Wednesday, January 13, 2021

Παντελή Πρεβελάκη, Ο ήλιος του θανάτου

Παντελή Πρεβελάκη, Ο ήλιος του θανάτου, βιβλιοπωλείον της Εστίας 1998, σελ. 221

 


  Το βιβλίο το οποίο θα συζητήσουμε σήμερα Τετάρτη 13 Ιανουαρίου στις 6 το απόγευμα στη Λέσχη Βιβλίου του Victoria Square Project είναι το «Ο ήλιος του θανάτου» του Παντελή Πρεβελάκη. Μπορείτε να συμμετάσχετε ή να παρακολουθήσετε απλώς τη συζήτηση μέσω της πλατφόρμας zoom πατώντας πάνω στον σύνδεσμο:

https://us02web.zoom.us/j/82719239390

  Βραβευμένο με το Α΄κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1960, είναι ένα πεισιθάνατο βιβλίο με άφθονη κρητική λαογραφία. Τα λαογραφικά επεισόδια εγκιβωτίζονται στο θέμα της βεντέτας, μια μάστιγα της Κρήτης που με κάνει λιγότερο περήφανο σαν κρητικό. Η βεντέτα, παρεμπιπτόντως, είναι το θέμα του μυθιστορήματος της Ιωάννας Καρυστιάνη «Κουστούμι από χώμα», ενώ αποτέλεσε το θέμα και δυο διηγημάτων του Κωστή Φραγκούλη (Ανταίου), του «Γδικιωμού του Ρηνιού» και «Το κόλπο του Θεοχάρη» .

  «Αν έθαψα εκατό χριστιανούς αφόντας αξιώθηκα την ιερωσύνη, οι πενήντα είχανε πάει από βόλι» (σελ. 53).

  Σίγουρα είναι ενδεικτικό το ποσοστό, όμως έτσι κι αλλιώς είναι ανατριχιαστικό.

  Παραλίγο να το ξεχάσω, είναι και η ομώνυμη απολαυστική κωμωδία του Γιάννη Κρομμυδάκη, την οποία είδαμε στη διαδικτυακή πλατφόρμα του φεστιβάλ κινηματογράφου της ιδιαίτερης πατρίδας μου της Ιεράπετρας το καλοκαίρι που μας πέρασε. 

  Ήδη στην αρχή αρχή του μυθιστορήματος έχουμε δυο θανάτους. Θαλασσοπνίγεται η πατέρας ενώ η μητέρα, μην αντέχοντας την απώλεια, πέφτει στη θάλασσα και πνίγεται. Με αυτοκτονικές τάσεις ο δεκατετράχρονος Γιωργάκης θα επιχειρήσει δυο φορές να πνιγεί, όμως, όπως και ο Καρυωτάκης, δεν τα κατάφερε.

  Καλά δεν σκέφτηκε το γιο της;

  Αν τον σκεφτότανε δεν θα είχαμε το μυθιστόρημα που έχουμε.

  Τον μικρό τον παίρνει η πενηντάχρονη θεία του, χήρα, που μένει στο χωριό.

  Θα δούμε τη ζωή των χωρικών, θα ακούσουμε την ντοπιολαλιά τους, θα διαβάσουμε για έθιμα και δοξασίες, αλλά και για τους τρεις έρωτες του μικρού.

  Οι θάνατοι συνεχίζονται:

  Πριν ολοκληρωθεί η σχέση, η ανατροπή μιας άμαξας θα στείλει την κοπέλα στον άλλο κόσμο ενώ τον Γιωργάκη θα τον καθηλώσει στο κρεβάτι για μέρες. Ο επόμενος έρωτάς του είναι μια μαζώχτρα. Όχι, αυτή δεν ήταν παντρεμένη όπως η μαζώχτρα του Μυριβήλη στη «Ζωή εν τάφω» που μόλις διαβάσαμε. Δεν υπήρχε κανένας σύζυγος να τη σκοτώσει όπως εκείνη, απλά όταν τέλειωσε το λιομάζωμα έπρεπε να γυρίσει στο ορεινό χωριό της. Ο τρίτος έρωτας, όχι ακριβώς έρωτας, ήταν με μια λαβραντισμένη χωρική που όμως δεν ήθελε να ολοκληρώσει παρά μόνο με το γάμο.   

