Τίτλος: «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα»
Συγγραφέας:Νίκος Ξανθόπουλος
Εκδόσεις: Άγκυρα, 2006
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μου αρέσουν οι βιογραφίες, και ιδιαίτερα οι αυτοβιογραφίες. Έχω διαβάσει κάμποσες. Η τελευταία που θυμάμαι ήταν του Φαγιεράμπεντ. Αλήθεια, πώς σκέφτεται ένας διάσημος; Πώς αντιμετωπίζει ο ίδιος την επιτυχία, και πώς τον αντιμετωπίζουν οι άλλοι;
Το πώς αντιμετωπίζουν οι άλλοι ένα διάσημο ηθοποιό είναι εύκολο να το φανταστεί κανείς. Ο Ξανθόπουλος στο βιβλίο του «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα» αναφέρει μερικές περιπτώσεις που η αγάπη φτάνει σε σημείο αληθινής λατρείας. Όμως ο ίδιος πώς αντιμετώπισε την επιτυχία; Αξίζει να παραθέσουμε δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
«Πολλές φορές έπαιρνα το λεωφορείο – αυτοκίνητο δεν είχα ακόμη- και πήγαινα στο Μαρούσι κι από τη στάση, με ψιλόβροχο, περπατούσα μέχρι το στούντιο για να μην ξεχνιέμαι, να είμαι κοντά στον κόσμο, μέσα στον κόσμο, να βλέπω τι τραβάει, πώς περνάει. Έλεγα στον εαυτό μου, περπάτα κερατά, για να μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα και να θυμάσαι πάντα ότι αξιώθηκες, εσύ, ο γιος του κυρ Παναγιώτη του τσαγκάρη, να δεις αγάπες και χαρές που δεν τις έβαζε ο νους σου, και που δεν ξέρουμε σε τελευταία ανάλυση αν τις άξιζες κιόλας» (σελ. 94).
Και πιο κάτω:
«Στη ζωή μου έχω δει τέτοιες χαρές, τόση αγάπη από τον κόσμο, σαν να ’μουνα σπλάχνο από τα σπλάχνα τους, σα να ’μουνα παιδί τους. Ώρες ώρες βούρκωνα, λιώνανε τα μέσα μου, βουβαινόμουν, δεν μπορούσα να μιλήσω.
Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή την αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος, πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ένα με τον κόσμο, ένας με αυτούς. Δεν απέφευγα τους ανθρώπους, βρισκόμουν ανάμεσά τους, δίπλα τους, να τους νιώθω, να τους καταλαβαίνω, για να μπορώ και στα έργα μου να μιλάω για τους καημούς και τα προβλήματά τους, που ήταν και δικά μου παλιότερα. Δεν ξεχνούσα τον τσαγκάρη πατέρα μου, τη μητέρα μου στη φάμπρικα, τη μητριά μου παραδουλεύτρα» (σελ. 125).
Την ιστορία τη μαθαίνεις εγκεφαλικά, τη βιώνεις όμως (και την αφομοιώνεις) καλύτερα συναισθηματικά. Την περισσότερη ιστορία που ξέρω την ξέρω μέσα από λογοτεχνικές σελίδες. Για παράδειγμα, την εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία την ξέρω μέσα από τις σελίδες του Τολστόι, στο «Πόλεμος και Ειρήνη». Άλλο είναι να διαβάζεις σε ένα εγχειρίδιο ιστορίας για τον ξεριζωμό των μικρασιατών και τις δυσκολίες που συνάντησαν στην μετεγκατάστασή τους στην Ελλάδα, και άλλο να τα «βιώνεις» μέσα από τις αυτοβιογραφικές σελίδες του Ξανθόπουλου, που, παιδί προσφύγων ο ίδιος, περιγράφει με γλαφυρότατο τρόπο τις απαίσιες συνθήκες διαβίωσής τους, τουλάχιστο τον πρώτο καιρό, μέχρι να μπορέσουν να ορθοποδήσουν.
Το ότι ο Ξανθόπουλος είναι άνθρωπος του διαβάσματος το ήξερα από παλιά, από παλιές του συνεντεύξεις. Το πάθος του αυτό για το διάβασμα περιγράφεται ανάγλυφα μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Και καθώς όποιος διαβάζει πολύ μπορεί να γράφει κιόλας, δεν με παραξένεψε καθόλου η αφηγηματική άνεση του Ξανθόπουλου. Λιτός, ουσιαστικός, διεισδυτικός, περιγράφει καταστάσεις και επεισόδια από τη ζωή του με συναρπαστικό τρόπο, διανθισμένα κατά τόπους με ένα λεπτό, διακριτικό χιούμορ. Για παράδειγμα:
«Κρατάγαμε μαζί ένα στεφάνι στην κηδεία του Λαμπράκη – το στεφάνι που είχε στείλει ο Κατράκης. Και το κρατάγαμε ωραία, γιατί μετά μας δείξανε και τη φωτογραφία μας στην ασφάλεια» (σελ. 168).
Ο Ξανθόπουλος, ποντιακής καταγωγής, παραθέτει αρκετούς διαλόγους στην ποντιακή διάλεκτο (ευτυχώς με μετάφραση). Τη στιχομυθία του με έναν ταξιτζή την αναπτύσσει σε πάνω από δυο σελίδες.
Δίπλα στο κοινωνικοπολιτικό background που βλέπουμε στο βιβλίο, ο Ξανθόπουλος, με τα επεισόδια που περιγράφει εικονογραφεί τόπους και ομάδες ανθρώπων. Από τις πιο γλαφυρές περιγραφές του είναι αυτές για τους μετανάστες και για τους Κρητικούς. Και φυσικά βέβαια για τα νυχτερινά μαγαζιά, τους ιδιοκτήτες και τους θαμώνες τους.
Το τι «θυμάται» ο Ξανθόπουλος είναι απίστευτο. Βρίσκεται στην πλατεία στο Πισκοκέφαλο, στη Σητεία, και ρωτά το διπλανό του:
«Πουλιά, μωρέ, δεν έχει πουλιά; Δεν ακούω τίποτα».
Μου απαντά ο γέρο Σήφης:
«Εφύγασι τα πουλιά κύριε Νίκο, τα διώξασι τα φάρμακα».
Και επειδή δεν καταλάβαινα, μου το κάνει λιανά:
«Αν δεις τον αδελφό σου να ψοφά δίπλα σου, μες στ’ αμπέλι, κάθεσαι άλλο; Ρίχνεις μαύρη πέτρα πίσω σου, κι όπου φύγει φύγει» (σελ. 277).
Κλείνοντας την παρουσίασή μας θα δώσουμε και πάλι το λόγο στον Ξανθόπουλο, σε ένα απόσπασμα που φαίνεται τόσο η αίσθηση του χιούμορ που διαθέτει, όσο και η έγνοια του για τον συνάνθρωπο.
«Σε όλη μου τη ζωή στα μπουζουκομάγαζα, πάνω από δεκαπέντε άτομα φεύγοντας όπως ήταν μεθυσμένοι, χάσανε τη ζωή τους. Γι αυτό όταν τέλειωνα το πρόγραμμά μου το πρωί τους έλεγα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, «Προσοχή παιδιά, τώρα που φεύγετε. Μήπως έχετε πιει κάνα ποτήρι παραπάνω. Σιγά σιγά. Μην πέσετε σε κάνα χαντάκι και χαντακωθείτε» (σελ. 340).
Και τα τελευταία χρόνια μην πέσουν και στα αλκοτέστ. Μπορεί να χαντακωθείς και χωρίς να πέσεις σε χαντάκι, δηλαδή χωρίς ατύχημα. Και το μικρότερο πρόστιμο είναι αρκετά τσουχτερό.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, για το Λέξημα
Wednesday, September 30, 2009
Tuesday, September 29, 2009
Τάσος Γουδέλης, Οικογενειακές ιστορίες
Τίτλος: «Οικογενειακές ιστορίες»
Συγγραφέας: Τάσος Γουδέλης
Εκδόσεις: Κέδρος 2006
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Οι «Οικογενειακές ιστορίες» του Τάσου Γουδέλη είναι το πρώτο μυθιστόρημά του, και το έκτο βιβλίο του. Έχουν προηγηθεί πέντε συλλογές διηγημάτων, ανάμεσα στις οποίες και «Η γυναίκα που μιλά» (2002), που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος και το βραβείο διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω.
Το βιβλίο είναι εξαιρετικά πρωτότυπο, και για ένα βιβλιοκριτικό με διδακτορικό στις αφηγηματικές τεχνικές έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Έχω μιλήσει για συγγραφείς στους οποίους η πλοκή, απλή και υποτυπώδης, αποτελεί την πρόφαση για να υφάνουν τον λυρικό ή/και τον δοκιμιακό τους λόγο, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτή της Μάρως Βαμβουνάκη. Ο κοινός μας φίλος Κώστας Μαυρουδής έχει εγκαταλείψει αυτό το πρόσχημα στο τελευταίο του βιβλίο, τη «Στενογραφία», και γράφει κατευθείαν μικρά αποσπάσματα, που ενίοτε συμπυκνώνονται στο ελάχιστο του αφορισμού. Όμως, και σ’ αυτούς τους συγγραφείς που η πλοκή είναι μια πρόφαση, υπάρχει ένα υποτυπώδες σασπένς για την έκβαση. Η αφήγηση, παρά τις αναλήψεις και προλήψεις της (αδόκιμοι ελληνικοί όροι του Ζεράρ Ζενέ, αλλιώς αναδρομές και προσημάνσεις), διατηρεί πάντα το σασπένς του τέλους. Εδώ ο Γουδέλης κάνει κάτι το εντελώς πρωτότυπο: μας δίνει την ιστορία κατευθείαν από την αρχή. Είναι σαν την υδρόγειο που μας δίνει το earth.google, όπου στη συνέχεια εστιάζεις. Το αρχείο το κατεβάσεις από την παραπάνω διεύθυνση. Το εκτελείς και σου παρουσιάζεται η υδρόγειος. Εσύ μπορείς να εστιάσεις όπου θέλεις, και σχεδόν σε οποιαδήποτε κλίμακα. Εγώ είδα το σπίτι μου στο χωριό. Με κάμποσα ευρώ το χρόνο θα μπορούσα να δω και τις πορτοκαλιές στο περιβόλι μου. Έτσι και ο Γουδέλης, παρουσιάζει την ιστορία, και στη συνέχεια εστιάζει σε επεισόδια αυτής της ιστορίας. Θα μπορούσα να φανταστώ το μυθιστόρημα αυτό του Γουδέλη στο ίντερνετ, σε διαδραστικό περιβάλλον, όπου ο ίδιος ο αναγνώστης θα καθόριζε τη σειρά των επεισοδίων που θα διάβαζε, και όχι με τη σειρά που υπαγορεύει ο παντοδύναμος συγγραφέας.
Χωρίς σασπένς τι μπορεί να μείνει από την ιστορία; Μα ο λόγος, ο ποιητικός λόγος της αφήγησης, με ανοίκειες συνδέσεις λέξεων όπου δοκιμάζεται το σθένος τους, τολμηρές μεταφορές και ευφάνταστες εικόνες. «…έβλεπε αδιάφορα να επιπλέουν ίχνη βυθού» (σελ. 58). «Της φαίνεται ότι η ταχύτητα την προσπέρασε και η σκιά της βρίσκεται μπροστά» (σελ. 40). «Το κρίσιμο είναι το τίποτα σε απειλητική μεγέθυνση» (σελ. 19). «Πλησιάζει από την οροφή στο βυθό μιας επιφάνειας» (σελ. 16, επιλέγω γυρνώντας προς τα πίσω τις σελίδες του βιβλίου). «Έβγαινε από σελίδες οριακής λογοτεχνίας» (σελ. 15). Αυτό το τελευταίο κρατήστε το. Μαζί με το παρακάτω απόσπασμα δίνει την κύρια διάσταση του βιβλίου. «…εκείνη απαίτησε σχεδόν φυσική ισορροπία από το ίδιο της το σώμα στην ακροβασία της ανάμεσα στο λογοτεχνικό και στο αληθινό» (σελ. 41).
Στην ακροβασία της ανάμεσα στο λογοτεχνικό και στο αληθινό! Το μυθιστόρημα αυτό του Γουδέλη είναι μια αντανάκλαση αυτής της πρότασης. Αποτελεί μια ακροβασία ανάμεσα στην πραγματικότητα του αντικειμένου αναφοράς και στο λογοτεχνικό διακείμενο. Πουθενά αλλού συγγραφέας δεν βλέπει τους ήρωές του και τα γεγονότα της αφήγησής του τόσο πολύ κάτω από το φως άλλων λογοτεχνικών ηρώων και επεισοδίων όσο ο Γουδέλης. Με υποψίασε ήδη από τις πρώτες σελίδες, ώστε να σημειώσω στο βιβλίο όλες τις ανάλογες παραπομπές. Ξεκινάμε από τους «αμλετικούς δισταγμούς» στη δεύτερη σελίδα, «θυμίζοντας-γιατί όχι;Ντονιτσέτι ή Ντοστογιέφσκι» στην τρίτη, «μιλερικού εμποράκου» στην τέταρτη, «σαν να ξυπνάει λοιπόν σε τρένο στην τσαρική Ρωσία λίγο έξω από μια φασματική Πετρούπολη, έτοιμος για τα χειρότερα» στην πέμπτη, και πάει λέγοντας. Αιμίλιος Κυβέλος ο κύριος ήρωας, που με τη σύζευξη αυτή των δύο ονομάτων, σπάνιων εξάλλου, παραπέμπει άσφαλτα στον Αιμίλιο Βεάκη και την Κυβέλη.
Και άλλη έκπληξη από τον Γουδέλη: Ενώ οι ιστορίες στα έργα που η πλοκή είναι προσχηματική είναι απλές ιστορίες, όχι «σπουδαίες» θα έλεγε ο Αριστοτέλης, η ιστορία του Γουδέλη είναι σπουδαία και με το παραπάνω.
Πρόκειται για μια ιστορία σε δυο μέρη. Το πρώτο είναι μια κλασική, αισχύλεια τραγωδία, το δεύτερο σύγχρονο δράμα. Στο πρώτο η σύγκρουση παίζεται εκτός, και καταλήγει στο φόνο της μοιχαλίδας, όχι όμως και του μοιχού, ενώ στο δεύτερο η σύγκρουση παίζεται εντός. Ο μοιχός ανέχεται, ίσως σαν αυτοτιμωρία, τη μοιχεία της δικής του γυναίκας αυτή τη φορά, με τον μικρότερο αδελφό του. Τα τολστοϊκά (Καρένιν) και φλωμπερικά (Μποβαρύ) διακείμενα ήταν αναμενόμενα. Ο «αιώνιος σύζυγος» του Ντοστογιέφσκι φαίνεται ότι είναι αιώνιος, ή, για να χρησιμοποιήσουμε μια πιο σικ λέξη, διαχρονικός. Αν και στον Αιμίλιο του Γουδέλη συμπλέκονται και τα δυο πρόσωπα, του Βελτσανίνωφ και του Τρουσότσκι, με ελλείποντα όμως πολλά χαρακτηριστικά τους.
Ένας σύγχρονος δραματουργός θα έλεγε ότι τη χαράμισε την ιστορία του. Θα μπορούσε να φτιάξει από αυτή ένα εξαίσιο θεατρικό και ένα θαυμάσιο πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Οι εστέτ της γραφής όμως θα πουν ότι καλά έκανε. Το ίδιο λέμε κι εμείς.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, για το Λέξημα.
Συγγραφέας: Τάσος Γουδέλης
Εκδόσεις: Κέδρος 2006
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Οι «Οικογενειακές ιστορίες» του Τάσου Γουδέλη είναι το πρώτο μυθιστόρημά του, και το έκτο βιβλίο του. Έχουν προηγηθεί πέντε συλλογές διηγημάτων, ανάμεσα στις οποίες και «Η γυναίκα που μιλά» (2002), που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος και το βραβείο διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω.
Το βιβλίο είναι εξαιρετικά πρωτότυπο, και για ένα βιβλιοκριτικό με διδακτορικό στις αφηγηματικές τεχνικές έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Έχω μιλήσει για συγγραφείς στους οποίους η πλοκή, απλή και υποτυπώδης, αποτελεί την πρόφαση για να υφάνουν τον λυρικό ή/και τον δοκιμιακό τους λόγο, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτή της Μάρως Βαμβουνάκη. Ο κοινός μας φίλος Κώστας Μαυρουδής έχει εγκαταλείψει αυτό το πρόσχημα στο τελευταίο του βιβλίο, τη «Στενογραφία», και γράφει κατευθείαν μικρά αποσπάσματα, που ενίοτε συμπυκνώνονται στο ελάχιστο του αφορισμού. Όμως, και σ’ αυτούς τους συγγραφείς που η πλοκή είναι μια πρόφαση, υπάρχει ένα υποτυπώδες σασπένς για την έκβαση. Η αφήγηση, παρά τις αναλήψεις και προλήψεις της (αδόκιμοι ελληνικοί όροι του Ζεράρ Ζενέ, αλλιώς αναδρομές και προσημάνσεις), διατηρεί πάντα το σασπένς του τέλους. Εδώ ο Γουδέλης κάνει κάτι το εντελώς πρωτότυπο: μας δίνει την ιστορία κατευθείαν από την αρχή. Είναι σαν την υδρόγειο που μας δίνει το earth.google, όπου στη συνέχεια εστιάζεις. Το αρχείο το κατεβάσεις από την παραπάνω διεύθυνση. Το εκτελείς και σου παρουσιάζεται η υδρόγειος. Εσύ μπορείς να εστιάσεις όπου θέλεις, και σχεδόν σε οποιαδήποτε κλίμακα. Εγώ είδα το σπίτι μου στο χωριό. Με κάμποσα ευρώ το χρόνο θα μπορούσα να δω και τις πορτοκαλιές στο περιβόλι μου. Έτσι και ο Γουδέλης, παρουσιάζει την ιστορία, και στη συνέχεια εστιάζει σε επεισόδια αυτής της ιστορίας. Θα μπορούσα να φανταστώ το μυθιστόρημα αυτό του Γουδέλη στο ίντερνετ, σε διαδραστικό περιβάλλον, όπου ο ίδιος ο αναγνώστης θα καθόριζε τη σειρά των επεισοδίων που θα διάβαζε, και όχι με τη σειρά που υπαγορεύει ο παντοδύναμος συγγραφέας.
Χωρίς σασπένς τι μπορεί να μείνει από την ιστορία; Μα ο λόγος, ο ποιητικός λόγος της αφήγησης, με ανοίκειες συνδέσεις λέξεων όπου δοκιμάζεται το σθένος τους, τολμηρές μεταφορές και ευφάνταστες εικόνες. «…έβλεπε αδιάφορα να επιπλέουν ίχνη βυθού» (σελ. 58). «Της φαίνεται ότι η ταχύτητα την προσπέρασε και η σκιά της βρίσκεται μπροστά» (σελ. 40). «Το κρίσιμο είναι το τίποτα σε απειλητική μεγέθυνση» (σελ. 19). «Πλησιάζει από την οροφή στο βυθό μιας επιφάνειας» (σελ. 16, επιλέγω γυρνώντας προς τα πίσω τις σελίδες του βιβλίου). «Έβγαινε από σελίδες οριακής λογοτεχνίας» (σελ. 15). Αυτό το τελευταίο κρατήστε το. Μαζί με το παρακάτω απόσπασμα δίνει την κύρια διάσταση του βιβλίου. «…εκείνη απαίτησε σχεδόν φυσική ισορροπία από το ίδιο της το σώμα στην ακροβασία της ανάμεσα στο λογοτεχνικό και στο αληθινό» (σελ. 41).
Στην ακροβασία της ανάμεσα στο λογοτεχνικό και στο αληθινό! Το μυθιστόρημα αυτό του Γουδέλη είναι μια αντανάκλαση αυτής της πρότασης. Αποτελεί μια ακροβασία ανάμεσα στην πραγματικότητα του αντικειμένου αναφοράς και στο λογοτεχνικό διακείμενο. Πουθενά αλλού συγγραφέας δεν βλέπει τους ήρωές του και τα γεγονότα της αφήγησής του τόσο πολύ κάτω από το φως άλλων λογοτεχνικών ηρώων και επεισοδίων όσο ο Γουδέλης. Με υποψίασε ήδη από τις πρώτες σελίδες, ώστε να σημειώσω στο βιβλίο όλες τις ανάλογες παραπομπές. Ξεκινάμε από τους «αμλετικούς δισταγμούς» στη δεύτερη σελίδα, «θυμίζοντας-γιατί όχι;Ντονιτσέτι ή Ντοστογιέφσκι» στην τρίτη, «μιλερικού εμποράκου» στην τέταρτη, «σαν να ξυπνάει λοιπόν σε τρένο στην τσαρική Ρωσία λίγο έξω από μια φασματική Πετρούπολη, έτοιμος για τα χειρότερα» στην πέμπτη, και πάει λέγοντας. Αιμίλιος Κυβέλος ο κύριος ήρωας, που με τη σύζευξη αυτή των δύο ονομάτων, σπάνιων εξάλλου, παραπέμπει άσφαλτα στον Αιμίλιο Βεάκη και την Κυβέλη.
Και άλλη έκπληξη από τον Γουδέλη: Ενώ οι ιστορίες στα έργα που η πλοκή είναι προσχηματική είναι απλές ιστορίες, όχι «σπουδαίες» θα έλεγε ο Αριστοτέλης, η ιστορία του Γουδέλη είναι σπουδαία και με το παραπάνω.
Πρόκειται για μια ιστορία σε δυο μέρη. Το πρώτο είναι μια κλασική, αισχύλεια τραγωδία, το δεύτερο σύγχρονο δράμα. Στο πρώτο η σύγκρουση παίζεται εκτός, και καταλήγει στο φόνο της μοιχαλίδας, όχι όμως και του μοιχού, ενώ στο δεύτερο η σύγκρουση παίζεται εντός. Ο μοιχός ανέχεται, ίσως σαν αυτοτιμωρία, τη μοιχεία της δικής του γυναίκας αυτή τη φορά, με τον μικρότερο αδελφό του. Τα τολστοϊκά (Καρένιν) και φλωμπερικά (Μποβαρύ) διακείμενα ήταν αναμενόμενα. Ο «αιώνιος σύζυγος» του Ντοστογιέφσκι φαίνεται ότι είναι αιώνιος, ή, για να χρησιμοποιήσουμε μια πιο σικ λέξη, διαχρονικός. Αν και στον Αιμίλιο του Γουδέλη συμπλέκονται και τα δυο πρόσωπα, του Βελτσανίνωφ και του Τρουσότσκι, με ελλείποντα όμως πολλά χαρακτηριστικά τους.
Ένας σύγχρονος δραματουργός θα έλεγε ότι τη χαράμισε την ιστορία του. Θα μπορούσε να φτιάξει από αυτή ένα εξαίσιο θεατρικό και ένα θαυμάσιο πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Οι εστέτ της γραφής όμως θα πουν ότι καλά έκανε. Το ίδιο λέμε κι εμείς.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, για το Λέξημα.
Monday, September 28, 2009
Λαμπρίνα Μαραγκού, Η αγάπη φοράει φτερά από μετάξι
Λαμπρίνα Μαραγκού, Η αγάπη φοράει φτερά από μετάξι, Αθήνα 2004, Άγκυρα
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Υπάρχουν βιβλία για παιδιά (παιδική λογοτεχνία) και υπάρχουν βιβλία για μεγάλους. Τα «ώριμα» παιδιά μπορούν μετά από κάποια ηλικία να διαβάσουν βιβλία για μεγάλους χωρίς να είναι διασκευασμένα. Μπορούν όμως οι μεγάλοι να διαβάσουν βιβλία για παιδιά;
Εδώ η απάντηση φαίνεται λίγο αυτονόητη, αλλά δεν είναι. Προφανώς ο μεγάλος διαθέτει τις αντιληπτικές δυνατότητες του παιδιού για να κατανοήσει την παιδική λογοτεχνία. Το πρόβλημα όμως είναι αν υπάρχει παιδική λογοτεχνία που δεν είναι απλώς για να την κατανοήσει, αλλά να την απολαύσει κιόλας, σαν να επρόκειτο για λογοτεχνία για μεγάλους.
Φαίνεται πως υπάρχει. Το βιβλίο της Λαμπρίνας Μαραγκού «Η αγάπη φοράει φτερά από μετάξι», «για νέους από 12 χρονών», όπως χαρακτηρίζεται στο οπισθόφυλλο από τον εκδοτικό οίκο, είναι ένα βιβλίο απολαυστικό τόσο για τους μικρούς όσο και για τους μεγάλους.
Επειδή είμαι συγκριτολόγος από ιδιοσυγκρασία, θα ήθελα να το συγκρίνω με ένα άλλο βιβλίο, που δεν είναι για παιδιά, έχει όμως πολλά κοινά με το βιβλίο της Λαμπρίνας: την «Αστραδενή» της Ευγενίας Φακίνου, το πρώτο της μυθιστόρημα για μεγάλους. Η Αστραδενή πηγαίνει στην πέμπτη Δημοτικού, και αφηγείται η ίδια. Η Λυδία, η ηρωίδα της Λαμπρίνας, είναι επίσης μαθήτρια Δημοτικού, αν και πιο μικρή (πηγαίνει στη δευτέρα τάξη), και επίσης αφηγείται η ίδια.
Και οι δυο μικρές ηρωίδες αντιμετωπίζουν αρνητικές εμπειρίες. Η Ασταδενή τον ξεριζωμό της από τον παράδεισο της επαρχίας και τον ερχομό της στην κόλαση της πρωτεύουσας, με αποκορύφωση τον βιασμό της από κάποιο γείτονα. Η Λυδία βρίσκεται αντιμέτωπη με τον χωρισμό των γονιών της.
Και πηγαίνουμε στις διαφορές:
Για την «Αστραδενή» γράψαμε σε άρθρο μας για την Ευγενία Φακίνου (Έρευνα, Φλεβ-Μάρτ. 1993, σελ. 44-64): «Η πρωτοπρόσωπη αφήγη¬ση, στους αντίποδες του εσωτερικού μονόλογου, είναι η φωνή μιας σπήκερ που παρατηρεί και περιγράφει με λεπτομέ¬ρειες για τους ακροατές της. Είναι μια αφήγηση εντυπώσεων, και όχι αισθημάτων τα οποία, ελαχιστότατα, κλείνο¬νται μέσα σε παρενθέσεις».
Η Λυδία δεν παρατηρεί. Δεν μιλάει για το έξω, μιλάει συνεχώς για τον εαυτό της, για αυτά που κάνει, για αυτά που τις συμβαίνουν.
Οι αρνητικές εμπειρίες σημαδεύουν την Αστραδενή. Οι αρνητικές εμπειρίες περνάνε ανώδυνα στη Λυδία. Και περνάνε ανώδυνα, γιατί η μητέρα της τής εξηγεί με ωραίο τρόπο το χωρισμό με τον πατέρα της. Οι σελίδες 47-50 όπου η μητέρα μιλάει στην κόρη της για το θέμα, θα έπρεπε να διαβαστούν από κάθε χωρισμένη μητέρα. Οι γυναίκες νομίζουν ότι εκδικούνται τον άπιστο με το να τον κατηγορούν στα παιδιά, και αυτό που καταφέρνουν είναι να τα πληγώσουν ανεπανόρθωτα, αφήνοντάς τους στίγματα για όλη τους τη ζωή.
Η πρόζα της Φακίνου είναι σκοτεινή και αγέλαστη. Η πρόζα της Λαμπρίνας είναι απολαυστική. Το χιούμορ ξεπηδάει σαν γάργαρο νερό από όλο το βιβλίο. «Όμως όταν έρχεται η Κατερίνα, η αρραβωνιαστικιά του νονού, θέλει να παίξουμε με τις κούκλες, και εγώ δεν της χαλάω το χατίρι» (σελ.27). «Και όταν τελείωσε η τραγωδία, είχε πιαστεί ο ποπός μου και το είπα λίγο δυνατά, και το άκουσαν και άλλοι και γέλασαν» (σελ. 53).
Η μεγάλη διαφορά όμως βρίσκεται στο ύφος. Ενώ η αφήγηση της Αστραδενής είναι λογοτεχνική, χωρίς να είναι όμως επιτηδευμένη, η αφήγηση της Λυδίας έχει την αμεσότητα του προφορικού λόγου ενός μικρού παιδιού. Είναι σαν το «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» στο παιδικό. «Οι μεγάλοι όλο μπερδεύουν τα πράγματα, όλο σκέφτονται, όλο κλαίνε, ακόμα και στη χαρά τους. Τελικά δεν ξέρω αν θέλω κι εγώ να μεγαλώσω» (σελ. 119). Ενώ η «λογοτεχνικότητα» της Αστραδενής την κάνει ανάγνωσμα μόνο για μεγάλους, η αμεσότητα της παιδικής αφήγησης της Λυδίας κάνει το βιβλίο τόσο ανάγνωσμα για μικρούς όσο και ανάγνωσμα για μεγάλους.
«Όταν αλλάζει η ζωή μας, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να τη δεχόμαστε χωρίς ν’ αναρωτιόμαστε αν θα τα καταφέρουμε. Να είμαστε σίγουροι πως θα τα καταφέρουμε» (σελ. 127). Το απόσπασμα αυτό δίνει και το στίγμα του βιβλίου, που συνιστά και την άλλη διαφορά: Ενώ το βιβλίο της Φακίνου είναι βαθιά απαισιόδοξο, το βιβλίο της Λαμπρίνας ξεχειλίζει από αισιοδοξία.
Θα κλείσουμε με μια ακόμη ομοιότητα που έχουν και τα δύο βιβλία: είναι πολύ καλά λογοτεχνικά έργα, και τα συνιστούμε σε κάθε αναγνώστη.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, 1-10-2006
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Υπάρχουν βιβλία για παιδιά (παιδική λογοτεχνία) και υπάρχουν βιβλία για μεγάλους. Τα «ώριμα» παιδιά μπορούν μετά από κάποια ηλικία να διαβάσουν βιβλία για μεγάλους χωρίς να είναι διασκευασμένα. Μπορούν όμως οι μεγάλοι να διαβάσουν βιβλία για παιδιά;
Εδώ η απάντηση φαίνεται λίγο αυτονόητη, αλλά δεν είναι. Προφανώς ο μεγάλος διαθέτει τις αντιληπτικές δυνατότητες του παιδιού για να κατανοήσει την παιδική λογοτεχνία. Το πρόβλημα όμως είναι αν υπάρχει παιδική λογοτεχνία που δεν είναι απλώς για να την κατανοήσει, αλλά να την απολαύσει κιόλας, σαν να επρόκειτο για λογοτεχνία για μεγάλους.
Φαίνεται πως υπάρχει. Το βιβλίο της Λαμπρίνας Μαραγκού «Η αγάπη φοράει φτερά από μετάξι», «για νέους από 12 χρονών», όπως χαρακτηρίζεται στο οπισθόφυλλο από τον εκδοτικό οίκο, είναι ένα βιβλίο απολαυστικό τόσο για τους μικρούς όσο και για τους μεγάλους.
Επειδή είμαι συγκριτολόγος από ιδιοσυγκρασία, θα ήθελα να το συγκρίνω με ένα άλλο βιβλίο, που δεν είναι για παιδιά, έχει όμως πολλά κοινά με το βιβλίο της Λαμπρίνας: την «Αστραδενή» της Ευγενίας Φακίνου, το πρώτο της μυθιστόρημα για μεγάλους. Η Αστραδενή πηγαίνει στην πέμπτη Δημοτικού, και αφηγείται η ίδια. Η Λυδία, η ηρωίδα της Λαμπρίνας, είναι επίσης μαθήτρια Δημοτικού, αν και πιο μικρή (πηγαίνει στη δευτέρα τάξη), και επίσης αφηγείται η ίδια.
Και οι δυο μικρές ηρωίδες αντιμετωπίζουν αρνητικές εμπειρίες. Η Ασταδενή τον ξεριζωμό της από τον παράδεισο της επαρχίας και τον ερχομό της στην κόλαση της πρωτεύουσας, με αποκορύφωση τον βιασμό της από κάποιο γείτονα. Η Λυδία βρίσκεται αντιμέτωπη με τον χωρισμό των γονιών της.
Και πηγαίνουμε στις διαφορές:
Για την «Αστραδενή» γράψαμε σε άρθρο μας για την Ευγενία Φακίνου (Έρευνα, Φλεβ-Μάρτ. 1993, σελ. 44-64): «Η πρωτοπρόσωπη αφήγη¬ση, στους αντίποδες του εσωτερικού μονόλογου, είναι η φωνή μιας σπήκερ που παρατηρεί και περιγράφει με λεπτομέ¬ρειες για τους ακροατές της. Είναι μια αφήγηση εντυπώσεων, και όχι αισθημάτων τα οποία, ελαχιστότατα, κλείνο¬νται μέσα σε παρενθέσεις».
Η Λυδία δεν παρατηρεί. Δεν μιλάει για το έξω, μιλάει συνεχώς για τον εαυτό της, για αυτά που κάνει, για αυτά που τις συμβαίνουν.
Οι αρνητικές εμπειρίες σημαδεύουν την Αστραδενή. Οι αρνητικές εμπειρίες περνάνε ανώδυνα στη Λυδία. Και περνάνε ανώδυνα, γιατί η μητέρα της τής εξηγεί με ωραίο τρόπο το χωρισμό με τον πατέρα της. Οι σελίδες 47-50 όπου η μητέρα μιλάει στην κόρη της για το θέμα, θα έπρεπε να διαβαστούν από κάθε χωρισμένη μητέρα. Οι γυναίκες νομίζουν ότι εκδικούνται τον άπιστο με το να τον κατηγορούν στα παιδιά, και αυτό που καταφέρνουν είναι να τα πληγώσουν ανεπανόρθωτα, αφήνοντάς τους στίγματα για όλη τους τη ζωή.
Η πρόζα της Φακίνου είναι σκοτεινή και αγέλαστη. Η πρόζα της Λαμπρίνας είναι απολαυστική. Το χιούμορ ξεπηδάει σαν γάργαρο νερό από όλο το βιβλίο. «Όμως όταν έρχεται η Κατερίνα, η αρραβωνιαστικιά του νονού, θέλει να παίξουμε με τις κούκλες, και εγώ δεν της χαλάω το χατίρι» (σελ.27). «Και όταν τελείωσε η τραγωδία, είχε πιαστεί ο ποπός μου και το είπα λίγο δυνατά, και το άκουσαν και άλλοι και γέλασαν» (σελ. 53).
Η μεγάλη διαφορά όμως βρίσκεται στο ύφος. Ενώ η αφήγηση της Αστραδενής είναι λογοτεχνική, χωρίς να είναι όμως επιτηδευμένη, η αφήγηση της Λυδίας έχει την αμεσότητα του προφορικού λόγου ενός μικρού παιδιού. Είναι σαν το «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» στο παιδικό. «Οι μεγάλοι όλο μπερδεύουν τα πράγματα, όλο σκέφτονται, όλο κλαίνε, ακόμα και στη χαρά τους. Τελικά δεν ξέρω αν θέλω κι εγώ να μεγαλώσω» (σελ. 119). Ενώ η «λογοτεχνικότητα» της Αστραδενής την κάνει ανάγνωσμα μόνο για μεγάλους, η αμεσότητα της παιδικής αφήγησης της Λυδίας κάνει το βιβλίο τόσο ανάγνωσμα για μικρούς όσο και ανάγνωσμα για μεγάλους.
