Saturday, April 12, 2025

Chen Kaige, Forever enthralled (梅兰芳 2008)

 Chen Kaige, Forever enthralled (兰芳 2008)

 


  «Μέι Λανφάνγκ» είναι ο κινέζικος τίτλος της ταινίας, το όνομα του κινέζου ηθοποιού της όπερας του Πεκίνου που είχε ειδικευθεί στους γυναικείους ρόλους, ένας dan. Παίρνω σβάρνα τις ταινίες του Kaige, χρονολογικά (τον βλέπω πακέτο) και περίμενα πότε να έλθει η σειρά της. Για αυτόν έχω γράψει στο βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας».

  Για πάντα παθιασμένος, ο κινέζικος τίτλος· με την όπερα του Πεκίνου. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές γυναικείων ρόλων.

  Δεν θυμάμαι αν το 2000, όταν έγραφα το βιβλίο μου, υπήρχε βικιπαίδεια, αλλά έτσι κι αλλιώς διάβασα τη βιογραφία του με την ευκαιρία αυτής της ανάρτησης στη βικιπαίδεια.

  Η ταινία, όπως θα καταλάβατε από τον κινέζικο τίτλο, είναι βιογραφική. Φυσικά αφήνει κάμποσα πράγματα έξω από τη ζωή του. Βλέπουμε την «μονομαχία» του, ως ανερχόμενου ηθοποιού, με έναν φτασμένο ηθοποιό, και τα στοιχήματα που έπεσαν πάνω σ’ αυτήν. Ποιος θα συγκέντρωνε περισσότερους θεατές;

  Βλέπουμε το ειδύλλιό του, όντας παντρεμένος, με μια ηθοποιό της όπερας του Πεκίνου. Τους βλέπουμε σε μια επίδειξη μπροστά σε φίλους, άντρας αυτός να υποδύεται ένα γυναικείο πρόσωπο, και γυναίκα αυτή να υποδύεται έναν αντρικό.

  Επίσης το ταξίδι του στην Αμερική, όπου συνάντησε ενθουσιώδη υποδοχή και έκανε φιλίες. Ένας από τους φίλους του ήταν ο Τσάρλι Τσάπλιν.

  Εκτός από την τέχνη του θαυμάζουμε και την πατριωτική του στάση. Όταν οι Γιαπωνέζοι κατέλαβαν το Πεκίνο, το 1939, έπαψε να τραγουδάει, παρά τα καλοπιάσματα, τους τίτλους τιμής και τις πιέσεις τους. Τραγούδησε ξανά το 1945, όταν έφυγαν οι γιαπωνέζοι.

  Το έγραψα χθες σε μια συζήτησή μου με το chatgpt. Είμαι 75 χρονών (το γράφω στο facebook, έβγαλα όμως εδώ και χρόνια την ημερομηνία γέννησής μου για να μην κατακλύζομαι με «χρόνια πολλά» στα οποία δεν θέλω να απαντώ συλλογικά αλλά προσωπικά, όπως κάνω και στην ονομαστική μου γιορτή-δεν σας κατηγορώ, εσείς καλά κάνετε και γράφετε συλλογικά «ευχαριστώ»), η μνήμη μου έχει αδυνατίσει, ευτυχώς που υπάρχει η μνημοτεχνική για να θυμάμαι λέξεις, όμως η συνειρμική μου μνήμη λειτουργεί στην εντέλεια. Ένας καναδός καθηγητής με χαρακτήρισε ιδιοσυγκρασιακά συγκριτολόγο, ενώ παράγγειλα κάποια τεύχη του 较文学 , Συγκριτική λογοτεχνία, που παρά το ότι είχα φτάσει μέχρι την αρχή του 6ου και τελευταίου βιβλίου του Practical Chinese Reader στον «Σύνδεσμο Φιλίας Ελλάδας-Κίνας» δεν κατάφερα να διαβάσω τίποτα απ’ αυτά. Το μόνο που κατάφερα ήταν να διαβάσω τέσσερα readers.

  Παρεμπιπτόντως, αυτά που με ώθησαν να ασχοληθώ με το κινέζικο θέατρο ήταν το διδακτορικό μου, κατά το ήμισυ θεατρολογικό, και τα κινέζικα. Όσο για το γιαπωνέζικο, καθώς μου αρέσουν οι ξένες γλώσσες (δηλώνω μόνο οκτώ, αυτές που ξέρω τουλάχιστον να διαβάζω σε ικανοποιητικό βαθμό) άρχισα να μαθαίνω γιαπωνέζικα, έφτασα μέχρι τα μισά του δεύτερου τόμου του assimil, όμως τα παράτησα, αυτό που πήγαινα να κάνω ήταν βλακεία, ήξερα από τότε ότι δεν με έπαιρνε ο χρόνος.

  Γιατί αυτή η εισαγωγή.

  Γιατί, καθώς έγραφα ότι ο Μέι Λανφανγκ αρνήθηκε να τραγουδήσει όταν το Πεκίνο καταλήφθηκε από τους γιαπωνέζους, μου ήλθε στο μυαλό η αντιστροφή του: ο «Μεφίστο» του Istvan Szabo.

  Οι Μεφίστο ήσαν πολύ περισσότεροι από ότι οι Μέι Λανφάνγκ.

  Με συγκίνηση άκουσα πολλά αποσπάσματα από όπερες του Πεκίνου, που με έφεραν 25 χρόνια πίσω. Άρεσαν και στο φίλο μου τον Γιάννη.

  H προηγούμενη ταινία του ήταν η τρίλεπτη ταινιούλα «Zhangxiοu village» στο συλλογικό «To each his cinema» που την είδα πριν 16 χρόνια. Η προπροηγούμενη ήταν η «Υπόσχεση».

Chen Kaige, H υπόσχεση (无极 2005)

 Chen Kaige, H υπόσχεση (无极 2005)

 


  Πολεμική ταινία, Wu Xia (γου χια, πάντα με κρητική προφορά), την είχα ξαναδεί, θυμόμουνα πολλές σκηνές, πρέπει να ήταν πριν πολλά χρόνια για να μην έχω γράψει.

5,6 η βαθμολογία της, αλλά εμένα μου άρεσε πολύ. Ίσως η χαμηλή βαθμολογία να οφείλεται στους κινέζους, που σίγουρα έχουν δει πιο εντυπωσιακές ταινίες.

  Δεν έχει νόημα να γράψω την πλοκή, που εξάλλου μπορείτε να τη διαβάσετε στον σύνδεσμο της βικιπαίδειας. Είναι ένα παραμύθι πάνω στο γνωστό μοτίβο, μια γυναίκα δύο άντρες, που το romance τελειώνει με happy end. Τραγικός ήρωας ο άλλος, που χάνει την καρδιά της ενώ προς στιγμή είχε καταφέρει να την κερδίσει, καθώς αυτή μαθαίνει ότι δεν ήταν αυτός που της έσωσε τη ζωή σκοτώνοντας το βασιλιά αλλά ο άλλος που φορούσε την πανοπλία του.

  Βλέποντας την ταινία και απολαμβάνοντας τα πλάνα με τις πολεμικές τέχνες (πριν τον κινηματογράφο οι κινέζοι τις απολάμβαναν στην Όπερα του Πεκίνου), έκανα τη σκέψη: mutandis mutatis, τηρουμένων των αναλογιών, είναι σαν τον ποιητικό κινηματογράφο. Το πλάνο «κλέβει» την πλοκή.

  H προηγούμενη ταινία του ήταν η «Μαζί», την οποία είδα πριν 15 χρόνια, και η προ-προηγούμενη ήταν ένα απόσπασμα (το τελευταίο) «100 flowers hidden deep» από τη συλλογική ταινία «Ten minutes older: the trumpet» την οποία είδα πριν πέντε χρόνια. Αυτή που είδα πριν τρεις μέρες ήταν η αμέσως προηγούμενη απ’ αυτήν, η «Γλυκά σκότωσέ με».

Thursday, April 10, 2025

Jonathan Millet, Φαντάσματα από το παρελθόν (Les fantômes, 2024)

 Jonathan Millet, Φαντάσματα από το παρελθόν (Les fantômes, 2024)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους

  Από το Λίβανο (Incendies) πάμε στη Συρία.

  Οι βασανιστές (μπααθιστής αυτός εδώ) είναι τα ίδια καθίκια παντού, ακόμη και σε εχθρικά μεταξύ τους καθεστώτα, πιστεύω να καταλάβατε τι εννοώ.

  Ο νεαρός βρίσκεται στη Γαλλία και τον ψάχνει.

  Είναι μέλος σε ένα δίκτυο που αναζητεί βασανιστές που έχουν καταφύγει στο εξωτερικό για να γλιτώσουν την εκδίκηση.

  Το συναντάει, μιλάνε μαζί.

  Τώρα πια είναι σίγουροι.

