Book review, movie criticism

Monday, September 7, 2020

Αργύρης Εφταλιώτης, Η μαζώχτρα

Αργύρης Εφταλιώτης, Η μαζώχτρα

 


  H «Μαζώχτρα και άλλα διηγήματα» είναι το βιβλίο που θα συζητήσουμε στη Λέσχη Ανάγνωσης του Victoria Square Project στις 9 Σεπτεμβρίου, ημέρα Τετάρτη, 18.00.

  Τρία από τα διηγήματα έχουν σαν χώρο δράσης την Κρήτη την εποχή της τουρκοκρατίας.

  Οι επαναστάσεις στη «Μαζώχτρα» είναι απλός απόηχος αλλά και μια απειλή. Τα θέματα που πραγματεύεται είναι άλλα.

  Το πρώτο είναι… ας το ονοματίσω με μια ατάκα της νεανικής μου ηλικίας, «Θα το πάρεις το κορίτσι ή το κοροϊδεύεις;

  Το δεύτερο είναι η εκδίκηση.

  Το τρίτο είναι το αίσθημα της τιμής.

  Το τέταρτο είναι η βεντέτα.

  Δεν είναι και λίγα.

  Τα επεισόδια που βλέπουμε αποτελούν σωστή καραμπόλα: το ένα πυροδοτεί το άλλο.

  Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά.

    Η Ασήμω η μαζώχτρα (ραντολογά τις ελιές στα πλούσια τουρκοχώραφα) καλοβλέπει τον Πανάγο, νέο από ευκατάστατη οικογένεια, αλλά και αυτός την λιγουρεύεται. Όταν την πετυχαίνει μόνη της στο ραντολόι τη φλερτάρει, τη φιλάει, και της υπόσχεται γάμο. Αυτή το ανακοινώνει με χαρά στη μητέρα της, και από εκεί κάνει το γύρο του χωριού.

  -Είσαι τρελός; Τι πας να κάνεις;

  Το καλοσκέφτηκε κι αυτός, πράγματι είναι τρέλα να παντρευτεί μια μαζώχτρα. -Αυτό ακούστηκε. -Ψέματα.

  Το μαθαίνει η μαζώχτρα και πέφτει σε μαύρη θλίψη. Πώς να την καταπολεμήσει;

  Μα με την εκδίκηση.

  Διαδίδει ότι ο Πανάγος τα έχει με τη γυναίκα του Μιχάλη. Την είχε ζητήσει πριν την παντρευτεί ο Μιχάλης αλλά του την αρνήθηκαν επειδή ήταν μικρός.

  Ο Μιχάλης υποπτεύεται, αλλά οι υποψίες του διασκεδάζονται, να μην αναφέρουμε τα σχετικά επεισόδια.

  Όχι όμως και του αδελφού του του Δημήτρη.

  -Η τιμή της οικογένειας κηλιδώθηκε, να τον σκοτώσεις αλλιώς θα σε σκοτώσω εγώ.

  Και ο Μιχάλης τον σκοτώνει.

  Ο Δημήτρης τον αποκεφαλίζει.

  Έχει το σκοπό του.

  Το έγκλημα το έκαναν οι τούρκοι, από το γειτονικό τουρκοχώρι (οι τούρκοι το είχαν συνήθειο να κόβουν κεφάλια).

  Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να σκοτώσουν κάποιο τούρκο για εκδίκηση, αυτοί πάλι να σκοτώσουν κάποιο χριστιανό για αντεκδίκηση, και πάλι, και πάλι, και θα συνεχιζόταν το κακό μέχρι να μη μείνεις κανείς αν δεν αποκαλυπτόταν ότι πίσω από όλα αυτά ήταν η μαζώχτρα.

  Χριστιανοί και τούρκοι τρέχουν στην εκκλησιά όπου βρίσκεται, την έχουν στην αυλή για να την πάνε στη χώρα να δικαστεί, -Όχι, θα τη σκοτώσουμε εμείς. -Είστε στα καλά σας;

  Όμως κάποιος την πυροβολεί και τη σκοτώνει.

  Θεία δίκη.

