Monday, July 30, 2018

Walter Benjamin, Φραντς Κάφκα


Walter Benjamin, Φραντς Κάφκα (μετ. Στέφανου Ροζάνη) Έρασμος 1980, σελ. 52


  Το βιβλίο το ανακάλυψα εδώ στην Κρήτη καθώς έκανα μια τακτοποίηση στα βιβλία μου και το διάβασα αμέσως, μιας και εντελώς πρόσφατα (ξανα)διάβασα τον Κάφκα, όσα βιβλία του είχα, που ήταν σχεδόν όλα. Γράφηκε με την ευκαιρία των δέκα χρόνων από το θάνατό του, δηλαδή το 1934.
  Τελικά έχω πρόβλημα με τα δοκίμια, αν και όχι πάντα. Με κάποια πράγματα συμφωνώ, με άλλα διαφωνώ, κάποια άλλα πάλι απλά δεν με αγγίζουν. Για παράδειγμα, η θρησκευτική προσέγγιση στο έργο του Κάφκα, που είναι η κύρια στον Benjamin, με αφήνει αδιάφορο, και όχι βέβαια γιατί η προσέγγιση αυτή γίνεται με τα γυαλιά της ιουδαϊκής θρησκείας. Μπορεί να κριτικάρει θεολογικές ερμηνείες, όμως βλέπει τον Κάφκα σαν ένα κατά βάθος θρησκευόμενο άτομο:
  «Ακόμη και αν ο Κάφκα δεν προσεύχονταν – και τούτο δεν το γνωρίζουμε – εν τούτοις διέθετε στον ανώτερο βαθμό αυτό που ο Malebranche αποκαλούσε «φυσική προσευχή της ψυχής»: την εντατικότητα» (σελ. 44).
  Για την πρόσληψη θα επαναλάβω μια πεποίθησή μου που μου ήλθε πάλι στο μυαλό:  Νομιμοποιούμαστε να προσλαμβάνουμε ένα έργο διαφορετικά από την προτιθέμενη συγγραφική πρόσληψη, υποσυνείδητη έστω. Δεν είναι τυχαίο που υπάρχουν τρεις προσεγγίσεις στο έργο του, με τις άλλες δυο να είναι η ψυχολογική και η κοινωνιολογική. Εγώ προκρίνω αυτές τις δυο.
  Θα συνεχίσω ξεφυλλίζοντας και σχολιάζοντας κατά περίπτωση.
  Με ξένισε η σύγκριση που κάνει ο Banjamin παραθέτοντας μια ιστορία πρώτη πρώτη με τον ζοφερό κόσμο των έργων του Κάφκα. Ο Ποτέμκιν, που θα μας ήταν άγνωστος αν ο Αϊζενστάιν δεν γύριζε το περίφημο έργο του, ο μανιοκαταθλιπτικός καγκελάριος που από την ιστορία που διαβάζουμε προκαλεί μόνη τη λύπηση, ξεγελάει τον φουκαρά τον Σουβάλκιν, που νόμιζε ότι θα τον έκανε να υπογράψει κάποια επείγοντα έγγραφα τα οποία αυτός αρνιόταν να υπογράψει λόγω της κατάστασής του, και υπογράφει ως Σουβάλκιν.
  «Ο πάντα υποχρεωτικός Σουβάλκιν που κάθε τι το φωτίζει και τελικά μένει με άδεια χέρια, είναι ο Κ. του Κάφκα. Ο Ποτέμκιν που φυτοζωεί, νυσταγμένος και αχτένιστος σ’ ένα απομακρυσμένο και απροσπέλαστο δωμάτιο, είναι πρόγονος εκείνων των φυλάκων της εξουσίας στο έργο του Κάφκα που ζούνε μέσα σε σοφίτες σαν δικαστές ή σε πύργους σαν υπουργοί» (σελ. 11).
  Όχι, δεν με έπεισε καθόλου με την σύγκριση. Το ίδιο και μια ανάλογη σύγκριση που κάνει παρακάτω, αναφερόμενος στο διήγημα «Η κρίση» που το διάβασα στη συλλογή «Ο καλλιτέχνης της πείνας και άλλα διηγήματα».  
  «Καταδικάζει το γιο του σε πνιγμό. Ο πατέρας είναι εκείνος που τιμωρεί· η ενοχή τον προσελκύει όπως ακριβώς τους δικαστές στο δικαστήριο. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι ο κόσμος των αξιωματούχων και ο κόσμος των πατέρων είναι παρόμοιοι για τον Κάφκα» (σελ. 13).
  Η κύρια ένδειξη που παίρνει υπόψη του είναι η προβληματική σχέση του Κάφκα με τον πατέρα του, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στο περίφημο «Γράμμα στον πατέρα». Μόνο που το διήγημα αυτό δεν είναι ίδια περίπτωση. Παραθέτω το απόσπασμα της βιβλιοκριτικής μου για αυτό το διήγημα.
  «Το τελευταίο διήγημα έχει τον τίτλο «Η κρίση».
  Αρκετά γκροτέσκο και αυτό.
  Ο Γκέοργκ αναρωτιέται αν θα πρέπει να γράψει στο φίλο του που βρίσκεται στη Ρωσία, αποτυχημένος μετανάστης όπως πιστεύει, για τον αρραβώνα του. Τελικά αποφασίζει να του γράψει. Ενημερώνει το γέρο πατέρα του. Αυτός οργίλος, του βάζει τις φωνές. Και μαθαίνουμε μυστικά.
  Την αρραβωνιαστικιά του την έκλεψε από το φίλο του. Ο φίλος του δεν ήταν ο αποτυχημένος που νόμιζε, ο πατέρας του ήταν ο εμπορικός του αντιπρόσωπος στην πατρίδα. Τα δικά του γράμματα διάβαζε, όχι του γιου του. Και καταλήγει: «Ήσουν βέβαια ένα αθώο παιδί, ήσουν όμως οπωσδήποτε κι ένας διαβολικός άνθρωπος! Γιαυτό μάθε το: σε καταδικάζω τώρα σε θάνατο, να πνιγείς!» (σελ. 95).
  Το αλλόκοτο της ιστορίας είναι ότι ο Γκέοργκ πηγαίνει και πέφτει από τη γέφυρα στο ποτάμι και πνίγεται».
  Ναι, ο «καλός» σ’ αυτή την ιστορία είναι ο πατέρας και όχι ο γιος.
  Να πω εδώ ότι την πιο χαρακτηριστική περίπτωση παρανάγνωσης τη συνάντησα στο βιβλίο της Αζάρ Ναφισί «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη».
  Και πάλι μια κριτική παρατήρηση.
  «Την γη ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο βασίλεια, τη γήινη μοίρα και τις δύσκολες απαιτήσεις της, προσπάθησε να παρουσιάσει με μια αυστηρή στυλιζαρισμένη φόρμα σ’ ένα τρίτο του μυθιστόρημα, την Αμερική» (σελ. 34).
  Όμως στην πραγματικότητα η «Αμερική» γράφηκε πριν από τον «Πύργο» και τη «Δίκη». Στη βικιπαίδεια διαβάζουμε ότι «Amerika, also known as The Man Who Disappeared,[1] The Missing Person[2] and as Lost in America[3] (German: Der Verschollene), is the incomplete first novel of author Franz Kafka (1883–1924), written between 1911 and 1914[4] and published posthumously in 1927». (Τώρα να μην κάνουμε την περίπτωση καφκική, να πούμε δηλαδή «Μα μήπως κάνει λάθος η βικιπαίδεια;». Όχι, δεν σκοπεύω να το ψάξω).
  Με τα παραπάνω φυσικά δεν θέλω να μειώσω τον Benjamin, που η τραγική του μοίρα πάντα μας συγκινεί, αλλά η «Σχολή της Φρανκφούρτης» ποτέ δεν μου πήγαινε, και ειδικά σήμερα που δεν με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα φιλοσοφικά, και ακόμη λιγότερο τα πολιτικά έργα. Υπήρξε όμως μια εξαίρεση, ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, τον οποίο διάβαζα μετά μανίας τριτοετής φοιτητής.   