  Δυο δρόμοι υπάρχουν, να τον εκτελέσουν ή να δώσουν τα ντοκουμέντα που έχουν στη δικαιοσύνη;

  Ψηφίζουν.

  Μου θύμισε την «Κατάσταση πολιορκίας», όπου τα μέλη των Τουπαμάρος (να σας το θυμίσω, ένας από τους αρχηγούς τους, ο Χοσέ Μουχίκα, έγινε αργότερα πρόεδρος της Ουρουγουάης, ο καλύτερος και ο πιο δημοφιλής που υπήρξε).

  Τελικά τι ψήφισαν;

  Α, όλα κι όλα, εγώ σαν τον Ποκοπίκο είμαι τάφος στα μυστικά, το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι ψήφισαν αντίθετα από ό,τι οι Τουπαμάρος.

  Αρκετά καλή ταινία, η βαθμολογία της στο IMDb είναι 6,6.

Denis Villeneuve, Μέσα από τις φλόγες (Incendies, 2010)

 Denis Villeneuve, Μέσα από τις φλόγες (Incendies, 2010)

 


  Έχω γράψει κάποιες φορές ότι το στόρι ήταν το πρόσχημα για να μας δείξει ο σκηνοθέτης το φόντο.

  Δεν έχω γράψει όμως ότι, στην πρόσληψη, ίσως κάποιες φορές ενδιαφέρει περισσότερο το φόντο από το στόρι, μου έχει τύχει.

  Για μένα θα μπορούσε να είναι έτσι μ’ αυτή την ταινία, μια και με ενδιαφέρουν πάρα πολύ τα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή, αλλά και γενικότερα στον ισλαμικό κόσμο.

  Όμως δεν είναι αυτή η περίπτωση εδώ.

  Μια τέτοια ιστορία μόνο σε ένα τέτοιο φόντο θα μπορούσε να είναι κάπως πειστική.

  Γιατί κάπως;

  Γιατί δεν υπάρχει εδώ καμιά προφητεία.

  Και καθώς βλέπουμε σήμερα με τα γυαλιά του ρεαλισμού, η σύμπτωση μας φαίνεται υπερβολική.

  Είναι το μοτίβο του Οιδίποδα μεταφερμένο σε σύγχρονο context.

  Οι διαφορές:

  Δεν σκοτώνει τον πατέρα του, τον πατέρα του τον σκοτώνουν οι… όταν βλέπουν την αδελφή τους με αυτόν. Τους ατίμασε. Μάλιστα θα σκότωναν και τη μητέρα του (τον εγκυμονούσε τότε) αν δεν προλάβαινε να τους σταματήσει η γιαγιά.

  Μια τέτοια ευαισθησία για την τιμή νόμιζα ότι χαρακτηρίζει μόνο τους μουσουλμάνους. Αμέσως μετά όμως είδα ότι επρόκειτο για χριστιανούς. Τα αδέλφια το θεωρούσαν προσβλητικό να τα φτιάξει η αδελφή τους με έναν πρόσφυγα.

  Προφανώς παλαιστίνιο, μετά τον πόλεμο τον έξι ημερών.

  Υπήρχε ένταση ανάμεσα στους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους στο Λίβανο. Οι χριστιανοί δεν ήθελαν τους μουσουλμάνους παλαιστίνιους στα εδάφη τους.

  Έγιναν φρικαλεότητες και από τις δυο κοινότητες.

  Μια των χριστιανών: βάζουν φωτιά σε ένα λεωφορείο, αφού πιο πρώτα είχαν σκοτώσει τους περισσότερους επιβάτες. Η αδελφή (έχει γεννήσει στο μεταξύ ένα αγοράκι, που έχει παραδοθεί, απαίτηση της γιαγιάς που την έσωσε από τους αδελφούς της, σε ορφανοτροφείο) μόλις που προλαβαίνει να σωθεί, δείχνοντάς τους το σταυρό που είχε κρύψει πριν ανέβει στο λεωφορείο.

  Μια των μουσουλμάνων: Βάζουν φωτιά στο χριστιανικό ορφανοτροφείο. Όμως ο επικεφαλής φείδεται των παιδιών, τα παίρνει, τα σώζει. Ανάμεσά τους και ο γιος της.

  Γενίτσαρος, ελεύθερος σκοπευτής, θα σκοτώσει πολλούς χριστιανούς (θυμήθηκα μια από τις τελευταίες ταινίες του Zhang Yimou, τους «Ελεύθερους σκοπευτές»).

  Όμως οι χριστιανοί θα τον συλλάβουν. Θα του χαρίσουν τη ζωή, αλλά με την προϋπόθεση να τους υπηρετήσει.

  Και αλλάζει στρατόπεδο: Γίνεται βασανιστής.

  Ένα από τα θύματά του δεν θα είναι άλλη από τη μητέρα του, η οποία, αγανακτισμένη για τις φρικαλεότητες που διέπραξαν οι χριστιανοί, θα σκοτώσει τον επικεφαλής τους και θα φυλακισθεί.

  Την βιάζει επανειλημμένα.

  Η οποία τον αναγνωρίζει από ένα τατουάζ που είχε κάνει η γιαγιά στο πόδι του.

  Θα μείνει έγκυος με δίδυμα.

  Αυτή που την ξεγέννησε δεν θα τους αφήσουν να τα σκοτώσουν ρίχνοντάς τα σε ένα ποτάμι, όπως έκαναν συνήθως. Θα τα κρατήσει μέχρι να αποφυλακισθεί η μητέρα τους.

  Θα την αφήσουν να τα πάρει μαζί της (είναι αίμα τους εξάλλου, της λένε) στον Καναδά, όπου θα δουλέψει για χρόνια ως γραμματέας ενός συμβολαιογράφου.

   Ετοιμοθάνατη, μοιράζει την περιουσία της στα δυο παιδιά (αγόρι και κορίτσι, όχι όπως στον «Οιδίποδα» που έχουμε την Αντιγόνη και την Ισμήνη), με την εντολή να πάνε να βρούνε τον αδελφό τους. Έχει γράμματα γι’ αυτούς και γι’ αυτόν, αλλά να τα ανοίξουν μόνο όταν τον βρουν.

  Απρόθυμος ο νεαρός, όμως η αδελφή του επιμένει. Ο συμβολαιογράφος, που τους νιώθει σαν οικογένεια, θα τους συνοδεύσει στο Λίβανο για να τους βοηθήσει.

  Και μια ατάκα από την ταινία: «Ίσως έφυγε για το εξωτερικό. Συχνά έτσι έκαναν τύποι σαν αυτόν».

  Ο λόγος για τον βασανιστή πατέρα και αδελφό ταυτόχρονα (Θυμήθηκα την αιμομιξία στο «China town»).

  Έχει πάει στον Καναδά.

  Όταν το συναντάς σε δυο ταινίες, τότε μιλάμε για μοτίβο: ο βασανιστής που φεύγει στο εξωτερικό για να αποφύγει την εκδίκηση των θυμάτων του. Είναι το μοτίβο της ταινίας «Φαντάσματα από το παρελθόν» που προβάλλεται από σήμερα στους κινηματογράφους.

  Πόσο μπορεί να ήταν ένοχος ο Οιδίποδας;

  Πόσο μπορεί να είναι ένοχος αυτός ο γιος, που του τα έφερε έτσι η μοίρα;

  Ο Οιδίποδας νιώθει ένοχος, παρόλο που τελικά δεν είναι, μια και έτσι είχαν αποφασίσει οι θεοί, και αυτοτυφλώνεται.

  Η μητέρα, ετοιμοθάνατη, καλεί τα παιδιά της για συμφιλίωση.

  Που βέβαια σε δυο από τα τελευταία πλάνα δεν την βλέπουμε αυτή τη συμφιλίωση, χωριστά πάνε τα δίδυμα στον τάφο της μητέρας τους και χωριστά ο βιαστής γιος της.

  Όμως δεν προβλέπεται να εκδικηθούν.

  Είναι αδελφός τους στο κάτω κάτω.

  8,3 η βαθμολογίας της, πρόκειται για μια ταινία που δεν θα σβήσει ποτέ από τη μνήμη σας.

Matthias Glasner, (Sterben, 2024)

 Matthias Glasner, (Sterben, 2024)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.

  Καταθλιπτική ταινία, όμως εξαιρετική. Το 7,4 της βαθμολογίας της το δείχνει καθαρά.

  Είναι μια ταινία σε κεφάλαια, που δείχνει τη ζωή μιας οικογένειας και κοντινών τους προσώπων.

  Και θίγει πολλά θέματα.

  Και πρώτα πρώτα τα βάσανα των γηρατειών (το frame). Τη λαχτάρα των ηλικιωμένων να δουν τα παιδιά τους. Την απογοήτευση στην προσωπική ζωή, που έχει κλυδωνισμούς (ο γιος, διευθυντής ορχήστρας, μου θύμισε την ταινία «Η ορχήστρα του αδελφού μου» που προβάλλεται από την προηγούμενη Πέμπτη στους κινηματογράφους). Τις τραυματικές εμπειρίες που έχουν οι γονείς με τα παιδιά και αντίστροφα (συζήτηση του γιου με τη μάνα).