«Όταν αλλάζει η ζωή μας, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να τη δεχόμαστε χωρίς ν’ αναρωτιόμαστε αν θα τα καταφέρουμε. Να είμαστε σίγουροι πως θα τα καταφέρουμε» (σελ. 127). Το απόσπασμα αυτό δίνει και το στίγμα του βιβλίου, που συνιστά και την άλλη διαφορά: Ενώ το βιβλίο της Φακίνου είναι βαθιά απαισιόδοξο, το βιβλίο της Λαμπρίνας ξεχειλίζει από αισιοδοξία.
Θα κλείσουμε με μια ακόμη ομοιότητα που έχουν και τα δύο βιβλία: είναι πολύ καλά λογοτεχνικά έργα, και τα συνιστούμε σε κάθε αναγνώστη.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, 1-10-2006
Sunday, September 27, 2009
Βασιλική Φράγκου, Οι πατημασιές του ανέμου
Βασιλική Φράγκου, Οι πατημασιές του ανέμου, Μελάνι 2006
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ο τίτλος είναι μια καλή μεταφορά για την ποιητική αυτή συλλογή της Βασιλικής Φράγκου, αν και κατά τη γνώμη μας καλύτερη θα ήταν «Αστραπές μες στη νύχτα». Γιατί τα ποιήματά της, σύντομα σαν αστραπή, έχουν επίσης την λάμψη της. Εκθαμβωτικά στη σύλληψη, ασύλληπτα στο βάθος τους, βαθιά στα νοήματά τους, αιχμαλωτίζουν αμέσως τον αναγνώστη. Σύντομα σαν χάι κου, πυκνά σαν επιγράμματα, ευαίσθητα σαν Κρητική μαντινάδα, διαυγέστατα σαν δημοτικό τραγούδι, αποκαλύπτουν, πέρα από το ποιητικό ταλέντο της Φράγκου, τη φυσική κατάληξη της ποίησης μετά τις μεγάλες συνθέσεις του παρελθόντος: το σύντομο, λιτό, πυκνό, απέριττο ποίημα, που η ανάγνωσή του είναι περισσότερο ένα ξάφνιασμα παρά μια τέρψη.
Κοιτώ τον ουρανό.
Σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου,
τον αγγίζω…
Μήπως χαμήλωσε για μένα,
Τάχα να ψήλωσα γι αυτόν;
Ή το παρακάτω:
Τίναξα απ’ τους ώμους τα σπουδαία της ζωής
κι ανάσανα!
Η Φράγκου δεν έχει συγκεκριμένες θεματικές. Η έμπνευσή της έρχεται σαν κεραυνός εν αιθρία, και μπορεί να είναι αναπόληση του παρελθόντος («Η μαύρη γραμμή»), αναστοχασμός σε αντιλήψεις και ιδέες («Ευτυχία»), εντυπώσεις εικαστικές («Ακουαρέλα»), πρόσωπα της λογοτεχνίας («Βασιλιάς Ληρ»), τελικά τα πάντα. Κάποιες στιγμές συνομιλεί με τον Άλλο:
Τώρα που λευτερώνομαι
Απ’ τα δεσμά των σχέσεων,
Ενώνομαι μαζί σου.
Διάβασα κάποτε σε ένα κείμενο θεωρίας της λογοτεχνίας ότι η πεζογραφία είναι μια μετωνυμία και η ποίηση μια μεταφορά. Αυτό που εντυπωσιάζει στη συλλογή αυτή της Φράγκου είναι η πρωτοτυπία στη σύλληψη των μεταφορών της. Στο παρακάτω ποίημα, το μεταφερόμενο δίνεται στον τίτλο («Η λαχτάρα»), και το όχημα στον τελευταίο στίχο.
Το ρυάκι τρέχει με λαχτάρα
να συναντήσει το ποτάμι.
Το ποτάμι ποθεί να σμίξει
με τη θάλασσα
κι εσύ,
στο τζάμι ενός παράθυρου
μικρή σταγόνα!
Όμως το «Είναι στιγμές» βρίσκεται πιο κοντά στην ποιητική της, που είναι η αποφθεγματική συντομία:
Είναι στιγμές,
οι άγγελοι,
λευκές ανάσες…
Θα κλείσω την παρουσιάσή της με το ποίημα που μου άρεσε περισσότερο. Τιτλοφορείται «Οι μοίρες».
Όταν γεννιόμαστε
Έρχονται οι Μοίρες της ζωής
από παλιά σεντούκια
στοιχειωμένα
και μας χαρίζουν σιγαλά
το δέρμα.
Όσοι λυτρώνονται,
πρώτα πεθαίνουνε χίλιες φορές
κι έπειτα φως
η σάρκα τους
και πνεύμα!
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ο τίτλος είναι μια καλή μεταφορά για την ποιητική αυτή συλλογή της Βασιλικής Φράγκου, αν και κατά τη γνώμη μας καλύτερη θα ήταν «Αστραπές μες στη νύχτα». Γιατί τα ποιήματά της, σύντομα σαν αστραπή, έχουν επίσης την λάμψη της. Εκθαμβωτικά στη σύλληψη, ασύλληπτα στο βάθος τους, βαθιά στα νοήματά τους, αιχμαλωτίζουν αμέσως τον αναγνώστη. Σύντομα σαν χάι κου, πυκνά σαν επιγράμματα, ευαίσθητα σαν Κρητική μαντινάδα, διαυγέστατα σαν δημοτικό τραγούδι, αποκαλύπτουν, πέρα από το ποιητικό ταλέντο της Φράγκου, τη φυσική κατάληξη της ποίησης μετά τις μεγάλες συνθέσεις του παρελθόντος: το σύντομο, λιτό, πυκνό, απέριττο ποίημα, που η ανάγνωσή του είναι περισσότερο ένα ξάφνιασμα παρά μια τέρψη.
Κοιτώ τον ουρανό.
Σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου,
τον αγγίζω…
Μήπως χαμήλωσε για μένα,
Τάχα να ψήλωσα γι αυτόν;
Ή το παρακάτω:
Τίναξα απ’ τους ώμους τα σπουδαία της ζωής
κι ανάσανα!
Η Φράγκου δεν έχει συγκεκριμένες θεματικές. Η έμπνευσή της έρχεται σαν κεραυνός εν αιθρία, και μπορεί να είναι αναπόληση του παρελθόντος («Η μαύρη γραμμή»), αναστοχασμός σε αντιλήψεις και ιδέες («Ευτυχία»), εντυπώσεις εικαστικές («Ακουαρέλα»), πρόσωπα της λογοτεχνίας («Βασιλιάς Ληρ»), τελικά τα πάντα. Κάποιες στιγμές συνομιλεί με τον Άλλο:
Τώρα που λευτερώνομαι
Απ’ τα δεσμά των σχέσεων,
Ενώνομαι μαζί σου.
Διάβασα κάποτε σε ένα κείμενο θεωρίας της λογοτεχνίας ότι η πεζογραφία είναι μια μετωνυμία και η ποίηση μια μεταφορά. Αυτό που εντυπωσιάζει στη συλλογή αυτή της Φράγκου είναι η πρωτοτυπία στη σύλληψη των μεταφορών της. Στο παρακάτω ποίημα, το μεταφερόμενο δίνεται στον τίτλο («Η λαχτάρα»), και το όχημα στον τελευταίο στίχο.
Το ρυάκι τρέχει με λαχτάρα
να συναντήσει το ποτάμι.
Το ποτάμι ποθεί να σμίξει
με τη θάλασσα
κι εσύ,
στο τζάμι ενός παράθυρου
μικρή σταγόνα!
Όμως το «Είναι στιγμές» βρίσκεται πιο κοντά στην ποιητική της, που είναι η αποφθεγματική συντομία:
Είναι στιγμές,
οι άγγελοι,
λευκές ανάσες…
Θα κλείσω την παρουσιάσή της με το ποίημα που μου άρεσε περισσότερο. Τιτλοφορείται «Οι μοίρες».
Όταν γεννιόμαστε
Έρχονται οι Μοίρες της ζωής
από παλιά σεντούκια
στοιχειωμένα
και μας χαρίζουν σιγαλά
το δέρμα.
Όσοι λυτρώνονται,
πρώτα πεθαίνουνε χίλιες φορές
κι έπειτα φως
η σάρκα τους
και πνεύμα!
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Saturday, September 26, 2009
Ελένη Κονδύλη, Λάθος τρένο
Ελένη Κονδύλη, Λάθος τρένο, Αθήνα 2006, Ελληνικά Γράμματα.
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Η Ελένη Κονδύλη, καθηγήτρια Αραβολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μεταφράστρια του μεγάλου Άραβα ποιητή Άδωνη (κυκλοφορούν ποιήματά του σε δίγλωσση έκδοση από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα), αποφάσισε να εκδώσει και τα δικά της ποιητικά πονήματα.
Τα ποιήματά της είναι γεμάτα υπαρξιακή αγωνία, και το πρώτο πρόσωπο, σε ενεστώτα ή αόριστο, κυριαρχεί στα ρήματά της. Οι τίτλοι κάποιων ποιημάτων είναι χαρακτηριστικοί: Δεν πέθανα, Δε θέλω το κενό, Πεινάω, θέλω κι άλλο, Δεν έχω χώμα, τα τέσσερα πρώτα της συλλογής.
Υπάρχει κι ένας αποδέκτης, και γι αυτό το δεύτερο ενικό κυριαρχεί σε συχνότητα: Μη βλέπεις, Χαμήλωσε τη μουσική, Άντε, Έλα και γύρε. Είναι ο ίδιος με διάφορα πρόσωπα, ή διαφορετικός;
Σε ρητορεύω θάνατε, και σ’ ακουμπάω με λέξεις.
Επάνω στον καθρέπτη μου χάνω το πρόσωπό μου.
Όχι, δεν γράφει σαν το Σολωμό στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού. Όμως ο δεκαπεντασύλλαβος βρίσκεται στο αίμα των ποιητών μας, και, πιστεύω ασυνείδητα, εισβάλει μέσα στον ανομοιοκατάληκτο στίχο της σύγχρονης ποίησης. Μου έχει γίνει συνήθεια να ανιχνεύω τέτοιους δεκαπεντασύλλαβους, και όχι μόνο στην ποίηση, αλλά και σε πεζά κείμενα. Στη συλλογή αυτή της Ελένης Κονδύλη μέτρησα συνολικά 14 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους.
Με το δεύτερό της ποίημα, το «Δε θέλω το κενό», ξορκίζει το «τίποτα», το οποίο στοιχειώνει κυρίως το «Σωπαίνει πάλι», εμφανιζόμενο τέσσερις φορές. Το «τίποτα» κατατρύχει και τη σκέψη των υπαρξιστών και κυρίως του Σάρτρ, ενώ ο «τρόμος του κενού» (horror vacui), δεν αφορά μόνο ή κυρίως τη φυσική, αλλά και τη φιλοσοφία. Το υπαρξιακό κενό είναι όντως φοβερό.
Καμιά φορά η Κονδύλη ξεχνάει τον εαυτό της και τον αποδέκτη της και ρίχνει ματιές στο εξωτερικό περιβάλλον:
Απλώνει ο ουρανός, απλώνει. Ο φόβος σήμερα έχει λαγάσει. Ένα χρώμα. Δεν άκουσα τίποτα, αλλά σε είδα, καθώς στεκόσουν στα όνειρά σου μπροστά με περισυλλογή.
Ανάμεσα στο παγκάκι και την πολυθρόνα του ακαδημαϊκού, τη διαπλοκή του συνδικαλιστή και το μόχθο ενός ανθρωπιστή, ανάμεσα σ’ όλα, περνάς σαν παιδί.
Είμαι κι εγώ κάπου κοντά.
Κι ας μιλώ άλλη γλώσσα, κι ας ακουμπώ άλλες φυλακές.
Μιλάει για μια από τις «Ρωσίδες».
Αν και ολιγογράφος, η Ελένη Κονδύλη είναι μια πολλά υποσχόμενη ποιήτρια.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Η Ελένη Κονδύλη, καθηγήτρια Αραβολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μεταφράστρια του μεγάλου Άραβα ποιητή Άδωνη (κυκλοφορούν ποιήματά του σε δίγλωσση έκδοση από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα), αποφάσισε να εκδώσει και τα δικά της ποιητικά πονήματα.
Τα ποιήματά της είναι γεμάτα υπαρξιακή αγωνία, και το πρώτο πρόσωπο, σε ενεστώτα ή αόριστο, κυριαρχεί στα ρήματά της. Οι τίτλοι κάποιων ποιημάτων είναι χαρακτηριστικοί: Δεν πέθανα, Δε θέλω το κενό, Πεινάω, θέλω κι άλλο, Δεν έχω χώμα, τα τέσσερα πρώτα της συλλογής.
Υπάρχει κι ένας αποδέκτης, και γι αυτό το δεύτερο ενικό κυριαρχεί σε συχνότητα: Μη βλέπεις, Χαμήλωσε τη μουσική, Άντε, Έλα και γύρε. Είναι ο ίδιος με διάφορα πρόσωπα, ή διαφορετικός;
Σε ρητορεύω θάνατε, και σ’ ακουμπάω με λέξεις.
Επάνω στον καθρέπτη μου χάνω το πρόσωπό μου.
Όχι, δεν γράφει σαν το Σολωμό στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού. Όμως ο δεκαπεντασύλλαβος βρίσκεται στο αίμα των ποιητών μας, και, πιστεύω ασυνείδητα, εισβάλει μέσα στον ανομοιοκατάληκτο στίχο της σύγχρονης ποίησης. Μου έχει γίνει συνήθεια να ανιχνεύω τέτοιους δεκαπεντασύλλαβους, και όχι μόνο στην ποίηση, αλλά και σε πεζά κείμενα. Στη συλλογή αυτή της Ελένης Κονδύλη μέτρησα συνολικά 14 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους.
Με το δεύτερό της ποίημα, το «Δε θέλω το κενό», ξορκίζει το «τίποτα», το οποίο στοιχειώνει κυρίως το «Σωπαίνει πάλι», εμφανιζόμενο τέσσερις φορές. Το «τίποτα» κατατρύχει και τη σκέψη των υπαρξιστών και κυρίως του Σάρτρ, ενώ ο «τρόμος του κενού» (horror vacui), δεν αφορά μόνο ή κυρίως τη φυσική, αλλά και τη φιλοσοφία. Το υπαρξιακό κενό είναι όντως φοβερό.
Καμιά φορά η Κονδύλη ξεχνάει τον εαυτό της και τον αποδέκτη της και ρίχνει ματιές στο εξωτερικό περιβάλλον:
Απλώνει ο ουρανός, απλώνει. Ο φόβος σήμερα έχει λαγάσει. Ένα χρώμα. Δεν άκουσα τίποτα, αλλά σε είδα, καθώς στεκόσουν στα όνειρά σου μπροστά με περισυλλογή.
Ανάμεσα στο παγκάκι και την πολυθρόνα του ακαδημαϊκού, τη διαπλοκή του συνδικαλιστή και το μόχθο ενός ανθρωπιστή, ανάμεσα σ’ όλα, περνάς σαν παιδί.
Είμαι κι εγώ κάπου κοντά.
Κι ας μιλώ άλλη γλώσσα, κι ας ακουμπώ άλλες φυλακές.
Μιλάει για μια από τις «Ρωσίδες».
Αν και ολιγογράφος, η Ελένη Κονδύλη είναι μια πολλά υποσχόμενη ποιήτρια.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Friday, September 25, 2009
Κώστας Μαυρουδής, Στενογραφία
Τίτλος: «Στενογραφία»
Συγγραφέας:Κώστας Μαυρουδής
Εκδόσεις:Κέδρος 2006
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα και στο Index, τ. 8, Δεκέμβρης 2006
Η «Στενογραφία», το τελευταίο βιβλίο του Κώστα Μαυρουδή, αναφέρεται σαν τίτλος στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο, σε αντίθεση με το σύνολο των βιβλίων που κυκλοφορούν. Το χαρακτηριστικό ενός στενογραφημένου κειμένου είναι ότι σε μικρό χώρο περιέχει πολλές πληροφορίες. Το ίδιο και το βιβλίο του Μαυρουδή.
Στην παρουσίαση που του έγινε στη «Γωνιά του βιβλίου» στις 7-10-2006, ένας από τους παρουσιαστές αναρωτιόταν πού ανήκει το βιβλίο γραμματολογικά: είναι ποίηση, αφορισμός, μυθιστόρημα, δοκίμιο;
Είναι λίγο από όλα αυτά. Να ξεκινήσουμε με το παρακάτω απόσπασμα: «Ο επιγραμματοποιός είναι ένας άγονος μυθιστοριογράφος. Κάθε αφορισμός κρύβει, στην ουσία, τη νοσταλγία του πολυσέλιδου έπους» (σελ. 136).
Για τον Σολωμό γράψαμε κάποτε ότι το ανολοκλήρωτο του έργου του οφείλεται στο ότι σε μια ποίηση που εγκατέλειπε τον πολύστιχο, επικό, αφηγηματικό εαυτό της, ο Σολωμός ενδιαφερόταν μόνο για τις λυρικές κορυφώσεις και όχι για τις αφηγηματικές συνδέσεις. Έτσι και ο Μαυρουδής, δεν ενδιαφέρεται για τις αφηγηματικές συνδέσεις αλλά για τους συμπυκνωμένους αφορισμούς και τα σύντομα δοκίμια, που θα μπορούσε να είχε βάλει στο στόμα των ηρώων του ή του αφηγητή του σε ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Γιατί αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό των κειμένων του βιβλίου. Κάποια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σύντομα δοκίμια, και κάποια συμπυκνωμένοι αφορισμοί. Και ένας συμπυκνωμένος αφορισμός συγγενεύει με την ποίηση του χάι κου στην πυκνότητα. Παράδειγμα: «Ο στίχος είναι μια είδηση που έχει πάντοτε σημερινή ημερομηνία» (σελ. 141). Και ποια είναι η μεγαλύτερη πυκνότητα; Η λέξη που τίθεται για να λειτουργήσει με τους συνειρμούς της. «Ο Τιτανικός» (σελ. 144). Αυτό και μόνο. Ένας συνειρμός, ανοίκειος, που δημιουργείται σε μένα είναι η βιασμένη παρθένα που στη συνέχεια εκτελεί ο βιαστής της.
Ο συνειρμός μου αυτός λειτουργεί στη λογική των περισσότερων κειμένων του βιβλίου: στη σύγκριση που επισημαίνει τις ομοιότητες, και που στην υφολογία λέγεται μεταφορά ή παρομοίωση, λειτουργώντας στο επίπεδο του μικροκειμένου, ενώ στο επίπεδο του μακροκειμένου της αφήγησης έχει ονομαστεί αλληγορία, παραβολή, αντικατοπτρική ιστορία (recit speculaire). Να δώσουμε κάποια παραδείγματα:
«Αλλάζοντας πλευρό στο κρεβάτι, προκύπτει κάποτε μια στιγμιαία ανακούφιση τόσο βαθιά και μειλίχια, που μοιάζει σαν τη στοργή που είχες παιδί» (σελ. 74).
«Ο επαγγελματισμός που σε αποτρέπει να απολαύσεις το αυτονόητο: η εξέταση ενός κόλπου από το μαιευτήρα, η ανάγνωση της λογοτεχνίας από τον κριτικό» (σελ.72).
Θα διαφωνούσα με την παραπάνω ιδέα, πιστεύοντας ότι ο κριτικός, ιδανικά, βρίσκεται λίγο πιο πάνω από τον επαρκή αναγνώστη, αλλά στη λογοτεχνία, όπως και στο δοκίμιο, για μένα τουλάχιστον, σημασία δεν έχουν οι ιδέες όσο η «λογοτεχνικότητα», και μια πετυχημένη μεταφορά προσθέτει πάντοτε στην απόλαυση του κειμένου. Όσο για τον μαιευτήρα, αν αληθεύουν τα κουτσομπολιά, και αυτός απολαμβάνει, κατά περίπτωση, όπως και ο κριτικός και ο αναγνώστης της λογοτεχνίας, τον κόλπο.
Αλλού οι συγκρίσεις γίνονται σε εκτενή αποσπάσματα, όπως π.χ. σ’ εκείνο (σελ. 76-77) όπου συγκρίνει δυο έργα ζωγραφικής, Las meninas του Βελάσκεθ και τους Αρραβώνες του Αρνολφίνι με τον Άμλετ.
Ο Μαυρουδής αυτάρεσκα αποδέχεται τον χαρακτηρισμό του εστέτ, που του προσάπτουν εχθροί και φίλοι, μηδ’ εμού εξαιρουμένου, με το να αφιερώνει «Δεκατρείς θέσεις για τον εστέτ» (σελ. 55-62). Όμως κατά πόσο είναι εστέτ ο Μαυρουδής; Σε κάποια από τα αποσπάσματα τον ειρωνεύεται.
«Για τον απόλυτο εστέτ, η απριλιανή δικτατορία (1967) δεν μπορεί παρά να ήταν το υποχθόνιο σχέδιο, προκειμένου να μεταφραστεί από κάποιον γαλλομαθή κρατούμενο Ο Χαμένος χρόνος του Προυστ» (σελ. 55) «Στον άξιο του ονόματός του εστέτ αρκεί να δει τα χέρια (ή τα παπούτσια) ενός αγνώστου για να καταλάβει ότι δεν τον απασχόλησε ποτέ ο Δον Κιχώτης» (σελ. 60). Εγώ που δεν είμαι εστέτ θα μπορούσα να το κάνω αυτό σε χιλιάδες, όμως για τον ένα θα είχα πάντα αμφιβολίες.
Το να είσαι λάτρης της κλασικής μουσικής και της ζωγραφικής σε κάνει αυτόματα εστέτ; Καθόλου νομίζω, απλά σε κάνει καλλιεργημένο. Το ότι ο Μαυρουδής υπονομεύει την εικόνα του εστέτ φαίνεται και από διάφορα άλλα αποσπάσματα. Ο Εστέτ κρύβεται πίσω από τον ελεφάντινο πύργο της τέχνης του αγνοώντας την πραγματικότητα. Αυτός είναι ένας σύντομος ορισμός του εστέτ που διάβασα στα εφηβικά μου χρόνια μελετώντας το έργο του Όσκαρ Ουάιλντ. Πώς μπορεί να είναι εστέτ ο Μαυρουδής χλευάζοντας μια τέτοια στάση;
«Η άμμος θυμίζει πάντα τη λογοτεχνία. Όχι μόνο με την έννοια της απειρίας, αλλά και ως τόπος όπου ο αναγνώστης – στρουθοκάμηλος κρύβει το κεφάλι του, μένοντας ο υπόλοιπος βορά στον πραγματικό κόσμο» (σελ. 47). Το παραπάνω απόσπασμα ισχύει απόλυτα για τον εστέτ.
«Νομίζαμε ότι μας κουνά η αιώρα μιας αιώνιας εξοχής, ενώ λικνιζόμαστε ανύποπτοι μέσα στο σαθρό δίχτυ του χρόνου» (σελ. 47). Αν θεωρήσουμε την «αιώρα μιας αιώνιας εξοχής» σαν μεταφορά για της απολαύσεις του εστέτ (για να μη πούμε γενικά για τις αισθητικές απολαύσεις), η θέση του Μαυρουδή είναι ξεκάθαρη. Αν και οι πιο ειδικοί, όπως ο Γιάλομ, πιστεύουν ακριβώς το αντίθετο, ότι «λικνιζόμαστε υποψιασμένοι», και αυτό είναι ένα από τις τέσσερα βασικά υπαρξιακά ερωτηματικά που βρίσκονται πίσω από τις δυστυχίες μας στην καλύτερη περίπτωση, από τις νευρώσεις μας στη χειρότερη.
Ο Μαυρουδής κατά τη γνώμη μου είναι ένας ευαίσθητος διανοούμενος, και ο αισθητισμός του έχει σαν βάση μια κοινωνική, αν όχι υπαρξιακή απαισιοδοξία.
«Ίσως η τελευταία και συντομότερη φράση του ρόλου μου, που θα ψιθυρίσω δειλός και απαρηγόρητος: ‘Αυτό ήταν, λοιπόν;’» (σελ. 111). «Ο γιατρός είναι πλέον νεότερός μου, ο αστυφύλακας νεότερός μου, ο καθηγητής της κόρης μου νεότερός μου – η μελαγχολία μου ενηλικιώνεται» (σελ. 110).
Τα σύντομα, αυτόνομα, «αφοριστικά» κείμενα είναι ένα φοβερά δύσκολο είδος. Ο Λεοπάρντι, πριν πεθάνει, δημοσίευσε τις «Σκέψεις» του (1837), ενώ παραθέτουν συστηματικά τα ευφυολογήματα του Όσκαρ Ουάιλντ. Θυμάμαι τους αφορισμούς του Όσκαρ Ουάλντ στον πρόλογο στο «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ» που είχα αγοράσει μαθητής και που τα είχα σαν ευαγγέλιο (κάτι έπρεπε να έχω κι εγώ). Στην Ελλάδα είναι πολύ λίγοι αυτοί που έχουν γράψει αφορισμούς. Η σπάνις του είδους, σε συνδυασμό με την υψηλή της ποιότητα, κάνουν τη «Στενογραφία» πραγματικό θησαυρό.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Συγγραφέας:Κώστας Μαυρουδής
Εκδόσεις:Κέδρος 2006
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα και στο Index, τ. 8, Δεκέμβρης 2006
Η «Στενογραφία», το τελευταίο βιβλίο του Κώστα Μαυρουδή, αναφέρεται σαν τίτλος στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο, σε αντίθεση με το σύνολο των βιβλίων που κυκλοφορούν. Το χαρακτηριστικό ενός στενογραφημένου κειμένου είναι ότι σε μικρό χώρο περιέχει πολλές πληροφορίες. Το ίδιο και το βιβλίο του Μαυρουδή.
Στην παρουσίαση που του έγινε στη «Γωνιά του βιβλίου» στις 7-10-2006, ένας από τους παρουσιαστές αναρωτιόταν πού ανήκει το βιβλίο γραμματολογικά: είναι ποίηση, αφορισμός, μυθιστόρημα, δοκίμιο;
Είναι λίγο από όλα αυτά. Να ξεκινήσουμε με το παρακάτω απόσπασμα: «Ο επιγραμματοποιός είναι ένας άγονος μυθιστοριογράφος. Κάθε αφορισμός κρύβει, στην ουσία, τη νοσταλγία του πολυσέλιδου έπους» (σελ. 136).
Για τον Σολωμό γράψαμε κάποτε ότι το ανολοκλήρωτο του έργου του οφείλεται στο ότι σε μια ποίηση που εγκατέλειπε τον πολύστιχο, επικό, αφηγηματικό εαυτό της, ο Σολωμός ενδιαφερόταν μόνο για τις λυρικές κορυφώσεις και όχι για τις αφηγηματικές συνδέσεις. Έτσι και ο Μαυρουδής, δεν ενδιαφέρεται για τις αφηγηματικές συνδέσεις αλλά για τους συμπυκνωμένους αφορισμούς και τα σύντομα δοκίμια, που θα μπορούσε να είχε βάλει στο στόμα των ηρώων του ή του αφηγητή του σε ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Γιατί αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό των κειμένων του βιβλίου. Κάποια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σύντομα δοκίμια, και κάποια συμπυκνωμένοι αφορισμοί. Και ένας συμπυκνωμένος αφορισμός συγγενεύει με την ποίηση του χάι κου στην πυκνότητα. Παράδειγμα: «Ο στίχος είναι μια είδηση που έχει πάντοτε σημερινή ημερομηνία» (σελ. 141). Και ποια είναι η μεγαλύτερη πυκνότητα; Η λέξη που τίθεται για να λειτουργήσει με τους συνειρμούς της. «Ο Τιτανικός» (σελ. 144). Αυτό και μόνο. Ένας συνειρμός, ανοίκειος, που δημιουργείται σε μένα είναι η βιασμένη παρθένα που στη συνέχεια εκτελεί ο βιαστής της.
Ο συνειρμός μου αυτός λειτουργεί στη λογική των περισσότερων κειμένων του βιβλίου: στη σύγκριση που επισημαίνει τις ομοιότητες, και που στην υφολογία λέγεται μεταφορά ή παρομοίωση, λειτουργώντας στο επίπεδο του μικροκειμένου, ενώ στο επίπεδο του μακροκειμένου της αφήγησης έχει ονομαστεί αλληγορία, παραβολή, αντικατοπτρική ιστορία (recit speculaire). Να δώσουμε κάποια παραδείγματα:
«Αλλάζοντας πλευρό στο κρεβάτι, προκύπτει κάποτε μια στιγμιαία ανακούφιση τόσο βαθιά και μειλίχια, που μοιάζει σαν τη στοργή που είχες παιδί» (σελ. 74).
«Ο επαγγελματισμός που σε αποτρέπει να απολαύσεις το αυτονόητο: η εξέταση ενός κόλπου από το μαιευτήρα, η ανάγνωση της λογοτεχνίας από τον κριτικό» (σελ.72).
Θα διαφωνούσα με την παραπάνω ιδέα, πιστεύοντας ότι ο κριτικός, ιδανικά, βρίσκεται λίγο πιο πάνω από τον επαρκή αναγνώστη, αλλά στη λογοτεχνία, όπως και στο δοκίμιο, για μένα τουλάχιστον, σημασία δεν έχουν οι ιδέες όσο η «λογοτεχνικότητα», και μια πετυχημένη μεταφορά προσθέτει πάντοτε στην απόλαυση του κειμένου. Όσο για τον μαιευτήρα, αν αληθεύουν τα κουτσομπολιά, και αυτός απολαμβάνει, κατά περίπτωση, όπως και ο κριτικός και ο αναγνώστης της λογοτεχνίας, τον κόλπο.
Αλλού οι συγκρίσεις γίνονται σε εκτενή αποσπάσματα, όπως π.χ. σ’ εκείνο (σελ. 76-77) όπου συγκρίνει δυο έργα ζωγραφικής, Las meninas του Βελάσκεθ και τους Αρραβώνες του Αρνολφίνι με τον Άμλετ.
Ο Μαυρουδής αυτάρεσκα αποδέχεται τον χαρακτηρισμό του εστέτ, που του προσάπτουν εχθροί και φίλοι, μηδ’ εμού εξαιρουμένου, με το να αφιερώνει «Δεκατρείς θέσεις για τον εστέτ» (σελ. 55-62). Όμως κατά πόσο είναι εστέτ ο Μαυρουδής; Σε κάποια από τα αποσπάσματα τον ειρωνεύεται.
«Για τον απόλυτο εστέτ, η απριλιανή δικτατορία (1967) δεν μπορεί παρά να ήταν το υποχθόνιο σχέδιο, προκειμένου να μεταφραστεί από κάποιον γαλλομαθή κρατούμενο Ο Χαμένος χρόνος του Προυστ» (σελ. 55) «Στον άξιο του ονόματός του εστέτ αρκεί να δει τα χέρια (ή τα παπούτσια) ενός αγνώστου για να καταλάβει ότι δεν τον απασχόλησε ποτέ ο Δον Κιχώτης» (σελ. 60). Εγώ που δεν είμαι εστέτ θα μπορούσα να το κάνω αυτό σε χιλιάδες, όμως για τον ένα θα είχα πάντα αμφιβολίες.
Το να είσαι λάτρης της κλασικής μουσικής και της ζωγραφικής σε κάνει αυτόματα εστέτ; Καθόλου νομίζω, απλά σε κάνει καλλιεργημένο. Το ότι ο Μαυρουδής υπονομεύει την εικόνα του εστέτ φαίνεται και από διάφορα άλλα αποσπάσματα. Ο Εστέτ κρύβεται πίσω από τον ελεφάντινο πύργο της τέχνης του αγνοώντας την πραγματικότητα. Αυτός είναι ένας σύντομος ορισμός του εστέτ που διάβασα στα εφηβικά μου χρόνια μελετώντας το έργο του Όσκαρ Ουάιλντ. Πώς μπορεί να είναι εστέτ ο Μαυρουδής χλευάζοντας μια τέτοια στάση;
«Η άμμος θυμίζει πάντα τη λογοτεχνία. Όχι μόνο με την έννοια της απειρίας, αλλά και ως τόπος όπου ο αναγνώστης – στρουθοκάμηλος κρύβει το κεφάλι του, μένοντας ο υπόλοιπος βορά στον πραγματικό κόσμο» (σελ. 47). Το παραπάνω απόσπασμα ισχύει απόλυτα για τον εστέτ.
«Νομίζαμε ότι μας κουνά η αιώρα μιας αιώνιας εξοχής, ενώ λικνιζόμαστε ανύποπτοι μέσα στο σαθρό δίχτυ του χρόνου» (σελ. 47). Αν θεωρήσουμε την «αιώρα μιας αιώνιας εξοχής» σαν μεταφορά για της απολαύσεις του εστέτ (για να μη πούμε γενικά για τις αισθητικές απολαύσεις), η θέση του Μαυρουδή είναι ξεκάθαρη. Αν και οι πιο ειδικοί, όπως ο Γιάλομ, πιστεύουν ακριβώς το αντίθετο, ότι «λικνιζόμαστε υποψιασμένοι», και αυτό είναι ένα από τις τέσσερα βασικά υπαρξιακά ερωτηματικά που βρίσκονται πίσω από τις δυστυχίες μας στην καλύτερη περίπτωση, από τις νευρώσεις μας στη χειρότερη.
Ο Μαυρουδής κατά τη γνώμη μου είναι ένας ευαίσθητος διανοούμενος, και ο αισθητισμός του έχει σαν βάση μια κοινωνική, αν όχι υπαρξιακή απαισιοδοξία.
«Ίσως η τελευταία και συντομότερη φράση του ρόλου μου, που θα ψιθυρίσω δειλός και απαρηγόρητος: ‘Αυτό ήταν, λοιπόν;’» (σελ. 111). «Ο γιατρός είναι πλέον νεότερός μου, ο αστυφύλακας νεότερός μου, ο καθηγητής της κόρης μου νεότερός μου – η μελαγχολία μου ενηλικιώνεται» (σελ. 110).
Τα σύντομα, αυτόνομα, «αφοριστικά» κείμενα είναι ένα φοβερά δύσκολο είδος. Ο Λεοπάρντι, πριν πεθάνει, δημοσίευσε τις «Σκέψεις» του (1837), ενώ παραθέτουν συστηματικά τα ευφυολογήματα του Όσκαρ Ουάιλντ. Θυμάμαι τους αφορισμούς του Όσκαρ Ουάλντ στον πρόλογο στο «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ» που είχα αγοράσει μαθητής και που τα είχα σαν ευαγγέλιο (κάτι έπρεπε να έχω κι εγώ). Στην Ελλάδα είναι πολύ λίγοι αυτοί που έχουν γράψει αφορισμούς. Η σπάνις του είδους, σε συνδυασμό με την υψηλή της ποιότητα, κάνουν τη «Στενογραφία» πραγματικό θησαυρό.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Thursday, September 24, 2009
Έρη Ρίτσου, Μυστικά και αποκαλύψεις
Έρη Ρίτσου, Μυστικά και αποκαλύψεις, Κέδρος 2006
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Αργά στη ζωή της η Έρη Ρίτσου ανακάλυψε ότι έχει μεγάλη αφηγηματική άνεση και πήρε φόρα. Έτσι, δυο χρόνια μόλις μετά από τη δημοσίευση της πρώτης συλλογής διηγημάτων της, του «Γιατρού επαρχίας», μας παρουσιάζει το δεύτερο βιβλίο της, μυθιστόρημα αυτή τη φορά, το «Μυστικά και αποκαλύψεις».