Sunday, July 29, 2018

Πιτιγκρίλι, Η παρθένος των δεκαοχτώ καρατιών


Πιτιγκρίλι, Η παρθένος των δεκαοχτώ καρατιών (μετάφραση από το πρωτότυπο με την άδεια του συγγραφέα υπό Μιχ. Πριονιστή), Άτλας 1956, σελ. 191


  Θέλοντας να διαβάσω ένα μυθιστόρημα αποφάσισα, αντί για τον «Μάρτιν Ίντεν» του Τζακ Λόντον να διαβάσω το «Η παρθένος των 18 καρατιών» του Πιτιγκρίλι. Με έχει πιάσει μια νοσταλγία για βιβλία που αγόρασα μικρός αλλά δεν εδέησε να διαβάσω. Πέρυσι το καλοκαίρι διάβασα τη «Γυμνή μάγια», βιβλίο που «κατακράτησα» από τον ξάδελφό μου τον Γιώργη τον Τζανετάκη όταν ήμουν μαθητής αλλά δεν το διάβασα. Και βέβαια ξαναδιάβασα τον Νίτσε και τον Καζαντζάκη. Με παρότρυνε επίσης το γεγονός ότι ο Πιτιγκρίλι είναι σήμερα σχεδόν ξεχασμένος. Στη βάση της biblionet υπάρχουν μόνο δυο έργα του, κανένα από τα οποία δεν είναι «Η παρθένος των 18 καρατιών».   
  Τελικά άρχισα να έχω αμφιβολίες για το αν το αγόρασα τότε. Βλέπω σημειωμένους στο κενό μιας σελίδας κάποιους αριθμούς. Έκανα τη σκέψη ότι το αγόρασα από κάποιο πάγκο μεταχειρισμένων, πριν χρόνια ασφαλώς, καθώς ο Πιτιγκρίλι φιγουράριζε τότε στη βιτρίνα  με τα βιβλία του πρακτορείου εφημερίδων της κυρίας Σοφίας Αεράκη στην Ιεράπετρα. Όμως δεν είμαι εντελώς σίγουρος.
  Σαρκαστικός και ευφυολόγος, το γράψιμό του, από τις πρώτες σελίδες, μου θύμισε τον Όσκαρ Ουάιλντ, έναν αγαπημένο συγγραφέα, του οποίου είχα διαβάσει, επίσης μαθητής, το «Πορταίτο του Ντόριαν Γκρέι», το οποίο ξαναδιάβασα πριν μερικά χρόνια. Και θεωρώ το «De profundis» το καλύτερο ερωτικό έργο που έχω διαβάσει.
  Το έργο ξεκινάει σαν νατουραλισμός για να εξελιχθεί σε romance. Αργότερα όμως παίρνει μια στυφή γεύση, με τη σάτιρα να κυριαρχεί. Θέλοντας να σατιρίσει ο Πιτιγκρίλι δίνει κάποιες απιθανότητες στην πλοκή.
  Ο Σκετς, γεμάτος ερωτικές περιπέτειες, ερωτεύεται μια ηθοποιό και γίνεται κυριολεκτικά το σκυλάκι της. Μετά όμως ερωτεύεται την παρθένα, μια κοπέλα στις φλέβες της οποίας κυλάει τσιγγάνικο αίμα. Την τσιγγάνα μάνα της ερωτεύθηκε και παντρεύτηκε ο πάμπλουτος πατέρας της. Γυρνάει σαν τσιγγάνα τον κόσμο. Όμως τώρα βρίσκεται στο μέρος που «μονάζει» ο αδελφός της, αποτραβηγμένος με τον υπηρέτη του σε ένα ψηλό βουνό, παρέα με ένα σκυλί, τα βιβλία του και ένα ραδιοφωνικό δέκτη. Σε μια στενή χαράδρα είχε πέσει η αγαπημένη του πριν χρόνια, εκεί κοντά.  
  Στη συνέχεια έχουμε τις απιθανότητες. Οι δυο εραστές έχουν επιστρέψει στην πόλη. Η παρθένα που δεν είναι πια παρθένα μένει στο σπίτι της και ο Σκετς σε ένα διαμέρισμα που έχει νοικιάσει, και συναντώνται τα απογεύματα.
  Ο μέλλων γαμπρός της (θα παρατήσει την αδελφή της όταν γίνεται κάτοχος μιας μεγάλης κληρονομιάς) τους βλέπει και τους καρφώνει. Και ο πατέρας σκέφτεται ότι πρέπει να αποκατασταθεί η τιμή της κόρης του με το να την παντρευτεί (o tempora o mores!!! Ένας τέτοιος πατέρας σήμερα ούτε που θα διανοείτο να δώσει την κόρη του σε ένα φτωχό γαμπρό, και ας της είχε πάρει την παρθενιά).
  Όμως ο Σκετς, κι αυτός αντίθετα από οποιονδήποτε θα βρισκόταν στη θέση του σήμερα, κλωτσάει στην πίεση του πατέρα. Μάλιστα τα αισθήματά του παγώνουν, καθώς υποπτεύεται ότι η Μέλιττα (αυτό το όνομα έδωσε στην παρθένα, με αυτό την φωνάζει και όχι με το πραγματικό της, το Ιλούσκα) βρίσκεται πίσω από αυτή την συνομωσία που έχει σαν στόχο να τον κάνουν να την παντρευτεί.
  Παντρεύονται, και μόλις γίνεται ο γάμος φεύγει από την εκκλησία, κάτι απίστευτο, όπως σχολιάζεται, για τα τότε δεδομένα, αλλά και για τα σημερινά. Εν τάξει, να το σκάσει ο γαμπρός πριν το γάμο, σαν τον δημοσιογράφο στις «Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» του Μάρκες, κατανοητό, αλλά να το σκάσει αμέσως μετά;
  Η τιμή αποκαταστάθηκε, τώρα ο πατέρας σκέφτεται ότι η κόρη του πρέπει να αποκατασταθεί και κοινωνικά. Ένας μεσήλικας καθηγητής, αρκετά πλούσιος, ζητάει το χέρι της. Ο πατέρας δεν θα του το αρνηθεί. Η τέως παρθένα θα έχει μεγάλες αντιρρήσεις. Όμως ο πατέρας της επιμένει. Αλλά για να βγει το διαζύγιο πρέπει να περάσουν τέσσερις μήνες, και βέβαια όχι στην Ιταλία του 1924, αλλά σε κάποια άλλη χώρα.
  Η παρεξήγηση διαλύεται, και οι δυο σύζυγοι ξαναζούν τον φλογερό τους έρωτα σε ένα γαμήλιο ταξίδι που στην πραγματικότητα είναι ταξίδι διαζυγίου.
  Ο συγγραφέας, για να σατιρίσει τέτοιου είδους γάμους σαν του καθηγητή και της παρθένας, βάζει τον Σκετς να αυτοκτονεί, θύμα μιας  κληρονομικής ψυχασθένειας από την οποία αυτοκτόνησαν και άλλα μέλη του σογιού του, την δε παρθένα, αντίθετα από ότι γίνεται στα romance (βλέπε Αρετούσα) την βάζει να αποδέχεται τελικά αυτό τον αταίριαστο γάμο.
  Και πώς τελειώνει το μυθιστόρημα;
  Η μαστροπός την πλευρίζει, και της λέει:
  «Ο ευγενέστατος αυτός κύριος, για τον οποίο είχα την τιμή να σας πω, θα ήταν πολύ ευτυχής να σας έβλεπε στο σπίτι μου, μια απ’ αυτές τις ημέρες. Παραδείγματος χάριν, αύριο στις τρεις. Κι επειδή θα σας δοθή η ευκαιρία να πιστοποιήσετε κατά τρόπον θετικόν τη συμπάθειά του, τότε μόνο θα μπορέσετε να του παραχωρήσετε κανένα από τ’ απογεύματά σας, για να λάβη το θάρρος, και να του επιτρέψετε να σας προσφέρη ένα δώρο: ένα δωράκι: ένα αντικείμενο καλλιτεχνικό, ένα κόσμημα, ένα οτιδήποτε άχρηστο πραγματάκι. Αλλ’ επειδή δεν θα είχε εμπιστοσύνη στο γούστο του, θα προτιμούσε να εμπιστευθή σε σας την ίδια την φροντίδα της εκλογής, και εν τοιαύτη περιπτώσει θα μπορούσε να σας δίνει, μέσω εμού, και άλλα πεντακόσια φράγκα για κάθε απόγευμα» (σελ. 186).
  Το κάνουν και άλλες; Είναι περίεργη να μάθει.
  «Όλες πιστεύουν πως θάρθουν για μια φορά, για το γούστο της αλλαγής για κάτι καινούριο ή για να μελετήσουν το περιβάλλον. Αλλά έπειτα ξαναγυρίζουν. Πολλές φορές κοπιάζω να τις διώξω» (σελ. 187).
  Και το μυθιστόρημα τελειώνει:
  «Έψαξε μεσ’ στο τσαντάκι της ζητώντας να βρη το επισκεπτήριο που ήταν από καλό χαρτί πολυτελείας και η διεύθυνση γραμμένη με λιθογραφημένα κυρτά γράμματα.
  Δεν υπήρχε. Πάντως θυμόταν πολύ καλά τη διεύθυνσι.
  Έγειρε μπρος με σιγανή φωνή, μήπως την ακούσει κι αυτός ακόμη ο οδηγός [του ταξί], διέταξε:
  -Οδός Καρολίνα, Ιντερμέτζιο, αριθμός δεκαεννέα».
  Μεταφραστικά, έχει ενδιαφέρον η γλώσσα, με τα διάσπαρτα καθαρευουσιάνικα στοιχεία, κυρίως στις καταλήξεις (Η παρθένος, τη διεύθυνσι, να βρη, κ.λπ. Φυσικά τα αποσπάσματα δεν κάθισα να τα γράψω στο πολυτονικό, ούτε και που ξέρω πώς γίνεται στο word).
  Συγγραφικά, έχει ενδιαφέρον το ότι ο Πιτιγκρίλι απευθύνεται στους αναγνώστες, ή μάλλον στις αναγνώστριες, με αρκετό σαρκασμό. Βγάζει το άχτι του που μηνύθηκε για το πρώτο του βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Πολυτελή θηλαστικά» (1920), το οποίο χαρακτηρίστηκε ως άσεμνο.
  «Ντροπαλή μου αναγνώστρια… Ανεπίληπτη αναγνώστρια… Αδιάφθορη αναγνώστρια… [θα παραθέσω μόνο ένα απόσπασμα από τις δυο σελίδες της αποστροφής του στην αναγνώστρια] ε, λοιπόν, άφθαρτη και αγνή μου αναγνώστρια, με την κυκλική ψυχή και την ορθογώνια συνείδησι, που για τη θέσι που κατέχεις στην κοινωνία έχεις το καθήκον να κατηγορείς τα βιβλία μου: Συ, που απατάς το σύζυγό σου μονάχα στις έκτακτες μεγάλες ευκαιρίες και όταν τον απατάς το κάνεις αποκλειστικά για να τον αγαπήσεις έπειτα πιο πολύ και για να δης πόσο είναι ανώτερος εκείνος από όλους τους άλλους άνδρες. Εξυπνότατη κυρία, προτιμότερο να φαντασθής εσύ τι μπορούσε να συμβή μεταξύ των δύο εραστών εκείνη τη νύχτα» (σελ. 69).
  Οι σημερινοί συγγραφείς, επειδή δεν έχουν και μεγάλη εμπιστοσύνη στη φαντασία των αναγνωστριών του, περιγράφουν με αρκετές γαργαλιστικές λεπτομέρειες τέτοιες σκηνές-βλέπε τις 50 αποχρώσεις.
  Υφολογικά, ο Πιτιγκρίλι χρησιμοποιεί συχνότατα το εφέ της απαρίθμησης καθώς και πρωτότυπες συγκρίσεις και μεταφορές.   
  Ένα χιουμοριστικό απόσπασμα με εφέ απαρίθμησης:
  Μετά που κάνουν σεξ, η κοπέλα στον άντρα:
 «Μια μοδιστρούλα θα φώναζε: -Τώρα θα με περιφρονήσεις!
Μια φοιτήτρια της φιλολογίας: -Με μεταχειρίστηκες σαν μοδιστρούλα! [δηλαδή μια φοιτήτρια της νομικής, του πολυτεχνείου κ.λπ. θα έλεγε κάτι διαφορετικό; Και τι;].
Μια δασκάλα: -Έμεινα αγνή, ακόμη ως χθες!
Μια κοπέλα αριστοκρατικής οικογενείας: -Τώρα είμαι κι εγώ σαν τις άλλες!
Μια κοπέλα αστικής οικογένειας: -Με κατέστρεψες! Κι έπειτα από λίγο θα του έλεγε: -Ξέρεις ποιο είναι το καθήκον σου! Κι έπειτα… πάλι από λίγο θα τούλεγε: -Αν όχι θα το πω στον πατέρα μου και στα οκτώ αδέλφια μου.
  (Είναι περίεργο: μερικά κορίτσια, έπειτα από κάτι τέτοια ατυχήματα, έχουν συνήθως πιο πολλά αδέλφια από πριν. Κι αντί να εγκυμονούν παιδιά, εγκυμονούν αδέλφια).
  Η Μέλιττα δεν είπε τίποτα. Τραγούδησε το τσιγγάνικο τραγούδι…» (σελ. 71).
  Ναι, η παρθένα που δεν ήταν πια παρθένα δεν ήταν σαν τις άλλες γυναίκες. 
  Και μια παρομοίωση:
  «Η κοινωνία είναι σαν τις βρώμικες μυρωδιές: ζώντας κανείς ανάμεσά τους συνηθίζει, γιατί τις εισπνέει» (σελ. 136).
  Και κάποια αποσπάσματα ακόμη:
  «Οι παροιμίες είναι ο πλούτος εκείνων που έχουν φτωχό το πνεύμα» (σελ. 131).
  Προσυπογράφω απόλυτα, και επεκτείνω και στα αποφθέγματα. Το παραπάνω εξαιρείται.
  «Ο καθηγητής άκουσε τη δικαιολογία ενός ξαφνικού κεφαλόπονου της Ιλούσκας, που τον περιέγραψε λεπτομερώς η θεία της, και χάιδεψε τα μουστάκια του λέγοντας μια φράσι λατινική, την οποία δεν επαναλαμβάνομε, για να μην υποχρεωθούμε και να τη μεταφράσωμε» (σελ. 156).
  Εγώ παραθέτω κάποιες φορές αποσπάσματα από τα αγγλικά χωρίς να τα μεταφράζω γιατί βαριέμαι, ελπίζοντας όμως ότι η γνώση των αγγλικών του αναγνώστη μου είναι επαρκής για να τα καταλάβει.
  Και μια (τουλάχιστον) φορά ο Πιτιγκρίλι συμφύρει το ενδοκειμενικό της πλοκής με το εξωκειμενικό της συγγραφής, παρουσιαζόμενος, αν και τριτοπρόσωπος αφηγητής, ως μη παντογνώστης:
  «-Κάθε μέρα, επρόσθεσε ο καθηγητής, και πρόσθεσε πάλι μια λατινική φράσι, η οποία χάθηκε στο θόρυβο του τραίνου, κι έτσι δεν την ακούσαμε να σας την εξηγήσουμε» (σελ. 160).
  Δεν τον πιστεύω, έκανε πως δεν την άκουσε για να μην υποχρεωθεί να τη μεταφράσει.
  Εξαιρετικός ο Πιτιγκρίλι, διαβάζοντας το βιογραφικό του έμαθα γιατί έχει πέσει η φήμη του. Συνεργάστηκε με τους φασίστες καταδίδοντας αντιφασίστες συγγραφείς. Αν πέσει κανένα άλλο βιβλίο του στο χέρι μου σίγουρα θα το διαβάσω.   