Τον αλκοολισμό (η αδελφή). Την κατάθλιψη. Την αυτοκτονία (μου θύμισε την ταινία «Το διπλανό δωμάτιο» του Αλμοδόβαρ).

  Και μια ατάκα από την ταινία (τη λέει η μητέρα): «Η ζωή μου δεν είναι τόσο καλή ώστε να την παρατείνω έχοντας ένα τέτοιο μαρτύριο».

  Δεν θέλω να γράψω περισσότερα. Αν δεν φοβάστε μη σας ψυχοπλακώσει σας συνιστώ να τη δείτε, είναι πολύ καλή.

Wednesday, April 9, 2025

Henri Verneuil, Δουνκέρκη, 2 Ιουνίου (Week-end à Zuydcoote, 1964)

 Henri Verneuil, Δουνκέρκη, 2 Ιουνίου (Week-end à Zuydcoote, 1964)

 


  Έχω δει και δυο άλλες ταινίες για την Δουνκέρκη. Και αυτήν πρέπει να την έχω ξαναδεί, ο φίλος μου ο Γιάννης την είχε δει, θυμόταν μια σκηνή. Αυτές ήταν η «Δουνκέρκη», του Κρίστοφερ Νόλαν και «Η πιο σκοτεινή ώρα» του Joe Wright.

  Μου άρεσε πολύ η ταινία του Βερνέιγ γιατί ισοζυγιάζει τρία πράγματα: τις πολεμικές σκηνές με τα γερμανικά αεροπλάνα να σφυροκοπούν τους άγγλους και τα θύματα, προσωπικές, καθημερινές συζητήσεις, και τέλος romance.

  Ο Ζαν Πωλ Μπελμοντό σώζει την κοπέλα από δυο, όχι γερμανούς, μη φαντάζεστε, αλλά από γάλλους στρατιώτες που πήγαν να την βιάσουν. Καθίκια, τους σκότωσε. Συμφωνούν και όσοι τους λέει την ιστορία. Μου θύμισε το ντοκιμαντέρ του Wim Wenders «Invisible crimes».

  Περίμενα ένα happy end, που δυστυχώς δεν το είδα. Ο Μπελμοντό κτυπήθηκε από σφαίρες των γερμανικών αεροπλάνων περιμένοντάς την μέχρι μια ορισμένη ώρα δίπλα στο ασθενοφόρο, όπως της είπε, αντί να επιβιβαστεί με τους άλλους στο πλοίο.

  Και κάτι ακόμη: η ταινία είχε διάσπαρτο χιούμορ, που πολύ μου άρεσε.

  6,9 η βαθμολογία της. Εγώ θα βάλω 8.

Tuesday, April 8, 2025

Chen Kaige, Γλυκά σκότωσέ με (Killing me softly, 2002)

 Chen Kaige, Γλυκά σκότωσέ με (Killing me softly, 2002)

 


  Είναι η μοναδική αγγλόφωνη ταινία του Τσεν. Ερωτικό θρίλερ, 5,4 η βαθμολογία της, είμαι σίγουρος ότι θα μου αρέσει.

  Μπα, όχι ιδιαίτερα.

  Θα πω τους λόγους, όμως πρώτα να πω δυο λόγια για την πλοκή.

  Παρατάει τον φίλο της με τον οποίο συζούσε γιατί της γυάλισε κάποιος που συνάντησε τυχαία στο μετρό.

  Ας παραθέσουμε εδώ την ατάκα: «Αγαπούσατε ο ένας τον άλλο και τον άφησες για ένα καλό σεξ; Η αγάπη δεν είναι μόνο ένα καλό πήδημα».

  Η ταινία έχει αρκετές σκηνές σεξ, σχεδόν πορνό.

  Είναι μυστήριος, σαδιστής στο σεξ. Όμως της αρέσει.

  Είναι εκπαιδευτής ορειβατών, έχουν γράψει ένα βιβλίο γι’ αυτόν.

  Θα παντρευτούν.

  Σιγά σιγά αρχίζει να υποψιάζεται, γιατί παίρνει ανώνυμα γράμματα.

  Μια πρώην φίλη του εξαφανίστηκε, χωρίς να δώσει σημεία ζωής.

  Μια ομάδα έπεσε και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι σε μια αναρρίχηση. Μαθαίνει ότι μια φίλη του ήταν σ’ αυτή την ομάδα. Κάποιοι σώθηκαν χάρη σ’ αυτόν. Ανάμεσά τους όμως δεν ήταν η φίλη του.

  Μήπως τους σκότωσε αυτός στην προσπάθειά του να σκοτώσει τη φίλη του, όπως και μια άλλη που φέρεται ως εξαφανισμένη;

  Θρίλερ χωρίς ανατροπές δεν υπάρχει.

  Στο τέλος αποκαλύπτεται ότι τους σκότωσε η αδελφή του με την οποία είχε αιμομικτική σχέση όταν ήταν δεκαπέντε χρονών, γιατί ζήλευε.

  Παριστάνοντας τη δημοσιογράφο παίρνει συνέντευξη από κάποια για την οποία είχε μάθει ότι τη βίασε.

  Δεν είναι λοιπόν μόνο βίαιος στο σεξ (σε κάποιες γυναίκες αρέσει, σε ένα επεισόδιο όμως βλέπουμε ότι δεν της άρεσε), αλλά και βιαστής.

  Όχι, δεν είναι δυνατόν να είναι πια μαζί.

  Σε ένα τελευταίο πλάνο τους βλέπουμε πάλι στο μετρό, μετά από δυο χρόνια, αυτή να κατεβαίνει από τις κυλιόμενες σκάλες και αυτός να ανεβαίνει. Κοιτάζονται. Αυτό μόνο.

  Την ιστορία την αφηγείται αυτή.

  Δεν μου άρεσε ιδιαίτερα η ταινία γιατί δεν είναι ο γνωστός μου Chen Kaige.

  Δεν μου άρεσε επίσης γιατί δεν είναι ακριβώς romance. Από την αρχή, από το μυστήριο ύφος του, υποπτευόμαστε ότι κάτι δεν πάει καλά, αν και αυτό είναι σκηνοθετικό εύρημα, για να μας μπάσει στο θρίλερ.

  Και τα θρίλερ δεν είναι αγαπημένο μου είδος, το έχω γράψει τόσες φορές.

  Η προηγούμενη ταινία του ήταν η «Ο αυτοκράτορας και ο δολοφόνος».

Francis Ford Coppola, You’re a big boy now (1966)

 Francis Ford Coppola, You’re a big boy now (1966)

 


  Με ιντρίγκαρε με μια ανάρτησή του ο Τάσος ο Γουδέλης και είπα να τη δω.

  Είναι η πρώτη ταινία του Κόπολα.

  Μπα, άρεσε τόσο στον Τάσο, ενώ η βαθμολογία της είναι μόλις 6;

  Για να δούμε, είπα, θα μου αρέσει εμένα;

  Είχε δίκιο ο Τάσος.

  Είναι μια εξαιρετική κωμωδία, με έναν ήρωα που μου θύμισε κάπως τον «Μπίλι τον ψεύτη».

  Soft humor στην αρχή, γίνεται, σε ένα κρεσέντο, μια ξέφρενη κωμωδία.

  Μια υπερπροστατευτική μητέρα, ένας αυταρχικός πατέρας (εν τάξει, όχι ακριβώς σαν αυτόν του Κάφκα), δεν τον αφήνουν να ωριμάσει.

  Δουλεύει στη βιβλιοθήκη όπου ο πατέρας του εργάζεται ως έφορος.

  Μια κοπέλα που δουλεύει επίσης εκεί τον συμπαθεί ιδιαίτερα. Και αυτός τη συμπαθεί, όμως θα τον μαγέψει μια εκθαμβωτική ξανθιά.

  Το μοτίβο είναι γνωστό, η πλανεύτρα και η καλή κοπέλα. Όταν φάει τη κλωτσιά από την πλανεύτρα (με την οποία δεν είχε κάνει καν σεξ) θα καταλάβει ότι η καλή κοπέλα είναι αυτή που του ταιριάζει.

  Και θα κάνει την επανάστασή του, γράφοντας στα τέτοια του τους γονείς του.

  Καιρός ήταν.

  Πραγματικά απολαυστική κωμωδία, της έβαλα 8.

  Παραλίγο να το ξεχάσω.

  Η ταινία ξεκινάει με ένα τραγούδι που δεν το ξέρω, και τελειώνει με ένα τραγούδι που επίσης δεν το ξέρω αλλά μας λέγεται ότι είναι των Lovinspoonful, ένας στίχος από το οποίο είναι και ο τίτλος της ταινίας. Ίσως και το τραγούδι που ακούσαμε στην αρχή να είναι δικό τους.

