζεστά κάνουν κακό στα κρυολογήματα, διότι κ.λπ. κ.λπ. Και ο
φίλος μου ο Νίκος επιμένει επίσης ότι η χοληστερίνη δεν είναι βλαβερή.
Τι έχω να
ακούσω ακόμη!!!
Εν όψει της σημερινής προβολής των
«Σφυριχτών».
Το συνηθίζω
τελευταία, να αντιγράφω από προηγούμενη ανάρτησή μου για την επόμενη, όταν
βλέπω πακέτο ένα σκηνοθέτη. Αντιγράφω λοιπόν από το «Police, adjective».
«Η ταινία έχει το
υφολογικό στίγμα του μεγάλου σκηνοθέτη. Μεγάλα και αργά πλάνα, οιονεί
ντοκιμαντερίστικα, που αρκετά δεν δένουν ιδιαίτερα με την πλοκή (π.χ. οι
συζητήσεις του αστυνομικού με τη γυναίκα του), όμως σκιαγραφούν χαρακτήρες, εικονογραφούν
περιβάλλοντα, περιγράφουν καταστάσεις».
Τα υφολογικά αυτά στοιχεία ο
Πόρουμπογιου τα τραβάει ως τα άκρα στο «Όταν το βράδυ πέφτει στο Βουκουρέστι».
Η υποτυπώδης πλοκή, για να μην πω η απουσία της, τον διευκολύνει. Σκιαγραφούνται
οι δυο χαρακτήρες, ο σκηνοθέτης και η ηθοποιός. Αυτός, καπνίζει και πίνει, και
υποφέρει από το στομάχι του. Αυτή, δεν ξέρει τη Μόνικα Βίττι ούτε τον Τσέχωφ. Περιγράφονται
περιβάλλοντα, αυτά των ανθρώπων του σινεμά, τεχνικά ζητήματα και επαγγελματικές
σχέσεις. Εικονογραφούνται τέλος καταστάσεις, όπως οι «στενές» σχέσεις που έχει
ένας (όχι ο κάθε, να μη γενικεύουμε είπαμε) σκηνοθέτης με την ηθοποιό του.
Το ότι ο κεντρικός ανδρικός
χαρακτήρας είναι σκηνοθέτης διευκολύνει τον Πόρουμπογιου να εκθέσει την
ποιητική του, χρησιμοποιώντας τον περίπου σαν περσόνα του. Στην αρχική σκηνή
στο αμάξι, τον ακούμε να παραπονιέται για το φιλμ που δεν σου επιτρέπει να
πάρεις πάνω από 11 λεπτά μια σκηνή, ενώ με την ψηφιακή κάμερα ξεπερνιέται αυτός
ο περιορισμός. -Για παράδειγμα, η λογομαχία σου με τον Dinu κρατάει 7 λεπτά, σωστά; Θα ήθελα να την κάνω να διαρκεί 20, 30 λεπτά, όπως
στην πραγματικότητα.
Στη σκηνή αυτή προσπαθεί να πείσει
την Αλίνα να κάνει μια γυμνή εμφάνιση. Τίποτα το σπουδαίο, θα σχολιάσουμε
εμείς, αφού δεν την βάζει να κάνει σεξ, και μάλιστα πραγματικό σεξ, όπως έχω
ακούσει να απαιτούν κάποιοι σκηνοθέτες. Ναι, ο Πόρουμπογιου έπεισε την Diana Avramut να κάνει μια μισόγυμνη εμφάνιση, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, το πιο σύντομο
πλάνο στην ταινία. Από εκεί το frame που πάρθηκε για τη
διαφημιστική αφίσα. Το βάζω κι εγώ σ’ αυτή την ανάρτησή μου, όχι για άλλο λόγο,
αλλά για να δω αν θα μου την μπλοκάρει το facebook, όπως έκανε σε μια άλλη ανάρτηση, ένα εντελώς καλλιτεχνικό γυμνό. Νομίζω
ήταν από μια πολωνική ταινία.
Στη σκηνή της πρόβας τον ακούμε να
της λέει: -Πόση ώρα σου παίρνει να στεγνώσεις τα μαλλιά σου Αλίνα; -Περίπου 10
λεπτά. -Ωραία, στο γύρισμα θέλω να στεγνώνεις τα μαλλιά σου για 10 λεπτά.
Αυτά λοιπόν τα οιονεί
ντοκιμαντερίστικα πλάνα για τα οποία έγραψα στην προηγούμενη ανάρτηση εδώ τα
τραβάει στα άκρα, επιχειρηματολογώντας «ενδοκειμενικά» γι’ αυτά.