Γεώργιος Μενεγάκης (Γέω-Μένες), Από μις Ελλάς τροτέζα

Εις μνήμην.
Γεώργιος Μενεγάκης (Γέω-Μένες),  Από μις Ελλάς τροτέζα, Μάρτιος 1956, σελ. 38
Η νουβέλα του σε pdf.

Saturday, July 28, 2018

Tay Garnett, Τhe postman always rings twice (1946)


Tay Garnett, Τhe postman always rings twice (1946)


  Είδαμε το «Ο ταχυδρόμος πάντα κτυπάει δυο φορές» γιατί διαβάσαμε ότι αποτελεί την πηγή έμπνευσης για την ταινία του Αντονιόνι «Το χρονικό μιας αγάπης» που παίζεται από προχθές σε επανέκδοση στους κινηματογράφους.
  Στην ανάρτησή μου για την ταινία «Έρωτας στη Σιβηρία» που παίζεται επίσης από προχθές στους κινηματογράφους έγραψα «μου αρέσουν τα romance. Τα crime λιγότερο, αλλά σε αυτά σχεδόν πάντα υπάρχει και το romance. Στην ταινία του Ρος εκπροσωπούνται ισόποσα θα έλεγα».
  Ισόποσα εκπροσωπούνται και στην ταινία του Tay Garnett.
  Η ταινία ξεκινάει σαν romance. Ο περιπλανώμενος άνδρας που μόλις έχει προσληφθεί από τον ιδιοκτήτη ενός βενζινάδικου την πέφτει στη νεαρή γυναίκα του. Αυτή στην αρχή αντιστέκεται αλλά στο τέλος υποκύπτει. Φεύγουν με τα πόδια κουβαλώντας στα χέρια τις βαλίτσες τους -δηλαδή ο άνδρας τις κουβαλάει - κάποια μέρα που ο σύζυγος λείπει στην πόλη. Η γυναίκα, συνειδητοποιώντας τις δυσκολίες του εγχειρήματος, αποφασίζει να γυρίσει πίσω. Ο άνδρας την ακολουθεί. Ευτυχώς ο σύζυγος δεν έχει επιστρέψει ακόμη.
  Ποια άλλη λύση υπάρχει;
  Μα να τον βγάλουν από τη μέση.
  Το επεισόδιο αυτό παίρνει ο Αντονιόνι για την ταινία του.
  Πριν τα καταφέρουν συμβαίνει το ατύχημα· που όμως δεν αποβαίνει μοιραίο, όπως στην ταινία του Αντονιόνι.
  Θα επιχειρήσουν δεύτερη φορά. Θα τα καταφέρουν, όμως ο πονηρός αστυνομικός τους έχει υποπτευθεί. Θα καθίσουν στο σκαμνί του κατηγορουμένου. Όμως ένα στοίχημα που έβαλαν ο εισαγγελέας με τον συνήγορο υπεράσπισης της γυναίκας θα τους ξελασπώσει. Στο μεταξύ όμως είχαν στραφεί ο ένας εναντίον του άλλου, καθώς ο άντρας παρασύρθηκε να υπογράψει μια δήλωση ότι η γυναίκα είναι αυτή που εμπνεύστηκε και εκτέλεσε το έγκλημα. Θα καταδικαστεί με αναστολή, ενώ ο δικηγόρος θα εισπράξει το στοίχημα.
  Πολλές φορές έχω γράψει ότι δεν μου αρέσουν οι ταινίες με unhappy end. Εδώ θα πρέπει να γράψω ότι υπάρχουν και οι εξαιρέσεις.
  Στο τέλος του έργου θαυμάζουμε την αποθέωση του έρωτα, όμως δεχόμαστε το unhappy end, γιατί μόνο έτσι θα θριαμβεύσει η ποιητική δικαιοσύνη, που όπως και η θεία, είναι παντοδύναμη στις μυθοπλασίες-αν και όχι πάντα. 
 


Thursday, July 26, 2018

Michelangelo Antonioni, Cronaca di un amore (Το χρονικό μιας αγάπης 1950)


Michelangelo Antonioni, Cronaca di un amore (1950)

  Από σήμερα στους κινηματογράφους, σε επανέκδοση.
  Το «Χρονικό ενός έρωτα» είναι η πρώτη ταινία του Αντονιόνι. Εξαιρετική ταινία, προανήγγειλε τον μεγάλο σκηνοθέτη.
  Το μοτίβο της ταινίας θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε «Σατανικοί εραστές». Αρχετυπικό έργο είναι ο «Αγαμέμνων», και η «Τερέζα Ρακέν» του Ζολά από τα πιο γνωστά, χωρίς το δραματικό τους τέλος όμως.
  Ο σύζυγος, πάμπλουτος, βάζει ιδιωτικό ντετέκτιβ να ψάξει για το παρελθόν της εικοσιεπτάχρονης και όμορφης γυναίκας του. Πολύ κακή κίνηση, γιατί οι δυο παρολίγον εραστές βρίσκονται πάλι μαζί. Ο θάνατος της φίλης του άνδρα, που θα μπορούσαν να την εμποδίσουν (έπεσε στο φρεάτιο ενός ασανσέρ) ήταν η αιτία που δεν τους άφησε να ενωθούν, όπως και στα «Φτερά της περιστέρας» του Iain Softley. Ο άνδρας, όταν αντιλαμβάνεται ότι γίνεται έρευνα για τη γυναίκα, φοβάται μήπως έχει υποψιαστεί κάτι η αστυνομία και τους ψάχνει, και έτσι πηγαίνει και τη βρίσκει, μετά από χρόνια που δεν είχαν καμιά επαφή, για να την ενημερώσει. Και πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
  Όμως ο άνδρας είναι φτωχός. Πώς θα ζήσει η καλομαθημένη γυναίκα;
  Πρέπει να βγάλουν τον άντρα της από τη μέση. Τα έχουν σχεδιάσει όλα, ο άνδρας είναι έτοιμος να τον σκοτώσει. Όμως δεν θα προλάβει, η μοίρα θα φροντίσει γι’ αυτό. Και ο θάνατος του άντρα της θα τους χωρίσει, όπως τους χώρισε παλιά ο θάνατος της γυναίκας.
  Αποστασιοποιημένος από τον ιταλικό νεορεαλισμό, ο Αντονιόνι μας παρουσιάζει το πορτραίτο μιας ακόρεστης γυναίκας που έχει εισέλθει στην υψηλή κοινωνία. Αφού στα νιάτα της άλλαζε τους άντρες σαν τα πουκάμισα, γνώρισε επί τέλους έναν άνδρα τον οποίο ερωτεύθηκε βαθιά. Όμως ο θάνατος της φίλης του, όπως είπαμε, ήταν η αιτία που δεν τους άφησε να γίνουν ζευγάρι. Αυτή, αφού δεν κατάφερε να παντρευτεί από έρωτα, παντρεύτηκε για τα λεφτά. Όμως ο έρωτας της ήταν πάντα μια έλλειψη. Και όταν της εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια της, δεν θέλησε να τον χάσει για δεύτερη φορά.
  Για μια ακόμη φορά επαληθεύεται η παροιμία: «Δεν μπορείς να έχεις την πίττα σωστή και το σκύλο χορτάτο»-που βέβαια έχει και τις εξαιρέσεις της.   
  Το «The postman always rings twice» (1946) του Tay Garnett αποτέλεσε την έμπνευση για την πλοκή της ταινίας, διαβάζω στη βικιπαίδεια. Δεν μπορούσα να μην την δω, για να κάνω τη σύγκριση, μια και είπαμε ότι είμαι ιδιοσυγκρασιακά συγκριτολόγος. Και φυσικά θα δω και το remake της ταινίας, του Bob Rafelson (1981).
  Τα κοινά σημεία που έχουν τα δυο έργα είναι η νέα γυναίκα που παντρεύτηκε τον μεσήλικα (δεν θα μάθουμε για ποιο λόγο) και που κάποια στιγμή θα υποκύψει στο φλερτ του νεαρού που ο άντρας της προσέλαβε στη δουλειά του. Φεύγουν κάποια μέρα που ο άντρας της λείπει, αλλά πριν πάνε μακριά συνειδητοποιεί τις δυσκολίες του εγχειρήματος και αυτά που έχει να χάσει και γυρνάνε πίσω. Σχεδιάζουν να τον σκοτώσουν, αλλά πριν προλάβουν συμβαίνει το ατύχημα, που όμως δεν θα το στείλει στο θάνατο. Όλα αυτά στην αρχή της ταινίας του Tay Garnett, ενώ στην ταινία του Αντονιόνι βρίσκονται στο τέλος.  