  Μου άρεσε και μου αρέσει φοβερά το τραγούδι τους «Summer in the city». Θυμάμαι αρκετούς στίχους του, και το τραγουδάμε καμιά φορά με το φίλο μου τον Θόδωρα, με αυτόν να παίζει ταυτόχρονα και την κιθάρα του.

  Παραλίγο να τα ξεχάσω.

  Έχει στο διαμέρισμά του (ναι, οι γονείς του κατάλαβαν ότι πρέπει να απεξαρτηθεί κάπως απ’ αυτούς και τον άφησαν να μείνει μόνος του) ένα κόκορα, που επιτίθεται μόνο σε γυναίκες. Όταν πάει στο διαμέρισμά του η κοπέλα του θα της επιτεθεί, σε ένα πραγματικά απολαυστικό επεισόδιο.

  Και θυμήθηκα τους κούβους (γαλοπούλες) της ξαδέλφης μου της Μαρίκας, διπλανό περβόλι (ένα επίπεδο πιο πάνω από το δικό μας), διπλανό σπίτι. Υπερδιπλάσιοι σε μέγεθος από έναν κόκορα, αν σε έβλεπαν να φοράς κάτι κόκκινο σου χυμούσαν.

  Σίγουρα θα ήταν μετεμψύχωση ταύρων.

  Και μια ατάκα:

  Του λέει ο γείτονας: βρωμάς.

  Και αυτός:

  Βρωμώ, άρα υπάρχω.

  Αβανταδόρικο αυτό το καρτεσιανό «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω» για παραφράσεις. Ο Γιώργος Σκούρτης στο «Κάπου σας ξέρω, μήπως γράφετε στα Νέα;» έχει ένα κατεβατό με παραφράσεις του cogito, σαν στίχους ποιήματος.  

  Έχω κάνει κι εγώ μία: Πονώ, άρα υπάρχω.

  Έχω ξεχάσει τι με πονούσε τότε και τη σκέφτηκα.

Monday, April 7, 2025

Ουδέν κακόν αμιγές καλού

 Ουδέν κακόν αμιγές καλού

Να δώσω ένα προσωπικό παράδειγμα.

31 Αυγούστου 2000 γυρνάγαμε από την Κρήτη. Ενώ εμείς είμασταν μεσοπέλαγα, νύχτα, μπήκαν κλέφτες στο διαμέρισμά μας.

Φωνάξαμε δυο νεαρούς να μας βάλουν συναγερμό.

Ο ένας από αυτούς είχε πάθος με την ψηφιακή φωτογραφία.

Μας έβγαλε δυο φωτογραφίες και μας τις έδωσε σε μια δισκέτα.

Εκείνη τον καιρό είδα ότι ο Lycos παραχωρούσε χώρο για να στήσεις μια προσωπική ιστοσελίδα.

Είναι η πρώτη που έστησα βάζοντας και τις δυο φωτογραφίες, μια εγώ με τη γυναίκα μου και μια με το γιο μου, και ένα σύντομο βιογραφικό στα αγγλικά.

Ο doctor Ahmad, της Αιγυπτιακής Εταιρείας Θεωρίας της Λογοτεχνίας τη βρήκε και με κάλεσε στο συνέδριο που θα γινόταν εκείνο τον Δεκέμβρη στο Κάιρο.

Στην κρουαζιέρα του Νείλου η χορεύτρια ζήταγε από τους σύνεδρους να χορέψουν μαζί της. Κανείς δεν σηκωνόταν. Όταν ζήτησε και από μένα, σηκώθηκα.

Δεν είχα χορέψει ποτέ μου τσιφτετέλι, όμως ήξερα πώς χορεύεται.

Μετά από μένα σηκώθηκε ο Terry Eagleton.

Στη συνέχεια σηκώθηκαν και άλλοι.

Όντας animator, με κάλεσαν και στο επόμενο συνέδριό τους, το 2003.

Εκεί γνώρισα…   

Emmanuel Courcol, Η ορχήστρα του αδελφού μου (En fanfare, 2024)

 Emmanuel Courcol, Η ορχήστρα του αδελφού μου (En fanfare, 2024)

 


  Παίζεται για δεύτερη βδομάδα στους κινηματογράφους

  Συγκινητική ταινία, πρωτότυπο το θέμα.

  Ο Τριμπώ, διευθυντής ορχήστρας, πάσχει από λευχαιμία. Ένας συμβατός δότης μυελού μπορεί να τον σώσει. Και ποιος άλλος είναι πιο συμβατός από την αδελφή του;

  Όχι, δεν είναι συμβατή, καθόλου συμβατή, σαν να μην είναι αδελφή του.

  Μήπως δεν είναι;

  Και ανακαλύπτει ότι είναι υιοθετημένος.

  Επίσης ανακαλύπτει όχι έχει έναν αδελφό. Δίδυμο μάλιστα.

  Ψάχνει και τον βρίσκει.

  Του λέει το λόγο που τον έψαξε.

  Στην αρχή αυτός αντιδρά (το γνωστό μοτίβο).

  Όμως μετά τον αποδέχεται.

  Και θα γίνει δότης μυελού.

  Ο ίδιος είναι εργάτης, έχουν εργασιακά προβλήματα.

  Παίζει τρομπόνι στην τοπική μπάντα.

  Ο διευθυντής της μπάντας πάει στη Ρουμανία, θα εκπαιδεύει το προσωπικό ενός εργοστασίου. Θα τους εγκαταλείψει.

  Να πάρει τη θέση του αυτός. Ο Τριμπώ θα τον εκπαιδεύσει.

  Η ταινία ξεκινάει με τον Τριμπώ να διευθύνει Μπετόβεν (έχει αδυνατίσει η μνήμη μου, δεν θυμάμαι από ποια συμφωνία ήταν το κομμάτι, ίσως 9η), για να τελειώσει θριαμβευτικά με το «Μπολερό» του Ραβέλ, ένα εμβληματικό κομμάτι που τόσο άρεσε στον ξάδελφό μου τον Γιάννη τον Τζανετάκη. Μοναδικό σε επινόηση, μπαίνει το ένα όργανο μετά το άλλο για να φτάσουν σε ένα οργιαστικό κρεσέντο.  

  Εξαιρετικές ερμηνείες, ιδιαίτερα του Pierre Lottin ως αδελφού.

  7,4 η βαθμολογία της, εγώ έβαλα 8.

Sunday, April 6, 2025

Chen Kaige, The emperor and the assassin (荊軻刺秦王, 1999)

 Chen Kaige, The emperor and the assassin (荊軻刺秦王, 1999)

 


  Ο Jing Ke δολοφονεί τον βασιλιά των Τσιν, ο κινέζικος τίτλος.

  Και ποιος είναι ο βασιλιάς των Qin;

  Για να μην κάνω κανένα λάθος αντιγράφω από το chatgpt.

  The emperor who unified China was Qin Shi Huang (秦始皇), also known as Ying Zheng before he took the title of emperor.

  Έζησε από το 259 έως το 210 π.Χ.

  Συμπληρώνω: Έθεσε τέρμα στην κατάσταση 战国, The warring states, τα κράτη που πολεμούσαν συνεχώς μεταξύ τους, μια περίοδος που κράτησε από το 475 μέχρι το 221 π.Χ.

  Καλά το θυμόμουν, τα εμπόλεμα κράτη ήταν επτά.

  Ο Τσιν Σι Χουάνγκ (φτωχιά η ελληνική γλώσσα, γιατί να μην επικρατήσει το κρητικό ιδίωμα που κυριαρχούσε στην Αθήνα μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα; Κιν Χι Χουάνγκ, αυτή είναι η σωστή προφορά, αλλά μόνο στα κρητικά), ένας κινέζος Μέγας Αλέξανδρος, έβαλε τέρμα στον αδελφοκτόνο αυτό σπαραγμό. Ενοποίησε μέτρα και σταθμά, το ίδιο και τη γραφή, άνοιξε δρόμους για την επικοινωνία στην τεράστια αυτοκρατορία του, έκαψε βιβλία, κυρίως κομφουκιανά, και θανάτωσε λόγιους. Επίσης δημιούργησε το σινικό τείχος, συνδέοντας ήδη υπάρχοντα τείχη των κρατών που νίκησε.

  Ονειρευόταν ένα χιλιόχρονο reich, όπως ο Χίτλερ, και το πέτυχε. Αυτό που δεν πέτυχε είναι η διατήρηση της δυναστείας του. Ο διάδοχός του νικήθηκε από τους Χαν που αντικατέστησαν τους Qin, το 202 π.Χ. Η δυναστεία τους κράτησε κάπου τετρακόσια χρόνια. Υπήρξε μια διαδοχή δυναστειών με τελευταία των Qing, όταν οι μαντζουριανοί κατέλαβαν την Κίνα, όμως αφομοιώθηκαν από τον υψηλό και πανάρχαιο πολιτισμό της, απαράλαχτα όπως η ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία έγινε ελληνική. Παρεμπιπτόντως, για τους κινέζους δεν υπάρχει Βυζάντιο αλλά 东罗马, dong luo ma, Ανατολική Ρώμη. 