Η αρχική σκηνή στο αμάξι κρατάει 6
λεπτά. Θα υπάρξουν κι άλλες σκηνές στο αμάξι, θυμίζοντάς μου τον Κιαροστάμι και
την Μάνια Ακμπαρί. Η διαφορά; Η κάμερα παίρνει τα δυο πρόσωπα πλάτη, από το
πίσω κάθισμα. Η επόμενη σκηνή, με τον σκηνοθέτη να υποφέρει από το στομάχι του,
κρατάει 4 λεπτά. Η σκηνή της πρόβας 9 λεπτά και άλλα 9 η σκηνή στο κινέζικο
εστιατόριο, όπου συζητούν για ξυλάκια και διατροφή. Όλες αυτές οι σκηνές είναι
γυρισμένες μονόπλανα, όπως και οι επόμενες. Ελάχιστες είναι οι σκηνές μικρής
διάρκειας, όπως όταν κάνουν έρωτα, που όμως εμείς δεν τους βλέπουμε, παρά πίσω
από μια σχεδόν κλειστή πόρτα ακούμε τα βογκητά τους.
Στην ταινία αυτή ο Πόρουμπογιου
είναι θεατρικός. Τα δυο πρόσωπα του έργου συζητάνε σαν να βρίσκονται πάνω σε
σκηνή, ενώ η κάμερα τους παρακολουθεί ακίνητη, όπως το μάτι του θεατή. Και
βέβαια οι εκτενέστατοι διάλογοι θυμίζουν θεατρικό έργο.
Μια γυναίκα, δύο άντρες, επί τέλους
σ’ αυτή την ταινία. Μάλιστα η σκηνή της πρόβας είναι σαν mise en abyme στην πραγματική
σκηνή, όπου ο σκηνοθέτης την ακούει να μιλάει στον γκόμενο με το κινητό, στο
διπλανό δωμάτιο. Αργότερα θα ζηλέψει βλέποντάς την περίπου να φλερτάρει με έναν
άλλο σκηνοθέτη.
Ναι, έχει πάει και με άλλους
σκηνοθέτες. Όχι, αυτές οι σχέσεις έχουν πάντοτε ένα τέλος.
Εν όψει της σημερινής
προβολής των «Σφυριχτών».
Για την προηγούμενη
ταινία του Πόρουμπογιου δεν κάναμε ανάρτηση. Ο λόγος; Πρόκειται για ντοκιμαντέρ
με θέμα το ποδόσφαιρο. Τίτλος του, «Το δεύτερο παιχνίδι»
(2014).
Δεν είμαι καθόλου
ποδοσφαιρόφιλος, έχω συγκεκριμένη αντίληψη γι’ αυτό, την οποία εκφράζει το
γνωστό ανέκδοτο με τον Αϊνστάιν. Όμως
κατέβαλα φιλότιμη προσπάθεια, είδα ένα δεκάλεπτο πριν το παρατήσω. Σε voice over ο Κορνήλιος σχολιάζει
μαζί με τον πατέρα του ένα ματς. Οι παίχτες παίζουν ενώ χιονίζει. Και φυσικά
δεν θα μπορούσα να «απολαύσω» το ματς, μια και έπρεπε να διαβάζω τους υπότιτλους.
Σ’ αυτό το δεκάλεπτο έμαθα ότι ο πατέρας του ήταν διαιτητής και ότι τον
Κορνήλιο, όταν ήταν εφτά χρονών παιδάκι, του είπαν να του πει να παρατήσει τη
διαιτησία γιατί αλλιώς θα πάει στο σπίτι του με φέρετρο. Αρνιόταν τα λαδώματα,
οποιαδήποτε μεσολάβηση για να μεροληπτήσει υπέρ της μιας ή της άλλης ομάδας.
Ούτε και την επόμενη
ταινία, ντοκιμαντέρ κι αυτή που έχει τίτλο «Άπειρο ποδόσφαιρο» (2018) κατάφερα
να δω πάνω από ένα δεκάλεπτο. Ο Κορνήλιος συζητάει με ένα παλιό παίχτη, τώρα
στέλεχος σε μια επιχείρηση, που ένα ματς τον τραυμάτισε θανάσιμα στο πόδι.
Πιστεύει ότι φταίνε οι κανόνες του παιχνιδιού για τον τραυματισμό του και φιλοδοξεί
να τους αλλάξει.
Μου άρεσε φοβερά ο «Θησαυρός».
Όχι μόνο γιατί είναι κωμωδία, που εξάλλου είναι soft, αλλά και γιατί έχει το πιο όμορφο
τέλος που έχω δει ποτέ σε ταινία.