Όπως και στα διηγήματά της, βλέπουμε και εδώ το a la Gosciny, ή καλύτερα a la Καπουτσίδη (βλέπε «Παρά Πέντε» στο Mega) χιούμορ της.
Ποια είναι η θεματική του έργου της;
Η Έρη, μοναχοπαίδι, με ένα μπαμπά που έλλειπε διαρκώς «για δουλειές», θεματοποιεί τις συγγενικές σχέσεις, εξαίρει τους συγγενικούς δεσμούς. Το θέμα της «αναγνώρισης», συχνό στις τραγωδίες και τις κωμωδίες, σπάνιο στην εποχή μας (το θυμάμαι στην ταινία Sex sells: the making of touche (2005) του Jonathan Liebert και πουθενά αλλού), εμφανίζεται όχι άπαξ σ’ αυτό το έργο. Και το μυθιστόρημα τελειώνει με τρυφερές σκηνές αποχαιρετισμού, και με την υπόσχεση «πάλι θα σας ξανάρθουμε».
Ενώ ο μυθιστορηματικός χωροχρόνος λειτουργεί πάντα ως φόντο, με εξαίρεση το ηθογραφικό αφήγημα του τέλους του 19ου αιώνα, εδώ συναγωνίζεται την πλοκή. Η Σάμος του καιρού της ηγεμονίας με τις ραγδαίες αλλαγές που ακολούθησαν, η μικρασιατική καταστροφή, η δικτατορία, περιγράφονται με γλαφυρότητα. Είναι όπως στους φλαμανδικούς πίνακες, όπου το τοπίο δεν είναι απλώς ο χώρος όπου στέκονται τα πρόσωπα, αλλά τα πρόσωπα στέκουν σ’ αυτό για να μην είναι γυμνό.
Καθώς ο χωροχρόνος κλέβει από τα πρόσωπα, η Ρίτσου βρίσκει τον πιο πρόσφορο τρόπο να τα αναδείξει: με το σασπένς. Συνεχώς αναρωτιόμαστε για τη συνέχεια, τι πρόκειται να συμβεί. Συνεχώς ο αναγνώστης και οι ήρωες βρίσκεται αντιμέτωποι με «μυστικά», και κάθε λίγο και λιγάκι πέφτουν πάνω σε «αποκαλύψεις».
Καιρός να κάνουμε και την κριτική μας παρατήρηση: Δεν υπάρχει ένα κεντρικό, «κορυφαίο» μυστικό που να κρατάει αδιάπτωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος του έργου, όπως κάνει ο Ντάνυ Μπράουν στον «Κώδικα ντα Βίντσι». Βρισκόμαστε μπροστά σε αλλεπάλληλα μυστικά. Αυτό όμως είναι κατά κάποιο τρόπο και αναπόφευκτο. Τελικά πουθενά δεν μπορούμε να έχουμε και την πίτα σωστή και το σκύλο χορτάτο. Αυτό συμβαίνει στα «οικογενειακά» μυθιστορήματα, όπως π.χ. στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» και στους «Μπούντεμπρουκς», για να αναφέρουμε δυο από τα πιο διάσημα.
Σε ένα έργο όπου το αφηγηματικό ενδιαφέρον εδράζεται σε μεγάλο βαθμό στο σασπένς, το απροσδόκητο, οι ανατροπές των αφηγηματικών προσδοκιών είναι συχνότατες. Όμως το σασπένς αυτό είναι ενδοκειμενικό.
Εδώ βρεθήκαμε σε μια «διακειμενική» ανατροπή της αφηγηματικής μας προσδοκίας. Την καταθέτω γιατί ίσως ενδιαφέρει ένα θεωρητικό της πρόσληψης.
Στην αρχή του έργου βλέπουμε τον Νικόλα Αγησιλάου να φλερτάρει με την κόρη του συνεταίρου του. «Ωραία», λέμε, «θα το σκάει μαζί της όπως ο Θωμάς με την Ελένη στην Ανατροπή του Γιώργου Θέμελη .
Αμ δε! Στο επόμενο κεφάλαιο, «Διαδρομές στο χρόνο», η αφήγηση εστιάζεται σε άλλο πρόσωπο, στη Μαριγούλα. Λέω, γνωστή η τακτική, μας κρατάει σε αγωνία η Έρη, στο επόμενο κεφάλαιο θα μας παρουσιάσει τον Νικόλα να το σκάει με την Νάντα. Τίποτα. Βλέπουμε τελικά ότι τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει, και να σου η Έρη μας ξαναβγάζει την ιστορία στο τέλος του έργου. Ο Νικόλας χρηματοδοτεί το ταξίδι της Νάντας, του άντρα της και των παιδιών τους από τη φλεγόμενη Σμύρνη. Στο τέλος της ζωής της η Νάντα ξεπληρώνει την υποχρέωση με μια επιταγή για τα παιδιά του Νικόλα.
Και μια και είμαι συγκριτολόγος από ιδιοσυγκρασία, θα κάνω τη σύγκριση ανάμεσα στον Πολυκράτη, το σύζυγο της Μαριγούλας, και στον «Σιούλα τον ταμπάκο» του Δημήτρη Χατζή. Στο έργο του Χατζή ο Σιούλας συνέρχεται από την κατάθλιψη που του προκαλεί η κρίση του επαγγέλματός του. Αντίθετα ο αραμπατζής Πολυκράτης, που η έλευση του τραμ τού στέρησε τη δουλειά και ξέπεσε στη φτώχεια, δεν κατάφερε να συνέλθει. Το έριξε στο ποτό για να πεθάνει μετά από ατύχημα. Μεθυσμένος έπεσε από τον αραμπά του και η πισινή ρόδα του έκοψε το λαιμό. Θα έλθει όμως και η σειρά των αφεντικών. Η διάδοση των πλαστικών μείωσε τη ζήτηση των αυθεντικών δερμάτων, και το εργοστάσιο του Αγησιλάου έκλεισε τελικά.
Επινοητική στο στήσιμο της ιστορίας της η Ρίτσου κάνει πιο πολυφωνικό το μυθιστόρημά της από ότι θα μπορούσε να φανταστεί ο Μπαχτίν. Δεν είναι μόνο το ότι ο διάλογος καταλαμβάνει τη μερίδα του λέοντος. Χρησιμοποιεί την επιστολογραφία και τις ημερολογιακές σημειώσεις για να προχωρήσει την ιστορία της, ρίχνοντας έτσι τον τριτοπρόσωπο αφηγητή της εντελώς σε δεύτερο πλάνο. Ακόμη κάνει υφολογικά πιο πλούσιο το έργο της, χρησιμοποιώντας σε κάποιες επιστολές και σε κάποιες ημερολογιακές σημειώσεις την καθαρεύουσα της εποχής. Αφού η δημοτική την έριξε νοκ άουτ στο χώμα, τώρα τη στήνει στα πόδια της και την ξεσκονίζει. Ο Παπαδιαμάντης είναι μεγάλος διηγηματογράφος, αλλά η ίδια η καθαρεύουσά του που τον κάνει αντιπαθητικό στους μαθητές μας, εμάς μας τον κάνει ακόμη πιο αγαπητό. Η περιπέτεια αυτή της γλώσσας μας τελικά την πλούτισε εκφραστικά. Οι δοκιμιογράφοι ειδικά τρελαίνονται με τις μετοχές της.
Με την αφηγηματική άνεση και την επινοητικότητα στην πλοκή που διακρίνει την Έρη, πιστεύουμε ότι το μυθιστόρημα της ταιριάζει περισσότερο. Περιμένουμε και το επόμενό της.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Αργά στη ζωή της η Έρη Ρίτσου ανακάλυψε ότι έχει μεγάλη αφηγηματική άνεση και πήρε φόρα. Έτσι, δυο χρόνια μόλις μετά από τη δημοσίευση της πρώτης συλλογής διηγημάτων της, του «Γιατρού επαρχίας», μας παρουσιάζει το δεύτερο βιβλίο της, μυθιστόρημα αυτή τη φορά, το «Μυστικά και αποκαλύψεις».
Όπως και στα διηγήματά της, βλέπουμε και εδώ το a la Gosciny, ή καλύτερα a la Καπουτσίδη (βλέπε «Παρά Πέντε» στο Mega) χιούμορ της.
Ποια είναι η θεματική του έργου της;
Η Έρη, μοναχοπαίδι, με ένα μπαμπά που έλλειπε διαρκώς «για δουλειές», θεματοποιεί τις συγγενικές σχέσεις, εξαίρει τους συγγενικούς δεσμούς. Το θέμα της «αναγνώρισης», συχνό στις τραγωδίες και τις κωμωδίες, σπάνιο στην εποχή μας (το θυμάμαι στην ταινία Sex sells: the making of touche (2005) του Jonathan Liebert και πουθενά αλλού), εμφανίζεται όχι άπαξ σ’ αυτό το έργο. Και το μυθιστόρημα τελειώνει με τρυφερές σκηνές αποχαιρετισμού, και με την υπόσχεση «πάλι θα σας ξανάρθουμε».
Ενώ ο μυθιστορηματικός χωροχρόνος λειτουργεί πάντα ως φόντο, με εξαίρεση το ηθογραφικό αφήγημα του τέλους του 19ου αιώνα, εδώ συναγωνίζεται την πλοκή. Η Σάμος του καιρού της ηγεμονίας με τις ραγδαίες αλλαγές που ακολούθησαν, η μικρασιατική καταστροφή, η δικτατορία, περιγράφονται με γλαφυρότητα. Είναι όπως στους φλαμανδικούς πίνακες, όπου το τοπίο δεν είναι απλώς ο χώρος όπου στέκονται τα πρόσωπα, αλλά τα πρόσωπα στέκουν σ’ αυτό για να μην είναι γυμνό.
Καθώς ο χωροχρόνος κλέβει από τα πρόσωπα, η Ρίτσου βρίσκει τον πιο πρόσφορο τρόπο να τα αναδείξει: με το σασπένς. Συνεχώς αναρωτιόμαστε για τη συνέχεια, τι πρόκειται να συμβεί. Συνεχώς ο αναγνώστης και οι ήρωες βρίσκεται αντιμέτωποι με «μυστικά», και κάθε λίγο και λιγάκι πέφτουν πάνω σε «αποκαλύψεις».
Καιρός να κάνουμε και την κριτική μας παρατήρηση: Δεν υπάρχει ένα κεντρικό, «κορυφαίο» μυστικό που να κρατάει αδιάπτωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος του έργου, όπως κάνει ο Ντάνυ Μπράουν στον «Κώδικα ντα Βίντσι». Βρισκόμαστε μπροστά σε αλλεπάλληλα μυστικά. Αυτό όμως είναι κατά κάποιο τρόπο και αναπόφευκτο. Τελικά πουθενά δεν μπορούμε να έχουμε και την πίτα σωστή και το σκύλο χορτάτο. Αυτό συμβαίνει στα «οικογενειακά» μυθιστορήματα, όπως π.χ. στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» και στους «Μπούντεμπρουκς», για να αναφέρουμε δυο από τα πιο διάσημα.
Σε ένα έργο όπου το αφηγηματικό ενδιαφέρον εδράζεται σε μεγάλο βαθμό στο σασπένς, το απροσδόκητο, οι ανατροπές των αφηγηματικών προσδοκιών είναι συχνότατες. Όμως το σασπένς αυτό είναι ενδοκειμενικό.
Εδώ βρεθήκαμε σε μια «διακειμενική» ανατροπή της αφηγηματικής μας προσδοκίας. Την καταθέτω γιατί ίσως ενδιαφέρει ένα θεωρητικό της πρόσληψης.
Στην αρχή του έργου βλέπουμε τον Νικόλα Αγησιλάου να φλερτάρει με την κόρη του συνεταίρου του. «Ωραία», λέμε, «θα το σκάει μαζί της όπως ο Θωμάς με την Ελένη στην Ανατροπή του Γιώργου Θέμελη .
Αμ δε! Στο επόμενο κεφάλαιο, «Διαδρομές στο χρόνο», η αφήγηση εστιάζεται σε άλλο πρόσωπο, στη Μαριγούλα. Λέω, γνωστή η τακτική, μας κρατάει σε αγωνία η Έρη, στο επόμενο κεφάλαιο θα μας παρουσιάσει τον Νικόλα να το σκάει με την Νάντα. Τίποτα. Βλέπουμε τελικά ότι τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει, και να σου η Έρη μας ξαναβγάζει την ιστορία στο τέλος του έργου. Ο Νικόλας χρηματοδοτεί το ταξίδι της Νάντας, του άντρα της και των παιδιών τους από τη φλεγόμενη Σμύρνη. Στο τέλος της ζωής της η Νάντα ξεπληρώνει την υποχρέωση με μια επιταγή για τα παιδιά του Νικόλα.
Και μια και είμαι συγκριτολόγος από ιδιοσυγκρασία, θα κάνω τη σύγκριση ανάμεσα στον Πολυκράτη, το σύζυγο της Μαριγούλας, και στον «Σιούλα τον ταμπάκο» του Δημήτρη Χατζή. Στο έργο του Χατζή ο Σιούλας συνέρχεται από την κατάθλιψη που του προκαλεί η κρίση του επαγγέλματός του. Αντίθετα ο αραμπατζής Πολυκράτης, που η έλευση του τραμ τού στέρησε τη δουλειά και ξέπεσε στη φτώχεια, δεν κατάφερε να συνέλθει. Το έριξε στο ποτό για να πεθάνει μετά από ατύχημα. Μεθυσμένος έπεσε από τον αραμπά του και η πισινή ρόδα του έκοψε το λαιμό. Θα έλθει όμως και η σειρά των αφεντικών. Η διάδοση των πλαστικών μείωσε τη ζήτηση των αυθεντικών δερμάτων, και το εργοστάσιο του Αγησιλάου έκλεισε τελικά.
Επινοητική στο στήσιμο της ιστορίας της η Ρίτσου κάνει πιο πολυφωνικό το μυθιστόρημά της από ότι θα μπορούσε να φανταστεί ο Μπαχτίν. Δεν είναι μόνο το ότι ο διάλογος καταλαμβάνει τη μερίδα του λέοντος. Χρησιμοποιεί την επιστολογραφία και τις ημερολογιακές σημειώσεις για να προχωρήσει την ιστορία της, ρίχνοντας έτσι τον τριτοπρόσωπο αφηγητή της εντελώς σε δεύτερο πλάνο. Ακόμη κάνει υφολογικά πιο πλούσιο το έργο της, χρησιμοποιώντας σε κάποιες επιστολές και σε κάποιες ημερολογιακές σημειώσεις την καθαρεύουσα της εποχής. Αφού η δημοτική την έριξε νοκ άουτ στο χώμα, τώρα τη στήνει στα πόδια της και την ξεσκονίζει. Ο Παπαδιαμάντης είναι μεγάλος διηγηματογράφος, αλλά η ίδια η καθαρεύουσά του που τον κάνει αντιπαθητικό στους μαθητές μας, εμάς μας τον κάνει ακόμη πιο αγαπητό. Η περιπέτεια αυτή της γλώσσας μας τελικά την πλούτισε εκφραστικά. Οι δοκιμιογράφοι ειδικά τρελαίνονται με τις μετοχές της.
Με την αφηγηματική άνεση και την επινοητικότητα στην πλοκή που διακρίνει την Έρη, πιστεύουμε ότι το μυθιστόρημα της ταιριάζει περισσότερο. Περιμένουμε και το επόμενό της.
Wednesday, September 23, 2009
Βασίλης Γεργατσούλης, Η Αναρά
Βασίλης Γεργατσούλης, Η Αναρά, Αθήνα 2004, Σύγχρονη Εποχή.
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ο Βασίλης Γεργατσούλης είναι δάσκαλος, διευθυντής σε δημοτικό σχολείο, και υποψήφιος διδάκτορας στη λαογραφία. Με λαογραφικά ενδιαφέροντα λοιπόν, δεν είναι παράξενο που η «Αναρά», το πρώτο του μυθιστόρημα, είναι πλούσιο σε λαογραφικά στοιχεία.
Τι λέω, το ίδιο το μυθιστόρημα είναι λαογραφικό. Η υπόθεσή του εκτυλίσσεται σε ένα χωριό της Καρπάθου, το Απέρι, από όπου κατάγεται ο συγγραφέας, και έχει σαν κεντρικό πυρήνα το μύθο της Αναράς, της νεράϊδας που μπορεί να μπαινοβγαίνει στο χρόνο. Ο ήρωας πηγαίνει με κάποιο φίλο του στη σπηλιά της Αναράς και βρίσκει ένα βιβλίο στο οποίο είναι γραμμένη η μαγική επωδός για επίκληση του Χρόνου. Τον καλεί και του ζητά μια χάρη: να επιστρέψουν στο χρόνο δυο γέροι του χωριού του. Οι γέροι εξαφανίζονται, και στη θέση τους εμφανίζονται δυο νέοι, ξαδέρφια τους υποτίθεται. Και ενώ θα έπρεπε να χαρούν τη νιότη τους, δεν γίνεται κάτι τέτοιο, γιατί κουβαλάνε τη νιότη που είχαν μερικές δεκαετίες πριν, με τις νοοτροπίες της εποχής, πράγμα που τους απομονώνει από τους υπόλοιπους νέους του χωριού. Έτσι ο ήρωας δεν έχει άλλη επιλογή από το να παρακαλέσει το Χρόνο να τους κάνει όπως ήσαν πρώτα.
Η υπόθεση φαίνεται φανταστική, όμως δεν είναι. Ο Γεργατσούλης, δέσμιος των ρεαλιστικών συμβάσεων της εποχής, παρουσιάζει στο τέλος όλη αυτή την περιπέτεια του ήρωα σαν όνειρο. Αυτό είναι μια παλιά αφηγηματική τεχνική. Για παράδειγμα στο «Ιστορία και όνειρο» του Μαρίνου Φαλιέρου (Κρήτη, 15ος αιώνας), ο ήρωας, απάνω που είναι έτοιμος να καταφέρει την κοπέλα που αγαπά, ξυπνάει από το τσίμπημα ενός ψύλλου.
Αναζητώντας, όχι τον χαμένο, αλλά τον περασμένο χρόνο, όχι για δικό του λογαριασμό, αλλά για λογαριασμό άλλων, αποτελεί τη «διάνοια» του έργου, τη θεματική του.
«Χαίρεσαι; Κυλάει ο χρόνος ανάλαφρος. Αγχώνεσαι; Έρχεται ο χρόνος και σου σφίγγει πιότερο τη θηλιά γύρω από το λαιμό σου. Λυπάσαι; Γίνεται ο χρόνος ένα βαρύ αμόνι πάνω στην τρυφερή καρδιά σου. Περιμένεις κάτι με λαχτάρα; Κολλάει με μια σαδιστική διάθεση του χρόνου το ρολόι. Θέλεις να απολαύσεις λίγο παραπάνω κάποια όμορφη στιγμή; Έρχεται ο χρόνος και σου φωνάζει: ‘Τέλειωσε ο χρόνος! Ο κάθε κατεργάρης και στον πάγκο του’» (σελ. 205).
Η θεματική αυτή όμως είναι ολοφάνερα προσχηματική, αφού αυτό που ενδιαφέρει τον Γεργατσούλη είναι η μυθιστορηματική απόδοση λαογραφικών στοιχείων, διανθισμένων με ιστορίες, αστείες και μη, σαν αυτές που κυκλοφορούν σε όλα τα επαρχιώτικα χωριά. Ανάμεσα σ’ αυτές είναι και μια ιστορία με τσουνάμι. Το ζωτικής σημασίας δίδαγμα, που δεν είναι άσχημο να το επαναλάβουμε εδώ, είναι ότι αν δεις τη θάλασσα να υποχωρεί, το βάζεις στα πόδια και ανεβαίνεις στον κοντινότερο λόφο.
Και μια αστεία ιστορία: Η γιαγιά, αντί να ρίξει στην κάλπη το ψηφοδέλτιο που της έδωσαν, έριξε το φάκελο με το λογαριασμό της ΔΕΗ. «Θεία, ψήφισες ΔΕΗ» (σελ. 122).
Τις κατάρες, που βρίσκονται συχνά στο στόμα των χωριανών, τις θεωρεί σαν μέσο για να «αποφεύγουμε τη χειροδικία και τις εκδικητικές ενέργειες. Αν δεν υπήρχαν αυτές, θα έπαιρνε ο καθένας μια κουμπούρα ή ένα στειλιάρι και θα έσπαγε το κεφάλι του διπλανού του» (σελ. 109-110). Είναι όπως τα «τυπικά μετάθεσης» των ηθολόγων, ενέργειες δηλαδή που εκτονώνουν την επιθετικότητα, όπως η γροθιά πάνω στο τραπέζι αντί στο πρόσωπο εκείνου που μας ενόχλησε.
«Το μη σε μέλλει μη ρωτάς, ποτέ κακό μην εύρεις». Παροιμίες σαν κι αυτή υπάρχουν κάμποσες στο βιβλίο, τονίζοντας το λαογραφικό του χαρακτήρα.
Από τα λαογραφικά στοιχεία που παρατίθενται στο βιβλίο είναι και η λαϊκή ιατρική. «Δυόμισι δεκαετίες νωρίτερα, γύρω στο 1950, όπως έχω ακούσει από τους μεγαλύτερους, κανένας στο νησί δεν εμπιστευόταν τους γιατρούς… Έτρεχαν λοιπόν σε κάποιες ζαρωμένες μαυροφόρες γριές, που τους έκαναν ένα σωρό μαγικά για να διώξουν από πάνω τους το κακό μάτι και να τους απαλλάξουν από τις σατανικές δυνάμεις που, όπως έλεγαν, τους είχαν κυριεύσει» (σελ. 141-142). Το άρρωστο από ουρολοίμωξη παιδί τη γλιτώνει εδώ, γιατί την τελευταία στιγμή οι γονείς του αποφασίζουν να εμπιστευθούν το γιατρό, όχι όμως και η ηρωίδα του Κινέζου συγγραφέα Ba Jin, στην «Άνοιξη», από τη φημισμένη τριλογία του «Οικογένεια», που πεθαίνει γιατί ο άντρας της δεν εμπιστευόταν τη δυτική ιατρική. Ο Γεργατσούλης φυσικά δεν απορρίπτει τη λαϊκή ιατρική, κυρίως τη βοτανοθεραπεία, την οποία υποστηρίζει ότι πρέπει να αξιοποιήσει η ιατρική.
Σε κάποιο σημείο διάβασα: «Ξέρεις, Βασίλη, τα παλιά χρόνια τους γέρους τους τυλίγανε σε μια κουβέρτα και τους ρίχνανε στο ποτάμι» (σελ. 182). Ψέμα; Ο πατέρας μου, στα βαθιά του γεράματα, που δεν τα άντεχε και πεθυμούσε το θάνατο, μου έλεγε συχνά: «Τα παλιά χρόνια ήταν καλύτερα που τους γέρους τους γκρεμίζανε». Είμαι σίγουρος ότι έτσι συνέβαινε, φαντάζομαι χιλιετίες πριν, και η ανάμνηση αυτή μεταβιβαζόταν προφορικά από γενιά σε γενιά. Και θυμήθηκα τη «Μπαλάντα του Ναραγιάμα» (1983) του Σοχέι Imamura, ένα από τα θέματα της οποίας είναι ακριβώς αυτό, η εγκατάλειψη των γερόντων στο βουνό. Το άλλο έργο όμως δεν το θυμάμαι, αναφερόταν στους Εσκιμώους, όπου και εκεί οι γέροι εγκαταλείπονταν έξω στο χιόνι για να τους φάνε οι αρκούδες. Έπρεπε να ζήσουν και αυτές, για να μπορέσουν τα παιδιά τους να τις σκοτώσουν και να τραφούν τα ίδια.
Ο Γεργατσούλης είναι επινοητικότατος στην πλοκή του, και οι ιστορίες που παραθέτει απολαυστικότατες. Διαθέτει μεγάλη αφηγηματική άνεση, σημαντικό προσόν για κάθε πεζογράφο. Η μεγάλη πρωτοτυπία του βιβλίου του βέβαια είναι η θεματοποίηση λαογραφικού υλικού. Αναμένομε και το επόμενο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ο Βασίλης Γεργατσούλης είναι δάσκαλος, διευθυντής σε δημοτικό σχολείο, και υποψήφιος διδάκτορας στη λαογραφία. Με λαογραφικά ενδιαφέροντα λοιπόν, δεν είναι παράξενο που η «Αναρά», το πρώτο του μυθιστόρημα, είναι πλούσιο σε λαογραφικά στοιχεία.
Τι λέω, το ίδιο το μυθιστόρημα είναι λαογραφικό. Η υπόθεσή του εκτυλίσσεται σε ένα χωριό της Καρπάθου, το Απέρι, από όπου κατάγεται ο συγγραφέας, και έχει σαν κεντρικό πυρήνα το μύθο της Αναράς, της νεράϊδας που μπορεί να μπαινοβγαίνει στο χρόνο. Ο ήρωας πηγαίνει με κάποιο φίλο του στη σπηλιά της Αναράς και βρίσκει ένα βιβλίο στο οποίο είναι γραμμένη η μαγική επωδός για επίκληση του Χρόνου. Τον καλεί και του ζητά μια χάρη: να επιστρέψουν στο χρόνο δυο γέροι του χωριού του. Οι γέροι εξαφανίζονται, και στη θέση τους εμφανίζονται δυο νέοι, ξαδέρφια τους υποτίθεται. Και ενώ θα έπρεπε να χαρούν τη νιότη τους, δεν γίνεται κάτι τέτοιο, γιατί κουβαλάνε τη νιότη που είχαν μερικές δεκαετίες πριν, με τις νοοτροπίες της εποχής, πράγμα που τους απομονώνει από τους υπόλοιπους νέους του χωριού. Έτσι ο ήρωας δεν έχει άλλη επιλογή από το να παρακαλέσει το Χρόνο να τους κάνει όπως ήσαν πρώτα.
Η υπόθεση φαίνεται φανταστική, όμως δεν είναι. Ο Γεργατσούλης, δέσμιος των ρεαλιστικών συμβάσεων της εποχής, παρουσιάζει στο τέλος όλη αυτή την περιπέτεια του ήρωα σαν όνειρο. Αυτό είναι μια παλιά αφηγηματική τεχνική. Για παράδειγμα στο «Ιστορία και όνειρο» του Μαρίνου Φαλιέρου (Κρήτη, 15ος αιώνας), ο ήρωας, απάνω που είναι έτοιμος να καταφέρει την κοπέλα που αγαπά, ξυπνάει από το τσίμπημα ενός ψύλλου.
Αναζητώντας, όχι τον χαμένο, αλλά τον περασμένο χρόνο, όχι για δικό του λογαριασμό, αλλά για λογαριασμό άλλων, αποτελεί τη «διάνοια» του έργου, τη θεματική του.
«Χαίρεσαι; Κυλάει ο χρόνος ανάλαφρος. Αγχώνεσαι; Έρχεται ο χρόνος και σου σφίγγει πιότερο τη θηλιά γύρω από το λαιμό σου. Λυπάσαι; Γίνεται ο χρόνος ένα βαρύ αμόνι πάνω στην τρυφερή καρδιά σου. Περιμένεις κάτι με λαχτάρα; Κολλάει με μια σαδιστική διάθεση του χρόνου το ρολόι. Θέλεις να απολαύσεις λίγο παραπάνω κάποια όμορφη στιγμή; Έρχεται ο χρόνος και σου φωνάζει: ‘Τέλειωσε ο χρόνος! Ο κάθε κατεργάρης και στον πάγκο του’» (σελ. 205).
Η θεματική αυτή όμως είναι ολοφάνερα προσχηματική, αφού αυτό που ενδιαφέρει τον Γεργατσούλη είναι η μυθιστορηματική απόδοση λαογραφικών στοιχείων, διανθισμένων με ιστορίες, αστείες και μη, σαν αυτές που κυκλοφορούν σε όλα τα επαρχιώτικα χωριά. Ανάμεσα σ’ αυτές είναι και μια ιστορία με τσουνάμι. Το ζωτικής σημασίας δίδαγμα, που δεν είναι άσχημο να το επαναλάβουμε εδώ, είναι ότι αν δεις τη θάλασσα να υποχωρεί, το βάζεις στα πόδια και ανεβαίνεις στον κοντινότερο λόφο.
Και μια αστεία ιστορία: Η γιαγιά, αντί να ρίξει στην κάλπη το ψηφοδέλτιο που της έδωσαν, έριξε το φάκελο με το λογαριασμό της ΔΕΗ. «Θεία, ψήφισες ΔΕΗ» (σελ. 122).
Τις κατάρες, που βρίσκονται συχνά στο στόμα των χωριανών, τις θεωρεί σαν μέσο για να «αποφεύγουμε τη χειροδικία και τις εκδικητικές ενέργειες. Αν δεν υπήρχαν αυτές, θα έπαιρνε ο καθένας μια κουμπούρα ή ένα στειλιάρι και θα έσπαγε το κεφάλι του διπλανού του» (σελ. 109-110). Είναι όπως τα «τυπικά μετάθεσης» των ηθολόγων, ενέργειες δηλαδή που εκτονώνουν την επιθετικότητα, όπως η γροθιά πάνω στο τραπέζι αντί στο πρόσωπο εκείνου που μας ενόχλησε.
«Το μη σε μέλλει μη ρωτάς, ποτέ κακό μην εύρεις». Παροιμίες σαν κι αυτή υπάρχουν κάμποσες στο βιβλίο, τονίζοντας το λαογραφικό του χαρακτήρα.
Από τα λαογραφικά στοιχεία που παρατίθενται στο βιβλίο είναι και η λαϊκή ιατρική. «Δυόμισι δεκαετίες νωρίτερα, γύρω στο 1950, όπως έχω ακούσει από τους μεγαλύτερους, κανένας στο νησί δεν εμπιστευόταν τους γιατρούς… Έτρεχαν λοιπόν σε κάποιες ζαρωμένες μαυροφόρες γριές, που τους έκαναν ένα σωρό μαγικά για να διώξουν από πάνω τους το κακό μάτι και να τους απαλλάξουν από τις σατανικές δυνάμεις που, όπως έλεγαν, τους είχαν κυριεύσει» (σελ. 141-142). Το άρρωστο από ουρολοίμωξη παιδί τη γλιτώνει εδώ, γιατί την τελευταία στιγμή οι γονείς του αποφασίζουν να εμπιστευθούν το γιατρό, όχι όμως και η ηρωίδα του Κινέζου συγγραφέα Ba Jin, στην «Άνοιξη», από τη φημισμένη τριλογία του «Οικογένεια», που πεθαίνει γιατί ο άντρας της δεν εμπιστευόταν τη δυτική ιατρική. Ο Γεργατσούλης φυσικά δεν απορρίπτει τη λαϊκή ιατρική, κυρίως τη βοτανοθεραπεία, την οποία υποστηρίζει ότι πρέπει να αξιοποιήσει η ιατρική.
Σε κάποιο σημείο διάβασα: «Ξέρεις, Βασίλη, τα παλιά χρόνια τους γέρους τους τυλίγανε σε μια κουβέρτα και τους ρίχνανε στο ποτάμι» (σελ. 182). Ψέμα; Ο πατέρας μου, στα βαθιά του γεράματα, που δεν τα άντεχε και πεθυμούσε το θάνατο, μου έλεγε συχνά: «Τα παλιά χρόνια ήταν καλύτερα που τους γέρους τους γκρεμίζανε». Είμαι σίγουρος ότι έτσι συνέβαινε, φαντάζομαι χιλιετίες πριν, και η ανάμνηση αυτή μεταβιβαζόταν προφορικά από γενιά σε γενιά. Και θυμήθηκα τη «Μπαλάντα του Ναραγιάμα» (1983) του Σοχέι Imamura, ένα από τα θέματα της οποίας είναι ακριβώς αυτό, η εγκατάλειψη των γερόντων στο βουνό. Το άλλο έργο όμως δεν το θυμάμαι, αναφερόταν στους Εσκιμώους, όπου και εκεί οι γέροι εγκαταλείπονταν έξω στο χιόνι για να τους φάνε οι αρκούδες. Έπρεπε να ζήσουν και αυτές, για να μπορέσουν τα παιδιά τους να τις σκοτώσουν και να τραφούν τα ίδια.
Ο Γεργατσούλης είναι επινοητικότατος στην πλοκή του, και οι ιστορίες που παραθέτει απολαυστικότατες. Διαθέτει μεγάλη αφηγηματική άνεση, σημαντικό προσόν για κάθε πεζογράφο. Η μεγάλη πρωτοτυπία του βιβλίου του βέβαια είναι η θεματοποίηση λαογραφικού υλικού. Αναμένομε και το επόμενο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Tuesday, September 22, 2009
Αλεξάνδρα Μοσχονά, Διηγήματα
Αλεξάνδρα Μοσχονά, Διηγήματα, Αθήνα 2006
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
«Ο φόβος είναι η ισχυρότερη και αρχαιότερη συγκίνηση του ανθρώπινου γένους…». Με αυτά τα λόγια ξεκινάει τη Αλεξάνδρα Μοσχονά το εν είδει προλόγου κείμενό της στην επανέκδοση των δύο συλλογών διηγημάτων της «Η λευκή σκιά» και «Ο ζοφερός ήλιος του Μεσονυκτίου» με τον απλό τίτλο «Διηγήματα». «Δια φόβου και ελέου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν» γράφει ο Αριστοτέλης στην ποιητική του για την τραγωδία. Ο φόβος είναι το κύριο αίσθημα που νιώθουν οι ήρωες των διηγημάτων της Μοσχονά, και ο φόβος αυτός, με το αίσθημα της ταύτισης και της εμπάθειας, μεταδίδεται ατόφιος στον αναγνώστη.
Υπάρχει και ο υπερθετικός του φόβου, ο τρόμος. Ο τρόμος δίνει το όνομα σε ολόκληρη κατηγορία κινηματογραφικών έργων, τα «horror films», τα έργα τρόμου. Όμως τα διηγήματα δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Το να γράψεις έργα μόνο για τον τρόμο σημαίνει να φτωχαίνεις τη λογοτεχνία. Ο Σενέκας, ο ρωμαίος τραγωδός, κατηγορήθηκε ότι, παρερμηνεύοντας τα λόγια του Αριστοτέλη, παρουσίασε πάνω στη σκηνή πράξεις φρικιαστικές για να προκαλέσει τον φόβο. Μόνο ο φόβος δεν φτάνει, χρειάζεται και ο έλεος, η συμπόνια για τους ήρωες. Και αυτή η συμπόνια ξεχύνεται ατόφια στα διηγήματα της Μοσχονά, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος.
Στα έργα τρόμου υπάρχει ένα έντονο σασπένς για την έκβαση. Τα διηγήματα της Μοσχονά είναι περισσότερο ατμοσφαιρικά, σε βαθμό που διαψεύδουν τις αφηγηματικές αναμονές, όπως π.χ. στο εκτενές «Σεντούκι». Δεν μαθαίνουμε ποιος είναι ο δολοφόνος των γυναικών, ούτε τι περιέχει το σεντούκι. Σκιαγραφείται όμως αδρά ο μοναξιασμένος ήρωας, όπως είναι άλλωστε και οι περισσότεροι ήρωές της. Το ίδιο και στο «Ο κύριος Δανιήλ», επίσης εκτενές, που δεν μαθαίνουμε ποτέ τι συνέβαινε στο γηροκομείο».