  Μάθατε πολλά για την κινέζικη ιστορία και για τον πρώτo αυτοκράτορα.

  Δεν θα σας πω για την πλοκή της ταινίας, μπορείτε να διαβάσετε τoν σύνδεσμο της βικιπαίδειας. Είδα ότι ακολουθεί πιστά την ιστορία.

  Διαφορές:

  Τον πιθανότατα πατέρα του τον ανάγκασε, κατά τη βικιπαίδεια, να αυτοκτονήσει. Στην ταινία τον βλέπουμε κρεμασμένο, και τον αυτοκράτορα να γονατίζει μπροστά του και να λέει: πατέρα. Στην ταινία φαίνεται μάλλον σαν αυτοκτονία, αλλά ιστορικά φαίνεται σαν να έδωσε εντολή να τον κρεμάσουν.

  Επίσης απουσιάζει η γυναίκα, στο ρόλο της οποίας είναι η Gong Li.

  Και η απόπειρα δολοφονίας του στην ταινία έγινε ακριβώς όπως διαβάζω και στη βικιπαίδεια. Και το όνομα του δολοφόνου το ίδιο, Jin Ke, που τον βλέπουμε και στον κινέζικο τίτλο της ταινίας. Ήταν η πρώτη από τις τρεις απόπειρες δολοφονίας που του έγιναν. Γλίτωσε από όλες, πέθανε σε μια περιοδεία.

  Ο Κάιγκε κάνει ταινία εποχής, όμως οι πολεμικές σκηνές είναι σπάνιες. Τα πλάνα είναι τα περισσότερα θεατρικά, ολιγοπρόσωπα, δεν δημιουργείται καμιά ασάφεια στην πλοκή.

  Μου άρεσε πολύ η ταινία, και σε πολλούς άλλους, όπως δείχνει η βαθμολογία της στο IMDb, 7,2

  H προηγούμενη ταινία του που είδαμε είναι η «Πλανεύτρα σελήνη».

Saturday, April 5, 2025

Sofia Coppola, Χαμένοι στη μετάφραση (Lost in translation, 2003)

 Sofia Coppola, Χαμένοι στη μετάφραση (Lost in translation, 2003)

 


  Είδα τον Bill Muray στην ταινία «Όλο το σόι» που παίζεται από την Πέμπτη που μας πέρασε στους κινηματογράφους, και νοστάλγησα να ξαναδώ το «Χαμένοι στη μετάφραση», που πιο σωστός της τίτλος θα ήταν «Χαμένοι χωρίς μετάφραση». Εκτός και αν η μετάφραση στέκει μετωνυμικά για μια ξένη χώρα της οποίας αγνοούν τη γλώσσα.

  Η χώρα αυτή είναι η Ιαπωνία.

  Ο Μπιλ Μάρεϊ, κινηματογραφικό αστέρι που βρίσκεται στη δύση του, ήλθε να διαφημίσει ένα ουίσκι. Η Σκάρλετ Γιόχανσον ήλθε με τον άντρα της, φωτογράφο, που όλο τρέχει για δουλειές, αφήνοντάς τη μόνη στη ξενοδοχείο. Αυτός παίρνει συνεχώς φαξ από τη γυναίκα του, πρέπει να επιλέξει χρώματα, σχέδια, για το σπίτι του και την επίπλωσή του. Βομβαρδίζεται κυριολεκτικά. Πλήττει.

  Το ίδιο και η Σκάρλετ. Τον αναγνωρίζει, του στέλνει ένα ποτό. Βρίσκονται μαζί. Πενηντατριών χρονών αυτός, δεκαεννιά τόσο αυτή (στην πραγματικότητα δεκαεφτά), έχει μόλις τελειώσει το κολλέγιο, όπου σπούδασε φιλοσοφία.

  Οι δυο μοναξιές έρχονται κοντά, και έτσι αμβλύνονται.

  Το μοτίβο της «Λολίτας» (ο μεσήλικας άντρας και η νεαρή κοπέλα), δεν ολοκληρώνεται. Μόλις στο τέλος θα τους δούμε να αγκαλιάζονται σε ένα πραγματικό φιλί.

  Πιο πριν τον είχε ρωτήσει: Περνάς την κρίση της μέσης ηλικίας. Αγόρασες πόρσε;

  Όχι, δεν αγόρασε.

  Και εγώ ίδια ηλικία (σειρά με τον Μπιλ), ίδια χρονιά με την ταινία, κρίση της μέσης ηλικίας, οι επιλογές ήταν δύο, ή να ερωτευθώ μια κοπέλα πολύ μικρότερή μου ή να αγοράσω μια πόρσε.

  Λεφτά για να αγοράσω μια πόρσε δεν είχα, οπότε έμενε η άλλη επιλογή, που ήταν κάτι λιγότερο από αυτή του Μπιλ.

  Δεν μου άρεσε τόσο, όσο τότε που ζούσα τη δική μου ιστορία, πράγμα φυσικό, όμως είναι πολύ καλή ταινία, έχει 7,8 στο IMDb.

Εμίλ Ζολά, Νανά (Μετ. Κυριακή Χρα), Τεγόπουλος, (2007, σελ. 382)

 Εμίλ Ζολά, Νανά (Μετ. Κυριακή Χρα), Τεγόπουλος, (2007, σελ. 382)

 


  Ας ξεκινήσω απαυτό που διάβασα στο βιογραφικό του στη βικιπαίδεια: Zola, by refusing to make any of his characters larger than life (if that is what he has indeed done), did not inhibit himself from also achieving verisimilitude.

  Χοντρικά: ο Ζολά δεν ήθελε να κάνει  τους χαρακτήρες του μεγαλύτερους από τη ζωή, δηλαδή μη ρεαλιστικούς, όμως το κατάφερε; Παρόλα αυτά πέτυχε μεγάλη αληθοφάνεια.  

  Ναι, η Νανά είναι «Μεγαλύτερη από τη ζωή». Πόρνη, αναδεικνύεται σε μια θεατρική παράσταση, όχι σαν την μεγάλη καλλιτέχνιδα αλλά σαν σύμβολο της θεάς του έρωτα, ρόλο που της έχει αναθέσει ο θεατρώνης σε μια παρωδία των θεών του Ολύμπου.

  Πλούσιοι την ερωτεύονται, και αφήνουν περιουσίες στα πόδια της.

  Ξανά η πτώση. Ερωτεύεται έναν κακάσχημο ηθοποιό του θεάτρου, ο οποίος την ξυλοκοπεί και αυτή ανέχεται όλο το ξύλο γιατί τον αγαπά. Στο τέλος θα τη διώξει από τη σπίτι για να πέσει πάλι στο επίπεδο της πόρνης του πεζοδρομίου.

  Ξανά η άνοδος. Είναι λαχταριστή, τώρα πολύ περισσότεροι πέφτουν στα πόδια της. Πρώτος και καλύτερος ο κόμης Μυφφά, τον οποίο, με τις σπατάλες της, θα οδηγήσει στην καταστροφή.

  Ναι, η Νανά δεν είναι η τυπική πόρνη της ανώτερης κοινωνίας, όπως την περιγράφει ο Αλέξανδρος Δουμάς υιός στην «Κυρία με τις καμέλιες». Είναι των αδυνάτων αδύνατο να παρέσυρε τόσους πλούσιους στην καταστροφή, και να είχε μια άνοδο, μετά πτώση και ξανά άνοδο. Η απιθανότητα αυτή θυμίζει τις απιθανότητες στους «Άθλιους», που παρόλα αυτά θεωρείται κορυφαίο μυθιστόρημα, παρά την απαξίωση του ρομαντισμού.

  Νόμιζα ότι ο νατουραλισμός είναι η αποθέωση του ρεαλισμού, και τώρα βλέπω ότι είναι η καρικατούρα του. Η φέτα ζωής για την οποία μιλάει ο Ζολά, είναι ακριβώς μια φέτα ζωής, που αφήνει ένα μεγάλο κομμάτι απ’ έξω. Και η φέτα αυτή είναι διογκωμένη στο βαθμό της καρικατούρας.

  Εξάλλου όλοι οι συγγραφείς κάνουν το ίδιο, επιλέγουν τη «φέτα» για την οποία θα μιλήσουν. Για τον κόμητα Τολστόι είναι η ζωή της αριστοκρατίας ενώ για τον Ντοστογιέφσκι η ζωή της μεσαίας τάξης. Η φέτα ζωής του David Lodge είναι τo πανεπιστήμιο και τo campus, ενώ για τον ουκρανό σκηνοθέτη Sergei Loznitsa, «οι μισοί άνθρωποι είναι κακόψυχοι, οι άλλοι μισοί υποφέρουν όταν πέσουν στα χέρια τους. Αυτό, και στις τέσσερις ταινίες του Λοζνίτσα» (από ανάρτησή μου).