Ο Κόστι δύσκολα τα
φέρνει πέρα, έτσι όταν ο γείτονάς του ο Αντριάν του ζητάει δανεικά γιατί αλλιώς
χάνει το υποθηκευμένο σπίτι του τού δηλώνει ότι δεν μπορεί να του δώσει. Ο
Αντριάν σε λίγο επιστρέφει με μια πρόταση: να βάλει τα λεφτά για να δανειστούν
ένα ανιχνευτή μετάλλων, ώστε να ψάξουν για ένα θησαυρό στο πατρικό του. Τον
έκρυψε ο παππούς για να μην του τον πάρουν οι κομμουνιστές. Μισά μισά.
Δέχεται. Δανείζεται,
συμπληρώνει τα 800 ευρώ που χρειάζονται για τον ανιχνευτή. Και πάνε να τον
βρούνε.
-Μαμά, πού πάει ο μπαμπάς;
-Πάει να βρει ένα
θησαυρό.
Το σκάψιμο είναι
εντελώς επεισοδιακό, ο Αντριάν τσακώνεται με τον χειριστή ο οποίος σηκώνεται και
φεύγει.
Περιμένουμε την
ανατροπή, όπως γίνεται συνήθως σε τέτοιου είδους ταινίες. Και πράγματι,
βλέπουμε μια ανατροπή, αλλά όχι αυτή που περιμέναμε.
Βρίσκουν το κουτί
που είχε θάψει ο παππούς, όμως πώς να το ανοίξουν; Το παίρνουν μαζί τους.
Ο χειριστής,
τσατισμένος, πιθανότατα τους κάρφωσε στην αστυνομία. Κάθε τέτοιου είδους εύρημα
αν είναι αντικείμενο πολιτιστικής κληρονομιάς κατάσχεται. Έτσι στην έξοδο του
πατρικού τούς περιμένει το αστυνομικό όχημα. -Μα τι λέτε, θα πηγαίναμε να το
παραδώσουμε στην αστυνομία (δεν είχαν βέβαια τέτοιο σκοπό).
Περνάνε οι ώρες,
περασμένα μεσάνυχτα, κοντά τέσσερις, ο κλειδαράς προσπαθεί να ανοίξει την
σκουριασμένη κλειδαριά χωρίς να τα καταφέρνει. Τελικά την ανοίγει.
Περιμένουμε ότι θα είναι
«άνθρακες ο θησαυρός», έλα όμως που είναι ένα μάτσο μετοχές, της μερσεντές αν
θυμάμαι καλά.
Δεν είναι αντικείμενο
πολιτιστικής κληρονομιάς, επιβεβαιώνεται με ένα τηλεφώνημα που κάνουν στα κεντρικά
οι αστυνομικοί, οι μετοχές τους ανήκουν.
Τελικά δεν υπάρχει η
ανατροπή που περιμέναμε, οι δυο γείτονες τσεπώνουν πάνω από μισό εκατομμύριο ο
καθένας.
Και για το τέλος που
λέγαμε;
-Και πού είναι τα
χρυσά, τα κοσμήματα, τα δαχτυλίδια ρε μπαμπά; Εσύ εδώ έφερες χαρτιά.
Τον βλέπουμε να
πηγαίνει σε ένα κατάστημα και να αγοράζει ένα σωρό κοσμήματα. Τα βάζει μέσα στο
κουτί όπου βρήκαν τις μετοχές και το πηγαίνει στο γιο του, που βρίσκεται στην
αυλή του σχολείου με τους συμμαθητές του. Το ανοίγει, όλοι θαυμάζουν. -Να τα
πιάσουμε; -Μα και βέβαια. Τα πιάνουν και τα καμαρώνουν. Ένας όμως βουτάει αυτό
που κρατάει και φεύγει τρέχοντας. -Έλα εδώ, φέρε το πίσω, τον κυνηγάει ο μικρός.
-Μα έχεις τόσα, απαντάει ο άλλος.
Και η ταινία
τελειώνει.
Μόνο μια ταινία ήταν
αρκετή για τον Πόρουμπογιου για να καταλάβει ότι δεν μπορεί να σπρώχνει στα
άκρα τα στιλιστικά του μέσα, σε αντίθεση με τον Terrence Malick που
χρειάστηκε τέσσερις. Αυτή η ταινία ήταν η προηγούμενη μυθοπλασίας του, η «Όταν
βραδιάζει στο Βουκουρέστι». Τώρα υπάρχει στόρι με σασπένς, και τα μονόπλανα
και οι μεγάλες σκηνές απουσιάζουν. Η μόνη μεγάλη σκηνή είναι στην αυλή, στην
αναζήτηση με το μηχάνημα του μέρους που είναι θαμμένος ο θησαυρός και το
σκάψιμο. Η κάμερα δεν τεμπελιάζει πια μένοντας στις περισσότερες σκηνές ακίνητη,
αρχίζει να κινείται περισσότερο, ενώ οι εκτενείς διάλογοι απουσιάζουν.