Στο εισαγωγικό της σημείωμα η Μοσχονά μιλάει για «εξωπραγματικό αφήγημα», για «παράξενο διήγημα», για «αφηγήματα μυστηρίου». Όλα αυτά τοποθετούνται γενικότερα στην κατηγορία του φανταστικού. Ο Γάλλος θεωρητικός της λογοτεχνίας Τσβετάν Τοντόροφ (για την ακρίβεια Βούλγαρος, που όμως, όπως και η Τζούλια Κρίστεβα, σπούδασε στη Γαλλία, ζει στη Γαλλία και γράφει γαλλικά) έγραψε ένα ωραίο βιβλίο με τίτλο «Εισαγωγή στη λογοτεχνία του φανταστικού». Τα διηγήματά της θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε αυτές τις υποκατηγορίες. Κάποια είναι εξωπραγματικά, έξω από τα όρια του πραγματικού, όπως «Το ηλεκτρονικό πλάσμα», κάποια διηγήματα μυστηρίου, που κινούνται στα όρια, τα οποία αντιπροσωπεύουν την κύρια κατηγορία του φανταστικού κατά τον ορισμό του Τοντόροφ, όπως τα διηγήματα «Η τετραχτίδα», «Το σφραγισμένο δωμάτιο», «Ο κύριος Δανιήλ», και κάποια άλλα στην κατηγορία του παράξενου, όπως «Ο σταθμός», «Οι θεοί του σκότους», «Η πρόσκληση», «Η πορεία ενός απόλυτα λογικού ανθρώπου», «Η λευκή σκιά», «Η κατάρα της Ελπίδας Χ», «Σπίτι από γυαλί», «Η μοιραία τροπή και «Ο επισκέπτης».
Στα διηγήματα του δεύτερου μέρους ανήκουν κάποια που δεν εντάσσονται στις παραπάνω κατηγορίες, όπως «Ο ρακοσυλλέκτης», «Ο αυτοσαρκασμός»,(ο περιθωριακός) «Ο θάνατος της νύχτας» (ο ναρκομανής) «Χωρίς πυξίδα» (επίσης ναρκομανής) «Το χάρισμα» (το άρρωστο, ετοιμοθάνατο παιδί) «Η λάμψη» (νέος περιθωριακός, πρώην κατάδικος). Στο «Αδυναμίες», «Ο συνοδός» και «Η εσωστρέφεια» εικονογραφείται ο μοναχικός τύπος που δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τη σεξουαλική σχέση σε μια ουσιαστική σχέση με μια γυναίκα.
Το όνειρο κυριαρχεί στα περισσότερα διηγήματα, και είναι αυτό που τα κατατάσσει στην κατηγορία του φανταστικού, αφού το ονειρικό περιεχόμενο τοποθετείται στην περιοχή του μυστηρίου και του παράξενου, ενώ η εγκιβωτίσουσα αφήγηση το τοποθετεί στα όρια του πραγματικού. Λέξεις όπως φόβος, τρόμος, φρίκη, εφιάλτης, επανέρχονται στα διηγήματα ορίζοντας το κλίμα τους. Τα αρχετυπικά σύμβολα του Πόε εμφανίζονται επίσης σε κάποια διηγήματα: Το περίεργο σπίτι, η γάτα, το μαύρο πουλί. Όμως αυτό που χαρακτηρίζει τα διηγήματα της Μοσχονά είναι η σκιαγράφηση του μοναχικού ανθρώπου, του περιθωριακού ανθρώπου, του ανθρώπου που κατατρύχεται από φαντάσματα και εφιάλτες. Κάποιοι από αυτούς τους ήρωες πεθαίνουν. Και οι πιο περιθωριακοί, οι πιο μοναχικοί, οι πιο καταδικασμένοι από όλους, ο αλήτης και ο ζητιάνος, αν και δεν πρωταγωνιστούν σε κανένα από τα διηγήματά της, τοποθετούνται στο φόντο κάποιων από αυτά, σαν το κοινωνικό αντίστοιχο του ψυχισμού του κύριου ήρωα, όπως στα «Ο συνοδός», «Αδυναμίες», «Αυτοσαρκασμός».
Θα κλείσουμε με την σαρκαστική αυτοσυνειδησία της συγγραφέως φανταστικών ιστοριών: «Ο εφιάλτης δεν έχει πρόσωπο, η φρίκη δεν αποδίδεται σωστά σε περιγραφές καλοπροαίρετων γραφιάδων» (σελ. 113). Η Μοσχονά πάντως δεν τα πήγε καθόλου άσχημα.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
«Ο φόβος είναι η ισχυρότερη και αρχαιότερη συγκίνηση του ανθρώπινου γένους…». Με αυτά τα λόγια ξεκινάει τη Αλεξάνδρα Μοσχονά το εν είδει προλόγου κείμενό της στην επανέκδοση των δύο συλλογών διηγημάτων της «Η λευκή σκιά» και «Ο ζοφερός ήλιος του Μεσονυκτίου» με τον απλό τίτλο «Διηγήματα». «Δια φόβου και ελέου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν» γράφει ο Αριστοτέλης στην ποιητική του για την τραγωδία. Ο φόβος είναι το κύριο αίσθημα που νιώθουν οι ήρωες των διηγημάτων της Μοσχονά, και ο φόβος αυτός, με το αίσθημα της ταύτισης και της εμπάθειας, μεταδίδεται ατόφιος στον αναγνώστη.
Υπάρχει και ο υπερθετικός του φόβου, ο τρόμος. Ο τρόμος δίνει το όνομα σε ολόκληρη κατηγορία κινηματογραφικών έργων, τα «horror films», τα έργα τρόμου. Όμως τα διηγήματα δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Το να γράψεις έργα μόνο για τον τρόμο σημαίνει να φτωχαίνεις τη λογοτεχνία. Ο Σενέκας, ο ρωμαίος τραγωδός, κατηγορήθηκε ότι, παρερμηνεύοντας τα λόγια του Αριστοτέλη, παρουσίασε πάνω στη σκηνή πράξεις φρικιαστικές για να προκαλέσει τον φόβο. Μόνο ο φόβος δεν φτάνει, χρειάζεται και ο έλεος, η συμπόνια για τους ήρωες. Και αυτή η συμπόνια ξεχύνεται ατόφια στα διηγήματα της Μοσχονά, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος.
Στα έργα τρόμου υπάρχει ένα έντονο σασπένς για την έκβαση. Τα διηγήματα της Μοσχονά είναι περισσότερο ατμοσφαιρικά, σε βαθμό που διαψεύδουν τις αφηγηματικές αναμονές, όπως π.χ. στο εκτενές «Σεντούκι». Δεν μαθαίνουμε ποιος είναι ο δολοφόνος των γυναικών, ούτε τι περιέχει το σεντούκι. Σκιαγραφείται όμως αδρά ο μοναξιασμένος ήρωας, όπως είναι άλλωστε και οι περισσότεροι ήρωές της. Το ίδιο και στο «Ο κύριος Δανιήλ», επίσης εκτενές, που δεν μαθαίνουμε ποτέ τι συνέβαινε στο γηροκομείο».
Στο εισαγωγικό της σημείωμα η Μοσχονά μιλάει για «εξωπραγματικό αφήγημα», για «παράξενο διήγημα», για «αφηγήματα μυστηρίου». Όλα αυτά τοποθετούνται γενικότερα στην κατηγορία του φανταστικού. Ο Γάλλος θεωρητικός της λογοτεχνίας Τσβετάν Τοντόροφ (για την ακρίβεια Βούλγαρος, που όμως, όπως και η Τζούλια Κρίστεβα, σπούδασε στη Γαλλία, ζει στη Γαλλία και γράφει γαλλικά) έγραψε ένα ωραίο βιβλίο με τίτλο «Εισαγωγή στη λογοτεχνία του φανταστικού». Τα διηγήματά της θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε αυτές τις υποκατηγορίες. Κάποια είναι εξωπραγματικά, έξω από τα όρια του πραγματικού, όπως «Το ηλεκτρονικό πλάσμα», κάποια διηγήματα μυστηρίου, που κινούνται στα όρια, τα οποία αντιπροσωπεύουν την κύρια κατηγορία του φανταστικού κατά τον ορισμό του Τοντόροφ, όπως τα διηγήματα «Η τετραχτίδα», «Το σφραγισμένο δωμάτιο», «Ο κύριος Δανιήλ», και κάποια άλλα στην κατηγορία του παράξενου, όπως «Ο σταθμός», «Οι θεοί του σκότους», «Η πρόσκληση», «Η πορεία ενός απόλυτα λογικού ανθρώπου», «Η λευκή σκιά», «Η κατάρα της Ελπίδας Χ», «Σπίτι από γυαλί», «Η μοιραία τροπή και «Ο επισκέπτης».
Στα διηγήματα του δεύτερου μέρους ανήκουν κάποια που δεν εντάσσονται στις παραπάνω κατηγορίες, όπως «Ο ρακοσυλλέκτης», «Ο αυτοσαρκασμός»,(ο περιθωριακός) «Ο θάνατος της νύχτας» (ο ναρκομανής) «Χωρίς πυξίδα» (επίσης ναρκομανής) «Το χάρισμα» (το άρρωστο, ετοιμοθάνατο παιδί) «Η λάμψη» (νέος περιθωριακός, πρώην κατάδικος). Στο «Αδυναμίες», «Ο συνοδός» και «Η εσωστρέφεια» εικονογραφείται ο μοναχικός τύπος που δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τη σεξουαλική σχέση σε μια ουσιαστική σχέση με μια γυναίκα.
Το όνειρο κυριαρχεί στα περισσότερα διηγήματα, και είναι αυτό που τα κατατάσσει στην κατηγορία του φανταστικού, αφού το ονειρικό περιεχόμενο τοποθετείται στην περιοχή του μυστηρίου και του παράξενου, ενώ η εγκιβωτίσουσα αφήγηση το τοποθετεί στα όρια του πραγματικού. Λέξεις όπως φόβος, τρόμος, φρίκη, εφιάλτης, επανέρχονται στα διηγήματα ορίζοντας το κλίμα τους. Τα αρχετυπικά σύμβολα του Πόε εμφανίζονται επίσης σε κάποια διηγήματα: Το περίεργο σπίτι, η γάτα, το μαύρο πουλί. Όμως αυτό που χαρακτηρίζει τα διηγήματα της Μοσχονά είναι η σκιαγράφηση του μοναχικού ανθρώπου, του περιθωριακού ανθρώπου, του ανθρώπου που κατατρύχεται από φαντάσματα και εφιάλτες. Κάποιοι από αυτούς τους ήρωες πεθαίνουν. Και οι πιο περιθωριακοί, οι πιο μοναχικοί, οι πιο καταδικασμένοι από όλους, ο αλήτης και ο ζητιάνος, αν και δεν πρωταγωνιστούν σε κανένα από τα διηγήματά της, τοποθετούνται στο φόντο κάποιων από αυτά, σαν το κοινωνικό αντίστοιχο του ψυχισμού του κύριου ήρωα, όπως στα «Ο συνοδός», «Αδυναμίες», «Αυτοσαρκασμός».
Θα κλείσουμε με την σαρκαστική αυτοσυνειδησία της συγγραφέως φανταστικών ιστοριών: «Ο εφιάλτης δεν έχει πρόσωπο, η φρίκη δεν αποδίδεται σωστά σε περιγραφές καλοπροαίρετων γραφιάδων» (σελ. 113). Η Μοσχονά πάντως δεν τα πήγε καθόλου άσχημα.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Monday, September 21, 2009
Κατερίνα Γναφάκη, Χορεύοντας
Κατερίνα Γναφάκη, Χορεύοντας, Αθήνα 2006, Ύφος
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
«Χορεύοντας»! Πολλές φορές τα διακείμενα λειτουργούν συνειρμικά, ερήμην του συγγραφέα. Άραγε χορεύοντας με τους λύκους; Με τι;
Θα το δούμε διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής που μας έδωσε η Κατερίνα, νέο μέλος στο lexima, και για την ώρα τακτικό, στις συναντήσεις της Τετάρτης στο καφέ Diana. Κρητικιά, μια ιδιότητα που με συγκινεί, καθότι Κρητικός κι εγώ, και δασκάλα, που με γεμίζει συναδελφικά αισθήματα.
Διάβασα τη συλλογή. Όχι, η Κατερίνα δεν χορεύει με τους λύκους, χορεύει με τ’ αστέρια. Τ’ αστέρια είναι απ’ τις λέξεις που επανέρχονται συχνά στα ποιήματά της.
Η παλέτα των λέξεων της Γναφάκη είναι περιορισμένη. Ιδεοψυχαναγκαστικά καθηλώνεται σε λέξεις που επαναλαμβάνονται στα ποιήματά της και συνιστούν τη γεωγραφία της ποίησής της. Η λέξη «χορεύω» και τα παράγωγά της συναντώνται 47 φορές τουλάχιστον (μπορεί να μου ξέφυγε καμιά). Η τελευταία λέξη της συλλογής είναι «χορεύει». Όσο για τη λέξη «τραγουδώ», αυτή τη συναντήσαμε 37 φορές.
Το τραγούδι είναι το μόνο μου
ένδυμα,
υφασμένο με το αγέννητο
και το άδηλο.
Κανένας δεν μπορεί
να μου το πάρει.
Θα ματώσουν τα χέρια.
Η Γναφάκη γράφει ποίηση χωρίς να κατατρύχεται από την αγωνία της επίδρασης. Πάρα πολλοί στίχοι της είναι έμμετροι σε αυστηρές παραδοσιακές φόρμες, τη στιγμή που η πλειοψηφία των σύγχρονων ποιητών γράφει σε ελεύθερο στίχο. Και στις έμμετρες φόρμες της αναγνωρίζει κανείς φωνές του παρελθόντος, και κυρίως του Σολωμού.
Ο ουρανός τη φίλησε
με τ’ ανθισμένο στόμα,
τη φίλησε, τη μύρωσε κι ευωδιάζει
ακόμα.
Το παρακάτω τετράστιχο όμως είναι καθαρή μαντινάδα, ερωτικότατη, κρητικότατη.
Σταφύλια έχουν τα χείλη σου,
έλικες τα μαλλιά μου,
στα μάτια σου η κληματαριά,
Οι ρίζες στην καρδιά μου.
Τα παρακάτω τετράστιχα σε τροχαϊκό μέτρο τι θυμίζουν;
Το ποτάμι, το ποτάμι,
το στοιχειό του ποταμού
η νεράιδα, οι νύμφες
και το γέλιο του νερού.
Οι αδελφές μου που χορεύουν
οι αδελφές μου που γελούν
ζωγραφίζουνε τα κρίνα,
τ’ άγρια ρόδα του βυθού.
Να τι θυμίζουν:
«Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή..». Η εικονοποιεία όμως είναι από τους «Ελεύθερους πολιορκημένους|», και συγκεκριμένα από τον «Πειρασμό».
Ψηλά σ’ ένα βραχάκι,
απότομο πολύ,
στέκει ένα κατσικάκι
κι αναζητάει τροφή.
«Την είδα την ξανθούλα, την είδα ψες αργά» κλπ.
Τι ανακαλούν συνειρμικά οι παρακάτω στίχοι, λόγω της φόρμας τους;
Δεν είμαι αστρί, μήτε λουλούδι
κι ούτε της αύρας το φιλί,
μήτε της θάλασσας το φύκι,
μα των ματιών σου είμαι η ψυχή.
Εγώ, μόλις τους διάβασα, μου ήλθαν στο μυαλό οι παρακάτω στίχοι του Βάρναλη.
«Δεν ειμ’ εγώ σπορά της τύχης ο πλαστουργός της νιας ζωής. Εγώ ’μαι τέκνο της ανάγκης κι ώριμο τέκνο της οργής».
Κοίτα να δεις, αναρωτιόμουνα αν βγαίνει ακόμη ο «Οδηγητής», αλλά ψάχνοντας στο google μην κάνω καμιά πατάτα με τους στίχους, τους βρήκα στο τεύχος του Φλεβάρη του 2003, από όπου, για να μην κάθομαι να αντιγράφω, έκανα copy and paste. Τελικά βγαίνει, και υπάρχει και ηλεκτρονικά.
Βέβαια να μην το παρακάνουμε με τις συνειρμικές ανακλήσεις, γιατί καμιά φορά μας βγάζουν εκεί που δεν θέλουμε. Για παράδειγμα όταν διάβασα το στίχο «Καθαρεύω και ίπταμαι» στο μυαλό μου ήρθαν οι στίχοι «οδηγώ και σε σκέφτομαι». Δεν ξέρω ποιος τους τραγουδά, σίγουρα όμως δεν είναι του Μάνου Ελευθερίου, που η εκδήλωση προς τιμήν του στο Κορωπί, με τις θαυμάσιες εισηγήσεις (μπράβο Γιάννη και Ελένη άλλη μια φορά) την Κυριακή στις 10 του Σεπτέμβρη πολύ μας άρεσε.
Και ενώ στη στιχουργική της η Κατερίνα επηρεάζεται από τον Σολωμό, ακόμη και με στίχους που ανακαλούν στίχους του Σολωμού («τα σπλάχνα μου χορεύουν», «του σπαθιού την κόψη», προϊόντα πιθανότατα κρυπτομνησίας), στην εικονοποιεία της δανείζεται από τον Κάλβο. Οι ουρανοί, οι γαλαξίες, οι αστερισμοί κάνουν συχνά την εμφάνισή τους σε υπέροχες μπαρόκ εικόνες. Και πού αλλού θα φαινόταν πιο καθαρά η Καλβική επίδραση από ότι στο ποίημα «Ωκεανός»; Παρόλο που έχει εδώ μεταφορική σημασία, οι εικόνες που χρησιμοποιεί η Κατερίνα είναι καλβικές: «Τράνεψαν τα κύματα», «απ’ του ήλιου τους δρόμους», «σχίστηκαν οι ουρανοί», «Ύμνος έγινε το πέλαγο», «δίνη των κυμάτων», «το θάλπος σου, ήλιε μου», «Γη κι ουρανός μαζί!» κλπ.
Αντιστικτικά υπάρχουν τα γεμάτα τρυφερότητα «παιδικά» ποιήματά της, με πρώτο και καλύτερο το «Νανούρισμα»:
Το κορμάκι σου ανθισμένο
κι όλο άνοιξη ανασαίνω
λουλουδένιο, λουλουδένιο,
τριαντάφυλλο ανοιγμένο.
«Πολλά από τα ποιήματα αυτής της συλλογής είναι παλιά», γράφει η Γναφάκη, «ωστόσο θέλησα να τα παρουσιάσω αποχαιρετώντας ένα κομμάτι του εαυτού μου που αφήνω καλωσορίζοντας το καινούριο». Δεν ξέρουμε ποια είναι τα παλιά και τα καινούρια. Όλα μας άρεσαν. Εμείς καλωσορίζοντας την καινούρια ποιήτρια, στην πρώτη της αυτή συλλογή, και με τα παλιά της και με τα καινούρια της ποιήματα, της ευχόμαστε κάθε δημιουργικότητα.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
«Χορεύοντας»! Πολλές φορές τα διακείμενα λειτουργούν συνειρμικά, ερήμην του συγγραφέα. Άραγε χορεύοντας με τους λύκους; Με τι;
Θα το δούμε διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής που μας έδωσε η Κατερίνα, νέο μέλος στο lexima, και για την ώρα τακτικό, στις συναντήσεις της Τετάρτης στο καφέ Diana. Κρητικιά, μια ιδιότητα που με συγκινεί, καθότι Κρητικός κι εγώ, και δασκάλα, που με γεμίζει συναδελφικά αισθήματα.
Διάβασα τη συλλογή. Όχι, η Κατερίνα δεν χορεύει με τους λύκους, χορεύει με τ’ αστέρια. Τ’ αστέρια είναι απ’ τις λέξεις που επανέρχονται συχνά στα ποιήματά της.
Η παλέτα των λέξεων της Γναφάκη είναι περιορισμένη. Ιδεοψυχαναγκαστικά καθηλώνεται σε λέξεις που επαναλαμβάνονται στα ποιήματά της και συνιστούν τη γεωγραφία της ποίησής της. Η λέξη «χορεύω» και τα παράγωγά της συναντώνται 47 φορές τουλάχιστον (μπορεί να μου ξέφυγε καμιά). Η τελευταία λέξη της συλλογής είναι «χορεύει». Όσο για τη λέξη «τραγουδώ», αυτή τη συναντήσαμε 37 φορές.
Το τραγούδι είναι το μόνο μου
ένδυμα,
υφασμένο με το αγέννητο
και το άδηλο.
Κανένας δεν μπορεί
να μου το πάρει.
Θα ματώσουν τα χέρια.
Η Γναφάκη γράφει ποίηση χωρίς να κατατρύχεται από την αγωνία της επίδρασης. Πάρα πολλοί στίχοι της είναι έμμετροι σε αυστηρές παραδοσιακές φόρμες, τη στιγμή που η πλειοψηφία των σύγχρονων ποιητών γράφει σε ελεύθερο στίχο. Και στις έμμετρες φόρμες της αναγνωρίζει κανείς φωνές του παρελθόντος, και κυρίως του Σολωμού.
Ο ουρανός τη φίλησε
με τ’ ανθισμένο στόμα,
τη φίλησε, τη μύρωσε κι ευωδιάζει
ακόμα.
Το παρακάτω τετράστιχο όμως είναι καθαρή μαντινάδα, ερωτικότατη, κρητικότατη.
Σταφύλια έχουν τα χείλη σου,
έλικες τα μαλλιά μου,
στα μάτια σου η κληματαριά,
Οι ρίζες στην καρδιά μου.
Τα παρακάτω τετράστιχα σε τροχαϊκό μέτρο τι θυμίζουν;
Το ποτάμι, το ποτάμι,
το στοιχειό του ποταμού
η νεράιδα, οι νύμφες
και το γέλιο του νερού.
Οι αδελφές μου που χορεύουν
οι αδελφές μου που γελούν
ζωγραφίζουνε τα κρίνα,
τ’ άγρια ρόδα του βυθού.
Να τι θυμίζουν:
«Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή..». Η εικονοποιεία όμως είναι από τους «Ελεύθερους πολιορκημένους|», και συγκεκριμένα από τον «Πειρασμό».
Ψηλά σ’ ένα βραχάκι,
απότομο πολύ,
στέκει ένα κατσικάκι
κι αναζητάει τροφή.
«Την είδα την ξανθούλα, την είδα ψες αργά» κλπ.
Τι ανακαλούν συνειρμικά οι παρακάτω στίχοι, λόγω της φόρμας τους;
Δεν είμαι αστρί, μήτε λουλούδι
κι ούτε της αύρας το φιλί,
μήτε της θάλασσας το φύκι,
μα των ματιών σου είμαι η ψυχή.
Εγώ, μόλις τους διάβασα, μου ήλθαν στο μυαλό οι παρακάτω στίχοι του Βάρναλη.
«Δεν ειμ’ εγώ σπορά της τύχης ο πλαστουργός της νιας ζωής. Εγώ ’μαι τέκνο της ανάγκης κι ώριμο τέκνο της οργής».
Κοίτα να δεις, αναρωτιόμουνα αν βγαίνει ακόμη ο «Οδηγητής», αλλά ψάχνοντας στο google μην κάνω καμιά πατάτα με τους στίχους, τους βρήκα στο τεύχος του Φλεβάρη του 2003, από όπου, για να μην κάθομαι να αντιγράφω, έκανα copy and paste. Τελικά βγαίνει, και υπάρχει και ηλεκτρονικά.
Βέβαια να μην το παρακάνουμε με τις συνειρμικές ανακλήσεις, γιατί καμιά φορά μας βγάζουν εκεί που δεν θέλουμε. Για παράδειγμα όταν διάβασα το στίχο «Καθαρεύω και ίπταμαι» στο μυαλό μου ήρθαν οι στίχοι «οδηγώ και σε σκέφτομαι». Δεν ξέρω ποιος τους τραγουδά, σίγουρα όμως δεν είναι του Μάνου Ελευθερίου, που η εκδήλωση προς τιμήν του στο Κορωπί, με τις θαυμάσιες εισηγήσεις (μπράβο Γιάννη και Ελένη άλλη μια φορά) την Κυριακή στις 10 του Σεπτέμβρη πολύ μας άρεσε.
Και ενώ στη στιχουργική της η Κατερίνα επηρεάζεται από τον Σολωμό, ακόμη και με στίχους που ανακαλούν στίχους του Σολωμού («τα σπλάχνα μου χορεύουν», «του σπαθιού την κόψη», προϊόντα πιθανότατα κρυπτομνησίας), στην εικονοποιεία της δανείζεται από τον Κάλβο. Οι ουρανοί, οι γαλαξίες, οι αστερισμοί κάνουν συχνά την εμφάνισή τους σε υπέροχες μπαρόκ εικόνες. Και πού αλλού θα φαινόταν πιο καθαρά η Καλβική επίδραση από ότι στο ποίημα «Ωκεανός»; Παρόλο που έχει εδώ μεταφορική σημασία, οι εικόνες που χρησιμοποιεί η Κατερίνα είναι καλβικές: «Τράνεψαν τα κύματα», «απ’ του ήλιου τους δρόμους», «σχίστηκαν οι ουρανοί», «Ύμνος έγινε το πέλαγο», «δίνη των κυμάτων», «το θάλπος σου, ήλιε μου», «Γη κι ουρανός μαζί!» κλπ.
Αντιστικτικά υπάρχουν τα γεμάτα τρυφερότητα «παιδικά» ποιήματά της, με πρώτο και καλύτερο το «Νανούρισμα»:
Το κορμάκι σου ανθισμένο
κι όλο άνοιξη ανασαίνω
λουλουδένιο, λουλουδένιο,
τριαντάφυλλο ανοιγμένο.
«Πολλά από τα ποιήματα αυτής της συλλογής είναι παλιά», γράφει η Γναφάκη, «ωστόσο θέλησα να τα παρουσιάσω αποχαιρετώντας ένα κομμάτι του εαυτού μου που αφήνω καλωσορίζοντας το καινούριο». Δεν ξέρουμε ποια είναι τα παλιά και τα καινούρια. Όλα μας άρεσαν. Εμείς καλωσορίζοντας την καινούρια ποιήτρια, στην πρώτη της αυτή συλλογή, και με τα παλιά της και με τα καινούρια της ποιήματα, της ευχόμαστε κάθε δημιουργικότητα.
Sunday, September 20, 2009
Ελευθερία Αναγνωστάκη-Τζαβάρα, Τα πρόσωπα της Αφροδίτης κ.ά
Ελευθερία Αναγνωστάκη-Τζαβάρα
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Η ποιήτρια Ελευθερία Αναγνωστάκη -Τζαβάρα είναι γενικός γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Δραστήρια και ακαταπόνητη, είναι η ψυχή των εκδηλώσεων της Εταιρείας. Η Τζαβάρα μας έδωσε πρόσφατα τρία έργα της.
Και πρώτα πρώτα «Τα πρόσωπα της Αφροδίτης» σε μια καλαίσθητη έκδοση από τις εκδόσεις Πάραλος. Με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, αποτελεί μια επιτομή και ένα σχόλιο στην αρχαία ελληνική τέχνη γενικότερα, αλλά και στα κλασσικά γυναικεία αρχέτυπα πιο ειδικά, και όχι μόνο της Αφροδίτης στην οποία παραπέμπει ο τίτλος. «Μήδεια: η κόρη του ήλιου» είναι ένα από τα κείμενα του έργου, ποιητική πρόζα που εικονογραφεί τη δαιμονική φύση της γυναίκας:
«Καθρεφτίζεται στους λειμώνες του ύπνου μας, καθώς μόνη περπατάει στις ερημιές της αγάπης, στους γκρεμνούς τους σφοδρού πόνου, στην άβυσσο της ερωτικής εγκατάλειψης, με τη γαμψή εκδίκηση ν’ αφρίζει ο νους της… Υπάρχει μια δαιμονική αγιότητα στις πράξεις της».
Και για την Αφροδίτη:
«Το σώμα σου έχει το άρωμα των υπερώριμων καρπών.
Χορτασμένη από θαμβωτικά σμιξίματα, χαμογελάς πέρα από το χρόνο, το αίμα, το σώμα, τα σύνορα, τα ταμπού.
Βαμμένη, φτιασιδωμένη, θαμβωτική, στεγνώνουν επάνω στο δέρμα σου τα ίχνη του ιριδίζοντος πόθου του Άδωνη, του Ταμμούζ, του Όσιρι».
Η Αναγνωστάκη μας δείχνει, όπως και η Ρέα Γαλανάκη στο «Βίος και Πολιτεία του Ισμαήλ Φερίκ Πασά, ότι δεν υπάρχουν απόλυτα στεγανά ανάμεσα στην ποίηση και την πρόζα.
Στο έργο αυτό μεταφράζει επίσης ορφικούς ύμνους και Πίνδαρο, και παραθέτει αυτούσια αρχαιοελληνικά αποφθέγματα.
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα για τον Έρωτα:
«Έρωτα σε φοβάμαι (έτσι, με bold χαρακτήρες)
Έχεις τα φτερά ενός αγγέλου που ξεστράτισε.
Το μαστίγιο του πόθου.
Τα καρφιά του πάθους.
Τις αλυσίδες της δέσμευσης.
Το ναι της υποταγής.
Αινιγματικός, κρύβεσαι πίσω από λέξεις».
Τολμηρή στις μεταφορές και τις εικόνες της, η Αναγνωστάκη είναι μια από τις πιο αξιόλογες φωνές της νεοκρητικής σχολής.
Σε αγγλική μετάφραση εκδόθηκαν και ορισμένα της ποιήματα με τίτλο Dreams of birth (Paralos 2005), ενώ η «Μεγάλη πορεία» εκδόθηκε πέρυσι σε δίγλωσση έκδοση, ελληνικά και πολωνικά, στη Βαρσοβία. Οι αρχαιοελληνικές εμμονές της φαίνονται και εδώ στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής, σε κάποια μάλιστα και στους τίτλους (Κούρα Αθηνά, Η Σίβυλλα).
Δημιουργία προσδιορισμών με γενική στη θέση επιθέτων (Βάρβαροι του κέρδους, ισοβίτης της μοναξιάς, νύχτα των κόσμων), έξυπνες μεταφορές (οχήματα παράφρονα, αναμαλλιασμένα σύννεφα) είναι χαρακτηριστικά υφολογικά στοιχεία του έργου.
Έχοντας μια μακρά μαθητεία στο οικολογικό κίνημα, δεν μπορώ να μη παραθέσω ένα δείγμα της ποίησης της Αναγνωστάκη από το ποίημα «Οικολογία».
«Έγκλειστος σε κρύπτες από μπετόν
Δένεις κόμπους υπομονής τη ζωή σου.
Τη συντηρείς με ψέματα.
Κι εσύ που γεύτηκες ψωμί από γλυκό σιτάρι
Κι ήπιες κρασί από λιαστό αμπέλι,
Τρέφεσαι με τροφές συνθετικές».
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Η ποιήτρια Ελευθερία Αναγνωστάκη -Τζαβάρα είναι γενικός γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Δραστήρια και ακαταπόνητη, είναι η ψυχή των εκδηλώσεων της Εταιρείας. Η Τζαβάρα μας έδωσε πρόσφατα τρία έργα της.
Και πρώτα πρώτα «Τα πρόσωπα της Αφροδίτης» σε μια καλαίσθητη έκδοση από τις εκδόσεις Πάραλος. Με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, αποτελεί μια επιτομή και ένα σχόλιο στην αρχαία ελληνική τέχνη γενικότερα, αλλά και στα κλασσικά γυναικεία αρχέτυπα πιο ειδικά, και όχι μόνο της Αφροδίτης στην οποία παραπέμπει ο τίτλος. «Μήδεια: η κόρη του ήλιου» είναι ένα από τα κείμενα του έργου, ποιητική πρόζα που εικονογραφεί τη δαιμονική φύση της γυναίκας:
«Καθρεφτίζεται στους λειμώνες του ύπνου μας, καθώς μόνη περπατάει στις ερημιές της αγάπης, στους γκρεμνούς τους σφοδρού πόνου, στην άβυσσο της ερωτικής εγκατάλειψης, με τη γαμψή εκδίκηση ν’ αφρίζει ο νους της… Υπάρχει μια δαιμονική αγιότητα στις πράξεις της».
Και για την Αφροδίτη:
«Το σώμα σου έχει το άρωμα των υπερώριμων καρπών.
Χορτασμένη από θαμβωτικά σμιξίματα, χαμογελάς πέρα από το χρόνο, το αίμα, το σώμα, τα σύνορα, τα ταμπού.
Βαμμένη, φτιασιδωμένη, θαμβωτική, στεγνώνουν επάνω στο δέρμα σου τα ίχνη του ιριδίζοντος πόθου του Άδωνη, του Ταμμούζ, του Όσιρι».
Η Αναγνωστάκη μας δείχνει, όπως και η Ρέα Γαλανάκη στο «Βίος και Πολιτεία του Ισμαήλ Φερίκ Πασά, ότι δεν υπάρχουν απόλυτα στεγανά ανάμεσα στην ποίηση και την πρόζα.
Στο έργο αυτό μεταφράζει επίσης ορφικούς ύμνους και Πίνδαρο, και παραθέτει αυτούσια αρχαιοελληνικά αποφθέγματα.
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα για τον Έρωτα:
«Έρωτα σε φοβάμαι (έτσι, με bold χαρακτήρες)
Έχεις τα φτερά ενός αγγέλου που ξεστράτισε.
Το μαστίγιο του πόθου.
Τα καρφιά του πάθους.
Τις αλυσίδες της δέσμευσης.
Το ναι της υποταγής.
Αινιγματικός, κρύβεσαι πίσω από λέξεις».
Τολμηρή στις μεταφορές και τις εικόνες της, η Αναγνωστάκη είναι μια από τις πιο αξιόλογες φωνές της νεοκρητικής σχολής.
Σε αγγλική μετάφραση εκδόθηκαν και ορισμένα της ποιήματα με τίτλο Dreams of birth (Paralos 2005), ενώ η «Μεγάλη πορεία» εκδόθηκε πέρυσι σε δίγλωσση έκδοση, ελληνικά και πολωνικά, στη Βαρσοβία. Οι αρχαιοελληνικές εμμονές της φαίνονται και εδώ στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής, σε κάποια μάλιστα και στους τίτλους (Κούρα Αθηνά, Η Σίβυλλα).
Δημιουργία προσδιορισμών με γενική στη θέση επιθέτων (Βάρβαροι του κέρδους, ισοβίτης της μοναξιάς, νύχτα των κόσμων), έξυπνες μεταφορές (οχήματα παράφρονα, αναμαλλιασμένα σύννεφα) είναι χαρακτηριστικά υφολογικά στοιχεία του έργου.
Έχοντας μια μακρά μαθητεία στο οικολογικό κίνημα, δεν μπορώ να μη παραθέσω ένα δείγμα της ποίησης της Αναγνωστάκη από το ποίημα «Οικολογία».
«Έγκλειστος σε κρύπτες από μπετόν
Δένεις κόμπους υπομονής τη ζωή σου.
Τη συντηρείς με ψέματα.
Κι εσύ που γεύτηκες ψωμί από γλυκό σιτάρι
Κι ήπιες κρασί από λιαστό αμπέλι,
Τρέφεσαι με τροφές συνθετικές».
Saturday, September 19, 2009
Αθηνά Παπαδάκη, Προς άγνωστον
Αθηνά Παπαδάκη, Προς άγνωστον, Καστανιώτης 2005.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα Ιούλιος-Αύγουστος 2006 και στο Λέξημα
Η Αθηνά Παπαδάκη, πτυχιούχος πολιτικών επιστημών και δημοσιογράφος, δημοσίευσε την ένατη συλλογή ποιημάτων της, πάντα από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με τίτλο «Προς άγνωστον».