  Και η βεντέτα;

  Ας μην ξεχνάμε ότι τον Πανάγο τον σκότωσε ο Μιχάλης.

  Και το διήγημα τελειώνει ως εξής:

  «Πέρασε η μέρα εκείνη με τ’ άγρια τα ξεφαντώματα, που τάχα γλύτωσε το χωριό. Την αυριανή ωστόσο, σα συνέφερε πάλε ο κόσμος, άρχισαν και τα ξανασκάλιζαν και τα ξαναγύριζαν από τη μια κι από την άλλη, να μην είναι τάχα κι άλλος φταιξάρης. Δεν τους έσωνε η Μαζώχτρα. Με τα λόγια λοιπόν του ενού, με τις αβανιές του αλλουνού, αρχίζει κι ανάμεσα στις δυο φαμελιές, Πανάγου και Μιχάλη-όσοι δεν αποδιαβάστηκαν από τα πριν-η αναπόφευγη η λογοτριβή, το καράζι, η ζούλια, το μάλωμα. Αποφασισμένοι να παν κι αυτοί πριν την ώρα τους.

  Μέρες και μέρες βάσταξε αναμεταξύ τους η μπροσκάδα, η μπαλλοτέ και το φονικό. Ώσπου άλλος άντρας δεν έμεινε μήτε από το ’να μέρος μήτε από τ’ άλλο παρά ένας και μονάχος, ο Γιάννης, ο λιγομίλητος, ο μελαχολικός, ο συλλογισμένος εκείνος ο Γιάννης μου» (σελ. 41-42).

  Ο Γιάννης του τού αφηγήθηκε την παραπάνω ιστορία.

  Σαν κρητικός δεν νιώθω υπερήφανος για τη βεντέτα που ακόμη ταλανίζει το νησί, όμως νιώθω υπερήφανος για την φημισμένη «κρητική φιλοξενία» και γι’ αυτό παραθέτω το παρακάτω απόσπασμα από τον πρόλογο.    

  «Μ’ αποδεχτήκανε λοιπόν και με περιποιήθηκαν και τα δυο τ’ αδέρφια με τη φιλοξενία που την ξέρεις κι από τα δικά σας τα μέρη. Άλλο πράμα αυτή η καλοσύνη. Του πουλιού το γάλα να σου πω πως μου βρήκανε, θα σε γελάσω. Γάλα όμως πρόβειο και μυζήθρες και καρύδια και κάστανα και γουρουνάκια κι αυγά, σου τα δίνουν οι κρητικοί με την παλικαρίσια καρδιά τους, και το χαίρουνται ολόψυχα σαν τα καλοδέχεσαι» (σελ. 4).

 

  Στην «Καλλίτσα» διαβάζουμε για ένα κορίτσι που το άρπαξαν οι τούρκοι και το πούλησαν, το αγόρασε όμως ένας άγγλος στην Αλεξάνδρια σε παζάρι, και όταν έγινε κοπέλα την παντρεύτηκε. Οι γονείς της είχαν πάντα την ελπίδα ότι θα την έβρισκαν, αλλά και αυτή ήθελε να βρει τους γονείς τους.

  Και τους βρήκε.

  Πιο πριν όμως θα διαβάσουμε για μια νικηφόρα μάχη των σφακιανών.

 

  Στη «Μαριγή» διαβάζουμε για την τρομερή μοίρα που είχαν τα γυναικόπαιδα στον ξεσηκωμό. Δεν υπάρχει κανείς κρητικός που να μην ξέρει για τη Μίλατο και το Μελιδόνι, τις σπηλιές στις οποίες είχαν καταφύγει γυναικόπαιδα και οι τούρκοι τα έπνιξαν με καπνό.

 

  Στο «Όμορφο χωριό» βλέπουμε τον τρυφερό έρωτα δυο μικρών παιδιών που πέρασε από σαράντα κύματα. Στο τέλος όμως βρίσκουμε τον Παυλή και τη Σμαράγδα παντρεμένους.