Και η επόμενη και
τελευταία ταινία του Πόρουμπογιου, οι «Σφυριχτές», η οποία στάθηκε η αιτία να
αποφασίσουμε να τον δούμε πακέτο, κινείται στο ίδιο μήκος κύματος. Υπάρχει άφθονο
σασπένς ενώ η πλοκή είναι πιο περίπλοκη. Αλλά πριν αναρτήσω θα ξαναδιαβάσω το
κείμενο που έγραψα μετά τη δημοσιογραφική προβολή, μήπως συμπληρώσω ή μεταβάλλω
κάτι, έχοντας τώρα τη συνολική εικόνα του Πόρουμπογιου.
Από σήμερα στους κινηματογράφους.
Δεν
είμαι φαν των αστυνομικών έργων, αλλά όταν πρόκειται για έργο καλού σκηνοθέτη
θα κάνω εξαίρεση. Εξάλλου, διαπιστώνοντας ότι έχω ήδη δει ένα έργο του Porumboiu,
αποφάσισα να τον δω πακέτο, δηλαδή ή δυνατόν όλες του τις ταινίες.
Δεν θέλω να κάνω σπόιλερ, θα γράψω μόνο δυο
πράγματα για την πλοκή.
Ένας
αστυνομικός θα έλθει στο νησί Γκομέρα στις Βαλεαρίδες νήσους για να μάθει τη
σφυριχτή γλώσσα των κατοίκων. Ο σκοπός είναι να απελευθερώσει έναν φυλακισμένο
που έχει βουτήξει λεφτά που προέρχονται
από λαθρεμπόριο ναρκωτικών και τα οποία θα έπρεπε να μοιραστεί με κάποιον
συνεργάτη του, ο οποίος θέλει να μάθει πού τα έχει κρύψει.
Ο αστυνομικός
αυτός είχε μπλεχτεί με ύποπτα κυκλώματα, και δεν ήταν ο μόνος. Η διαφθορά στις
τάξεις της αστυνομίας δεν είναι κάτι καινούριο. Μετά από αρκετά συναρπαστικά
επεισόδια και κάμποσες ανατροπές, και αφού ακούσουμε τρεις φορές τη «Βαρκαρόλα»
από τα παραμύθια του Χόφμαν του Όφενμπαχ, αλλά και άλλα κομμάτια κλασικής
μουσικής, θα φτάσουμε στο happy end των romance, είδος
που μου αρέσει ιδιαίτερα, με την κοπέλα και τον αστυνομικό να βρίσκονται μαζί
στο ραντεβού που είχαν δώσει, σε μια φαντασμαγορική ατμόσφαιρα, στη Σιγκαπούρη.
Αυτό
που ξεχωρίζει στην ταινία είναι η γλώσσα των σφυριγμάτων, την οποία θα μάθει ο
αστυνομικός για να μπορεί να επικοινωνεί με άτομα που θα τον βοηθήσουν στην
επιχείρηση απελευθέρωσης αυτού του κρατούμενου. Ήξερε άραγε ο σκηνοθέτης ότι τη
γλώσσα αυτή την έχουμε και εμείς στην Ελλάδα, σε ένα χωριό της Εύβοιας, την
Αντιά; (δέστε τον σύνδεσμο). Πιστεύω ότι θα ήξερε, γιατί τη γλώσσα των σφυριγμάτων τη βλέπουμε
και σε μια ταινία του Αγγελόπουλου, αλλά δεν θυμάμαι ποια, και βαριέμαι να το
ψάξω, και την οποία ασφαλώς θα είχε υπόψη του.
Πολλές ταινίες κινούνται σε δυο χρονικά επίπεδα, όμως η παραμονή σε κάθε
επίπεδο είναι αρκετά μεγάλη. Εδώ η παραμονή είναι σχετικά μικρή. Τη μικρότερη
την είδα στον «Συμβιβασμό» του Καζάν.
Μπορεί κάποιοι από εσάς να ξέρετε ότι από τις Βαλεαρίδες νήσους ξεκίνησε
το κίνημά του ο Φράνκο που οδήγησε στον ισπανικό εμφύλιο, αλλά δεν νομίζω να
ξέρετε ότι ο Ζοζέ Σαραμάγκου έζησε την υπόλοιπη ζωή του σ’ αυτά τα νησιά όταν η
πορτογαλική κυβέρνηση παρενέβη για να μην τιμηθεί με το Νόμπελ. Τέτοια τσατίλα.
Βέβαια αργότερα το πήρε, αλλά έμεινε χολωμένος μέχρι το τέλος της ζωής του.
Πιστεύω ότι αξίζει να δείτε την ταινία, εμένα μου άρεσε πάρα πολύ.
Η
προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Ο
θησαυρός».
No comments:
Post a Comment