Στα ολιγόστιχα ποιήματά της, σε μεγάλο βαθμό αφαιρετικά, επεξεργάζεται ονειρικές εικόνες αλλά και εικόνες ιστορικές και καθημερινές, που προβάλλονται με μια νατουραλιστική ξηρότητα, ασχολίαστες, ή μάλλον που η έλλειψη σχολίου είναι το σχόλιο.
«Ο επαίτης»:
Καθόταν κατάχαμα.
Ήταν η ειμαρμένη της γωνίας,
από το πουθενά στο επαναληπτικό εδώ.
Μισάνοιχτη μόνο η παλάμη
κι έλαμπε η χρυσαφένια βέρα.
Της παλαιότερης ζωής δρομέας,
τερμάτισε στη ζητιανιά.
Το μαρτύριο του Ιησού στο σταυρό δεν εμπνέει μόνο τον Καζαντζάκη και τον Ντάνυ Μπράουν, αλλά και την Αθηνά Παπαδάκη. Το One more kiss, Judas, I am still on the cross είναι Καζαντζακικό στη σύλληψη. Η Μαγδαληνή είναι η γυναίκα κατά Καζαντζάκη που αποτρέπει τον ήρωα από τις υψηλές του επιδιώξεις:
Την παρειά γυρίζω πάλι,
πόρνη, κλέβεις όπως χρυσάφι
από το πάθος την ψυχή.
Η αμφιθυμία, το χαρακτηριστικό του σύγχρονου τραγικού ήρωα, εκφράζεται στην τελευταία στροφή:
Θα ’χω τη χάρη
σε φως καντηλιού να ζήσω;
Μα τρέμω, μήπως και στο γαληνεμό
μου λείψουν τα προδοτικά φιλιά.
Το «Στους πρόποδες του Γολγοθά» παραπέμπει στη θρηνούσα μάνα. Impression από πίνακα ζωγραφικής.
Η «Αδιαλλαξία» και ο «Ανίερος» φαίνονται εμπνευσμένα από την επικαιρότητα. Φυσικά η σημασία τους έγκειται στον επαναληπτικό χαρακτήρα του γεγονότος.
Παρά το ρεύμα
της καθιστικής ψυχής
τόλμησε να αρθρώσει
εν δήμω στίχο.
Παθιασμένα καθώς ερωτευμένη,
της πέταξαν ξεροκόμματο άρνησης.
Στα φανερά
μετράει τα σύννεφα όπως σπίτι
χωρίς να υπολογίζει τη βροχή.
Το λίθο περιμένει.
Την λιθοβόλησαν άραγε την μουσουλμάνα έγκυο, δεν θυμάμαι σε ποια χώρα της Αφρικής;
Ο τούρκος πατέρας σφάζει τη δεκατετράχρονη κόρη του που τη βίασαν, για να ξεπλύνει-άκουσον, άκουσον-την ντροπή της οικογένειας.
Κι όσο το χιόνι πυκνότερο έπεφτε,
βαθύτερα στο σπίτι έκλεινε το φονικό.
Αν και δεσπότης γνώριζε,
τόση αγάπη δεν του άξιζε,
η παραβάτις κόρη θα τιμωρηθεί.
Σ’ εστίας φωτιά
η λάμα έλαμπε άξονας,
γύρω περιστρεφόταν η οικουμένη.
Τίποτα δεν τον σταματούσε πια,
ούτε τα’ άστρα,
τι άστρα, άστρα, άστρα
προσπέφτανε στις υψηλές του μπότες.
Μπορεί βέβαια η Παπαδάκη να είχε υπόψη της άλλο περιστατικό, ένα έγκλημα τιμής. Στέλλα, κρατάω μαχαίρι. Oime, c’ est moi que j’ai tue a Carmen. Το θύμα έτσι κι αλλιώς είναι γυναίκα.
Οι εικόνες δεν είναι πάντα τόσο διάφανες. Η ποίηση της Παπαδάκη γενικά είναι μια δύσκολη ποίηση, που δεν διαβάζεται στο κάθισμα του μετρό ή του λεωφορείου, ούτε στην καυτή άμμο μιας ακρογιαλιάς το καλοκαίρι. Χρειάζεται να έχει τεταμένη την προσοχή του ο αναγνώστης για να γεφυρώσει τα νοηματικά χάσματα, για να συλλάβει το νόημα. Η πολυσημία, εγγενής στην ποίηση, συνδέεται εδώ περισσότερο με την αναγνωστική επάρκεια, και κυρίως με μια μεγάλη αναγνωστική μαθητεία στην ποίηση. Η ποίηση της Παπαδάκη προκαλεί τον αναγνώστη.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα Ιούλιος-Αύγουστος 2006 και στο Λέξημα
Η Αθηνά Παπαδάκη, πτυχιούχος πολιτικών επιστημών και δημοσιογράφος, δημοσίευσε την ένατη συλλογή ποιημάτων της, πάντα από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με τίτλο «Προς άγνωστον».
Στα ολιγόστιχα ποιήματά της, σε μεγάλο βαθμό αφαιρετικά, επεξεργάζεται ονειρικές εικόνες αλλά και εικόνες ιστορικές και καθημερινές, που προβάλλονται με μια νατουραλιστική ξηρότητα, ασχολίαστες, ή μάλλον που η έλλειψη σχολίου είναι το σχόλιο.
«Ο επαίτης»:
Καθόταν κατάχαμα.
Ήταν η ειμαρμένη της γωνίας,
από το πουθενά στο επαναληπτικό εδώ.
Μισάνοιχτη μόνο η παλάμη
κι έλαμπε η χρυσαφένια βέρα.
Της παλαιότερης ζωής δρομέας,
τερμάτισε στη ζητιανιά.
Το μαρτύριο του Ιησού στο σταυρό δεν εμπνέει μόνο τον Καζαντζάκη και τον Ντάνυ Μπράουν, αλλά και την Αθηνά Παπαδάκη. Το One more kiss, Judas, I am still on the cross είναι Καζαντζακικό στη σύλληψη. Η Μαγδαληνή είναι η γυναίκα κατά Καζαντζάκη που αποτρέπει τον ήρωα από τις υψηλές του επιδιώξεις:
Την παρειά γυρίζω πάλι,
πόρνη, κλέβεις όπως χρυσάφι
από το πάθος την ψυχή.
Η αμφιθυμία, το χαρακτηριστικό του σύγχρονου τραγικού ήρωα, εκφράζεται στην τελευταία στροφή:
Θα ’χω τη χάρη
σε φως καντηλιού να ζήσω;
Μα τρέμω, μήπως και στο γαληνεμό
μου λείψουν τα προδοτικά φιλιά.
Το «Στους πρόποδες του Γολγοθά» παραπέμπει στη θρηνούσα μάνα. Impression από πίνακα ζωγραφικής.
Η «Αδιαλλαξία» και ο «Ανίερος» φαίνονται εμπνευσμένα από την επικαιρότητα. Φυσικά η σημασία τους έγκειται στον επαναληπτικό χαρακτήρα του γεγονότος.
Παρά το ρεύμα
της καθιστικής ψυχής
τόλμησε να αρθρώσει
εν δήμω στίχο.
Παθιασμένα καθώς ερωτευμένη,
της πέταξαν ξεροκόμματο άρνησης.
Στα φανερά
μετράει τα σύννεφα όπως σπίτι
χωρίς να υπολογίζει τη βροχή.
Το λίθο περιμένει.
Την λιθοβόλησαν άραγε την μουσουλμάνα έγκυο, δεν θυμάμαι σε ποια χώρα της Αφρικής;
Ο τούρκος πατέρας σφάζει τη δεκατετράχρονη κόρη του που τη βίασαν, για να ξεπλύνει-άκουσον, άκουσον-την ντροπή της οικογένειας.
Κι όσο το χιόνι πυκνότερο έπεφτε,
βαθύτερα στο σπίτι έκλεινε το φονικό.
Αν και δεσπότης γνώριζε,
τόση αγάπη δεν του άξιζε,
η παραβάτις κόρη θα τιμωρηθεί.
Σ’ εστίας φωτιά
η λάμα έλαμπε άξονας,
γύρω περιστρεφόταν η οικουμένη.
Τίποτα δεν τον σταματούσε πια,
ούτε τα’ άστρα,
τι άστρα, άστρα, άστρα
προσπέφτανε στις υψηλές του μπότες.
Μπορεί βέβαια η Παπαδάκη να είχε υπόψη της άλλο περιστατικό, ένα έγκλημα τιμής. Στέλλα, κρατάω μαχαίρι. Oime, c’ est moi que j’ai tue a Carmen. Το θύμα έτσι κι αλλιώς είναι γυναίκα.
Οι εικόνες δεν είναι πάντα τόσο διάφανες. Η ποίηση της Παπαδάκη γενικά είναι μια δύσκολη ποίηση, που δεν διαβάζεται στο κάθισμα του μετρό ή του λεωφορείου, ούτε στην καυτή άμμο μιας ακρογιαλιάς το καλοκαίρι. Χρειάζεται να έχει τεταμένη την προσοχή του ο αναγνώστης για να γεφυρώσει τα νοηματικά χάσματα, για να συλλάβει το νόημα. Η πολυσημία, εγγενής στην ποίηση, συνδέεται εδώ περισσότερο με την αναγνωστική επάρκεια, και κυρίως με μια μεγάλη αναγνωστική μαθητεία στην ποίηση. Η ποίηση της Παπαδάκη προκαλεί τον αναγνώστη.
Friday, September 18, 2009
Ελένη Γκίκα, Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς
Ελένη Γκίκα, Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς, Άγκυρα 2006
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μια ερωτική ιστορία την οποία η αφηγήτρια αφηγείται άλλοτε σπαρακτικά και άλλοτε με μια δοκιμιακή διαύγεια.
«Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς», αυτό τον οξύμωρο τίτλο διάλεξε για το όγδοο μυθιστόρημά της, το πρώτο μιας τριλογίας, η Ελένη Γκίκα, η γνωστή δημοσιογράφος, πεζογράφος και ποιήτρια.
Αν η ιδιότητά της ως δημοσιογράφος δεν εμφανίζεται σ’ αυτό της το έργο, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την ιδιότητά της ως ποιήτρια: Το έργο είναι γεμάτο στίχους.
Και όχι μόνο. Η γραφή της είναι ολότελα ποιητική. Αν η Ρέα Γαλανάκη έκανε τη στροφή με το «Βίος και Πολιτεία του Ισμαήλ Φερίκ Πασά» με μια μεταβατική, ποιητική πρόζα, προς την πεζογραφία, η Ελένη Γκίκα φαίνεται πως δεν σκοπεύει να παρατήσει την ποίηση. Δημοσιεύει περίπου εναλλάξ ποίηση και πρόζα.
Η παραδοσιακή λογοτεχνική θεωρία χωρίζει τον αφηγητή σε δύο είδη: τον πρωτοπρόσωπο και τον τριτοπρόσωπο. Διαβάζοντας το βιβλίο της Γκίκα μου ήλθε στο μυαλό μια άλλη τυπολογία: Ο αφηγητής που εξαφανίζεται πίσω από την αφήγησή του, και ο αφηγητής που βρίσκεται συνεχώς σε πρώτο πλάνο. Στην πρώτη περίπτωση για παράδειγμα ανήκει η Έρη Ρίτσου, της οποίας διαβάσαμε πρόσφατα το δεύτερο πεζογράφημα. Ο αφηγητής υποχωρεί στο βάθος αφήνοντας τους ήρωες να μιλήσουν, σε ένα μυθιστόρημα όπου κυριαρχεί ο διάλογος.
Και αυτό δεν έχει να κάνει με την τριτοπρόσωπη αφήγησή της. Στην τριτοπρόσωπη αφήγηση του Ανδρέα Μήτσου, για να θυμηθούμε το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο σκύλος της Μαρί», ο αφηγητής βρίσκεται συνεχώς σε πρώτο πλάνο, σχολιάζοντας και αναλύοντας τα πρόσωπα και τις πράξεις τους.
Στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση βέβαια ο αφηγητής δεν κρύβεται στο παρασκήνιο, ιδιαίτερα όταν είναι αυτοδιηγητικός και όχι μάρτυρας. Όμως και πάλι υπάρχουν διαβαθμίσεις πόσο κοντά βρίσκεται στο μπροστινό μέρος της σκηνής ή πόσο στο βάθος της.
Η Ελένη Γκίκα είναι από τους πρωτοπρόσωπους αφηγητές που βρίσκεται στην άκρη άκρη της σκηνής. Σε μια σκηνή όπου η πλατεία είναι άδεια από θεατές. Αυτός που λέμε «αποδέκτης της αφήγησης» είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Αν υπάρχει κάποιος αποδέκτης, αυτός μάλλον είναι ένας ψυχαναλυτής, οπότε πρέπει να αλλάξουμε τη μεταφορά, η Γκίκα δεν βρίσκεται πάνω στη σκηνή αλλά σε ένα ψυχαναλυτικό ντιβάνι, όπου, κατά το πρότυπο της ψυχανάλυσης, μιλάει με ελεύθερους συνειρμούς. Ή μάλλον όχι η ίδια, αλλά η αφηγήτριά της, μια και η σύγχρονη λογοτεχνική θεωρία ξεχωρίζει τον συγγραφέα από τον αφηγητή, ανεξάρτητα αν ο αφηγητής, άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο, δεν είναι παρά μια περσόνα του συγγραφέα.
Ίσως και αυτή η μεταφορά να είναι ανεπαρκής. Ακόμη και με τους ελεύθερους συνειρμούς του ο ψυχαναλυόμενος προσπαθεί να πει κάτι στον ψυχαναλυτή. Εδώ βρισκόμαστε περισσότερο στην περίπτωση του εσωτερικού μονόλογου. Η αφηγήτρια μοιάζει να αναπολεί μια ιστορία και όχι να την αφηγείται. Και στην αναπόληση μιας ιστορίας ο ελεύθερος συνειρμός παίζει κυρίαρχο λόγο. Η αφήγηση δεν είναι μια ευθεία, αλλά ένα συνεχές ζιγκ ζαγκ, ή μάλλον είναι σαν τις γραμμές σε ένα καρδιογράφημα, που πηγαίνουν πάνω και κάτω από μια ευθεία.
Έτσι και η αφηγήτρια της Γκίκα. Το ερμητικά πυκνό και αφαιρετικό, συχνά κρυπτικό, στην αφήγησή της, ερμηνεύεται σαν μια καθόλου επιμελής προσπάθεια καταγραφής της αναπόλησης μιας ερωτικής περιπέτειας, στην οποία ο συνειρμός κυριαρχεί.
Ο συνειρμικός αυτός χαρακτήρας της αφήγησης αιτιολογεί και τον διακειμενικό της χαρακτήρα: Δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει σε τέτοια συχνότητα σε αφήγηση αναφορές και παραπομπές σε συγγραφείς, ηθοποιούς, ζωγράφους, μουσικούς, βιβλία ταινίες κλπ. Κάποιους τους ξέρουμε. Ποιος μπορεί όμως να ξέρει τον Τεντ Χιουζ αν δεν ξέρει τη βιογραφία της Σίλβια Πλαθ;
Σε ένα μεταμοντέρνο παζλ ονομάτων υπάρχουν και αυθεντικά αποσπάσματα από βιβλία, Φρόιντ, κλπ. Η Γκίκα σπάνια μπαίνει στον κόπο να μας τα ταυτοποιήσει. Τα βάζει όμως σε πλαγιαστά, για να δείξει ότι δεν είναι δικά της. Έτσι αίρεται κατά τόπους και η εντύπωση της αμεσότητα της ροής της συνείδησης της αφηγήτριας.
Ο συνειρμικός χαρακτήρας της αφήγησης ερμηνεύει και την αδιαφορία για την ταυτοποίηση των γεγονότων χωροχρονικά. Μόνο το πριν και το μετά ξεχωρίζουν. Επίσης και ο χώρος της κύριας ιστορίας, που είναι η Ρόδος. Ποιος όμως είναι ο χώρος των αναδρομών, η κοινή γενέθλια πόλη της αφηγήτριας και του φίλου της, με τον οποίο περνάει ένα ευτυχισμένο εικοσαήμερο; Δεν μας το λέει.
Πότε συνέβησαν λοιπόν τα γεγονότα που μας αφηγείται η Ελένη Γκίκα; Δεν θα μας το πει. Όμως το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
Γράφει κάπου προς το τέλος: «Το βράδυ πήγαμε σε ένα συνοικιακό, θερινό σινεμά και είδαμε τη ‘Φρίντα’».
Το ότι η ιστορία λαμβάνει χώρα καλοκαίρι το ξέρουμε ήδη. Όμως πότε;
Πηγαίνουμε στο google και ψάχνουμε για τη «Φρίντα». Περιμένετε.
Το βρήκαμε. Σκηνοθέτης η Julie Taymor, και πρωταγωνιστές η Σάλμα Χάγιεκ, ο Άλφρεντ Μολίνα και ο Αντόνιο Μπαντέρας. Γυρίστηκε το 2002. Το 2002 είναι λοιπόν το terminus post quem, και το terminus ante quem φτάνει μέχρι τη συγγραφή του έργου, υποθέτουμε λίγο πριν την έκδοσή του. Τα θερινά σινεμαδάκια παίζουν και παλιές ταινίες.
Μόνο στις ερωτικές ιστορίες των Άρλεκιν υπάρχει happy end. Στα σοβαρά μυθιστορήματα το τέλος είναι συνήθως unhappy. Έτσι και εδώ, η ηρωίδα δεν άντεξε τον αλκοολικό ήρωά της και τον εγκατέλειψε. Με πόσο κομψό τρόπο, είναι αλήθεια! «Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς» του γράφει. Στο λιγότερο ποιητικό: «Θα ’ταν καλύτερα για σένα να με ξεχάσεις».
Και η ηρωίδα;
Αν ο ήρωας κουβαλάει το φορτίο της αυτοκτονίας του πατέρα του, αυτή κουβαλάει το θάνατο της μάνας της πάνω στη γέννα και επίσης το θάνατο του πατέρα της.
Η ηρωίδα γράφει κάμποσες φορές ότι θέλει να την αγαπάνε. «…όλο εκείνο το ‘φλερτ’ με τη μάνα και τον πατέρα μας, τον δάσκαλο και τον φροντιστή μας, τον ‘φίλο’ μας και τη φίλη μας, τη συμμαθήτριά μας, τον συνάδελφο και τον… τροχονόμο στη γωνία, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα παιδικά άρρωστο ‘αγάπα με’ που μονάχα σαν βυθιστούμε μες στη σιωπή και τη μοναξιά θα μπορέσει, ενδεχομένως, κάποτε, και να γιατρευτεί» (σελ. 31). Θυμήθηκα ένα βιβλίο που μετάφρασα, το «Ψυχολογία και ψυχική υγεία» του Τζέημς Χάντφηλντ. Δεν ήξερα πώς να μεταφράσω τη λέξη ingratiating. Πρόκειται για τον τύπο ανθρώπου, ή μάλλον ασθενούς, που θέλει να κάνει πράγματα που να ευχαριστούν τους άλλους, γιατί έχει μεγάλη ανάγκη να τον αγαπάνε. Η απόρριψη τον συντρίβει. Πρόκειται συνήθως για παραχαϊδεμένα παιδιά, όπως είναι τα μοναχοπαίδια. Μοναχοπαίδι και εγώ, είμαι πάντα πρόθυμος να γράψω βιβλιοκριτική για κάθε βιβλίο που μου δίδουν.
Μπορεί ένα βιβλίο να είναι αυτοβιογραφικό; Σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, ναι. Ακόμα και η βιβλιοκριτική. Δεν φαντάζεστε πόσο μου άρεσε το 12ο κεφάλαιο, που αναφέρεται στο Μαρόκο. Ακόμη και για το πώς φτιάχνεται το κουσκούς γράφει.
Η θεωρία της αφήγησης μας λέγει ότι υπάρχουν οι εξής σχέσεις ανάμεσα στο χρόνο της ιστορίας και στο χρόνο της αφήγησης, το χρόνος δηλαδή που χρειάστηκε να συμβεί ένα γεγονός ή που θα χρειαζόταν να συμβεί αν ήταν πραγματικό, και το χρόνο που χρειάζεται για να το αφηγηθούμε ή για να διαβάσουμε τις σελίδες που το αφηγείται κάποιος. Η κλασική περίπτωση είναι η περίπτωση της περίληψης, όπου ο χρόνος της ιστορίας είναι μεγαλύτερος από το χρόνο της αφήγησης. Στους διαλόγους έχουμε περίπου ισοχρονία. Η τελευταία περίπτωση κατά την οποία ο χρόνος της αφήγησης είναι μεγαλύτερος από το χρόνο της ιστορίας είναι σπανιότατη. Στους δασκάλους που δίδασκα στο πρόγραμμα της εξομοίωσης ανέφερα φανταστικό παράδειγμα. Σ’ αυτό το βιβλίο της Γκίκα βρήκα επί τέλους ένα παράδειγμα που θα το χρησιμοποιώ στη διδασκαλία.
«Λοιπόν, τι σκέφτεσαι, θα μου το πεις τελικά τ’ όνομά σου; Ή τώρα το σκέφτεσαι;» (σελ. 43).
«Λοιπόν;», ξαναρωτά μετά από τρεις σελίδες.
«Σαβίνα. Με λένε Σαβίνα».
Οι σκέψεις της αφηγήτριας δεν μπορεί να κράτησαν τόσο χρόνο όσο θέλουν να διαβαστούν αυτές οι τρεις σελίδες, σκέψεις που αναφερόταν στο πως πήρε αυτό το όνομα, για τον παππού της, τη μαμά της κλπ. Είναι ένας κλασικός τρόπος για να κρατήσει ο συγγραφέας τον αναγνώστη σε αγωνία, ή ένα πρόσχημα για αναδρομές στο παρελθόν που φωτίζουν την προσωπικότητα του ήρωα ή κάποια γεγονότα.
«Κι ο Μπάμπης; Τι σόι ιστορία ένας Μπάμπης μπορεί να γράψει;» (σελ. 56).
Διαβάζοντας αυτή τη βιβλιοκριτική ξέρετε τι σόι βιβλιοκριτική μπορεί να γράψει ένας Μπάμπης. Τουλάχιστον ο Μπάμπης Δερμιτζάκης.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μια ερωτική ιστορία την οποία η αφηγήτρια αφηγείται άλλοτε σπαρακτικά και άλλοτε με μια δοκιμιακή διαύγεια.
«Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς», αυτό τον οξύμωρο τίτλο διάλεξε για το όγδοο μυθιστόρημά της, το πρώτο μιας τριλογίας, η Ελένη Γκίκα, η γνωστή δημοσιογράφος, πεζογράφος και ποιήτρια.
Αν η ιδιότητά της ως δημοσιογράφος δεν εμφανίζεται σ’ αυτό της το έργο, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την ιδιότητά της ως ποιήτρια: Το έργο είναι γεμάτο στίχους.
Και όχι μόνο. Η γραφή της είναι ολότελα ποιητική. Αν η Ρέα Γαλανάκη έκανε τη στροφή με το «Βίος και Πολιτεία του Ισμαήλ Φερίκ Πασά» με μια μεταβατική, ποιητική πρόζα, προς την πεζογραφία, η Ελένη Γκίκα φαίνεται πως δεν σκοπεύει να παρατήσει την ποίηση. Δημοσιεύει περίπου εναλλάξ ποίηση και πρόζα.
Η παραδοσιακή λογοτεχνική θεωρία χωρίζει τον αφηγητή σε δύο είδη: τον πρωτοπρόσωπο και τον τριτοπρόσωπο. Διαβάζοντας το βιβλίο της Γκίκα μου ήλθε στο μυαλό μια άλλη τυπολογία: Ο αφηγητής που εξαφανίζεται πίσω από την αφήγησή του, και ο αφηγητής που βρίσκεται συνεχώς σε πρώτο πλάνο. Στην πρώτη περίπτωση για παράδειγμα ανήκει η Έρη Ρίτσου, της οποίας διαβάσαμε πρόσφατα το δεύτερο πεζογράφημα. Ο αφηγητής υποχωρεί στο βάθος αφήνοντας τους ήρωες να μιλήσουν, σε ένα μυθιστόρημα όπου κυριαρχεί ο διάλογος.
Και αυτό δεν έχει να κάνει με την τριτοπρόσωπη αφήγησή της. Στην τριτοπρόσωπη αφήγηση του Ανδρέα Μήτσου, για να θυμηθούμε το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο σκύλος της Μαρί», ο αφηγητής βρίσκεται συνεχώς σε πρώτο πλάνο, σχολιάζοντας και αναλύοντας τα πρόσωπα και τις πράξεις τους.
Στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση βέβαια ο αφηγητής δεν κρύβεται στο παρασκήνιο, ιδιαίτερα όταν είναι αυτοδιηγητικός και όχι μάρτυρας. Όμως και πάλι υπάρχουν διαβαθμίσεις πόσο κοντά βρίσκεται στο μπροστινό μέρος της σκηνής ή πόσο στο βάθος της.
Η Ελένη Γκίκα είναι από τους πρωτοπρόσωπους αφηγητές που βρίσκεται στην άκρη άκρη της σκηνής. Σε μια σκηνή όπου η πλατεία είναι άδεια από θεατές. Αυτός που λέμε «αποδέκτης της αφήγησης» είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Αν υπάρχει κάποιος αποδέκτης, αυτός μάλλον είναι ένας ψυχαναλυτής, οπότε πρέπει να αλλάξουμε τη μεταφορά, η Γκίκα δεν βρίσκεται πάνω στη σκηνή αλλά σε ένα ψυχαναλυτικό ντιβάνι, όπου, κατά το πρότυπο της ψυχανάλυσης, μιλάει με ελεύθερους συνειρμούς. Ή μάλλον όχι η ίδια, αλλά η αφηγήτριά της, μια και η σύγχρονη λογοτεχνική θεωρία ξεχωρίζει τον συγγραφέα από τον αφηγητή, ανεξάρτητα αν ο αφηγητής, άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο, δεν είναι παρά μια περσόνα του συγγραφέα.
Ίσως και αυτή η μεταφορά να είναι ανεπαρκής. Ακόμη και με τους ελεύθερους συνειρμούς του ο ψυχαναλυόμενος προσπαθεί να πει κάτι στον ψυχαναλυτή. Εδώ βρισκόμαστε περισσότερο στην περίπτωση του εσωτερικού μονόλογου. Η αφηγήτρια μοιάζει να αναπολεί μια ιστορία και όχι να την αφηγείται. Και στην αναπόληση μιας ιστορίας ο ελεύθερος συνειρμός παίζει κυρίαρχο λόγο. Η αφήγηση δεν είναι μια ευθεία, αλλά ένα συνεχές ζιγκ ζαγκ, ή μάλλον είναι σαν τις γραμμές σε ένα καρδιογράφημα, που πηγαίνουν πάνω και κάτω από μια ευθεία.
Έτσι και η αφηγήτρια της Γκίκα. Το ερμητικά πυκνό και αφαιρετικό, συχνά κρυπτικό, στην αφήγησή της, ερμηνεύεται σαν μια καθόλου επιμελής προσπάθεια καταγραφής της αναπόλησης μιας ερωτικής περιπέτειας, στην οποία ο συνειρμός κυριαρχεί.
Ο συνειρμικός αυτός χαρακτήρας της αφήγησης αιτιολογεί και τον διακειμενικό της χαρακτήρα: Δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει σε τέτοια συχνότητα σε αφήγηση αναφορές και παραπομπές σε συγγραφείς, ηθοποιούς, ζωγράφους, μουσικούς, βιβλία ταινίες κλπ. Κάποιους τους ξέρουμε. Ποιος μπορεί όμως να ξέρει τον Τεντ Χιουζ αν δεν ξέρει τη βιογραφία της Σίλβια Πλαθ;
Σε ένα μεταμοντέρνο παζλ ονομάτων υπάρχουν και αυθεντικά αποσπάσματα από βιβλία, Φρόιντ, κλπ. Η Γκίκα σπάνια μπαίνει στον κόπο να μας τα ταυτοποιήσει. Τα βάζει όμως σε πλαγιαστά, για να δείξει ότι δεν είναι δικά της. Έτσι αίρεται κατά τόπους και η εντύπωση της αμεσότητα της ροής της συνείδησης της αφηγήτριας.
Ο συνειρμικός χαρακτήρας της αφήγησης ερμηνεύει και την αδιαφορία για την ταυτοποίηση των γεγονότων χωροχρονικά. Μόνο το πριν και το μετά ξεχωρίζουν. Επίσης και ο χώρος της κύριας ιστορίας, που είναι η Ρόδος. Ποιος όμως είναι ο χώρος των αναδρομών, η κοινή γενέθλια πόλη της αφηγήτριας και του φίλου της, με τον οποίο περνάει ένα ευτυχισμένο εικοσαήμερο; Δεν μας το λέει.
Πότε συνέβησαν λοιπόν τα γεγονότα που μας αφηγείται η Ελένη Γκίκα; Δεν θα μας το πει. Όμως το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
Γράφει κάπου προς το τέλος: «Το βράδυ πήγαμε σε ένα συνοικιακό, θερινό σινεμά και είδαμε τη ‘Φρίντα’».
Το ότι η ιστορία λαμβάνει χώρα καλοκαίρι το ξέρουμε ήδη. Όμως πότε;
Πηγαίνουμε στο google και ψάχνουμε για τη «Φρίντα». Περιμένετε.
Το βρήκαμε. Σκηνοθέτης η Julie Taymor, και πρωταγωνιστές η Σάλμα Χάγιεκ, ο Άλφρεντ Μολίνα και ο Αντόνιο Μπαντέρας. Γυρίστηκε το 2002. Το 2002 είναι λοιπόν το terminus post quem, και το terminus ante quem φτάνει μέχρι τη συγγραφή του έργου, υποθέτουμε λίγο πριν την έκδοσή του. Τα θερινά σινεμαδάκια παίζουν και παλιές ταινίες.
Μόνο στις ερωτικές ιστορίες των Άρλεκιν υπάρχει happy end. Στα σοβαρά μυθιστορήματα το τέλος είναι συνήθως unhappy. Έτσι και εδώ, η ηρωίδα δεν άντεξε τον αλκοολικό ήρωά της και τον εγκατέλειψε. Με πόσο κομψό τρόπο, είναι αλήθεια! «Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς» του γράφει. Στο λιγότερο ποιητικό: «Θα ’ταν καλύτερα για σένα να με ξεχάσεις».
Και η ηρωίδα;
Αν ο ήρωας κουβαλάει το φορτίο της αυτοκτονίας του πατέρα του, αυτή κουβαλάει το θάνατο της μάνας της πάνω στη γέννα και επίσης το θάνατο του πατέρα της.
Η ηρωίδα γράφει κάμποσες φορές ότι θέλει να την αγαπάνε. «…όλο εκείνο το ‘φλερτ’ με τη μάνα και τον πατέρα μας, τον δάσκαλο και τον φροντιστή μας, τον ‘φίλο’ μας και τη φίλη μας, τη συμμαθήτριά μας, τον συνάδελφο και τον… τροχονόμο στη γωνία, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα παιδικά άρρωστο ‘αγάπα με’ που μονάχα σαν βυθιστούμε μες στη σιωπή και τη μοναξιά θα μπορέσει, ενδεχομένως, κάποτε, και να γιατρευτεί» (σελ. 31). Θυμήθηκα ένα βιβλίο που μετάφρασα, το «Ψυχολογία και ψυχική υγεία» του Τζέημς Χάντφηλντ. Δεν ήξερα πώς να μεταφράσω τη λέξη ingratiating. Πρόκειται για τον τύπο ανθρώπου, ή μάλλον ασθενούς, που θέλει να κάνει πράγματα που να ευχαριστούν τους άλλους, γιατί έχει μεγάλη ανάγκη να τον αγαπάνε. Η απόρριψη τον συντρίβει. Πρόκειται συνήθως για παραχαϊδεμένα παιδιά, όπως είναι τα μοναχοπαίδια. Μοναχοπαίδι και εγώ, είμαι πάντα πρόθυμος να γράψω βιβλιοκριτική για κάθε βιβλίο που μου δίδουν.
Μπορεί ένα βιβλίο να είναι αυτοβιογραφικό; Σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, ναι. Ακόμα και η βιβλιοκριτική. Δεν φαντάζεστε πόσο μου άρεσε το 12ο κεφάλαιο, που αναφέρεται στο Μαρόκο. Ακόμη και για το πώς φτιάχνεται το κουσκούς γράφει.
Η θεωρία της αφήγησης μας λέγει ότι υπάρχουν οι εξής σχέσεις ανάμεσα στο χρόνο της ιστορίας και στο χρόνο της αφήγησης, το χρόνος δηλαδή που χρειάστηκε να συμβεί ένα γεγονός ή που θα χρειαζόταν να συμβεί αν ήταν πραγματικό, και το χρόνο που χρειάζεται για να το αφηγηθούμε ή για να διαβάσουμε τις σελίδες που το αφηγείται κάποιος. Η κλασική περίπτωση είναι η περίπτωση της περίληψης, όπου ο χρόνος της ιστορίας είναι μεγαλύτερος από το χρόνο της αφήγησης. Στους διαλόγους έχουμε περίπου ισοχρονία. Η τελευταία περίπτωση κατά την οποία ο χρόνος της αφήγησης είναι μεγαλύτερος από το χρόνο της ιστορίας είναι σπανιότατη. Στους δασκάλους που δίδασκα στο πρόγραμμα της εξομοίωσης ανέφερα φανταστικό παράδειγμα. Σ’ αυτό το βιβλίο της Γκίκα βρήκα επί τέλους ένα παράδειγμα που θα το χρησιμοποιώ στη διδασκαλία.
«Λοιπόν, τι σκέφτεσαι, θα μου το πεις τελικά τ’ όνομά σου; Ή τώρα το σκέφτεσαι;» (σελ. 43).
«Λοιπόν;», ξαναρωτά μετά από τρεις σελίδες.
«Σαβίνα. Με λένε Σαβίνα».
Οι σκέψεις της αφηγήτριας δεν μπορεί να κράτησαν τόσο χρόνο όσο θέλουν να διαβαστούν αυτές οι τρεις σελίδες, σκέψεις που αναφερόταν στο πως πήρε αυτό το όνομα, για τον παππού της, τη μαμά της κλπ. Είναι ένας κλασικός τρόπος για να κρατήσει ο συγγραφέας τον αναγνώστη σε αγωνία, ή ένα πρόσχημα για αναδρομές στο παρελθόν που φωτίζουν την προσωπικότητα του ήρωα ή κάποια γεγονότα.
«Κι ο Μπάμπης; Τι σόι ιστορία ένας Μπάμπης μπορεί να γράψει;» (σελ. 56).
Διαβάζοντας αυτή τη βιβλιοκριτική ξέρετε τι σόι βιβλιοκριτική μπορεί να γράψει ένας Μπάμπης. Τουλάχιστον ο Μπάμπης Δερμιτζάκης.