Joseph Losey, Mr. Klein (Ο κύριος Κλάιν 1976)


Joseph Losey, Mr. Klein (Ο κύριος Κλάιν 1976)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους, σε επανέκδοση.
  Μου είναι γνωστός ο Joseph Losey, αλλά πιο γνωστός ο σεναριογράφος Franco Solanas. Ανάμεσα στις ταινίες στις οποίες υπογράφει το σενάριο και που έχω δει είναι και δυο του Κώστα Γαβρά.
  Συχνά η πλοκή είναι το πρόσχημα για να αναδειχθεί το φόντο, και αυτό φαντάστηκα και για αυτή την ταινία. Όμως δεν είναι έτσι, το φόντο, η συγκέντρωση των εβραίων στη Γαλλία του Βισύ τον Ιούλιο του 1942 και η αποστολή τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία θίγεται πολύ λίγο, κυρίως στο τέλος που παρασύρει και τον κεντρικό ήρωα, τον κο Κλάιν τον οποίο υποδύεται ο Αλέν Ντελόν που είναι και ο παραγωγός.
  Πλούσιος, βοηθάει κάποιους εβραίους που πουλάνε τα υπάρχοντά τους για να φύγουν από τη Γαλλία, αλλά με το αζημίωτο βέβαια. Όχι, δεν είναι συλλέκτης, δεν θέλει να μάθουν την διεύθυνσή του και άλλοι εβραίοι, λέει σε εκείνον από τον οποίο αγοράζει ένα πίνακα στην αρχή της ταινίας, σε αρκετά χαμηλή τιμή.
  Του έρχεται μια εβραϊκή εφημερίδα. Προφανώς πρόκειται για συνωνυμία με κάποιο εβραίο. Ποιος το έκανε αυτό; Θέλει να ξεκαθαρίσει την κατάσταση στην αστυνομία πριν βρεθεί μπλεγμένος. Ταυτόχρονα προσπαθεί να βρει τον άλλο Κλάιν. Και, ναι, πρέπει να αποδείξει με πιστοποιητικά μέχρι και των παππούδων και των γιαγιάδων του ότι δεν έχει εβραϊκή καταγωγή. Αυτά όμως αργούν να έλθουν. Στο τέλος θα συλληφθεί και θα βρεθεί μαζί με άλλους εβραίους στο τρένο που τους μεταφέρει στη Γερμανία.
  Ποιον είδε ανάμεσα στους εβραίους και έτρεξε να τον βρει, και δεν πήγε στο φίλο του που του έδειχνε το τελευταίο πιστοποιητικό που περίμενε; Η εμμονή μήπως στην αναζήτηση του άλλου Κλάιν; Ή δεν κατάλαβα, ή πρόκειται για σεναριακή αδυναμία.
  Εξαιρετικός κατά τα άλλα ο σεναριογράφος όπως και ο σκηνοθέτης, μας έδωσαν μια πάρα πολύ καλή ταινία που η εταιρεία διανομής σκέφτηκε ότι άξιζε τον κόπο να επανεκδοθεί. Τα μακροσκελή πλάνα δεν είδα να με κουράζουν καθόλου.
  Στο λήμμα της βικιπαίδειας διαβάζω για ομοιότητες της ταινίας με τα έργα του Κάφκα «Μεταμόρφωση», «Δίκη» και «Πύργο». Τα δυο τελευταία τα ξαναδιάβασα πρόσφατα, και θυμόμουνα αρκετά καλά τη «Μεταμόρφωση», όμως δεν πρόσεξα καμιά ομοιότητα. Η σύγκριση μου φαίνεται αρκετά παρατραβηγμένη. Απεναντίας πρόσεξα την ομοιότητα του «After hours» με τον «Πύργο», στην οποία δεν αναφέρθηκε η βικιπαίδεια.  
   

Matthew Ross, Siberia (Έρωτας στη Σιβηρία, 2018)


Matthew Ross, Siberia (Έρωτας στη Σιβηρία, 2018)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Έχω δηλώσει ότι μου αρέσουν τα romance. Τα crime λιγότερο, αλλά σε αυτά σχεδόν πάντα υπάρχει και το romance. Στην ταινία του Ρος εκπροσωπούνται ισόποσα θα έλεγα.
  Ο Κιάνου Ρηβς είναι έμπορος διαμαντιών. Θα πάει στην Ρωσία για μια διαπραγμάτευση. Όμως εκεί θα βρεθεί μπροστά σε απροσδόκητα προβλήματα, που τον φέρνουν στο στόχαστρο των αγοραστών. Παράλληλα θα ερωτευθεί μια Ρωσίδα, ιδιοκτήτρια ενός μπαρ. Κάποιες δυσκολίες με τα αδέλφια της θα ξεπεραστούν.
  Α, έχω δηλώσει επίσης ότι δεν μου αρέσουν τα unhappy end.
  Αρκετά καλή ταινία, θα μου άρεσε περισσότερο αν…
  Αν ενδιαφέρεστε να δείτε πώς δυο άτομα γίνονται αδελφοποιτοί στη Ρωσία, δείτε οπωσδήποτε την ταινία. Θα εκπλαγείτε. 

Tuesday, July 24, 2018

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου


Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου (μετ. Κλαίτη Σωτηριάδου), Λιβάνης 2004, σελ. 205


