Monday, March 11, 2019

Zhang Yimou, Happy times (幸福时光, 1999)


Zhang Yimou, Happy times (幸福时光, 1999)
 
  Εν όψει της προβολής της «Σκιάς» του Τζανγκ Γιμόου στις 14 του Μάρτη.
  Ευτυχισμένες εποχές, ακριβής μετάφραση από τον κινέζικο τίτλο.   
  Έχω την υποψία ότι με αυτή την ταινία κλείνει ο κύκλος των ταινιών όπου κεντρικό πρόσωπο είναι η γυναίκα (shite) και βοηθητικό ο άνδρας (waki), τόσο εκείνων που την παρουσιάζουν στη δυστυχία της («Το κόκκινο σόργο», «Ju Doe» (οι δυο αυτές έχουν πολλά κοινά σημεία), «Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια» και «Το τρίγωνο της Σαγκάης»), όσο και εκείνων που την παρουσιάζουν δυνατή στις διεκδικήσεις της («Τσιουτζού, μια γυναίκα της Κίνας», «Ούτε ένας λιγότερος» και «Ο δρόμος στο σπίτι»). Η ταινία «Ευτυχισμένοι καιροί» ανήκει στην πρώτη κατηγορία (καταλάβατε τώρα γιατί κάποιους σκηνοθέτες θέλω να τους βλέπω πακέτο).