  Δεν είναι μόνο η φέτα ζωής, είναι και το τι χαρακτήρες θα επιλέξεις να βάλεις στις ιστορίες σου. Και πιο γενικά, πώς βλέπεις τη ζωή. Από παλιά είχα γράψει ότι η λέξη κλειδί για τη θεματική του Τσέχοφ στα θεατρικά του είναι η frustration, η απογοήτευση, η διάψευση των ελπίδων.

  Όχι, δεν ήταν δυνατόν με τις τόσες «αμαρτίες» της η Νανά να επιβιώσει. Όμως πώς θα την πέθαινε ο Ζολά;

  Το βιβλίο το είχα διαβάσει μαθητής, δεν θυμόμουν.

  Σκέφτηκα μήπως κάποιος ζηλότυπος εραστής την σκότωνε.

  Τελικά όχι.

  Δεν επέλεξε αυτή τη δραματική κορύφωση, που τόσο λειτουργεί θεατρικά και κινηματογραφικά (έχω γράψει σχετικά στο «Αντίο Παλλακίδα μου»). Την πεθαίνει από ευλογιά (το νου σας στην ευλογιά των πιθήκων, που βρίσκεται σε έξαρση τώρα στην Ελλάδα. Εσείς κάνατε εμβόλιο;). Οι αγαπητικοί της είναι μαζεμένοι από κάτω, ενώ πάνω έχουν μαζευτεί κάποιες γυναίκες, παρά τις προειδοποιήσεις των ανδρών ότι μπορεί να κολλήσουν.

  Η Νανά είναι το όργανο (συχνά επαναλαμβάνει ότι έχει χρυσή καρδιά) για να εξευτελίσει τη μπουρζουαζία που τη σέρνει από τη μύτη, όπως σέρνει το καράβι ένα μ…

  Και η σύμπτωση: αυτό τον εξευτελισμό της μπουρζουαζίας βλέπουμε και στην ταινία «Η νέα Βαβυλώνα» (1929) των Grigory Kozintsev και Leonid Trauberg που είδαμε προχθές.

  Για το νατουραλισμό και το δόγμα του θα σχολιάσω σε ένα από τα αποσπάσματα που θα παραθέσω.

  «Το κουδούνι όμως διέκοπτε διαρκώς την καμαριέρα, που έπρεπε να τρέχει αφήνοντας την Κυρία με τα κορδόνια του κορσέ της μισοδεμένα ή φορώντας ένα μόνο παπούτσι. Είχε αρχίσει να τα χάνει, αν και πεπειραμένη. Αφού είχε βάλει σχεδόν παντού άντρες χρησιμοποιώντας και την παραμικρή γωνιά, αναγκάστηκε να στριμώξει μέχρι και τρεις ή τέσσερις μαζί, πράγμα εντελώς αντίθετο προς τις αρχές της. Εάν τρώγονταν, τόσο

το καλύτερο: θα τους άδειαζαν και τη γωνιά! Η Νανά, διπλοκλειδωμένη και προφυλαγμένη, τους κορόιδευε λέγοντας ότι τους άκουγε να ξεφυσάνε! Ωραίο θέαμα θα παρουσίαζαν, με τη γλώσσα έξω, σα σκυλιά που περιμένουν, καθισμένα στα πισινά τους πόδια» (σελ. 52).

  Ακραία υπερβολή, καρικατούρα.

  «Ναι, ένα νομοσχέδιο, είπε, ένα νομοσχέδιο, ακριβώς... Είχα απομονωθεί... Έχει να κάνει με τα εργοστάσια, θα ήθελα να διατηρηθεί η κυριακάτικη αργία. Είναι πραγματικά ντροπή που η κυβέρνηση δεν θέλει να δείξει πυγμή. Οι εκκλησίες αδειάζουν, οδεύουμε προς την καταστροφή» (σελ. 71).

  Για φαντάσου!!! Η κυβέρνηση να δείξει πυγμή, να διατηρηθεί η κυριακάτικη αργία, όχι για άλλο λόγο αλλά για να μπορεί ο κόσμος να πηγαίνει στην εκκλησία.

  «…με χαλασμένο αίμα να κυλάει στις φλέβες της από το βεβαρημένο αυτό ιστορικό της φτώχειας και του κρασιού, η κοπέλα ήταν θύμα μιας νευρικής δυσλειτουργίας του φύλου της. Είχε μεγαλώσει στους συνοικισμούς του Παρισιού· ψηλή, όμορφη, με θεσπέσια σάρκα, όμοια με φυτό που φύτρωσε πάνω στην κοπριά, έπαιρνε την εκδίκηση της για όλους τους

φτωχούς και καταφρονεμένους που την είχαν γεννήσει. Μαζί της, η σαπίλα που κάποιοι άφηναν να κατατρώει το λαό, ανέβαινε και σάπιζε και την αριστοκρατία. Γινόταν τότε μια δύναμη της φύσης, ο σπόρος της καταστροφής, που άθελα της διέφθειρε και αποδιοργάνωνε ολόκληρο το Παρίσι, ζυμώνοντας το ανάμεσα στους χιονάτους μηρούς της, όπως οι γυναίκες πήζουν κάθε μήνα το γάλα» (σελ. 174).

  Ο Ζολά έχει σαν χαρακτήρες άτομα που είναι θύματα της κληρονομικότητας και του περιβάλλοντος. Εδώ μιλάει μόνο για το περιβάλλον, τη φτώχεια. Επίσης δείχνει την καταφρόνια του για την μπουρζουαζία, που χρεοκοπεί εξαιτίας της Νανάς. Οι φτωχοί παίρνουν την εκδίκησή της στο πρόσωπο της Νανάς.

  Πολύ πιο κάτω μιλάει για κληρονομικότητα:

  «Αυτή ήταν η εκδίκησή της, προϊόν μιας ασυνείδητης οικογενειακής μνησικακίας, κληρονομημένης απ’ το αίμα» (σελ. 358).

  «Μετά, παρέμεινε σιωπηλή για αρκετή ώρα, ψάχνοντας να βρει έναν τρόπο να ξεφορτωθεί τον κόμη. Ήθελε να το κάνει με τρόπο, γιατί παρέμενε καλή κοπέλα κατά βάθος και δεν ήθελε να πληγώνει τους ανθρώπους…» (σελ. 176).

  Ναι, τη Νανά δεν την αδειάζει. Και άλλες φορές λέει ότι είναι καλή κοπέλα. Καμιά σχέση με την Τερέζα Ρακέν.

  «Δεν έκανε καλά που θυσίαζε τα πάντα για έναν έρωτα. Ένας έρωτας μπορούσε να καταστρέψει τα πάντα» (σελ. 197).

  Ο έρωτάς της για τον Φοντάν, τον κωμικό του θιάσου, είναι που την έριξε ξανά στη λάσπη. Μα «Πώς μπορούσε να αγαπάει έναν τέτοιο πίθηκο;». Δεν θυμάμαι αν το έγραψα πιο πάνω, ο Φοντάν ήταν άσχημος.

  «…βλέποντας τον Μυφφά να προχωράει σκυφτός στο βρεγμένο πεζοδρόμιο, με την περίλυπη σκιά του να τον ακολουθεί» (σελ. 273).

  Όμορφη μετωνυμία.

  «Αχ! Βρε Μιμίκο, τι πλάκα που έχεις!... Το σκέφτηκες, ε, μπαγάσα! Εγώ ούτε που το θυμόμουν! Το ’σκασες λοιπόν και έρχεσαι από την εκκλησία! Πράγματι, μυρίζεις λιβάνι... Έλα, τι κάθεσαι, φίλα με! Πιο δυνατά, Μιμή μου! Έλα, μπορεί να είναι η τελευταία μας φορά.» (σελ. 329).

  Τον είχε βάλει να της το υποσχεθεί, μετά τη γάμο του, πριν πηδήξει τη γυναίκα του να πηδήξει αυτήν.

  «Η Νανά έμοιαζε στο πέρασμά της με λαίλαπα, μ’ αυτά τα σύννεφα από ακρίδες, που με το πύρινο πέρασμά τους θερίζουν μια επαρχία» (σελ. 353).

  Ωραία παρομοίωση. Έτσι «θέριζε» και η Νανά τους πλούσιους προστάτες της οδηγώντας τους στη χρεοκοπία.

  «Δεν ήταν από κακία, διότι παρέμενε αγαθή κοπέλα η Νανά» (σελ. 375).

  Για να μην παρεξηγήσουμε. Την θεωρεί σαν τιμωρό άγγελο της πλουτοκρατίας.