  Είναι το κύκνειο άσμα του Μάρκες, ένα βιβλίο που με γεμίζει αναμνήσεις. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ήθελα να το ξαναδιαβάσω.
  Το διάβασα τότε που εκδόθηκε, ταξιδεύοντας με το αεροπλάνο για Μαδρίτη. Το αγόρασα στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος». Ήταν οι διακοπές των Χριστουγέννων. Βέβαια στις δυόμισι ώρες πτήσης δεν πρόλαβα να το τελειώσω, το τέλειωσα στο ξενοδοχείο.   
  Υπογράμμισα τα πιο ενδιαφέροντα, όπως συνηθίζω πάντα (τώρα που διαβάζω συχνά σε pdf βάζω μια λέξη σε highlight ή σε note αν δεν μου παίρνει το highlight το adobe reader). Ένα απόσπασμα το θυμόμουν πάντα, το χρησιμοποίησα μάλιστα και σαν άλλοθι: «Το σεξ είναι η παρηγοριά που έχει κανείς όταν δεν υπάρχει έρωτας» (σελ. 110).
  Το ξαναδιάβασα τη Δευτέρα το βράδυ (16 Ιούλη) στο πλοίο, κατεβαίνοντας στην Κρήτη. Το ξεκίνησα κατά τις 10 στο μπαρ του πλοίου και το τέλειωσα κατά τις 1.30. Οι σελίδες του ήταν αρκετά αραιογραμμένες, ώστε με το να γίνουν 205 τον αριθμό δικαιολογούσαν τα 15 ευρώ που έδωσα για να το αγοράσω.
  Την πλοκή την είχα ξεχάσει εντελώς. Θυμόμουνα πάντως ότι τα κύρια πρόσωπα ήταν ένας ενενηντάρης και μια δεκατετράχρονη που του την πλασάρισε μια ματρόνα.
  Τώρα που έχω διαβάσει το «Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών» ξέρω από πού το εμπνεύστηκε. Υπάρχει άλλωστε και σαν μότο στην αρχή του βιβλίου ένα απόσπασμα από αυτό το μυθιστόρημα του Γιασουνάρι Καουαμπάτα:
  «Η γυναίκα που υποδέχτηκε τον Εγκούτσι στο πανδοχείο τον προειδοποίησε ότι δεν επιτρεπόταν να κάνει τίποτα που να μη συμφωνεί με τους κανόνες της αισθητικής. Δεν επιτρεπόταν να βάλει το δάχτυλό του μέσα στο στόμα της κοιμισμένης κοπέλας ή να επιχειρήσει κάτι παρόμοιο».
  Και φυσικά, όπως θυμάμαι, και το όργανό του στο αιδοίο της. Μόνο να τη χαϊδέψει μπορούσε, ενώ αυτή ήταν ναρκωμένη με κάποιο υπνωτικό.
  Ο ενενηντάρης δημοσιογράφος, όπως μας αφηγείται ο ίδιος, γνώρισε μόνο τον πληρωμένο έρωτα. Μάλιστα και σ’ αυτές που δεν ήθελαν να πάρουν χρήματα τους έδινε με το ζόρι. Μας λέει ότι «Με τις πουτάνες δεν μου έμεινε χρόνος για να παντρευτώ».
  Ξαφνικά, για να γιορτάσει τα ενενήντα του χρόνια, του ήλθε η επιθυμία να κάνει σεξ με μια παρθένα. Παίρνει τηλέφωνο μια παλιά μαστροπό με την οποία είχε να επικοινωνήσει 20 χρόνια και της ανακοινώνει την επιθυμία του. Θέτει όμως έναν όρο: να είναι δεκατεσσάρων χρονών (βάζει αυτό τον όρο, υποθέτω, ξέροντας ότι θα δυσκολευόταν η ματρόνα να βρει παρθένα σε μεγαλύτερη ηλικία, και δεν ήθελε να περιμένει). 
  Στο δωμάτιο που θα τη συναντήσει αυτή κοιμάται, όπως έχει συμφωνηθεί. Της έχουν δώσει ένα ελαφρύ υπνωτικό. Δεν θέλει να την ξυπνήσει, περιμένει να ξυπνήσει μόνη της. Όμως στο μεταξύ τον παίρνει τον ίδιο ο ύπνος.
  Στην επόμενη συνάντηση πάλι δεν θα την ξυπνήσει, αλλά θα της ψιθυρίζει στο αυτί της ιστορίες. Το ίδιο και στην επόμενη συνάντηση. Το σεξ πια δεν τον ενδιαφέρει, την έχει ερωτευθεί, πράγμα που φαίνεται από τα άρθρα του στην εφημερίδα, άρθρα που ξεσήκωσαν τον ενθουσιασμό.
  «Παραζαλισμένος από την αμείλικτη ανάμνηση της κοιμισμένης Ντελγαδίνα, άλλαξα, ασυνείδητα, το πνεύμα των κυριακάτικων άρθρων μου. Όποιο κι αν ήταν το θέμα, έγραφα τα άρθρα γι’ αυτή, γελούσα κι έκλαιγα μαζί τους γι’ αυτή και με κάθε λέξη έφευγε η ζωή μου. Αντί για συνηθισμένα σύντομα ειδησεογραφικά άρθρα, άρχισα να τα γράφω σαν ερωτικά γράμματα τα οποία ο καθένας θα μπορούσε να οικειοποιηθεί» (σελ. 105).
  Ένας δολοφονημένος στο σπίτι της ματρόνας θα βάλει τέρμα στις συναντήσεις αυτές. Θα τη χάσει. Θα την αναζητήσει, μάταια όμως.
  Φυσικά στο τέλος θα τη βρει. Τον έχει ερωτευθεί κι αυτή: «-Αχ, θλιμμένε μου δάσκαλε, ευτυχώς που είσαι γέρος αλλά όχι ηλίθιος, είπε η Ρόζα Καμπάρκας, σκασμένη στα γέλια. Αυτό το καημένο πλάσμα έχει ξετρελαθεί μαζί σου» (σελ. 179).
  Καθώς τη βλέπει στολισμένη και βαμμένη να τον περιμένει στο κρεβάτι, είναι σίγουρος πως έχει γίνει πόρνη. Τρελός από τη ζήλεια τα κάνει γης μαδιάμ εκεί μέσα και φεύγει. Η ματρόνα τον κατσαδιάζει και τον βάζει να πληρώσει τα σπασμένα. Αλλά φυσικά, τέλος καλό όλα καλά.
  «Με κοίταξε κατάματα, μέτρησε την αντίδρασή μου σε αυτό που μόλις μου είχε διηγηθεί και μου είπε: “Γι’ αυτό πήγαινε αμέσως να βρεις εκείνο το καημένο πλάσμα ακόμα κι αν είναι αλήθεια αυτό που σου λέει η ζήλια σου, όπως και να ’ναι, γιατί αυτά που έζησες κανείς δεν μπορεί να σου τα πάρει. Αλλά πρόσεξε, χωρίς γεροντικούς ρομαντισμούς. Ξύπνησέ τη, γάμησέ τη μέχρι τ’ αφτιά, μ’ εκείνο το μουλαρίσιο πούτσο που σου χάρισε ο διάβολος για τη δειλία και τη τσιγκουνιά σου. Σοβαρά όμως” συνέχισε από καρδιάς, “κοίτα μην πεθάνεις χωρίς να δοκιμάσεις τι θαύμα είναι να γαμάς από έρωτα» (σελ. 158-159). 
  Το να γαμάς από έρωτα είναι θαύμα, αλλά δεν είναι καθόλου μικρότερο θαύμα να γαμάς στα ενενήντα σου, έστω και χωρίς έρωτα. Αλλά, για να είμαστε ρεαλιστές, αν ισχύει η κρητική παροιμία «μετά τα εβδομήντα σου, ας είσαι κι ευρωπαίος/ σου μένουν μόνο τα ευρώ και χάνεται το πέος», είναι μεγάλο θαύμα να φτάσεις τα ενενήντα και να πηγαίνεις μόνος σου στην τουαλέτα. Ο πατέρας μου τα πέρασε (πέθανε ενενήντα τεσσάρων χρόνων) και μόνο τις τελευταίες σαράντα μέρες ήταν κατάκοιτος. Εγώ δεν το πιστεύω για μένα, απλά θέλω να ελπίζω.  Όμως να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα ακόμη:
  «Από την άλλη πλευρά, πρόκειται για το θρίαμβο της ζωής το ότι η μνήμη των γέρων χάνεται για τα μη απαραίτητα πράγματα αλλά σπάνια λαθεύει για τα όσα στ’ αλήθεια μας ενδιαφέρουν. Ο Κικέρωνας το περιέγραψε με μια μόνο φράση: “Δεν υπάρχει γέρος που να ξεχάσει το σημείο που έχει θάψει το θησαυρό του”» (σελ. 21).
  Το αντέγραψα μήπως και το ξαναδιαβάσω κάποια στιγμή, όταν θα το έχω ξεχάσει. Γιατί δεν είναι κάτι που με ενδιαφέρει.
  «Γύρισα στο σπίτι ενώ με βασάνιζε το διαβολάκι που μας σφυρίζει στο αφτί τις αποστομωτικές απαντήσεις που δεν δώσαμε εγκαίρως» (σελ. 74).
  Και εμένα με έχει βασανίσει κάποιες φορές αυτό το διαβολάκι.
 «Έχω πολύ κακή χημεία με τα ζώα, όπως και με τα παιδιά που δεν έχουν αρχίσει να μιλούν» (σελ. 80).
  Και εγώ το ίδιο, με εξαίρεση τις γάτες.
  «Το μεσημέρι αποσύνδεσα το τηλέφωνο για να καταφύγω στη μουσική μ’ ένα εξαιρετικό πρόγραμμα: τη ραψωδία για κλαρινέτο και ορχήστρα του Βάγκνερ, τη ραψωδία για σαξόφωνο του Ντεμπισί και το κουιντέτο για έγχορδα του Μπρούκνερ, που αποτελεί ένα καταφύγιο της Εδέμ μες στον κατακλυσμό του έργου του» (σελ. 83-84).
  Τέτοιες αναφορές σε μουσικά έργα υπάρχουν αρκετές. Κάποια στιγμή λέω να τα ακούσω.
  «Είναι η γάτα ένας μικρός τίγρης του σαλονιού» (σελ. 125).
  Αυτό το έχει γράψει ο Νερούντα και το αντιγράφει ο Μάρκες.
  Και θυμήθηκα το «τιγράκι», όπως είχα ονομάσει ένα από τα γατάκια μου.
  «Την είδα με τα μάτια θολά από πόθο και την προσκάλεσα να αγκαλιαστούμε γυμνοί. Αυτή, με περιφρόνηση, μου είπε: -Έχετε σκεφτεί τι θα κάνετε αν σας πω ναι;».
  Θυμήθηκα μια ιστορία που αρέσει πολύ στο φίλο μου τον Πρατικάκη. Την παρουσιάζει σαν αληθινή, αλλά μάλλον για να δώσει αληθοφάνεια στο ανέκδοτο.
  Μια παρέα νεαροί Μυρτιανοί βλέπουν κάτι τουρίστριες ξαπλωμένες στην παραλία. -Πάμε να τους κολλήσουμε; Προτείνει ένας. -Κι αν μας πούνε όχι; Τους προσγειώνει ένας άλλος.
  Ναι, θα ρεζιλεύονταν.
  Εξηνταπεντάρηδες πια, βλέπουν πάλι κάποιες νεαρές τουρίστριες στην παραλία. -Πάμε να τους κολλήσουμε; Λέει ένας. -Κι αν μας πούνε ναι; Τους προσγειώνει πάλι ένας άλλος.
  Πάλι υπήρχε κίνδυνος να ρεζιλευτούν.
  «Είναι αδύνατο να μην καταλήξει κανείς να γίνει όπως οι άλλοι πιστεύουν πως είναι» (σελ. 153).
  Αυτό αποδίδεται στον Ιούλιο Καίσαρα και το παραθέτει ο Μάρκες. Είπα να μην το παραθέσω κι εγώ μια και δεν συμφωνώ, αλλά το παρέθεσα για να δηλώσω ότι παραθέτω μόνο ό,τι με βρίσκει σύμφωνο.
  «…σκέφτηκα να παραιτηθώ από τη μοναχική ηδονή να παρακολουθώ τον ύπνο της Ντελγκαδίνα, όχι τόσο λόγω της βεβαιότητας του θανάτου μου όσο για τον πόνο να τη φαντάζομαι χωρίς εμένα στην υπόλοιπη ζωή της» (σελ. 171).
  Οι μαχαραγιάδες είχαν λύσει το πρόβλημα: τις έπαιρναν μαζί τους στον άλλο κόσμο καθώς, σύμφωνα με το έθιμο, οι χήρες καίγονταν στην πυρά. Ευτυχώς που ήλθαν οι Εγγλέζοι και το απαγόρευσαν. Νομίζω και στον «Ανυποψίαστο ανθρωπολόγο» διάβασα κάτι παρόμοιο.   
  Στο μοτίβο της Λολίτας έχω αναφερθεί και άλλες φορές. Και καθώς είμαστε μια φαλλοκρατική κοινωνία, την αντιστροφή του δεν θα τη συναντήσουμε παρά σπάνια (Στα «Σαράντα καράτια» του Μίλτον Κατσέλας, όπου όμως το μοτίβο της Λολίτας είναι κυρίαρχο), ενώ το μοτίβο του Σταχτοπούτου σε σχέση με το μοτίβο της Σταχτοπούτας («Pretty woman») είναι σήμερα κυρίαρχο, κυρίως στην κινηματογραφική μυθοπλασία: «Ο εραστής της Λαίδης Τσάτερλι», «Η παρθένα και ο τσιγγάνος», «Η αρχόντισσα και ο αλήτης», κ.ά.
  Είδα και την ομώνυμη ταινίαMemoria de mis putas tristes», 2011) του Henning Carlsen.
  Μικρό το μυθιστόρημα, το μετέφερε σχεδόν αυτούσιο ο Κάρλσεν, με μικροαλλαγές.
  Εδώ έχω να κάνω μια παρατήρηση σε σχέση με τα όρια της αφήγηση του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, που είναι ο δημοσιογράφος. Μπορεί να αφηγηθεί μόνο ότι του συμβαίνει ή ότι έχει ακούσει. Ο περιορισμός αυτός δεν υπήρξε στην ταινία, παρά το ότι ο σκηνοθέτης μπάζει συχνά τον αφηγητή. Αυτό του επέτρεψε να κάνει πιο πειστικό το «Αυτό το καημένο πλάσμα έχει ξετρελαθεί μαζί σου» που διαβάσαμε στο βιβλίο. Βλέπουμε την Ντελγκαδίνα να τον παρακολουθεί από μακριά με το ποδήλατο. Στο εργαστήριο που δουλεύει με πολλές άλλες κοπέλες ράβοντας κουμπιά, τις ακούει να λένε για το ποια να είναι άραγε η κοπέλα με την οποία είναι ξετρελαμένος ο δημοσιογράφος. Αποκλείεται να είναι από τα μέρη τους, σχολιάζει κάποια. Αυτή, με κατεβασμένο το κεφάλι, δεν βγάζει μιλιά.
  Για πρώτη φορά βλέπω ταινία να συναγωνίζεται το μυθιστόρημα.
  Ξεπέρασα τον ιδεοψυχαναγκασμό μου να παραθέτω τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους. Η αγαπημένη notion αγαπημένης φίλης «perdida de tiempo» με βοήθησε σ’ αυτό. Είναι πράγματι χάσιμο χρόνου να τους αντιγράφω. Εξάλλου νομίζω ότι αυτοί που με διαβάζουν έχουν πεισθεί πια ότι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος κυλάει στις φλέβες μας και ασυνείδητα διεισδύει στα πεζά μας κείμενα-ακόμη και στον προφορικό λόγο.