  Η Jie Dong, ένα τυφλό κορίτσι, ζει με τη μητριά της η οποία της φέρεται άσχημα. Ο πατέρας του κοριτσιού (η μητέρα της έχει πεθάνει) την εγκατέλειψε αφού της δανείστηκε 5000 yuan για να πάει να βρει δουλειά. Ούτε δουλειά βρήκε, και σίγουρα δεν σκοπεύει να γυρίσει. Της γράφει ότι του έχουν μείνει μόνο 1000 yuan, οι καιροί είναι δύσκολοι, αλλά όταν θα βρει δουλειά θα την ξοφλήσει. Για την κόρη του κουβέντα.
  Ο Benshan Zhao τα έχει φτιάξει με τη μητριά της. Θέλει να παντρευτούν. Αυτή δεν έχει αντίρρηση, όμως απαιτεί να κάνουν έναν εντυπωσιακό γάμο για τον οποίο χρειάζονται πολλά λεφτά. Πού θα τα βρει;
  Και σκαρώνει μια «επιχείρηση». Με τη βοήθεια φίλων του μετατρέπει ένα παρατημένο κοντά σε ένα δασάκι λεωφορείο σε «σπιτάκι της ευτυχίας». Δηλαδή; Να, εκεί μπορούν να καταφεύγουν τα ζευγάρια για να κάνουν έρωτα. Θα πληρώνουν με την ώρα.
  Η μητριά θέλει να ξεφορτωθεί την προγονή της και του λέει να της βρει δουλειά. Μα είναι δυνατόν, τυφλό κορίτσι; Και του έρχεται η ιδέα: γιατί να μην κάθεται στην είσοδο και να μαζεύει τα λεφτά των πελατών;
  Δεν προλαβαίνει να την κουβαλήσει στο λεωφορείο και τον περιμένει η έκπληξη. Βλέπει τον γερανό να το σηκώνει. Θέλουν να περιποιηθούν τον χώρο.
  Και αυτή την περιμένει μια έκπληξη. Όταν γυρνάνε σπίτι δεν αναγνωρίζει το δωμάτιό της. Πέταξαν την παλιά επίπλωση και έβαλαν καινούρια. Εκεί θα εγκατασταθεί ο χοντρομπαλάς, σαν κι αυτή, γιος της.
  Ο Zhao θα την περιμαζέψει όταν την βλέπει να στέκεται στη μέση του δρόμου με τα αυτοκίνητα να περνούν σαν σφαίρες δίπλα της, μη τολμώντας να προχωρήσει. Για να της δώσει κουράγιο θα σκαρφιστεί μια καινούρια επιχείρηση. Θα διαμορφώσει με τους φίλους του, όλοι τους τώρα συνταξιούχοι, μια παλιά αποθήκη στο εργοστάσιο που δούλευαν, σε χώρο μασάζ. Εκεί θα εργάζεται σαν μασέρ. Θα κάνουν βέβαια αλλαγές και θα επενδύσουν τους σιδερένιους τοίχους ώστε να μην το καταλάβει.
  Και πελάτες;
  Μα οι φίλοι του. Την πληρώνουν, όμως όταν βλέπουν να τους τελειώνουν τα λεφτά, αντικαθιστούν τα χαρτονομίσματα με χαρτιά κομμένα στο μέγεθος των χαρτονομισμάτων. Φαίνεται να πετυχαίνει το σχέδιο.
  Κάποια στιγμή η Jie Dong εξαφανίζεται. Έχει αφήσει ένα κασετοφωνάκι, για να ακούσουν την κασέτα. Τους λέει ότι από την αρχή κατάλαβε την απάτη αλλά εκτίμησε την προσπάθειά τους να της αναπτερώσουν το ηθικό. Τους ευχαριστεί όλους και τους λέει ότι οι μέρες που πέρασε μαζί τους ήταν οι πιο ευτυχισμένες της ζωής τους.
  Μετά από την κασέτα ακούμε το ψεύτικο γράμμα που της έγραψε ο Zhao, τάχα από τον πατέρα της, που της λέει ότι γρήγορα θα βρει λεφτά για να την πάει για θεραπεία των ματιών της, όπως της είχε υποσχεθεί.
  Στο τέλος της ταινίας βλέπουμε το τυφλό κορίτσι να περπατάει μόνο του στο δρόμο. Ποια θα είναι άραγε η μοίρα του;
  Η ταινία είχε το στυλ των κινέζικων τηλεοπτικών κωμωδιών όπου κυριαρχούν οι μεγάλες σκηνές με τον διάλογο, σε πολύ λιγότερο βαθμό όμως από ότι στο «Keep cool». Σ’ αυτήν έκανε επίσης το κινηματογραφικό ντεμπούτο της η Τζιέ Ντονγκ, όπως στο «Δρόμο στο σπίτι» έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο της η Τζι Γι.
  Περισσότερο δράμα παρά κωμωδία, η ταινία ήταν πολύ συγκινητική. 
  Διάβασα στη βικιπαίδεια ότι είναι χαλαρή μεταφορά του διηγήματος «Μάστορα, τι πλάκα ήταν αυτή που μας έκανες;» του κινέζου νομπελίστα Μο Γιαν, του οποίου το μυθιστόρημα «Το κόκκινο σόργο» μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ο Τζανγκ Γιμόου με την πρώτη του, ομώνυμη, ταινία. Μόλις τιμήθηκε με το Νόμπελ (2012) διάβασα τις «Μπαλάντες του σκόρδου» που είχα στο ράφι των τύψεων, ενώ η Άγρα εξέδωσε ένα ακόμη βιβλίο του, την «Αλλαγή». Ένα project για τη μετάφραση του «Κόκκινου σόργου» ναυάγησε.
  Πόσο χαλαρή άραγε ήταν αυτή η μεταφορά; Πόσο «αποκλίνουν» ταινία και διήγημα μετά την αρχή, όπως γράφει η βικιπαίδεια; Ευτυχώς με πληροφορεί ότι έχει μεταφραστεί στα αγγλικά. Πριν το ψάξω στο διαδίκτυο κοιτάζω το αρχείο μου. Ναι, το έχω.
  Δεν υπήρχε περίπτωση να μην το διαβάσω.
  Η πλοκή στο διήγημα είναι η εξής. Ο μάστορας απολύεται μαζί με άλλους εργάτες από το εργοστάσιο που δουλεύει. Δεν πάνε καλά οι δουλειές, αν δεν κάνουν απολύσεις θα αναγκαστούν κάποια στιγμή να κλείσουν. Και ο βοηθός, απολυμένος κι αυτός, του δίνει την ιδέα με το λεωφορείο. Η δουλειά πάει καλά, όμως κάποια στιγμή τον περιμένει μια έκπληξη. Ένα ζευγάρι μπαίνει μέσα, με τη γυναίκα να είναι εντελώς απρόθυμη. Περιμένει να τελειώσουνε, τίποτα. Έχει σκοτεινιάσει, τίποτα. Τους φωνάζει, τίποτα. Προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα, τίποτα. Μήπως πρόκειται για διπλή αυτοκτονία, στην οποία είναι επιρρεπείς τόσο οι κινέζοι όσο και οι γιαπωνέζοι; Τρέχει στον βοηθό του για να ζητήσουν τη συνδρομή ενός αστυνομικού, συγγενή του. Πηγαίνουν και οι τρεις. Ο αστυνομικός δίνει μια στην πόρτα. Ανοίγει αμέσως. Κανείς μέσα. Πώς γίνεται;
  «Μικρέ Χου [ο βοηθός του], τώρα καταλαβαίνω, ήταν ένα ζευγάρι πνευμάτων», λέει ο μάστορας. Νοιώθει ανακούφιση, όχι όμως και ο βοηθός του. «Τι πλάκα ήταν αυτή που μας έκανες;» του λέει.
  Να παραθέσω και κάποια αποσπάσματα.
  «Όταν κάνει κουμάντο η γυναίκα, ο άντρας κοιμάται με τα μουλάρια».
  Δεν ξέρω αν έχουμε εμείς αντίστοιχη παροιμία.
  Ο βοηθός του, βλέποντάς τον να καταφτάνει με πρόσωπο λυπημένο: «-Μάστορα, τι συνέβη; Δεν πιστεύω να πέθανε η γυναίκα σου; -Όχι, απάντησε αδύναμα. Είναι κάτι πολύ χειρότερο».
  Το χειρότερο είναι να σου την απαγάγουν και να ζητάνε λύτρα. Έχω ξεχάσει ποια είναι η κωμωδία όπου ο σύζυγος τρίβει τα χέρια του από χαρά όταν τον ενημερώνουν οι απαγωγείς. Θυμήθηκα τώρα, παίζει η Μπέτι Μίντλερ, για να ψάξω να τη βρω. Τη βρήκα, είναι η ταινία «Σας παρακαλώ σκοτώστε τη γυναίκα μου» (1986). 
  «(Οι σημερινοί νέοι, όταν κάνουν έρωτα) ουρλιάζουν λάγνα, βογκάνε, μερικοί απ’ αυτούς γεμίζουν τον αέρα με τέτοια αισχρόλογα που κάνουν τα πουλιά να κοκκινίζουν». Εφέ υπερβολής.
  «Μάστορα, μου επιτρέπεις να σου πω τι σημαίνει να είσαι πεινασμένος; Αν έλθει μια τέτοια μέρα, να ξέρεις ότι στη διαμάχη ανάμεσα στην κοιλιά και την περηφάνεια η κοιλιά θα κερδίζει πάντα».
  Το νόημα: μη ντρέπεσαι να κάνεις μια δουλειά κατώτερη σε σχέση με τα προσόντα που έχεις. Σήμερα, την εποχή της κρίσης, καλό είναι να το έχετε υπόψη σας (εγώ είμαι πια συνταξιούχος).
  Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Ο δρόμος για το σπίτι».

No comments:

Post a Comment