 

  Στη «Χαρά ανίκητη» διαβάζουμε για τα κτυπήματα της ζωής που δέχτηκε ο Τριαντάφυλλος, χωρίς όμως να το βάζει κάτω. Στο τέλος του διηγήματος τον βλέπουμε, πριν ξεψυχήσει, να αλλάζει για δεύτερη φορά μετά τον παπά, στο σπίτι, τα στέφανα του γαμπρού και της νύφης, της εγγονής του, και να ακούει το σκοπό που έπαιζαν τα βιολιά, τον ίδιο σκοπό που έπαιζαν και στο γάμο το δικό του και της κόρης του.

 

  Στον «Καπετάν Σταμάτη τον Πολίτη» διαβάζουμε για έναν νεαρό που τον φιλοξενούσαν στην Πόλη για να σπουδάσει «…και σε λίγο προόδεψα τόσο, που διάβαζα Πολίτικη φημερίδα και την καταλάβαινα» (σελ. 63). Όμως, για να μην πέσει σε πειρασμό με την κόρη εκείνου που τον φιλοξενούσε και η οποία τον καλόβλεπε, το έσκασε. Φτάνοντας στο λιμάνι βρήκε ένα καράβι και μπάρκαρε. Και το διήγημα τελειώνει:

  «Με βοήθησε ο Θεός. Γύρισα στον τόπο μου μερικά χρόνια κατόπιν καπετάνιος, και με πάντρεψε η γριά μου. Ήτανε μαζί μου κι ο Μοσκοννησιώτης ο καραβοκύρης, κι αυτός ήταν που με βάφτισε Πολίτη, ο κανάγιας» (σελ. 64-65).

 

  Στο «Ο θάνατος του Τραμουντάνα» διαβάζουμε για κάποιον ξενητεμένο. Δεν μας κατονομάζει σε ποια χώρα τον συνάντησε ο συγγραφέας, όμως εμείς υποπτευόμαστε ότι πρόκειται για την Αγγλία, όπου ο ίδιος έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Τον βρίσκει να πουλάει φρούτα και λαχανικά σε ένα πάγκο, καθώς και «μπαγιάτικα λουκούμια». Είναι παντρεμένος με μια ιρλανδέζα.

  Δεν νοσταλγεί την πατρίδα;

  Τι να νοσταλγήσει, οι δικοί του είναι χρόνια πεθαμένοι. Εξάλλου εδώ έχει νοσοκομείο.

  Και θα πεθάνει στην ξενιτειά;

  Μπα, και ο Κάλβος έγραψε,

Ας μη μου δώση μοίρα μου
εις ξένην γην τον τάφον·
είναι γλυκύς ο θάνατος
μόνον όταν κοιμώμεθα
      εις την πατρίδα.

  όμως δεν το κούνησε από την δεύτερη πατρίδα του την Αγγλία, εκεί πέθανε. Μετά από ένα αιώνα ήλθαν τα οστά του στην Ελλάδα. Ο Εφταλιώτης όμως έκανε και πέντε ταξίδια στην πατρίδα του, αλλά η βικιπαίδεια δεν μας λέει για πόσο διάστημα έμεινε στο καθένα.

  Το ίδιο έλεγε ο πατέρας μου το τελευταίο καλοκαίρι που κατεβήκαμε στην Κρήτη, να δώσει ο Θεός να πεθάνει πριν την επιστροφή στην Αθήνα.

  Τον είχα μαζί μου τα τελευταία εννιά χρόνια της ζωής του. Ήταν ογδονταπέντε χρονών όταν αποφάσισε να μείνει μαζί μας. Παλιά δεν τον κρατούσα με τίποτα. Έκανε τη θεραπεία του για τα βρογχικά και αμέσως επιστροφή στην Κρήτη. -Δεν κάνω εγώ σ’ αυτή τη φυλακή, μου έλεγε. Εγώ βέβαια δεν μπορούσα να τον κρατήσω με το ζόρι. Του είχα πει όμως όταν καταλάβει ότι δεν μπορεί πια να ζει μόνος του να έλθει να μείνει μαζί μας.