  Α, όλα κι όλα, η τιμή πάνω απ’ όλα, είναι πιο πάνω κι από την προίκα της κοπέλας σε ένα γάμο. Και πώς διαπιστώνει ο γαμπρός αυτή την τιμή; Μα με την παρθενιά της. Θυμάμαι που λέγαμε για μια κοπέλα πώς όλες οι τρύπες του κορμιού της είχαν παραβιαστεί εκτός από εκείνη που έκρυβε τον παρθενικό υμένα.

  Από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος ξεχωρίζει ο Λοΐζος, ένας ώριμος, καλλιεργημένος άντρας για τον οποίο κυκλοφορεί η φήμη ότι είναι μασόνος. Όπως είναι φυσικό, οι χωρικοί τον αντιμετωπίζουν με δυσπιστία.

  Ο γιος μιας χωρικής «σκοτώνεται στο μέτωπο από το γιο της θείας» (ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, του Πρεβελάκη θα τους παραθέσουμε στο τέλος) πάνω σε ένα καυγά. Φαίνεται ότι αυτός ξεκίνησε τον καυγά, γιατί ο γιος της θείας αθωώθηκε. Η μάνα του δεν κρατάει κρυφές τις προθέσεις της για εκδίκηση. Και καθώς σκοτώνεται κι αυτός, ποιον θα πάρει η μπάλα; Μα τον ανιψιό, τον Γιωργάκη.

  Η θεία τρέμει για τον ανιψιό της ενώ αυτός, αν και ατρόμητος, είναι φορές που τον πλημμυρίζει ο φόβος.

  Τα προαισθήματα σε ένα μυθιστόρημα, που τροφοδοτούνται συνήθως από όνειρα,  λειτουργούν σχεδόν πάντα ως προσημάνσεις. Εδώ δεν έχουμε μόνο το όνειρο.

  «Την παραμονή τ ’ Αϊ-Γιαννιού τ’ Αλιοτροπιού, καθώς τον λένε, — γιατί παίρνει ο ήλιος να γυρίζει και να μικραίνει η μέρα,— κόβουν ένα συκόφυλλο το βράδυ και τ’ αφήνουν τη νύχτα στα κεραμίδια του σπιτιού. Αν βρεθεί το πρωί το φύλλο δροσερό, καλό σημάδι. Μ ’ αν μαραγκιαστεί, θα πεθάνει, στο χρόνο απάνω, αυτός που το 'βαλε. Κι όταν κεντά ο ήλιος τη μέρα εκείνη, καλότυχος που θα δει τον ίσκιο του μακρύ, κι αλίμονό του που θα τον δει κοντό και χωρίς κεφάλι...

  Η θεια μαντολογήθηκε με το συκόφυλλο, και το βρήκε μαραμένο το ξημέρωμα. Κοίταξε τον ίσκιο της στον ήλιο, και τον είδε κοντό και κολοβό. Το έκαμε κουβέντα στις φιλενάδες της, και τις έβαλε μάρτυρες όταν ευκήθηκε:

— Άμποτε, Θε μου, να 'ναι το σημάδι αληθινό! Να πλερώσω εγώ το αίμα, να ζήσει το παιδί μου…

  Την άλλη νύχτα, είδε άσκημο όνειρο…» (σελ. 68).

  Όσο για τον Γιωργάκη, ε, μια και η ιστορία που αφηγείται δεν είναι εγκιβωτισμένη όπως στη «Ζωή εν τάφω» και στο «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» που ξαναδιάβασα τώρα αλλά δεν έχω αναρτήσει ακόμη, ξέρουμε πώς έτσι κι αλλιώς θα τη γλιτώσει.