Wednesday, September 16, 2009
Μαρίνα Σαμπροβαλάκη (Κύρβα), Ξεφύλλισμα ψυχής
Κύρβα, Ξεφύλλισμα ψυχής, εκδόσεις Βογιατζή
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Το «Ξεφύλλισμα ψυχής» της Κύρβα, θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί καλύτερα «Ξεφύλλισμα καρδιάς». Κι αυτό γιατί στις 227 σελίδες του βιβλίου αυτού η Μαρίνα Σαμπροβαλάκη, που χρησιμοποιεί σαν ψευδώνυμο την αρχαϊκή ονομασία της πατρίδας της της Ιεράπετρας, μας αποκαλύπτει τα μύχια της καρδιάς της, στο πιο αγνό και πιο βαθύ αίσθημα που μπορεί να κρύψει μέσα της: τον έρωτα. Στους ιαμβικούς 15σύλλαβους στίχους του περιγράφει την ιστορία ενός έρωτα, ενός έρωτα που την κατάτρυχε σε όλη της τη ζωή.
Είχα διαβάσει κάπου ότι ο άντρας δεν ξεχνά ποτέ την πρώτη του αγάπη, και η γυναίκα – την τελευταία. Το θεώρησα ως ένα από τα φαλλοκρατικά ανέκδοτα που κυκλοφορούν μόνιμα έχοντας ως στόχο τις γυναίκες, και τελευταία τις ξανθιές. Το βιβλίο της Σαμπροβαλάκη αποτελεί μια τρανταχτή διάψευση. Και μια ελπίδα: Η πρώτη, η εφηβική αγάπη, μπορεί να αποτελέσει το υστερνό λιμάνι, ή καλύτερα το τροπικό νησί που θα καταφύγει εκείνος-η που θα ναυαγήσει ο γάμος του-της.
Και βέβαια, δίπλα στον έρωτα που μπορεί να έχει τα σκαμπανεβάσματά του, υπάρχει ο σταθερός έρωτας εμάς των κρητικών για την Κρήτη. Δεν είναι τυχαίο το ψευδώνυμο της Σαμπροβαλάκη, ούτε το ότι για να εκφράσει τον έρωτά της διάλεξε τον 15σύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο του Ερωτόκριτου και της μαντινάδας. Την Κρήτη την κουβαλάμε μέσα μας όλοι οι κρητικοί. Το κατεξοχήν σύμβολό της, η κατεξοχήν μετωνυμία της, ο Ψηλορείτης, απαντάται ουκ ολίγες φορές.
Αυτό που με εντυπωσίασε ιδιαίτερα είναι η χρήση λέξεων που δεν έχω ξανασυναντήσει σε γραπτό κείμενο, και όμως τις χρησιμοποιούμε ακόμη αρκετά συχνά στα μέρη μας, στην επαρχία Ιεράπετρας: μικιό (μικρό), μιαολιά (λιγάκι), «ποκόλωναν οι μέρες» (απομακρύνονταν. Αν δεν κάνω λάθος στην ετυμολογία, το «κο» θέλει με ωμέγα), αβραγά (αύριο βράδυ) μπάνα (μήπως), μπακαλούμου (άραγε), ξελαμπικάρισε (καθάρισε), λαλιούν (οδηγούν), εγλάκα (έτρεχε) γιαέρνει (γυρίζει) είναι μόνο μερικές απ’ αυτές, που παρά την εισβολή της κοινής νεοελληνικής που τείνει να εξοντώσει τις ντοπιολαλιές, χρησιμοποιούνται ακόμη αρκετά στην περιφέρειά μας.
Η Μαρίνα στο πρώτο της αυτό βιβλίο (ξέρω ότι θα έχουμε συνέχεια) κάνει κάτι που πάντα το είχα πρόβλημα με τις υποσημειώσεις: να μη βρίσκονται στο τέλος αλλά στο κάτω μέρος της σελίδας. Συχνά βαριέμαι να χάσω τη ροή του κειμένου, και δεν κάθομαι να τις ψάχνω στο τέλος. Ε, λοιπόν αυτό που συχνά δεν κάνουν στις υποσημειώσεις και ποτέ στα γλωσσάρια, η Μαρίνα το κάνει στο βιβλίο της: την ερμηνεία των λέξεων την δίνει στο κάτω μέρος της σελίδας.
Το πάθος της για την Κρήτη την οδηγεί καμιά φορά σε υπερβολές. Δεν της φτάνει μόνο η χρήση των κρητικών λέξεων αλλά την απασχολεί και η απόδοση της κρητικής προφοράς. Έτσι τη λέξη «ποιος» τη γράφει «πχιος», τη λέξη «πιάσει» τη γράφει «πχιάσει», τη λέξη «ομορφιά» τη γράφει «ομορφχιά». Ίσως θα ’πρεπε να συνοδεύει το βιβλίο και cd με την απαγγελία του έργου. Το ρίχνω σαν ιδέα για μεταγενέστερη έκδοση.
Η Μαρίνα δεν γράφει λόγια (λόγι-α, όχι λόγια, τελικά καμιά φορά η φωνητική απόδοση είναι αναγκαία για να μην αμφιταλαντεύεται η ανάγνωση. Εδώ δεν έχουμε συνήζιση), όπως και ο Κορνάρος σε αντίθεση με τον Χορτάτζη. Σε όλο το βιβλίο δεν βρήκα κανένα διασκελισμό.
Άλλο χαρακτηριστικό της ποίησής της που είναι και χαρακτηριστικό της δημοτικής ποίησης είναι η επανάληψη. Το παρακάτω απόσπασμα είναι ένας ύμνος στη φιλία:
ΦΙΛΟΙ, που δε με φτάνουνε χίλιες ζωές να γράφω
κι όλο το χώμα του ντουνιά, πηλός και να τσοι πλάθω.
ΦΙΛΟΙ, που δε με πρόδωκαν, και κάτσανε σιμά μου,
και βάλαν την αγάπη ντως μπεντένι στη καρδιά μου.
ΦΙΛΟΙ, που στα μεσάνυχτα, τα άγρια γλακούσαν,
και στη ψυχή μου απού κλαιγε, σκοπούς τση τραγουοδούσαν.
ΦΙΛΟΙ, που λαχταρούσανε να ξαναβρώ το γέλιο,
πάνω ντου να ’νεστηλωθώ, να το ’βανα θεμέλιο.
ΦΙΛΟΙ, που ξεμαντάλωναν πόρτες καρδιάς να κάτσω,
στου κόρφου ντως τη ζεστασιά, σα ντο μωρό να κλάψω….
Ο ωσεί ιδεοψυχαναγκασμός της στην επανάληψη οδηγεί και σε μια πρωτοτυπία: συχνά η ομοιοκαταληξία δεν είναι κατά δίστιχα, αλλά κατά τρίστιχα, όπως στο παρακάτω:
Τση Σταχτοπούτας ήμοιαζα, είχα τον πρίγκηπά μου,
να βάζει τα παπούτσα μου στα πόδια τα κρυγιά μου
και τω χειλιώ τη ζεστασά κομπρέσα στη καρδιά μου.
Ακόμη και τετράστιχα συναντήσαμε, και μια φορά ένα ολόκληρο πεντάστιχο. Σπάνια συναντήσαμε αδέσποτους δεκαπεντασύλλαβους, και μόνο μια φορά μια «δυσλεκτική» θα λέγαμε, χρήση της ομοιοκαταληξίας: Παράδερνε ο λογισμός, σα τσι λυμένες βάρκες,/ που τσι λαλιούν τα κύματα, και τσι ξεβράζουν στσ’ άκρες. Και άλλη μια φορά μια βιασμένη χρήση ομοιοκαταληξίας: σα ντο χαράκι ετούτονέ, που κάθομαι και γράφω,/ και με τη χέρα μου τη μια, βαστώ ντη κάτω γνάθο.
Οι μεταφορές της είναι σπάνιας ομορφιάς, και συχνά μας συγκινούν παραπέμποντας στην Κρήτη της παράδοσης, της Κρήτης που ανήκει πια στο παρελθόν:
Πόμεινα οπίσω να θωρώ τον ίσκιο ντου να σβήνει,
με τη καρδιά ντη παιδική, σπασμένη σα λαήνι.
Όταν θα σπάσει το λαϊνι που έχω μεταφέρει, διακοσμητικό, στην Αθήνα, θα μένει ο στίχος της Μαρίνας να μου το θυμίζει.
Και άλλη μια ωραία, «κρητική» μεταφορά:
Ο χρόνος συλλογίζομαι, σκληρός σα ντα σημάδια,
κι ωσά τα κακοφούρνιστα, ’φτάζυμα παξιμάδια.
Και άλλη μια:
Ώρες εκουβεντιάζαμε, ωσά τσι κυβερνήτες,
κουβέντες ξετρυπώναμε ωσά τσοι αμανίτες.
Ο παρακάτω στίχος θα σώσει από τη λήθη τον τυφλό βιολάτορα του χωριού μου, χρόνια πεθαμένος:
Γλέντια με το Στραβογιαννιό, στη μέση τση πλατέας.
Στο Ερωτόκριτο υπάρχει το πρόβλημα ποιες από τις αποφθεγματικές φράσεις ανήκουν στον ποιητή και ποιες στο λαό. Από τις παρακάτω τρεις αποφθεγματικές φράσεις που συνάντησα στο ποιητικό αυτό έργο έχω ακούσει την πρώτη και την τρίτη, τη δεύτερη όχι.
Του ξένου κήπου δίνε ευκή, ν’ ανθίζει ο εδικός σου.
Τσ’ απαντοχές σου στο θεό και τη καρδιά στσ’ ανθρώπους
Μη κάμεις μη σου κάμουνε, μη πεις να μη σου πούνε.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε το φωτογραφικό υλικό που παραθέτει η Μαρίνα, τοπία της Βαϊνιάς, του χωριού της, όπως τα απεικόνισε ο φωτογραφικός φακός μια περασμένη εποχή. Κάθε φωτογραφία «σχολιάζεται» με στίχους μέσα από το βιβλίο.
Όπως γίνεται στην αφηγηματική ποίηση, υπάρχουν οι λυρικές κορυφώσεις, με στίχους εξαίρετης ομορφιάς. Ο Σολωμός γι αυτό άφησε αποσπάσματα. Έγραψε μόνο τις λυρικές κορυφώσεις που τον ανέβασαν στον Παρνασσό της ποίησής μας, δεν έγραψε τις συνδετικές αφηγήσεις που θα τον κατέβαζαν. Από τις πιο ψηλές κορφές της ποίησης της Σαμπροβαλάκη θα δώσουμε κάποια δείγματα, με τα οποία θέλουμε να κλείσουμε και την παρουσίασή μας:
Μονάχα η νύχτα ’κάτεχε κι ο ουρανός εθώργε
όσα η καρδιά ’λαχτάρουνε, και το κορμί δε ’μπόργε.
…………….
Ήλιε, δε θέλω μπλιο να δω τ’ ανεσηκώματά σου,
θέλω στα μαξελάργια μου, τα ηλιογέρματά σου.
……………
Ξελαμπικάρισε ο νους, λευτέρωσα τη σκέψη,
τα χαλινάργια τα παλιά, τση ’βγαλα, για να τρέξει.
Και δε ντη περιόρισα, που πχιαίνει κι ήντα κάνει,
και εγλάκα ,τα πικρά παλιά, εδά, να τα γλυκάνει.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Το «Ξεφύλλισμα ψυχής» της Κύρβα, θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί καλύτερα «Ξεφύλλισμα καρδιάς». Κι αυτό γιατί στις 227 σελίδες του βιβλίου αυτού η Μαρίνα Σαμπροβαλάκη, που χρησιμοποιεί σαν ψευδώνυμο την αρχαϊκή ονομασία της πατρίδας της της Ιεράπετρας, μας αποκαλύπτει τα μύχια της καρδιάς της, στο πιο αγνό και πιο βαθύ αίσθημα που μπορεί να κρύψει μέσα της: τον έρωτα. Στους ιαμβικούς 15σύλλαβους στίχους του περιγράφει την ιστορία ενός έρωτα, ενός έρωτα που την κατάτρυχε σε όλη της τη ζωή.
Είχα διαβάσει κάπου ότι ο άντρας δεν ξεχνά ποτέ την πρώτη του αγάπη, και η γυναίκα – την τελευταία. Το θεώρησα ως ένα από τα φαλλοκρατικά ανέκδοτα που κυκλοφορούν μόνιμα έχοντας ως στόχο τις γυναίκες, και τελευταία τις ξανθιές. Το βιβλίο της Σαμπροβαλάκη αποτελεί μια τρανταχτή διάψευση. Και μια ελπίδα: Η πρώτη, η εφηβική αγάπη, μπορεί να αποτελέσει το υστερνό λιμάνι, ή καλύτερα το τροπικό νησί που θα καταφύγει εκείνος-η που θα ναυαγήσει ο γάμος του-της.
Και βέβαια, δίπλα στον έρωτα που μπορεί να έχει τα σκαμπανεβάσματά του, υπάρχει ο σταθερός έρωτας εμάς των κρητικών για την Κρήτη. Δεν είναι τυχαίο το ψευδώνυμο της Σαμπροβαλάκη, ούτε το ότι για να εκφράσει τον έρωτά της διάλεξε τον 15σύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο του Ερωτόκριτου και της μαντινάδας. Την Κρήτη την κουβαλάμε μέσα μας όλοι οι κρητικοί. Το κατεξοχήν σύμβολό της, η κατεξοχήν μετωνυμία της, ο Ψηλορείτης, απαντάται ουκ ολίγες φορές.
Αυτό που με εντυπωσίασε ιδιαίτερα είναι η χρήση λέξεων που δεν έχω ξανασυναντήσει σε γραπτό κείμενο, και όμως τις χρησιμοποιούμε ακόμη αρκετά συχνά στα μέρη μας, στην επαρχία Ιεράπετρας: μικιό (μικρό), μιαολιά (λιγάκι), «ποκόλωναν οι μέρες» (απομακρύνονταν. Αν δεν κάνω λάθος στην ετυμολογία, το «κο» θέλει με ωμέγα), αβραγά (αύριο βράδυ) μπάνα (μήπως), μπακαλούμου (άραγε), ξελαμπικάρισε (καθάρισε), λαλιούν (οδηγούν), εγλάκα (έτρεχε) γιαέρνει (γυρίζει) είναι μόνο μερικές απ’ αυτές, που παρά την εισβολή της κοινής νεοελληνικής που τείνει να εξοντώσει τις ντοπιολαλιές, χρησιμοποιούνται ακόμη αρκετά στην περιφέρειά μας.
Η Μαρίνα στο πρώτο της αυτό βιβλίο (ξέρω ότι θα έχουμε συνέχεια) κάνει κάτι που πάντα το είχα πρόβλημα με τις υποσημειώσεις: να μη βρίσκονται στο τέλος αλλά στο κάτω μέρος της σελίδας. Συχνά βαριέμαι να χάσω τη ροή του κειμένου, και δεν κάθομαι να τις ψάχνω στο τέλος. Ε, λοιπόν αυτό που συχνά δεν κάνουν στις υποσημειώσεις και ποτέ στα γλωσσάρια, η Μαρίνα το κάνει στο βιβλίο της: την ερμηνεία των λέξεων την δίνει στο κάτω μέρος της σελίδας.
Το πάθος της για την Κρήτη την οδηγεί καμιά φορά σε υπερβολές. Δεν της φτάνει μόνο η χρήση των κρητικών λέξεων αλλά την απασχολεί και η απόδοση της κρητικής προφοράς. Έτσι τη λέξη «ποιος» τη γράφει «πχιος», τη λέξη «πιάσει» τη γράφει «πχιάσει», τη λέξη «ομορφιά» τη γράφει «ομορφχιά». Ίσως θα ’πρεπε να συνοδεύει το βιβλίο και cd με την απαγγελία του έργου. Το ρίχνω σαν ιδέα για μεταγενέστερη έκδοση.
Η Μαρίνα δεν γράφει λόγια (λόγι-α, όχι λόγια, τελικά καμιά φορά η φωνητική απόδοση είναι αναγκαία για να μην αμφιταλαντεύεται η ανάγνωση. Εδώ δεν έχουμε συνήζιση), όπως και ο Κορνάρος σε αντίθεση με τον Χορτάτζη. Σε όλο το βιβλίο δεν βρήκα κανένα διασκελισμό.
Άλλο χαρακτηριστικό της ποίησής της που είναι και χαρακτηριστικό της δημοτικής ποίησης είναι η επανάληψη. Το παρακάτω απόσπασμα είναι ένας ύμνος στη φιλία:
ΦΙΛΟΙ, που δε με φτάνουνε χίλιες ζωές να γράφω
κι όλο το χώμα του ντουνιά, πηλός και να τσοι πλάθω.
ΦΙΛΟΙ, που δε με πρόδωκαν, και κάτσανε σιμά μου,
και βάλαν την αγάπη ντως μπεντένι στη καρδιά μου.
ΦΙΛΟΙ, που στα μεσάνυχτα, τα άγρια γλακούσαν,
και στη ψυχή μου απού κλαιγε, σκοπούς τση τραγουοδούσαν.
ΦΙΛΟΙ, που λαχταρούσανε να ξαναβρώ το γέλιο,
πάνω ντου να ’νεστηλωθώ, να το ’βανα θεμέλιο.
ΦΙΛΟΙ, που ξεμαντάλωναν πόρτες καρδιάς να κάτσω,
στου κόρφου ντως τη ζεστασιά, σα ντο μωρό να κλάψω….
Ο ωσεί ιδεοψυχαναγκασμός της στην επανάληψη οδηγεί και σε μια πρωτοτυπία: συχνά η ομοιοκαταληξία δεν είναι κατά δίστιχα, αλλά κατά τρίστιχα, όπως στο παρακάτω:
Τση Σταχτοπούτας ήμοιαζα, είχα τον πρίγκηπά μου,
να βάζει τα παπούτσα μου στα πόδια τα κρυγιά μου
και τω χειλιώ τη ζεστασά κομπρέσα στη καρδιά μου.
Ακόμη και τετράστιχα συναντήσαμε, και μια φορά ένα ολόκληρο πεντάστιχο. Σπάνια συναντήσαμε αδέσποτους δεκαπεντασύλλαβους, και μόνο μια φορά μια «δυσλεκτική» θα λέγαμε, χρήση της ομοιοκαταληξίας: Παράδερνε ο λογισμός, σα τσι λυμένες βάρκες,/ που τσι λαλιούν τα κύματα, και τσι ξεβράζουν στσ’ άκρες. Και άλλη μια φορά μια βιασμένη χρήση ομοιοκαταληξίας: σα ντο χαράκι ετούτονέ, που κάθομαι και γράφω,/ και με τη χέρα μου τη μια, βαστώ ντη κάτω γνάθο.
Οι μεταφορές της είναι σπάνιας ομορφιάς, και συχνά μας συγκινούν παραπέμποντας στην Κρήτη της παράδοσης, της Κρήτης που ανήκει πια στο παρελθόν:
Πόμεινα οπίσω να θωρώ τον ίσκιο ντου να σβήνει,
με τη καρδιά ντη παιδική, σπασμένη σα λαήνι.
Όταν θα σπάσει το λαϊνι που έχω μεταφέρει, διακοσμητικό, στην Αθήνα, θα μένει ο στίχος της Μαρίνας να μου το θυμίζει.
Και άλλη μια ωραία, «κρητική» μεταφορά:
Ο χρόνος συλλογίζομαι, σκληρός σα ντα σημάδια,
κι ωσά τα κακοφούρνιστα, ’φτάζυμα παξιμάδια.
Και άλλη μια:
Ώρες εκουβεντιάζαμε, ωσά τσι κυβερνήτες,
κουβέντες ξετρυπώναμε ωσά τσοι αμανίτες.
Ο παρακάτω στίχος θα σώσει από τη λήθη τον τυφλό βιολάτορα του χωριού μου, χρόνια πεθαμένος:
Γλέντια με το Στραβογιαννιό, στη μέση τση πλατέας.
Στο Ερωτόκριτο υπάρχει το πρόβλημα ποιες από τις αποφθεγματικές φράσεις ανήκουν στον ποιητή και ποιες στο λαό. Από τις παρακάτω τρεις αποφθεγματικές φράσεις που συνάντησα στο ποιητικό αυτό έργο έχω ακούσει την πρώτη και την τρίτη, τη δεύτερη όχι.
Του ξένου κήπου δίνε ευκή, ν’ ανθίζει ο εδικός σου.
Τσ’ απαντοχές σου στο θεό και τη καρδιά στσ’ ανθρώπους
Μη κάμεις μη σου κάμουνε, μη πεις να μη σου πούνε.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε το φωτογραφικό υλικό που παραθέτει η Μαρίνα, τοπία της Βαϊνιάς, του χωριού της, όπως τα απεικόνισε ο φωτογραφικός φακός μια περασμένη εποχή. Κάθε φωτογραφία «σχολιάζεται» με στίχους μέσα από το βιβλίο.
Όπως γίνεται στην αφηγηματική ποίηση, υπάρχουν οι λυρικές κορυφώσεις, με στίχους εξαίρετης ομορφιάς. Ο Σολωμός γι αυτό άφησε αποσπάσματα. Έγραψε μόνο τις λυρικές κορυφώσεις που τον ανέβασαν στον Παρνασσό της ποίησής μας, δεν έγραψε τις συνδετικές αφηγήσεις που θα τον κατέβαζαν. Από τις πιο ψηλές κορφές της ποίησης της Σαμπροβαλάκη θα δώσουμε κάποια δείγματα, με τα οποία θέλουμε να κλείσουμε και την παρουσίασή μας:
Μονάχα η νύχτα ’κάτεχε κι ο ουρανός εθώργε
όσα η καρδιά ’λαχτάρουνε, και το κορμί δε ’μπόργε.
…………….
Ήλιε, δε θέλω μπλιο να δω τ’ ανεσηκώματά σου,
θέλω στα μαξελάργια μου, τα ηλιογέρματά σου.
……………
Ξελαμπικάρισε ο νους, λευτέρωσα τη σκέψη,
τα χαλινάργια τα παλιά, τση ’βγαλα, για να τρέξει.
Και δε ντη περιόρισα, που πχιαίνει κι ήντα κάνει,
και εγλάκα ,τα πικρά παλιά, εδά, να τα γλυκάνει.
Tuesday, September 15, 2009
Κώστας Ακρίβος, Στρατής Δούκας, Ιστορία ενός Οδοιπόρου
Κώστας Ακρίβος, Στρατής Δούκας, Ιστορία ενός Οδοιπόρου, Ηλέκτρα 2006
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Υπάρχουν δυο ειδών βιογραφίες: Οι επιστημονικές βιογραφίες, όπως π.χ. η πρόσφατη του Σεφέρη από τον Roderich Beaton, και οι μυθιστορηματικές, όπως π.χ. η βιογραφία του Έντγκαρ Άλλαν Πόε από τη Λιλίκα Νάκου, που κυκλοφόρησε πριν πολλά χρόνια. Στη σειρά «Βίοι Αγίων-υπόγειες διαδρομές» των εκδόσεων Ηλέκτρα κυκλοφόρησε το βιβλίο του Κώστα Ακρίβου «Στρατής Δούκας», Ιστορία ενός οδοιπόρου, που ανήκει σ’ αυτή τη δεύτερη κατηγορία.
Ο Ακρίβος, παραφράζοντας τον τίτλο του πιο γνωστού μυθιστορήματος του Δούκα, την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», και σε συμφυρμό με τον «Οδοιπόρο» του, δίνει και τον υπότιτλο: «Ιστορία ενός οδοιπόρου».
Ο Ακρίβος κάνει μια πολύ έξυπνη επινόηση: ο αφηγητής δεν είναι ο τριτοπρόσωπος αφηγητής της βιογραφίας, αλλά ο πρωτοπρόσωπος της αυτοβιογραφίας. Επειδή όμως ζούμε στον αιώνα του ρεαλισμού στην αφήγηση, προβαίνει σε μια ακόμη επινόηση: εγκιβωτίζει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση στο λόγο το δικό του, με ένα έξυπνο τρόπο. Παρουσιάζεται ως δημοσιογράφος που καταγράφει στο μαγνητόφωνό του την αφήγηση του υπέργηρου συγγραφέα, σε τέσσερις επισκέψεις, την οποία στη συνέχεια απομαγνητοφωνεί. Έτσι καταφέρνει να δώσει στο κείμενό του τη φρεσκάδα της αμεσότητας του προφορικού λόγου του ίδιου του βιογραφούμενου: απλός, ανεπιτήδευτος, εξομολογητικός.
Μπορεί η δοκιμιακή βιογραφία να είναι πιο αγαπητή σε ένα λόγιο κοινό, η μυθιστορηματική όμως είναι σίγουρα αγαπητή σε όλους. Έχει τη γοητεία του μυθιστορήματος και τη χρησιμότητα της πληροφορίας. Εξάλλου μπορεί πάντα στον αφηγηματικό λόγο να εμφιλοχωρούν δοκιμιακά αποσπάσματα, και αυτό συμβαίνει συνήθως στα μυθιστορήματα.
Ενδιαφέρον έχουν οι λογοτεχνικές προτιμήσεις του Δούκα. Από τους παλιούς προτιμά το Σολωμό και τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη. Δεν του αρέσει ούτε ο Παλαμάς ούτε ο Καζαντζάκης. «Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν αναγνωρίζω την αξία τους. Απλούστατα δεν μου πάνε εμένα» (σελ. 63).
Διαβάζοντας το βιβλίο δεν μαθαίνουμε μόνο για τον Δούκα. Μαθαίνουμε για τον Κόντογλου, με τον οποίο υπήρξαν συμμαθητές και συγκάτοικοι στην Αθήνα όπου ήλθαν να σπουδάσουν, όπως και για τον Χαλεπά, του οποίου έγραψε μια βιογραφία,
Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό βλέπουμε μια επιβεβαίωση της παροιμίας «Κάνε καλό και ρίξε το στο γιαλό». Αναγνωρισμένος σαν λογοτέχνης, αγαπημένος από το κοινό αλλά παραμελημένος από την Πολιτεία, θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του πάμφτωχος σε ένα γηροκομείο, μαζί με τη γυναίκα του. Το γηροκομείο πληρώνεται από το μηνιαίο έμβασμα που του στέλνει εδώ και χρόνια ένας Εβραίος τον οποίο έκρυψε στην κατοχή, και ο οποίος έγινε μεγάλος επιχειρηματίας στην Ιταλία.
Συχνά διαβάζοντας αφηγήματα μου έρχονται στο νου προσωπικές ιστορίες. Κατεβαίνω βιαστικά από την Αθήνα να δω τον πατέρα μου που ήταν στο Βενιζέλιο νοσοκομείο στο Ηράκλειο, με προβλήματα προστάτη. Τον προλαβαίνω έτοιμο να φύγει.- Δεν θα κάνεις εγχείρηση; Του λέω. – Όχι, μου λέει, φοβούμαι. Και νομίζεις ότι θα τα καταφέρεις να ζήσεις ανθρωπινά αν δεν κάνεις εγχείρηση; Εξάλλου δεν είναι επικίνδυνη. Πρέπει να κάτσεις να την κάνεις.
Εγχειρίστηκε στα 75 του. Πέθανε μετά από 19 χρόνια. Ο Δούκας, άτεκνος (στο γηροκομείο τον επισκεπτόταν ο γιος της γυναίκας του από τον προηγούμενό της γάμο), πηγαίνει στη Μόσχα για τον προστάτη, αλλά φοβάται να κάνει εγχείρηση, και γυρνάει άπρακτος. Αυτός ο φόβος του θανάτου, ένα από τα τέσσερα υπαρξιακά προβλήματα κατά Ίρβιν Γιάλομ, είναι τελικά πανίσχυρος. Παρόλο που πέθανε 89 χρονών, η αρρώστια αυτή τον ταλαιπώρησε.
Ο Δούκας ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Ειλικρινής, τίμιος, φιλαλήθης, ανιδιοτελής. «Το συναξάρι του Στρατή Δούκα» θα πήγαινε πολύ ωραία σαν εναλλακτικός τίτλος. Όσοι δεν έτυχε να διαβάσουν έργα του Στρατή Δούκα και να τον αγαπήσουν μέσα απ’ αυτά, θα τον αγαπήσουν σίγουρα διαβάζοντας αυτό το συναξάρι του Κώστα Ακρίβου.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Υπάρχουν δυο ειδών βιογραφίες: Οι επιστημονικές βιογραφίες, όπως π.χ. η πρόσφατη του Σεφέρη από τον Roderich Beaton, και οι μυθιστορηματικές, όπως π.χ. η βιογραφία του Έντγκαρ Άλλαν Πόε από τη Λιλίκα Νάκου, που κυκλοφόρησε πριν πολλά χρόνια. Στη σειρά «Βίοι Αγίων-υπόγειες διαδρομές» των εκδόσεων Ηλέκτρα κυκλοφόρησε το βιβλίο του Κώστα Ακρίβου «Στρατής Δούκας», Ιστορία ενός οδοιπόρου, που ανήκει σ’ αυτή τη δεύτερη κατηγορία.
Ο Ακρίβος, παραφράζοντας τον τίτλο του πιο γνωστού μυθιστορήματος του Δούκα, την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», και σε συμφυρμό με τον «Οδοιπόρο» του, δίνει και τον υπότιτλο: «Ιστορία ενός οδοιπόρου».
Ο Ακρίβος κάνει μια πολύ έξυπνη επινόηση: ο αφηγητής δεν είναι ο τριτοπρόσωπος αφηγητής της βιογραφίας, αλλά ο πρωτοπρόσωπος της αυτοβιογραφίας. Επειδή όμως ζούμε στον αιώνα του ρεαλισμού στην αφήγηση, προβαίνει σε μια ακόμη επινόηση: εγκιβωτίζει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση στο λόγο το δικό του, με ένα έξυπνο τρόπο. Παρουσιάζεται ως δημοσιογράφος που καταγράφει στο μαγνητόφωνό του την αφήγηση του υπέργηρου συγγραφέα, σε τέσσερις επισκέψεις, την οποία στη συνέχεια απομαγνητοφωνεί. Έτσι καταφέρνει να δώσει στο κείμενό του τη φρεσκάδα της αμεσότητας του προφορικού λόγου του ίδιου του βιογραφούμενου: απλός, ανεπιτήδευτος, εξομολογητικός.
Μπορεί η δοκιμιακή βιογραφία να είναι πιο αγαπητή σε ένα λόγιο κοινό, η μυθιστορηματική όμως είναι σίγουρα αγαπητή σε όλους. Έχει τη γοητεία του μυθιστορήματος και τη χρησιμότητα της πληροφορίας. Εξάλλου μπορεί πάντα στον αφηγηματικό λόγο να εμφιλοχωρούν δοκιμιακά αποσπάσματα, και αυτό συμβαίνει συνήθως στα μυθιστορήματα.
Ενδιαφέρον έχουν οι λογοτεχνικές προτιμήσεις του Δούκα. Από τους παλιούς προτιμά το Σολωμό και τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη. Δεν του αρέσει ούτε ο Παλαμάς ούτε ο Καζαντζάκης. «Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν αναγνωρίζω την αξία τους. Απλούστατα δεν μου πάνε εμένα» (σελ. 63).
Διαβάζοντας το βιβλίο δεν μαθαίνουμε μόνο για τον Δούκα. Μαθαίνουμε για τον Κόντογλου, με τον οποίο υπήρξαν συμμαθητές και συγκάτοικοι στην Αθήνα όπου ήλθαν να σπουδάσουν, όπως και για τον Χαλεπά, του οποίου έγραψε μια βιογραφία,
Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό βλέπουμε μια επιβεβαίωση της παροιμίας «Κάνε καλό και ρίξε το στο γιαλό». Αναγνωρισμένος σαν λογοτέχνης, αγαπημένος από το κοινό αλλά παραμελημένος από την Πολιτεία, θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του πάμφτωχος σε ένα γηροκομείο, μαζί με τη γυναίκα του. Το γηροκομείο πληρώνεται από το μηνιαίο έμβασμα που του στέλνει εδώ και χρόνια ένας Εβραίος τον οποίο έκρυψε στην κατοχή, και ο οποίος έγινε μεγάλος επιχειρηματίας στην Ιταλία.
Συχνά διαβάζοντας αφηγήματα μου έρχονται στο νου προσωπικές ιστορίες. Κατεβαίνω βιαστικά από την Αθήνα να δω τον πατέρα μου που ήταν στο Βενιζέλιο νοσοκομείο στο Ηράκλειο, με προβλήματα προστάτη. Τον προλαβαίνω έτοιμο να φύγει.- Δεν θα κάνεις εγχείρηση; Του λέω. – Όχι, μου λέει, φοβούμαι. Και νομίζεις ότι θα τα καταφέρεις να ζήσεις ανθρωπινά αν δεν κάνεις εγχείρηση; Εξάλλου δεν είναι επικίνδυνη. Πρέπει να κάτσεις να την κάνεις.
Εγχειρίστηκε στα 75 του. Πέθανε μετά από 19 χρόνια. Ο Δούκας, άτεκνος (στο γηροκομείο τον επισκεπτόταν ο γιος της γυναίκας του από τον προηγούμενό της γάμο), πηγαίνει στη Μόσχα για τον προστάτη, αλλά φοβάται να κάνει εγχείρηση, και γυρνάει άπρακτος. Αυτός ο φόβος του θανάτου, ένα από τα τέσσερα υπαρξιακά προβλήματα κατά Ίρβιν Γιάλομ, είναι τελικά πανίσχυρος. Παρόλο που πέθανε 89 χρονών, η αρρώστια αυτή τον ταλαιπώρησε.
Ο Δούκας ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Ειλικρινής, τίμιος, φιλαλήθης, ανιδιοτελής. «Το συναξάρι του Στρατή Δούκα» θα πήγαινε πολύ ωραία σαν εναλλακτικός τίτλος. Όσοι δεν έτυχε να διαβάσουν έργα του Στρατή Δούκα και να τον αγαπήσουν μέσα απ’ αυτά, θα τον αγαπήσουν σίγουρα διαβάζοντας αυτό το συναξάρι του Κώστα Ακρίβου.
Monday, September 14, 2009
Νίκου Δερμιτζάκη, Η μεταμόρφωση των αποσιωπητικών
Νίκου Δερμιτζάκη, Η μεταμόρφωση των αποσιωπητικών, Ηράκλειο 2006
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε κάπου ότι στην υψηλότερη κορφή της προσπάθειας είναι η απροσπάθεια. Η ποίηση, όταν φτάνει στα όριά της, γίνεται σιωπή. Ένας νεαρός 24 χρόνων, με βαθύτατες ποιητικές ευαισθησίες, θέλοντας να κοινωνήσει το ποιητικό του όραμα, μεταμορφώνει τη σιωπή του σε ποίηση. Έτσι, ενώ τα αποσιωπητικά έπονται του λόγου, εδώ προηγούνται, και ακολουθεί ο λόγος, ένας λόγος μεστός νοημάτων αλλά και με τολμηρή εικονιστική δύναμη.
Μιλώντας για την ποίηση του Νίκου θα ξεκινήσω από το τελευταίο ποίημα της συλλογής, τη «Λύτρωση», που δείχνει πιο πλατιά την ποιητική του:
Στην κιτρινιά της εξοχής
ακλάδευτα τα χέρια των κλημάτων
τεντώνονται ν’ αρμέξουν μια υπόσχεση
από τα λαβωμένα χείλη τ’ ουρανού.
Χαμογελά το σιωπηλό ξωκλήσι
με μια μισοσπασμένη πόρτα ν’ αφήνει χαραμάδες
για τους φτερωτούς προσκυνητές
ένα κερί ν’ ανάψουν στην άκρη της ανάμνησης
των καμένων χελιδονοφωλιών.