  Ήταν ογδονταπέντε χρονών όταν αρρώστησε και άρχισε να παίρνει στην τύχη τηλέφωνα στο χωριό για να βρεθεί κάποιος να τον πάει στο νοσοκομείο στην Ιεράπετρα (Το σήκωσε ο συγχωρεμένος ο Θεοχάρης, πήγε από τροχαίο με τη γυναίκα του, μου έκανε κι αυτός την ιστορία). Κατάλαβε τότε ότι δεν τον έπαιρνε πια να μένει μόνος.

  Τελικά έδωσε ο Θεός;

  Τελικά δεν έδωσε ο Θεός, είναι γνωστό ότι δεν μας κάνει πάντα τα χατίρια, πέθανε στις 17 Ιούνη, πριν κλείσουν τα σχολεία. Η ταφή του όμως έγινε στο χωριό.

  Συνταξιούχος είσαι, γιατί δεν έρχεσαι να μείνεις στο χωριό; (Το έχουν κάνει κάποιοι).

  Για μένα θα ήταν αδύνατο να ζω στο χωριό όταν δεν θα μπορώ πια να οδηγώ, αν δεν φύγω βέβαια πριν πάψουν να μου ανανεώνουν το δίπλωμα οδήγησης. Ο πατέρας μου έκανε τα ψώνια του από το μπακαλικάκι του συγχωρεμένου του Γιάννη του Τζανέτου, που είχε και μπουκάλες πετρογκάζ, 200 μέτρα από το σπίτι μας, και το κρέας το αγόραζε από τον χασάπη τον Ανδρέα τον Βογιατζή, συγχωρεμένος κι αυτός, που είχε ταυτόχρονα και καφενείο στο δρόμο κάτω από την πλατεία, άλλα 50 μέτρα. Τώρα οι χωριανοί τις μόνες αγορές που μπορούν να κάνουν στο χωριό είναι από το μαγαζί του Νίκου του Κοκκινάκη, που είναι στην άλλη άκρη του χωριού, προς την Επισκοπή, κοντά είκοσι λεπτά ποδαρόδρομος. Και βέβαια δεν έχει φρέσκο κρέας.

  Όμως ο λόγος για τον Τραμουντάνα.

  Φώναξαν τον συγγραφέα (κάτι μου λέει ότι η ιστορία αυτή είναι αληθινή) να έλθει στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν ο Τραμουντάνας γιατί ξαφνικά άρχισε να μιλάει ελληνικά. Τι έλεγε; Η γυναίκα του είχε αγωνία να μάθει μήπως είχε κρυμμένα λεφτά και πού.

  Τίποτα τέτοιο. Παραμιλούσε σαν να βρισκόταν στο χωριό του, με χωριανούς και φίλους.

  Πάνω σ’ αυτό το παραμιλητό πέθανε.

 

  Ποια ήταν «Η λαχτάρα του γέρο Ανέστη»;

  «…ν’ αποθάνει στον τόπο του».

  Επιστρέφει, όμως δεν τολμά να αποβιβαστεί στο νησί του, ποιος να τον θυμάται μετά από τόσα χρόνια, έτσι αποβιβάζεται σε ένα γειτονικό νησί. Αφήνει τα πράγματά του σε ένα ξενοδοχείο και πηγαίνει στην παραλία που είναι απέναντι από το νησί του και το αγναντεύει. Οι θύμισες πλημμυρίζουν το νου του, στην πιο ωραία σελίδα της συλλογής. Όμως εμείς θα παραθέσουμε το τέλος, που είναι και το τέλος της.

  «Κι αποκοιμήθηκε στην ακρογιαλιά, δίπλα στης θάλασσας το νανούρισμα, μαγεμένος ο νους του με τις μύριες εικόνες που τις ανιστορούσε όλες εκείνες τις μέρες.

  Δεν τα ξανάνοιξε πια τα βαρεμένα του μάτια ο γέρος. Πιο γνωστικό κι από πολλούς φίλους το κύμα, απάνω στη μεγαλύτερη καλοτυχιά της πονοδαρμένης εκείνης ψυχής, τηνε νανούρισε με το μουρμουρητό του και την έστειλε μια και καλή στον αιώνιο τον ύπνο».