  Το μεγαλείο της μάνας που δίνει φαγητό στους ταλαίπωρους βούλγαρους αιχμαλώτους που σπάζουν χαλίκια μου θύμισε τη σλαβομακεδόνισσα στη «Ζωή εν τάφω», που περιποιείται με στοργή τον δεκανέα Κωστούλα, αν και θα μπορούσε να είχε σκοτώσει τους γιους της που επιστράτευσαν οι Βούλγαροι. Λυπάται τη μάνα του (Ζάβαλε μάικω), αλλά και όλες τις μανάδες που αγωνιούν για τα παιδιά τους που βρίσκονται στο μέτωπο.

  Η πλοκή προφανώς τοποθετείται την περίοδο των βαλκανικών πολέμων (θα διαβάσουμε και εδώ για λιποταξίες), αν και ο Πρεβελάκης, θέλοντας να δώσει μια καθολικότητα στο μυθιστόρημά του, όχι μόνο δεν το αναφέρει αλλά μιλάει και για το χειμώνα της πείνας, που αυτός, ξέρουμε όλοι, ήταν ο πρώτος χειμώνας της γερμανικής κατοχής.

  Και σε πιο χώρο τοποθετείται η πλοκή; Σε ποιο χωριό;

  Εξωκειμενικά μάθαμε ποιο είναι το χωριό στην «Μαζώχτρα» του Εφταλιώτη, την οποία συζητήσαμε επίσης στη Λέσχη Βιβλίου, από τον σκηνοθέτη που τη μετέφερε στο θέατρο και που παρευρισκόταν στη συζήτηση. Εξωκειμενικά μαθαίνω ότι το χωριό στο οποίο τοποθετείται η πλοκή του «Ήλιου του θανάτου» είναι η Πηγή Ρεθύμνης. Πώς; Από το λήμμα της βικιπαίδειας, όπου διαβάζω ότι ο Πρεβελάκης τον Αύγουστο του 1966 «Ανακηρύσσεται επίτιμος δημότης του χωριού Πηγή Ρεθύμνου, το μέρος όπου διαδραματίζεται «Ο ήλιος του θανάτου».

  Ένας συγκρατημένος λυρισμός, ένα ποιητικό ρίγος διαπερνάει το μυθιστόρημα.

  Θυμήθηκα λέξεις ξεχασμένες, αλλά είδα και λέξεις που πρώτη φορά συνάντησα (λαχνίζει, γκλαβανή, λατάρη, αμπλύσανε, σαμιά, κ.ά.). Είναι γνωστό ότι η γλώσσα του ρεθεμνιώτη Χορτάτζη έχει διαφορές από τη γλώσσα του στειακού Κορνάρου. Και βέβαια συναντάμε ένα σωρό σύνθετες, χαρακτηριστικές του κρητικού ιδιώματος, όπως «μονοβεργίζει», βεργολογήσω» και «κορφολογήσει» (σελ. 41), «δροσολογηθούμε» (σελ. 62), «σγουρόστηθη» (σελ. 72) «γαλαδελφή», «καλοσκάμνισε», «συναπόβγαλε» (σελ. 81) «φουρνοπολεμά» (σελ. 127) «θηλυκοχρονιές (σελ. 176), κ.ά.   

  Όμως καιρός να περάσουμε στην παράθεση αποσπασμάτων.

  «Έβγανε από μέσα το πιστόλι, του ’δινε μια με το δάχτυλο να γυρίσει ο μύλος του…» (σελ. 18).

  Όχι, δεν θυμήθηκα μόνο τη ρώσικη ρουλέτα στον «Ελαφοκυνηγό», την οποία χρησιμοποιώ σαν μεταφορά για τις πιθανότητες που έχει να πεθάνει κανείς ηλικιωμένος από τον κορονοϊό, αλλά και το περίστροφο του πατέρα παιδικού μου φίλου, που μας το έδειξε πολλές φορές και μας άφηνε να το περιεργαστούμε. Θυμάμαι το ασημί χρώμα και τον μύλο που γυρίζαμε. Ευτυχώς ο πατέρας του δεν είχε σφαίρες, γιατί μπορεί να τις ανακάλυπτε και να εξασκούμασταν στη σκοποβολή, με μοιραίες ίσως συνέπειες.