Sunday, July 22, 2018

Martin Scorsese, After hours (1985)


Martin Scorsese, After hours (1985)


  Για την ταινία διάβασα στο λήμμα της βικιπαίδειας για τη «Δίκη» του Κάφκα, την οποία ξαναδιάβασα πρόσφατα. Η σκηνή, λέει, του ήρωα που προσπαθεί να μπει σε ένα night club είναι επηρεασμένη από την ιστορία «Μπροστά στο νόμο» που εμπεριέχεται στη «Δίκη». Δεν προλάβαινα να δω την ταινία, έτσι την άφησα για την Κρήτη. Την είδα σήμερα.
  Τελικά η επιρροή βρίσκεται μόνο στην ατάκα του θυρωρού στο night club, που δεν αφήνει τον Πωλ να μπει μέσα «προς το παρόν. Ίσως αργότερα». Μετά τον ρωτάει αν έχει χρήματα, και ο Πωλ του δίνει κάτι ψιλά, τα μόνα που έχει. «Θα τα πάρω για να μην νοιώθεις ότι δεν δοκίμασες τα πάντα», του λέει. Αυτή η ατάκα νομίζω είναι παρμένη ατόφια από τη «Δίκη». Όμως, σε αντίθεση με τη «Δίκη», τον αφήνει τελικά να περάσει μέσα.
  Η επιρροή του Κάφκα βρίσκεται όχι τόσο στο επεισόδιο αυτό όσο σε ολόκληρη την πλοκή. Ο Πωλ, πληροφορικάριος, μπλέκει σε απίστευτα επεισόδια στην προσπάθειά του να επιστρέψει στο σπίτι του ένα βράδυ. Κάτι τρελαμένες γυναίκες του δημιουργούν τα περισσότερα προβλήματα. Η μια από αυτές θα αυτοκτονήσει. Όμως το πιο κωμικό επεισόδιο είναι εκεί που τον μπαντάρει μια σαν άγαλμα, για να ξεφύγει από τους διώκτες του (νομίζουν ότι είναι ο διαρρήκτης της γειτονιάς), που μου θύμισε ανάλογο επεισόδιο από την ταινία «Βάλε τη γιαγιά στο ψυγείο» που προβάλλεται από τις 12 του Ιούλη στους κινηματογράφους.
  Η επιστροφή στο σπίτι παραπέμπει περισσότερο στην «Οδύσσεια», όμως τα γκροτέσκα επεισόδια αυτής της μαύρης κωμωδίας με τον ταλαίπωρο ήρωα θυμίζουν περισσότερο τον Κ. με τις αδιέξοδες προσπάθειές του να πάει στον «Πύργο».
  Ναι, την είχα ξαναδεί την ταινία, αλλά πού να τη θυμάμαι με μόνο τον τίτλο.
  Παραλίγο να το ξεχάσω, άκουσα και ένα αγαπημένο τραγούδι που είχα δεκαετίες να το ακούσω. The Monkees, Last train to Clarksville.