Το τοπίο είναι ελληνικό, πιο συγκεκριμένα γεραπετρίτικο, και ακόμη πιο συγκεκριμένα αορίτικο. Τη γενέθλια γη οι ποιητές (π.χ. Ηλίας Κεφάλας) και περισσότερο οι Κρήτες (π.χ. Μανόλης Πρατικάκης) την κουβαλάνε πάντα μαζί με τις άλλες ποιητικές τους αποσκευές.
Πιάνει το μέγα ρόπαλο, τον ήρωα τον διώχνει
κ από την κούνια των παιδιών όλα τα φίδια πνίγει.
Ο στίχος είναι ελληνικός, ο δεκαπεντασύλλαβος το δημοτικού μας τραγουδιού. Η διακειμενική αναφορά είναι διάφανη, από την ελληνική μυθολογία.
Το «Παραμυθάκι», ένα άλλο από τα ποιήματα της συλλογής, είναι γραμμένο εξ’ ολοκλήρου στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, με σχήματα της δημοτικής μας ποίησης όπως στους παρακάτω στίχους:
Και τ’ άτι εκαρφώθηκε στους κλώνους μιας οξιάς
Και η οξιά μαράθηκε απ’ του ουρανού τη λύπη.
Κι η λύπη εσκορπίστηκε στους πέντε τους ανέμους
κι οι άνεμοι εφώλιασαν στα μάτια των ανθρώπων.
Ο Νίκος Δερμιτζάκης δεν στρέφει την πλάτη στην παράδοση, αλλά, εκτιμώντας τη, της αποτίει φόρο τιμής. Κάποτε ο Πικάσο που κατηγορήθηκε ότι οι κυβιστικοί του πίνακες είναι κάτι εύκολο, ζωγράφισε πίνακα στο αναγεννησιακό στυλ, που θυμίζει φωτογραφία, και υποτίθεται ότι είναι πιο δύσκολο. Η απουσία μέτρου και ομοιοκαταληξίας στη σύγχρονη ποίηση δεν διευκολύνει τον ποιητή, αλλά τον δυσκολεύει, γιατί την έλλειψη αυτή πρέπει να την αναπληρώσει με μια ευφάνταστη χρήση των λέξεων και με βάθος νοήματος. Αν η περισσότητα, για να μιλήσουμε με όρους της σημειολογίας, είναι το χαρακτηριστικό της παραδοσιακής ποίησης, η αφαιρετική πυκνότητα είναι το χαρακτηριστικό της σύγχρονης, όπου ένα τυπογραφικό λάθος μπορεί καμιά φορά να ανατρέψει εκ βάθρου τα νοήματα.
Τα «Επικίνδυνα παιχνίδια» είναι ένα πεζοτράγουδο στην παράδοση των «Πεζών ρυθμών» του Ζαχαρία Παπαντωνίου στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, που περνάει ένδοξα μέσα από τα αφηγηματικά κείμενα του «Άξιον εστί» του Ελύτη.
Το ’χα βρει σαν παιχνίδι: ν’ αυτονομούμαι από τη θέαση του ονείρου, ξεκινάει ο ποιητής, για να καταλήξει στο εναγώνιο ερώτημα κάθε ποιητή: Ακούει κανείς ή παίζω μονάχος;
Η σύγχρονη ποίηση τρέφεται από τον σουρεαλισμό της πρωτοπορίας του Εγγονόπουλου και του Εμπειρίκου. Οι νεότεροι, εγκαταλείποντας τον αυτοματισμό της γραφής που οδηγούσε την ποίηση σε αυτισμό, χρησιμοποιούν τις σουρεαλιστικές εικόνας σαν φορείς νοημάτων, αλλά καμιά φορά παίζουν μ’ αυτές εικαστικά, δίνοντας σουρεαλιστικούς πίνακες α λα Μιρώ και Νταλί, αλλά με λέξεις:
Σε ειρηνική πεδιάδα
Αξεδιάλυτη απ’ ουρανό
μια ξύλινη καρέκλα
κι ένα άμπατρος νεκρό
μονάχα υπάρχουν.
γράφει στο «Απορίες σε φόντο γαλάζιο», το οποίο κλείνει με τον εξαίρετο στίχο: …το γαλάζιο που άλλο δεν είναι παρά των θαλασσοπουλιών το δικό τους επέκεινα.
Αλλού η εικόνα είναι ρεαλιστική, και αναδεικνύεται στην ποιητικότητά της από τις τολμηρές μεταφορές του ποιητή, μεταφορές που στις συνυποδηλώσεις τους εκφράζεται και το σχόλιό του γι αυτή.
Ραστώνης ήχος.
Άνυδρα χείλη θαμώνων
θηλαστών των γυάλινων μαστών
μιας πλήξης κατασταλτικής.
Σε σκέλια χάρτινα λαίμαργα εκσπερμάτωναν
το ενδιαφέρον για τα συντελούμενα ανά περιοχή και ανθρώπων κατηγορία,
όταν ανεπαίσθητα ο χτύπος του μεγάλου ξύλινου ρολογιού
δεν ήρθε για χάρη των εξήντα νεογέννητων λεπτών:
Ήταν υπέργηρος αυτός ο κούκος. Έμφραγμα. Τέλος αναπότρεπτο.
Το παιδί που γελούσε συναγωνίζεται επάξια το παιδί με το γρατζουνισμένο γόνατο του Ελύτη στην τολμηρή σουρεαλιστική εικονοπλασία του:
Το παιδί που γελούσε
όταν εκτεθειμένο άφηνε στο λευκό του πέλμα
να τρέχει η τραχύτητα του καλοκαιριού,
στο στέρνο του να φτάνει και να φυτρώνουν
οι πρώτες αχιμάδες, όπως γελούσε
η βασίλισσα σαν έβλεπε τις σκυμμένες μέλισσες
να κουβαλούν τον ασβέστη
για το πιο γλυκό ανάκτορο
που κάποτε θα έλιωνε στο στόμα του παιδιού.
Οι ποιητές έχουν ένα ιδεοψυχαναγκασμό με ορισμένες λέξεις τις οποίες επαναλαμβάνουν στα ποιήματά τους, είτε για το μεταφορικό-συμβολικό τους περιεχόμενο, είτε για την εικόνα του αντικειμένου αναφοράς που φαίνεται να ασκεί μια μαγική επίδραση πάνω τους. Η θάλασσα, πολυσημική και επιβλητική, εμφανίζεται συχνά στην ποίηση του Δερμιτζάκη. Ακολουθούν τα όνειρα, από τα οποία πλάθεται η ποίηση αλλά και οι ελπίδες των ανθρώπων. Σειρά έχουν τα αγάλματα, μια χαρακτηριστική σεφερική εμμονή, και τα άλμπατρος, το θαλασσινό αντίστοιχο του αετού σαν σύμβολο επιβλητικότητας.
Ο Νίκος Δερμιτζάκης με την πρώτη του αυτή ποιητική συλλογή, με ποιήματα που κανείς δεν θα μπορούσε να ονομάσει πρωτόλεια αφού αποκαλύπτουν ένα δυνατό ποιητικό ταλέντο, με μεγάλη εικονοπλαστική δύναμη και τόλμη στη χρήση των λέξεων, έχει κατοχυρώσει τη θέση του στην επόμενη γενιά των μεγάλων ποιητών μας. Θα κλείσω αυτή την παρουσίαση δίνοντας τον λόγο σ’ αυτόν, παραθέτοντας ένα εξαίσιο ερωτικό του:
Θα ’θελα να πεθάνω Άνοιξη.
Για να θαφτώ όσο πιο βαθιά γίνεται
σε ένα απ’ τους δυο λάκκους
στα πλαϊνά των χειλιών σου
όταν χαμογελάς
και κάνεις τα χελιδόνια να ’ρχονται
τα δέντρα να ανθίζουν.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε κάπου ότι στην υψηλότερη κορφή της προσπάθειας είναι η απροσπάθεια. Η ποίηση, όταν φτάνει στα όριά της, γίνεται σιωπή. Ένας νεαρός 24 χρόνων, με βαθύτατες ποιητικές ευαισθησίες, θέλοντας να κοινωνήσει το ποιητικό του όραμα, μεταμορφώνει τη σιωπή του σε ποίηση. Έτσι, ενώ τα αποσιωπητικά έπονται του λόγου, εδώ προηγούνται, και ακολουθεί ο λόγος, ένας λόγος μεστός νοημάτων αλλά και με τολμηρή εικονιστική δύναμη.
Μιλώντας για την ποίηση του Νίκου θα ξεκινήσω από το τελευταίο ποίημα της συλλογής, τη «Λύτρωση», που δείχνει πιο πλατιά την ποιητική του:
Στην κιτρινιά της εξοχής
ακλάδευτα τα χέρια των κλημάτων
τεντώνονται ν’ αρμέξουν μια υπόσχεση
από τα λαβωμένα χείλη τ’ ουρανού.
Χαμογελά το σιωπηλό ξωκλήσι
με μια μισοσπασμένη πόρτα ν’ αφήνει χαραμάδες
για τους φτερωτούς προσκυνητές
ένα κερί ν’ ανάψουν στην άκρη της ανάμνησης
των καμένων χελιδονοφωλιών.
Το τοπίο είναι ελληνικό, πιο συγκεκριμένα γεραπετρίτικο, και ακόμη πιο συγκεκριμένα αορίτικο. Τη γενέθλια γη οι ποιητές (π.χ. Ηλίας Κεφάλας) και περισσότερο οι Κρήτες (π.χ. Μανόλης Πρατικάκης) την κουβαλάνε πάντα μαζί με τις άλλες ποιητικές τους αποσκευές.
Πιάνει το μέγα ρόπαλο, τον ήρωα τον διώχνει
κ από την κούνια των παιδιών όλα τα φίδια πνίγει.
Ο στίχος είναι ελληνικός, ο δεκαπεντασύλλαβος το δημοτικού μας τραγουδιού. Η διακειμενική αναφορά είναι διάφανη, από την ελληνική μυθολογία.
Το «Παραμυθάκι», ένα άλλο από τα ποιήματα της συλλογής, είναι γραμμένο εξ’ ολοκλήρου στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, με σχήματα της δημοτικής μας ποίησης όπως στους παρακάτω στίχους:
Και τ’ άτι εκαρφώθηκε στους κλώνους μιας οξιάς
Και η οξιά μαράθηκε απ’ του ουρανού τη λύπη.
Κι η λύπη εσκορπίστηκε στους πέντε τους ανέμους
κι οι άνεμοι εφώλιασαν στα μάτια των ανθρώπων.
Ο Νίκος Δερμιτζάκης δεν στρέφει την πλάτη στην παράδοση, αλλά, εκτιμώντας τη, της αποτίει φόρο τιμής. Κάποτε ο Πικάσο που κατηγορήθηκε ότι οι κυβιστικοί του πίνακες είναι κάτι εύκολο, ζωγράφισε πίνακα στο αναγεννησιακό στυλ, που θυμίζει φωτογραφία, και υποτίθεται ότι είναι πιο δύσκολο. Η απουσία μέτρου και ομοιοκαταληξίας στη σύγχρονη ποίηση δεν διευκολύνει τον ποιητή, αλλά τον δυσκολεύει, γιατί την έλλειψη αυτή πρέπει να την αναπληρώσει με μια ευφάνταστη χρήση των λέξεων και με βάθος νοήματος. Αν η περισσότητα, για να μιλήσουμε με όρους της σημειολογίας, είναι το χαρακτηριστικό της παραδοσιακής ποίησης, η αφαιρετική πυκνότητα είναι το χαρακτηριστικό της σύγχρονης, όπου ένα τυπογραφικό λάθος μπορεί καμιά φορά να ανατρέψει εκ βάθρου τα νοήματα.
Τα «Επικίνδυνα παιχνίδια» είναι ένα πεζοτράγουδο στην παράδοση των «Πεζών ρυθμών» του Ζαχαρία Παπαντωνίου στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, που περνάει ένδοξα μέσα από τα αφηγηματικά κείμενα του «Άξιον εστί» του Ελύτη.
Το ’χα βρει σαν παιχνίδι: ν’ αυτονομούμαι από τη θέαση του ονείρου, ξεκινάει ο ποιητής, για να καταλήξει στο εναγώνιο ερώτημα κάθε ποιητή: Ακούει κανείς ή παίζω μονάχος;
Η σύγχρονη ποίηση τρέφεται από τον σουρεαλισμό της πρωτοπορίας του Εγγονόπουλου και του Εμπειρίκου. Οι νεότεροι, εγκαταλείποντας τον αυτοματισμό της γραφής που οδηγούσε την ποίηση σε αυτισμό, χρησιμοποιούν τις σουρεαλιστικές εικόνας σαν φορείς νοημάτων, αλλά καμιά φορά παίζουν μ’ αυτές εικαστικά, δίνοντας σουρεαλιστικούς πίνακες α λα Μιρώ και Νταλί, αλλά με λέξεις:
Σε ειρηνική πεδιάδα
Αξεδιάλυτη απ’ ουρανό
μια ξύλινη καρέκλα
κι ένα άμπατρος νεκρό
μονάχα υπάρχουν.
γράφει στο «Απορίες σε φόντο γαλάζιο», το οποίο κλείνει με τον εξαίρετο στίχο: …το γαλάζιο που άλλο δεν είναι παρά των θαλασσοπουλιών το δικό τους επέκεινα.
Αλλού η εικόνα είναι ρεαλιστική, και αναδεικνύεται στην ποιητικότητά της από τις τολμηρές μεταφορές του ποιητή, μεταφορές που στις συνυποδηλώσεις τους εκφράζεται και το σχόλιό του γι αυτή.
Ραστώνης ήχος.
Άνυδρα χείλη θαμώνων
θηλαστών των γυάλινων μαστών
μιας πλήξης κατασταλτικής.
Σε σκέλια χάρτινα λαίμαργα εκσπερμάτωναν
το ενδιαφέρον για τα συντελούμενα ανά περιοχή και ανθρώπων κατηγορία,
όταν ανεπαίσθητα ο χτύπος του μεγάλου ξύλινου ρολογιού
δεν ήρθε για χάρη των εξήντα νεογέννητων λεπτών:
Ήταν υπέργηρος αυτός ο κούκος. Έμφραγμα. Τέλος αναπότρεπτο.
Το παιδί που γελούσε συναγωνίζεται επάξια το παιδί με το γρατζουνισμένο γόνατο του Ελύτη στην τολμηρή σουρεαλιστική εικονοπλασία του:
Το παιδί που γελούσε
όταν εκτεθειμένο άφηνε στο λευκό του πέλμα
να τρέχει η τραχύτητα του καλοκαιριού,
στο στέρνο του να φτάνει και να φυτρώνουν
οι πρώτες αχιμάδες, όπως γελούσε
η βασίλισσα σαν έβλεπε τις σκυμμένες μέλισσες
να κουβαλούν τον ασβέστη
για το πιο γλυκό ανάκτορο
που κάποτε θα έλιωνε στο στόμα του παιδιού.
Οι ποιητές έχουν ένα ιδεοψυχαναγκασμό με ορισμένες λέξεις τις οποίες επαναλαμβάνουν στα ποιήματά τους, είτε για το μεταφορικό-συμβολικό τους περιεχόμενο, είτε για την εικόνα του αντικειμένου αναφοράς που φαίνεται να ασκεί μια μαγική επίδραση πάνω τους. Η θάλασσα, πολυσημική και επιβλητική, εμφανίζεται συχνά στην ποίηση του Δερμιτζάκη. Ακολουθούν τα όνειρα, από τα οποία πλάθεται η ποίηση αλλά και οι ελπίδες των ανθρώπων. Σειρά έχουν τα αγάλματα, μια χαρακτηριστική σεφερική εμμονή, και τα άλμπατρος, το θαλασσινό αντίστοιχο του αετού σαν σύμβολο επιβλητικότητας.
Ο Νίκος Δερμιτζάκης με την πρώτη του αυτή ποιητική συλλογή, με ποιήματα που κανείς δεν θα μπορούσε να ονομάσει πρωτόλεια αφού αποκαλύπτουν ένα δυνατό ποιητικό ταλέντο, με μεγάλη εικονοπλαστική δύναμη και τόλμη στη χρήση των λέξεων, έχει κατοχυρώσει τη θέση του στην επόμενη γενιά των μεγάλων ποιητών μας. Θα κλείσω αυτή την παρουσίαση δίνοντας τον λόγο σ’ αυτόν, παραθέτοντας ένα εξαίσιο ερωτικό του:
Θα ’θελα να πεθάνω Άνοιξη.
Για να θαφτώ όσο πιο βαθιά γίνεται
σε ένα απ’ τους δυο λάκκους
στα πλαϊνά των χειλιών σου
όταν χαμογελάς
και κάνεις τα χελιδόνια να ’ρχονται
τα δέντρα να ανθίζουν.
Sunday, September 13, 2009
Μάρω Βαμβουνάκη, Τα πράγματα που ζουν απ’ τον χαμό
Μάρω Βαμβουνάκη, Τα πράγματα που ζουν απ’ τον χαμό, Φιλιππότης 2005
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Το να γράφεις την 25η βιβλιοκριτική σου για το 25ο βιβλίο μιας παλιάς σου φίλης σου δημιουργεί το άγχος της επανάληψης. Τα βιβλία όλων των συγγραφέων είναι περίπου παραλλαγές στο ίδιο θέμα, και το θέμα της Βαμβουνάκης είναι ο έρωτας. Έχει όμως η βιβλιοκριτική την πολυτέλεια να είναι μια παραλλαγή;
Η Βαμβουνάκη μου άρεσε πάντα. Δεν πλήττω με το γράψιμό της, και γι αυτό το βιβλίο αυτό το φύλαξα για δύσκολες ώρες, όπως είναι περίπου ένα ταξίδι στην Κρήτη. Αυτή τη φορά η δύσκολη ώρα ήταν, μετά από τέσσερις μόλις ώρες ύπνου, να περιμένω το γιο μου να τελειώσει τις εξετάσεις του στο proficiency. Σε ένα goody’s στη Νέα Φιλαδέλφεια διάβασα το βιβλίο, δυο με τέσσερις το απόγευμα. Και μου τράβηξε αμέσως την προσοχή. Γιατί, βλέποντας το θέμα, νόμιζα πως διάβαζα μια βιογραφία που με αφορούσε. Ένιωθα να γεμίζω από οργή. Καθώς όμως προχωρούσα στην ανάγνωση καλμάρισα. Ο άλλος στη δική μου ιστορία τη Σεχεραζάντ δεν θα την έχει ποτέ ακούσει, το πολύ πολύ να έχει ακούσει τα παραμύθια της Χαλιμάς. Όσο για αυτή, την μαντάμ Μπατερφλάι θα την έχει ακούσει από μένα, ίσως να πήγαμε και μαζί στην Όπερα, όμως την άρια δεν θα την αναγνωρίσει ούτε κατά διάνοια.
Και η μοιχεία έχει τις παραλλαγές της, όπως αυτή στο «Χρονικό μιας μοιχείας», το τρίτο βιβλίο της Βαμβουνάκη, που πριν καταπιαστώ μ’ αυτές τις γραμμές ξανακοίταξα τι έγραψα γι αυτό. Κυρίως όμως με ενδιέφερε να δω ποια ήταν η παραλλαγή εκείνης της μοιχείας.
Η ηρωίδα στο έργο αυτό εγκαταλείπει τον εραστή της την επόμενη κιόλας μέρα. Μετά την πλήρωση του ονείρου της είχε χάσει πια το ενδιαφέρον γι αυτόν. Και η Βαμβουνάκη γράφει σε μια από τις πιο διεισδυτικές παρατηρήσεις της: «Αγαπάμε τελικά τα πρόσωπα, ή μόνο τον έρωτα αγαπάμε; Αγαπάμε αυτό που μας δίνουν ή αυτό που περιμένουμε να μας δώσουν; Τη μορφή τους πόσο αγαπάμε και πόσο τη μεταμόρφωση που σχολαστικά τους επεξεργαζόμαστε;».
Η κριτική μου στις δικαιολογίες της ηρωίδας για την εγκατάλειψη είναι ότι πρόκειται για εκλογικεύσεις, για να κρύψει τις εσωτερικές αναστολές της. Η κριτική μου για τον έρωτα της ηρωίδας στο παρόν μυθιστόρημα, που ο χωρισμός έρχεται από το τυχαίο γεγονός του θανάτου του φίλου της από καρδιακό επεισόδιο, είναι ότι έχουμε κι εδώ εκλογικεύσεις και εξιδανικεύσεις. Πώς μια συνάντηση-πήδημα κάθε Τετάρτη, έστω και επί χρόνια, μπορεί να μετατραπεί σε έρωτα; Δεν απαιτείται μήπως γι αυτό περισσότερο χρόνος, και δοκιμασία σε καταστάσεις εκτός κρεβατοκάμαρας; Μήπως ο έρωτας είναι το άλλοθι για να κάνουμε σεξ χωρίς ενοχές; (Λέω εγώ).
Ας επαναληφθούμε γι αυτούς που δεν μας έχουν διαβάσει. Η ιστορία είναι πάντα υποτυπώδης στα έργα της Βαμβουνάκη, το στημόνι για το υφάδι ενός ακατάσχετου εσωτερικού μονόλογου, στο στυλ του «ρεύματος της συνείδησης» (stream of consciousness), όπου οι αποφθεγματικές ρήσεις συχνά ξεχωρίζουν με την ευρηματικότητά τους. Η ηρωίδα «Λατρεύει τους διαλόγους των κλασικών Ρώσων μυθιστοριογράφων. Διάλογοι που κατά βάση είναι παράφοροι μονόλογοι πάσχουσας ψυχής. Σπαραχτικοί, περίπου παραληρηματικοί από ένα σημείο και μετά, τον παρασέρνουν όπως ένας ποταμός που γνωρίζει καλά το πού πηγαίνει να χυθεί. Ορμητικός που, παρά ταύτα, γνωρίζει όπως το ένστικτο την ανάγκη του. Τους αφήνεται» (σ. 101-102). Η Βαμβουνάκη στην πραγματικότητα περιγράφει εδώ τους διαλόγους των δικών της έργων. Στη σελίδα 82 ξεκινάει ένας τέτοιος διάλογος. Μιλάει η ηρωίδα και το μάκρος του λόγου της φτάνει τις τρεις σελίδες. Ο φίλος της παρεμβάλλεται με δυο γραμμές για να ξαναπάρει πάλι αυτή το λόγο για άλλη μια σελίδα, και μετά από μια μικρή παρέμβαση του άλλου πέντε γραμμών τον ξαναπαίρνει για άλλες πέντε σελίδες.
Και επειδή μόνο ο εσωτερικός μονόλογος δεν φτάνει, πλουτίζει την αφήγησή της και με διακειμενικές αναφορές: Η «Ντάμα Πίκα» και «Η κόρη του λοχαγού» του Πούσκιν, Η «Μαντάμ Μπατερφλάι» του Πουτσίνι, την ταινία «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ», ο «Εσταυρωμένος» του Νταλί, και τα quasi δοκιμιακά σχόλια που κάνει παρεμβάλλονται σαν ιντερμέδια στην ασθματική της αφήγηση.
«Δεν έχει σημασία πού, πώς και τι δουλεύει. Κάνει όλα τα διαδικαστικά της καθημερινότητας, δεν έχει σημασία ποια. Τίποτα ουσιαστικά δεν έχει σημασία γύρω από ένα τέτοιο ζευγάρι. Ένα τέτοιο ζευγάρι το μειώνουν και το ζημιώνουν οι πολλές περιγραφές, τα σκηνικά το κουράζουν μάταια. Οι ίδιοι δεν τους πολυδίνουν σημασία, κινούνται ανάμεσα σ’ αυτά όπως σε ένα τοπίο με πάχνη βαδίζει ο οδοιπόρος που λαχταρά για το τέρμα του και προς τα εκεί έχει στυλωμένη τη ματιά του, με δίψα» (σ. 60). Η Βαμβουνάκη μοιάζει να αιτιολογεί, στην πραγματικότητα όμως απολογείται για τα γυμνά σκηνικά όπου στήνει τις ιστορίες της.
Αξίζει να παραθέσουμε τα παρακάτω σχόλιά της:
«Οι μοντέρνοι καιροί σπαταλούν τον έρωτα σε μικροπεριπέτειες ερεθισμών και φτηνής, πρόχειρης αισθηματολογίας ενώ πρόκειται για βαθειά πνευματική περιπέτεια. Πρόγευση παραδείσου. Μάχη με την κόλαση. Οι νέες ιδέες απελευθερώνουν τη σάρκα και σκλαβώνουν την καρδιά σε μιζέρια κι απογοήτευση επαναλαμβανόμενη. Θα έρθει ο καιρός σύντομα που οι νέοι άνθρωποι θα πληρώσουν το τίμημα της ευκολίας με την απάθεια. Η ανέραστη, εγωκεντρική ζωή θα προτιμηθεί από ετούτη τη γενικευμένη ερωτομανία που απλώνεται στον δυτικό κόσμο της ευμάρειας» (σ. 107).
«Δεν πεθαίνουμε παρά μόνο όταν θέλουμε, της είχε πει. Την νέκρωσή μας άλλωστε μπορεί να την αποφασίσουμε πολύ πριν τον φυσικό θάνατο, κι ενόσω οι άλλοι θεωρούν ότι ζούμε» (σ. 155-6).
Και θα κλείσουμε με ένα από τα πιο ωραία αποφθέγματα με τα οποία πλουτίζει η Μάρω τα βιβλία της: «Όποιος σκορπίζει τον εαυτό του στο εφήμερο εξασθενίζει την ελπίδα του για το αιώνιο» (σ. 108).
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Το να γράφεις την 25η βιβλιοκριτική σου για το 25ο βιβλίο μιας παλιάς σου φίλης σου δημιουργεί το άγχος της επανάληψης. Τα βιβλία όλων των συγγραφέων είναι περίπου παραλλαγές στο ίδιο θέμα, και το θέμα της Βαμβουνάκης είναι ο έρωτας. Έχει όμως η βιβλιοκριτική την πολυτέλεια να είναι μια παραλλαγή;
Η Βαμβουνάκη μου άρεσε πάντα. Δεν πλήττω με το γράψιμό της, και γι αυτό το βιβλίο αυτό το φύλαξα για δύσκολες ώρες, όπως είναι περίπου ένα ταξίδι στην Κρήτη. Αυτή τη φορά η δύσκολη ώρα ήταν, μετά από τέσσερις μόλις ώρες ύπνου, να περιμένω το γιο μου να τελειώσει τις εξετάσεις του στο proficiency. Σε ένα goody’s στη Νέα Φιλαδέλφεια διάβασα το βιβλίο, δυο με τέσσερις το απόγευμα. Και μου τράβηξε αμέσως την προσοχή. Γιατί, βλέποντας το θέμα, νόμιζα πως διάβαζα μια βιογραφία που με αφορούσε. Ένιωθα να γεμίζω από οργή. Καθώς όμως προχωρούσα στην ανάγνωση καλμάρισα. Ο άλλος στη δική μου ιστορία τη Σεχεραζάντ δεν θα την έχει ποτέ ακούσει, το πολύ πολύ να έχει ακούσει τα παραμύθια της Χαλιμάς. Όσο για αυτή, την μαντάμ Μπατερφλάι θα την έχει ακούσει από μένα, ίσως να πήγαμε και μαζί στην Όπερα, όμως την άρια δεν θα την αναγνωρίσει ούτε κατά διάνοια.
Και η μοιχεία έχει τις παραλλαγές της, όπως αυτή στο «Χρονικό μιας μοιχείας», το τρίτο βιβλίο της Βαμβουνάκη, που πριν καταπιαστώ μ’ αυτές τις γραμμές ξανακοίταξα τι έγραψα γι αυτό. Κυρίως όμως με ενδιέφερε να δω ποια ήταν η παραλλαγή εκείνης της μοιχείας.
Η ηρωίδα στο έργο αυτό εγκαταλείπει τον εραστή της την επόμενη κιόλας μέρα. Μετά την πλήρωση του ονείρου της είχε χάσει πια το ενδιαφέρον γι αυτόν. Και η Βαμβουνάκη γράφει σε μια από τις πιο διεισδυτικές παρατηρήσεις της: «Αγαπάμε τελικά τα πρόσωπα, ή μόνο τον έρωτα αγαπάμε; Αγαπάμε αυτό που μας δίνουν ή αυτό που περιμένουμε να μας δώσουν; Τη μορφή τους πόσο αγαπάμε και πόσο τη μεταμόρφωση που σχολαστικά τους επεξεργαζόμαστε;».
Η κριτική μου στις δικαιολογίες της ηρωίδας για την εγκατάλειψη είναι ότι πρόκειται για εκλογικεύσεις, για να κρύψει τις εσωτερικές αναστολές της. Η κριτική μου για τον έρωτα της ηρωίδας στο παρόν μυθιστόρημα, που ο χωρισμός έρχεται από το τυχαίο γεγονός του θανάτου του φίλου της από καρδιακό επεισόδιο, είναι ότι έχουμε κι εδώ εκλογικεύσεις και εξιδανικεύσεις. Πώς μια συνάντηση-πήδημα κάθε Τετάρτη, έστω και επί χρόνια, μπορεί να μετατραπεί σε έρωτα; Δεν απαιτείται μήπως γι αυτό περισσότερο χρόνος, και δοκιμασία σε καταστάσεις εκτός κρεβατοκάμαρας; Μήπως ο έρωτας είναι το άλλοθι για να κάνουμε σεξ χωρίς ενοχές; (Λέω εγώ).
Ας επαναληφθούμε γι αυτούς που δεν μας έχουν διαβάσει. Η ιστορία είναι πάντα υποτυπώδης στα έργα της Βαμβουνάκη, το στημόνι για το υφάδι ενός ακατάσχετου εσωτερικού μονόλογου, στο στυλ του «ρεύματος της συνείδησης» (stream of consciousness), όπου οι αποφθεγματικές ρήσεις συχνά ξεχωρίζουν με την ευρηματικότητά τους. Η ηρωίδα «Λατρεύει τους διαλόγους των κλασικών Ρώσων μυθιστοριογράφων. Διάλογοι που κατά βάση είναι παράφοροι μονόλογοι πάσχουσας ψυχής. Σπαραχτικοί, περίπου παραληρηματικοί από ένα σημείο και μετά, τον παρασέρνουν όπως ένας ποταμός που γνωρίζει καλά το πού πηγαίνει να χυθεί. Ορμητικός που, παρά ταύτα, γνωρίζει όπως το ένστικτο την ανάγκη του. Τους αφήνεται» (σ. 101-102). Η Βαμβουνάκη στην πραγματικότητα περιγράφει εδώ τους διαλόγους των δικών της έργων. Στη σελίδα 82 ξεκινάει ένας τέτοιος διάλογος. Μιλάει η ηρωίδα και το μάκρος του λόγου της φτάνει τις τρεις σελίδες. Ο φίλος της παρεμβάλλεται με δυο γραμμές για να ξαναπάρει πάλι αυτή το λόγο για άλλη μια σελίδα, και μετά από μια μικρή παρέμβαση του άλλου πέντε γραμμών τον ξαναπαίρνει για άλλες πέντε σελίδες.
Και επειδή μόνο ο εσωτερικός μονόλογος δεν φτάνει, πλουτίζει την αφήγησή της και με διακειμενικές αναφορές: Η «Ντάμα Πίκα» και «Η κόρη του λοχαγού» του Πούσκιν, Η «Μαντάμ Μπατερφλάι» του Πουτσίνι, την ταινία «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ», ο «Εσταυρωμένος» του Νταλί, και τα quasi δοκιμιακά σχόλια που κάνει παρεμβάλλονται σαν ιντερμέδια στην ασθματική της αφήγηση.
«Δεν έχει σημασία πού, πώς και τι δουλεύει. Κάνει όλα τα διαδικαστικά της καθημερινότητας, δεν έχει σημασία ποια. Τίποτα ουσιαστικά δεν έχει σημασία γύρω από ένα τέτοιο ζευγάρι. Ένα τέτοιο ζευγάρι το μειώνουν και το ζημιώνουν οι πολλές περιγραφές, τα σκηνικά το κουράζουν μάταια. Οι ίδιοι δεν τους πολυδίνουν σημασία, κινούνται ανάμεσα σ’ αυτά όπως σε ένα τοπίο με πάχνη βαδίζει ο οδοιπόρος που λαχταρά για το τέρμα του και προς τα εκεί έχει στυλωμένη τη ματιά του, με δίψα» (σ. 60). Η Βαμβουνάκη μοιάζει να αιτιολογεί, στην πραγματικότητα όμως απολογείται για τα γυμνά σκηνικά όπου στήνει τις ιστορίες της.
Αξίζει να παραθέσουμε τα παρακάτω σχόλιά της:
«Οι μοντέρνοι καιροί σπαταλούν τον έρωτα σε μικροπεριπέτειες ερεθισμών και φτηνής, πρόχειρης αισθηματολογίας ενώ πρόκειται για βαθειά πνευματική περιπέτεια. Πρόγευση παραδείσου. Μάχη με την κόλαση. Οι νέες ιδέες απελευθερώνουν τη σάρκα και σκλαβώνουν την καρδιά σε μιζέρια κι απογοήτευση επαναλαμβανόμενη. Θα έρθει ο καιρός σύντομα που οι νέοι άνθρωποι θα πληρώσουν το τίμημα της ευκολίας με την απάθεια. Η ανέραστη, εγωκεντρική ζωή θα προτιμηθεί από ετούτη τη γενικευμένη ερωτομανία που απλώνεται στον δυτικό κόσμο της ευμάρειας» (σ. 107).
«Δεν πεθαίνουμε παρά μόνο όταν θέλουμε, της είχε πει. Την νέκρωσή μας άλλωστε μπορεί να την αποφασίσουμε πολύ πριν τον φυσικό θάνατο, κι ενόσω οι άλλοι θεωρούν ότι ζούμε» (σ. 155-6).
Και θα κλείσουμε με ένα από τα πιο ωραία αποφθέγματα με τα οποία πλουτίζει η Μάρω τα βιβλία της: «Όποιος σκορπίζει τον εαυτό του στο εφήμερο εξασθενίζει την ελπίδα του για το αιώνιο» (σ. 108).
Saturday, September 12, 2009
Carl Orff, Bet' kinder, bet'
Ένα κομμάτι από τα τραγούδια για παιδιά, στον κύκλο "Aeolisch" του Καρλ Ορφ, που μου άρεσε φοβερά όταν ήμουν φοιτητής. Το χρησιμοποίησα σαν μουσική υπόκρουση στο βίντεο της βάφτισης του γιου μου. Το πικάπ χάλασε, οι δίσκοι χάθηκαν, το έψαχνα χρόνια σε cd, το βρήκα απόψε και το ανεβάζω.
|
Friday, September 11, 2009
Γιώργος Λαμπράκης-Φώτης Σέρφας, Τα χωριά της Δυτικής Ιεράπετρας
Γιώργος Λαμπράκης-Φώτης Σέρφας, Τα χωριά της Δυτικής Ιεράπετρας, Δήμος Ιεράπετρας 2007.
Δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα "Ιεράπετρα 21", χθες Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009.
Ήταν κάτι που πραγματικά έλλειπε. Και όσοι δεν το ένοιωσαν ως έλλειψη αισθάνθηκαν μεγάλη χαρά όταν το είδαν: μια παρουσίαση των χωριών της Ιεράπετρας. Μια παρουσίαση που να ξεφεύγει όμως από τα κλασικά πλαίσια ενός τουριστικού οδηγού και να οδηγεί σε κάτι ευρύτερο. Αυτό πραγματοποιήθηκε με την έκδοση αυτή, όπου παρουσιάζονται τα χωριά της Δυτικής Ιεράπετρας, ενώ, όπως μας μίλησε ο συντάκτης των κειμένων, εξαίρετος δημοσιογράφος και φίλος, ο Γιώργης Λαμπράκης, θα ακολουθήσει παρουσίαση και των υπόλοιπων χωριών. Έτσι, στην έκδοση αυτή παρουσιάζονται τα χωριά Ανατολή, Γδόχια, Καλαμαύκα, Μακρυλιά, Μάλλες, Μεσελέροι, Μεταξοχώρι, Μουρνιές, Μύθοι, Μύρτος, Ρίζα και Χριστός.