  «Καλή ψυχή κι άσπρα κόκαλα, της είπε η θεια με σπλαχνοσύνη» (σελ. 34).

  Γιατί άσπρα κόκκαλα;

  Διότι ο αμαρτωλός δεν λειώνει. Θυμάμαι που μας τρομοκρατούσαν οι μανάδες μας, αλλά και κάθε μεγάλη γυναίκα, όταν δίνουμε πίττες (μούτζες), ένα σπορ στο οποίο επιδιδόμασταν μετά μανίας όταν είμασταν πιτσιρικάδες, διότι λέει «Η χέρα που δίνει πίττα δεν λειώνει».

  Πολύ που μας ένοιαζε, ήταν μακριά για μας η ώρα εκείνη.

  «— Ναίσκε! Ναίσκε! Τα περισσότερα πουλιά και ζούμπερα ήταν άνθρωποι. Ο γκιώνης ήτανε δραγάτης. Μια νύχτα, μπήκε στο αμπέλι ο αδερφός του να κλέψει κάνα σταφύλι — καλή ώρα σαν εμάς προψές!— και κείνος τόνε σκότωσε. Παρακάλεσε το Θεό να τον κάμει πουλί να κλαίει τον αδερφό του τον Αντώνη. Γι' αυτό φωνάζει: Ντων! Ντων!... Το σφαλάγγι ήταν νεκροθάφτης. Μα κάποτε έθαψε έναν ζωντανό, κι ο Θεός τον καταράστηκε να τυφλωθεί και να σκάφτει παντοτινά το μνήμα του... Έχω να σου πω κι άλλα, μα βιάζει

η δουλειά (σελ. 40).

  Υπάρχουν άφθονα τέτοια λαογραφικά.

  «Σ' όλους τους πόρους από τις ρούγες που βγάναν στην πλατεία, έβλεπες σμαριασμένες τις μανάδες. Δεν πήγαιναν παραπέρα, από ντροπαλοσύνη για τους

άντρες που καθόντουσαν στα καφενεία. Με τα μάτια τους γυρισμένα κατά το μέρος που ’χε πεζέψει ο ταχυδρόμος, περίμεναν να τους φέρει κανένα παιδί το γράμμα τους» (σελ. 46).

  Και όχι μόνο οι μανάδες, αλλά και τα παιδιά δεν κάθονταν στην πλατεία όταν ήταν μόνα τους. Θυμάμαι που δεκαπεντάρηδες στρωνόμασταν κανονικά στο καφενείο, και οι μεγαλύτεροι, μόλις τρία χρόνια πιο μεγάλοι από μας, μας έβλεπαν με φθόνο, γιατί αυτοί μόνο σαν φοιτητές τόλμησαν να καθίσουν σε καφενείο. Όσο για τις γυναίκες, πολύ αργότερα.

  Συχνά, μικρός, πήγαινα στο καφενείο με τον πατέρα μου. Αυτός παράγγελνε καφέ, εγώ υποβρύχιο (ένα ποτήρι νερό με ένα κουτάλι βανίλια μέσα). Θυμάμαι ένα βράδυ που πηγαίναμε στο καφενείο, φεγγαράδα, ήμουν τότε έξι χρονών, μόλις είχαμε στρίψει τη γωνία του σπιτιού μας, που μου είπε για ένα μεγάλο κρητικό συγγραφέα που πέθανε, και ενώ όλα τα κράτη έστειλαν αεροπλάνα να συνοδεύσουν το αεροπλάνο που τον μετέφερε (έτσι μου το είπε) η Ελλάδα δεν έστειλε. Δεν θυμάμαι αν συγκράτησα τότε το όνομά του: Καζαντζάκης.

  «Ξέρεις τι ήταν η νυχτερίδα προτού γίνει πουλί; Ποντικός! Μα έφαε κάποτε το αντίδωρο, κι από τη χάρη του έβγαλε φτερά» (σελ. 54).