Friday, July 20, 2018

Pif, In guerra per amore (2016)


Pif, In guerra per amore (2016)


  Το φόντο είναι οι τελευταίες μέρες του πολέμου, λίγο πριν και λίγο μετά την απόβαση στη Σικελία. Λίγο πριν, στην Αμερική, η Miriam Leone και ο Andrea di Stefano βρίσκονται σε κατάσταση απελπισίας: ο θείος της θέλει να την παντρέψει με τον γιο ενός πλούσιου συνεργάτη τον οποίο αυτή δεν θέλει να δει στα μάτια της. Τι να κάνουν; Ο Andrea αποφασίζει να καταταγεί στο στρατό, σε μονάδα που θα συμμετάσχει στην απόβαση στη Σικελία. Εύκολο, καθώς έχει σικελική καταγωγή. Ο στόχος του είναι να πάει στο χωριό της και να τη ζητήσει από τον πατέρα της.
  Θα φτάσει στη Σικελία και θα καταφέρει να τον δει μετά από πολλές περιπέτειες, οι περισσότερες διανθισμένες με χιούμορ. Και βέβαια, μια και πρόκειται για κωμωδία, θα έχουμε το γνωστό happy end.
  Για πρώτη φορά βλέπω το φόντο να συναγωνίζεται την πλοκή για το ποιο θα έχει την πρωτοκαθεδρία. Διαβάζοντας το βιογραφικό του σκηνοθέτη βλέπω ότι γεννήθηκε στο Παλέρμο, είναι δηλαδή Σικελός. Επίσης και από τα δυο άλλα έργα του τα οποία αναφέρονται στο βιογραφικό του στο IMDb, («Εκατό βήματα» και «Η μαφία σκοτώνει μόνο το καλοκαίρι») διαπιστώνουμε ότι η Μαφία είναι ένα θέμα που τον απασχολεί. Στο φόντο της ιστορίας μας βλέπουμε την αμερικανική κυβέρνηση να διαπραγματεύεται με τον Λάκι Λουτσιάνο να δώσει οδηγίες στους φίλους του στη Σικελία ώστε η απόβαση των Αμερικανών να γίνει αναίμακτη. Έτσι και γίνεται. Το αποτέλεσμα; Να ελευθερωθούνε όλοι οι ποινικοί των φυλακών, μέλη της μαφίας προφανώς, ως φυλακισμένοι αντιφασίστες, και οι τοπικές εξουσίες (δημαρχεία κ.λπ.) να δοθούν στους νονούς της μαφίας. Μάταια ένας αξιωματικός στέλνει επιστολή διαμαρτυρίας στην Ουάσιγκτον (πραγματικό γεγονός). Στα γράμματα τέλους μαθαίνουμε ότι το 1946 αποφυλακίσθηκε ο Λάκι Λουτσιάνο, προφανώς για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην απόβαση των Αμερικάνων. Όμως δεν αναφέρεται ότι ταυτόχρονα απελάθηκε στην Ιταλία, πράγμα που διάβασα στη βικιπαίδεια (αδύνατον να το θυμάμαι από τη βιογραφική ταινία «Λάκι Λουτσιάνο» (1973) του Francesco Rosi, την οποία είδα στη Λάρισα, τότε που υπηρετούσα τη θητεία μου σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός).
  Να πράγματα που δεν τα ήξερα και τα έμαθα, γελώντας ταυτόχρονα μ’ αυτή την απολαυστική κωμωδία, στην οποία το κωμικό πηγαίνει συχνά χέρι χέρι με τη σάτιρα.

Thursday, July 19, 2018

Gjorce Stavreski, Secret ingredient (Iscelitel, Μυστικό συστατικό 2017)


Gjorce Stavreski, Secret ingredient (Iscelitel, Μυστικό συστατικό 2017)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Είναι η πρώτη ταινία που βλέπω σλαβομακεδόνα σκηνοθέτη (το σλαβομακεδόνας το προτιμώ από το σκοπιανός σαν πιο αντικειμενικό, και όχι μόνο γιατί μπορεί να μην είναι από τα Σκόπια), αν και έχω στο αρχείο μου κάποιες ακόμη που σκοπεύω να τις δω, στα πλαίσια ενός project.
  Η ταινία ξεκινάει σαν drama. Ο πατέρας έχει καρκίνο στον πνεύμονα, δεν του μένει, λέει ο γιατρός, παρά λίγος χρόνος ζωής. Ο γιος τον φροντίζει όσο μπορεί, παρά τις φοβερές οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Δεν έχει χρήματα να πληρώσει για τα φάρμακα που πρέπει, το δημόσιο δεν τα εγκρίνει, και τα ομοιοπαθητικά δεν τα εμπιστεύεται. Και όμως υπάρχει ένα πρόβλημα στη σχέση τους, πρόβλημα που επιδεινώθηκε μετά το θάνατο της μητέρας του και του αδελφού του.
  Στη συνέχεια εξελίσσεται σε crime. Ο γιος βρίσκει ένα δέμα με ναρκωτικά. Ανάμεσά τους υπάρχει και κάνναβη. Κάπου διάβασε ότι βοηθάει στην καταπολέμηση του καρκίνου. Φτιάχνει κέηκ για τον πατέρα του όπου μέσα βάζει και κάνναβη, με αποτέλεσμα να παρουσιάσει μια φοβερή βελτίωση.
  Αναρωτιόμουνα πιο θα ήταν το τέλος, καθώς οι ιδιοκτήτες των ναρκωτικών θα τα αναζητούσαν και, δεν μπορεί, αργά ή γρήγορα θα τον έβρισκαν. Όταν είδα όμως την ταινία να εξελίσσεται σε κωμωδία, με αρκετά σπαρταριστά επεισόδια, κατάλαβα ότι το τέλος δεν μπορεί παρά να είναι happy.
  Αυτό το σπόιλερ μπορώ να το κάνω, γιατί δεν μου αρέσουν οι ταινίες με unhappy end, και μπορεί να μην αρέσουν και σε σας. Μια ταινία δεν πήγα να τη δω στη δημοσιογραφική της προβολή γιατί ο γιος μου έκανε το σπόιλερ, μου είπε ότι είχε unhappy end.   
  Πολύ ωραία η συνέντευξη που έδωσε ο σκηνοθέτης στον Γιάννη Κοντό, μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ.


Michael Radford, Massimo Troisi, Il postino (1994)


Michael Radford, Massimo Troisi, Il postino (1994)


   Από σήμερα στους κινηματογράφους, σε επανέκδοση.
  Την είδαμε πριν χρόνια και την ξαναείδαμε με την ευκαιρία της επανέκδοσης. Θυμόμουνα τις περίφημες metafore, που ακούγονται συχνά στην ταινία. Η μεταφορά είναι το κύριο υφολογικό σχήμα στην ποίηση. Εξάλλου ο Roman Jakobson χαρακτήρισε τη λυρική ποίηση ως μια τεράστια μεταφορά της πραγματικότητας ενώ την πεζογραφία ως μια τεράστια μετωνυμία της.
  Δεν βλέπουμε συχνά ταινίες στις οποίες ο κύριος χαρακτήρας να είναι επώνυμος, με εξαίρεση βέβαια τις βιογραφικές. Εδώ η ταινία είναι μυθοπλασίας, μεταφορά ενός μυθιστορήματος, στο οποίο όμως η πλοκή τοποθετείται σε ένα νησί κοντά στις ακτές της Χιλής και όχι σε ένα νησί της Ιταλίας, όπου υποτίθεται ότι ο Νερούντα είναι εξόριστος.
  Αρχίζω πάλι να σκέφτομαι με όρους του θεάτρου Νο. Ο shite είναι ο ταχυδρόμος, ενώ ο waki, ο βοηθητικός ρόλος, είναι ο Νερούντα, τον οποίο υποδύεται έξοχα ο Φιλίπ Νουαρέ. Ρεσιτάλ ηθοποιίας δίνει ο Massimo Troisi, που συνυπογράφει και σαν σκηνοθέτης, σε ένα ρόλο ζωής, αφού όπως διάβασα στη βικιπαίδεια, καθυστέρησε να κάνει μια εγχείρηση καρδιάς μέχρι να τελειώσουν τα γυρίσματα της ταινίας με αποτέλεσμα να πεθάνει από καρδιακή προσβολή την επομένη των γυρισμάτων.
  Ο Νερούντα λοιπόν τον βοηθάει με τις ποιητικές μεταφορές να κατακτήσει την κοπέλα που έχει ερωτευθεί, πάνω στο μοτίβο του Συρανό ντε Μπερζεράκ. Μέχρι να την κατακτήσει όμως θα βρεθούμε μπροστά σε πολλά κωμικά επεισόδια, κυρίως με την μέλλουσα πεθερά του. Και βέβαια υπάρχει η πολιτική σάτιρα, με τους πολιτικούς που όλο υπόσχονται, για να αθετήσουν όμως τις υποσχέσεις τους μετά τις εκλογές.
  Και θυμήθηκα τη μαντινάδα που έλεγε ένας χωριανός μου, συγχωρεμένος τώρα. Γιάννης Καθεγλάκης ήταν το όνομά του, και το παρατσούκλι του ήταν αραπατσάκος.  
  Ίσαμε που ’χα αψήφιστα, πού ’σαι Γιαννιό, Γιαννάκο
  κι απόκεια κι εποψήφισα, όξω αραπατσάκο.