Όταν έγραψα το βιβλίο για το χωριό μου εξέφρασα την ευχή να ακολουθήσουν και άλλοι το παράδειγμά μου. Ακολούθησε το βιβλίο του Γιάννη Ζουγλάκη για τη Βαϊνιά. Ίσως να υπάρχουν και άλλα που δεν έπεσαν στην αντίληψή μας. Εκφράζουμε και πάλι την ευχή να βρεθούν άτομα να γράψουν ένα βιβλίο για το χωριό τους. Όμως μέχρι να γίνει αυτό, το βιβλίο του Λαμπράκη και του Σέρφα θα καλύψει το κενό.
Ίσως όμως να μην καλύπτει απλώς ένα κενό. Μια επίτομη ιστορία κάθε χωριού είναι απαραίτητη πάντα, για τον αναγνώστη εκείνο που δεν διαθέτει το χρόνο και την υπομονή να διαβάσει έναν ολόκληρο τόμο για ένα χωριό, και θα ήθελε κάτι γρήγορο και περιεκτικό. Βέβαια ευχής έργο θα ήταν η σύντομη παρουσίαση να ήταν λιγότερο σύντομη, και όπως μας είπε ο Γιώργης αναγκάστηκε να συμπτύξει τα κείμενά του, συχνά μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, προκειμένου να ανταποκριθεί στις προδιαγραφές της έκδοσης, που εντάσσεται στο Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Κρήτης 2000-2006, όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Ελπίζουμε ο Γιώργης να κρατήσει τα κείμενα αυτά και να τα χρησιμοποιήσει μελλοντικά.
Ο Γιώργης δούλεψε με το μεράκι του αρχαιολόγου, του ιστορικού, του γεωγράφου, και βέβαια πρώτα απ’ όλα του Γεραπετρίτη που είναι παθιασμένος με τον τόπο του, όπως είχαμε πολλές φορές την ευκαιρία να διαπιστώσουμε. Αρχαιολόγου, γιατί αναφέρεται στα αρχαιολογικά ευρήματα κάθε χωριού. Ιστορικού, γιατί δίνει διαγραμματικά την πορεία κάθε χωριού μέσα στην Ιστορία. Και τα ίχνη πολλών χωριών φτάνουν και μέχρι τους προϊστορικούς χρόνους. Έπρεπε να ανατρέξει σε πηγές, να διαβάσει ειδικές μελέτες, δουλειά επίπονη, και για αυτό πρέπει να τον συγχαρούμε ιδιαίτερα. Του γεωγράφου η δουλειά φαίνεται ως η πιο εύκολη, όμως είναι η πιο απαιτητική. Δεν έπρεπε να παραληφθεί κανένα αξιοθέατο, τίποτα που ο επισκέπτης θα άξιζε τον κόπο να επισκεφτεί. Έτσι ενώ το ιστορικό-αρχαιολογικό μέρος ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον κάτοικο, γιατί ίσως το αγνοεί, το αξιοθέατο ενδιαφέρει τον επισκέπτη. Ο Καλαμαυκιανός μαθαίνει ότι το χωριό του ήταν η αρχαία Λάρισα, ότι εκατοικείτο ήδη από τη Μινωική εποχή και ότι ανέδειξε κατά την εποχή της τουρκοκρατίας σπουδαίους οπλαρχηγούς όπως τον Νικόλαο Φωνιαδάκη και τον Ιωάννη Μπαριτάκη (Ο Λαμπράκης τιμά τους αγωνιστές της ελευθερίας αναφέροντας τους οπλαρχηγούς κάθε χωριού που παρουσιάζει). Ο επισκέπτης πάλι μαθαίνει ότι αξίζει να επισκεφτεί το Καστέλο με τα 224 σκαλοπάτια, το φαράγγι του Χαυγά, το αρχαίο ελαιοτριβείο, και τις εκκλησίες του αγίου Ιωάννου και του Αγίου Αντωνίου.
Και ο ξένος επισκέπτης;
Τα κείμενα του Γιώργη είναι και σε αγγλική μετάφραση, καλύπτοντας έτσι και τις ανάγκες των τουριστών. Η Κρήτη δεν είναι μόνο η Κνωσός και η Φαιστός, οι αρχαιολογικοί της χώροι για τους οποίους έχουν εκδοθεί τουριστικοί οδηγοί σε διάφορες γλώσσες. Είναι και τα χωριά της, οι φυσικές της ομορφιές, τις οποίες ο τουρίστας θα πρέπει να γνωρίσει. Και στο σημείο αυτό θα πρέπει να εξάρουμε την υπέροχη φωτογραφία του Φώτη Σέρφα, με την οποία αναδεικνύει τα αξιοθέατα κάθε χωριού.
Κλείνοντας θα θέλαμε να κάνουμε την υπόδειξη τα κείμενα αυτά μαζί με το φωτογραφικό υλικό να μπούνε στο διαδίκτυο. Όχι μόνο γιατί είναι δύσκολο να προμηθευτούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι το βιβλίο αυτό, που όπως μαθαίνω έχει σχεδόν εξαντληθεί, αλλά και για να έχουν πρόσβαση στα κείμενα και στο φωτογραφικό υλικό ξένοι που έχουν την πρόθεση να επισκεφτούν την Κρήτη. Έτσι ο Άγιος Νικόλαος θα πάψει πια να είναι το όριο των επισκεπτών, ελλήνων και ξένων. Έχω βαρεθεί να ακούω ανθρώπους που επισκέφτηκαν την Κρήτη να μου λένε «Πήγα μέχρι τον Άγιο Νικόλαο». Υπάρχει και παραπέρα Κρήτη, εξίσου πανέμορφη, εξίσου μαγευτική, και αυτή την Κρήτη ανέδειξαν σ’ αυτό το βιβλίο ο Γιώργης Λαμπράκης και ο Φώτης Σέρφας. Μπράβο τους.
Δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα "Ιεράπετρα 21", χθες Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009.
Ήταν κάτι που πραγματικά έλλειπε. Και όσοι δεν το ένοιωσαν ως έλλειψη αισθάνθηκαν μεγάλη χαρά όταν το είδαν: μια παρουσίαση των χωριών της Ιεράπετρας. Μια παρουσίαση που να ξεφεύγει όμως από τα κλασικά πλαίσια ενός τουριστικού οδηγού και να οδηγεί σε κάτι ευρύτερο. Αυτό πραγματοποιήθηκε με την έκδοση αυτή, όπου παρουσιάζονται τα χωριά της Δυτικής Ιεράπετρας, ενώ, όπως μας μίλησε ο συντάκτης των κειμένων, εξαίρετος δημοσιογράφος και φίλος, ο Γιώργης Λαμπράκης, θα ακολουθήσει παρουσίαση και των υπόλοιπων χωριών. Έτσι, στην έκδοση αυτή παρουσιάζονται τα χωριά Ανατολή, Γδόχια, Καλαμαύκα, Μακρυλιά, Μάλλες, Μεσελέροι, Μεταξοχώρι, Μουρνιές, Μύθοι, Μύρτος, Ρίζα και Χριστός.
Όταν έγραψα το βιβλίο για το χωριό μου εξέφρασα την ευχή να ακολουθήσουν και άλλοι το παράδειγμά μου. Ακολούθησε το βιβλίο του Γιάννη Ζουγλάκη για τη Βαϊνιά. Ίσως να υπάρχουν και άλλα που δεν έπεσαν στην αντίληψή μας. Εκφράζουμε και πάλι την ευχή να βρεθούν άτομα να γράψουν ένα βιβλίο για το χωριό τους. Όμως μέχρι να γίνει αυτό, το βιβλίο του Λαμπράκη και του Σέρφα θα καλύψει το κενό.
Ίσως όμως να μην καλύπτει απλώς ένα κενό. Μια επίτομη ιστορία κάθε χωριού είναι απαραίτητη πάντα, για τον αναγνώστη εκείνο που δεν διαθέτει το χρόνο και την υπομονή να διαβάσει έναν ολόκληρο τόμο για ένα χωριό, και θα ήθελε κάτι γρήγορο και περιεκτικό. Βέβαια ευχής έργο θα ήταν η σύντομη παρουσίαση να ήταν λιγότερο σύντομη, και όπως μας είπε ο Γιώργης αναγκάστηκε να συμπτύξει τα κείμενά του, συχνά μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, προκειμένου να ανταποκριθεί στις προδιαγραφές της έκδοσης, που εντάσσεται στο Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Κρήτης 2000-2006, όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Ελπίζουμε ο Γιώργης να κρατήσει τα κείμενα αυτά και να τα χρησιμοποιήσει μελλοντικά.
Ο Γιώργης δούλεψε με το μεράκι του αρχαιολόγου, του ιστορικού, του γεωγράφου, και βέβαια πρώτα απ’ όλα του Γεραπετρίτη που είναι παθιασμένος με τον τόπο του, όπως είχαμε πολλές φορές την ευκαιρία να διαπιστώσουμε. Αρχαιολόγου, γιατί αναφέρεται στα αρχαιολογικά ευρήματα κάθε χωριού. Ιστορικού, γιατί δίνει διαγραμματικά την πορεία κάθε χωριού μέσα στην Ιστορία. Και τα ίχνη πολλών χωριών φτάνουν και μέχρι τους προϊστορικούς χρόνους. Έπρεπε να ανατρέξει σε πηγές, να διαβάσει ειδικές μελέτες, δουλειά επίπονη, και για αυτό πρέπει να τον συγχαρούμε ιδιαίτερα. Του γεωγράφου η δουλειά φαίνεται ως η πιο εύκολη, όμως είναι η πιο απαιτητική. Δεν έπρεπε να παραληφθεί κανένα αξιοθέατο, τίποτα που ο επισκέπτης θα άξιζε τον κόπο να επισκεφτεί. Έτσι ενώ το ιστορικό-αρχαιολογικό μέρος ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον κάτοικο, γιατί ίσως το αγνοεί, το αξιοθέατο ενδιαφέρει τον επισκέπτη. Ο Καλαμαυκιανός μαθαίνει ότι το χωριό του ήταν η αρχαία Λάρισα, ότι εκατοικείτο ήδη από τη Μινωική εποχή και ότι ανέδειξε κατά την εποχή της τουρκοκρατίας σπουδαίους οπλαρχηγούς όπως τον Νικόλαο Φωνιαδάκη και τον Ιωάννη Μπαριτάκη (Ο Λαμπράκης τιμά τους αγωνιστές της ελευθερίας αναφέροντας τους οπλαρχηγούς κάθε χωριού που παρουσιάζει). Ο επισκέπτης πάλι μαθαίνει ότι αξίζει να επισκεφτεί το Καστέλο με τα 224 σκαλοπάτια, το φαράγγι του Χαυγά, το αρχαίο ελαιοτριβείο, και τις εκκλησίες του αγίου Ιωάννου και του Αγίου Αντωνίου.
Και ο ξένος επισκέπτης;
Τα κείμενα του Γιώργη είναι και σε αγγλική μετάφραση, καλύπτοντας έτσι και τις ανάγκες των τουριστών. Η Κρήτη δεν είναι μόνο η Κνωσός και η Φαιστός, οι αρχαιολογικοί της χώροι για τους οποίους έχουν εκδοθεί τουριστικοί οδηγοί σε διάφορες γλώσσες. Είναι και τα χωριά της, οι φυσικές της ομορφιές, τις οποίες ο τουρίστας θα πρέπει να γνωρίσει. Και στο σημείο αυτό θα πρέπει να εξάρουμε την υπέροχη φωτογραφία του Φώτη Σέρφα, με την οποία αναδεικνύει τα αξιοθέατα κάθε χωριού.
Κλείνοντας θα θέλαμε να κάνουμε την υπόδειξη τα κείμενα αυτά μαζί με το φωτογραφικό υλικό να μπούνε στο διαδίκτυο. Όχι μόνο γιατί είναι δύσκολο να προμηθευτούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι το βιβλίο αυτό, που όπως μαθαίνω έχει σχεδόν εξαντληθεί, αλλά και για να έχουν πρόσβαση στα κείμενα και στο φωτογραφικό υλικό ξένοι που έχουν την πρόθεση να επισκεφτούν την Κρήτη. Έτσι ο Άγιος Νικόλαος θα πάψει πια να είναι το όριο των επισκεπτών, ελλήνων και ξένων. Έχω βαρεθεί να ακούω ανθρώπους που επισκέφτηκαν την Κρήτη να μου λένε «Πήγα μέχρι τον Άγιο Νικόλαο». Υπάρχει και παραπέρα Κρήτη, εξίσου πανέμορφη, εξίσου μαγευτική, και αυτή την Κρήτη ανέδειξαν σ’ αυτό το βιβλίο ο Γιώργης Λαμπράκης και ο Φώτης Σέρφας. Μπράβο τους.
Thursday, September 10, 2009
Μανόλης Πρατικάκης, Τα αφηγήματα ενός ψυχίατρου και Το αειθαλές παιδί, 4 κριτικές προσεγγίσεις στο έργο του
Οι παρακάτω δύο βιβλιοπαρουσιάσεις δημοσιεύτηκαν στα Κρητικά Επίκαιρα, αριθμός φύλλου 430, Ιούλιος - Αύγουστος 2009.
Μανώλης Πρατικάκης, Τα αφηγήματα ενός ψυχίατρου, Καστανιώτης 2009, σελ. 100
Μετά από 17 τόσες ποιητικές συλλογές ο Μανώλης Πρατικάκης, διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής του Ερυθρού και τιμημένος με κρατικό βραβείο ποίησης, αποφασίζει να ασχοληθεί και με την πεζογραφία. Δεν ξέρουμε αν η μεταγραφή στην πεζογραφία θα είναι οριστική, όπως ήταν της Ρέας Γαλανάκη για παράδειγμα, πάντως τα πεζά αυτά κείμενα αποκαλύπτουν ένα δυνατό αφηγηματικό ταλέντο, ισάξιο του ποιητικού ταλέντου του.
Για να ακριβολογούμε, ο Πρατικάκης είχε δώσει από παλιά δείγματα πεζογραφικά τα οποία ενσωμάτωσε στις ποιητικές του συλλογές. Όμως τα κείμενα αυτά ήταν σε μεγάλο βαθμό ποιητικά, που μόνο η συνεχής ροή του λόγου, η έλλειψη στίχων δηλαδή, είναι που τα κατατάσσει στην πεζογραφία. Κάποια από αυτά, τα περισσότερο «πεζογραφικά», έχουν ενσωματωθεί στην παρούσα συλλογή. Όμως το στίγμα το δίνουν τα τελευταία, πολυσέλιδα αφηγήματα.
Τα αφηγήματα αυτά αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά, όπως και τα πρώτα πεζογραφικά με τον τίτλο «Στο ντιβάνι» του Ίρβιν Γιάλομ. Αναρωτιόμαστε αν ο Πρατικάκης αργότερα, αξιοποιώντας το κλινικό υλικό του θα δώσει αφηγήματα με φανταστική πλοκή, όπως έκανε και ο Γιάλομ.
Αυτό που εντυπωσιάζει, πέρα από την αφηγηματική του άνεση, είναι η διεισδυτικότητα στην ερμηνεία, όπως κάνει π.χ. στο «Μια μορφή ποιητικής αυτοκτονίας», ένα πρώιμο κείμενο που αναφέρεται στην αυτοκτονία του ποιητή Αλέξη Τραϊανού, τον οποίο, παρεμπιπτόντως, έβαλα να πρωταγωνιστήσει σε ένα ανέκδοτο μυθιστόρημά μου. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Αλλά πίσω από το παιχνίδι, ένας κάπως έμπειρος ψυχίατρος υποπτευόταν έναν επίμονο και παντοδύναμο ψυχαναγκαστικό μηχανισμό, με υποβόσκοντα δυσθυμικά στοιχεία, που του επέβαλλε να επισκέπτεται τόσο συχνά αυτή τη διακεκαυμένη ζώνη και να τσεκάρει το σπινθήρα της, που συνορεύει με εκείνον του ακαριαίου θανάτου. Να έχει υπό έλεγχο αυτή τη θανάσιμη ζώνη, απ’ όπου, όπως φαίνεται, με τις ζοφερές του δοκιμές αντλούσε κάποιες μυστηριώδεις συγκινήσεις, κάποια υποβρύχια ρεύματα, ένα είδος μαύρης χαράς και ίσως κάποιο «θρίαμβο» του τύπου «θάνατον εξαπατήσας και νενίκηκα». Λοιπόν, να έχει υπό έλεγχο εκείνη τη θανάσιμη περιοχή. Να μπαίνει μέσα και να αποτραβιέται με συνεχή, ηδονικά σχεδόν αποτραβήγματα. Αυτά που παρέχει ο φωτοδότης τρόμος, μέσα από τις σπάνιες εκλάμψεις του. Να μπαίνει θλιβερός και να βγαίνει τροπαιούχος, που τόσο τον προκάλεσε και να, του ξέφυγε ξανά» (σελ. 66-67). Η αναφορά στις «προγραμματικά» αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας του Τραϊανού, που όμως η τελευταία του ξέφυγε και «πέτυχε».
Ήδη συγκρίναμε τον Πρατικάκη με τον Γιάλομ. Ανάμεσά τους όμως υπάρχει η διαφορά, ότι ο πρώτος είναι ψυχίατρος ενώ ο δεύτερος είναι ψυχολόγος. Ο ψυχίατρος Πρατικάκης, μιλώντας για την άνοια μιας γυναίκας στο πρώτο αφήγημα με τίτλο «Η αμνησία της θείας Πρόνοιας» αναφέρεται όχι μόνο στα συμπτώματα αλλά και στο βιολογικό υπόστρωμα, στη σταδιακή συρρίκνωση του εγκεφάλου, με τη θαυμάσια μεταφορά της λίμνης του εγκεφαλικού υγρού που κατατρώει σταδιακά την εγκεφαλική «στεριά». Με αφηγηματική μαεστρία δίνει την τραγικωμεντί της ιστορίας, τα κωμικά επεισόδια που δημιουργούνται λόγω της άνοιας της γυναίκας αυτής αλλά και τα τραγικά αισθήματα του «ελέους» που προκαλούνται στον αναγνώστη λόγω της κατάστασής της, η οποία κατάσταση οδηγεί σύντομα στην μοιραία κατάληξη.
Νομίζω το πιο συγκλονιστικό από τα αφηγήματα, όχι μόνο λόγω της δεξιοτεχνικής πραγμάτευσης του θέματος αλλά και γιατί αναφέρεται στο θάνατο ενός μεγάλου μας ποιητή, του Τάσου Λειβαδίτη, είναι το «Τελευταίος σταθμός» (διακειμενική αναφορά στο ομώνυμο ποίημα του Σεφέρη) που φέρει ως υπότιτλο «Τα χειρόγραφα του χειρουργείου». Εδώ ο Πρατικάκης περιγράφει αριστοτεχνικά όχι μόνο τη μοιραία κατάληξη της χειρουργικής επέμβασης που στάθηκε μοιραία για τον ποιητή, αλλά και τον σπαραγμό του χειρούργου, που δεν μπορεί να το χωνέψει ότι ο μοναδικός ασθενής που χειρούργησε για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής και πέθανε, μετά από 60 τόσους, είναι ο ποιητής που τόσο αγαπούσε.
Το «Σοφάκι», το τελευταίο αφήγημα της συλλογής που περιέχεται και στην τελευταία ποιητική του συλλογή «Το αόρατο πλήθος», το υπαρκτό Σοφάκι των παιδικών του χρόνων, αναδεικνύεται σε μια μεταφορά που περικλείει τη φιλοσοφία του Πρατικάκη για τη ζωή, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά και από τους τίτλους δύο ποιητικών του συλλογών: «Η μαγεία της μη διεκδίκησης» και «Αφημένα ήσυχα στη χλόη». Η φιλοσοφία αυτή συμπυκνώνεται στις τελευταίες φράσεις του αφηγήματος: «…Δηλαδή μια εντελώς άλλου είδους ύπαρξη, που δεν παγίδεψε ποτέ τις φυσικές προτεραιότητες, ζώντας μονάχα τη θεία ευχαριστία των στιγμών. Τον σιωπηλό της φύσης ψίθυρο στις εφήμερες και αιώνιες φυλλωσιές».
Κλείνοντας την παρουσίαση αυτής της θαυμάσιας συλλογής πεζογραφημάτων θα ήθελα να δώσω και πάλι τον λόγο στον Πρατικάκη, παραθέτοντας έναν εξαίσιο αφορισμό:
«Αυτή την ανυπόφορη θύελλα της καταστροφής ονομάζουμε πρόοδο. Των ονείρων την οξείδωση εξέλιξη» (σελ. 50).
Το αειθαλές παιδί: Τέσσερεις κριτικές προσεγγίσεις στην ποίηση του Μανόλη Πρατικάκη, Καστανιώτης, 2007, σελ. 286.
Ο Μανώλης Πρατικάκης είναι ένας από τους κορυφαίους νεοέλληνες ποιητές μας, τιμημένος με το κρατικό βραβείο ποίησης. Για το έργο του έχουν γράψει κορυφαίοι μελετητές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Θεοδόσης Πυλαρινός, καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, εξέδωσε πρόσφατα μια ανθολογία των κριτικών προσεγγίσεων στο έργο του Πρατικάκη με τίτλο «Η κριτική αξιολόγηση της ποίησης του Μανώλη Πρατικάκη» (Μελάνι, 2006). Στον τόμο «Το αειθαλές παιδί» προλογίζει τέσσερα μελετήματα πάνω στο έργου του ποιητή, ένα από τα οποία είναι το δικό του και φέρει τον τίτλο «Ξενιστής και ξενιζόμενοι στον μεγάλο ξενώνα», παραπέμποντας στην προτελευταία ποιητική συλλογή του Μανώλη Πρατικάκη που έχει ακριβώς αυτό τον τίτλο: «Ο μεγάλος ξενώνας». Ανάμεσα στις εύστοχες επισημάνσεις του είναι και η παράλληλη θεματική του έργου με την «Έρημη χώρα» του Τ. Σ. Έλιοτ.
Ο Ευριπίδης Γαραντούδης, καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με το μελέτημά του «Η σταθερή ενάσκηση του στοχαστικού λυρισμού» αναφέρεται με το οξύμωρο αυτό σε δυο κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Πρατικάκη: Δίπλα στο λυρισμό του, με άφθονα αρκαδικά στοιχεία που του έχει παράσχει ο γενέθλιος τόπος του, το Μύρτος, ένα ειδυλλιακό παραθαλάσσιο χωριό της επαρχίας Ιεραπέτρας στην Κρήτη, υπάρχει και ο φιλοσοφικός του στοχασμός, που οφείλει πάρα πολλά στους προσωκρατικούς.
Η Τζίνα Καλογήρου, καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, με το κείμενό της που φέρει τον τίτλο «Η συνάντηση ποιητή και ζωγράφου» αναφέρεται στην εικαστικότητα της ποίησης του Πρατικάκη, πάνω στην οποία εδράζεται και ο λυρισμός της ποίησής του. Ο Πρατικάκης, ζωγραφίζοντας με λέξεις, εκφράζει το θαυμασμό του για τους ζωγράφους του χρωστήρα, όπως είναι ο συμπατριώτης του Ελ Γκρέκο, στον οποίο αφιερώνει μια ιδιαίτερη ποιητική συλλογή που φέρει τον τίτλο «Η κοίμηση και η ανάσταση των σωμάτων του Δομήνικου», την οποία η Καλογήρου αναλύει διεξοδικά.
Η Κατερίνα Κωστίου τέλος, καθηγήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών, με το μελέτημά της «Ιχνογραφώντας την πτώση: το άλλο πρόσωπο του λυρισμού», ανιχνεύει διάφορες όψεις της ποιητικής του Πρατικάκη και της καταβολές της, την ειρωνεία, τη σάτιρα, την καταγγελία, την αμφισβήτηση, την ελεγεία.
Τα μελετήματα αυτά είναι από τα πιο διεισδυτικά στην ποίηση του Μανώλη Πρατικάκη. Αναμένουμε και το επόμενο βήμα: μια διδακτορική διατριβή πάνω στο έργο του.
Μανώλης Πρατικάκης, Τα αφηγήματα ενός ψυχίατρου, Καστανιώτης 2009, σελ. 100
Μετά από 17 τόσες ποιητικές συλλογές ο Μανώλης Πρατικάκης, διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής του Ερυθρού και τιμημένος με κρατικό βραβείο ποίησης, αποφασίζει να ασχοληθεί και με την πεζογραφία. Δεν ξέρουμε αν η μεταγραφή στην πεζογραφία θα είναι οριστική, όπως ήταν της Ρέας Γαλανάκη για παράδειγμα, πάντως τα πεζά αυτά κείμενα αποκαλύπτουν ένα δυνατό αφηγηματικό ταλέντο, ισάξιο του ποιητικού ταλέντου του.
Για να ακριβολογούμε, ο Πρατικάκης είχε δώσει από παλιά δείγματα πεζογραφικά τα οποία ενσωμάτωσε στις ποιητικές του συλλογές. Όμως τα κείμενα αυτά ήταν σε μεγάλο βαθμό ποιητικά, που μόνο η συνεχής ροή του λόγου, η έλλειψη στίχων δηλαδή, είναι που τα κατατάσσει στην πεζογραφία. Κάποια από αυτά, τα περισσότερο «πεζογραφικά», έχουν ενσωματωθεί στην παρούσα συλλογή. Όμως το στίγμα το δίνουν τα τελευταία, πολυσέλιδα αφηγήματα.
Τα αφηγήματα αυτά αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά, όπως και τα πρώτα πεζογραφικά με τον τίτλο «Στο ντιβάνι» του Ίρβιν Γιάλομ. Αναρωτιόμαστε αν ο Πρατικάκης αργότερα, αξιοποιώντας το κλινικό υλικό του θα δώσει αφηγήματα με φανταστική πλοκή, όπως έκανε και ο Γιάλομ.
Αυτό που εντυπωσιάζει, πέρα από την αφηγηματική του άνεση, είναι η διεισδυτικότητα στην ερμηνεία, όπως κάνει π.χ. στο «Μια μορφή ποιητικής αυτοκτονίας», ένα πρώιμο κείμενο που αναφέρεται στην αυτοκτονία του ποιητή Αλέξη Τραϊανού, τον οποίο, παρεμπιπτόντως, έβαλα να πρωταγωνιστήσει σε ένα ανέκδοτο μυθιστόρημά μου. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Αλλά πίσω από το παιχνίδι, ένας κάπως έμπειρος ψυχίατρος υποπτευόταν έναν επίμονο και παντοδύναμο ψυχαναγκαστικό μηχανισμό, με υποβόσκοντα δυσθυμικά στοιχεία, που του επέβαλλε να επισκέπτεται τόσο συχνά αυτή τη διακεκαυμένη ζώνη και να τσεκάρει το σπινθήρα της, που συνορεύει με εκείνον του ακαριαίου θανάτου. Να έχει υπό έλεγχο αυτή τη θανάσιμη ζώνη, απ’ όπου, όπως φαίνεται, με τις ζοφερές του δοκιμές αντλούσε κάποιες μυστηριώδεις συγκινήσεις, κάποια υποβρύχια ρεύματα, ένα είδος μαύρης χαράς και ίσως κάποιο «θρίαμβο» του τύπου «θάνατον εξαπατήσας και νενίκηκα». Λοιπόν, να έχει υπό έλεγχο εκείνη τη θανάσιμη περιοχή. Να μπαίνει μέσα και να αποτραβιέται με συνεχή, ηδονικά σχεδόν αποτραβήγματα. Αυτά που παρέχει ο φωτοδότης τρόμος, μέσα από τις σπάνιες εκλάμψεις του. Να μπαίνει θλιβερός και να βγαίνει τροπαιούχος, που τόσο τον προκάλεσε και να, του ξέφυγε ξανά» (σελ. 66-67). Η αναφορά στις «προγραμματικά» αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας του Τραϊανού, που όμως η τελευταία του ξέφυγε και «πέτυχε».
Ήδη συγκρίναμε τον Πρατικάκη με τον Γιάλομ. Ανάμεσά τους όμως υπάρχει η διαφορά, ότι ο πρώτος είναι ψυχίατρος ενώ ο δεύτερος είναι ψυχολόγος. Ο ψυχίατρος Πρατικάκης, μιλώντας για την άνοια μιας γυναίκας στο πρώτο αφήγημα με τίτλο «Η αμνησία της θείας Πρόνοιας» αναφέρεται όχι μόνο στα συμπτώματα αλλά και στο βιολογικό υπόστρωμα, στη σταδιακή συρρίκνωση του εγκεφάλου, με τη θαυμάσια μεταφορά της λίμνης του εγκεφαλικού υγρού που κατατρώει σταδιακά την εγκεφαλική «στεριά». Με αφηγηματική μαεστρία δίνει την τραγικωμεντί της ιστορίας, τα κωμικά επεισόδια που δημιουργούνται λόγω της άνοιας της γυναίκας αυτής αλλά και τα τραγικά αισθήματα του «ελέους» που προκαλούνται στον αναγνώστη λόγω της κατάστασής της, η οποία κατάσταση οδηγεί σύντομα στην μοιραία κατάληξη.
Νομίζω το πιο συγκλονιστικό από τα αφηγήματα, όχι μόνο λόγω της δεξιοτεχνικής πραγμάτευσης του θέματος αλλά και γιατί αναφέρεται στο θάνατο ενός μεγάλου μας ποιητή, του Τάσου Λειβαδίτη, είναι το «Τελευταίος σταθμός» (διακειμενική αναφορά στο ομώνυμο ποίημα του Σεφέρη) που φέρει ως υπότιτλο «Τα χειρόγραφα του χειρουργείου». Εδώ ο Πρατικάκης περιγράφει αριστοτεχνικά όχι μόνο τη μοιραία κατάληξη της χειρουργικής επέμβασης που στάθηκε μοιραία για τον ποιητή, αλλά και τον σπαραγμό του χειρούργου, που δεν μπορεί να το χωνέψει ότι ο μοναδικός ασθενής που χειρούργησε για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής και πέθανε, μετά από 60 τόσους, είναι ο ποιητής που τόσο αγαπούσε.
Το «Σοφάκι», το τελευταίο αφήγημα της συλλογής που περιέχεται και στην τελευταία ποιητική του συλλογή «Το αόρατο πλήθος», το υπαρκτό Σοφάκι των παιδικών του χρόνων, αναδεικνύεται σε μια μεταφορά που περικλείει τη φιλοσοφία του Πρατικάκη για τη ζωή, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά και από τους τίτλους δύο ποιητικών του συλλογών: «Η μαγεία της μη διεκδίκησης» και «Αφημένα ήσυχα στη χλόη». Η φιλοσοφία αυτή συμπυκνώνεται στις τελευταίες φράσεις του αφηγήματος: «…Δηλαδή μια εντελώς άλλου είδους ύπαρξη, που δεν παγίδεψε ποτέ τις φυσικές προτεραιότητες, ζώντας μονάχα τη θεία ευχαριστία των στιγμών. Τον σιωπηλό της φύσης ψίθυρο στις εφήμερες και αιώνιες φυλλωσιές».
Κλείνοντας την παρουσίαση αυτής της θαυμάσιας συλλογής πεζογραφημάτων θα ήθελα να δώσω και πάλι τον λόγο στον Πρατικάκη, παραθέτοντας έναν εξαίσιο αφορισμό:
«Αυτή την ανυπόφορη θύελλα της καταστροφής ονομάζουμε πρόοδο. Των ονείρων την οξείδωση εξέλιξη» (σελ. 50).
Το αειθαλές παιδί: Τέσσερεις κριτικές προσεγγίσεις στην ποίηση του Μανόλη Πρατικάκη, Καστανιώτης, 2007, σελ. 286.
Ο Μανώλης Πρατικάκης είναι ένας από τους κορυφαίους νεοέλληνες ποιητές μας, τιμημένος με το κρατικό βραβείο ποίησης. Για το έργο του έχουν γράψει κορυφαίοι μελετητές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Θεοδόσης Πυλαρινός, καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, εξέδωσε πρόσφατα μια ανθολογία των κριτικών προσεγγίσεων στο έργο του Πρατικάκη με τίτλο «Η κριτική αξιολόγηση της ποίησης του Μανώλη Πρατικάκη» (Μελάνι, 2006). Στον τόμο «Το αειθαλές παιδί» προλογίζει τέσσερα μελετήματα πάνω στο έργου του ποιητή, ένα από τα οποία είναι το δικό του και φέρει τον τίτλο «Ξενιστής και ξενιζόμενοι στον μεγάλο ξενώνα», παραπέμποντας στην προτελευταία ποιητική συλλογή του Μανώλη Πρατικάκη που έχει ακριβώς αυτό τον τίτλο: «Ο μεγάλος ξενώνας». Ανάμεσα στις εύστοχες επισημάνσεις του είναι και η παράλληλη θεματική του έργου με την «Έρημη χώρα» του Τ. Σ. Έλιοτ.
Ο Ευριπίδης Γαραντούδης, καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με το μελέτημά του «Η σταθερή ενάσκηση του στοχαστικού λυρισμού» αναφέρεται με το οξύμωρο αυτό σε δυο κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Πρατικάκη: Δίπλα στο λυρισμό του, με άφθονα αρκαδικά στοιχεία που του έχει παράσχει ο γενέθλιος τόπος του, το Μύρτος, ένα ειδυλλιακό παραθαλάσσιο χωριό της επαρχίας Ιεραπέτρας στην Κρήτη, υπάρχει και ο φιλοσοφικός του στοχασμός, που οφείλει πάρα πολλά στους προσωκρατικούς.
Η Τζίνα Καλογήρου, καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, με το κείμενό της που φέρει τον τίτλο «Η συνάντηση ποιητή και ζωγράφου» αναφέρεται στην εικαστικότητα της ποίησης του Πρατικάκη, πάνω στην οποία εδράζεται και ο λυρισμός της ποίησής του. Ο Πρατικάκης, ζωγραφίζοντας με λέξεις, εκφράζει το θαυμασμό του για τους ζωγράφους του χρωστήρα, όπως είναι ο συμπατριώτης του Ελ Γκρέκο, στον οποίο αφιερώνει μια ιδιαίτερη ποιητική συλλογή που φέρει τον τίτλο «Η κοίμηση και η ανάσταση των σωμάτων του Δομήνικου», την οποία η Καλογήρου αναλύει διεξοδικά.
Η Κατερίνα Κωστίου τέλος, καθηγήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών, με το μελέτημά της «Ιχνογραφώντας την πτώση: το άλλο πρόσωπο του λυρισμού», ανιχνεύει διάφορες όψεις της ποιητικής του Πρατικάκη και της καταβολές της, την ειρωνεία, τη σάτιρα, την καταγγελία, την αμφισβήτηση, την ελεγεία.
Τα μελετήματα αυτά είναι από τα πιο διεισδυτικά στην ποίηση του Μανώλη Πρατικάκη. Αναμένουμε και το επόμενο βήμα: μια διδακτορική διατριβή πάνω στο έργο του.