  Το λέει και παρακάτω:

  «Ήταν σωστό και δίκαιο αυτό που είχε συμβεί: είχε εκδικηθεί τον κόσμο της, τους φτωχούς, τους καταφρονεμένους. Κι ενώ το φύλο της αποθεωνόταν, μεσουρανούσε, ακτινοβολούσε πάνω από τα πτώματα των θυμάτων της, όμοιο με ανατέλλοντα ήλιο που φωτίζει ένα πεδίο σφαγής, αυτή διατηρούσε την αθωότητα ενός υπέροχου θηρίου, μην έχοντας καμιά συνείδηση του αιματοκυλίσματος που είχε προκαλέσει, παραμένοντας κατά βάθος μια αγαθή κοπέλα. Ήταν παχιά, αφράτη, γεμάτη υγεία, λάμποντας από χαρά» (σελ. 367).

  Ήταν παχιά…

  Η όμορφη κοπέλα της εποχής. Έτσι ζωγραφίζει και ο Ρενουάρ τη γυναίκα του, μια αφράτη ομορφούλα. Θυμάμαι την έκπληξη που ένιωσα όταν άκουσα τη μητέρα μου να λέει, όλο υπερηφάνεια: «τότε ήμουνα παχιά…».

  Αδύνατη ήταν αυτή που δεν είχε να φάει. Τώρα παχιά είναι αυτή που τρώει φτηνές τροφές, γεμάτες θερμίδες. Και ποιος αγαπάει μια φτωχή κοπέλα; Το πρότυπο της γυναικείας ομορφιάς είναι εν πολλοίς κοινωνιολογικά καθορισμένο.

  Και το μυθιστόρημα τελειώνει:

  «Το δωμάτιο [με τη νεκρή Νανά μέσα] ήταν άδειο [οι γυναίκες είχαν φύγει]. Μια δυνατή πνοή απελπισίας [πάλι μια ωραία μεταφορά] φύσηξε από το πεζοδρόμιο και φούσκωσε την κουρτίνα.

  Στο Βερολίνο! Στο Βερολίνο! Στο Βερολίνο!».

  Αυτή η φράση που την ακούμε σαν λάιτ μοτίβ αρκετές φορές στο τέλος του βιβλίου [Το τέλος της Νανάς συμπίπτει με την έναρξη του Πρωσογαλλικού πολέμου, το 1970 (Η «Νανά» γράφηκε το 1980)], είναι ένας σαρκασμός του Ζολά για την επερχόμενη ήττα.

  Αναφερθήκαμε πιο πριν στους «Άθλιους» του Ουγκώ. Μαζί του τον συνδέει η απέχθεια για τον Ναπολέοντα τον Γ΄.

 

  Είδαμε τρεις ταινίες μεταφορές του μυθιστορήματος. Η πρώτη ήταν του Ζαν Ρενουάρ, γυρισμένη το 1926.

  Διάρκειας 2.48΄, μπορούσε να χωρέσει πάρα πολλά από το μυθιστόρημα, χωρίς να παραλλάξει πολλά πράγματα. 

  Καλώς δεν μετέφερε το επεισόδιο του έρωτά της με τον θεατρίνο και την πτώση της.

  Το τέλος μου άρεσε, γιατί το έκανε πιο δραματικό.

  Ο κόμης Μυφά πηγαίνει στο κρεβάτι του πόνου της, αψηφώντας τις προειδοποιήσεις των άλλων που ήσαν κάτω από το ξενοδοχείο, ότι η Νανά έχει ευλογιά και μπορεί να κολλήσει. Όσο και αν του φέρθηκε περιφρονητικά και τον οδήγησε στην καταστροφή, εξακολουθούσε να την αγαπά. Ένας τέτοιος έρωτας στα μάτια μου δεν φαντάζει γελοίος αλλά μεγαλειώδης.

  Στη συνέχεια είδαμε την ομώνυμη ταινία του Christian Jaque, γυρισμένη το 1955.

  Και αυτός διατηρεί αρκετά από την ταινία. Μάλιστα διατηρεί το επεισόδιο με τον έρωτά της με τον Φοντάν τον θεατρίνο, βλέπουμε τη σκηνή που τη διώχνει, αλλά δεν βλέπουμε την πτώση της. Αμέσως ξαναβρίσκει τις παλιές της αγάπες, ή μάλλον αυτές την ξαναβρίσκουν.

  Αντί για τη μονομαχία που είδαμε στο έργο του Ρενουάρ, με πιστόλι, κατά την οποία ο Μυφά πληγώθηκε στο χέρι, εδώ έχουμε μια παρολίγο μονομαχία με ξίφη.

  Βλέπουμε και εδώ την κούρσα με τα άλογα και την αυτοκτονία του Βεντέβρ (ενός από τα θύματά της), βάζοντας φωτιά στο στάβλο με τα άλογα. Εδώ η απάτη ήταν με αναβολικά, στο μυθιστόρημα ήταν η αλλαγή του τζόκεϊ. Ανακαλύφθηκε η απάτη, πάνε τα κέρδη που νόμιζε ότι είχε κερδίσει.

  Απάτη, παντού απάτη, όχι μόνο στο ποδόσφαιρο με τους στημένους αγώνες και στους αγώνες στίβου με τα αναβολικά, αλλά και στον ιππόδρομο.

  Το τέλος είναι αυτό που φανταζόμουν, κατά το εικός και το αναγκαίο, όχι όπως στο μυθιστόρημα που ο Ζολά «πεθαίνει» την ηρωίδα του με ένα τυχαίο τρόπο. Ο Μυφά, τρελαμένος από ζήλια, τη σκοτώνει όταν μαθαίνει ότι τον αφήνει για να πάρει τον τραίνο με τον Βαντέβρ. Κανείς τους δεν είχε μάθει για την αυτοκτονία του.

  Είδαμε και τη «Νανά» (1985) του Dan Wolman. Χαλαρά, όπως διαβάζουμε στη βικιπαίδεια, εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα του Ζολά. Είναι κάτι λιγότερο από soft porno, αν υπολογίσουμε και την εποχή που γυρίστηκε, το 1983.

  Φυσικά δεν μπορούν να χωρέσουν σε μια ταινία όλα όσα υπάρχουν σε ένα μυθιστόρημα. υπάρχουν παραλείψεις. Η Νανά δεν έχει μωρό (σε καμιά από τις τρεις ταινίες δεν είδαμε μωρό), δεν υπάρχει ο έρωτάς της με το θεατρίνο, δεν υπάρχει η πτώση της και η ξανά άνοδό της.

  Υπάρχουν και συμπυκνώσεις που διευκολύνουν την πλοκή. Ο νεαρός Ζωρζ εδώ γίνεται Έκτορας, και είναι γιος του κόμη Μυφφά. Δεν υπάρχει ο αδελφός του Φιλίπ, και ούτε θα αυτοκτονήσει. Κάποια άλλα πρόσωπα τα βλέπουμε σπάνια.

  Υπάρχουν και έξυπνες επινοήσεις: Η Νανά βάζει τον κόμη Μυφφά να κάνει το σκυλάκι, (το είδαμε και στις άλλες δυο ταινίες) να του πετάει ένα κομμάτι ξύλο και αυτός να πηγαίνει να το μαζεύει, να κάνει το άλογο και αυτή να τον καβαλάει, κ.ά.

  Έχω γράψει για τις κινηματογραφικές μεταφορές σε τρία κείμενά μου, μπορείτε να τα διαβάσετε εδώ  , εδώ και εδώ.  

  Το τελευταίο έχει τίτλο «Κινηματογράφος και λογοτεχνία». Δεν είχα σκεφτεί να γράψω το εξής, ότι συχνά οι αποκλίσεις από το πρότυπο έχουν να κάνουν και με τον προϋπολογισμό της ταινίας.

  Έξυπνη επινόηση, που κοστίζει ελάχιστα. Αντί για τη θεατρική παράσταση του μυθιστορήματος έχουμε εδώ τις κινούμενες εικόνες του Μερλιέ όπου βλέπουμε τη Νανά σε τολμηρές σκηνές.

  Επίσης.

  Απουσιάζει το επεισόδιο με τις ιπποδρομίες, που θα ανέβαζε το κόστος. Αντίθετα, έχουμε την αγορά ενός μαύρου που θα αγωνιστεί με ένα τούρκο. Θα νικήσει ο Τούρκος, ενώ στο μυθιστόρημα κέρδισε το άλογο Νανά, κάνοντας τη Νανά να ξεφωνίζει από χαρά.

  «Ξελογιάζει» τον νεαρό Έκτορα τη μέρα του γάμου του. Ο γαμπρός το έσκασε, παίρνοντας από πίσω την άμαξά της. Αυτή σταματάει κάποια στιγμή και τον βάζει μέσα.

  Λες να έχουμε ειδύλλιο;

  Αποκλείεται, σκέφτομαι μετά.

  Η Νανά δεν πεθαίνει. Ένα αερόστατο την ανυψώνει. Προορισμός, η Ινδία. Ξαφνικά βλέπουμε στον πάτο του καλαθιού του αερόστατου έναν νεαρό.

Thursday, April 3, 2025

Dito Montiel, Όλο το σόι (Riff raff, 2024)

 Dito Montiel, Όλο το σόι (Riff raff, 2024)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους

  Καταρχάς να ξαναπώ ότι τα αστυνομικά, όσο κακά και αν είναι, τα βλέπω ευχάριστα, αρκεί να μην έχουν μπερδεμένη πλοκή.

  Η τρίτη φορά που μου συμβαίνει:

  Πολύ χαμηλή βαθμολογία, μόλις 5,8, όμως εμένα με ενθουσίασε.

  Ξέρω γιατί δεν άρεσε, γιατί έπεσε ελάχιστο πιστολίδι.

  Η ταινία είναι περισσότερο ατμοσφαιρική, με πολλές ανατροπές και αποκαλύψεις. Και φυσικά άφθονο σασπένς.

  Καλά, τέτοιο καθίκι που είναι ο Τζόνι, πώς διάβολο του κάθισε;

  Γυναικάς, οι γυναίκες έλκονται σαν από μαγνήτη από τέτοια καθίκια.

  Όταν την παράτησε αυτή ήταν έτοιμη να τα φτιάξει με τον Ρόκο. Όμως ο Ρόκο ζήτησε πρώτα την άδεια του Τζόνι, του γιου του αφεντικού της συμμορίας, ο οποίος του την έδωσε.

  Μετά θέλησε να ξεμπλέξει από τη συμμορία.

  Όμως όταν μπλέξεις, δεν ξεμπλέκεις εύκολα, δεν θυμάμαι σε ποια άλλη ταινία το είδα πρόσφατα.

  Η πλοκή είναι περίπλοκη, όμως όχι μπερδεμένη.

  Τόσο περίπλοκη που ούτε η βικιπαίδεια τη γράφει.

  Με εντυπωσίασε η ερμηνεία τους, με κορυφαία, κατά τη γνώμη μου, αυτή της Jenifer Coolidge.

  H ταινία δεν είναι μόνο crime, είναι και comedy.

  Τις κωμικές νότες τις σκορπάει ο χοντρούλης μαύρος.

  Μια αστυνομική ταινία είναι περίπου σαν ένα αίνιγμα. Προσπαθούμε να μαντέψουμε τον δολοφόνο.

  Εδώ δεν υπάρχει τέτοιο ζήτημα, ξέρουμε από την αρχή ποιοι είναι οι κακοί.

  Όμως μάντεψα ότι ο χοντρούλης μαύρος (η ταινία είναι διαφυλετική) είναι που θα εξόντωνε τον κακό (δεν κάνω σπόιλερ, στα αστυνομικά το τέλος είναι δεδομένο, οι κακοί θα πληρώσουν, είτε με τη ζωή τους, το πιο σύνηθες, είτε με μακρόχρονη φυλάκιση).

  Να μη γράψω ότι είναι πολύ καλή ταινία μια και έχω πει τόσες φορές ότι «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα», θα γράψω ότι μου άρεσε πάρα πολύ και ότι της έβαλα 8 στο IMDb.

  Ας το γράψω και αυτό.

  Διάβασα το βιογραφικό του Bill Murray (πρέπει να ξαναδώ, για να γράψω, το «Χαμένοι στη μετάφραση»).

  Όταν του κάνουν μια πρόταση, διαβάζει πρώτα το σενάριο και ανάλογα απαντάει.

  Να το ξαναπώ: το σενάριο έρχεται πρώτο, μετά η σκηνοθεσία.

  Και για τυχόν αντιρρήσεις: πολλοί μεγάλοι σκηνοθέτες γράφουν μόνοι τους τα σενάρια των έργων τους. Ο Κουροσάβα είναι η πιο κλασική περίπτωση. Ο Κουροσάβα, που τον είδα πακέτο όχι μόνο σαν σκηνοθέτη αλλά και σαν σεναριογράφο, δηλαδή είδα όλες τις ταινίες που γυρίστηκαν πάνω σε δικό του σενάριο.  

Tuesday, April 1, 2025

Grigory Kozintsev και Leonid Trauberg, Η νέα Βαβυλώνα (Новый Вавилон, 1929)

 Grigory Kozintsev και Leonid Trauberg, Η νέα Βαβυλώνα (Новый Вавилон, 1929)

 


  Μόνο για σήμερα (όχι, δεν είναι πρωταπριλιάτικο) και αύριο, στις 16.00 στο Στούντιο

  Η «Νέα Βαβυλώνα» είναι ένα κατάστημα στο Παρίσι, το 1971. Αποτελεί όμως και μια μεταφορά, και για την ακρίβεια μια μεταφορά της μεταφοράς. Η πρώτη μεταφορά: Η Βαβυλώνα, πόλη της χλιδής, της διαφθοράς και της ακολασίας. Η δεύτερη, το Παρίσι, πόλη της χλιδής, της διαφθοράς και της ακολασίας. Εδώ ο κόσμος χάνεται (μόλις έχουν νικηθεί οι Γάλλοι από τους Πρώσους και το… (η μπουρζουαζία διασκεδάζει, σα να μη συμβαίνει τίποτα). Αντιστικτικά, πολλές φορές οι σκηνοθέτες δίνουν πλάνα από το κέντρο διασκέδασης και από τη ζωή των εργατών.

  Μπορείτε να διαβάσετε για την Παρισινή κομμούνα στη βικιπαίδεια πατώντας εδώ.

  Με φόντο μια αισθηματική, όχι ερωτική, ιστορία, οι δυο σκηνοθέτες μας παρουσιάζουν την παρισινή κομμούνα. Αυτός, στρατιώτης. Αυτή, κομουνάρισα. Το τέλος είναι δεδομένα δραματικό, όπως και της κομμούνας, της πρώτης απόπειρας σοσιαλιστικής επανάστασης που αποτέλεσε σύμβολο για τις κομουνιστικές εξεγέρσεις. Έγραψαν γι’ αυτήν τόσο ο Μαρξ όσο και ο Λένιν.

  Και η ταινία τελειώνει με ένα πλάνο που δείχνει ένα τοίχο που πάνω του είναι γραμμένο το σύνθημα: Ζήτω η κομμούνα.

  Ελάχιστοι μεσότιτλοι. Τα σύντομα πλάνα νομίζω έχουν να κάνουν και με τις τεχνικές δυνατότητες της εποχής, αλλά πιστεύω ότι έχουν να κάνουν και με το ότι ο κινηματογράφος ήταν βουβός εκείνη την εποχή. Πιθανότητα βουβά μεγάλα πλάνα, χωρίς λόγο, να κούραζαν.

  Το γράφω αυτό γιατί επανειλημμένα έχω δηλώσει ότι δεν μου αρέσουν τα σύντομα πλάνα που δίνουν ένα γρήγορο ρυθμό στην ταινία και που καθιστούν συχνά ασαφή την πλοκή. Οι περισσότεροι μεγάλοι σκηνοθέτες προτιμούν τα μεγάλης διάρκειας πλάνα (Αγγελόπουλος, Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν, είναι αυτοί που μου έρχονται τώρα στο νου. Η ομοιότητα όμως είναι μέχρι εδώ. Μουγγός ο Αγγελόπουλος, λαλίστατος ο Τσεϊλάν). Εδώ βλέπω ότι με τον βουβό κινηματογράφο τα πράγματα είναι αλλιώς.

  Παραλίγο να τα ξεχάσω.

  Πρώτον, την εξαιρετική μουσική του Ντιμίτρι Σοστάκοβιτς, από τους πιο αγαπημένους μου συνθέτες.

  Δεύτερον, από τη βικιπαίδεια έμαθα ότι ο πασίγνωστος χορός καν καν, τον οποίο απεικόνισε και ο Τουλούζ Λωτρέκ σε ένα πίνακά του, είναι από την οπερέτα του Όφενμπαχ «Ο Ορφέας στον άδη».

  Τρίτον, ακούσαμε την Μασαλιώτιδα, τον πιο διάσημο εθνικό ύμνο γιατί συνδέεται με τη γαλλική επανάσταση, το καν καν βέβαια, και αναγνωρίσαμε το ça ira.

  Τη συστήνω ανεπιφύλακτα.

  Τώρα το πρόσεξα αυτό, ψάχνοντας για frame. Εξαιρετική επινόηση: Ανάμεσα στα αντικείμενα (πέτρες, έπιπλα, κ.ά) με τα οποία έστησαν τα χαρακώματα, ένας κάθεται και παίζει στο πιάνο.

Μια και δεν παίζεται πια, να σας πούμε ότι την ταινία μπορείτε να τη δείτε στο youtube.