  Το διάβασα και στον Καζαντζάκη. Πιστεύω να ξέρετε ότι ο Καζαντζάκης και ο Πρεβελάκης ήταν κολλητοί, αλλά δεν νομίζω να διαβάσατε τα τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη.

  «Ένα στρογγυλό ψωμάκι από χάσικο αλεύρι» (σελ. 56, τροχαίος εδώ, δεν υπάρχει μόνο ο ίαμβος).

  Θυμάμαι που χάσικο ψωμί τρώγαμε στη χάση και στη φέξη γιατί ήταν αγοραστικό. Ούτε το σταρένιο που ήταν ολικής άλεσης ούτε το κριθαρένιο το εκτιμούσαμε. Γιατί; Διότι απ’ αυτά είχαμε, σπέρναμε στα χωράφια, αλωνίζαμε στα αλώνια και αλέθαμε στον ελαιουργικό συνεταιρισμό που είχε και αλευρόμυλο. Το χρήμα όμως για να αγοράσεις χάσικο σπάνιζε.  

  «Όλοι τους ήταν ζώα ή ζούμπερα» (σελ. 58).

  Ξέρετε ποια είναι η διαφορά; Ζούμπερο είναι το οικόσιτο ζώο όπως ο γάιδαρος και το μουλάρι, ενώ ζώο είναι ο ποντικός και η χελώνα. Το παρατσούκλι ενός χωριανού μου ήταν ζούμπερο.

  Τα ζούμπερα στο χωριό μου τα λέγαμε και μιαρά (προφορά με συνίζηση). Η ετυμολογία; Μι-αρά (χωρίς συνίζηση). Μιαρός θα πει βρώμικος.

  Και ένα ξεκαθαρογλωσσίδι.

  «Το ποτήρι στο καλάθι, το καλάθι στο σκαρβέλι, το σκαρβέλι στο σαμάρι, το σαμάρι στο στρασούρι, το στρασούρι στο γαϊδούρι, το γαϊδούρι στο λιβάδι... Πες τώρα εσύ: πάω να ποτηροκαλαθοσκαρβελοσαμαροστρασουρογαϊδουρολιβαδίσω!» (σελ. 61).

  Εσείς μπορείτε να το πείτε;

  Εγώ όχι.

  «Μοιρασμένος πόνος, μισός πόνος» (σελ. 64). Παρόμοιο με το «ο που πεθαίνει με πολλούς θάνατο δεν φοβάται».

  «Αχ, λέγε μου ό,τι αγαπώ και το πιστεύω» (σελ. 77).

  Πάνω σ’ αυτό στηρίζονται οι δημαγωγοί.

  Υπάρχουν επίσης μοιρολόγια, δημοτικά και άλλα τραγούδια, σχεδόν όλα στον ανομοιοκατάληκτο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Αυτό το ριζίτικο, που το τραγούδησε και ο Ξυλούρης και ακούστηκε στην κηδεία του, θα το παραθέσω ολόκληρο.

  «Μάνα, κι αν έρθουν φίλοι μας κι αν έρθουν οι δικοί μας,

μην τώνε πεις πως πέθανα και τους βαροκαρδίσεις.

Στρώσε την τάβλα να γευτούν, την κλίνη να πλαγιάσουν,

στρώσε τα παραπέζουλα να βάλουν τ’ άρματά τους,

και το πρωί σα σηκωθούν και σ’ αποχαιρετούνε,

πες τωνε πως απόθανα...» (σελ. 81).

  «-Μπρε Γιωργάκη! Τι κάνεις εκεί πάνω, κουλουμούντρες;» (σελ. 115).

  Δεκαετίες είχα να την ακούσω τη λέξη. Σημαίνει τούμπες.

  «Η λύρα ξέχυνε στη σκοτεινιά μάγια και γητέματα» (σελ. 116).

  Ο φίλος μου ο Νίκος, κάτω όροφος, νοικιάζαμε ακόμη και οι δυο, έχει να το λέει. Μια βραδιά, διακοπή ρεύματος, ούτε τηλεόραση ούτε βιβλίο, τι να κάνω, τι να κάνω…

  Δεν παίζω λύρα;

  Και έπαιξα.

  «Σαράντα χρόνια έκαμε ναύτης στα καράβια· τη γνώρισε απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Ώσπου, μια μέρα, έβαλε στον ώμο το κουπί και πήρε να βαδίζει κατά το μεσόγειο. « Τι είναι αυτό που κρατώ;» ρωτούσε τους διαβάτες. Όταν του έλεγαν: «Κουπί», προχωρούσε παραμέσα. Ωσότου έφτασε σ’ ένα ψηλό βουνό, όπου στο ρώτημά του αποκρίθηκαν: «Ξύλο!» Κατάλαβε πως εκεί δεν είχαν δει ποτέ τους κουπί κι απόμεινε μαζί τους» (σελ. 130).

  Ποιος είναι αυτός;

  Ο προφήτης Ηλίας, μεγάλη η χάρη του. Στην κορφή του λόφου που στη ρίζα του είναι το χωριό μου, είναι η εκκλησία του. Η λοφοπλαγιά ήταν μόνιμο λημέρι μας όταν ήμασταν μικροί. Από εκεί κόβαμε σκίνα κι αχινοπόδια για τη φουνάρα που θα καίγαμε τον Ιούδα το Μεγάλο Σάββατο. Συχνά παίζαμε και πόλεμο, που το λέγαμε «μπουμ». Όποιος πρωτοέβλεπε τον άλλο έλεγε μπουμ. Ο άλλος ήταν τότε «νεκρός», έξω από το παιχνίδι.

  «…σα δέντρα παντοτινόφυλλα» (σελ. 132).

  Νωρίς νωρίς στο δημοτικό τα μάθαμε σαν αειθαλή. Τα άλλα ήταν τα φυλλοβόλα. Τη λέξη «παντοτινόφυλλα» πρώτη φορά τη συναντώ.

  «Η μέρα έχει τις έγνοιες και τους λογισμούς, η νύχτα τα παραμύθια και τα όνειρα» (σελ. 134).

  Και τους εφιάλτες.

  «Η άδικη πέτρα τρώει το δίκιο βουνό» (σελ. 142).

  Δυστυχώς.

  Το απόσπασμα για το πώς κτίζεται το ασβεστοκάμινο είναι πολύ μεγάλο για να το παραθέσω. Είχαμε ένα στο χωριό, στο τέρμα της κατηφόρας, του Βλάχου.

  Στη σελίδα 126 διαβάζουμε μια πεζή εξιστόρηση του έμμετρου ποιήματος «Γαδάρου, λύκου κι αλεπούς διήγησις χαρίης») που ήταν γνωστή και ως «Η φυλλάδα του γαδάρου». Ο Λύκος (πλουτοκρατία) και η αλεπού (ο κλήρος) πάνε να φάνε τον γάιδαρο (το λαό), όμως αυτός τους περιποιήθηκε καταλλήλως. Παραθέτω εκτενή αποσπάσματα στο βιβλίο μου «Η λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας». Νομίζω ο φίλος μου ο Πάτροκλος την παραθέτει ολόκληρη. Για να δω.

  Μπα, όχι, όμως εδώ υπάρχουν αποσπάσματα.   

  «Το αναθεματάρι είναι οι πέτρες που σωριάζουν όπου γίνει φονικό, για να το σκεπάσουν και να το ξορκίσουν. Τέτοια λιθοσώρια βρίσκουνται εδώ κι εκεί απάνω στο νησί» (σελ. 182).

  Στη δυτική πλευρά, να ξηγούμαστε.

  «Με πέτρα σε βαρούν, εσύ βάρα με ψωμί» (σελ. 183), λέει η θεια στον ανιψιό.

  Αυτό το αφήνω ασχολίαστο.

  «Κρυφά του κόσμου σ’ αγαπώ και φανερά του νου μου» (σελ. 189).

  Μ’ αρέσει φοβερά η εκτέλεση από τον Μιχάλη Τζουγανάκη. (από το 5ο λεπτό και μετά).

  «Όποιος κοιμήθηκε με Νεράιδα δεν κάνει πια με τις γυναίκες» (σελ. 191).

  Η νεράιδα λέγεται Παρί στα ιρανικά.

  «Αν είσαι αμόνι βάστα, αν είσαι σφύρα, χτύπα» (σελ. 195).

  Αν δεν είσαι μήτε αμόνι μήτε σφύρα, βάλε το στα πόδια.

  «Ε, αυτό είναι το μόνο που δύναται ο άνθρωπος: να κρύψει την κεφαλή της Μέδουσας μ’ ένα Άγαλμα» (σελ. 212).

  Η «Κεφαλή της Μέδουσας» είναι ο τίτλος του επόμενου μυθιστορήματός του.

  «Ξάφνιαζε κάπου κάπου το μάγουλό της κάτω από το βλέφαρο» (σελ. 214).

  Αυτό λέγεται μυοκυμία. Το φάρμακο; Μαγνήσιο. Επί τέλους μου πέρασε.

  Και το τέλος, που είναι πολύ σύντομο:

  «Άκουσα που κάποιος άνοιξε με ορμή το πανωπόρτι. Πρόλαβα κι είπα μέσα μου: «Ήρθε ο Τριφυλλιός!» Μια λάμψη έγλειψε τον τοίχο του σπιτιού, κι ένας κρότος ξέσκισε τ’ αυτιά μου. «Αστράφτει και βροντά;» Έκαμα να γυρίσω στο σκαμνί όπου καθόμουν, μα η θεια μου έπεσε απάνω μου και με σκέπασε μ’ όλο το κορμί της. Ο τοίχος φωτίστηκε τρεις τέσσερεις φορές απανωτά, και συνάμα ακούστηκαν οι πιστολιές. Το σώμα της έγινε βαρύτερο. Κυλήσαμε μαζί στα χοχλάδια της αυλής, βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο».

  Είδαμε και την ομώνυμη ταινία του Ντίνου Δημόπουλου. Πολύ καλή, με τον Μάνο Κατράκη εξαιρετικό σαν αφηγητή. Είδαμε και το ιδεολογικό μοντάζ του Αϊζενστάιν, και μάλιστα με σύμφυρση ήχου: Ο χασάπης που σέρνει τη γελάδα στο χωριό διαλαλώντας το εξαιρετικό κρέας της για να ελκύσει αγοραστές και οι στρατιώτες στο μέτωπο σε εναλλασσόμενα μικρά πλάνα, με τη φωνή του χασάπη να ακούγεται και στα πλάνα με τους στρατιώτες.

Την ταινία μπορείτε να τη δείτε στο youtube

  Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι:

Φαρμακωμένοι λογισμοί με είχαν βασανίσει (σελ. 10)

Οι ρόδες τριζοβόλησαν αλέθοντας τη σκόνη (σελ. 13)

Τυπώνοντας τα νύχια τους στο μουσκεμένο χώμα (σελ. 24)

Ελάτε δα κυράδες μου, με αγάπη να μιλούμε (σελ. 31)

Σε κάτι καμποχώραφα, χρυσάφι από τα στάρια (σελ. 38)

  Είπαμε, στο εξής θα παραθέτω μόνο τους πέντε πρώτους, να μη χάνω χρόνο. Τη συχνότητα τη μαντεύετε στο περίπου από τις σελίδες στις οποίες απαντώνται. Αυτοί εδώ απαντώνται στις 40 πρώτες σελίδες σε σύνολο 221 σελίδων.

  Όχι, θα παραθέσω έναν ακόμη:

    «Το κράτος μας είναι φτωχό, το έθνος μας μεγάλο» (σελ. 83)

  Κι ακόμα ένα:

  «Το δαχτυλίδι θα διαβείς, αν θες να δεις την κόρη!» (σελ. 107)

  Και:

  «Βάνουν το λύκο πιστικό, την αλεπού δραγάτη» (σελ. 150)

 

 

No comments:

Post a Comment