 

  Σίγουρα το ζήτημα τού να πεθάνεις στην πατρίδα απασχολούσε πολύ τον Αργύρη Εφταλιώτη. Όμως δεν πέθανε στη πατρίδα του τη Λέσβο, αλλά ούτε και στην Αγγλία όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια, αλλά στην Αντίμπ, τη γαλλική πόλη όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του όπως και ο Καζαντζάκης.

  Ο Εφταλιώτης ήταν υπέρμαχος της δημοτικής, μαζί με τον Ψυχάρη και τον Αλέξανδρο Πάλλη. Η δημοτική που χρησιμοποιεί είναι ακραία. Για παράδειγμα γράφει «Κεριακή» αντί για «Κυριακή», και «της μετέρας» αντί για «της μητέρας», αρχαία προφορά, κατά την οποία το ήτα προφερόταν σαν μακρύ έψιλον.

  Τώρα μου ήλθε στο μυαλό, στα ΠΕΚ, την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, 1993, ο συγχωρεμένος ο Ανδρέας ο Παναγόπουλος μας έλεγε για τις «φαινομηρίδες», για τα κορίτσια που ντυνόντουσαν με χιτώνες που φαινόταν ο μηρός τους, νομίζω στην Σπάρτη. Μια συναδέλφισσα πετάχτηκε τότε και είπε -Α, γι’ αυτό η μάνα μου μου φώναζε συχνά «μωρή φενομερίδα», επειδή ντυνόμουν με μίνι φούστα (οι παλιοί τη θυμάστε αυτή την ωραία μόδα).

  Προσέξτε: φαινομερίδα και όχι φαινομηρίδα.   

  Όμως πιστεύω ότι δεν είναι μόνο οι γλωσσικές του πεποιθήσεις.

  Γεννημένος το 1849, γράφει σε μια εποχή που δεν είναι και τόσο μακριά από τη «Βαβυλωνία» (1836) του Βυζάντιου. Δεν έχει διαμορφωθεί ακόμη ένα πανελλαδικό κοινό γλωσσικό όργανο, αυτό που ξέρουμε σαν δημοτική. Το πελοποννησιακό ιδίωμα που επικράτησε τελικά είχε τότε ως ανταγωνιστές άλλα γλωσσικά ιδιώματα. Διαβάζω στην «Ιστορία των Αθηνών» του Καμπούρογλου, «πλατεία Καρύκη» αντί για «πλατεία Καρύτση». Γιατί; Διότι ο Αθηναίος το «κη» το πρόφερε α λα κρητικά, καρύchι.

  Να πω για μια ακόμη φορά μια ιστορία από το στρατό, στην οποία ήμουν παρών.

  -Αναφέρσου.

  -Στρατιώτης Κυμάκης Γεώργιος ΥΕΑ.

  -Τσιμάτσης το τσ πώς γράφεται; τον ρωτάει ο δεκανέας για να τον πειράξει.

  -Με κάπα.

  Πρόσφατα έμαθα ότι το Γαλάτσι ονομάσθηκε έτσι από το γάλα, καθώς ήταν βοσκότοπος παλιά.

  Πώς κολλάει με το γάλα;

  Φαντάζομε θα το πρόφεραν γαλάchι, μικρό γάλα, αλλά το έγραφαν γαλάτσι. Όμως η οδός «Γαλακηδών» από τους Γαλάκηδες, που θα τους πρόφεραν σίγουρα Γαλάchιδες, συνεχίζει να γράφεται με κάπα.

  Ο Εφταλιώτης, χρόνια στο εξωτερικό, δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τις εξελίξεις της ομιλούμενης γλώσσας, και γι’ αυτό γράφει κάποιες λέξεις όπως θυμόταν να τις προφέρουν στην πατρίδα του τη Λέσβο.

  Υποθέτω.

  Όποιος θέλει να συμμετάσχει στη συζήτηση διαδικτυακά, μπορεί να την παρακολουθήσει μέσω της πλατφόρμας του Zoom πατώντας πάνω στον παρακάτω σύνδεσμο:

  https://us02web.zoom.us/j/87627964335

 

 

No comments: