Walter Salles, Pamela Thomas, O primeiro Dia (Η πρώτη μέρα) 1999
Μ’ αρέσει ο Salles, ο «Κεντρικός σταθμός» είναι μια καταπληκτική ταινία. Και η «Πρώτη μέρα», που στα αγγλικά έγινε «Μεσάνυχτα», είναι μια πολύ καλή ταινία. Παρόλο που έγινε, φαντάζομαι, με παραγγελιά (έχει σαν φόντο την γιορτή της χιλιετίας, την θυμόμαστε όλοι), και τα κατά παραγγελία έργα δεν είναι πάντοτε τα πιο επιτυχημένα, η ταινία μου άρεσε. Αποτελεί εξάλλου και μια παρωδία της παραγγελιάς: ενώ όλος ο κόσμος γιορτάζει τον ερχομό της νέας χιλιετίας, κάποιοι άνθρωποι ζουν δυστυχισμένες ζωές. Για μια στιγμή φαίνεται ότι η ζωή θα τους χαμογελάσει. Και τους χαμογελάει. Για λίγο. Μετά πάλι αλλάζουν όλα. Ο άνδρας δολοφονείται. Η γυναίκα μένει μόνη, όμως φαίνεται να έχει ξεπεράσει τη διάθεσή της να αυτοκτονήσει.
Μου έχουν γίνει εμμονή οι «ρίζες της σύμπτωσης», και να τις πάλι, κάνουν την εμφάνισή τους, θυμίζοντάς μου κάτι ακριβώς τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, ίσως μόνο και μόνο για να κάνουν πιο μεγάλο αυτό το σημείωμα, που δεν σκόπευα να το κάνω μεγαλύτερο από την παράγραφο που έπιασε.
Θα ξεκινήσω με διαφήμιση. Ο εκδότης μου, ο Αλέξανδρος Δεσύλλας (εκδόσεις ΑΛΔΕ, μου εξέδωσε φέτος το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας») αποφάσισε να βγάλει μια σειρά μικρών βιβλίων, των τριών δεκαεξασέλιδων που θα πωλούνται 4-5 ευρώ, με διηγήματα κυρίως, την οποία τιτλοφορεί «metroαναγνώσματα», για να τα διαβάζει κανείς στο μετρό, αλλά και στο λεωφορείο ή το τραμ, κατά τη διαδρομή από και προς τη δουλειά. Σήμερα πήρα τα τέσσερα πρώτα που κυκλοφόρησαν, και τα οποία είναι τα εξής: Αλέξανδρου Βαλαβάνη, «Για όσο κρατήσει», Χριστίνας Καμπά, «Κράτα με στα χείλη σου», Αντώνη Δεσύλλα, «Σαν παλιό σινεμά» και Δημήτρη Κεραμέα, «Το άλλο μπλουζ».
Τέλειωσε η διαφήμιση.
Και οι «ρίζες της σύμπτωσης»:
Έχω γράψει κι εγώ τρία διηγήματα. Τα δυο έχουν αναρτηθεί στο Λέξημα, το άλλο είναι ανέκδοτο. Τα έγραψα το 1997, το 2000, και το περασμένο Πάσχα αντίστοιχα. Όλα μαζί μετά βίας μπορούν να καλύψουν 35 σελίδες, και έπρεπε οπωσδήποτε να γράψω τουλάχιστον ένα διήγημα ακόμη για να καλυφθούν τα τρία δεκαεξασέλιδα.
Το έγραψα χθες το βράδυ. Ο ήρωάς μου αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Με ποιον τρόπο; Πέφτοντας από την ταράτσα του σπιτιού του (μη σχηματίσετε λαθεμένη εντύπωση, είναι γραμμένο με χιούμορ). Την τελευταία στιγμή μετανιώνει και δεν πέφτει.
Και η σύμπτωση:
Η ηρωίδα του Salles ετοιμάζεται και αυτή να αυτοκτονήσει. Και όχι με οποιοδήποτε τρόπο, αλλά πέφτοντας και αυτή από την ταράτσα. Σώζεται την τελευταία στιγμή.
Οι συμπτώσεις φτάνουν μέχρι εδώ. Γιατί αυτή δεν το μετανιώνει, αλλά την αρπάζει ο ήρωας όταν έχει ήδη αρχίσει να πέφτει στο κενό.
Ας το αναφέρω κι αυτό, έχω γράψει ένα αυτοβιογραφικό κείμενο με αυτόν τον κλεμμένο τίτλο (το έργο είναι του Άρθουρ Καίσλερ), για κάποιες φοβερές συμπτώσεις, και οι πιο φοβερές συνέβησαν τη μέρα που το έγραφα (με εξαίρεση τις 2 πρώτες σελίδες, Α4, οι υπόλοιπες 22 γράφηκαν σε μια μέρα).
Πότε θα το εκδώσω; Μα δεν σκοπεύω. Ίσως ο κληρονόμος μου. Μαζί με άλλα τρία που θα απαρτίζουν μια τετραλογία. Τα δυο από αυτά είναι επίσης αυτοβιογραφικά.
Αυτά για τον Salles και για τις «Ρίζες της σύμπτωσης».
Thursday, December 30, 2010
Tuesday, December 28, 2010
Lou Ye, Spring fever (春风沉醉的晚上)
Lou Ye, Spring fever (春风沉醉的晚上) 2009
« Ένα βράδυ βαθιά μεθυσμένος με το ανοιξιάτικο αεράκι» είναι ο κινέζικος τίτλος του έργου, που τιμήθηκε με βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ Καννών. Στο διαδίκτυο διάβασα ότι το βραβείο το πήρε ο σεναριογράφος για την τόλμη του θέματος: ομοφυλοφιλία στη σύγχρονη Κίνα. Στο διαδίκτυο επίσης διάβασα ότι μόλις το 1997 αποποινικοποιήθηκε η ομοφυλοφιλία, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα βγήκε από τον κατάλογο των ψυχικών ασθενειών.
Η ταινία κινείται στο ίδιο επίπεδο με το «Θερινό ανάκτορο»: και εδώ περιγράφονται έρωτες, μόνο που εδώ οι έρωτες είναι ομοφυλοφιλικοί, ή για την ακρίβεια αμφιφυλικοί, αφού εμπλέκεται και η γυναίκα του ενός νεαρού, που καθώς συμβιβάζεται στο τέλος με την ιδιαιτερότητα του άνδρα της συναινεί, ή μάλλον παίρνει την πρωτοβουλία και σχηματίζουν ένα ερωτικό τρίγωνο.
Περίπου χωρίς υπόθεση όπως και το θερινό ανάκτορο, βλέπουμε τους έρωτες του τρίο αυτού, καθώς και πολύ τολμηρές ομοφυλοφιλικές σκηνές, που τέτοιες μόνο στον Αλμοδοβάρ είχα δει. Αυτός όμως είναι ομοφυλόφιλος, ενώ για τον Lou Ye δεν ξέρω, και δεν θέλω να εικάσω ότι είναι κι αυτός ομοφυλόφιλος μόνο και μόνο επειδή τόλμησε να γυρίσει μια ταινία με ένα τέτοιο τολμηρό θέμα. Πάντως φαίνεται να έχει εμμονή με την αυτοκτονία, αφού και στο έργο αυτό, όπως και στο «Θερινό ανάκτορο», έχουμε μιαν αυτοκτονία. Ίσως θέλει να μας πει ότι οι μεγαλύτερες ματαιώσεις σχετίζονται με τις ερωτικές μας σχέσεις, και στις ματαιώσεις αυτές πολλοί βρίσκουν την αυτοκτονία σαν διέξοδο.
« Ένα βράδυ βαθιά μεθυσμένος με το ανοιξιάτικο αεράκι» είναι ο κινέζικος τίτλος του έργου, που τιμήθηκε με βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ Καννών. Στο διαδίκτυο διάβασα ότι το βραβείο το πήρε ο σεναριογράφος για την τόλμη του θέματος: ομοφυλοφιλία στη σύγχρονη Κίνα. Στο διαδίκτυο επίσης διάβασα ότι μόλις το 1997 αποποινικοποιήθηκε η ομοφυλοφιλία, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα βγήκε από τον κατάλογο των ψυχικών ασθενειών.
Η ταινία κινείται στο ίδιο επίπεδο με το «Θερινό ανάκτορο»: και εδώ περιγράφονται έρωτες, μόνο που εδώ οι έρωτες είναι ομοφυλοφιλικοί, ή για την ακρίβεια αμφιφυλικοί, αφού εμπλέκεται και η γυναίκα του ενός νεαρού, που καθώς συμβιβάζεται στο τέλος με την ιδιαιτερότητα του άνδρα της συναινεί, ή μάλλον παίρνει την πρωτοβουλία και σχηματίζουν ένα ερωτικό τρίγωνο.
Περίπου χωρίς υπόθεση όπως και το θερινό ανάκτορο, βλέπουμε τους έρωτες του τρίο αυτού, καθώς και πολύ τολμηρές ομοφυλοφιλικές σκηνές, που τέτοιες μόνο στον Αλμοδοβάρ είχα δει. Αυτός όμως είναι ομοφυλόφιλος, ενώ για τον Lou Ye δεν ξέρω, και δεν θέλω να εικάσω ότι είναι κι αυτός ομοφυλόφιλος μόνο και μόνο επειδή τόλμησε να γυρίσει μια ταινία με ένα τέτοιο τολμηρό θέμα. Πάντως φαίνεται να έχει εμμονή με την αυτοκτονία, αφού και στο έργο αυτό, όπως και στο «Θερινό ανάκτορο», έχουμε μιαν αυτοκτονία. Ίσως θέλει να μας πει ότι οι μεγαλύτερες ματαιώσεις σχετίζονται με τις ερωτικές μας σχέσεις, και στις ματαιώσεις αυτές πολλοί βρίσκουν την αυτοκτονία σαν διέξοδο.
Monday, December 27, 2010
David Fincher, Social network (Κοινωνικό δίκτυο)
David Fincher, Social network (Κοινωνικό δίκτυο), 2010
Στη συγκεκριμένη ταινία το θέμα είναι εκείνο που την καθιστά ενδιαφέρουσα. Πρόκειται για μια βιογραφική ταινία, εντελώς σύγχρονη. Είναι η ιστορία του Mark Zuckerberg και του Eduardo Saverin που δημιούργησαν το facebook, στο οποίο είμαστε εκατομμύρια μέλη. Οι δυο φίλοι βρέθηκαν στα δικαστήρια κάποια στιγμή, αντιδικώντας και για την πατρότητα του facebook και για τα ποσοστά στην εταιρία. Η ταινία στο μεγαλύτερο μέρος της αναφέρεται στη δίκη, με άφθονα flash back. Τελικά οι δυο φίλοι κατέληξαν σε συμβιβασμό.
Μετά τον Bill Gates έρχονται οι δυο νεαροί που έγιναν εκατομμυριούχοι με μια πρωτότυπη ιδέα στο διαδίκτυο. Δεν μένει παρά να δούμε και μια βιογραφική ταινία για τον Bill Gates, όπως είδαμε για τον Ωνάση.
Για το παίξιμο του Jesse Eisenberg στο ρόλο του Μαρκ διάβασα στο διαδίκτυο ότι αξίζει για Όσκαρ. Πράγματι ήταν πάρα πολύ καλός, σε μια ταινία που το μόνο ενδιαφέρον που έχει είναι το θέμα της.
Θυμήθηκα πώς έγινα μέλος στο facebook, κατά παράκληση της Όλιας, κόρης των πιο καλών μου φίλων, για να μπω στην ομάδα για το Γαϊδουρονήσι (οι ξένοι το ξέρουν Χρυσή, το νησάκι με το αφρικανικό τοπίο που βρίσκεται απέναντι από την Ιεράπετρα) για να αυξηθεί ο αριθμός των μελών του (να ανακοινώσω παρεμπιπτόντως ότι ο Μανώλης Πρατικάκης γράφει τώρα εξαιρετικά ποιητικά κείμενα γι αυτό το νησί). Οι πρώτοι φίλοι μου ήταν μαθητές μου από το Βαρβάκειο, πριν γίνω σχολικός σύμβουλος, και που τώρα κάνουν την καριέρα τους σαν απόφοιτοι πανεπιστημίων ή τα μεταπτυχιακά τους –τους εύχομαι κάθε επιτυχία και στους δυο τομείς-και στη συνέχεια έκανα και άλλους φίλους, άτομα που δεν γνώριζα από πριν. Ακόμη ξαναβρέθηκα με παλιούς φίλους και γνωστούς που είχαμε χάσει επαφή. Μπορεί το facebook να είναι λίγο χαβαλές, όμως είναι και ένα δίκτυο που δημιουργεί νέες επαφές και συσφίγγει σχέσεις. Ακόμη για μένα είναι ένας χώρος όπου μπορώ να αναρτώ τα κείμενά μου. Βέβαια φιλοξενούνται στο blog μου, όμως μετά την ανάρτηση εκεί τώρα τελευταία μπήκε κατευθείαν η επιλογή της ανάρτησης στο facebook, ενώ παλιά έπρεπε να κάνω copy and paste στο link.
Μπράβο στους νεαρούς λοιπόν, δεν είναι μόνοι, υπάρχουν και ένα σωρό άλλοι που την ιστορία τους δεν την ξέρουμε, αλλά που κάποια στιγμή θα την μάθουμε, αρκετών τουλάχιστον από αυτούς, έστω και μόνο μέσω της βικιπαίδειας και όχι μέσω ταινίας.
Στη συγκεκριμένη ταινία το θέμα είναι εκείνο που την καθιστά ενδιαφέρουσα. Πρόκειται για μια βιογραφική ταινία, εντελώς σύγχρονη. Είναι η ιστορία του Mark Zuckerberg και του Eduardo Saverin που δημιούργησαν το facebook, στο οποίο είμαστε εκατομμύρια μέλη. Οι δυο φίλοι βρέθηκαν στα δικαστήρια κάποια στιγμή, αντιδικώντας και για την πατρότητα του facebook και για τα ποσοστά στην εταιρία. Η ταινία στο μεγαλύτερο μέρος της αναφέρεται στη δίκη, με άφθονα flash back. Τελικά οι δυο φίλοι κατέληξαν σε συμβιβασμό.
Μετά τον Bill Gates έρχονται οι δυο νεαροί που έγιναν εκατομμυριούχοι με μια πρωτότυπη ιδέα στο διαδίκτυο. Δεν μένει παρά να δούμε και μια βιογραφική ταινία για τον Bill Gates, όπως είδαμε για τον Ωνάση.
Για το παίξιμο του Jesse Eisenberg στο ρόλο του Μαρκ διάβασα στο διαδίκτυο ότι αξίζει για Όσκαρ. Πράγματι ήταν πάρα πολύ καλός, σε μια ταινία που το μόνο ενδιαφέρον που έχει είναι το θέμα της.
Θυμήθηκα πώς έγινα μέλος στο facebook, κατά παράκληση της Όλιας, κόρης των πιο καλών μου φίλων, για να μπω στην ομάδα για το Γαϊδουρονήσι (οι ξένοι το ξέρουν Χρυσή, το νησάκι με το αφρικανικό τοπίο που βρίσκεται απέναντι από την Ιεράπετρα) για να αυξηθεί ο αριθμός των μελών του (να ανακοινώσω παρεμπιπτόντως ότι ο Μανώλης Πρατικάκης γράφει τώρα εξαιρετικά ποιητικά κείμενα γι αυτό το νησί). Οι πρώτοι φίλοι μου ήταν μαθητές μου από το Βαρβάκειο, πριν γίνω σχολικός σύμβουλος, και που τώρα κάνουν την καριέρα τους σαν απόφοιτοι πανεπιστημίων ή τα μεταπτυχιακά τους –τους εύχομαι κάθε επιτυχία και στους δυο τομείς-και στη συνέχεια έκανα και άλλους φίλους, άτομα που δεν γνώριζα από πριν. Ακόμη ξαναβρέθηκα με παλιούς φίλους και γνωστούς που είχαμε χάσει επαφή. Μπορεί το facebook να είναι λίγο χαβαλές, όμως είναι και ένα δίκτυο που δημιουργεί νέες επαφές και συσφίγγει σχέσεις. Ακόμη για μένα είναι ένας χώρος όπου μπορώ να αναρτώ τα κείμενά μου. Βέβαια φιλοξενούνται στο blog μου, όμως μετά την ανάρτηση εκεί τώρα τελευταία μπήκε κατευθείαν η επιλογή της ανάρτησης στο facebook, ενώ παλιά έπρεπε να κάνω copy and paste στο link.
Μπράβο στους νεαρούς λοιπόν, δεν είναι μόνοι, υπάρχουν και ένα σωρό άλλοι που την ιστορία τους δεν την ξέρουμε, αλλά που κάποια στιγμή θα την μάθουμε, αρκετών τουλάχιστον από αυτούς, έστω και μόνο μέσω της βικιπαίδειας και όχι μέσω ταινίας.
Saturday, December 25, 2010
John Madden, Proof (Η απόδειξη)
John Madden, Proof (Η απόδειξη) 2005
Κατ’ αρχήν εύχομαι σε όλους, και όχι μόνο σε όσους διαβάσουν αυτό το post που μπορεί να είναι ελάχιστοι έως κανένας, Χρόνια Πολλά.
Και πάμε στην ταινία.
Θέμα της είναι μια κοινή αντίληψη, ότι η μεγαλοφυία συγγενεύει με την τρέλα. Και βέβαια η βιογραφική ταινία A beautiful mind που αναφέρεται στη ζωή του νομπελίστα μαθηματικού John Nash, γυρισμένη τέσσερα χρόνια πιο πριν, θεωρείται από αυτή την άποψη πιο ενδιαφέρουσα.
Και στην «Απόδειξη» ο μεγαλοφυής τρελός, το ρόλο του οποίου υποδύεται ο μεγάλος Antony Hopkins, είναι μαθηματικός. Όμως το έργο εστιάζεται στην κόρη του, μαθηματικός και αυτή, εξίσου ταλαντούχα, όμως καταθλιπτική και, θα λέγαμε, borderline τρελή. Με την πίεση του πατέρα της, τον οποίο φροντίζει στα χρόνια της τρέλας του έχοντας εγκαταλείψει τη δική της καριέρα, ασχολείται ξανά με τα μαθηματικά. Βρίσκει μια μεγαλοφυή απόδειξη, όμως ο μαθητής του πατέρα της που την φλερτάρει αρχικά αρνείται να πιστέψει ότι είναι δική της. Θα το κάνει στο τέλος, όταν αυτή, παραιτημένη, ετοιμάζεται να ακολουθήσει την αδελφή της στη Νέα Υόρκη, όπου θα είναι μια ασθενής υπό παρακολούθηση, παρά τις πιέσεις του νέου εκείνου.
Και η ταινία τελειώνει με το χαρακτηριστικό τέλος πολλών ταινιών, με τους ήρωες να βρίσκονται σε δίλημμα, να πρέπει να πουν το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι. Και βέβαια το εφέ της έκπληξης μας αναμένει πάντα, καθώς την τελευταία στιγμή κάνουν στροφή από το μεγάλο ναι στο μεγάλο όχι και αντίστροφα. Η Gwyneth Paltrow, την τελευταία στιγμή το σκάει από το αεροδρόμιο για να επιστρέψει στην καινούρια ζωή που της προτείνει να κάνει ο νεαρός.
Κατ’ αρχήν εύχομαι σε όλους, και όχι μόνο σε όσους διαβάσουν αυτό το post που μπορεί να είναι ελάχιστοι έως κανένας, Χρόνια Πολλά.
Και πάμε στην ταινία.
Θέμα της είναι μια κοινή αντίληψη, ότι η μεγαλοφυία συγγενεύει με την τρέλα. Και βέβαια η βιογραφική ταινία A beautiful mind που αναφέρεται στη ζωή του νομπελίστα μαθηματικού John Nash, γυρισμένη τέσσερα χρόνια πιο πριν, θεωρείται από αυτή την άποψη πιο ενδιαφέρουσα.
Και στην «Απόδειξη» ο μεγαλοφυής τρελός, το ρόλο του οποίου υποδύεται ο μεγάλος Antony Hopkins, είναι μαθηματικός. Όμως το έργο εστιάζεται στην κόρη του, μαθηματικός και αυτή, εξίσου ταλαντούχα, όμως καταθλιπτική και, θα λέγαμε, borderline τρελή. Με την πίεση του πατέρα της, τον οποίο φροντίζει στα χρόνια της τρέλας του έχοντας εγκαταλείψει τη δική της καριέρα, ασχολείται ξανά με τα μαθηματικά. Βρίσκει μια μεγαλοφυή απόδειξη, όμως ο μαθητής του πατέρα της που την φλερτάρει αρχικά αρνείται να πιστέψει ότι είναι δική της. Θα το κάνει στο τέλος, όταν αυτή, παραιτημένη, ετοιμάζεται να ακολουθήσει την αδελφή της στη Νέα Υόρκη, όπου θα είναι μια ασθενής υπό παρακολούθηση, παρά τις πιέσεις του νέου εκείνου.
Και η ταινία τελειώνει με το χαρακτηριστικό τέλος πολλών ταινιών, με τους ήρωες να βρίσκονται σε δίλημμα, να πρέπει να πουν το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι. Και βέβαια το εφέ της έκπληξης μας αναμένει πάντα, καθώς την τελευταία στιγμή κάνουν στροφή από το μεγάλο ναι στο μεγάλο όχι και αντίστροφα. Η Gwyneth Paltrow, την τελευταία στιγμή το σκάει από το αεροδρόμιο για να επιστρέψει στην καινούρια ζωή που της προτείνει να κάνει ο νεαρός.
Friday, December 24, 2010
Robert Redford, Ordinary people (Συνηθισμένοι άνθρωποι)
Robert Redford, Ordinary people (Συνηθισμένοι άνθρωποι) 1980
O Μίλαν Κούντερα στην «Αφάνταστη ελαφρότητα του είναι» μιλάει για το κιτς. Εγώ έχω γράψει για ένα κιτς που με ενοχλεί αφάνταστα στις αμερικανικές ταινίες, το οικογενειακό αγκάλιασμα και το «σ’ αγαπώ», «κι εγώ σ’ αγαπώ» (παρεμπιπτόντως να αναφέρουμε και το άλλο κιτς, να χαιρετάνε στρατιωτικά τη σημαία). Αλλά το 1980 που γύρισε την ταινία ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ δεν ήταν ακόμη κιτς. Ίσως γι αυτό μου άρεσε. Η ταινία, όπως διαβάζω στο διαδίκτυο, και εμπορική επιτυχία είχε και καλές κριτικές δέχτηκε.
Και κάτι ακόμη: είναι μια από τις λίγες φορές που ο ψυχολόγος δεν αντιμετωπίζεται ειρωνικά. Και φιγουράρει σε πολλές αμερικάνικες ταινίες, ενώ δεν τον είδα σε καμιά ιρανική. Οι αμερικάνοι, με μέσο επίπεδο ζωής ανώτερο από το μέσο επίπεδο ζωής στον ανεπτυγμένο κόσμο, έχουν τον ψυχίατρο όπως εμείς τον παθολόγο. Έτσι, εμείς οι τριτοκοσμικοί που τους βλέπουμε, νοιώθουμε και μια κάποια αίσθηση παρηγοριάς και εκδίκησης: έχουν σπιταρόνες, αμαξάρες, αλλά δεν είναι ευτυχισμένοι. Εγώ, με τα νέα μέτρα που μας έχουν επιβάλλει, νοιώθω κατάθλιψη βλέποντας το επίπεδο ζωής μου να συρρικνώνεται, αλλά και μόνο στη σκέψη ότι θα έπρεπε να πάω σε ένα ψυχολόγο για να αντιμετωπίσω αυτή την κατάθλιψη και να σκάσω χρήματα, νοιώθω την κατάθλιψή μου να γίνεται ακόμη πιο μεγάλη. Έτσι προσπαθώ να μην το σκέφτομαι.
Ελπίζω η Εύα Στάμου και ο Μανόλης Πρατικάκης να μη μου κρατήσουν κακία αν διαβάσουν αυτές τις γραμμές. Δεν υπονομεύω το επάγγελμά τους, απλά περιγράφω μια ζοφερή ελληνική πραγματικότητα.
Πατέρας, μητέρα και γιος, σε μια αμφιθυμική σχέση. «Πατέρας και γιος», «Μητέρα και γιος», δυαδικές σχέσεις. Δεν θυμάμαι αν έχω γράψει γι αυτές τις θαυμάσιες ταινίες του Σοκούροφ, να τις θυμίσω όμως. Είναι διαφορετικές, ειδικά η δεύτερη, για να τις συγκρίνει κανείς με το έργο του Ρέντφορντ, αλλά μου άρεσαν περισσότερο. Όμως θα πρέπει να σημειώσω το υπέροχο παίξιμο του Ντόναλντ Σάδερλαντ (και στο ΜΑSH ήταν υπέροχος), όπως και του Jude Hirsch, που έδιναν εκφραστικότητα στο παίξιμό τους με σχεδόν αδιόρατες εκφράσεις του προσώπου τους και κινήσεις του σώματός τους.
O Μίλαν Κούντερα στην «Αφάνταστη ελαφρότητα του είναι» μιλάει για το κιτς. Εγώ έχω γράψει για ένα κιτς που με ενοχλεί αφάνταστα στις αμερικανικές ταινίες, το οικογενειακό αγκάλιασμα και το «σ’ αγαπώ», «κι εγώ σ’ αγαπώ» (παρεμπιπτόντως να αναφέρουμε και το άλλο κιτς, να χαιρετάνε στρατιωτικά τη σημαία). Αλλά το 1980 που γύρισε την ταινία ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ δεν ήταν ακόμη κιτς. Ίσως γι αυτό μου άρεσε. Η ταινία, όπως διαβάζω στο διαδίκτυο, και εμπορική επιτυχία είχε και καλές κριτικές δέχτηκε.
Και κάτι ακόμη: είναι μια από τις λίγες φορές που ο ψυχολόγος δεν αντιμετωπίζεται ειρωνικά. Και φιγουράρει σε πολλές αμερικάνικες ταινίες, ενώ δεν τον είδα σε καμιά ιρανική. Οι αμερικάνοι, με μέσο επίπεδο ζωής ανώτερο από το μέσο επίπεδο ζωής στον ανεπτυγμένο κόσμο, έχουν τον ψυχίατρο όπως εμείς τον παθολόγο. Έτσι, εμείς οι τριτοκοσμικοί που τους βλέπουμε, νοιώθουμε και μια κάποια αίσθηση παρηγοριάς και εκδίκησης: έχουν σπιταρόνες, αμαξάρες, αλλά δεν είναι ευτυχισμένοι. Εγώ, με τα νέα μέτρα που μας έχουν επιβάλλει, νοιώθω κατάθλιψη βλέποντας το επίπεδο ζωής μου να συρρικνώνεται, αλλά και μόνο στη σκέψη ότι θα έπρεπε να πάω σε ένα ψυχολόγο για να αντιμετωπίσω αυτή την κατάθλιψη και να σκάσω χρήματα, νοιώθω την κατάθλιψή μου να γίνεται ακόμη πιο μεγάλη. Έτσι προσπαθώ να μην το σκέφτομαι.
Ελπίζω η Εύα Στάμου και ο Μανόλης Πρατικάκης να μη μου κρατήσουν κακία αν διαβάσουν αυτές τις γραμμές. Δεν υπονομεύω το επάγγελμά τους, απλά περιγράφω μια ζοφερή ελληνική πραγματικότητα.
Πατέρας, μητέρα και γιος, σε μια αμφιθυμική σχέση. «Πατέρας και γιος», «Μητέρα και γιος», δυαδικές σχέσεις. Δεν θυμάμαι αν έχω γράψει γι αυτές τις θαυμάσιες ταινίες του Σοκούροφ, να τις θυμίσω όμως. Είναι διαφορετικές, ειδικά η δεύτερη, για να τις συγκρίνει κανείς με το έργο του Ρέντφορντ, αλλά μου άρεσαν περισσότερο. Όμως θα πρέπει να σημειώσω το υπέροχο παίξιμο του Ντόναλντ Σάδερλαντ (και στο ΜΑSH ήταν υπέροχος), όπως και του Jude Hirsch, που έδιναν εκφραστικότητα στο παίξιμό τους με σχεδόν αδιόρατες εκφράσεις του προσώπου τους και κινήσεις του σώματός τους.
Wednesday, December 22, 2010
Naomi Kawase, Mogari no mori (the mourning forest)
Naomi Kawase, Mogari no mori (the mourning forest), 2007
Έχω γράψει συχνά πώς ο έρωτας φτάνει στο απόγειό του σε ακραίες καταστάσεις, και παίρνει ανάλογα και ακραίες εκφράσεις. Στην προ-προηγούμενη ανάρτησή μας για τον «Ποταμό Σου Τζόου» είδαμε τον ήρωα να ψάχνει για χρόνια να βρει την κοπέλα που κατά κάποιο τρόπο υπήρξε υπαίτιος της εξαφάνισής της, με πιθανό το θάνατό της. Στο «Δάσος που θρηνεί» ο έρωτας εκφράζεται επίσης με μια καθήλωση στο αγαπημένο πρόσωπο που διαρκεί πολύ μετά το θάνατό του. Ο ήρωας της ιστορίας μας, ένας γέρος που ζει σε γηροκομείο, όταν τον βγάζει βόλτα με το αυτοκίνητο μια από τις κοπέλες, της το σκάει για να πάει να βρει τον τάφο της γυναίκας του που βρίσκεται μέσα στο δάσος. Η κοπέλα καταφέρνει να τον εντοπίσει. Αυτός, αμετάπειστος, αρνείται να γυρίσει πίσω, και έτσι τον ακολουθεί αναγκαστικά. Τον φροντίζει με αγάπη σε αυτό το οδοιπορικό.
Βλέποντας το «Δάσος που θρηνεί» θυμήθηκα τον όρο rojaku στο θέατρο Νô της Ιαπωνίας. Αντιγράφω από το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας»:
«Το rojaku σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει την ήσυχη ομορφιά της γεροντικής ηλικίας, και η αναπαράστασή της είναι η αληθινή πρόκληση για τον ηθοποιό του Nô. Εκεί βρίσκεται η ουσία του Nô, και συμβολίζεται με ένα ανθισμένο λουλούδι πάνω σε ένα ξεραμένο κλαδί κερασιάς».
Το θέμα του συζυγικού έρωτα είναι κυρίαρχο και στο Bunraku, το κουκλοθέατρο των γιαπωνέζων. Και δεν είναι τυχαίο που ο Takeshi Kitano το έργο του «Κούκλες», όπου αναφέρεται σε μια παθιασμένη αφοσίωση του άνδρα στη φίλη του που έκανε απόπειρα αυτοκτονίας και σάλεψαν τα μυαλά της όταν την εγκατέλειψε για μια άλλη γυναίκα (άλλο θέμα αυτό στο Nô, το θέμα της τρελής), ξεκινάει με κουκλοθέατρο, για να αντικαταστήσουν τις κούκλες στη συνέχεια οι ζωντανοί ηθοποιοί.
Και βέβαια λατρεία των λουλουδιών των γιαπωνέζων έχει να κάνει με τη λατρεία του πράσινου γενικά. Το σκηνικό της δράσης στο έργο αυτό είναι ένα ειδυλλιακό δάσος.
Μου άρεσε πολύ το έργο αυτό. Ήταν ένα καλό διάλειμμα ανάμεσα στα κινέζικα έργα που βλέπω κατά κόρον αυτή την εποχή.
Έχω γράψει συχνά πώς ο έρωτας φτάνει στο απόγειό του σε ακραίες καταστάσεις, και παίρνει ανάλογα και ακραίες εκφράσεις. Στην προ-προηγούμενη ανάρτησή μας για τον «Ποταμό Σου Τζόου» είδαμε τον ήρωα να ψάχνει για χρόνια να βρει την κοπέλα που κατά κάποιο τρόπο υπήρξε υπαίτιος της εξαφάνισής της, με πιθανό το θάνατό της. Στο «Δάσος που θρηνεί» ο έρωτας εκφράζεται επίσης με μια καθήλωση στο αγαπημένο πρόσωπο που διαρκεί πολύ μετά το θάνατό του. Ο ήρωας της ιστορίας μας, ένας γέρος που ζει σε γηροκομείο, όταν τον βγάζει βόλτα με το αυτοκίνητο μια από τις κοπέλες, της το σκάει για να πάει να βρει τον τάφο της γυναίκας του που βρίσκεται μέσα στο δάσος. Η κοπέλα καταφέρνει να τον εντοπίσει. Αυτός, αμετάπειστος, αρνείται να γυρίσει πίσω, και έτσι τον ακολουθεί αναγκαστικά. Τον φροντίζει με αγάπη σε αυτό το οδοιπορικό.
Βλέποντας το «Δάσος που θρηνεί» θυμήθηκα τον όρο rojaku στο θέατρο Νô της Ιαπωνίας. Αντιγράφω από το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας»:
«Το rojaku σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει την ήσυχη ομορφιά της γεροντικής ηλικίας, και η αναπαράστασή της είναι η αληθινή πρόκληση για τον ηθοποιό του Nô. Εκεί βρίσκεται η ουσία του Nô, και συμβολίζεται με ένα ανθισμένο λουλούδι πάνω σε ένα ξεραμένο κλαδί κερασιάς».
Το θέμα του συζυγικού έρωτα είναι κυρίαρχο και στο Bunraku, το κουκλοθέατρο των γιαπωνέζων. Και δεν είναι τυχαίο που ο Takeshi Kitano το έργο του «Κούκλες», όπου αναφέρεται σε μια παθιασμένη αφοσίωση του άνδρα στη φίλη του που έκανε απόπειρα αυτοκτονίας και σάλεψαν τα μυαλά της όταν την εγκατέλειψε για μια άλλη γυναίκα (άλλο θέμα αυτό στο Nô, το θέμα της τρελής), ξεκινάει με κουκλοθέατρο, για να αντικαταστήσουν τις κούκλες στη συνέχεια οι ζωντανοί ηθοποιοί.
Και βέβαια λατρεία των λουλουδιών των γιαπωνέζων έχει να κάνει με τη λατρεία του πράσινου γενικά. Το σκηνικό της δράσης στο έργο αυτό είναι ένα ειδυλλιακό δάσος.
Μου άρεσε πολύ το έργο αυτό. Ήταν ένα καλό διάλειμμα ανάμεσα στα κινέζικα έργα που βλέπω κατά κόρον αυτή την εποχή.
Tuesday, December 21, 2010
Μοχσέν Μαχμαλμπάφ, Scream of ants, Pedlar
Μοχσέν Μαχμαλμπάφ, Scream of ants (2006), Pedlar (1989)
Ας ξεκινήσουμε με τη σειρά που τις είδα, και όχι χρονολογικά. Ένα ζευγάρι ιρανών ταξιδεύει στην Ινδία. Η γυναίκα θρησκευόμενη, ο άνδρας πρώην κομμουνιστής. Στο τέλος θα βρεθούν χώρια, χωρίς να δούμε τη σκηνή του χωρισμού. Ένας Bergman σε ανοιχτό χώρο (εικόνες από την Ινδία, η εξαθλίωση, οι γκουρού, ο Γάγγης, κ.ά.) αλλά με παρόμοιους φιλοσοφικούς διαλόγους. Η γυναίκα, ψάχνοντας για τον «ολοκληρωμένο άνθρωπο» σε ένα ερημικό τοπίο, ή μάλλον κανονική έρημο αφού πατάνε πάνω στην άμμο, σκέφτεται με τρόμο πως σε κάθε βήμα της παίρνει τη ζωή ενός μυρμηγκιού. Μια ατάκα που μου άρεσε και την κατέγραψα, είναι: «Θεέ μου, ακούς τις φωνές των μυρμηγκιών;». Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να ξέραμε την απάντηση.
Το Pedlar αφηγείται τρεις ιστορίες. Η πρώτη, ελεύθερη διασκευή από διήγημα του Μοράβια, αναφέρεται στις προσπάθειες ενός ζευγαριού να δώσουν το νιογέννητο μωρό τους κάπου που θα το φροντίσουν καλύτερα, αφού τα τρία προηγούμενα παιδιά τους, είτε εξαιτίας ελλιπούς διατροφής είτε εξαιτίας κληρονομικότητας (το ζευγάρι είναι ξαδέλφια), μετά από λίγο καιρό έμειναν ανάπηρα, με ατροφικά ποδάρια. Ξεκινούν από ένα ίδρυμα, αλλά, βλέποντας τις εικόνες εκεί μέσα, φεύγουν τρομαγμένοι (αλήθεια, είναι πραγματικές εικόνες ή στημένες; Το λέω γιατί η ταινία χρηματοδοτήθηκε από το καλλιτεχνικό τμήμα της οργάνωσης ισλαμικής προπαγάνδας, όπως διαβάζουμε στα γράμματα στην αρχή της ταινίας). Όλες οι προσπάθειες καταλήγουν σε αποτυχία. Η τελευταία τους φαίνεται ότι θα πετύχει: αφήνουν το μωρό στο σπίτι ενός πλούσιου όπου δούλευε ο άνδρας παλιά. Δεν θα μάθουν ποτέ ότι το μωρό τους κατάληξε στο ίδρυμα από όπου ξεκίνησαν.
Η δεύτερη ιστορία είναι ένας μονοφωνικός διάλογος ενός νεαρού με σαλεμένα τα μυαλά με την υπέργηρη μητέρα του (είναι σε καροτσάκι), αφού αυτή δεν του απαντάει. Ο νεαρός βγάζει τη μητέρα του στο μπαλκόνι, πηγαίνει να ψωνίσει, και τον κτυπάει ένα αμάξι. Περιμένουμε ότι θα έχει σκοτωθεί. Βλέπουμε τη γυναίκα να μένει στο μπαλκόνι μόνη. Είναι περασμένη νύχτα. Ξαφνικά γέρνει το κεφάλι. Ο νεαρός εμφανίζεται το πρωί, γεμάτος επιδέσμους. Ετοιμάζεται να της φτιάξει πρωινό. Δεν έχει αντιληφθεί ότι έχει πεθάνει. Τρομαχτικό.
Η τρίτη ιστορία αναφέρεται σε ένα μικροπωλητή που έχει μπλέξει με συμμορία, και φοβάται ότι θα τον σκοτώσουν επειδή θα νομίζουν ότι τους κάρφωσε για κάποιο έγκλημα. Μέχρι την εκτέλεσή του παρακολουθούμε την αγωνία του. Εξαιρετικό σκηνοθετικό εύρημα είναι οι σκηνές όπου φαντάζεται με ποιο τρόπο τον σκοτώνουν, και η τελευταία, που φαντάζεται ότι τους ξεφεύγει, ενώ ήδη είναι βαριά τραυματισμένος από σφαίρες.
Πολύ «δυτικές» μου φάνηκαν και οι τρεις ιστορίες, που σώζονται όμως από τη σκηνοθετική μαεστρία του Μαχμαλμπάφ. Αλλά στα έργα του θα επιστρέψουμε, μια και τώρα δεν μπορούμε να διαβάζουμε παρά μόνο να βλέπουμε ταινίες (εγχείρηση καταρράκτη είπαμε).
Ας ξεκινήσουμε με τη σειρά που τις είδα, και όχι χρονολογικά. Ένα ζευγάρι ιρανών ταξιδεύει στην Ινδία. Η γυναίκα θρησκευόμενη, ο άνδρας πρώην κομμουνιστής. Στο τέλος θα βρεθούν χώρια, χωρίς να δούμε τη σκηνή του χωρισμού. Ένας Bergman σε ανοιχτό χώρο (εικόνες από την Ινδία, η εξαθλίωση, οι γκουρού, ο Γάγγης, κ.ά.) αλλά με παρόμοιους φιλοσοφικούς διαλόγους. Η γυναίκα, ψάχνοντας για τον «ολοκληρωμένο άνθρωπο» σε ένα ερημικό τοπίο, ή μάλλον κανονική έρημο αφού πατάνε πάνω στην άμμο, σκέφτεται με τρόμο πως σε κάθε βήμα της παίρνει τη ζωή ενός μυρμηγκιού. Μια ατάκα που μου άρεσε και την κατέγραψα, είναι: «Θεέ μου, ακούς τις φωνές των μυρμηγκιών;». Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να ξέραμε την απάντηση.
Το Pedlar αφηγείται τρεις ιστορίες. Η πρώτη, ελεύθερη διασκευή από διήγημα του Μοράβια, αναφέρεται στις προσπάθειες ενός ζευγαριού να δώσουν το νιογέννητο μωρό τους κάπου που θα το φροντίσουν καλύτερα, αφού τα τρία προηγούμενα παιδιά τους, είτε εξαιτίας ελλιπούς διατροφής είτε εξαιτίας κληρονομικότητας (το ζευγάρι είναι ξαδέλφια), μετά από λίγο καιρό έμειναν ανάπηρα, με ατροφικά ποδάρια. Ξεκινούν από ένα ίδρυμα, αλλά, βλέποντας τις εικόνες εκεί μέσα, φεύγουν τρομαγμένοι (αλήθεια, είναι πραγματικές εικόνες ή στημένες; Το λέω γιατί η ταινία χρηματοδοτήθηκε από το καλλιτεχνικό τμήμα της οργάνωσης ισλαμικής προπαγάνδας, όπως διαβάζουμε στα γράμματα στην αρχή της ταινίας). Όλες οι προσπάθειες καταλήγουν σε αποτυχία. Η τελευταία τους φαίνεται ότι θα πετύχει: αφήνουν το μωρό στο σπίτι ενός πλούσιου όπου δούλευε ο άνδρας παλιά. Δεν θα μάθουν ποτέ ότι το μωρό τους κατάληξε στο ίδρυμα από όπου ξεκίνησαν.
Η δεύτερη ιστορία είναι ένας μονοφωνικός διάλογος ενός νεαρού με σαλεμένα τα μυαλά με την υπέργηρη μητέρα του (είναι σε καροτσάκι), αφού αυτή δεν του απαντάει. Ο νεαρός βγάζει τη μητέρα του στο μπαλκόνι, πηγαίνει να ψωνίσει, και τον κτυπάει ένα αμάξι. Περιμένουμε ότι θα έχει σκοτωθεί. Βλέπουμε τη γυναίκα να μένει στο μπαλκόνι μόνη. Είναι περασμένη νύχτα. Ξαφνικά γέρνει το κεφάλι. Ο νεαρός εμφανίζεται το πρωί, γεμάτος επιδέσμους. Ετοιμάζεται να της φτιάξει πρωινό. Δεν έχει αντιληφθεί ότι έχει πεθάνει. Τρομαχτικό.
Η τρίτη ιστορία αναφέρεται σε ένα μικροπωλητή που έχει μπλέξει με συμμορία, και φοβάται ότι θα τον σκοτώσουν επειδή θα νομίζουν ότι τους κάρφωσε για κάποιο έγκλημα. Μέχρι την εκτέλεσή του παρακολουθούμε την αγωνία του. Εξαιρετικό σκηνοθετικό εύρημα είναι οι σκηνές όπου φαντάζεται με ποιο τρόπο τον σκοτώνουν, και η τελευταία, που φαντάζεται ότι τους ξεφεύγει, ενώ ήδη είναι βαριά τραυματισμένος από σφαίρες.
Πολύ «δυτικές» μου φάνηκαν και οι τρεις ιστορίες, που σώζονται όμως από τη σκηνοθετική μαεστρία του Μαχμαλμπάφ. Αλλά στα έργα του θα επιστρέψουμε, μια και τώρα δεν μπορούμε να διαβάζουμε παρά μόνο να βλέπουμε ταινίες (εγχείρηση καταρράκτη είπαμε).
Monday, December 20, 2010
Lou Ye, Suzhou he (Ο ποταμός Σού Τζόου) 苏州河, Summer palace 頤和園
Lou Ye, Suzhou he (Ο ποταμός Σού Τζόου) 苏州河2000, Summer palace 頤和園 2006
Μια ιστορία αγάπης, ασυνήθιστη, είναι το θέμα της ταινίας. Ο μαθήτρια ερωτεύεται τον κούριερ. Αυτός, μέλος σπείρας, την απαγάγει. Αυτή, απελπισμένη, πέφτει στο ποτάμι να αυτοκτονήσει. Θα πέσει κι αυτός, όμως δεν θα τη βρει. Θα καθίσει κάποια χρόνια φυλακή. Όταν αποφυλακίζεται, μια και το πτώμα της δεν βρέθηκε ποτέ, θα αρχίσει να την ψάχνει. Μια κοπέλα της μοιάζει, αλλά δεν είναι αυτή. Θα τη βρει στο τέλος. Μεθυσμένοι με βότκα, θα πέσουν στο ποτάμι και θα πνιγούν. Η κοπέλα συνειδητοποιεί ότι υπήρχε πράγματι η δεύτερη κοπέλα, δεν ήταν πρόφαση για να τα φτιάξουν. Και φεύγει αφήνοντας στον φίλο της, τον αφηγητή της ταινίας, ένα σημείωμα λέγοντάς του αν την αγαπάει να ψάξει να τη βρει. Αυτός δεν θα το κάνει. «Δεν θα το κάνω», λέει, «γιατί όλα έχουν ένα τέλος. Έτσι θα πιω ακόμη ένα ποτό και θα κλείσω τα μάτια μου, περιμένοντας να αρχίσει η επόμενη ιστορία».
Θαυμάσιο τέλος, γιατί δείχνει αντιστικτικά το μέγεθος μιας μεγάλης αγάπης. Μπορεί να τράφηκε από ενοχές, όμως, έτσι κι αλλιώς, ήταν μεγάλη. Στην απώλεια δοκιμάζονται τα αισθήματα.
Διάβασα κάπου ότι η απόσταση φουντώνει τον έρωτα ενώ η εγγύτητα την σεξουαλική επιθυμία. Όμως ο (ελληνικός) λαός λέει ότι «μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται». Μάλλον εξαρτάται από την περίπτωση. Στο έργο αυτό βλέπουμε και τις δυο περιπτώσεις. Αλλά «σπουδαία», με την αριστοτελική σημασία, είναι μόνο η πρώτη. Γι αυτό και όλο το έργο στηρίζεται σ’ αυτή.
Είδαμε και το «Θερινό ανάκτορο». Παρακολουθούμε τη ζωή μιας νέας κοπέλας, τους έρωτές της και τους φίλους της, μέσα σε μια εικοσαετία περίπου. Δεν μας άρεσε ιδιαίτερα. Απελπισμένη, χρησιμοποιεί το σεξ σαν αντικαταθλιπτικό (βλέπουμε αρκετές σκηνές με άφθονο σεξ), ενώ μια φίλη της δεν έχει καλύτερη τύχη, αφού καταλήγει να αυτοκτονήσει. Το τέλος, εντελώς unhappy, δείχνει το αδιέξοδο των σχέσεων, την αδυναμία σύναψης μόνιμων δεσμών.
Μια ιστορία αγάπης, ασυνήθιστη, είναι το θέμα της ταινίας. Ο μαθήτρια ερωτεύεται τον κούριερ. Αυτός, μέλος σπείρας, την απαγάγει. Αυτή, απελπισμένη, πέφτει στο ποτάμι να αυτοκτονήσει. Θα πέσει κι αυτός, όμως δεν θα τη βρει. Θα καθίσει κάποια χρόνια φυλακή. Όταν αποφυλακίζεται, μια και το πτώμα της δεν βρέθηκε ποτέ, θα αρχίσει να την ψάχνει. Μια κοπέλα της μοιάζει, αλλά δεν είναι αυτή. Θα τη βρει στο τέλος. Μεθυσμένοι με βότκα, θα πέσουν στο ποτάμι και θα πνιγούν. Η κοπέλα συνειδητοποιεί ότι υπήρχε πράγματι η δεύτερη κοπέλα, δεν ήταν πρόφαση για να τα φτιάξουν. Και φεύγει αφήνοντας στον φίλο της, τον αφηγητή της ταινίας, ένα σημείωμα λέγοντάς του αν την αγαπάει να ψάξει να τη βρει. Αυτός δεν θα το κάνει. «Δεν θα το κάνω», λέει, «γιατί όλα έχουν ένα τέλος. Έτσι θα πιω ακόμη ένα ποτό και θα κλείσω τα μάτια μου, περιμένοντας να αρχίσει η επόμενη ιστορία».
Θαυμάσιο τέλος, γιατί δείχνει αντιστικτικά το μέγεθος μιας μεγάλης αγάπης. Μπορεί να τράφηκε από ενοχές, όμως, έτσι κι αλλιώς, ήταν μεγάλη. Στην απώλεια δοκιμάζονται τα αισθήματα.
Διάβασα κάπου ότι η απόσταση φουντώνει τον έρωτα ενώ η εγγύτητα την σεξουαλική επιθυμία. Όμως ο (ελληνικός) λαός λέει ότι «μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται». Μάλλον εξαρτάται από την περίπτωση. Στο έργο αυτό βλέπουμε και τις δυο περιπτώσεις. Αλλά «σπουδαία», με την αριστοτελική σημασία, είναι μόνο η πρώτη. Γι αυτό και όλο το έργο στηρίζεται σ’ αυτή.
Είδαμε και το «Θερινό ανάκτορο». Παρακολουθούμε τη ζωή μιας νέας κοπέλας, τους έρωτές της και τους φίλους της, μέσα σε μια εικοσαετία περίπου. Δεν μας άρεσε ιδιαίτερα. Απελπισμένη, χρησιμοποιεί το σεξ σαν αντικαταθλιπτικό (βλέπουμε αρκετές σκηνές με άφθονο σεξ), ενώ μια φίλη της δεν έχει καλύτερη τύχη, αφού καταλήγει να αυτοκτονήσει. Το τέλος, εντελώς unhappy, δείχνει το αδιέξοδο των σχέσεων, την αδυναμία σύναψης μόνιμων δεσμών.
Sunday, December 19, 2010
Christoffer Boe, Reconstruction (Ερωτική αναπαράσταση)
Christoffer Boe, Reconstruction (Ερωτική αναπαράσταση) 2003.
Κέρδισε τη χρυσή κάμερα στις Κάννες, και γι αυτό την έγραψα στο dvd recorder μου (μονίμως από το cine+). Βλέποντάς την είδα ότι ήταν ένα έργο για το οποίο δεν μου έκανε μεγάλη διάθεση να γράψω. Τελικά άλλαξα γνώμη, αποφάσισα να γράψω για να μιλήσω κυρίως για άλλα πράγματα.
-Το κατάλαβες το έργο; Είναι μια ερώτηση που γίνεται συχνά σε φίλους μετά από μια κινηματογραφική προβολή, πράγμα που δεν λέγεται μετά την ανάγνωση ενός βιβλίου, και όχι μόνο γιατί η ανάγνωση είναι μια μοναχική δραστηριότητα. Έχω ανάλογο πρόβλημα όταν βλέπω κανένα αστυνομικό έργο με το γιο μου στην τηλεόραση. Δεν είμαι εξοικειωμένος με το είδος, και πολλές φορές τον ρωτάω για να μου εξηγήσει πράγματα και του γίνομαι φορτικός.
Πιστεύω ότι το πρόβλημα οφείλεται κυρίως στο μοντάζ. Αυτοί που κάνουν το μοντάζ ξέρουν την ιστορία, και θεωρούν περίπου αυτονόητο ότι όπως την παρακολουθούν αυτοί τεμαχίζοντάς την και συναρμολογώντας τη, μια και την ξέρουν, το ίδιο μπορεί να την παρακολουθήσει και ο θεατής, πράγμα που δεν είναι έτσι. Τα κενά από την αλλαγή πλάνων δεν υπάρχουν στο μυθιστόρημα, όπου η αλλαγή επεισοδίων συνήθως καλύπτεται με περίληψη.
Δεν κατάλαβα πολλά πράγματα από την ταινία, ή, για να είμαι πιο ακριβής, αυτά που νομίζω ότι κατάλαβα δεν είμαι σίγουρος ότι τα κατάλαβα καλά. Πρόκειται άραγε για μια προσωπική ιστορία του συγγραφέα που την ανασυνθέτει, με τις δικές του εκδοχές και το δικό του τέλος, σε μια αφήγηση που την παρακολουθούμε με εμβόλιμες σκηνές στη δική του ιστορία; Είναι η δική του ιστορία που την έχει ανασυνθέσει δίνοντας το τέλος που ήθελε εκείνος;
Μάλλον πρέπει να τα ξεχάσω όλα αυτά, δεν έχει νόημα να λύνω γρίφους, υπάρχουν ωραία ερωτικά επεισόδια που είναι κατανοητά στην αυτονομία τους, και απλώς θολώνονται όταν προσπαθήσεις να τα «ανασυνθέσεις» με ένα πιο λογικό ειρμό από αυτόν που κάνει ο σκηνοθέτης.
Πάντως ένα «δίδαγμα» που αποκόμισα από αυτή την ταινία είναι ότι τις ταινίες σινεφίλ δεν πρέπει να τις βλέπεις μετά τα μεσάνυχτα, ξέροντας ότι τα μάτια σου σε λίγο θα αρχίσουν να βαραίνουν. Την ξεκίνησα στο σαλόνι, συνέχισα στην κρεβατοκάμαρα μέχρι που δεν άντεξα και το τελευταίο τρίτο της ταινίας το είδα μετά από δυο μέρες, σήμερα (δηλαδή χθες, αφού ήδη είχα κάνει μιαν ανάρτηση).
Κέρδισε τη χρυσή κάμερα στις Κάννες, και γι αυτό την έγραψα στο dvd recorder μου (μονίμως από το cine+). Βλέποντάς την είδα ότι ήταν ένα έργο για το οποίο δεν μου έκανε μεγάλη διάθεση να γράψω. Τελικά άλλαξα γνώμη, αποφάσισα να γράψω για να μιλήσω κυρίως για άλλα πράγματα.
-Το κατάλαβες το έργο; Είναι μια ερώτηση που γίνεται συχνά σε φίλους μετά από μια κινηματογραφική προβολή, πράγμα που δεν λέγεται μετά την ανάγνωση ενός βιβλίου, και όχι μόνο γιατί η ανάγνωση είναι μια μοναχική δραστηριότητα. Έχω ανάλογο πρόβλημα όταν βλέπω κανένα αστυνομικό έργο με το γιο μου στην τηλεόραση. Δεν είμαι εξοικειωμένος με το είδος, και πολλές φορές τον ρωτάω για να μου εξηγήσει πράγματα και του γίνομαι φορτικός.
Πιστεύω ότι το πρόβλημα οφείλεται κυρίως στο μοντάζ. Αυτοί που κάνουν το μοντάζ ξέρουν την ιστορία, και θεωρούν περίπου αυτονόητο ότι όπως την παρακολουθούν αυτοί τεμαχίζοντάς την και συναρμολογώντας τη, μια και την ξέρουν, το ίδιο μπορεί να την παρακολουθήσει και ο θεατής, πράγμα που δεν είναι έτσι. Τα κενά από την αλλαγή πλάνων δεν υπάρχουν στο μυθιστόρημα, όπου η αλλαγή επεισοδίων συνήθως καλύπτεται με περίληψη.
Δεν κατάλαβα πολλά πράγματα από την ταινία, ή, για να είμαι πιο ακριβής, αυτά που νομίζω ότι κατάλαβα δεν είμαι σίγουρος ότι τα κατάλαβα καλά. Πρόκειται άραγε για μια προσωπική ιστορία του συγγραφέα που την ανασυνθέτει, με τις δικές του εκδοχές και το δικό του τέλος, σε μια αφήγηση που την παρακολουθούμε με εμβόλιμες σκηνές στη δική του ιστορία; Είναι η δική του ιστορία που την έχει ανασυνθέσει δίνοντας το τέλος που ήθελε εκείνος;
Μάλλον πρέπει να τα ξεχάσω όλα αυτά, δεν έχει νόημα να λύνω γρίφους, υπάρχουν ωραία ερωτικά επεισόδια που είναι κατανοητά στην αυτονομία τους, και απλώς θολώνονται όταν προσπαθήσεις να τα «ανασυνθέσεις» με ένα πιο λογικό ειρμό από αυτόν που κάνει ο σκηνοθέτης.
Πάντως ένα «δίδαγμα» που αποκόμισα από αυτή την ταινία είναι ότι τις ταινίες σινεφίλ δεν πρέπει να τις βλέπεις μετά τα μεσάνυχτα, ξέροντας ότι τα μάτια σου σε λίγο θα αρχίσουν να βαραίνουν. Την ξεκίνησα στο σαλόνι, συνέχισα στην κρεβατοκάμαρα μέχρι που δεν άντεξα και το τελευταίο τρίτο της ταινίας το είδα μετά από δυο μέρες, σήμερα (δηλαδή χθες, αφού ήδη είχα κάνει μιαν ανάρτηση).
Saturday, December 18, 2010
Ning Ying, I love beijing夏日暖洋洋, For fun 找乐
Ning Ying, I love beijing夏日暖洋洋 (2000), For fun 找乐 (1993)
Ο κινέζικος τίτλος σημαίνει περίπου «Ζεστές καλοκαιρινές μέρες», ενώ θα μπορούσε να έχει σαν τίτλο «Ο ταξιτζής». Υπάρχουν κάποιες δυτικές ταινίες με αυτόν τον τίτλο, και γι αυτό οι διακινητές προτίμησαν ένα πιο αβανταδόρικο τίτλο, «Αγαπώ το Πεκίνο». Γλυκόπικρη κωμωδία, που δείχνει πιθανά επεισόδια στη ζωή ενός ταξιτζή.
Μια και δεν έγραψα πολλά πράγματα για το «Αγαπώ το Πεκίνο», είπα να δω μια ακόμη ταινία του Ning Ying, αφού την είχα, το «Ψάχνοντας την ευχαρίστηση» (ο Κινέζικος τίτλος)και να γράψω γι αυτήν. Και έμεινα έκπληκτος από τις θεματικές της. Σε λίγους μήνες γίνομαι (θεού θέλοντος) συνταξιούχος, ενώ πριν λίγους μήνες εκδόθηκε το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας». Και το θέμα του έργου είναι ένας συνταξιούχος που ανήκε στο βοηθητικό προσωπικό ενός θιάσου όπερας του Πεκίνου, ο οποίος οργανώνει άλλους συνταξιούχους σε ένα περίπου ΚΑΠΙ όπου περνούν την ώρα τους τραγουδώντας αγαπημένα κομμάτια από την όπερα του Πεκίνου. Φτάνουν μάλιστα στο σημείο να συμμετάσχουν και σε ένα διαγωνισμό, χωρίς να διακριθούν όμως. Και ο σκηνοθέτης δείχνει τις διαφορές και τις εντάσεις που ανακύπτουν μεταξύ τους, με ένα γλυκόπικρο χιούμορ. Μάλιστα ένα από τα τελευταία επεισόδια, ένας καυγάς ανάμεσα στα μέλη της ομάδος κατά τον οποίο αποχωρεί τσατισμένος ο συνταξιούχος μας, κρατάει αρκετά λεφτά, και δίνει την αίσθηση μιας ντοκιμαντερίστικης λήψης.
Η ομάδα «ξεσπιτώνεται» από το οίκημα που της παραχώρησαν και επιστρέφει πάλι στο πάρκο. Στο τέλος της ταινίας ο ήρωάς μας, πίσω από μια γωνιά, ακούει τους παλιούς συντρόφους του να παίζουν. Η ταινία τελειώνει δείχνοντάς τον να τους πλησιάζει.
Σε μια από τις σκηνές του έργου βλέπουμε τα γεροντάκια να προσπαθούν να περάσουν την κλωστή από μια βελόνα. Δεν τα καταφέρνουν. Τελικά πλησιάζει και τα καταφέρνει ο γυναικωτός «νταν» (ένας από τους τέσσερις βασικούς ρόλους στην όπερα του Πεκίνου, η «γυναίκα», που παίζεται από άντρες).
Γέλασα σε αυτή τη σκηνή. Και ξαφνικά με φρίκη διαπίστωσα ότι, αν φτάσω στην ηλικία τους, θα βρεθώ σε παρόμοια κατάσταση. Και όχι μόνο ως προς την όραση, αλλά και ως προς τη μνήμη. Προς το παρόν μπορεί να η μνήμη μου να αδυνατίζει, όμως συγκριτολογικά δουλεύει μια χαρά. Αφού μου ήλθε στο μυαλό σχεδόν αμέσως ο Τζακ Νίκολσον, ο αμερικάνος συνταξιούχος στο «Σχετικά με τον Σμιτ».
Ο κινέζικος τίτλος σημαίνει περίπου «Ζεστές καλοκαιρινές μέρες», ενώ θα μπορούσε να έχει σαν τίτλο «Ο ταξιτζής». Υπάρχουν κάποιες δυτικές ταινίες με αυτόν τον τίτλο, και γι αυτό οι διακινητές προτίμησαν ένα πιο αβανταδόρικο τίτλο, «Αγαπώ το Πεκίνο». Γλυκόπικρη κωμωδία, που δείχνει πιθανά επεισόδια στη ζωή ενός ταξιτζή.
Μια και δεν έγραψα πολλά πράγματα για το «Αγαπώ το Πεκίνο», είπα να δω μια ακόμη ταινία του Ning Ying, αφού την είχα, το «Ψάχνοντας την ευχαρίστηση» (ο Κινέζικος τίτλος)και να γράψω γι αυτήν. Και έμεινα έκπληκτος από τις θεματικές της. Σε λίγους μήνες γίνομαι (θεού θέλοντος) συνταξιούχος, ενώ πριν λίγους μήνες εκδόθηκε το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας». Και το θέμα του έργου είναι ένας συνταξιούχος που ανήκε στο βοηθητικό προσωπικό ενός θιάσου όπερας του Πεκίνου, ο οποίος οργανώνει άλλους συνταξιούχους σε ένα περίπου ΚΑΠΙ όπου περνούν την ώρα τους τραγουδώντας αγαπημένα κομμάτια από την όπερα του Πεκίνου. Φτάνουν μάλιστα στο σημείο να συμμετάσχουν και σε ένα διαγωνισμό, χωρίς να διακριθούν όμως. Και ο σκηνοθέτης δείχνει τις διαφορές και τις εντάσεις που ανακύπτουν μεταξύ τους, με ένα γλυκόπικρο χιούμορ. Μάλιστα ένα από τα τελευταία επεισόδια, ένας καυγάς ανάμεσα στα μέλη της ομάδος κατά τον οποίο αποχωρεί τσατισμένος ο συνταξιούχος μας, κρατάει αρκετά λεφτά, και δίνει την αίσθηση μιας ντοκιμαντερίστικης λήψης.
Η ομάδα «ξεσπιτώνεται» από το οίκημα που της παραχώρησαν και επιστρέφει πάλι στο πάρκο. Στο τέλος της ταινίας ο ήρωάς μας, πίσω από μια γωνιά, ακούει τους παλιούς συντρόφους του να παίζουν. Η ταινία τελειώνει δείχνοντάς τον να τους πλησιάζει.
Σε μια από τις σκηνές του έργου βλέπουμε τα γεροντάκια να προσπαθούν να περάσουν την κλωστή από μια βελόνα. Δεν τα καταφέρνουν. Τελικά πλησιάζει και τα καταφέρνει ο γυναικωτός «νταν» (ένας από τους τέσσερις βασικούς ρόλους στην όπερα του Πεκίνου, η «γυναίκα», που παίζεται από άντρες).
Γέλασα σε αυτή τη σκηνή. Και ξαφνικά με φρίκη διαπίστωσα ότι, αν φτάσω στην ηλικία τους, θα βρεθώ σε παρόμοια κατάσταση. Και όχι μόνο ως προς την όραση, αλλά και ως προς τη μνήμη. Προς το παρόν μπορεί να η μνήμη μου να αδυνατίζει, όμως συγκριτολογικά δουλεύει μια χαρά. Αφού μου ήλθε στο μυαλό σχεδόν αμέσως ο Τζακ Νίκολσον, ο αμερικάνος συνταξιούχος στο «Σχετικά με τον Σμιτ».
Friday, December 17, 2010
Walter Salles, Ξένη γη
Walter Salles, Ξένη γη(1996)
Σίγουρα δεν είναι όπως ο «Κεντρικός σταθμός» που παρουσιάσαμε πριν κάμποσους μήνες από το blog μας. Πάντως είναι μια ενδιαφέρουσα περιπέτεια, με τους ταλαιπωρημένους νέους να έχουν μπλεχτεί στα γρανάζια κακοποιών. Η φτώχεια, η απελπισία και τα ναρκωτικά είναι αιτίες που μπορούν να σε σπρώξουν εύκολα στο δρόμο της παρανομίας. Οι δυο νέοι στο τέλος θα ξεφύγουν από το κυνήγι των κακοποιών, αφού σκοτώσουν έναν από αυτούς. Η κοπέλα οδηγεί, ενώ ο νεαρός είναι αιμόφυρτος στο διπλανό κάθισμα, και περνάνε τα ισπανικά σύνορα από την Πορτογαλία σπάζοντας την μπάρα σε έναν μικρό συνοριακό σταθμό. Η κάμερα τους δείχνει από μακριά, για πολύ ώρα, ένας από τους κλασικούς τρόπους με τους οποίους τελειώνει μια ταινία.
Και αναρωτιόμαστε: και το βιολί που μέσα του είναι κρυμμένα τα διαμάντια τι έγινε; Μας κορόιδεψε ο σκηνοθέτης;
Και έχουμε ένα εφέ έκπληξης. Εκεί που κανονικά θα έπρεπε να πέφτουν τα γράμματα του τέλους, βλέπουμε ένα φτωχό ζητιάνο να παίζει βιολί. Τελικά η κοπέλα είχε χαρίσει το βιολί σε ένα ζητιάνο, χωρίς να ξέρει για το περιεχόμενό του. Κάποιος απρόσεκτος αναποδογυρίζει τη θήκη που είναι δίπλα. Χύνονται τα διαμάντια σαν χάντρες ψεύτικου κομπολογιού. Οι περαστικοί περνάνε και τις πατάνε. Ίσως κάποιο παιδί, αργότερα, τις ανακαλύψει και τις πάρει για να παίξει. Όμως η ταινία δεν μας το δείχνει.
Σίγουρα δεν είναι όπως ο «Κεντρικός σταθμός» που παρουσιάσαμε πριν κάμποσους μήνες από το blog μας. Πάντως είναι μια ενδιαφέρουσα περιπέτεια, με τους ταλαιπωρημένους νέους να έχουν μπλεχτεί στα γρανάζια κακοποιών. Η φτώχεια, η απελπισία και τα ναρκωτικά είναι αιτίες που μπορούν να σε σπρώξουν εύκολα στο δρόμο της παρανομίας. Οι δυο νέοι στο τέλος θα ξεφύγουν από το κυνήγι των κακοποιών, αφού σκοτώσουν έναν από αυτούς. Η κοπέλα οδηγεί, ενώ ο νεαρός είναι αιμόφυρτος στο διπλανό κάθισμα, και περνάνε τα ισπανικά σύνορα από την Πορτογαλία σπάζοντας την μπάρα σε έναν μικρό συνοριακό σταθμό. Η κάμερα τους δείχνει από μακριά, για πολύ ώρα, ένας από τους κλασικούς τρόπους με τους οποίους τελειώνει μια ταινία.
Και αναρωτιόμαστε: και το βιολί που μέσα του είναι κρυμμένα τα διαμάντια τι έγινε; Μας κορόιδεψε ο σκηνοθέτης;
Και έχουμε ένα εφέ έκπληξης. Εκεί που κανονικά θα έπρεπε να πέφτουν τα γράμματα του τέλους, βλέπουμε ένα φτωχό ζητιάνο να παίζει βιολί. Τελικά η κοπέλα είχε χαρίσει το βιολί σε ένα ζητιάνο, χωρίς να ξέρει για το περιεχόμενό του. Κάποιος απρόσεκτος αναποδογυρίζει τη θήκη που είναι δίπλα. Χύνονται τα διαμάντια σαν χάντρες ψεύτικου κομπολογιού. Οι περαστικοί περνάνε και τις πατάνε. Ίσως κάποιο παιδί, αργότερα, τις ανακαλύψει και τις πάρει για να παίξει. Όμως η ταινία δεν μας το δείχνει.
Thursday, December 16, 2010
Werner Herzog, Woyzeck, Janos Szasz, Wojcek
Werner Herzog, Woyzeck (1979), Janos Szasz, Wojcek (1994)
Πρώτα είδα την ταινία του Janos Szasz, και έπειτα την ταινία του Werner Herzog. Την ταινία του Szasz την πρόβαλε το cine+ πρόσφατα, την ταινία του Herzog την είχα στην ταινιοθήκη μου. Όμως θα γράψω πρώτα για την ταινία του Szasz, γιατί αυτή ακολουθεί σχεδόν κατά πόδας το έργο του Georg Büchner (Το επιβεβαίωσα κατεβάζοντάς το από το www.gutenberg.org). Και όχι μόνο στα επεισόδια, αλλά και στο κείμενο. Ο νεαρός Georg Büchner, που πέθανε το 1837 από τύφο σε ηλικία μόλις 23 χρονών, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο, το οποίο το έγραφε σε σκόρπια επεισόδια. Μονταρίστηκαν αργότερα με βάση τη λογική και χρονολογική σειρά τους. Όπως διαβάζουμε και στο κείμενο του Gutenberg project (το κείμενο είναι στα γερμανικά), «Η σειρά που υπάρχει εδώ συμπίπτει με την κινηματογραφική ταινία με τον Klaus Kinski στον κύριο ρόλο».
Στην Βικιπαίδια διαβάζουμε ότι είναι το πρώτο έργο στη λογοτεχνία της Γερμανίας όπου οι κύριοι χαρακτήρες είναι μέλη της εργατικής τάξης (ο Μπύχνερ ήταν επαναστάτης, επηρεασμένος από τις ιδέες του Μπαμπέφ και του Σαιν Σιμόν. Κάποτε, μόλις που κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη περνώντας στα σύνορα, ενώ ο σύντροφός του Φρίντριχ Λούντβιχ Βάιντιχ συνελήφθηκε, βασανίστηκε και πέθανε στη φυλακή). Επίσης, προφανώς για τον ίδιο λόγο, θεωρείται ως πρόδρομος του νατουραλισμού. Γιατί οι ήρωές του, για να το διατυπώσουμε σε υψηλό υφολογικό επίπεδο, είναι τραγικές υπάρξεις, και σε χαμηλό, πυροβολημένοι. Ο Woyzeck, σαραντάρης, μόνιμος στρατιώτης, έχει ηχητικές παραισθήσεις. Η γυναίκα του είναι μια πόρνη (κυριολεκτικά; μεταφορικά; Αν και πολλοί θα πουν ότι υπάρχει σύγχυση ανάμεσα στην κυριολεκτική και στη μεταφορική σημασία της λέξης) με ένα εξώγαμο παιδί. Κάποια στιγμή τον κερατώνει με έναν υπαξιωματικό (μόνο; Στο έργο μάλλον για λόγους οικονομίας δεν αναφέρονται άλλοι εραστές). Ο Woyzeck, αφού έχει υποστεί έναν εξευτελισμό από αυτόν τον υπαξιωματικό, θα την μαχαιρώσει. Ψάχνοντας να βρει το μαχαίρι που πέταξε στο διπλανό ποτάμι, φοβούμενος μη το ανακαλύψουν και να το πετάξει πιο βαθιά, πνίγεται.
Οι άλλοι δυο ήρωες είναι ένας γιατρός που κάνει κάποια τρελά πειράματα με τον Woyzeck, πληρώνοντάς τον γι αυτά, και ένας αξιωματικός, προϊστάμενος του Βόιτσεκ, που κι αυτός είναι αρκετά σαλταρισμένος.
Το έργο του Szasz είναι μια ελεύθερη μεταφορά. Ενώ ο Χέρτζογκ ακολουθεί το κείμενο, ο Szasz με βάση την ιστορία φτιάχνει ένα εξαίσιο ατμοσφαιρικό έργο, με ασπρόμαυρη εικόνα. Το διασκευάζει κάπως, ενώ χρησιμοποιεί το λόγο ελάχιστα. Είναι έτσι πιο κινηματογραφικό από το έργο του Χέρτζογκ, όπου ακολουθείται το κείμενο πιστά.
Στο έργο του Μπύχνερ ο Βόιτσεκ ξυρίζει μια φορά τον προϊστάμενό του. Στο έργο του Szasz τον ξυρίζει αρκετές φορές, υπομένοντας τις προσβολές του, και έχουμε την αίσθηση ότι από στιγμή σε στιγμή θα του κόψει το λαιμό. Ακόμη εδώ ο Βόιτσεκ είναι σιδηροδρομικός υπάλληλος και ο προϊστάμενός του σταθμάρχης. Η χειμερινή, μουντή ατμόσφαιρα, οι χιονισμένες ράγες, προσημαίνουν την επικείμενη τραγωδία. (Αργότερα είδαμε και τον "Ταχυδρόμο" του Dariush Mehrjui, του οποίου πολλοί θα είδατε τη "Γελάδα", εμπνευσμένο επίσης από το έργο του Μπύχνερ)
Πριν κάνουμε την ανάρτηση είπαμε να ξαναδούμε την ομώνυμη όπερα του Άλμπαν Μπεργκ, αλλά πριν τη δούμε είπαμε να ξαναδούμε και την «Λούλου», τη μισοτελειωμένη του όπερα (να κάτι κοινό με το έργο του Μπύχνερ).
Η όπερα του Μπεργκ ακολουθεί το κείμενο του Μπύχνερ, όμως το λιμπρέτο διαφοροποιείται σε κάμποσα σημεία, πράγμα αναπόφευκτο μια και πρόκειται για όπερα. Για τη μουσική δεν μπορώ να γράψω, μπορώ να γράφω για το σινεμά, γιατί για να γράψεις για μουσική πρέπει να έχεις κάνει οπωσδήποτε μουσικές σπουδές. Θα συγκρίνω όμως τον «Βόιτσεκ» σαν πλοκή με τη «Λούλου». Και βλέπω εντυπωσιακές ομοιότητες. Και οι δυο ηρωίδες πεθαίνουν μαχαιρωμένες, η Μαρία από τον Βόιτσεκ και η Λούλου από τον Τζακ τον αντεροβγάλτη. Και οι δυο έχουν παρασύρει τους άντρες τους στην καταστροφή (η Λούλου κάμποσους), και οι δυο υπήρξαν πόρνες. Ο θάνατός τους μοιάζει με εξιλέωση.
Και μια τελευταία, «συνειρμική» παρατήρηση. Όπως έγραψα και σε μια προηγούμενη ανάρτησή μου, γράφω συνειρμικά.
Στο ρόλο της Margret στην όπερα ήταν μια Anna Gonda. Μου θύμισε το «Ανακόντα», την πρώτη ταινία που είδα σε dvd, πριν από δέκα χρόνια τουλάχιστον. Ήταν το πρώτο dvd player που αγόρασα, 225 χιλιάρικα, κοντά 700 ευρώ, αλλά με τι αξία χρήσης! Το πήρα για να δω δυο όπερες του Πεκίνου που μου είχε δωρίσει η δασκάλα μου, η κυρία Yu, καθηγήτρια γλωσσολογίας στην πατρίδα της. Η μια ήταν η «Αντίο παλλακίδα μου», της άλλης δεν θυμάμαι τον τίτλο. Από κομπιούτερ δεν ήξερα και τόσο καλά εκείνη την εποχή, και έτσι με έκπληξη ανακάλυψα αργότερα ότι θα μπορούσα να τις δω στο κομπιούτερ μου (ήταν σε video cd. Τα κομπιούτερ ήταν τότε εφοδιασμένα με cd player. Τα dvd player έκαναν αργότερα την εμφάνισή τους).
Το έδωσα πέρυσι σε ένα παλιατζή. Δεν ήταν χαλασμένο, απλά είχα χάσει το τηλεκοντρόλ. Εξάλλου ήταν τεράστιο, έπιανε πολύ χώρο. Τρεις φίλοι μου, λάτρεις του παλιού, πιθανόν να το είδαν στο Μοναστηράκι, στο παζάρι της Κυριακής. Μάλλον θα το προσπέρασαν, χωρίς καν να το περιεργαστούν. Εγώ μόνο μια φορά πήγα στο Μοναστηράκι από περιέργεια, με έναν από αυτούς. Περιεργάστηκα άλλα πράγματα. Δεν ξαναπήγα. Το παλιό μου φέρνει μελαγχολία.
Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, νομίζω ότι για τα δύο αυτά video cd και για την κα Yu έχω ξαναγράψει.
Πρώτα είδα την ταινία του Janos Szasz, και έπειτα την ταινία του Werner Herzog. Την ταινία του Szasz την πρόβαλε το cine+ πρόσφατα, την ταινία του Herzog την είχα στην ταινιοθήκη μου. Όμως θα γράψω πρώτα για την ταινία του Szasz, γιατί αυτή ακολουθεί σχεδόν κατά πόδας το έργο του Georg Büchner (Το επιβεβαίωσα κατεβάζοντάς το από το www.gutenberg.org). Και όχι μόνο στα επεισόδια, αλλά και στο κείμενο. Ο νεαρός Georg Büchner, που πέθανε το 1837 από τύφο σε ηλικία μόλις 23 χρονών, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο, το οποίο το έγραφε σε σκόρπια επεισόδια. Μονταρίστηκαν αργότερα με βάση τη λογική και χρονολογική σειρά τους. Όπως διαβάζουμε και στο κείμενο του Gutenberg project (το κείμενο είναι στα γερμανικά), «Η σειρά που υπάρχει εδώ συμπίπτει με την κινηματογραφική ταινία με τον Klaus Kinski στον κύριο ρόλο».
Στην Βικιπαίδια διαβάζουμε ότι είναι το πρώτο έργο στη λογοτεχνία της Γερμανίας όπου οι κύριοι χαρακτήρες είναι μέλη της εργατικής τάξης (ο Μπύχνερ ήταν επαναστάτης, επηρεασμένος από τις ιδέες του Μπαμπέφ και του Σαιν Σιμόν. Κάποτε, μόλις που κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη περνώντας στα σύνορα, ενώ ο σύντροφός του Φρίντριχ Λούντβιχ Βάιντιχ συνελήφθηκε, βασανίστηκε και πέθανε στη φυλακή). Επίσης, προφανώς για τον ίδιο λόγο, θεωρείται ως πρόδρομος του νατουραλισμού. Γιατί οι ήρωές του, για να το διατυπώσουμε σε υψηλό υφολογικό επίπεδο, είναι τραγικές υπάρξεις, και σε χαμηλό, πυροβολημένοι. Ο Woyzeck, σαραντάρης, μόνιμος στρατιώτης, έχει ηχητικές παραισθήσεις. Η γυναίκα του είναι μια πόρνη (κυριολεκτικά; μεταφορικά; Αν και πολλοί θα πουν ότι υπάρχει σύγχυση ανάμεσα στην κυριολεκτική και στη μεταφορική σημασία της λέξης) με ένα εξώγαμο παιδί. Κάποια στιγμή τον κερατώνει με έναν υπαξιωματικό (μόνο; Στο έργο μάλλον για λόγους οικονομίας δεν αναφέρονται άλλοι εραστές). Ο Woyzeck, αφού έχει υποστεί έναν εξευτελισμό από αυτόν τον υπαξιωματικό, θα την μαχαιρώσει. Ψάχνοντας να βρει το μαχαίρι που πέταξε στο διπλανό ποτάμι, φοβούμενος μη το ανακαλύψουν και να το πετάξει πιο βαθιά, πνίγεται.
Οι άλλοι δυο ήρωες είναι ένας γιατρός που κάνει κάποια τρελά πειράματα με τον Woyzeck, πληρώνοντάς τον γι αυτά, και ένας αξιωματικός, προϊστάμενος του Βόιτσεκ, που κι αυτός είναι αρκετά σαλταρισμένος.
Το έργο του Szasz είναι μια ελεύθερη μεταφορά. Ενώ ο Χέρτζογκ ακολουθεί το κείμενο, ο Szasz με βάση την ιστορία φτιάχνει ένα εξαίσιο ατμοσφαιρικό έργο, με ασπρόμαυρη εικόνα. Το διασκευάζει κάπως, ενώ χρησιμοποιεί το λόγο ελάχιστα. Είναι έτσι πιο κινηματογραφικό από το έργο του Χέρτζογκ, όπου ακολουθείται το κείμενο πιστά.
Στο έργο του Μπύχνερ ο Βόιτσεκ ξυρίζει μια φορά τον προϊστάμενό του. Στο έργο του Szasz τον ξυρίζει αρκετές φορές, υπομένοντας τις προσβολές του, και έχουμε την αίσθηση ότι από στιγμή σε στιγμή θα του κόψει το λαιμό. Ακόμη εδώ ο Βόιτσεκ είναι σιδηροδρομικός υπάλληλος και ο προϊστάμενός του σταθμάρχης. Η χειμερινή, μουντή ατμόσφαιρα, οι χιονισμένες ράγες, προσημαίνουν την επικείμενη τραγωδία. (Αργότερα είδαμε και τον "Ταχυδρόμο" του Dariush Mehrjui, του οποίου πολλοί θα είδατε τη "Γελάδα", εμπνευσμένο επίσης από το έργο του Μπύχνερ)
Πριν κάνουμε την ανάρτηση είπαμε να ξαναδούμε την ομώνυμη όπερα του Άλμπαν Μπεργκ, αλλά πριν τη δούμε είπαμε να ξαναδούμε και την «Λούλου», τη μισοτελειωμένη του όπερα (να κάτι κοινό με το έργο του Μπύχνερ).
Η όπερα του Μπεργκ ακολουθεί το κείμενο του Μπύχνερ, όμως το λιμπρέτο διαφοροποιείται σε κάμποσα σημεία, πράγμα αναπόφευκτο μια και πρόκειται για όπερα. Για τη μουσική δεν μπορώ να γράψω, μπορώ να γράφω για το σινεμά, γιατί για να γράψεις για μουσική πρέπει να έχεις κάνει οπωσδήποτε μουσικές σπουδές. Θα συγκρίνω όμως τον «Βόιτσεκ» σαν πλοκή με τη «Λούλου». Και βλέπω εντυπωσιακές ομοιότητες. Και οι δυο ηρωίδες πεθαίνουν μαχαιρωμένες, η Μαρία από τον Βόιτσεκ και η Λούλου από τον Τζακ τον αντεροβγάλτη. Και οι δυο έχουν παρασύρει τους άντρες τους στην καταστροφή (η Λούλου κάμποσους), και οι δυο υπήρξαν πόρνες. Ο θάνατός τους μοιάζει με εξιλέωση.
Και μια τελευταία, «συνειρμική» παρατήρηση. Όπως έγραψα και σε μια προηγούμενη ανάρτησή μου, γράφω συνειρμικά.
Στο ρόλο της Margret στην όπερα ήταν μια Anna Gonda. Μου θύμισε το «Ανακόντα», την πρώτη ταινία που είδα σε dvd, πριν από δέκα χρόνια τουλάχιστον. Ήταν το πρώτο dvd player που αγόρασα, 225 χιλιάρικα, κοντά 700 ευρώ, αλλά με τι αξία χρήσης! Το πήρα για να δω δυο όπερες του Πεκίνου που μου είχε δωρίσει η δασκάλα μου, η κυρία Yu, καθηγήτρια γλωσσολογίας στην πατρίδα της. Η μια ήταν η «Αντίο παλλακίδα μου», της άλλης δεν θυμάμαι τον τίτλο. Από κομπιούτερ δεν ήξερα και τόσο καλά εκείνη την εποχή, και έτσι με έκπληξη ανακάλυψα αργότερα ότι θα μπορούσα να τις δω στο κομπιούτερ μου (ήταν σε video cd. Τα κομπιούτερ ήταν τότε εφοδιασμένα με cd player. Τα dvd player έκαναν αργότερα την εμφάνισή τους).
Το έδωσα πέρυσι σε ένα παλιατζή. Δεν ήταν χαλασμένο, απλά είχα χάσει το τηλεκοντρόλ. Εξάλλου ήταν τεράστιο, έπιανε πολύ χώρο. Τρεις φίλοι μου, λάτρεις του παλιού, πιθανόν να το είδαν στο Μοναστηράκι, στο παζάρι της Κυριακής. Μάλλον θα το προσπέρασαν, χωρίς καν να το περιεργαστούν. Εγώ μόνο μια φορά πήγα στο Μοναστηράκι από περιέργεια, με έναν από αυτούς. Περιεργάστηκα άλλα πράγματα. Δεν ξαναπήγα. Το παλιό μου φέρνει μελαγχολία.
Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, νομίζω ότι για τα δύο αυτά video cd και για την κα Yu έχω ξαναγράψει.
Wednesday, December 15, 2010
Darezhan Omirbayev, Killers
Darezhan Omirbayev, Killers, 1998
Ο Ομιρμπάγιεφ είναι από το Καζακστάν, όπου και διαδραματίζεται η υπόθεση του έργου Killers. Καλογυρισμένη ταινία, με άφθονο σασπένς, αλλά προ παντός μια ταινία που ρίχνει φως στα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα αυτή σήμερα, και που είναι η ανεργία και η εγκληματικότητα. Σε ένα βιβλίο που παρουσίασα πριν λίγους μήνες, το «Οι ιεροί πολεμιστές του Ισλάμ» του Ahmed Rashid, διάβασα ότι οι μουσουλμανικές χώρες της πρώην ΕΣΣΔ δεν τα πήγαν καθόλου καλά μετά την ανεξαρτητοποίησή τους. Οι ρώσοι έφυγαν και τους άφησαν στη μοίρα τους. Δεν τολμούσα να το πιστέψω. Και όμως στο έργο ειπώθηκε το εξής ανέκδοτο: Πρώτα έφυγαν τα χρυσά χέρια και τα χρυσά μυαλά, τώρα θα φύγουν και τα χρυσά δόντια.
Το θέμα της ανεργίας θίγεται πρώτο: ο επιστήμονας αυτοκτονεί όταν το ινστιτούτο όπου εργάζεται κλείνει από έλλειψη πιστώσεων, και ο οδηγός του, που μένει άνεργος, βλέπει στον ύπνο του τον ίδιο εφιάλτη: ότι ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει πέφτοντας από μια ταράτσα, αλλά πριν προλάβει κάποιος τον σπρώχνει. Ο μαφιόζος παροτρύνει την κόρη του να μείνει έξω όταν τελειώσει στις σπουδές της, γιατί στο Καζακστάν υπάρχει πολλή ανεργία. Ακολουθεί η εγκληματικότητα, με πρώτο παράδειγμα μια συμμορία που κλέβει αυτοκίνητα.
Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση είναι το «πυρηνικό γεγονός» ενός τροχαίου ατυχήματος (μιλήσαμε για το τι είναι πυρηνικό γεγονός στην προηγούμενη ανάρτηση). Απλά στράβωσαν λαμαρίνες, όμως ο ήρωάς μας έπρεπε να πληρώσει όχι μόνο τις δικές του αλλά και του άλλου αυτοκινήτου. Καλά, στη χώρα αυτή δεν υπάρχουν ασφαλιστικές εταιρείες; Το μοιραίο αυτό ατύχημα καθώς και η αυτοκτονία του αφεντικού του που τον άφησε χωρίς δουλειά τον βύθισαν στα χρέη, και για να ξελασπώσει αναγκάστηκε να γίνει επαγγελματίας δολοφόνος.
Και θυμήθηκα τώρα ότι σε πολλές κινέζικες ταινίες μιλάνε για δίδακτρα σπουδών στα Πανεπιστήμια. Καλά, εκεί δεν υπάρχει δωρεάν παιδεία; (Μπήκα στη Βικιπαίδεια, υπάρχει δωρεάν παιδεία μόνο για τους φτωχούς, όχι για όλους, και είναι επίσης πολύ διαδομένος ο θεσμός των υποτροφιών. Οι πλούσιοι δηλαδή είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν τη φοίτησή τους στα πανεπιστήμια. Ακόμη, υπάρχουν εκεί ιδιωτικά πανεπιστήμια).
Εμείς εδώ έχουμε δωρεάν παιδεία σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, και μέχρι χθες είχαμε και δωρεάν φροντιστηριακά μαθήματα στη μέση εκπαίδευση (ενισχυτική διδασκαλία και πρόσθετη διδακτική στήριξη). Τώρα με την κρίση ο θεός να βάλει του χέρι του. Ελπίζω να μη βρεθούν έλληνες στη θέση του ήρωα του Ομιρμπάγιεφ. Που σκότωσε ένα δημοσιογράφο. Blogger, από όσο ξέρω, δεν έχει σκοτώσει ακόμη κανείς.
Ο Ομιρμπάγιεφ είναι από το Καζακστάν, όπου και διαδραματίζεται η υπόθεση του έργου Killers. Καλογυρισμένη ταινία, με άφθονο σασπένς, αλλά προ παντός μια ταινία που ρίχνει φως στα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα αυτή σήμερα, και που είναι η ανεργία και η εγκληματικότητα. Σε ένα βιβλίο που παρουσίασα πριν λίγους μήνες, το «Οι ιεροί πολεμιστές του Ισλάμ» του Ahmed Rashid, διάβασα ότι οι μουσουλμανικές χώρες της πρώην ΕΣΣΔ δεν τα πήγαν καθόλου καλά μετά την ανεξαρτητοποίησή τους. Οι ρώσοι έφυγαν και τους άφησαν στη μοίρα τους. Δεν τολμούσα να το πιστέψω. Και όμως στο έργο ειπώθηκε το εξής ανέκδοτο: Πρώτα έφυγαν τα χρυσά χέρια και τα χρυσά μυαλά, τώρα θα φύγουν και τα χρυσά δόντια.
Το θέμα της ανεργίας θίγεται πρώτο: ο επιστήμονας αυτοκτονεί όταν το ινστιτούτο όπου εργάζεται κλείνει από έλλειψη πιστώσεων, και ο οδηγός του, που μένει άνεργος, βλέπει στον ύπνο του τον ίδιο εφιάλτη: ότι ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει πέφτοντας από μια ταράτσα, αλλά πριν προλάβει κάποιος τον σπρώχνει. Ο μαφιόζος παροτρύνει την κόρη του να μείνει έξω όταν τελειώσει στις σπουδές της, γιατί στο Καζακστάν υπάρχει πολλή ανεργία. Ακολουθεί η εγκληματικότητα, με πρώτο παράδειγμα μια συμμορία που κλέβει αυτοκίνητα.
Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση είναι το «πυρηνικό γεγονός» ενός τροχαίου ατυχήματος (μιλήσαμε για το τι είναι πυρηνικό γεγονός στην προηγούμενη ανάρτηση). Απλά στράβωσαν λαμαρίνες, όμως ο ήρωάς μας έπρεπε να πληρώσει όχι μόνο τις δικές του αλλά και του άλλου αυτοκινήτου. Καλά, στη χώρα αυτή δεν υπάρχουν ασφαλιστικές εταιρείες; Το μοιραίο αυτό ατύχημα καθώς και η αυτοκτονία του αφεντικού του που τον άφησε χωρίς δουλειά τον βύθισαν στα χρέη, και για να ξελασπώσει αναγκάστηκε να γίνει επαγγελματίας δολοφόνος.
Και θυμήθηκα τώρα ότι σε πολλές κινέζικες ταινίες μιλάνε για δίδακτρα σπουδών στα Πανεπιστήμια. Καλά, εκεί δεν υπάρχει δωρεάν παιδεία; (Μπήκα στη Βικιπαίδεια, υπάρχει δωρεάν παιδεία μόνο για τους φτωχούς, όχι για όλους, και είναι επίσης πολύ διαδομένος ο θεσμός των υποτροφιών. Οι πλούσιοι δηλαδή είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν τη φοίτησή τους στα πανεπιστήμια. Ακόμη, υπάρχουν εκεί ιδιωτικά πανεπιστήμια).
Εμείς εδώ έχουμε δωρεάν παιδεία σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, και μέχρι χθες είχαμε και δωρεάν φροντιστηριακά μαθήματα στη μέση εκπαίδευση (ενισχυτική διδασκαλία και πρόσθετη διδακτική στήριξη). Τώρα με την κρίση ο θεός να βάλει του χέρι του. Ελπίζω να μη βρεθούν έλληνες στη θέση του ήρωα του Ομιρμπάγιεφ. Που σκότωσε ένα δημοσιογράφο. Blogger, από όσο ξέρω, δεν έχει σκοτώσει ακόμη κανείς.
Tuesday, December 14, 2010
Feng Xiaogang, Aftershock
Feng Xiaogang, Aftershock 唐山大地震 2010.
O Roland Bart διακρίνει τα γεγονότα σε μια αφήγηση σε πυρήνες και καταλύτες. Πυρήνες είναι τα λειτουργικά γεγονότα, δηλαδή εκείνα που πυροδοτούν με τη σειρά τους άλλα γεγονότα, και καταλύτες τα μη λειτουργικά. Ένα τροχαίο είναι λειτουργικό γεγονός. Το ίδιο και μια πυρκαγιά. Οι τραγωδίες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι με τους εβδομήντα και σαράντα χιλιάδες νεκρούς αντίστοιχα είναι μείζονα πυρηνικά γεγονότα. Όμως υπάρχει μεγαλύτερο πυρηνικό γεγονός από εκείνο το γεγονός που, σε ελάχιστη μονάδα χρόνου, στοίχισε τη ζωή σε 240.000 ανθρώπους; Και αυτό δεν είναι άλλο από τον καταστροφικό σεισμό του Τανγκ Σαν στην Κίνα, το 1976.
Ο Φενγκ Σιάογκανγκ χρησιμοποιεί αυτό το γεγονός (ο κινέζικος τίτλος της ταινίας είναι «Ο μεγάλος σεισμός στο Τανγκ Σαν») για να δείξει τις καταστροφικές συνέπειες που είχε ο σεισμός, μέσα από την παρακολούθηση της ζωής μιας οικογένειας, δηλαδή αυτών που επέζησαν.
Επέζησε η μητέρα. Τα δυο δίδυμα παιδιά της είναι πλακωμένα με την ίδια τσιμεντένια πλάκα. Ένα μόνο μπορεί να σωθεί. Οι άνθρωποι των σωστικών συνεργείων ζητούν από τη μητέρα να διαλέξει. Αφού επανειλημμένα τους εκλιπαρεί να σώσουν και τα δυο, στο τέλος αποφασίσει να σώσει το αγόρι. Που όμως σώζεται ακρωτηριασμένο, χωρίς το αριστερό χέρι.
Το επεισόδιο ακραίο, όμως ο Φενγκ Σιάογκανγκ θέλει να δείξει τις ψυχικές εντάσεις που μπορεί να δημιουργηθούν από τέτοιου είδους μείζονες αποφάσεις. Γιατί το κορίτσι τελικά, ριγμένο ανάμεσα στα σώματα των νεκρών, συνέρχεται, περιπλανιέται άσκοπα, το περιμαζεύουν, για να υιοθετηθεί στο τέλος από ένα ζευγάρι των σωστικών συνεργείων.
Και οι συνέπειες πάνω στον ψυχισμό των ηρώων:
Η μητέρα, γεμάτη ενοχές, θρηνεί 32 χρόνια την απώλεια του άντρα και της κόρης της. Η κόρη, έχοντας ακούσει την απόφαση της μητέρας, δεν θέλει να την συναντήσει. Στο πανεπιστήμιο κάνει σχέση με ένα συμφοιτητή της και μένει έγκυος. Δεν θα συμφωνήσει να κάνει έκτρωση. Χωρίς να λέγεται στην ταινία, μπορεί όμως ο θεατής να το φανταστεί, βρίσκεται σε ένα δίλημμα ανάλογο με εκείνο της μητέρας της, και υποσυνείδητα ταυτίζεται με το αγέννητο μωρό.
Τα δυο αδέλφια θα ανταμώσουν τυχαία, μετά από χρόνια, όταν θα σπεύσουν να βοηθήσουν σε ένα άλλο σεισμό. Μάνα και κόρη θα ξαναβρεθούν. Θα τρέξει πολύ δάκρυ. Ο κίνδυνος του μελό καραδοκεί, όμως αποφεύγεται από το γεγονός ότι το φόντο της ιστορίας είναι ένα πραγματικό τραγικό γεγονός και από την ικανότητα του σκηνοθέτη. Οι συμπτώσεις, η αναγνώριση, ανήκουν σε λογοτεχνικά είδη του παρελθόντος και σε παραλογοτεχνικά του παρόντος, μας ξενίζουν, όμως εξυπηρετούν την οικονομία του έργου, δείχνοντάς μας «απώλειες» που συνήθως δεν αναφέρονται από τα ΜΜΕ.
Όπως εκείνη η τρομερή που είδα σε ένα ντοκιμαντέρ.
Κατά τη διάρκεια της χούντας της Αργεντινής οι γονείς εξοντώθηκαν. Ένα ζευγάρι άτεκνων αστυνομικών παίρνουν το μωρό τους και το υιοθετούν με παράνομες διαδικασίες. Έρχεται η δημοκρατία, ο αστυνομικός κάνει κάποια χρόνια φυλακή γι αυτή την υιοθεσία, ενώ το κορίτσι το διεκδικούν οι παππούδες του. Μάταια. Δεν θέλει να τους δει. Μπαμπάς της είναι ο αστυνομικός. Κανείς δεν μπορεί να υποψιαστεί τέτοιου είδους «απώλειες» για τους αγωνιστές της δημοκρατίας.
Και κάτι που με εντυπωσίασε:
Η κόρη λέει στη μητέρα της ότι η εγγονή της σπουδάζει ψυχολογία. Ξαναγυρνάω την ταινία για να ακούσω πώς λέγεται η ψυχολογία στα κινέζικα. 心理, shin li. Shin σημαίνει καρδιά. Για τους κινέζους η έδρα των προβλημάτων που εμείς τοποθετούμε στην ψυχή, βρίσκεται στην καρδιά.
O Roland Bart διακρίνει τα γεγονότα σε μια αφήγηση σε πυρήνες και καταλύτες. Πυρήνες είναι τα λειτουργικά γεγονότα, δηλαδή εκείνα που πυροδοτούν με τη σειρά τους άλλα γεγονότα, και καταλύτες τα μη λειτουργικά. Ένα τροχαίο είναι λειτουργικό γεγονός. Το ίδιο και μια πυρκαγιά. Οι τραγωδίες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι με τους εβδομήντα και σαράντα χιλιάδες νεκρούς αντίστοιχα είναι μείζονα πυρηνικά γεγονότα. Όμως υπάρχει μεγαλύτερο πυρηνικό γεγονός από εκείνο το γεγονός που, σε ελάχιστη μονάδα χρόνου, στοίχισε τη ζωή σε 240.000 ανθρώπους; Και αυτό δεν είναι άλλο από τον καταστροφικό σεισμό του Τανγκ Σαν στην Κίνα, το 1976.
Ο Φενγκ Σιάογκανγκ χρησιμοποιεί αυτό το γεγονός (ο κινέζικος τίτλος της ταινίας είναι «Ο μεγάλος σεισμός στο Τανγκ Σαν») για να δείξει τις καταστροφικές συνέπειες που είχε ο σεισμός, μέσα από την παρακολούθηση της ζωής μιας οικογένειας, δηλαδή αυτών που επέζησαν.
Επέζησε η μητέρα. Τα δυο δίδυμα παιδιά της είναι πλακωμένα με την ίδια τσιμεντένια πλάκα. Ένα μόνο μπορεί να σωθεί. Οι άνθρωποι των σωστικών συνεργείων ζητούν από τη μητέρα να διαλέξει. Αφού επανειλημμένα τους εκλιπαρεί να σώσουν και τα δυο, στο τέλος αποφασίσει να σώσει το αγόρι. Που όμως σώζεται ακρωτηριασμένο, χωρίς το αριστερό χέρι.
Το επεισόδιο ακραίο, όμως ο Φενγκ Σιάογκανγκ θέλει να δείξει τις ψυχικές εντάσεις που μπορεί να δημιουργηθούν από τέτοιου είδους μείζονες αποφάσεις. Γιατί το κορίτσι τελικά, ριγμένο ανάμεσα στα σώματα των νεκρών, συνέρχεται, περιπλανιέται άσκοπα, το περιμαζεύουν, για να υιοθετηθεί στο τέλος από ένα ζευγάρι των σωστικών συνεργείων.
Και οι συνέπειες πάνω στον ψυχισμό των ηρώων:
Η μητέρα, γεμάτη ενοχές, θρηνεί 32 χρόνια την απώλεια του άντρα και της κόρης της. Η κόρη, έχοντας ακούσει την απόφαση της μητέρας, δεν θέλει να την συναντήσει. Στο πανεπιστήμιο κάνει σχέση με ένα συμφοιτητή της και μένει έγκυος. Δεν θα συμφωνήσει να κάνει έκτρωση. Χωρίς να λέγεται στην ταινία, μπορεί όμως ο θεατής να το φανταστεί, βρίσκεται σε ένα δίλημμα ανάλογο με εκείνο της μητέρας της, και υποσυνείδητα ταυτίζεται με το αγέννητο μωρό.
Τα δυο αδέλφια θα ανταμώσουν τυχαία, μετά από χρόνια, όταν θα σπεύσουν να βοηθήσουν σε ένα άλλο σεισμό. Μάνα και κόρη θα ξαναβρεθούν. Θα τρέξει πολύ δάκρυ. Ο κίνδυνος του μελό καραδοκεί, όμως αποφεύγεται από το γεγονός ότι το φόντο της ιστορίας είναι ένα πραγματικό τραγικό γεγονός και από την ικανότητα του σκηνοθέτη. Οι συμπτώσεις, η αναγνώριση, ανήκουν σε λογοτεχνικά είδη του παρελθόντος και σε παραλογοτεχνικά του παρόντος, μας ξενίζουν, όμως εξυπηρετούν την οικονομία του έργου, δείχνοντάς μας «απώλειες» που συνήθως δεν αναφέρονται από τα ΜΜΕ.
Όπως εκείνη η τρομερή που είδα σε ένα ντοκιμαντέρ.
Κατά τη διάρκεια της χούντας της Αργεντινής οι γονείς εξοντώθηκαν. Ένα ζευγάρι άτεκνων αστυνομικών παίρνουν το μωρό τους και το υιοθετούν με παράνομες διαδικασίες. Έρχεται η δημοκρατία, ο αστυνομικός κάνει κάποια χρόνια φυλακή γι αυτή την υιοθεσία, ενώ το κορίτσι το διεκδικούν οι παππούδες του. Μάταια. Δεν θέλει να τους δει. Μπαμπάς της είναι ο αστυνομικός. Κανείς δεν μπορεί να υποψιαστεί τέτοιου είδους «απώλειες» για τους αγωνιστές της δημοκρατίας.
Και κάτι που με εντυπωσίασε:
Η κόρη λέει στη μητέρα της ότι η εγγονή της σπουδάζει ψυχολογία. Ξαναγυρνάω την ταινία για να ακούσω πώς λέγεται η ψυχολογία στα κινέζικα. 心理, shin li. Shin σημαίνει καρδιά. Για τους κινέζους η έδρα των προβλημάτων που εμείς τοποθετούμε στην ψυχή, βρίσκεται στην καρδιά.
Monday, December 13, 2010
Wong Kar Wai, Οι νύχτες μου μακριά σου (My blueberry nights, 2007)
Wong Kar Wai, My blueberry nights 藍莓之夜 (2007)
Διαβάζοντας για το «My blueberry nights» στο διαδίκτυο και συγκεκριμένα το παρακάτω απόσπασμα από τη Βικιπαίδεια: «In Wong's birthplace, Hong Kong, critical reception was generally mixed. Perry Lam of Muse Magazine compared the film to Wong's earlier work, Chungking Express, and found My Blueberry Nights 'a much lesser, more ordinary affair» συνειδητοποίησα πόσες φορές όχι μόνο ένας σκηνοθέτης αλλά και ένας συγγραφέας, και γενικότερα ένας καλλιτέχνης, τοποθετείται με κάθε επόμενό του έργο στον προκρούστη ενός προηγούμενου αριστουργήματός του. Το Chungking Express είναι ένα έργο που μου άρεσε πάρα πολύ (ελπίζω κάποια στιγμή να το ξαναδώ και να γράψω γι αυτό), όμως και το My blueberry nights δεν είναι καθόλου άσχημο έργο.
Τρεις χωρισμούς βλέπουμε σ’ αυτό: Του άνδρα με την πρώην του (εκτός πλαισίου), της γυναίκας με τον νυν της, και το δραματικό χωρισμό ενός ζευγαριού που θα καταλήξει στο θάνατο του άνδρα. Μίνι θέμα του έργου είναι και ο εθισμός, του τρίτου ζευγαριού στο ποτό και μιας γυναίκας στο τζόγο. Το τέλος είναι το τυπικό μιας αισθηματικής ταινίας, το ζευγάρωμα των δυο μοναξιασμένων ηρώων, που όμως η σκηνοθετική ικανότητα του Kar Wai Wong την κάνει να ξεχωρίζει από τις γλυκερές ταινίες του είδους. Εξάλλου δεν εστιάζει στη σχέση τους, η οποία λειτουργεί περίπου σαν φόντο για να αναδείξει ο σκηνοθέτης το θέμα της απελπισίας από την εγκατάλειψη του/της συντρόφου.
Ο άνδρας, ρωσικής καταγωγής, λειτουργεί μια καφετέρια, το καφέ-κλιούτς – κλιούτς σημαίνει κλειδί - και σε ένα γυάλινο βάζο τοποθετεί κλειδιά που του αφήνουν πελάτες τους, με την ελπίδα ότι θα τα ξαναχρησιμοποιήσουν. Είναι κλειδιά της ερωτικής τους φωλιάς. Εδώ βρίσκεται και το «κλειδί» για την κατανόηση του έργου, ο σκηνοθέτης του οποίου θέλει να περάσει το «μήνυμα»: πετάμε τα κλειδιά του παρελθόντος, δεν τα φυλάσσουμε στην άκρη τρέφοντας φρούδες ελπίδες για επανασυνδέσεις με τον/την πρώην. Η ζωή συνεχίζεται. Καλό μάθημα για τους κάθε λογής εγκαταλειμμένους από το έτερον ήμισυ.
Sunday, December 12, 2010
Λι Γιανγκ, Τυφλό βουνό
Li Yang, Blind mountain 盲山 (2007)
Η δεύτερη συνέχεια της προγραμματισμένης από τον Λι Γιανγκ τριλογίας, της οποίας κάθε έργο ξεκινάει με τη λέξη «τυφλός», το «Τυφλό βουνό» (η επίσημη συμμετοχή της Κίνας στο φεστιβάλ Καννών το 2007), είναι ακόμη πιο ανατριχιαστική από την πρώτη του ταινία που παρουσιάσαμε προχθές, το «Τυφλό πηγάδι» (blind shaft). Και αυτό γιατί θίγει ένα πρόβλημα πιο φοβερό από αυτό της εγκληματικότητας, που εξάλλου είναι διεθνές: το πρόβλημα της πώλησης κοριτσιών που αγοράζονται σαν σύζυγοι.
Μια κοπέλα, απόφοιτος πανεπιστημίου, ξεγελιέται από μια εταιρία. Την μεταφέρουν σε μια ορεινή περιοχή όπου τάχα θα μείνει σε μια οικογένεια, για να μαζέψει βότανα τα οποία μοσχοπουλιούνται στην αγορά (παρεμπιπτόντως οι Κινέζοι είναι πρώτοι στη βοτανοθεραπεία. Σε ένα κείμενο από κάποιο αναγνωστικό που κάναμε στον ελληνοκινεζικό σύνδεσμο υπήρχε η ιστορία ενός διάσημου βοτανολόγου της Κίνας). Στην πραγματικότητα την είχαν πουλήσει σε αυτή την οικογένεια για 7.000 yuan (ψάχνοντας στο ίντερνετ βρήκα τη σημερινή αντιστοιχία με το ευρό: 793,56 ευρό). Αυτό που ακολουθεί είναι ένα θρίλερ με τις επανειλημμένες προσπάθειές της να δραπετεύσει. Ακόμη και όταν θα έλθει ο πατέρας της με την αστυνομία δεν θα τα καταφέρει. Το έργο τελειώνει με τον «σύζυγό» της να κτυπάει τον πατέρα της που είναι πεσμένος κάτω στο έδαφος. Αυτή, όταν παρά τις εκκλήσεις της να τον αφήσει αυτός εξακολουθεί να τον κτυπάει, αρπάζει ένα τσεκούρι και το κατεβάζει στο κεφάλι του.
Μα είναι δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα;
Φαίνεται πώς είναι, και μάλιστα και στις πόλεις, όχι μόνο σε απομονωμένες περιοχές με αμόρφωτο πληθυσμό-τουλάχιστον έτσι ακούμε στο έργο. Η αμορφωσιά αποτελεί την πιο μεγάλη κοινωνική μάστιγα, και δεν είναι τυχαίο που όλα τα επαναστατικά κινήματα σαν πρώτη μέριμνα έχουν το ανέβασμα του μορφωτικού επιπέδου του λαού, και μάλιστα σε χώρες όπως η προεπαναστατική Κίνα όπου ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού δεν ήξεραν ανάγνωση και γραφή. Η κλειτοριδεκτομή, ενδημική στη μαύρη μουσουλμανική Αφρική, γίνεται σε αγροτικές κυρίως περιοχές με αμόρφωτους κατοίκους.
Και όχι μόνο στη μαύρη Αφρική. Διάβασα ότι η σύζυγος του αιγύπτιου προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ ηγείται μιας εκστρατείας διαφώτισης του πληθυσμού, ώστε να σταματήσει η κλειτοριδεκτομή που γίνεται ακόμη σε κάποιες περιοχές της Αιγύπτου.
Πάλι ξεστρατίσαμε, το θέμα της γυναικείας καταπίεσης στις πιο ακραίες της μορφές είναι πολύ μεγάλο για να το συζητήσουμε εδώ.
Η δεύτερη συνέχεια της προγραμματισμένης από τον Λι Γιανγκ τριλογίας, της οποίας κάθε έργο ξεκινάει με τη λέξη «τυφλός», το «Τυφλό βουνό» (η επίσημη συμμετοχή της Κίνας στο φεστιβάλ Καννών το 2007), είναι ακόμη πιο ανατριχιαστική από την πρώτη του ταινία που παρουσιάσαμε προχθές, το «Τυφλό πηγάδι» (blind shaft). Και αυτό γιατί θίγει ένα πρόβλημα πιο φοβερό από αυτό της εγκληματικότητας, που εξάλλου είναι διεθνές: το πρόβλημα της πώλησης κοριτσιών που αγοράζονται σαν σύζυγοι.
Μια κοπέλα, απόφοιτος πανεπιστημίου, ξεγελιέται από μια εταιρία. Την μεταφέρουν σε μια ορεινή περιοχή όπου τάχα θα μείνει σε μια οικογένεια, για να μαζέψει βότανα τα οποία μοσχοπουλιούνται στην αγορά (παρεμπιπτόντως οι Κινέζοι είναι πρώτοι στη βοτανοθεραπεία. Σε ένα κείμενο από κάποιο αναγνωστικό που κάναμε στον ελληνοκινεζικό σύνδεσμο υπήρχε η ιστορία ενός διάσημου βοτανολόγου της Κίνας). Στην πραγματικότητα την είχαν πουλήσει σε αυτή την οικογένεια για 7.000 yuan (ψάχνοντας στο ίντερνετ βρήκα τη σημερινή αντιστοιχία με το ευρό: 793,56 ευρό). Αυτό που ακολουθεί είναι ένα θρίλερ με τις επανειλημμένες προσπάθειές της να δραπετεύσει. Ακόμη και όταν θα έλθει ο πατέρας της με την αστυνομία δεν θα τα καταφέρει. Το έργο τελειώνει με τον «σύζυγό» της να κτυπάει τον πατέρα της που είναι πεσμένος κάτω στο έδαφος. Αυτή, όταν παρά τις εκκλήσεις της να τον αφήσει αυτός εξακολουθεί να τον κτυπάει, αρπάζει ένα τσεκούρι και το κατεβάζει στο κεφάλι του.
Μα είναι δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα;
Φαίνεται πώς είναι, και μάλιστα και στις πόλεις, όχι μόνο σε απομονωμένες περιοχές με αμόρφωτο πληθυσμό-τουλάχιστον έτσι ακούμε στο έργο. Η αμορφωσιά αποτελεί την πιο μεγάλη κοινωνική μάστιγα, και δεν είναι τυχαίο που όλα τα επαναστατικά κινήματα σαν πρώτη μέριμνα έχουν το ανέβασμα του μορφωτικού επιπέδου του λαού, και μάλιστα σε χώρες όπως η προεπαναστατική Κίνα όπου ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού δεν ήξεραν ανάγνωση και γραφή. Η κλειτοριδεκτομή, ενδημική στη μαύρη μουσουλμανική Αφρική, γίνεται σε αγροτικές κυρίως περιοχές με αμόρφωτους κατοίκους.
Και όχι μόνο στη μαύρη Αφρική. Διάβασα ότι η σύζυγος του αιγύπτιου προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ ηγείται μιας εκστρατείας διαφώτισης του πληθυσμού, ώστε να σταματήσει η κλειτοριδεκτομή που γίνεται ακόμη σε κάποιες περιοχές της Αιγύπτου.
Πάλι ξεστρατίσαμε, το θέμα της γυναικείας καταπίεσης στις πιο ακραίες της μορφές είναι πολύ μεγάλο για να το συζητήσουμε εδώ.
Saturday, December 11, 2010
Σαν ανέκδοτο
Σαν ανέκδοτο
Το «σαν ανέκδοτο» ήταν στο μέσο της αφήγησης, αλλά θα το βάλουμε στο τέλος για να λειτουργήσει «καθαρτικά», όπως καθαρτικά λειτουργούσε και το σατυρικό δράμα σε κάθε παράσταση αρχαίας τραγωδίας μετά το τέλος της τριλογίας.
Είμαστε σε μια εκδήλωση «Χαράς και διασκέδασης» που διοργάνωσε ο καινουριοεκλεγμένος δήμαρχος Νέου Ηρακλείου Παντελής Βλασσόπουλος μαζί με τον συμπράξαντα μαζί του Γιώργο Βλαντή. (Στην επιστροφή χαρήκαμε: επί τέλους χιόνι!!!). Στην παρέα ο Γιάννης ο Δασκαλάκης, ο Μανώλης ο Πρατικάκης και εγώ. Ο Μανώλης ο Πρατικάκης βλέπει μια παλιά γνωστή του, χαιρετιόνται, και όταν αυτή απομακρύνεται μας λέει. –Αυτή ήταν χοντρή, και μόλις πέθανε ο άντρας της αδυνάτισε, θα πρέπει να έχασε πάνω από είκοσι κιλά. Ακολουθεί το «σαν ανέκδοτο» που το είπε ο Γιάννης ο Δασκαλάκης, και στη συνέχεια, ο Μανώλης, ως ψυχίατρος και όχι ως ποιητής, μας αφηγείται μια κλινική περίπτωση, μια γυναίκα που έπασχε από έντονους φόβους ότι θα πέθαινε ο άντρας της. Ο Μανώλης κατάλαβε ότι αυτό ήταν ασυνείδητη επιθυμία να πεθάνει και της το είπε. Αυτή του έβαλε τις φωνές και έφυγε. Μετά από κανένα εξάμηνο, αφού κλωθογύρισε καλά στο νου της τα λόγια του, ήλθε και του είπε ότι πράγματι είχε δίκιο, ότι ήθελε το θάνατο του άντρα της γιατί την καταπίεζε με το σόι του. Ο Μανώλης τότε μας είπε ότι ήταν τυχερή για δυο λόγους, πρώτον γιατί ο άντρας της δεν πέθανε στο ενδιάμεσο και δεύτερο γιατί συνειδητοποίησε τους πραγματικούς λόγους του φόβου της. Αν ο άντρας της είχε πεθάνει και αυτή δεν είχε κάνει αυτή τη συνειδητοποίηση θα έπασχε για όλη της τη ζωή από «περιπεπλεγμένο πένθος», γιατί η ασυνείδητη ενοχή του ότι ήθελε το θάνατό του και ότι ίσως γι αυτό πέθανε, δεν θα την άφηνε να δώσει τέλος σ’ αυτό το πένθος.
Και το «σαν ανέκδοτο».
Μια γυναίκα ανεβαίνει στο λεωφορείο από τους Μύθους για την Ιεράπετρα. Σε μια στάση ενδιάμεσα ανεβαίνει μια γνωστή της και εκείνη τη ρωτάει:
–Ήντα κάνει ορή ο άντρας σου.
–Ήντα να κάνει! Εκειά κείτεται όλη μέρα στο κρεβάτι και χάσκει, και ούτε ο διάολος τονε παίρνει ούτε καλά γίνεται.
Αυτά, για να μην τρέφουν οι παντρεμένοι ψευδαισθήσεις. Επίσης εκείνοι που ετοιμάζονται να πάρουν αλλοδαπές «νύφες-νοσοκόμες».
Υπάρχει μια λαϊκή ρήση που λέει «Οι παντρεμένοι ζουν σαν σκύλοι και πεθαίνουν σαν άνθρωποι, ενώ οι ανύπαντροι ζουν σαν άνθρωποι και πεθαίνουν σαν σκύλοι». Κατά πόσο ο πραγματικός εκείνος άνθρωπος που αναφέρεται στον πραγματικό διάλογο των πραγματικών εκείνων γυναικών πέθανε σαν πραγματικός άνθρωπος είναι πολύ αμφισβητήσιμο.
Το «σαν ανέκδοτο» ήταν στο μέσο της αφήγησης, αλλά θα το βάλουμε στο τέλος για να λειτουργήσει «καθαρτικά», όπως καθαρτικά λειτουργούσε και το σατυρικό δράμα σε κάθε παράσταση αρχαίας τραγωδίας μετά το τέλος της τριλογίας.
Είμαστε σε μια εκδήλωση «Χαράς και διασκέδασης» που διοργάνωσε ο καινουριοεκλεγμένος δήμαρχος Νέου Ηρακλείου Παντελής Βλασσόπουλος μαζί με τον συμπράξαντα μαζί του Γιώργο Βλαντή. (Στην επιστροφή χαρήκαμε: επί τέλους χιόνι!!!). Στην παρέα ο Γιάννης ο Δασκαλάκης, ο Μανώλης ο Πρατικάκης και εγώ. Ο Μανώλης ο Πρατικάκης βλέπει μια παλιά γνωστή του, χαιρετιόνται, και όταν αυτή απομακρύνεται μας λέει. –Αυτή ήταν χοντρή, και μόλις πέθανε ο άντρας της αδυνάτισε, θα πρέπει να έχασε πάνω από είκοσι κιλά. Ακολουθεί το «σαν ανέκδοτο» που το είπε ο Γιάννης ο Δασκαλάκης, και στη συνέχεια, ο Μανώλης, ως ψυχίατρος και όχι ως ποιητής, μας αφηγείται μια κλινική περίπτωση, μια γυναίκα που έπασχε από έντονους φόβους ότι θα πέθαινε ο άντρας της. Ο Μανώλης κατάλαβε ότι αυτό ήταν ασυνείδητη επιθυμία να πεθάνει και της το είπε. Αυτή του έβαλε τις φωνές και έφυγε. Μετά από κανένα εξάμηνο, αφού κλωθογύρισε καλά στο νου της τα λόγια του, ήλθε και του είπε ότι πράγματι είχε δίκιο, ότι ήθελε το θάνατο του άντρα της γιατί την καταπίεζε με το σόι του. Ο Μανώλης τότε μας είπε ότι ήταν τυχερή για δυο λόγους, πρώτον γιατί ο άντρας της δεν πέθανε στο ενδιάμεσο και δεύτερο γιατί συνειδητοποίησε τους πραγματικούς λόγους του φόβου της. Αν ο άντρας της είχε πεθάνει και αυτή δεν είχε κάνει αυτή τη συνειδητοποίηση θα έπασχε για όλη της τη ζωή από «περιπεπλεγμένο πένθος», γιατί η ασυνείδητη ενοχή του ότι ήθελε το θάνατό του και ότι ίσως γι αυτό πέθανε, δεν θα την άφηνε να δώσει τέλος σ’ αυτό το πένθος.
Και το «σαν ανέκδοτο».
Μια γυναίκα ανεβαίνει στο λεωφορείο από τους Μύθους για την Ιεράπετρα. Σε μια στάση ενδιάμεσα ανεβαίνει μια γνωστή της και εκείνη τη ρωτάει:
–Ήντα κάνει ορή ο άντρας σου.
–Ήντα να κάνει! Εκειά κείτεται όλη μέρα στο κρεβάτι και χάσκει, και ούτε ο διάολος τονε παίρνει ούτε καλά γίνεται.
Αυτά, για να μην τρέφουν οι παντρεμένοι ψευδαισθήσεις. Επίσης εκείνοι που ετοιμάζονται να πάρουν αλλοδαπές «νύφες-νοσοκόμες».
Υπάρχει μια λαϊκή ρήση που λέει «Οι παντρεμένοι ζουν σαν σκύλοι και πεθαίνουν σαν άνθρωποι, ενώ οι ανύπαντροι ζουν σαν άνθρωποι και πεθαίνουν σαν σκύλοι». Κατά πόσο ο πραγματικός εκείνος άνθρωπος που αναφέρεται στον πραγματικό διάλογο των πραγματικών εκείνων γυναικών πέθανε σαν πραγματικός άνθρωπος είναι πολύ αμφισβητήσιμο.
Friday, December 10, 2010
Li Yang, Blind shaft盲井
Li Yang, Blind shaft盲井 (2003)
Είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας της οποίας τα άλλα δύο μέρη είναι το «Τυφλό βουνό» (2007), και αναμένουμε και το «Τυφλό ποτάμι».
«Τυφλά εγκλήματα» είναι ο ελληνικός τίτλος, διαφέροντας από τον αγγλικό, που και αυτός συνήθως διαφέρει από τον κινέζικο. «Τυφλό πηγάδι» είναι ο κινέζικος και ο αγγλικός τίτλος.
Έξυπνο και πρωτότυπο σενάριο. Δυο ανθρακωρύχοι έχουν επινοήσει έναν τρόπο να βγάζουν λεφτά. Πλευρίζουν έναν άνθρωπο που ψάχνει για δουλειά. Του λένε ότι μπορεί να δουλέψει στο ανθρακωρυχείο μαζί τους, αλλά πρέπει να τον παρουσιάσουν σαν συγγενή τους για να τον προσλάβουν. Στη συνέχεια τον παρασέρνουν σε μια σκοτεινή στοά και τον σκοτώνουν, και παίρνουν μια μεγάλη αμοιβή για να «σκεπάσουν» το θέμα και να μην ανακατευθούν οι σχετικές υπηρεσίες για τα μέτρα ασφαλείας του ανθρακωρυχείου. Στην τελευταία τους όμως προσπάθεια, που θύμα τους είναι ένας νεαρός, τα πράγματα δεν τους πηγαίνουν καλά. Στην πραγματικότητα τα πράγματα γίνονται ακριβώς αντίστροφα.
Έξυπνο σενάριο, γεμάτο σασπένς, καθηλώνει το θεατή, που δεν μπορεί να μη νοιώσει ικανοποίηση στο τέλος βλέποντας τους δυο σατανικούς τύπους «να πηγαίνουν για μαλλί και να βγαίνουν κουρεμένοι».
Είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας της οποίας τα άλλα δύο μέρη είναι το «Τυφλό βουνό» (2007), και αναμένουμε και το «Τυφλό ποτάμι».
«Τυφλά εγκλήματα» είναι ο ελληνικός τίτλος, διαφέροντας από τον αγγλικό, που και αυτός συνήθως διαφέρει από τον κινέζικο. «Τυφλό πηγάδι» είναι ο κινέζικος και ο αγγλικός τίτλος.
Έξυπνο και πρωτότυπο σενάριο. Δυο ανθρακωρύχοι έχουν επινοήσει έναν τρόπο να βγάζουν λεφτά. Πλευρίζουν έναν άνθρωπο που ψάχνει για δουλειά. Του λένε ότι μπορεί να δουλέψει στο ανθρακωρυχείο μαζί τους, αλλά πρέπει να τον παρουσιάσουν σαν συγγενή τους για να τον προσλάβουν. Στη συνέχεια τον παρασέρνουν σε μια σκοτεινή στοά και τον σκοτώνουν, και παίρνουν μια μεγάλη αμοιβή για να «σκεπάσουν» το θέμα και να μην ανακατευθούν οι σχετικές υπηρεσίες για τα μέτρα ασφαλείας του ανθρακωρυχείου. Στην τελευταία τους όμως προσπάθεια, που θύμα τους είναι ένας νεαρός, τα πράγματα δεν τους πηγαίνουν καλά. Στην πραγματικότητα τα πράγματα γίνονται ακριβώς αντίστροφα.
Έξυπνο σενάριο, γεμάτο σασπένς, καθηλώνει το θεατή, που δεν μπορεί να μη νοιώσει ικανοποίηση στο τέλος βλέποντας τους δυο σατανικούς τύπους «να πηγαίνουν για μαλλί και να βγαίνουν κουρεμένοι».
Thursday, December 9, 2010
Wang Xiaoshuai, Ο ποδηλάτης του Πεκίνου 十七岁的单车 και In love we trust 左右
Wang Xiaoshuai, Ο ποδηλάτης του Πεκίνου 十七岁的单车 (2001), In love we trust 左右 (2002)
«Το ποδήλατο του δεκαεφτάχρονου» είναι ο αρχικός τίτλος, αλλά ένας τίτλος που δείχνει την προέλευση της ταινίας όπως «Ο ποδηλάτης του Πεκίνου» μπορεί να τραβήξει περισσότερους θεατές στα ταμεία. Καλογυρισμένη ταινία, που δείχνει τον αγώνα ενός δεκαεπτάχρονου επαρχιώτη να επιβιώσει στο Πεκίνο, όπου τόσοι κινέζοι επαρχιώτες καταφεύγουν για μια καλύτερη ζωή. Το όνειρο της αστυφιλίας, που τη λέμε και εσωτερική μετανάστευση, όπως και της κυριολεκτικής μετανάστευσης, δεν είναι πάντα ρόδινο, και στιγμές στιγμές μπορεί να γίνει πραγματικός εφιάλτης. Έχουμε δει και άλλες παρόμοιες κινέζικες ταινίες. Δυο «εφιαλτικές» στιγμές για τον ήρωά μας είναι όταν του κλέβουν το ποδήλατο, και, στο τέλος της ταινίας, όταν του το ποδοπατούν καταστρέφοντάς το. Πολύ καλός ο σκηνοθέτης Γουάνγκ Σιάοσουάι, τον είδαμε και στο In love we trust.
Το ξαναείδαμε το έργο για να γράψουμε και γι αυτό. Είδα την αρχή, είδα το τέλος, και μετά είδα και το ενδιάμεσο μέρος, δεν άντεξα να μην το ξαναδώ ολόκληρο. Μου άρεσε πολύ. Πρωτότυπη και συγκινητική ιστορία. Ένα κοριτσάκι που έχει λευχαιμία χρειάζεται μυελό οστών για μεταμόσχευση. Ούτε ο πατέρας του ούτε η μητέρα του είναι συμβατοί δότες. Μόνο ένα αδελφάκι θα μπορούσε να είναι συμβατός δότης.
Και εδώ αρχίζουν τα προβλήματα, γιατί οι γονείς είναι χωρισμένοι. Η μητέρα δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα, ο δεύτερος άντρας της φαίνεται να δείχνει κατανόηση. Εκείνος που έχει μεγάλο πρόβλημα είναι ο πατέρας, που η δεύτερη γυναίκα του, μια αεροσυνοδός, δεν θέλει ούτε να το ακούσει. Παρολαυτά κάμπτεται όταν επισκέπτεται το κοριτσάκι στο σπίτι.
Όμως η τεχνητή γονιμοποίηση δεν πετυχαίνει. Η γυναίκα έχει τρεις αποβολές και η κλινική δεν δέχεται να δοκιμάσει για τέταρτη φορά. Η μόνη περίπτωση είναι να συνευρεθούν σεξουαλικά οι πρώην σύζυγοι. Και εδώ αρχίζει το μεγάλο πρόβλημα. Όμως θα καμφθούν όλων οι αντιστάσεις μπροστά στην επιμονή της μάνας. Ο άντρας της το μόνο που θέλει είναι να μεγαλώσει το παιδί που θα γεννηθεί σαν δικό του παιδί, και οι μόνοι που θα ξέρουν το μυστικό θα είναι οι τέσσερίς τους.
Και δυο λόγια για τον τίτλο: Εδώ ο αγγλικός τίτλος ανταποκρίνεται ακριβώς στο περιεχόμενό του: Στην αγάπη εμπιστευόμαστε. Ο κινέζικος είναι ένα λογοπαίγνιο: Σημαίνει «περίπου», ενώ η κυριολεκτική σημασία είναι αριστερά-δεξιά. Εμείς λέμε πάνω-κάτω. Οι κινέζοι φαίνεται κοιτάζουν οριζόντια, ενώ εμείς κάθετα. Όταν οι πρώην σύζυγοι πηγαίνουν να συνευρεθούν, η γυναίκα τον καθοδηγεί. Σε κάποιο σταυροδρόμι του λέει να κάνει αριστερά, και στο επόμενο του λέει να κάνει δεξιά.
Πρόσφατα είδαμε το «Μαζί» του Τσεν Κάιγκε, για το οποίο γράψαμε, και που είναι η προ-προπροηγούμενη ανάρτηση. Βασικό θέμα και στα δυο έργα το «όλα για το παιδί μου» (για να παραφράσουμε τον τίτλο της ταινίας του Αλμοδοβάρ). Ακόμη, στα περισσότερα κινέζικα έργα (να αναφέρουμε και τον «Γαλάζιο αετό» που είδαμε μετά το «Μαζί»), όπως και στα ιρανικά, βλέπουμε ένα αληθινό παιδομάνι.
Και ένα ανθρωπολογικό στοιχείο, που το συνειδητοποίησα σε αυτή την ταινία: όπως εμείς ρωτάμε τον επισκέπτη μας «θα πιεις ένα καφέ;», αυτοί σπάνια λένε «θα πιεις τσάι;», ενώ πιο συχνά λένε «θέλεις ζεστό νερό;». Μάλιστα, ζεστό νερό, όπως χλιαρή μπύρα στον Αστερίξ.
«Το ποδήλατο του δεκαεφτάχρονου» είναι ο αρχικός τίτλος, αλλά ένας τίτλος που δείχνει την προέλευση της ταινίας όπως «Ο ποδηλάτης του Πεκίνου» μπορεί να τραβήξει περισσότερους θεατές στα ταμεία. Καλογυρισμένη ταινία, που δείχνει τον αγώνα ενός δεκαεπτάχρονου επαρχιώτη να επιβιώσει στο Πεκίνο, όπου τόσοι κινέζοι επαρχιώτες καταφεύγουν για μια καλύτερη ζωή. Το όνειρο της αστυφιλίας, που τη λέμε και εσωτερική μετανάστευση, όπως και της κυριολεκτικής μετανάστευσης, δεν είναι πάντα ρόδινο, και στιγμές στιγμές μπορεί να γίνει πραγματικός εφιάλτης. Έχουμε δει και άλλες παρόμοιες κινέζικες ταινίες. Δυο «εφιαλτικές» στιγμές για τον ήρωά μας είναι όταν του κλέβουν το ποδήλατο, και, στο τέλος της ταινίας, όταν του το ποδοπατούν καταστρέφοντάς το. Πολύ καλός ο σκηνοθέτης Γουάνγκ Σιάοσουάι, τον είδαμε και στο In love we trust.
Το ξαναείδαμε το έργο για να γράψουμε και γι αυτό. Είδα την αρχή, είδα το τέλος, και μετά είδα και το ενδιάμεσο μέρος, δεν άντεξα να μην το ξαναδώ ολόκληρο. Μου άρεσε πολύ. Πρωτότυπη και συγκινητική ιστορία. Ένα κοριτσάκι που έχει λευχαιμία χρειάζεται μυελό οστών για μεταμόσχευση. Ούτε ο πατέρας του ούτε η μητέρα του είναι συμβατοί δότες. Μόνο ένα αδελφάκι θα μπορούσε να είναι συμβατός δότης.
Και εδώ αρχίζουν τα προβλήματα, γιατί οι γονείς είναι χωρισμένοι. Η μητέρα δεν έχει ιδιαίτερο πρόβλημα, ο δεύτερος άντρας της φαίνεται να δείχνει κατανόηση. Εκείνος που έχει μεγάλο πρόβλημα είναι ο πατέρας, που η δεύτερη γυναίκα του, μια αεροσυνοδός, δεν θέλει ούτε να το ακούσει. Παρολαυτά κάμπτεται όταν επισκέπτεται το κοριτσάκι στο σπίτι.
Όμως η τεχνητή γονιμοποίηση δεν πετυχαίνει. Η γυναίκα έχει τρεις αποβολές και η κλινική δεν δέχεται να δοκιμάσει για τέταρτη φορά. Η μόνη περίπτωση είναι να συνευρεθούν σεξουαλικά οι πρώην σύζυγοι. Και εδώ αρχίζει το μεγάλο πρόβλημα. Όμως θα καμφθούν όλων οι αντιστάσεις μπροστά στην επιμονή της μάνας. Ο άντρας της το μόνο που θέλει είναι να μεγαλώσει το παιδί που θα γεννηθεί σαν δικό του παιδί, και οι μόνοι που θα ξέρουν το μυστικό θα είναι οι τέσσερίς τους.
Και δυο λόγια για τον τίτλο: Εδώ ο αγγλικός τίτλος ανταποκρίνεται ακριβώς στο περιεχόμενό του: Στην αγάπη εμπιστευόμαστε. Ο κινέζικος είναι ένα λογοπαίγνιο: Σημαίνει «περίπου», ενώ η κυριολεκτική σημασία είναι αριστερά-δεξιά. Εμείς λέμε πάνω-κάτω. Οι κινέζοι φαίνεται κοιτάζουν οριζόντια, ενώ εμείς κάθετα. Όταν οι πρώην σύζυγοι πηγαίνουν να συνευρεθούν, η γυναίκα τον καθοδηγεί. Σε κάποιο σταυροδρόμι του λέει να κάνει αριστερά, και στο επόμενο του λέει να κάνει δεξιά.
Πρόσφατα είδαμε το «Μαζί» του Τσεν Κάιγκε, για το οποίο γράψαμε, και που είναι η προ-προπροηγούμενη ανάρτηση. Βασικό θέμα και στα δυο έργα το «όλα για το παιδί μου» (για να παραφράσουμε τον τίτλο της ταινίας του Αλμοδοβάρ). Ακόμη, στα περισσότερα κινέζικα έργα (να αναφέρουμε και τον «Γαλάζιο αετό» που είδαμε μετά το «Μαζί»), όπως και στα ιρανικά, βλέπουμε ένα αληθινό παιδομάνι.
Και ένα ανθρωπολογικό στοιχείο, που το συνειδητοποίησα σε αυτή την ταινία: όπως εμείς ρωτάμε τον επισκέπτη μας «θα πιεις ένα καφέ;», αυτοί σπάνια λένε «θα πιεις τσάι;», ενώ πιο συχνά λένε «θέλεις ζεστό νερό;». Μάλιστα, ζεστό νερό, όπως χλιαρή μπύρα στον Αστερίξ.
Wednesday, December 8, 2010
Lou Υe, Η πορφυρή πεταλούδα
Lou Υe, Η πορφυρή πεταλούδα 紫蝴蝶 (2003)
Θα ήταν μια συναρπαστική περιπέτεια, ένα έργο κατασκοπείας, αν ο Lou Ye δεν επικεντρωνόταν στην ψυχογραφία των ηρώων, τα διλήμματα και τις εντάσεις που τους ταλανίζουν. Με ένα από τα βασικά θέματα να είναι «τα σύνορα της αγάπης», βλέπουμε την κινέζα και τον γιαπωνέζο, συμμαθητές στα εφηβικά τους χρόνια στη Μαντζουρία, να εργάζονται ως κατάσκοποι καθένας για τη χώρα του. Αυτή εκτελεί αποστολή, να πλευρίσει τον παλιό της φίλο. Ο φίλος της αντιλαμβάνεται ότι η επανασύνδεση δεν είναι αθώα, όμως την αγαπάει και της προτείνει να φύγουν για το Τόκιο (Βρισκόμαστε στην Σανγκάη, πριν τον βομβαρδισμό της το 1937 αλλά μετά την κατάληψη της Μαντζουρίας). Στόχος είναι να βοηθήσει στην εκτέλεση ενός γιαπωνέζου κατάσκοπου, υψηλά ιστάμενου.
Νομίζω σεναριακά την παράσταση την κλέβει ο κινέζος εκείνος που συλλαμβάνεται από τους γιαπωνέζους κατά λάθος, τον απειλούν με τη ζωή του αν δεν συνεργαστεί μαζί τους, δυο φορές είναι έτοιμος να αυτοκτονήσει αλλά τελικά επιλέγει την πατριωτική διέξοδο. Πηγαίνει στο χορό όπου βρίσκεται το ζευγάρι και σκοτώνει τον γιαπωνέζο, ο οποίος ήταν στην ομάδα εκείνων που τον είχαν απαγάγει.
O Lou Ye έχει περίπου τη μούγκα του Αγγελόπουλου, πράγμα που δεν με βοηθάει, μια και ένας βασικός λόγος που βλέπω κινέζικες ταινίες είναι για να εξασκήσω τη γλώσσα. Όμως είναι εξαιρετικός σκηνοθέτης (θυμάμαι το «Ποτάμι»). Με αργούς ρυθμούς στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, εκτός από τις στιγμές κορύφωσης της δράσης, εκεί δηλαδή που πέφτει το πιστολίδι, εστιάζει στα πρόσωπα των ηρώων, σαν μυθιστοριογράφος, για να «διαβάσουμε» τις ψυχικές τους διαθέσεις στην έκφραση του προσώπου τους.
Δυο από τις καλύτερες στιγμές του έργου είναι οι εξής: Η πρώτη, εκεί που η κινέζα με τον κινέζο σύντροφό της περνάνε δίπλα από μια διαδήλωση κατά των γιαπωνέζων, προς την αντίθετη κατεύθυνση, σαν δυο φιλήσυχοι πολίτες που δεν θέλουν να ανακατευτούν, ενώ στην πραγματικότητα ρισκάρουν τη ζωή τους για την πατρίδα τους. Η δεύτερη, αμέσως μετά, που κάνουν έναν απελπισμένο έρωτα μετά την ένταση της ημέρας. Ύστερα από ένα χρόνο. Είχαν αποφασίσει να μην είναι πια ζευγάρι αλλά να συνεχίσουν να είναι σύντροφοι στον αγώνα. Η μεγάλη σκηνοθετική ικανότητα του Λόου Γιε μετατρέπει μια πατριωτική ταινία σε ένα εκπληκτικό ψυχογράφημα των ηρώων.
Ο γιαπωνέζος αρχικατάσκοπος που τον σκοτώνουν οι πατριώτες ενώ πηγαίνει στο χορό, ονομάζεται Γιαμαμότο.
Και θυμήθηκα τον Γιαμαμότο, τον γιαπωνέζο ναύαρχο που οικοδόμησε την υπεροχή της Ιαπωνίας στις αρχές του πολέμου. Το καλοκαίρι σε ένα ντοκιμαντέρ έμαθα με ποιον τρόπο πέθανε. Οι αμερικάνοι, που είχαν σπάσει τους κώδικες των γιαπωνέζων, ήξεραν για μια επικείμενη πτήση του πάνω από κάποια νησιά του Ειρηνικού. Ενημέρωσαν τον πρόεδρο. Αυτός έδωσε την συγκατάθεσή του για την εκτέλεσή του. Ένα σμήνος αμερικανικών αεροπλάνων κατέρριψαν το αεροσκάφος του, που έπεσε στη ζούγκλα και έγινε συντρίμμια.
Ξεστρατίζω με συνειρμούς πολύ συχνά τα κείμενά μου.
Γαμώτο!
Θα ήταν μια συναρπαστική περιπέτεια, ένα έργο κατασκοπείας, αν ο Lou Ye δεν επικεντρωνόταν στην ψυχογραφία των ηρώων, τα διλήμματα και τις εντάσεις που τους ταλανίζουν. Με ένα από τα βασικά θέματα να είναι «τα σύνορα της αγάπης», βλέπουμε την κινέζα και τον γιαπωνέζο, συμμαθητές στα εφηβικά τους χρόνια στη Μαντζουρία, να εργάζονται ως κατάσκοποι καθένας για τη χώρα του. Αυτή εκτελεί αποστολή, να πλευρίσει τον παλιό της φίλο. Ο φίλος της αντιλαμβάνεται ότι η επανασύνδεση δεν είναι αθώα, όμως την αγαπάει και της προτείνει να φύγουν για το Τόκιο (Βρισκόμαστε στην Σανγκάη, πριν τον βομβαρδισμό της το 1937 αλλά μετά την κατάληψη της Μαντζουρίας). Στόχος είναι να βοηθήσει στην εκτέλεση ενός γιαπωνέζου κατάσκοπου, υψηλά ιστάμενου.
Νομίζω σεναριακά την παράσταση την κλέβει ο κινέζος εκείνος που συλλαμβάνεται από τους γιαπωνέζους κατά λάθος, τον απειλούν με τη ζωή του αν δεν συνεργαστεί μαζί τους, δυο φορές είναι έτοιμος να αυτοκτονήσει αλλά τελικά επιλέγει την πατριωτική διέξοδο. Πηγαίνει στο χορό όπου βρίσκεται το ζευγάρι και σκοτώνει τον γιαπωνέζο, ο οποίος ήταν στην ομάδα εκείνων που τον είχαν απαγάγει.
O Lou Ye έχει περίπου τη μούγκα του Αγγελόπουλου, πράγμα που δεν με βοηθάει, μια και ένας βασικός λόγος που βλέπω κινέζικες ταινίες είναι για να εξασκήσω τη γλώσσα. Όμως είναι εξαιρετικός σκηνοθέτης (θυμάμαι το «Ποτάμι»). Με αργούς ρυθμούς στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, εκτός από τις στιγμές κορύφωσης της δράσης, εκεί δηλαδή που πέφτει το πιστολίδι, εστιάζει στα πρόσωπα των ηρώων, σαν μυθιστοριογράφος, για να «διαβάσουμε» τις ψυχικές τους διαθέσεις στην έκφραση του προσώπου τους.
Δυο από τις καλύτερες στιγμές του έργου είναι οι εξής: Η πρώτη, εκεί που η κινέζα με τον κινέζο σύντροφό της περνάνε δίπλα από μια διαδήλωση κατά των γιαπωνέζων, προς την αντίθετη κατεύθυνση, σαν δυο φιλήσυχοι πολίτες που δεν θέλουν να ανακατευτούν, ενώ στην πραγματικότητα ρισκάρουν τη ζωή τους για την πατρίδα τους. Η δεύτερη, αμέσως μετά, που κάνουν έναν απελπισμένο έρωτα μετά την ένταση της ημέρας. Ύστερα από ένα χρόνο. Είχαν αποφασίσει να μην είναι πια ζευγάρι αλλά να συνεχίσουν να είναι σύντροφοι στον αγώνα. Η μεγάλη σκηνοθετική ικανότητα του Λόου Γιε μετατρέπει μια πατριωτική ταινία σε ένα εκπληκτικό ψυχογράφημα των ηρώων.
Ο γιαπωνέζος αρχικατάσκοπος που τον σκοτώνουν οι πατριώτες ενώ πηγαίνει στο χορό, ονομάζεται Γιαμαμότο.
Και θυμήθηκα τον Γιαμαμότο, τον γιαπωνέζο ναύαρχο που οικοδόμησε την υπεροχή της Ιαπωνίας στις αρχές του πολέμου. Το καλοκαίρι σε ένα ντοκιμαντέρ έμαθα με ποιον τρόπο πέθανε. Οι αμερικάνοι, που είχαν σπάσει τους κώδικες των γιαπωνέζων, ήξεραν για μια επικείμενη πτήση του πάνω από κάποια νησιά του Ειρηνικού. Ενημέρωσαν τον πρόεδρο. Αυτός έδωσε την συγκατάθεσή του για την εκτέλεσή του. Ένα σμήνος αμερικανικών αεροπλάνων κατέρριψαν το αεροσκάφος του, που έπεσε στη ζούγκλα και έγινε συντρίμμια.
Ξεστρατίζω με συνειρμούς πολύ συχνά τα κείμενά μου.
Γαμώτο!
Tuesday, December 7, 2010
Zhuangzhuang Tian, O γαλάζιος αετός
Zhuangzhuang Tian, O γαλάζιος αετός 蓝风筝 (1993)
Μετά το «Να ζεις» του Τζανγκ Γιμόου ο «Γαλάζιος αετός» είναι η δεύτερη ταινία που είδαμε να κάνει μια, πολύ σκληρότερη, κριτική στην μαοϊκή Κίνα. Μέσα από την ιστορία της οικογένειας του Τιέ Τόου, του «σιδεροκέφαλου», που αποτελεί και τον αφηγητή της ταινίας, βλέπουμε την ιστορία της Κίνας μετά την εγκαθίδρυση της λαοκρατικής δημοκρατίας: Το «Μεγάλο άλμα», την προσπάθεια εκβιομηχάνισης, το κυνήγι των σπουργιτιών, τις κομμούνες με τα κοινά συσσίτια, και τέλος την πιο θλιβερή εποχή της πολιτιστικής επανάστασης, μέχρι το 1968, πριν προλάβει να ενηλικιωθεί ο ήρωάς μας. Βλέπουμε τις ακρότητες, και πόσο υπέφερε ο απλός κόσμος. Ο πατέρας του Τιέ Τόου, υπάλληλος σε βιβλιοθήκη, στέλνεται να δουλέψει στην επαρχία ως δεξιός. Δουλεύει στην υλοτομία δασών. Ένα δένδρο πέφτει και τον πλακώνει, σκοτώνοντάς τον ακαριαία. Ο δεύτερος άντρας της μητέρας του πεθαίνει από καρδιακό νόσημα ενώ ο τρίτος, θύμα των εκκαθαρίσεων των ερυθροφρουρών, θα ζητήσει από τη γυναίκα του να χωρίσουν για να μην διωχθεί και αυτή.
Μάταια. Όταν τον συλλαμβάνουν τυχαίνει να περνάει από κοντά, παρεμβαίνει για να τον προστατέψει γιατί έχει προβλήματα με την καρδιά του, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και αυτή ως αντεπαναστάτρια. Όσο για τον Τιέ Τόου, που τώρα μπαίνει στην εφηβεία, εισπράττει και αυτός ένα γερό ξύλο καθώς προσπαθεί να υπερασπιστεί τη μητέρα του. Στο τέλος της ταινίας τον βλέπουμε ξαπλωμένο στο έδαφος, να συνέρχεται από τα κτυπήματα και να ατενίζει έναν αετό που είχε σκαλώσει πάνω σε ένα δέντρο.
Οι σκέψεις μας:
Η νεολαία είναι πάντοτε ευάλωτη. Μπορεί να αγωνιστεί για το καλύτερο, αλλά και για το χειρότερο. Η χιτλερική νεολαία ήταν ένα πολύ ζωντανό κομμάτι του ναζιστικού κόμματος.
Και οι ερυθροφρουροί;
Η Helen, η δασκάλα μου στον ελληνοκινεζικό σύνδεσμο (δεν θυμάμαι το κινέζικο όνομά της), μας είπε ότι τη γενιά των ερυθροφρουρών στην οποία ανήκει και ο πατέρας της την ονομάζουν σήμερα ως χαμένη γενιά.
Για ποιο λόγο.
Παράτησαν τα σχολεία τους για να κυνηγήσουν τους αντεπαναστάτες, και πρώτους και καλύτερους τους δασκάλους τους, όσοι ήσαν αυστηροί μαζί τους. Το βλέπουμε σε επεισόδιο της ταινίας, οι μαθητές να προπηλακίζουν τη διευθύντρια του σχολείου τους για την αυστηρότητά της, αφού πρώτα έχουν κάψει τα βιβλία τους.
Και οι δικοί μας μαθητές καίνε τα βιβλία τους, ευτυχώς στο τέλος της χρονιάς, όταν δεν τα χρειάζονται πια. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που θα τα χρειαστούν, αφού για να μείνεις μετεξεταστέος σήμερα πρέπει να κάνεις αίτηση (για να το πω κομψά). Ακόμη, δεν παρατάνε τα βιβλία τους για να κυνηγήσουν αντεπαναστάτες, και μάλιστα για χρόνια. Κάτι επετειακές καταλήψεις που κάνουν, κάπου δυο βδομάδες, δεν θα επηρεάσουν σημαντικά την απόδοσή τους. Σε κάποιους θα δώσουν την ψευδαίσθηση στην καλύτερη περίπτωση και την πρόφαση στη χειρότερη, ότι αγωνίζονται ενάντια στο σύστημα. Κάποιοι άλλοι θα τρίβουν τα χέρια τους που δεν θα κάνουν μάθημα για λίγες μέρες. Στο σχολείο το δικό μου, όπου οι μαθητές πέρυσι έκαναν κατάληψη που ευτυχώς κράτησε πολύ λίγο, μας είπαν οι εκπρόσωποί τους με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι την σχεδίασαν δεκαπέντε μέρες πριν τις γιορτές για να κάνουν συνολικά ένα μήνα διακοπές. Όχι τίποτε άλλο, αλλά έτσι εκφυλίζονται μορφές αγώνα που κάποια στιγμή μπορεί να τους χρειαστούν πραγματικά.
Να κλείσω με κάτι που δεν αναφέρεται στην ταινία: Οι ερυθροφρουροί, μόλις πριν λίγες δεκαετίες, κατέστρεψαν πάρα πολλούς πολιτιστικούς θησαυρούς της Κίνας, με το πρόσχημα ότι ήταν κατάλοιπα του φεουδαρχικού καθεστώτος. Σε μας τη δουλειά την έκαναν οι νεοφώτιστοι χριστιανοί. Σήμερα συνεχίζεται το έργο με τους Ταλιμπάν, για τους οποίους διαβάσαμε πρόσφατα ότι κατέστρεψαν ένα πανάρχαιο και πελώριο άγαλμα του Βούδα.
Και κάτι ακόμη: πρόεδρος μιας πανκινεζικής οργάνωσης για άτομα με ειδικές ανάγκες είναι ο γιος του Ντενγκ Χιαοπίνγκ. Ο πατέρας του, που αργότερα έγινε πρόεδρος της Κίνας, ήταν ένα από τα θύματα των διώξεων. Ο γιος του ξυλοκοπήθηκε άγρια γιατί αρνήθηκε να αποκηρύξει τον πατέρα του και έμεινε ανάπηρος.
Δεν αναφέραμε καθόλου τον σκηνοθέτη, τον Τιάν Τζουανγκτζουάνγκ (Στα κινέζικα η πρώτη, μονοσύλλαβη λέξη είναι το επίθετο και η δεύτερη, η δισύλλαβη, το όνομα), που τον είδαμε και στο «Άνοιξη σε μια μικρή πόλη». Είναι εξαιρετικός.
Μετά το «Να ζεις» του Τζανγκ Γιμόου ο «Γαλάζιος αετός» είναι η δεύτερη ταινία που είδαμε να κάνει μια, πολύ σκληρότερη, κριτική στην μαοϊκή Κίνα. Μέσα από την ιστορία της οικογένειας του Τιέ Τόου, του «σιδεροκέφαλου», που αποτελεί και τον αφηγητή της ταινίας, βλέπουμε την ιστορία της Κίνας μετά την εγκαθίδρυση της λαοκρατικής δημοκρατίας: Το «Μεγάλο άλμα», την προσπάθεια εκβιομηχάνισης, το κυνήγι των σπουργιτιών, τις κομμούνες με τα κοινά συσσίτια, και τέλος την πιο θλιβερή εποχή της πολιτιστικής επανάστασης, μέχρι το 1968, πριν προλάβει να ενηλικιωθεί ο ήρωάς μας. Βλέπουμε τις ακρότητες, και πόσο υπέφερε ο απλός κόσμος. Ο πατέρας του Τιέ Τόου, υπάλληλος σε βιβλιοθήκη, στέλνεται να δουλέψει στην επαρχία ως δεξιός. Δουλεύει στην υλοτομία δασών. Ένα δένδρο πέφτει και τον πλακώνει, σκοτώνοντάς τον ακαριαία. Ο δεύτερος άντρας της μητέρας του πεθαίνει από καρδιακό νόσημα ενώ ο τρίτος, θύμα των εκκαθαρίσεων των ερυθροφρουρών, θα ζητήσει από τη γυναίκα του να χωρίσουν για να μην διωχθεί και αυτή.
Μάταια. Όταν τον συλλαμβάνουν τυχαίνει να περνάει από κοντά, παρεμβαίνει για να τον προστατέψει γιατί έχει προβλήματα με την καρδιά του, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και αυτή ως αντεπαναστάτρια. Όσο για τον Τιέ Τόου, που τώρα μπαίνει στην εφηβεία, εισπράττει και αυτός ένα γερό ξύλο καθώς προσπαθεί να υπερασπιστεί τη μητέρα του. Στο τέλος της ταινίας τον βλέπουμε ξαπλωμένο στο έδαφος, να συνέρχεται από τα κτυπήματα και να ατενίζει έναν αετό που είχε σκαλώσει πάνω σε ένα δέντρο.
Οι σκέψεις μας:
Η νεολαία είναι πάντοτε ευάλωτη. Μπορεί να αγωνιστεί για το καλύτερο, αλλά και για το χειρότερο. Η χιτλερική νεολαία ήταν ένα πολύ ζωντανό κομμάτι του ναζιστικού κόμματος.
Και οι ερυθροφρουροί;
Η Helen, η δασκάλα μου στον ελληνοκινεζικό σύνδεσμο (δεν θυμάμαι το κινέζικο όνομά της), μας είπε ότι τη γενιά των ερυθροφρουρών στην οποία ανήκει και ο πατέρας της την ονομάζουν σήμερα ως χαμένη γενιά.
Για ποιο λόγο.
Παράτησαν τα σχολεία τους για να κυνηγήσουν τους αντεπαναστάτες, και πρώτους και καλύτερους τους δασκάλους τους, όσοι ήσαν αυστηροί μαζί τους. Το βλέπουμε σε επεισόδιο της ταινίας, οι μαθητές να προπηλακίζουν τη διευθύντρια του σχολείου τους για την αυστηρότητά της, αφού πρώτα έχουν κάψει τα βιβλία τους.
Και οι δικοί μας μαθητές καίνε τα βιβλία τους, ευτυχώς στο τέλος της χρονιάς, όταν δεν τα χρειάζονται πια. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που θα τα χρειαστούν, αφού για να μείνεις μετεξεταστέος σήμερα πρέπει να κάνεις αίτηση (για να το πω κομψά). Ακόμη, δεν παρατάνε τα βιβλία τους για να κυνηγήσουν αντεπαναστάτες, και μάλιστα για χρόνια. Κάτι επετειακές καταλήψεις που κάνουν, κάπου δυο βδομάδες, δεν θα επηρεάσουν σημαντικά την απόδοσή τους. Σε κάποιους θα δώσουν την ψευδαίσθηση στην καλύτερη περίπτωση και την πρόφαση στη χειρότερη, ότι αγωνίζονται ενάντια στο σύστημα. Κάποιοι άλλοι θα τρίβουν τα χέρια τους που δεν θα κάνουν μάθημα για λίγες μέρες. Στο σχολείο το δικό μου, όπου οι μαθητές πέρυσι έκαναν κατάληψη που ευτυχώς κράτησε πολύ λίγο, μας είπαν οι εκπρόσωποί τους με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι την σχεδίασαν δεκαπέντε μέρες πριν τις γιορτές για να κάνουν συνολικά ένα μήνα διακοπές. Όχι τίποτε άλλο, αλλά έτσι εκφυλίζονται μορφές αγώνα που κάποια στιγμή μπορεί να τους χρειαστούν πραγματικά.
Να κλείσω με κάτι που δεν αναφέρεται στην ταινία: Οι ερυθροφρουροί, μόλις πριν λίγες δεκαετίες, κατέστρεψαν πάρα πολλούς πολιτιστικούς θησαυρούς της Κίνας, με το πρόσχημα ότι ήταν κατάλοιπα του φεουδαρχικού καθεστώτος. Σε μας τη δουλειά την έκαναν οι νεοφώτιστοι χριστιανοί. Σήμερα συνεχίζεται το έργο με τους Ταλιμπάν, για τους οποίους διαβάσαμε πρόσφατα ότι κατέστρεψαν ένα πανάρχαιο και πελώριο άγαλμα του Βούδα.
Και κάτι ακόμη: πρόεδρος μιας πανκινεζικής οργάνωσης για άτομα με ειδικές ανάγκες είναι ο γιος του Ντενγκ Χιαοπίνγκ. Ο πατέρας του, που αργότερα έγινε πρόεδρος της Κίνας, ήταν ένα από τα θύματα των διώξεων. Ο γιος του ξυλοκοπήθηκε άγρια γιατί αρνήθηκε να αποκηρύξει τον πατέρα του και έμεινε ανάπηρος.
Δεν αναφέραμε καθόλου τον σκηνοθέτη, τον Τιάν Τζουανγκτζουάνγκ (Στα κινέζικα η πρώτη, μονοσύλλαβη λέξη είναι το επίθετο και η δεύτερη, η δισύλλαβη, το όνομα), που τον είδαμε και στο «Άνοιξη σε μια μικρή πόλη». Είναι εξαιρετικός.
Monday, December 6, 2010
Chen kai ge, Μαζί
Chen kai ge, Μαζί ( 和你在一起) 2002
Κάπου στη μέση της ταινίας σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να γράψω γι αυτήν. Αλλά το στοιχημάτισα με τον εαυτό μου: Ανάλογα με το τέλος.
Ένας πατέρας αγωνίζεται για να αναδείξει το ταλέντο του γιου του στο βιολί. Αφού ο γιος του σαρώνει τα μουσικά βραβεία στην επαρχία που ζουν, πηγαίνουν στο Πεκίνο. Του βρίσκει έναν δάσκαλο, αποτυχημένο, δυστυχισμένο, παραιτημένο, και έτσι κάποια στιγμή ψάχνει για κάποιον καλύτερο. Τον βρίσκει. Αυτός θα πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στον 13χρονο νεαρό και σε ένα περίπου συνομήλικό του κορίτσι ποιον θα στείλει για να παίξει σε μια συναυλία, το κονσέρτο για βιολί του Τσαϊκόφσκι. Η επιλογή θα γίνει την τελευταία στιγμή.
Ο πατέρας δεν θέλει να παρευρεθεί στη συναυλία, μήπως αγχωθεί ο γιος του και δεν παίξει καλά. Έχει βγάλει ήδη εισιτήριο με το τραίνο, να γυρίσει στην επαρχία να δουλέψει για να βγάλει λεφτά, που θα χρειαστούν για τις μουσικές σπουδές του γιου του στο εξωτερικό.
Η απόφαση:
Όλα τα δυτικά έργα τελειώνουν με την επιτυχία του ήρωα. Λέω στον εαυτό μου: αν ο νεαρός προκριθεί για την επιτυχία, δεν θα γράψω για την ταινία.
Ο νεαρός την τελευταία στιγμή το σκάει και πηγαίνει να συναντήσει τον πατέρα του στο σταθμό του τραίνου. Που δεν είναι ο πραγματικός του πατέρας αλλά ένας άνδρας που τον βρήκε παρατημένο, δυο χρονών, με ένα βιολί δίπλα του. Ωραίο εύρημα του Τσεν Κάιγκε, για να δείξει ότι δεν είναι το αίμα που μετράει, αλλά η αγάπη και η αφοσίωση ανθρώπων που ζουν μαζί.
Ενώ το άλλο κορίτσι παίζει στη συναυλία, ο νεαρός με το βιολί του παίζει στο σταθμό του τραίνου τα κομμάτια όπου παίζει μόνο του το βιολί, μπροστά σε ένα εκστασιασμένο κοινό που έχει μαζευτεί γύρω τους.
Καλογυρισμένη ταινία, που, όπως συμβαίνει με τα έργα των μεγάλων σκηνοθετών, το σενάριο υπογράφει ο Chen Kaige, εδώ μαζί με τον Shoue Shaolou.
Το έργο το βλέπω σαν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα αντίληψης ζωής. Σε αντίθεση με τη Δύση που λατρεύει την επιτυχία, η Ανατολή φαίνεται να εκτιμά περισσότερο τις ανθρώπινες σχέσεις, την ζεστασιά των αισθημάτων.
Κάπου στη μέση της ταινίας σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να γράψω γι αυτήν. Αλλά το στοιχημάτισα με τον εαυτό μου: Ανάλογα με το τέλος.
Ένας πατέρας αγωνίζεται για να αναδείξει το ταλέντο του γιου του στο βιολί. Αφού ο γιος του σαρώνει τα μουσικά βραβεία στην επαρχία που ζουν, πηγαίνουν στο Πεκίνο. Του βρίσκει έναν δάσκαλο, αποτυχημένο, δυστυχισμένο, παραιτημένο, και έτσι κάποια στιγμή ψάχνει για κάποιον καλύτερο. Τον βρίσκει. Αυτός θα πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στον 13χρονο νεαρό και σε ένα περίπου συνομήλικό του κορίτσι ποιον θα στείλει για να παίξει σε μια συναυλία, το κονσέρτο για βιολί του Τσαϊκόφσκι. Η επιλογή θα γίνει την τελευταία στιγμή.
Ο πατέρας δεν θέλει να παρευρεθεί στη συναυλία, μήπως αγχωθεί ο γιος του και δεν παίξει καλά. Έχει βγάλει ήδη εισιτήριο με το τραίνο, να γυρίσει στην επαρχία να δουλέψει για να βγάλει λεφτά, που θα χρειαστούν για τις μουσικές σπουδές του γιου του στο εξωτερικό.
Η απόφαση:
Όλα τα δυτικά έργα τελειώνουν με την επιτυχία του ήρωα. Λέω στον εαυτό μου: αν ο νεαρός προκριθεί για την επιτυχία, δεν θα γράψω για την ταινία.
Ο νεαρός την τελευταία στιγμή το σκάει και πηγαίνει να συναντήσει τον πατέρα του στο σταθμό του τραίνου. Που δεν είναι ο πραγματικός του πατέρας αλλά ένας άνδρας που τον βρήκε παρατημένο, δυο χρονών, με ένα βιολί δίπλα του. Ωραίο εύρημα του Τσεν Κάιγκε, για να δείξει ότι δεν είναι το αίμα που μετράει, αλλά η αγάπη και η αφοσίωση ανθρώπων που ζουν μαζί.
Ενώ το άλλο κορίτσι παίζει στη συναυλία, ο νεαρός με το βιολί του παίζει στο σταθμό του τραίνου τα κομμάτια όπου παίζει μόνο του το βιολί, μπροστά σε ένα εκστασιασμένο κοινό που έχει μαζευτεί γύρω τους.
Καλογυρισμένη ταινία, που, όπως συμβαίνει με τα έργα των μεγάλων σκηνοθετών, το σενάριο υπογράφει ο Chen Kaige, εδώ μαζί με τον Shoue Shaolou.
Το έργο το βλέπω σαν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα αντίληψης ζωής. Σε αντίθεση με τη Δύση που λατρεύει την επιτυχία, η Ανατολή φαίνεται να εκτιμά περισσότερο τις ανθρώπινες σχέσεις, την ζεστασιά των αισθημάτων.
Saturday, December 4, 2010
Abbas Kiarostami, copie conforme, γνήσιο αντίγραφο
Abbas Kiarostami, copie conforme, γνήσιο αντίγραφο (2010)
Μια ακόμη ταινία του Abbas Kiarostami που όμως γιουχαΐστηκε στο φεστιβάλ Καννών. Και εμένα δεν μου πολυάρεσε, για άλλους λόγους όμως. Τη βρήκα πολύ «δυτική». Έψαξα να βρω κάποια κριτική στο ίντερνετ. Βρήκα την παρακάτω, μια παρουσίαση του Brad Prevet, που όμως δεν με βρίσκει σύμφωνο. Παραθέτω το link.
Αυτό με το οποίο διαφώνησα ήταν αυτή η τάση γενίκευσης που δίνει ο Brad Prevet στο έργο. Παραθέτω την παράγραφο: Certified Copy takes its title literally. We are watching a couple play out the roles of any number of couples before them. This is to say they know each other and they don't know each other. It's a film examining relationships one moment at a time and once the moment passes we move on to the next. Binoche and Shimmel are playing any one couple as much as they are playing all couples, in what amounts to Kiarostami's attempt at a wholly universal love story in every sense of the phrase.
Εδώ μπαίνει βέβαια ένα γενικότερο πρόβλημα, που έχει μάλλον τις ρίζες του στον ρεαλισμό, τόσο στον κριτικό όσο και στον σοσιαλιστικό, το να θεωρείται ένα αφηγηματικό έργο μια μικρογραφία μιας πλευράς της πραγματικότητας, κάτι σαν τις μονάδες του Λάιμπνιτς. Αυτό συχνά οδηγεί σε επιπόλαιες γενικεύσεις, όπως στην παραπάνω, ότι ο Κιαροστάμι θέλει να δώσει μια –ας μη μεταφράσω καλύτερα, a wholly universal love story in every sense of the phrase. Η καθολικότητα δεν βρίσκεται στην ερωτική ιστορία, που κάθε άλλο παρά γενική είναι, αλλά θα έλεγα εντελώς μοναδική, αλλά στην ψυχολογία μιας γυναίκας που υπήρξε παντρεμένη, μεγαλώνει μόνη της ένα γιο και λαχταρά μια ερωτική σχέση.
Ξεναγώντας τον άνδρα, τον πηγαίνει σε ένα μουσείο όπου υπάρχει ο πίνακας του εξώφυλλου του βιβλίου του, στην παρουσίαση του οποίου τον γνώρισε. Του είπε ότι για διακόσια χρόνια θεωρήθηκε αληθινός, αλλά κατόπιν αποκαλύφθηκε ότι ήταν αντίγραφο. Ήταν όμως ένα τόσο πιστό αντίγραφο ώστε κράτησε τη θέση του στο μουσείο.
Αυτό το γεγονός που δίνει και τον τίτλο στην ταινία αποτελεί και το κλειδί της κατανόησης της ταινίας. Η σερβιτόρα στο καφενείο όπου πηγαίνουν νομίζει ότι ο άνδρας είναι σύζυγός της. Η γυναίκα (Juliette Binoche) δεν την διαψεύδει. Στη συνέχεια του ζητάει να ποζάρουν σε μια εκκλησία σε δήθεν αναμνηστική φωτογραφία του γάμου τους, όπως κάνουν πολλά ζευγάρια. Αυτός αρνείται αρχικά, αλλά στη συνέχεια υποχωρεί, για να παρασυρθεί τελικά στο παιχνίδι ότι είναι πράγματι ζευγάρι με δεκαπέντε χρόνια γάμου πίσω τους. Η γυναίκα τον καλεί να επισκεφτούν το δωμάτιο στο ξενοδοχείο που πέρασαν την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Ξαπλώνει στον κρεβάτι και τον καλεί. Ο άντρας της υπενθυμίζει ότι στις 9 η ώρα θα πρέπει να πάρει το τραίνο. Βγαίνει στο μπαλκόνι ενώ ακούγονται οι καμπάνες μιας εκκλησίας.
Το έργο αυτό είναι ένα από τα λίγα αφηγηματικά έργα που έχω δει με ανοιχτό τέλος. Τελικά μένει; Φεύγει; Όμως παρόλο που το τέλος είναι πρωτότυπα ανοιχτό, παραβιάζει παγιωμένες αφηγηματικές συμβάσεις, όπως αυτή του να θέλει ο θεατής να ξέρει το τέλος της ιστορίας. Όμως ο Κιαροστάμι, με το ανοιχτό τέλος θέλει να μας δείξει ότι δεν έχει γράψει ένα ρομάντζο (το σενάριο είναι δικό του) με τραγικό ή αίσιο τέλος, γιατί το τέλος αυτό θα ξεστράτιζε από το «μήνυμα» του έργου: Την εικονογράφηση μιας γυναίκας μόνης στη ζωή, που ψάχνει απεγνωσμένα για ένα σύντροφο. Ναι, αυτό πράγματι είναι κάτι γενικό.
(Όσο και να προσπαθώ, εδώ και χρόνια, δεν κατάφερα να βρω την ταινία, από τις πρώτες που είδα σε dvd, όπου οι ήρωες, απομονωμένοι σε ένα νησί, βλέπουν ένα αεροπλάνο να έρχεται, και δεν ξέρουν αν κουβαλά φίλους ή τους διώχτες τους. Σ’ αυτό το σημείο τελειώνει το έργο. Παρεμπιπτόντως ανοιχτό τέλος έχει και το «Διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή και το «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν).
Μια εγχείρηση καταρράκτη που έκανα χθες μου επιτρέπει να βλέπω ταινίες αλλά όχι να διαβάζω, πριν περάσουν δεκαπέντε μέρες και αλλάξω φακό στα γυαλιά. Περιέργως τα γυαλιά που έχω για τον υπολογιστή δεν με δυσκολεύουν, γι αυτό μπορώ και γράφω αυτές τις γραμμές.
Μια ακόμη ταινία του Abbas Kiarostami που όμως γιουχαΐστηκε στο φεστιβάλ Καννών. Και εμένα δεν μου πολυάρεσε, για άλλους λόγους όμως. Τη βρήκα πολύ «δυτική». Έψαξα να βρω κάποια κριτική στο ίντερνετ. Βρήκα την παρακάτω, μια παρουσίαση του Brad Prevet, που όμως δεν με βρίσκει σύμφωνο. Παραθέτω το link.
Αυτό με το οποίο διαφώνησα ήταν αυτή η τάση γενίκευσης που δίνει ο Brad Prevet στο έργο. Παραθέτω την παράγραφο: Certified Copy takes its title literally. We are watching a couple play out the roles of any number of couples before them. This is to say they know each other and they don't know each other. It's a film examining relationships one moment at a time and once the moment passes we move on to the next. Binoche and Shimmel are playing any one couple as much as they are playing all couples, in what amounts to Kiarostami's attempt at a wholly universal love story in every sense of the phrase.
Εδώ μπαίνει βέβαια ένα γενικότερο πρόβλημα, που έχει μάλλον τις ρίζες του στον ρεαλισμό, τόσο στον κριτικό όσο και στον σοσιαλιστικό, το να θεωρείται ένα αφηγηματικό έργο μια μικρογραφία μιας πλευράς της πραγματικότητας, κάτι σαν τις μονάδες του Λάιμπνιτς. Αυτό συχνά οδηγεί σε επιπόλαιες γενικεύσεις, όπως στην παραπάνω, ότι ο Κιαροστάμι θέλει να δώσει μια –ας μη μεταφράσω καλύτερα, a wholly universal love story in every sense of the phrase. Η καθολικότητα δεν βρίσκεται στην ερωτική ιστορία, που κάθε άλλο παρά γενική είναι, αλλά θα έλεγα εντελώς μοναδική, αλλά στην ψυχολογία μιας γυναίκας που υπήρξε παντρεμένη, μεγαλώνει μόνη της ένα γιο και λαχταρά μια ερωτική σχέση.
Ξεναγώντας τον άνδρα, τον πηγαίνει σε ένα μουσείο όπου υπάρχει ο πίνακας του εξώφυλλου του βιβλίου του, στην παρουσίαση του οποίου τον γνώρισε. Του είπε ότι για διακόσια χρόνια θεωρήθηκε αληθινός, αλλά κατόπιν αποκαλύφθηκε ότι ήταν αντίγραφο. Ήταν όμως ένα τόσο πιστό αντίγραφο ώστε κράτησε τη θέση του στο μουσείο.
Αυτό το γεγονός που δίνει και τον τίτλο στην ταινία αποτελεί και το κλειδί της κατανόησης της ταινίας. Η σερβιτόρα στο καφενείο όπου πηγαίνουν νομίζει ότι ο άνδρας είναι σύζυγός της. Η γυναίκα (Juliette Binoche) δεν την διαψεύδει. Στη συνέχεια του ζητάει να ποζάρουν σε μια εκκλησία σε δήθεν αναμνηστική φωτογραφία του γάμου τους, όπως κάνουν πολλά ζευγάρια. Αυτός αρνείται αρχικά, αλλά στη συνέχεια υποχωρεί, για να παρασυρθεί τελικά στο παιχνίδι ότι είναι πράγματι ζευγάρι με δεκαπέντε χρόνια γάμου πίσω τους. Η γυναίκα τον καλεί να επισκεφτούν το δωμάτιο στο ξενοδοχείο που πέρασαν την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Ξαπλώνει στον κρεβάτι και τον καλεί. Ο άντρας της υπενθυμίζει ότι στις 9 η ώρα θα πρέπει να πάρει το τραίνο. Βγαίνει στο μπαλκόνι ενώ ακούγονται οι καμπάνες μιας εκκλησίας.
Το έργο αυτό είναι ένα από τα λίγα αφηγηματικά έργα που έχω δει με ανοιχτό τέλος. Τελικά μένει; Φεύγει; Όμως παρόλο που το τέλος είναι πρωτότυπα ανοιχτό, παραβιάζει παγιωμένες αφηγηματικές συμβάσεις, όπως αυτή του να θέλει ο θεατής να ξέρει το τέλος της ιστορίας. Όμως ο Κιαροστάμι, με το ανοιχτό τέλος θέλει να μας δείξει ότι δεν έχει γράψει ένα ρομάντζο (το σενάριο είναι δικό του) με τραγικό ή αίσιο τέλος, γιατί το τέλος αυτό θα ξεστράτιζε από το «μήνυμα» του έργου: Την εικονογράφηση μιας γυναίκας μόνης στη ζωή, που ψάχνει απεγνωσμένα για ένα σύντροφο. Ναι, αυτό πράγματι είναι κάτι γενικό.
(Όσο και να προσπαθώ, εδώ και χρόνια, δεν κατάφερα να βρω την ταινία, από τις πρώτες που είδα σε dvd, όπου οι ήρωες, απομονωμένοι σε ένα νησί, βλέπουν ένα αεροπλάνο να έρχεται, και δεν ξέρουν αν κουβαλά φίλους ή τους διώχτες τους. Σ’ αυτό το σημείο τελειώνει το έργο. Παρεμπιπτόντως ανοιχτό τέλος έχει και το «Διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή και το «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν).
Μια εγχείρηση καταρράκτη που έκανα χθες μου επιτρέπει να βλέπω ταινίες αλλά όχι να διαβάζω, πριν περάσουν δεκαπέντε μέρες και αλλάξω φακό στα γυαλιά. Περιέργως τα γυαλιά που έχω για τον υπολογιστή δεν με δυσκολεύουν, γι αυτό μπορώ και γράφω αυτές τις γραμμές.
Friday, December 3, 2010
Θέμος Κορνάρος-Γαλάτεια Καζαντζάκη, Το νησί των σημαδεμένων-Σπιναλόγκα: η άρρωστη πολιτεία
Θέμος Κορνάρος-Γαλάτεια Καζαντζάκη, Το νησί των σημαδεμένων-Σπιναλόγκα: η άρρωστη πολιτεία, Καστανιώτης 2010, σελ. 209
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Δυο μυθιστορήματα γεμάτα σκληρές μαρτυρίες για τη ζωή πάνω στο νησί
Μετά την μεγάλη επιτυχία που είχε το «Νησί» της Βικτώρια Χίσλοπ, ένα μυθιστόρημα με φόντο την Σπιναλόγκα, αλλά και του σήριαλ που ακολούθησε, οι εκδόσεις Καστανιώτη προχώρησαν σε επανέκδοση των δύο μυθιστορημάτων του Θέμου Κορνάρου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη, που διαδραματίζονται επίσης στην Σπιναλόγκα.
Ας ξεκινήσουμε πρώτα με το «Νησί των σημαδεμένων» του Θέμου Κορνάρου (1906-1970). Ο Θέμος Κορνάρος το έγραψε το 1933. Στρατευμένος αριστερός, το γράφει σαν καταγγελία για τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν στον βράχο αυτό απέναντι από την Ελούντα, όπου απομόνωναν τους λεπρούς μέχρι το 1957. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα σκληρότητας, από τα πιο σκληρά νατουραλιστικά μυθιστορήματα, όπου βλέπουμε φιγούρες που θα τις ζήλευε και ο Ιερώνυμος Μπος. Ο Κορνάρος περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τη φρικτή σωματική παραμόρφωση που υφίστανται σιγά σιγά οι περισσότεροι τρόφιμοι του νησιού. Όμως όχι μόνο. Αναφέρεται με πικρό σαρκασμό και στην ηθική εξαθλίωση στην οποία καταλήγουν οι τρόφιμοι αυτοί, περιγράφει τη σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο, αλλά και τη σκληρότητα με την οποία τους αντιμετωπίζουν οι απ’ έξω, αυτοί με τους οποίους έρχονται αναγκαστικά σε επαφή, έμποροι και χωροφύλακες. Μπορεί να βοηθούν ό ένας τον άλλο, αλλά από ανάγκη. Αυτοί που αναγκάζονται να προσφεύγουν στις υπηρεσίες των άλλων το πληρώνουν ακριβά. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, δάσκαλος, δεν αποτελεί εξαίρεση. Με βαριά καρδιά εξυπηρετεί έναν γέρο αβοήθητο που μένει στο σπίτι που είναι λίγο πιο πάνω από το δικό του.
«Στην αρχή, τις πρώτες μέρες, τον λυπόμουνα το γείτονα. Γεροντάκος είναι, εξήντα χρονών (για φαντάσου, κι εγώ γεροντάκος είμαι, φέτος έκλεισα τα εξήντα). Μα και με λιγότερα χρόνια πάλι δεν μπορούσε να ’ναι παρά ένα κούτσουρο. Του ψώνιζα και τον τάιζα κάποτε κάποτε. Του ’φερνα και νερό. Μα τώρα… ας κάνει ό, τι του γουστάρει. Ας αγκομαχά κι ας λερώνεται, καθώς δεν μπορεί να μετακινηθεί. Καρφί δε μου καίγεται. Τι χρειάζονται όλα τούτα! Κι εγώ κάνω μέρες να ψωνίσω και να φάω. Κι αν θα φάω ταχτικά, τι προκοπή θα δω;» (σελ. 43-44).
Όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του Κορνάρου στο αυτί του βιβλίου, «Στα πεζογραφήματά του συνδύαζε πολύ συχνά τη μαρτυρία με την καταγγελία, ακολουθώντας έτσι ένα υβριδικό είδος πεζογραφίας με έντονο στρατευμένο και πολεμικό χαρακτήρα». Είμαστε σίγουροι ότι, πέρα από την εικόνα της λέπρας που δείχνει παρουσιάζοντας τα σωματικά συμπτώματα αλλά και τον τύπο των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στους λεπρούς, και τα επεισόδια που παραθέτει είναι μαρτυρίες, όπως για παράδειγμα το επεισόδιο με την κοπέλα που αυτοκτόνησε και με τη νεαρή μητέρα που της πήραν το μωρό. Ο γιατρός στον οποίο αναφέρεται, ο οποίος άφηνε τους ασθενείς του να κάνουν τη διάγνωση της όποιας αρρώστιας είχαν, πρέπει να ήταν πραγματικός γιατρός. Το ίδιο και η γυναίκα από την Κριτσά (χωρίο δίπλα στον Άγιο Νικόλαο) που ακολούθησε τον άντρα της στο νησί. «Σαν πέθανε αυτή δεν έφυγε. Περιποιείται πότε τον έναν, πότε τον άλλο, πλένει, κάνει τον έμπορα. Ξαναπαντρεύτηκε εδώ με λεπρό! Τον έθαψε. Παντρεύτηκε και τρίτο, τον έθαψε κι αυτόν. Κι εξακολουθεί να μένει. Και θέλει, λέει, να κολλήσει λέπρα, για να παίρνει κι αυτή το εικοσιπεντάρικο που δίνει το κράτος στον λεπρό!... Κι αυτό το προτιμά γιατί ‘οι δουλειές στο χωριό της είναι… βαριές’» (σελ. 56). Παρεμπιπτόντως, ο Κορνάρος κάνει κατάχρηση αυτών των τριών τελειών, που μπαίνουν σαν να προετοιμάζουν ένα εφέ έκπληξης με μια μη αναμενόμενη λέξη. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Κι έπρεπε να κρατώ το πιρούνι, σαν υπηρέτης του, μια ώρα μπροστά στο στόμα του… μωρού κι εκείνος να μη με προσέχει καθόλου» (σελ. 44). Το ...μωρό είναι ο γείτονάς του τον οποίο περιποιείται.
Παρά τη σκληρότητα της αφήγησης ο Κορνάρος προβάλλει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο τη λαχτάρα για ζωή. Το επεισόδιο που αναφέρεται στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μας το έχει διηγηθεί πολλές φορές ο Ιάσωνας Ευαγγέλου στο φιλολογικό του καφενείο. Ο γείτονας αυτός, ετοιμοθάνατος πια, χωρίς να βλέπει, χωρίς να μπορεί να μιλήσει, έχει σαν μόνο τρόπο επαφής με τον έξω κόσμο τη γλώσσα. Ο αφηγητής τού στύβει αρχικά μια λεμονόκουπα στη γλώσσα. Στη συνέχεια, μη έχοντας τίποτα άλλο πάνω του, ακουμπάει με το χέρι του στη γλώσσα του ένα χάπι κινίνου. Πικρό το κινίνο, όμως αυτός το γλύφει αδιάκοπα. Και το έργο τελειώνει ως εξής:
«Α, νερό! Καλά που το σκέφτηκα. Γεμίζω ένα τενεκάκι. Το ρουφά σιγά σιγά!
Δε μ’ αφήνει τώρα τον τενεκέ. Τονε σφίγγει με τα δόντια του, τονε δαγκώνει. Ένα τελευταίο σπαρτάρισμα και ξεψύχισε ο μπάρμπα-Μιχάλης, δαγκώνοντας τον τενεκέ. Πιπιλώντας, στραγγίζοντας τη ζωή από ’να σκουριασμένο παλιοτενεκέ!... Πιο πριν γράφει ο Κορνάρος.
«Έτσι γίνεται πάντα. Στην αρχή, παιδί μου, μόλις έρθεις, θέλεις να πεθάνεις. Αν είσαι λίγο αδύναμος, γκρεμίζεσαι στη θάλασσα αμέσως. Αν έχεις όμως μια σταλιά σεβασμό στη ζωή, ταλαντεύεσαι μια δυο μέρες κι ύστερα ρίχνεσαι με τα μούτρα, μ’ όλα σου τα δυνατά, να χαρείς τις υπόλοιπες στιγμές!» (σελ. 55). Ακόμη και την ύστατη, όπως αυτή ο μπάρμπα-Μιχάλης.
Και θα κλείσουμε πάλι με τις συνηθισμένες παρατηρήσεις σε επί μέρους.
Με συγκίνηση διάβασα μια φράση που έχω να την ακούσω δεκαετίες, αλλά που τη χρησιμοποιούσαν συχνά στην κουβέντα τους οι γονείς μου. «…έλα σου δα που κείνο το παντέρμο νομίζει πως είναι σπουδαίο!» (σελ. 44). Συνάντησα και άλλες λέξεις από καιρό ξεχασμένες στην Κρήτη. Μια μάλιστα ούτε καν την ήξερα: Μεσκίνης, που σημαίνει, όπως διαβάζουμε σε υποσημείωση που έβαλε ο επιμελητής, «λεπρός». Ώστε λοιπόν το επώνυμο της ιρανής σκηνοθέτιδας που έκανε την καταπληκτική ταινία «Τη μέρα που έγινα γυναίκα», της Μερζιγιέ Μεσκινί, σημαίνει λεπρή;
Αφού γράψαμε για το έργο του Κορνάρου διαβάσαμε και την «Άρρωστη πολιτεία» της Γαλάτειας Καζαντζάκη, καθώς και τα επιλεγόμενα του Μάνου Λουκάκη, γιου ενός γιατρού που επισκεπτόταν συχνά την Σπιναλόγκα. Από εκεί άντλησα πληροφορίες που αγνοούσα. Το νησί κατοικούνταν αρχικά από τουρκοκρητικούς, οι περισσότεροι από τους οποίους το εγκατέλειψαν μετά την ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας το 1998. Όταν αποφασίστηκε η ίδρυση του λεπροκομείου το 1903 και απαλλοτριώθηκε η περιοχή, οι εναπομείναντες κάτοικοι, αγανακτισμένοι, έβαλαν φωτιά στα σπίτια τους πριν φύγουν. Το τελευταίο αυτό μας το λέει η Γαλάτεια.
Και μια ακόμη πληροφορία: Το έργο της Γαλάτειας εκδόθηκε το 1914, έντεκα χρόνια μετά την ίδρυση του λεπροκομείου και δεκαεννιά χρόνια πριν την έκδοση του βιβλίου του Κορνάρου.
Ο Κορνάρος δεν αναφέρει πουθενά αν είχε υπόψη του το βιβλίο της Γαλάτειας. Πάντως και τα δυο βιβλία μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους. Υπάρχει η ίδια σκληρότητα στη νατουραλιστική περιγραφή των συμπτωμάτων της αρρώστιας, αλλά και της ηθικής έκπτωσης των λεπρών. Αυτό που γράφει η Καζαντζάκη και δεν γράφει ο Κορνάρος είναι πως το σεξ ήταν μια παρηγοριά γι αυτούς, και οι βιασμοί πάνω στο νησί ήταν συχνό φαινόμενο. Ακόμη, η ηρωίδα είναι δασκάλα, όπως δάσκαλος ήταν και ο ήρωας του Κορνάρου.
Στην αρχή θέλει να διδάξει τα παιδιά, όμως μετά την πιάνει η απογοήτευση και σε ένα μήνα κλείνει το σχολείο. Τα παιδιά την εκδικούνται σωρεύοντας στην πόρτα της ένα σωρό σκουπίδια. Ονειρεύεται να πείσει τους λεπρούς να προβούν σε ομαδική αυτοκτονία. Όμως δεν θα το τολμήσει. Αντίθετα θα αποφασίσει να παντρευτεί με το Λουκά, έναν δάσκαλο. Όμως έρωτας δεν υπάρχει. Η αισθησιακή λαχτάρα χάνεται βλέποντας το πληγιασμένο πρόσωπό του, που μια μύγα δεν λέει να ξεκολλήσει από πάνω του, όσο κι αν αυτός τη διώχνει. Στο τέλος όμως θα πάει να τον βρει στη σπηλιά όπου βρίσκει καταφύγιο τη μέρα διαβάζοντας. Θα περάσουν τη νύχτα εκεί μαζί.
Σχέση απελπισίας; Τελικός συμβιβασμός με το χτύπημα που της έδωσε η ζωή; Πάντως το έργο τελειώνει αισιόδοξα, όπως και το έργο του Κορνάρου. «Και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλυκιά ’ναι», λέει ο σοφός λαός.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Δυο μυθιστορήματα γεμάτα σκληρές μαρτυρίες για τη ζωή πάνω στο νησί
Μετά την μεγάλη επιτυχία που είχε το «Νησί» της Βικτώρια Χίσλοπ, ένα μυθιστόρημα με φόντο την Σπιναλόγκα, αλλά και του σήριαλ που ακολούθησε, οι εκδόσεις Καστανιώτη προχώρησαν σε επανέκδοση των δύο μυθιστορημάτων του Θέμου Κορνάρου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη, που διαδραματίζονται επίσης στην Σπιναλόγκα.
Ας ξεκινήσουμε πρώτα με το «Νησί των σημαδεμένων» του Θέμου Κορνάρου (1906-1970). Ο Θέμος Κορνάρος το έγραψε το 1933. Στρατευμένος αριστερός, το γράφει σαν καταγγελία για τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν στον βράχο αυτό απέναντι από την Ελούντα, όπου απομόνωναν τους λεπρούς μέχρι το 1957. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα σκληρότητας, από τα πιο σκληρά νατουραλιστικά μυθιστορήματα, όπου βλέπουμε φιγούρες που θα τις ζήλευε και ο Ιερώνυμος Μπος. Ο Κορνάρος περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τη φρικτή σωματική παραμόρφωση που υφίστανται σιγά σιγά οι περισσότεροι τρόφιμοι του νησιού. Όμως όχι μόνο. Αναφέρεται με πικρό σαρκασμό και στην ηθική εξαθλίωση στην οποία καταλήγουν οι τρόφιμοι αυτοί, περιγράφει τη σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο, αλλά και τη σκληρότητα με την οποία τους αντιμετωπίζουν οι απ’ έξω, αυτοί με τους οποίους έρχονται αναγκαστικά σε επαφή, έμποροι και χωροφύλακες. Μπορεί να βοηθούν ό ένας τον άλλο, αλλά από ανάγκη. Αυτοί που αναγκάζονται να προσφεύγουν στις υπηρεσίες των άλλων το πληρώνουν ακριβά. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, δάσκαλος, δεν αποτελεί εξαίρεση. Με βαριά καρδιά εξυπηρετεί έναν γέρο αβοήθητο που μένει στο σπίτι που είναι λίγο πιο πάνω από το δικό του.
«Στην αρχή, τις πρώτες μέρες, τον λυπόμουνα το γείτονα. Γεροντάκος είναι, εξήντα χρονών (για φαντάσου, κι εγώ γεροντάκος είμαι, φέτος έκλεισα τα εξήντα). Μα και με λιγότερα χρόνια πάλι δεν μπορούσε να ’ναι παρά ένα κούτσουρο. Του ψώνιζα και τον τάιζα κάποτε κάποτε. Του ’φερνα και νερό. Μα τώρα… ας κάνει ό, τι του γουστάρει. Ας αγκομαχά κι ας λερώνεται, καθώς δεν μπορεί να μετακινηθεί. Καρφί δε μου καίγεται. Τι χρειάζονται όλα τούτα! Κι εγώ κάνω μέρες να ψωνίσω και να φάω. Κι αν θα φάω ταχτικά, τι προκοπή θα δω;» (σελ. 43-44).
Όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του Κορνάρου στο αυτί του βιβλίου, «Στα πεζογραφήματά του συνδύαζε πολύ συχνά τη μαρτυρία με την καταγγελία, ακολουθώντας έτσι ένα υβριδικό είδος πεζογραφίας με έντονο στρατευμένο και πολεμικό χαρακτήρα». Είμαστε σίγουροι ότι, πέρα από την εικόνα της λέπρας που δείχνει παρουσιάζοντας τα σωματικά συμπτώματα αλλά και τον τύπο των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στους λεπρούς, και τα επεισόδια που παραθέτει είναι μαρτυρίες, όπως για παράδειγμα το επεισόδιο με την κοπέλα που αυτοκτόνησε και με τη νεαρή μητέρα που της πήραν το μωρό. Ο γιατρός στον οποίο αναφέρεται, ο οποίος άφηνε τους ασθενείς του να κάνουν τη διάγνωση της όποιας αρρώστιας είχαν, πρέπει να ήταν πραγματικός γιατρός. Το ίδιο και η γυναίκα από την Κριτσά (χωρίο δίπλα στον Άγιο Νικόλαο) που ακολούθησε τον άντρα της στο νησί. «Σαν πέθανε αυτή δεν έφυγε. Περιποιείται πότε τον έναν, πότε τον άλλο, πλένει, κάνει τον έμπορα. Ξαναπαντρεύτηκε εδώ με λεπρό! Τον έθαψε. Παντρεύτηκε και τρίτο, τον έθαψε κι αυτόν. Κι εξακολουθεί να μένει. Και θέλει, λέει, να κολλήσει λέπρα, για να παίρνει κι αυτή το εικοσιπεντάρικο που δίνει το κράτος στον λεπρό!... Κι αυτό το προτιμά γιατί ‘οι δουλειές στο χωριό της είναι… βαριές’» (σελ. 56). Παρεμπιπτόντως, ο Κορνάρος κάνει κατάχρηση αυτών των τριών τελειών, που μπαίνουν σαν να προετοιμάζουν ένα εφέ έκπληξης με μια μη αναμενόμενη λέξη. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Κι έπρεπε να κρατώ το πιρούνι, σαν υπηρέτης του, μια ώρα μπροστά στο στόμα του… μωρού κι εκείνος να μη με προσέχει καθόλου» (σελ. 44). Το ...μωρό είναι ο γείτονάς του τον οποίο περιποιείται.
Παρά τη σκληρότητα της αφήγησης ο Κορνάρος προβάλλει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο τη λαχτάρα για ζωή. Το επεισόδιο που αναφέρεται στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μας το έχει διηγηθεί πολλές φορές ο Ιάσωνας Ευαγγέλου στο φιλολογικό του καφενείο. Ο γείτονας αυτός, ετοιμοθάνατος πια, χωρίς να βλέπει, χωρίς να μπορεί να μιλήσει, έχει σαν μόνο τρόπο επαφής με τον έξω κόσμο τη γλώσσα. Ο αφηγητής τού στύβει αρχικά μια λεμονόκουπα στη γλώσσα. Στη συνέχεια, μη έχοντας τίποτα άλλο πάνω του, ακουμπάει με το χέρι του στη γλώσσα του ένα χάπι κινίνου. Πικρό το κινίνο, όμως αυτός το γλύφει αδιάκοπα. Και το έργο τελειώνει ως εξής:
«Α, νερό! Καλά που το σκέφτηκα. Γεμίζω ένα τενεκάκι. Το ρουφά σιγά σιγά!
Δε μ’ αφήνει τώρα τον τενεκέ. Τονε σφίγγει με τα δόντια του, τονε δαγκώνει. Ένα τελευταίο σπαρτάρισμα και ξεψύχισε ο μπάρμπα-Μιχάλης, δαγκώνοντας τον τενεκέ. Πιπιλώντας, στραγγίζοντας τη ζωή από ’να σκουριασμένο παλιοτενεκέ!... Πιο πριν γράφει ο Κορνάρος.
«Έτσι γίνεται πάντα. Στην αρχή, παιδί μου, μόλις έρθεις, θέλεις να πεθάνεις. Αν είσαι λίγο αδύναμος, γκρεμίζεσαι στη θάλασσα αμέσως. Αν έχεις όμως μια σταλιά σεβασμό στη ζωή, ταλαντεύεσαι μια δυο μέρες κι ύστερα ρίχνεσαι με τα μούτρα, μ’ όλα σου τα δυνατά, να χαρείς τις υπόλοιπες στιγμές!» (σελ. 55). Ακόμη και την ύστατη, όπως αυτή ο μπάρμπα-Μιχάλης.
Και θα κλείσουμε πάλι με τις συνηθισμένες παρατηρήσεις σε επί μέρους.
Με συγκίνηση διάβασα μια φράση που έχω να την ακούσω δεκαετίες, αλλά που τη χρησιμοποιούσαν συχνά στην κουβέντα τους οι γονείς μου. «…έλα σου δα που κείνο το παντέρμο νομίζει πως είναι σπουδαίο!» (σελ. 44). Συνάντησα και άλλες λέξεις από καιρό ξεχασμένες στην Κρήτη. Μια μάλιστα ούτε καν την ήξερα: Μεσκίνης, που σημαίνει, όπως διαβάζουμε σε υποσημείωση που έβαλε ο επιμελητής, «λεπρός». Ώστε λοιπόν το επώνυμο της ιρανής σκηνοθέτιδας που έκανε την καταπληκτική ταινία «Τη μέρα που έγινα γυναίκα», της Μερζιγιέ Μεσκινί, σημαίνει λεπρή;
Αφού γράψαμε για το έργο του Κορνάρου διαβάσαμε και την «Άρρωστη πολιτεία» της Γαλάτειας Καζαντζάκη, καθώς και τα επιλεγόμενα του Μάνου Λουκάκη, γιου ενός γιατρού που επισκεπτόταν συχνά την Σπιναλόγκα. Από εκεί άντλησα πληροφορίες που αγνοούσα. Το νησί κατοικούνταν αρχικά από τουρκοκρητικούς, οι περισσότεροι από τους οποίους το εγκατέλειψαν μετά την ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας το 1998. Όταν αποφασίστηκε η ίδρυση του λεπροκομείου το 1903 και απαλλοτριώθηκε η περιοχή, οι εναπομείναντες κάτοικοι, αγανακτισμένοι, έβαλαν φωτιά στα σπίτια τους πριν φύγουν. Το τελευταίο αυτό μας το λέει η Γαλάτεια.
Και μια ακόμη πληροφορία: Το έργο της Γαλάτειας εκδόθηκε το 1914, έντεκα χρόνια μετά την ίδρυση του λεπροκομείου και δεκαεννιά χρόνια πριν την έκδοση του βιβλίου του Κορνάρου.
Ο Κορνάρος δεν αναφέρει πουθενά αν είχε υπόψη του το βιβλίο της Γαλάτειας. Πάντως και τα δυο βιβλία μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους. Υπάρχει η ίδια σκληρότητα στη νατουραλιστική περιγραφή των συμπτωμάτων της αρρώστιας, αλλά και της ηθικής έκπτωσης των λεπρών. Αυτό που γράφει η Καζαντζάκη και δεν γράφει ο Κορνάρος είναι πως το σεξ ήταν μια παρηγοριά γι αυτούς, και οι βιασμοί πάνω στο νησί ήταν συχνό φαινόμενο. Ακόμη, η ηρωίδα είναι δασκάλα, όπως δάσκαλος ήταν και ο ήρωας του Κορνάρου.
Στην αρχή θέλει να διδάξει τα παιδιά, όμως μετά την πιάνει η απογοήτευση και σε ένα μήνα κλείνει το σχολείο. Τα παιδιά την εκδικούνται σωρεύοντας στην πόρτα της ένα σωρό σκουπίδια. Ονειρεύεται να πείσει τους λεπρούς να προβούν σε ομαδική αυτοκτονία. Όμως δεν θα το τολμήσει. Αντίθετα θα αποφασίσει να παντρευτεί με το Λουκά, έναν δάσκαλο. Όμως έρωτας δεν υπάρχει. Η αισθησιακή λαχτάρα χάνεται βλέποντας το πληγιασμένο πρόσωπό του, που μια μύγα δεν λέει να ξεκολλήσει από πάνω του, όσο κι αν αυτός τη διώχνει. Στο τέλος όμως θα πάει να τον βρει στη σπηλιά όπου βρίσκει καταφύγιο τη μέρα διαβάζοντας. Θα περάσουν τη νύχτα εκεί μαζί.
Σχέση απελπισίας; Τελικός συμβιβασμός με το χτύπημα που της έδωσε η ζωή; Πάντως το έργο τελειώνει αισιόδοξα, όπως και το έργο του Κορνάρου. «Και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλυκιά ’ναι», λέει ο σοφός λαός.
Wednesday, December 1, 2010
Μαξίμ Γκόρκι, Πρώτη αγάπη
Μαξίμ Γκόρκι, Πρώτη αγάπη, μετ. Γιώργου Σημηριώτη, Κοροντζή 1980, σελ.104.
Πριν λίγα χρόνια έγραψα μια μελέτη με τίτλο «Η πρώτη αγάπη του Ιβάν Τουργκένιεφ και του Ιωάννη Κονδυλάκη». Η σλοβένικη μετάφραση Prva ljubezen Ivana Turgenjeva in grskega pisatelja Ioannisa Kondilakisa σε μετάφραση από τα αγγλικά από τη Vera Troha δημοσιεύτηκε στο Primerjalna Knjizevnost, (Comparative Literature), volume 28, Nr 1, Liubljana, June 2005, σ. 91-97. Από τότε κάνω συλλογή αφηγημάτων με τίτλο ή θέμα «Η πρώτη αγάπη». Μετά τα δύο διηγήματα του Τουργκένιεφ και του Κονδυλάκη ανακάλυψα ένα με τον ίδιο τίτλο του Αργύρη Εφταλιώτη. Ακόμη το τριακοστό πέμπτο κεφάλαιο της «Ισταμπούλ» του Ορχάν Παμούκ τιτλοφορείται επίσης «Πρώτη αγάπη». Ένα από τα διηγήματα που περιέχονται στον τόμο «Γεραπετρίτικη έκφραση 2010» με τίτλο «Το μνημόσυνο» του Λάζαρου Αντωνού έχει επίσης ως θέμα την πρώτη αγάπη.
Προ ημερών, γυρνώντας από τη Ροζαλία με τον εκδότη μου τον Αλέξανδρο Δεσύλλα (εκδόσεις ΑΛΔΕ) και τη γραμματέα του Χριστίνα Καμπά, βρεθήκαμε μπροστά σε μια σειρά βιβλία που είχε απλώσει ένας νεαρός σε ένα πεζοδρόμιο. Καθώς είναι γραμμένο μέσα στα γονίδιά μου να χαζεύω βιβλία, όπως είναι γραμμένο μέσα στα γονίδια της γυναίκας να χαζεύει βιτρίνες με ρούχα, παπούτσια και κοσμήματα, σταμάτησα να ρίξω μια ματιά. Τα περισσότερα ήσαν θεατρικά έργα. Κοιτάζοντας διαδοχικά τους τίτλους έπεσα πάνω στο διήγημα του Γκόρκι. Ρώτησα πόσο κάνει, πέντε ευρώ μου απαντάει ο νεαρός. Το αγόρασα χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Το έχω ξαναγράψει, ο έρωτας αναδεικνύεται περισσότερο στη ματαίωσή του. Η ματαίωση θεριεύει το συναίσθημα, ενώ η πλήρωση το αποδυναμώνει. «Ένας χρόνος το περισσότερο» τραγουδάει ο Καρβέλας. Και στο διήγημα αυτό του Γκόρκι υπάρχει η πλήρωση, με το αναπόφευκτο τέλος.
Όχι όμως από την αρχή. Ο δεκαεπτάχρονος νομίζω τότε Γκόρκι (ο μεταφραστής παραθέτει έξι στοιχεία για να αποδείξει ότι το διήγημα είναι αυτοβιογραφικό) ερωτεύεται μια μεγαλύτερή του κατά δέκα χρόνια γυναίκα. Η γυναίκα αυτή είναι όπως η γυναίκα στο διήγημα του Τουργκένιεφ: με μια ιστορία πίσω της γεμάτη έρωτες. Καρπός ενός από αυτούς τους έρωτες είναι μια μικρή κόρη. Συζεί με έναν άνδρα τον οποίο, όπως και ο Κονδυλάκης στο δικό του διήγημα, ο νεαρός Γκόρκι ζηλεύει αφάνταστα, και συνεχώς μιλάει γι' αυτόν ειρωνικά. Της εξομολογείται τον έρωτά του αλλά αυτή, ενώ τον διαβεβαιώνει ότι και αυτή τον αγαπά, δεν τολμά να προχωρήσει σε σχέση μαζί του.
Αν το διήγημα τέλειωνε εδώ, τότε θα ήταν όπως και τα διηγήματα του Τουργκένιεφ, του Κονδυλάκη, του Εφταλιώτη και του Αντωνού: διηγήματα μιας ανολοκλήρωτης πρώτης αγάπης. Τα πράγματα όμως δεν έγιναν έτσι. Μετά από λίγα χρόνια συναντιούνται, και συζούν. Και φυσικά η σχέση αυτή κάποια στιγμή θα τελειώσει. «Αυτό συνέβηκε εδώ και τριάντα χρόνια», μας τοποθετείται ο χρόνος της αφήγησης, αν και, πιθανόν, και παραδόξως ταυτόχρονα, το διήγημα να γράφηκε λίγο χρόνο αφότου διαδραματίστηκε η ιστορία (όσο και να έψαξα στο διαδίκτυο δεν μπόρεσα να βρω στοιχεία για το διήγημα).
Παρεμπιπτόντως, και η ιστορία του Παμούκ κάποια στιγμή τέλειωσε. Η κοπέλα του έφυγε για την Ελβετία. Της έστειλε πέντε γράμματα, δεν έλαβε καμιά απάντηση. Όλες οι πρώτες αγάπες δεν είναι και οι τελευταίες. Τουλάχιστον εγώ δεν έχω διαβάσει για καμιά αγάπη «πρώτη και τελευταία». Ούτε και ξέρω δηλαδή.
Και το δεύτερο διήγημα, όπως μας λέει ο μεταφραστής, είναι αυτοβιογραφικό. Αυτό θα μπορούσαμε να το κατατάξουμε σε μια άλλη κατηγορία αφηγημάτων, όπου υπάρχει μια κοινωνική διαφορά ανάμεσα στους δυο ερωτευμένους. Επικεφαλής στη συγγραφή τέτοιων αφηγημάτων θα βάζαμε τον Ντέηβιντ Χέρμπερτ Λώρενς, και πρότυπο έργο τον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι», που δεν είναι άλλος από τον κηπουρό της. «Η παρθένα και ο τσιγγάνος», το λέει ο τίτλος, είναι ένα διήγημα του ίδιου συγγραφέα που εντάσσεται στην ίδια κατηγορία. Στο διήγημά μας το αφύσικο ζευγάρι είναι ο καλλιεργημένος Γκόρκι και μια «γυναίκα του δρόμου» (και αυτό το διήγημα, κατά τον μεταφραστή, είναι αυτοβιογραφικό). Όμως εκείνα τα πρώτα φιλιά που του έδωσε εκείνη η γυναίκα «ήταν τα καλύτερα, γιατί εκείνα που πήρα μετά μου στοίχισαν πολύ και δεν μου έφεραν τίποτε καλό» (σελ. 64). Όσο για το τρίτο και τελευταίο διήγημα της συλλογής που έχει τίτλο «Ο ερημίτης», αναφέρεται σε κάποιον που κατηγορήθηκε άδικα για αιμομιξία, για να καταλήξει στην ερημιά. Τον επισκέπτονται όλοι οι ταλαιπωρημένοι για συμβουλές και παρηγοριά. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα ναρκωτικά, και για να γλιτώσει κανείς από τις ψυχικές εντάσεις έφευγε στην ερημιά ή στα μοναστήρια. Το «όπιο του λαού», ακόμη και σήμερα που τα ναρκωτικά έχουν τόση διάδοση, κοστίζει λιγότερο-ή μήπως περισσότερο;
Πριν λίγα χρόνια έγραψα μια μελέτη με τίτλο «Η πρώτη αγάπη του Ιβάν Τουργκένιεφ και του Ιωάννη Κονδυλάκη». Η σλοβένικη μετάφραση Prva ljubezen Ivana Turgenjeva in grskega pisatelja Ioannisa Kondilakisa σε μετάφραση από τα αγγλικά από τη Vera Troha δημοσιεύτηκε στο Primerjalna Knjizevnost, (Comparative Literature), volume 28, Nr 1, Liubljana, June 2005, σ. 91-97. Από τότε κάνω συλλογή αφηγημάτων με τίτλο ή θέμα «Η πρώτη αγάπη». Μετά τα δύο διηγήματα του Τουργκένιεφ και του Κονδυλάκη ανακάλυψα ένα με τον ίδιο τίτλο του Αργύρη Εφταλιώτη. Ακόμη το τριακοστό πέμπτο κεφάλαιο της «Ισταμπούλ» του Ορχάν Παμούκ τιτλοφορείται επίσης «Πρώτη αγάπη». Ένα από τα διηγήματα που περιέχονται στον τόμο «Γεραπετρίτικη έκφραση 2010» με τίτλο «Το μνημόσυνο» του Λάζαρου Αντωνού έχει επίσης ως θέμα την πρώτη αγάπη.
Προ ημερών, γυρνώντας από τη Ροζαλία με τον εκδότη μου τον Αλέξανδρο Δεσύλλα (εκδόσεις ΑΛΔΕ) και τη γραμματέα του Χριστίνα Καμπά, βρεθήκαμε μπροστά σε μια σειρά βιβλία που είχε απλώσει ένας νεαρός σε ένα πεζοδρόμιο. Καθώς είναι γραμμένο μέσα στα γονίδιά μου να χαζεύω βιβλία, όπως είναι γραμμένο μέσα στα γονίδια της γυναίκας να χαζεύει βιτρίνες με ρούχα, παπούτσια και κοσμήματα, σταμάτησα να ρίξω μια ματιά. Τα περισσότερα ήσαν θεατρικά έργα. Κοιτάζοντας διαδοχικά τους τίτλους έπεσα πάνω στο διήγημα του Γκόρκι. Ρώτησα πόσο κάνει, πέντε ευρώ μου απαντάει ο νεαρός. Το αγόρασα χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Το έχω ξαναγράψει, ο έρωτας αναδεικνύεται περισσότερο στη ματαίωσή του. Η ματαίωση θεριεύει το συναίσθημα, ενώ η πλήρωση το αποδυναμώνει. «Ένας χρόνος το περισσότερο» τραγουδάει ο Καρβέλας. Και στο διήγημα αυτό του Γκόρκι υπάρχει η πλήρωση, με το αναπόφευκτο τέλος.
Όχι όμως από την αρχή. Ο δεκαεπτάχρονος νομίζω τότε Γκόρκι (ο μεταφραστής παραθέτει έξι στοιχεία για να αποδείξει ότι το διήγημα είναι αυτοβιογραφικό) ερωτεύεται μια μεγαλύτερή του κατά δέκα χρόνια γυναίκα. Η γυναίκα αυτή είναι όπως η γυναίκα στο διήγημα του Τουργκένιεφ: με μια ιστορία πίσω της γεμάτη έρωτες. Καρπός ενός από αυτούς τους έρωτες είναι μια μικρή κόρη. Συζεί με έναν άνδρα τον οποίο, όπως και ο Κονδυλάκης στο δικό του διήγημα, ο νεαρός Γκόρκι ζηλεύει αφάνταστα, και συνεχώς μιλάει γι' αυτόν ειρωνικά. Της εξομολογείται τον έρωτά του αλλά αυτή, ενώ τον διαβεβαιώνει ότι και αυτή τον αγαπά, δεν τολμά να προχωρήσει σε σχέση μαζί του.
Αν το διήγημα τέλειωνε εδώ, τότε θα ήταν όπως και τα διηγήματα του Τουργκένιεφ, του Κονδυλάκη, του Εφταλιώτη και του Αντωνού: διηγήματα μιας ανολοκλήρωτης πρώτης αγάπης. Τα πράγματα όμως δεν έγιναν έτσι. Μετά από λίγα χρόνια συναντιούνται, και συζούν. Και φυσικά η σχέση αυτή κάποια στιγμή θα τελειώσει. «Αυτό συνέβηκε εδώ και τριάντα χρόνια», μας τοποθετείται ο χρόνος της αφήγησης, αν και, πιθανόν, και παραδόξως ταυτόχρονα, το διήγημα να γράφηκε λίγο χρόνο αφότου διαδραματίστηκε η ιστορία (όσο και να έψαξα στο διαδίκτυο δεν μπόρεσα να βρω στοιχεία για το διήγημα).
Παρεμπιπτόντως, και η ιστορία του Παμούκ κάποια στιγμή τέλειωσε. Η κοπέλα του έφυγε για την Ελβετία. Της έστειλε πέντε γράμματα, δεν έλαβε καμιά απάντηση. Όλες οι πρώτες αγάπες δεν είναι και οι τελευταίες. Τουλάχιστον εγώ δεν έχω διαβάσει για καμιά αγάπη «πρώτη και τελευταία». Ούτε και ξέρω δηλαδή.
Και το δεύτερο διήγημα, όπως μας λέει ο μεταφραστής, είναι αυτοβιογραφικό. Αυτό θα μπορούσαμε να το κατατάξουμε σε μια άλλη κατηγορία αφηγημάτων, όπου υπάρχει μια κοινωνική διαφορά ανάμεσα στους δυο ερωτευμένους. Επικεφαλής στη συγγραφή τέτοιων αφηγημάτων θα βάζαμε τον Ντέηβιντ Χέρμπερτ Λώρενς, και πρότυπο έργο τον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι», που δεν είναι άλλος από τον κηπουρό της. «Η παρθένα και ο τσιγγάνος», το λέει ο τίτλος, είναι ένα διήγημα του ίδιου συγγραφέα που εντάσσεται στην ίδια κατηγορία. Στο διήγημά μας το αφύσικο ζευγάρι είναι ο καλλιεργημένος Γκόρκι και μια «γυναίκα του δρόμου» (και αυτό το διήγημα, κατά τον μεταφραστή, είναι αυτοβιογραφικό). Όμως εκείνα τα πρώτα φιλιά που του έδωσε εκείνη η γυναίκα «ήταν τα καλύτερα, γιατί εκείνα που πήρα μετά μου στοίχισαν πολύ και δεν μου έφεραν τίποτε καλό» (σελ. 64). Όσο για το τρίτο και τελευταίο διήγημα της συλλογής που έχει τίτλο «Ο ερημίτης», αναφέρεται σε κάποιον που κατηγορήθηκε άδικα για αιμομιξία, για να καταλήξει στην ερημιά. Τον επισκέπτονται όλοι οι ταλαιπωρημένοι για συμβουλές και παρηγοριά. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα ναρκωτικά, και για να γλιτώσει κανείς από τις ψυχικές εντάσεις έφευγε στην ερημιά ή στα μοναστήρια. Το «όπιο του λαού», ακόμη και σήμερα που τα ναρκωτικά έχουν τόση διάδοση, κοστίζει λιγότερο-ή μήπως περισσότερο;
Monday, November 29, 2010
Γιασουνάρι Καουαμπάτα, Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών
Γιασουνάρι Καουαμπάτα, Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών (μετ. Έφη Κουκουμπάνη-Πολυτίμου), Καστανιώτης FAQ 2010.
Πριν ξεκινήσω να γράφω για το «Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών» είπα να ρίξω μια ματιά στη βιβλιοκριτική που έκανα για τη «Χώρα του χιονιού» και ανάρτησα στο blog του Λέξημα, και τρόμαξα από την ταυτότητα των αντιρρήσεων που διαπιστώνω να έχω και για τα δυο έργα. Η αντίρρηση μάλιστα που έχω για το «Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών» μοιάζει με quasi εφέ έκπληξης.
Ένας εξηνταεφτάρης, μισοανίκανος λόγω ηλικίας, επισκέπτεται το «Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών» όπου νεαρές πόρνες, και μάλιστα παρθένες, σε κατάσταση νάρκωσης κοιμούνται με τους πελάτες τους, που είναι όλοι γέροι, ανίκανοι για σεξ. Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν πράγματι τέτοια σπίτια στην Ιαπωνία. Να επισκέφτηκε άραγε κανένα τέτοιο σπίτι ο συγγραφέας; Αν το έκανε θα το έκανε προφανώς από περιέργεια, μια και η νουβέλα δεν πρέπει να γράφηκε πολύ πριν το 1961 που εκδόθηκε, όταν ο συγγραφέας ήταν 59 χρονών. Ίσως να είχε ακούσει για αυτά τα σπίτια, πράγμα που τον ενέπνευσε να γράψει το διήγημά του.
Στο μεγαλύτερο μέρος του έργου νοιώθουμε τη «θλίψη των γηρατειών», μια θλίψη που μας γεμίζει συμπόνια. Ο καημένος ο γερο-Εγκούτσι!!! Βαρυμένος με γεροντική κατάθλιψη, ή κάτι πολύ κοντινό σ’ αυτή τέλος πάντων, αναζητά στιγμές ανακούφισης με τις επισκέψεις σ’ αυτό το σπίτι, επισκέψεις που λειτουργούν σαν αντικαταθλιπτικό. Αντιγράφω φράσεις από αποσπάσματα που έχω υπογραμμίσει: «Τον βάραινε η ασχήμια των γηρατειών» (σελ. 17). «…η θλίψη των γηρατειών είχε αρχίσει να βαραίνει και αυτόν τον ίδιο» (στην ίδια σελίδα). «Μήπως το μυστικό που έκρυβε αυτό το σπίτι ήταν η επιθυμία των θλιμμένων γέρων για το όνειρο που δεν είχε τελειώσει ποτέ, η θλίψη των ημερών που είχαν χαθεί χωρίς καν να τις έχουν ζήσει;» (σελ. 36-37). «Τώρα όμως ήξερε ότι οι γέροι πελάτες του σπιτιού έρχονταν εδώ με μια μελαγχολική ευτυχία, μια πολύ μεγαλύτερη λαχτάρα, μια θλίψη πολύ βαθύτερη απ’ ό, τι είχε φανταστεί» (σελ. 40). «Επειδή η κοπέλα δεν θα ξυπνούσε, οι ηλικιωμένοι πελάτες δε χρειάζονταν να νιώσουν την ντροπή των γηρατειών τους» (σελ. 43). «Δεν είχε πια τόση επιθυμία να εξερευνήσει το κορμί της με τα χέρια του. Στην πραγματικότητα αυτή η επιθυμία έκρυβε κάποια θλίψη» (σελ. 42). «Δεν θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη λησμονιά για ένα γέρο που βρισκόταν τόσο κοντά στο θάνατο από την αίσθηση ότι τον τύλιγε γλυκά το δέρμα μιας κοπέλας (σελ. 44). «Έκλεισε τα μάτια του, μάλλον χωρίς να αισθάνεται τίποτα περισσότερο από τη θλίψη ενός γέρου που αγγίζει τα χέρια μιας κοιμισμένης κοπέλας» (σελ. 51). «Του φαινόταν ότι υπήρχε κάποια θλίψη στο κορμί μιας νέας κοπέλας που ξυπνούσε σ’ ένα γέρο την επιθυμία για το θάνατο» (σελ. 54).
Οι γέροι αυτοί, αφού απολάμβαναν την αίσθηση του να έχουν πλάι τους ξαπλωμένη μια νέα κοπέλα, και μάλιστα παρθένα, έπαιρναν δυο υπνωτικά χάπια για να κοιμηθούν βαθιά και ευτυχισμένα. Σε μια από τις επισκέψεις ο Εγκούτσι «Πήρε τα χάπια στο χέρι του. Θα ήταν όμως κρίμα ν’ αποκοιμιόταν απόψε που δεν ένιωθε καθόλου τη θλίψη και τη μοναξιά των γηρατειών» (σελ. 64). Πριν κοιμηθούν η κοριτσίστικη αυτή παρουσία στο πλάι τους προκαλούσε αναμνήσεις, αναμνήσεις περασμένης ευτυχίας. Ο Εγκούτσι θυμάται τη μικρή του κόρη και τις καμέλιες, μια παλιά του αγάπη, «ένα φιλί σαράντα χρόνια πριν» (σελ. 80).
«Όμως το να πεθάνει στον ύπνο του απόψε, ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο κοπέλες δε θα ήταν αυτή η μεγαλύτερη ευχή για ένα γέρο στην ηλικία του;» (σελ. 87).
Το 1960 ασφαλώς ναι, όχι όμως στα χρόνια τα δικά μας, με το βιάγκρα και το σίαλις. Ο Τζανής, εβδομηντάρης, πέθανε στην αγκαλιά μιας ξένης, μέσα στο αυτοκίνητό του, αφού είχε πάρει βιάγκρα. Οι χιουμορίστες συμπατριώτες μου ονόμασαν την περιοχή «στου Τζανή το πήδημα». Έγινα σκάνδαλο, η γυναίκα του δεν πήγε στην κηδεία του (Αυτά τα λέω όπως μου τα μετέφεραν, δεν μπορώ να είμαι σίγουρος αν έγιναν ακριβώς έτσι).
Υπήρξε ένας τέτοιος θάνατος στο σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών. Όμως, αντίθετα με την παραπάνω περίπτωση, το σκάνδαλο αποφεύχθηκε. Μετέφεραν το πτώμα του γέρου σε ένα κοντινό ξενοδοχείο και ο θάνατός του αποδόθηκε σε αυτοκτονία με υπνωτικά χάπια.
Το απόσπασμα που παραθέσαμε λίγο πιο πάνω λειτουργεί ως προσήμανση. Πιο πριν υπάρχει μια πιο άμεση προσήμανση. Όταν μαθαίνει για τον θάνατον αυτόν ο Εγκούτσι, λέει στην πατρόνα ότι θα προτιμούσε ένα τέτοιο θάνατο, και σ’ αυτή την περίπτωση θα ήθελε να μην τον μετακινήσουν. Όμως «Δεν του περνούσε από το μυαλό ότι ο ξαφνικός θάνατος μπορεί να μην ήταν και τόσο μακριά» (σελ. 77).
Λυπούμαστε τον καημένο τον Εγκούτσι για τη «θλίψη των γηρατειών» του, αλλά και γιατί περιμένουμε το θάνατό του. Όμως στο τελευταίο κεφάλαιο παύουμε να τον λυπούμαστε. Όχι γιατί έχει επιδοθεί σε ένα οιονεί όργιο, να κοιμηθεί με δυο κοπέλες μαζί, όχι. Διαβάζουμε:
«Με τη σκέψη ότι θα του άρεσε να τη ρίξει από το κρεβάτι, μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο, ο Εγκούτσι κοίταξε το στήθος και την κοιλιά της…. Τη σκέπασε κι έσβησε την ηλεκτρική κουβέρτα προς τη δική της μεριά (η πατρόνα τον είχε ενημερώσει ότι έπρεπε να τη σβήνει προς τη δική του μεριά, γιατί προς τη μεριά της κοπέλας έπρεπε να είναι αναμμένη, για να μην παγώσει αφού ήταν γυμνή). Η μαγεία της ζωής μιας γυναίκας, σκέφτηκε, δεν ήταν τόσο σπουδαίο πράγμα. Πες πως τη στραγγάλιζε, θα ήταν πολύ εύκολο. Δε θα ήταν καθόλου δύσκολο ούτε για ένα γέρο σαν αυτόν» (σελ. 84).
Ο Καουαμπάτα, παραβιάζοντας τις αφηγηματικές συμβάσεις περί προσημάνσεων, δεν αφήνει τον ήρωά του να πεθάνει. Αυτός που πεθαίνει είναι η μια από τις δυο κοπέλες με «τη σκουρόχρωμη σάρκα», παγωμένη από το κρύο.
Θα την απομακρύνουν, και τον ίδιο θα τον παροτρύνει η πατρόνα να πάρει κι άλλα υπνωτικά και να συνεχίσει τον ύπνο του δίπλα στην άλλη κοπέλα.
Τελειώνοντας τη νουβέλα όλη η συμπόνια που ένοιωθα για τον καημένο το γέρο Εγκούτσι πήγε στην νεκρή κοπέλα, ενώ για τον ίδιο ένιωσα αποτροπιασμό.
Ακριβώς το ίδιο ένοιωσα διαβάζοντας και τη «Χώρα του χιονιού»: αποστροφή για τον κεντρικό ήρωα, συμπόνια για τις δυο γυναίκες της ιστορίας.
Ο Καουαμπάτα είναι πολύ δεξιοτέχνης στην αφήγηση. Με υποτυπώδες σασπένς καταφέρνει να διατηρεί αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με το να περιγράφει με αριστοτεχνικό τρόπο τις κινήσεις και τις στάσεις των κορμιών πάνω στο κρεβάτι, σε εναλλαγή με τις σκέψεις του ήρωά του, ένα μέρος από τις οποίες καταλαμβάνεται από τις αναμνήσεις του όπως είπαμε.
Τελικά, όπως γράφω και στην βιβλιοκριτική μου για τη «Χώρα του χιονιού», είναι ζήτημα πρόσληψης. Θα ήθελα στη θέση της κοπέλας να πέθαινε ο Εγκούτσι. Γιατί το τέλος που έδωσε ο Καουαμπάτα στην ιστορία του με φέρνει σε αμηχανία. Τι θέλει να πει ο ποιητής; Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι θέλει, αντί να μας προκαλέσει τη συμπόνια για τη θλίψη των γηρατειών, να μας τα παρουσιάσει αντικειμενικά αυτά τα γηρατειά, με τη θλίψη τους αλλά και με τη βασική τους κακία: τη ζήλεια για τη νιότη. Σε κάποιο σημείο ο Εγκούτσι λέει: «Ίσως η νιότη να είναι απαίσια για τους γέρους». Κατανοητή, όπως και η ζήλεια που μπορεί να νοιώθουν τα άτομα με ειδικές ανάγκες για τους υγιείς. Όμως όταν η ζήλεια αυτή οδηγεί στο φόνο, τότε δεν μπορούμε παρά να νοιώθουμε αποτροπιασμό.
Κλείνοντας, αντιστικτικά, θα αναφέρουμε ένα έργο στο οποίο κυριαρχεί όχι η θλίψη των γηρατειών, αλλά μια ευτυχισμένη απομύζηση της όποιας χαράς μπορούν να απολαύσουν ακόμη στα γηρατειά. Όχι, ο 90χρονος ήρωας του Μάρκες στο «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» δεν νοιώθει την θλίψη των γηρατειών, και δεν ξαπλώνει δίπλα σε μια νεαρή κοπέλα για να κοιμηθεί, αλλά για να κάνει σεξ.
Με τα δυο μικρότερα διηγήματα με τα οποία κλείνει ο τόμος ολοκληρώνεται και η συλλογή χαρακτήρων που μας δημιουργούν όχι συμπάθεια, αλλά οίκτο και αποτροπιασμό.
Το «Μπράτσο» ξεκινάει σαν διήγημα του φανταστικού, με τον ήρωα να ανταλλάσσει το μπράτσο του με το μπράτσο μιας γυναίκας. Κάτι λιγότερο από τον Γκρέγκορ Σάμσα που ξύπνησε ένα πρωινό και βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε γιγάντια κατσαρίδα. Όμως, με ένα εφέ απροσδόκητου, μαθαίνουμε στο τέλος ότι όλη η προηγούμενη ιστορία δεν ήταν παρά ένας εφιάλτης, από τον οποίο ξύπνησε κάποια στιγμή ο ήρωάς μας. Το ρεαλιστικό πλαίσιο της ιστορίας βρίσκεται στην παρακάτω παράγραφο, στην τελευταία σελίδα του διηγήματος:
«Τη μια στιγμή κοίταζα το μπράτσο, την άλλη είχα ξεριζώσει με μια άγρια κίνηση το μπράτσο της κοπέλας από τον ώμο μου και είχα ξαναβάλει το δικό μου στη θέση του. Αυτή η πράξη μου θύμισε φόνο εν βρασμώ ψυχής» (σελ. 115, η υπογράμμιση δική μας). Το μπράτσο ήταν υπαρκτό. Το αναζητά και το βλέπει στα πόδια του κρεβατιού. Και το διήγημα τελειώνει: «έφερα τα δάχτυλα στο στόμα μου. Να μπορούσα να νιώσω τη δροσιά της γυναίκας, εκεί, στο σημείο ανάμεσα στα μακριά νύχια και στ’ ακροδάχτυλα!». Ξανά η ίδια δεξιοτεχνία στην περιγραφή του ανθρώπινου σώματος που είδαμε και στο «Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών».
Ο ήρωας του «Περί ζώων και πουλιών» δεν μας παραπλανά. Ξέρουμε από την αρχή με ποιον έχουμε να κάνουμε. Πρόκειται για ένα μοναχικό άτομο που ξορκίζει τη μοναξιά του μαζεύοντας σκύλους και πουλιά. Εδώ ο Καουαμπάτα φαίνεται να διαθέτει φοβερές γνώσεις ορνιθολογίας. Και πάλι τα συναισθήματά μου (μου φαίνεται πως μόνο για τον εαυτό μου μπορώ να μιλώ) μεταιωρίζονται ανάμεσα στον οίκτο και την αποστροφή.
Πριν ξεκινήσω να γράφω για το «Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών» είπα να ρίξω μια ματιά στη βιβλιοκριτική που έκανα για τη «Χώρα του χιονιού» και ανάρτησα στο blog του Λέξημα, και τρόμαξα από την ταυτότητα των αντιρρήσεων που διαπιστώνω να έχω και για τα δυο έργα. Η αντίρρηση μάλιστα που έχω για το «Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών» μοιάζει με quasi εφέ έκπληξης.
Ένας εξηνταεφτάρης, μισοανίκανος λόγω ηλικίας, επισκέπτεται το «Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών» όπου νεαρές πόρνες, και μάλιστα παρθένες, σε κατάσταση νάρκωσης κοιμούνται με τους πελάτες τους, που είναι όλοι γέροι, ανίκανοι για σεξ. Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν πράγματι τέτοια σπίτια στην Ιαπωνία. Να επισκέφτηκε άραγε κανένα τέτοιο σπίτι ο συγγραφέας; Αν το έκανε θα το έκανε προφανώς από περιέργεια, μια και η νουβέλα δεν πρέπει να γράφηκε πολύ πριν το 1961 που εκδόθηκε, όταν ο συγγραφέας ήταν 59 χρονών. Ίσως να είχε ακούσει για αυτά τα σπίτια, πράγμα που τον ενέπνευσε να γράψει το διήγημά του.
Στο μεγαλύτερο μέρος του έργου νοιώθουμε τη «θλίψη των γηρατειών», μια θλίψη που μας γεμίζει συμπόνια. Ο καημένος ο γερο-Εγκούτσι!!! Βαρυμένος με γεροντική κατάθλιψη, ή κάτι πολύ κοντινό σ’ αυτή τέλος πάντων, αναζητά στιγμές ανακούφισης με τις επισκέψεις σ’ αυτό το σπίτι, επισκέψεις που λειτουργούν σαν αντικαταθλιπτικό. Αντιγράφω φράσεις από αποσπάσματα που έχω υπογραμμίσει: «Τον βάραινε η ασχήμια των γηρατειών» (σελ. 17). «…η θλίψη των γηρατειών είχε αρχίσει να βαραίνει και αυτόν τον ίδιο» (στην ίδια σελίδα). «Μήπως το μυστικό που έκρυβε αυτό το σπίτι ήταν η επιθυμία των θλιμμένων γέρων για το όνειρο που δεν είχε τελειώσει ποτέ, η θλίψη των ημερών που είχαν χαθεί χωρίς καν να τις έχουν ζήσει;» (σελ. 36-37). «Τώρα όμως ήξερε ότι οι γέροι πελάτες του σπιτιού έρχονταν εδώ με μια μελαγχολική ευτυχία, μια πολύ μεγαλύτερη λαχτάρα, μια θλίψη πολύ βαθύτερη απ’ ό, τι είχε φανταστεί» (σελ. 40). «Επειδή η κοπέλα δεν θα ξυπνούσε, οι ηλικιωμένοι πελάτες δε χρειάζονταν να νιώσουν την ντροπή των γηρατειών τους» (σελ. 43). «Δεν είχε πια τόση επιθυμία να εξερευνήσει το κορμί της με τα χέρια του. Στην πραγματικότητα αυτή η επιθυμία έκρυβε κάποια θλίψη» (σελ. 42). «Δεν θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη λησμονιά για ένα γέρο που βρισκόταν τόσο κοντά στο θάνατο από την αίσθηση ότι τον τύλιγε γλυκά το δέρμα μιας κοπέλας (σελ. 44). «Έκλεισε τα μάτια του, μάλλον χωρίς να αισθάνεται τίποτα περισσότερο από τη θλίψη ενός γέρου που αγγίζει τα χέρια μιας κοιμισμένης κοπέλας» (σελ. 51). «Του φαινόταν ότι υπήρχε κάποια θλίψη στο κορμί μιας νέας κοπέλας που ξυπνούσε σ’ ένα γέρο την επιθυμία για το θάνατο» (σελ. 54).
Οι γέροι αυτοί, αφού απολάμβαναν την αίσθηση του να έχουν πλάι τους ξαπλωμένη μια νέα κοπέλα, και μάλιστα παρθένα, έπαιρναν δυο υπνωτικά χάπια για να κοιμηθούν βαθιά και ευτυχισμένα. Σε μια από τις επισκέψεις ο Εγκούτσι «Πήρε τα χάπια στο χέρι του. Θα ήταν όμως κρίμα ν’ αποκοιμιόταν απόψε που δεν ένιωθε καθόλου τη θλίψη και τη μοναξιά των γηρατειών» (σελ. 64). Πριν κοιμηθούν η κοριτσίστικη αυτή παρουσία στο πλάι τους προκαλούσε αναμνήσεις, αναμνήσεις περασμένης ευτυχίας. Ο Εγκούτσι θυμάται τη μικρή του κόρη και τις καμέλιες, μια παλιά του αγάπη, «ένα φιλί σαράντα χρόνια πριν» (σελ. 80).
«Όμως το να πεθάνει στον ύπνο του απόψε, ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο κοπέλες δε θα ήταν αυτή η μεγαλύτερη ευχή για ένα γέρο στην ηλικία του;» (σελ. 87).
Το 1960 ασφαλώς ναι, όχι όμως στα χρόνια τα δικά μας, με το βιάγκρα και το σίαλις. Ο Τζανής, εβδομηντάρης, πέθανε στην αγκαλιά μιας ξένης, μέσα στο αυτοκίνητό του, αφού είχε πάρει βιάγκρα. Οι χιουμορίστες συμπατριώτες μου ονόμασαν την περιοχή «στου Τζανή το πήδημα». Έγινα σκάνδαλο, η γυναίκα του δεν πήγε στην κηδεία του (Αυτά τα λέω όπως μου τα μετέφεραν, δεν μπορώ να είμαι σίγουρος αν έγιναν ακριβώς έτσι).
Υπήρξε ένας τέτοιος θάνατος στο σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών. Όμως, αντίθετα με την παραπάνω περίπτωση, το σκάνδαλο αποφεύχθηκε. Μετέφεραν το πτώμα του γέρου σε ένα κοντινό ξενοδοχείο και ο θάνατός του αποδόθηκε σε αυτοκτονία με υπνωτικά χάπια.
Το απόσπασμα που παραθέσαμε λίγο πιο πάνω λειτουργεί ως προσήμανση. Πιο πριν υπάρχει μια πιο άμεση προσήμανση. Όταν μαθαίνει για τον θάνατον αυτόν ο Εγκούτσι, λέει στην πατρόνα ότι θα προτιμούσε ένα τέτοιο θάνατο, και σ’ αυτή την περίπτωση θα ήθελε να μην τον μετακινήσουν. Όμως «Δεν του περνούσε από το μυαλό ότι ο ξαφνικός θάνατος μπορεί να μην ήταν και τόσο μακριά» (σελ. 77).
Λυπούμαστε τον καημένο τον Εγκούτσι για τη «θλίψη των γηρατειών» του, αλλά και γιατί περιμένουμε το θάνατό του. Όμως στο τελευταίο κεφάλαιο παύουμε να τον λυπούμαστε. Όχι γιατί έχει επιδοθεί σε ένα οιονεί όργιο, να κοιμηθεί με δυο κοπέλες μαζί, όχι. Διαβάζουμε:
«Με τη σκέψη ότι θα του άρεσε να τη ρίξει από το κρεβάτι, μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο, ο Εγκούτσι κοίταξε το στήθος και την κοιλιά της…. Τη σκέπασε κι έσβησε την ηλεκτρική κουβέρτα προς τη δική της μεριά (η πατρόνα τον είχε ενημερώσει ότι έπρεπε να τη σβήνει προς τη δική του μεριά, γιατί προς τη μεριά της κοπέλας έπρεπε να είναι αναμμένη, για να μην παγώσει αφού ήταν γυμνή). Η μαγεία της ζωής μιας γυναίκας, σκέφτηκε, δεν ήταν τόσο σπουδαίο πράγμα. Πες πως τη στραγγάλιζε, θα ήταν πολύ εύκολο. Δε θα ήταν καθόλου δύσκολο ούτε για ένα γέρο σαν αυτόν» (σελ. 84).
Ο Καουαμπάτα, παραβιάζοντας τις αφηγηματικές συμβάσεις περί προσημάνσεων, δεν αφήνει τον ήρωά του να πεθάνει. Αυτός που πεθαίνει είναι η μια από τις δυο κοπέλες με «τη σκουρόχρωμη σάρκα», παγωμένη από το κρύο.
Θα την απομακρύνουν, και τον ίδιο θα τον παροτρύνει η πατρόνα να πάρει κι άλλα υπνωτικά και να συνεχίσει τον ύπνο του δίπλα στην άλλη κοπέλα.
Τελειώνοντας τη νουβέλα όλη η συμπόνια που ένοιωθα για τον καημένο το γέρο Εγκούτσι πήγε στην νεκρή κοπέλα, ενώ για τον ίδιο ένιωσα αποτροπιασμό.
Ακριβώς το ίδιο ένοιωσα διαβάζοντας και τη «Χώρα του χιονιού»: αποστροφή για τον κεντρικό ήρωα, συμπόνια για τις δυο γυναίκες της ιστορίας.
Ο Καουαμπάτα είναι πολύ δεξιοτέχνης στην αφήγηση. Με υποτυπώδες σασπένς καταφέρνει να διατηρεί αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη με το να περιγράφει με αριστοτεχνικό τρόπο τις κινήσεις και τις στάσεις των κορμιών πάνω στο κρεβάτι, σε εναλλαγή με τις σκέψεις του ήρωά του, ένα μέρος από τις οποίες καταλαμβάνεται από τις αναμνήσεις του όπως είπαμε.
Τελικά, όπως γράφω και στην βιβλιοκριτική μου για τη «Χώρα του χιονιού», είναι ζήτημα πρόσληψης. Θα ήθελα στη θέση της κοπέλας να πέθαινε ο Εγκούτσι. Γιατί το τέλος που έδωσε ο Καουαμπάτα στην ιστορία του με φέρνει σε αμηχανία. Τι θέλει να πει ο ποιητής; Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι θέλει, αντί να μας προκαλέσει τη συμπόνια για τη θλίψη των γηρατειών, να μας τα παρουσιάσει αντικειμενικά αυτά τα γηρατειά, με τη θλίψη τους αλλά και με τη βασική τους κακία: τη ζήλεια για τη νιότη. Σε κάποιο σημείο ο Εγκούτσι λέει: «Ίσως η νιότη να είναι απαίσια για τους γέρους». Κατανοητή, όπως και η ζήλεια που μπορεί να νοιώθουν τα άτομα με ειδικές ανάγκες για τους υγιείς. Όμως όταν η ζήλεια αυτή οδηγεί στο φόνο, τότε δεν μπορούμε παρά να νοιώθουμε αποτροπιασμό.
Κλείνοντας, αντιστικτικά, θα αναφέρουμε ένα έργο στο οποίο κυριαρχεί όχι η θλίψη των γηρατειών, αλλά μια ευτυχισμένη απομύζηση της όποιας χαράς μπορούν να απολαύσουν ακόμη στα γηρατειά. Όχι, ο 90χρονος ήρωας του Μάρκες στο «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» δεν νοιώθει την θλίψη των γηρατειών, και δεν ξαπλώνει δίπλα σε μια νεαρή κοπέλα για να κοιμηθεί, αλλά για να κάνει σεξ.
Με τα δυο μικρότερα διηγήματα με τα οποία κλείνει ο τόμος ολοκληρώνεται και η συλλογή χαρακτήρων που μας δημιουργούν όχι συμπάθεια, αλλά οίκτο και αποτροπιασμό.
Το «Μπράτσο» ξεκινάει σαν διήγημα του φανταστικού, με τον ήρωα να ανταλλάσσει το μπράτσο του με το μπράτσο μιας γυναίκας. Κάτι λιγότερο από τον Γκρέγκορ Σάμσα που ξύπνησε ένα πρωινό και βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε γιγάντια κατσαρίδα. Όμως, με ένα εφέ απροσδόκητου, μαθαίνουμε στο τέλος ότι όλη η προηγούμενη ιστορία δεν ήταν παρά ένας εφιάλτης, από τον οποίο ξύπνησε κάποια στιγμή ο ήρωάς μας. Το ρεαλιστικό πλαίσιο της ιστορίας βρίσκεται στην παρακάτω παράγραφο, στην τελευταία σελίδα του διηγήματος:
«Τη μια στιγμή κοίταζα το μπράτσο, την άλλη είχα ξεριζώσει με μια άγρια κίνηση το μπράτσο της κοπέλας από τον ώμο μου και είχα ξαναβάλει το δικό μου στη θέση του. Αυτή η πράξη μου θύμισε φόνο εν βρασμώ ψυχής» (σελ. 115, η υπογράμμιση δική μας). Το μπράτσο ήταν υπαρκτό. Το αναζητά και το βλέπει στα πόδια του κρεβατιού. Και το διήγημα τελειώνει: «έφερα τα δάχτυλα στο στόμα μου. Να μπορούσα να νιώσω τη δροσιά της γυναίκας, εκεί, στο σημείο ανάμεσα στα μακριά νύχια και στ’ ακροδάχτυλα!». Ξανά η ίδια δεξιοτεχνία στην περιγραφή του ανθρώπινου σώματος που είδαμε και στο «Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών».
Ο ήρωας του «Περί ζώων και πουλιών» δεν μας παραπλανά. Ξέρουμε από την αρχή με ποιον έχουμε να κάνουμε. Πρόκειται για ένα μοναχικό άτομο που ξορκίζει τη μοναξιά του μαζεύοντας σκύλους και πουλιά. Εδώ ο Καουαμπάτα φαίνεται να διαθέτει φοβερές γνώσεις ορνιθολογίας. Και πάλι τα συναισθήματά μου (μου φαίνεται πως μόνο για τον εαυτό μου μπορώ να μιλώ) μεταιωρίζονται ανάμεσα στον οίκτο και την αποστροφή.
Sunday, November 28, 2010
Υποψήφιο για το βραβείο αναγνωστών
Το παρουσιάσαμε πριν μερικές βδομάδες στο Λέξημα και στο blog μας. Μας άρεσε πάρα πολύ. Είναι το μυθιστόρημα "Η θλίψη της λέαινας" του Βασίλη Τσιρώνη. Αν δεν έχετε υπόψη σας κανένα καλύτερο, μπορείτε να το ψηφίσετε, στέλοντας με το κινητό σας το μήνυμα ΒΑ 14 στο 54160 για το Βραβείο Αναγνωστών
Saturday, November 27, 2010
Χρήστος Δεσύλλας, Τα σκαλοπάτια της κόλασης
Χρήστος Δεσύλλας, Τα σκαλοπάτια της κόλασης, ΑΛΔΕ 2010, σελ. 106
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένα σκληρό αφήγημα είναι η τελευταία νουβέλα του Δεσύλλα, που συγκλονίζει τον αναγνώστη με το τέλος της
Ένα σκληρό νεο-νατουραλιστικό αφήγημα είναι η νουβέλα του Χρήστου Δεσύλλα, με ένα τίτλο αποκαλυπτικό ως προς το περιεχόμενό του, τίτλο που έχει το εφέ της δισημίας: Τα σκαλοπάτια της κόλασης ως μεταφορά, και τα σκαλοπάτια ενός σπιτιού που θα οδηγήσουν έναν ανάπηρο νέο στο θάνατο, ίσως σε μιαν άλλη κόλαση από αυτή που ήταν η ζωή του.
Παρόλο που το έργο χαρακτηρίζεται ως νουβέλα, ασφαλώς λόγω της μικρής του έκτασης, η δομή του είναι μυθιστορηματική. Παρακολουθούμε τη ζωή μιας μητέρας, των δύο θυγατέρων της, της Πωλέτ και της Νεφέλης, και των παιδιών της Πωλέτ, της Σοφίας και του Ανδρέα.
Η μητέρα είναι μια γυναίκα σαν την Νανά του Ζολά. Ζει με εραστές. Με μόνη τη διαφορά ότι αυτή έχει παιδιά.
«Πολλοί οι άντρες που διεκδίκησαν την πατρότητα της Νεφέλης και της Πωλέτ, όμως εκείνη ποτέ της δεν παντρεύτηκε. Ζούσε τη δική της ζωή, τις πληρωμένες ανέσεις, την επιλογή των εραστών, τα πρόσκαιρα ειδύλλια πάνω στα λαμέ σεντόνια, τις γαλλικές σαμπάνιες και τις ατέλειωτες προσκλήσεις που συνοδεύονταν πάντα από πανάκριβα δώρα» (σελ. 20-21).
Ο Άλκης, ο φίλος της Πωλέτ που έρχεται για πρώτη φορά στο σπίτι να τη ζητήσει σε γάμο, ξαφνιάζεται από την αρχοντική ομορφιά της μαμάς, που, όπως αποδεικνύεται, τα είχε κάποτε με τον πατέρα του. Είναι μάλιστα τόσο ξαφνιασμένος, ώστε ξεχνάει να κάνει την πρόταση γάμου.
Η Πωλέτ ζηλεύει και θαυμάζει τη μαμά της.
«-Τι πρέπει να κάνω για να σου μοιάσω;
-Μα μου μοιάζεις και πολύ μάλιστα, της απαντούσε, όμως η ομορφιά αγαπητή μου δεν είναι το παν. Χρειάζεται τεμπεραμέντο, τσαχπινιά, πονηριά και καπατσοσύνη. Εάν τα διαθέτεις όλα αυτά, τότε και η ομορφιά βοηθάει. Μα πάνω απ’ όλα θα πρέπει να μάθεις πώς να χειρίζεσαι τους άντρες. Ποτέ να μην τους επιτρέψεις να σε θεωρήσουν εύκολη, απεναντίας δύσκολη, απαιτητική και να περνάει πάντα το δικό σου ανεξαρτήτως κόστους, διαφορετικά, από κοσμοπολίτισσα, θα σε αποκαλούν πουτάνα. Το πρώτο μετράει προς τα πάνω, το δεύτερο προς τα κάτω και πιάνεις πάτο τόσο γρήγορα, που σε ξεχνάει κι ο Θεός» (σελ.31-32).
Η Πωλέτ δεν θα μοιάσει ποτέ της μαμάς της. Μετά το γάμο της αδελφής της θα ζητήσει και αυτή να βρει καταφύγιο στο γάμο. Θα εξελιχθεί σε μια προληπτική γυναικούλα που θα επισκέπτεται μάγισσες και θα ρίχνει αλάτι πίσω από την πλάτη επισκεπτών για να φύγουν.
Ο Αλέξανδρος, ο άνδρας της, θα αργεί συχνά να γυρίσει στο σπίτι του, όμως δεν είναι γυναικάς όπως υποψιάζεται η Πωλέτ, είναι τζογαδόρος. Τα χρέη θα τον οδηγήσουν στο να επιχειρήσει μια κλοπή με βοηθό τον γιο του τον Ανδρέα, τον οποίο παρασέρνει χωρίς τη θέλησή του σ’ αυτή την πράξη. Ο γιος θα τραυματιστεί θανάσιμα και θα μείνει παράλυτος για όλη του τη ζωή, ενώ ο πατέρας θα καταλήξει στη φυλακή όπου μετά από λίγα χρόνια θα αυτοκτονήσει.
Η πινακοθήκη των ηρώων με τον αποκρουστικό εσωτερικό κόσμο θα δώσει στη συνέχεια τη θέση της στην πινακοθήκη ηρώων με αποκρουστική εξωτερική εμφάνιση. Δίπλα στον ανάπηρο πια Ανδρέα θα προστεθεί η καμπούρα υπηρέτρια, η Μάγδα. Θα ικανοποιήσουν κάποια στιγμή τη ματαιωμένη σεξουαλικότητα ο ένας του άλλου, όμως αυτό για τον Ανδρέα είναι μια υποκατάστατη ικανοποίηση. Είναι ερωτευμένος με την αδελφή του και ζηλεύει αφάνταστα όταν τη βλέπει να φιλιέται με το φίλο της.
Οι ήρωες στα νατουραλιστικά μυθιστορήματα του προπερασμένου πια και όχι περασμένου αιώνα, είναι αποκρουστικοί στις πράξεις και στα αισθήματά τους. Είτε είναι θύματα της κοινωνίας είτε της κληρονομικότητας δεν μπορείς να νοιώσεις γι αυτούς κανέναν οίκτο.
Δεν συμβαίνει αυτό στη νουβέλα του Δεσύλλα, παρά τα πάμπολλα στοιχεία νατουραλισμού που διαθέτει. Νοιώθουμε να συμπονούμε τον Ανδρέα τόσο περισσότερο, όσο πιο πολύ τον βλέπουμε με το ψυχρό μάτι μιας κάμερας, όπως μοιάζει η ψυχρή αφήγηση του συγγραφέα που σε καμιά στιγμή δεν εκτρέπεται σε συναισθηματικούς σχολιασμούς για τη μοίρα του ήρωά του. Η αιμομικτική διάθεσή του προξενεί περισσότερο τον οίκτο παρά τον αποτροπιασμό, μια και φαίνεται λίγο πολύ αναπόφευκτη λόγω της κατάστασής του. Όταν την αδελφή του την παρατάει ο φίλος της και βυθίζεται σε κατάσταση απελπισίας, ο Ανδρέας αρχίζει να τρέφει ελπίδες, που έτσι κι αλλιώς κάθε αντικειμενικός παρατηρητής θα τις χαρακτήριζε φρούδες. Η τελική αναμέτρηση των δυο αδελφών είναι συγκλονιστική.
«-Άμα θέλω άντρες βρίσκω, κι όχι σακατεμένους, με ποδάρες που γεμίζουν ένα κρεβάτι. Τ’ άκουσες ψυχανώμαλε; (σελ. 105). Αυτά είναι λόγια αδελφής προς αδελφό.
Ο Ανδρέας, απελπισμένος θα απαντήσει:
«-Σοφία, άνοιξε την πόρτα να δεις πως ο αδελφός σου θα κατέβει μόνος του τα σκαλοπάτια της κόλασης, και κάνοντας στροφή, κατρακύλησε στη σκάλα, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στο δάπεδο του σαλονιού» (σελ. 106).
Η μόνες χρονικές ενδείξεις για το χρόνο της ιστορίας είναι ότι την 21η Απριλίου ο Αλέξανδρος ήταν φυλακή. Δεν ξέρουμε αν ήταν το 1967 ή μεταγενέστερη επέτειος. Και μια έμμεση ένδειξη, για μας τους παλιούς, είναι το ότι η μητέρα, πριν ξεσπάσει η τραγωδία, κοίταζε τις γελοιογραφίες στο οικογενειακό περιοδικό (δεν κατονομάζεται) από τις οποίες της άρεσαν οι γελοιογραφίες με τον σπαγοραμμένο. Είμαστε στη δεκαετία του ’60.
Ο χώρος επίσης ταυτοποιείται αρκετά αόριστα, ήδη με την πρώτη πρόταση του έργου: «Η γειτονιά απλωνόταν στην άκρη της πόλης», για να δώσει πιο κάτω ο συγγραφέας, μιλώντας γι αυτή, και μια νύξη για το χρονικό «περίπου» της δράσης: «Τα παιδιά έδιναν ζωντάνια στη γειτονιά που δονείτο από τις φωνές τους. Οι κάτοικοι τα βράδια καθισμένοι στα κεφαλόσκαλα και τις αυλές, μιλούσαν για τα γεγονότα της ημέρας, ακόμη και για το ποδόσφαιρο, ενώ οι γυναίκες κουτσομπόλευαν τις άλλες που δεν ήταν παρούσες». Την είδαμε αυτή τη γειτονιά στη «Συνοικία το όνειρο», την βραβευμένη ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη με μουσική του Μίκη Θοδωράκη.
Ο αποστασιοποιημένος, ντοκιμαντερίστικος τρόπος γραφής του Δεσύλλα που εκβιάζει την συναισθηματική συμμετοχή του αναγνώστη αντί να την υποβάλλει με σχόλια, σαν το «μάτι της κάμερας» του ντον Πάσος, είναι ιδιαίτερα πρωτότυπος. Αποστρεφόμενος το περιττό και μένοντας στο ουσιώδες, περιορίζει ένα μυθιστόρημα στην έκταση της νουβέλας. Είναι μια ικανότητα που δεν την διαθέτουν πολλοί συγγραφείς.
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένα σκληρό αφήγημα είναι η τελευταία νουβέλα του Δεσύλλα, που συγκλονίζει τον αναγνώστη με το τέλος της
Ένα σκληρό νεο-νατουραλιστικό αφήγημα είναι η νουβέλα του Χρήστου Δεσύλλα, με ένα τίτλο αποκαλυπτικό ως προς το περιεχόμενό του, τίτλο που έχει το εφέ της δισημίας: Τα σκαλοπάτια της κόλασης ως μεταφορά, και τα σκαλοπάτια ενός σπιτιού που θα οδηγήσουν έναν ανάπηρο νέο στο θάνατο, ίσως σε μιαν άλλη κόλαση από αυτή που ήταν η ζωή του.
Παρόλο που το έργο χαρακτηρίζεται ως νουβέλα, ασφαλώς λόγω της μικρής του έκτασης, η δομή του είναι μυθιστορηματική. Παρακολουθούμε τη ζωή μιας μητέρας, των δύο θυγατέρων της, της Πωλέτ και της Νεφέλης, και των παιδιών της Πωλέτ, της Σοφίας και του Ανδρέα.
Η μητέρα είναι μια γυναίκα σαν την Νανά του Ζολά. Ζει με εραστές. Με μόνη τη διαφορά ότι αυτή έχει παιδιά.
«Πολλοί οι άντρες που διεκδίκησαν την πατρότητα της Νεφέλης και της Πωλέτ, όμως εκείνη ποτέ της δεν παντρεύτηκε. Ζούσε τη δική της ζωή, τις πληρωμένες ανέσεις, την επιλογή των εραστών, τα πρόσκαιρα ειδύλλια πάνω στα λαμέ σεντόνια, τις γαλλικές σαμπάνιες και τις ατέλειωτες προσκλήσεις που συνοδεύονταν πάντα από πανάκριβα δώρα» (σελ. 20-21).
Ο Άλκης, ο φίλος της Πωλέτ που έρχεται για πρώτη φορά στο σπίτι να τη ζητήσει σε γάμο, ξαφνιάζεται από την αρχοντική ομορφιά της μαμάς, που, όπως αποδεικνύεται, τα είχε κάποτε με τον πατέρα του. Είναι μάλιστα τόσο ξαφνιασμένος, ώστε ξεχνάει να κάνει την πρόταση γάμου.
Η Πωλέτ ζηλεύει και θαυμάζει τη μαμά της.
«-Τι πρέπει να κάνω για να σου μοιάσω;
-Μα μου μοιάζεις και πολύ μάλιστα, της απαντούσε, όμως η ομορφιά αγαπητή μου δεν είναι το παν. Χρειάζεται τεμπεραμέντο, τσαχπινιά, πονηριά και καπατσοσύνη. Εάν τα διαθέτεις όλα αυτά, τότε και η ομορφιά βοηθάει. Μα πάνω απ’ όλα θα πρέπει να μάθεις πώς να χειρίζεσαι τους άντρες. Ποτέ να μην τους επιτρέψεις να σε θεωρήσουν εύκολη, απεναντίας δύσκολη, απαιτητική και να περνάει πάντα το δικό σου ανεξαρτήτως κόστους, διαφορετικά, από κοσμοπολίτισσα, θα σε αποκαλούν πουτάνα. Το πρώτο μετράει προς τα πάνω, το δεύτερο προς τα κάτω και πιάνεις πάτο τόσο γρήγορα, που σε ξεχνάει κι ο Θεός» (σελ.31-32).
Η Πωλέτ δεν θα μοιάσει ποτέ της μαμάς της. Μετά το γάμο της αδελφής της θα ζητήσει και αυτή να βρει καταφύγιο στο γάμο. Θα εξελιχθεί σε μια προληπτική γυναικούλα που θα επισκέπτεται μάγισσες και θα ρίχνει αλάτι πίσω από την πλάτη επισκεπτών για να φύγουν.
Ο Αλέξανδρος, ο άνδρας της, θα αργεί συχνά να γυρίσει στο σπίτι του, όμως δεν είναι γυναικάς όπως υποψιάζεται η Πωλέτ, είναι τζογαδόρος. Τα χρέη θα τον οδηγήσουν στο να επιχειρήσει μια κλοπή με βοηθό τον γιο του τον Ανδρέα, τον οποίο παρασέρνει χωρίς τη θέλησή του σ’ αυτή την πράξη. Ο γιος θα τραυματιστεί θανάσιμα και θα μείνει παράλυτος για όλη του τη ζωή, ενώ ο πατέρας θα καταλήξει στη φυλακή όπου μετά από λίγα χρόνια θα αυτοκτονήσει.
Η πινακοθήκη των ηρώων με τον αποκρουστικό εσωτερικό κόσμο θα δώσει στη συνέχεια τη θέση της στην πινακοθήκη ηρώων με αποκρουστική εξωτερική εμφάνιση. Δίπλα στον ανάπηρο πια Ανδρέα θα προστεθεί η καμπούρα υπηρέτρια, η Μάγδα. Θα ικανοποιήσουν κάποια στιγμή τη ματαιωμένη σεξουαλικότητα ο ένας του άλλου, όμως αυτό για τον Ανδρέα είναι μια υποκατάστατη ικανοποίηση. Είναι ερωτευμένος με την αδελφή του και ζηλεύει αφάνταστα όταν τη βλέπει να φιλιέται με το φίλο της.
Οι ήρωες στα νατουραλιστικά μυθιστορήματα του προπερασμένου πια και όχι περασμένου αιώνα, είναι αποκρουστικοί στις πράξεις και στα αισθήματά τους. Είτε είναι θύματα της κοινωνίας είτε της κληρονομικότητας δεν μπορείς να νοιώσεις γι αυτούς κανέναν οίκτο.
Δεν συμβαίνει αυτό στη νουβέλα του Δεσύλλα, παρά τα πάμπολλα στοιχεία νατουραλισμού που διαθέτει. Νοιώθουμε να συμπονούμε τον Ανδρέα τόσο περισσότερο, όσο πιο πολύ τον βλέπουμε με το ψυχρό μάτι μιας κάμερας, όπως μοιάζει η ψυχρή αφήγηση του συγγραφέα που σε καμιά στιγμή δεν εκτρέπεται σε συναισθηματικούς σχολιασμούς για τη μοίρα του ήρωά του. Η αιμομικτική διάθεσή του προξενεί περισσότερο τον οίκτο παρά τον αποτροπιασμό, μια και φαίνεται λίγο πολύ αναπόφευκτη λόγω της κατάστασής του. Όταν την αδελφή του την παρατάει ο φίλος της και βυθίζεται σε κατάσταση απελπισίας, ο Ανδρέας αρχίζει να τρέφει ελπίδες, που έτσι κι αλλιώς κάθε αντικειμενικός παρατηρητής θα τις χαρακτήριζε φρούδες. Η τελική αναμέτρηση των δυο αδελφών είναι συγκλονιστική.
«-Άμα θέλω άντρες βρίσκω, κι όχι σακατεμένους, με ποδάρες που γεμίζουν ένα κρεβάτι. Τ’ άκουσες ψυχανώμαλε; (σελ. 105). Αυτά είναι λόγια αδελφής προς αδελφό.
Ο Ανδρέας, απελπισμένος θα απαντήσει:
«-Σοφία, άνοιξε την πόρτα να δεις πως ο αδελφός σου θα κατέβει μόνος του τα σκαλοπάτια της κόλασης, και κάνοντας στροφή, κατρακύλησε στη σκάλα, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στο δάπεδο του σαλονιού» (σελ. 106).
Η μόνες χρονικές ενδείξεις για το χρόνο της ιστορίας είναι ότι την 21η Απριλίου ο Αλέξανδρος ήταν φυλακή. Δεν ξέρουμε αν ήταν το 1967 ή μεταγενέστερη επέτειος. Και μια έμμεση ένδειξη, για μας τους παλιούς, είναι το ότι η μητέρα, πριν ξεσπάσει η τραγωδία, κοίταζε τις γελοιογραφίες στο οικογενειακό περιοδικό (δεν κατονομάζεται) από τις οποίες της άρεσαν οι γελοιογραφίες με τον σπαγοραμμένο. Είμαστε στη δεκαετία του ’60.
Ο χώρος επίσης ταυτοποιείται αρκετά αόριστα, ήδη με την πρώτη πρόταση του έργου: «Η γειτονιά απλωνόταν στην άκρη της πόλης», για να δώσει πιο κάτω ο συγγραφέας, μιλώντας γι αυτή, και μια νύξη για το χρονικό «περίπου» της δράσης: «Τα παιδιά έδιναν ζωντάνια στη γειτονιά που δονείτο από τις φωνές τους. Οι κάτοικοι τα βράδια καθισμένοι στα κεφαλόσκαλα και τις αυλές, μιλούσαν για τα γεγονότα της ημέρας, ακόμη και για το ποδόσφαιρο, ενώ οι γυναίκες κουτσομπόλευαν τις άλλες που δεν ήταν παρούσες». Την είδαμε αυτή τη γειτονιά στη «Συνοικία το όνειρο», την βραβευμένη ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη με μουσική του Μίκη Θοδωράκη.
Ο αποστασιοποιημένος, ντοκιμαντερίστικος τρόπος γραφής του Δεσύλλα που εκβιάζει την συναισθηματική συμμετοχή του αναγνώστη αντί να την υποβάλλει με σχόλια, σαν το «μάτι της κάμερας» του ντον Πάσος, είναι ιδιαίτερα πρωτότυπος. Αποστρεφόμενος το περιττό και μένοντας στο ουσιώδες, περιορίζει ένα μυθιστόρημα στην έκταση της νουβέλας. Είναι μια ικανότητα που δεν την διαθέτουν πολλοί συγγραφείς.
Friday, November 26, 2010
Λεωνίδας Κλάδος-εις μνήμην
Είναι αυτός που μου αρέσει περισσότερο απ' όλους τους λυράρηδες. Τον χάρηκα ζωντανά σε ένα πανηγύρι στο Πάνω Χωριό, πριν μερικά χρόνια. Λεωνίδα, ας είναι ελαφρό το χώμα που σε σκεπάζει.
Το παρακάτω κείμενο το αντέγραψα από την εφημερίδα Ιεράπετρα 21ος αιών, Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010. Δεν φέρεται το όνομα του συντάκτη.
Στις 12 Νοεμβρίου, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 86 ετών, ένας από τους μεγαλύτερους λυράρηδες της Κρήτης, ο Λεωνίδας Κλάδος. Ο Λεωνίδας Κλάδος γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1925 στα Πλατάνια Αμαρίου.Ήταν γιος του Δημήτρη Κλάδου, κτηνοτρόφου από τα Λειβάδια Μυλοποτάμου. Μητέρα του ήταν η Χρυσή Ανδρέου Λίτινα. Έμειναν και έζησαν στα Πλατάνια αποκτώντας 8 παιδιά εκ των οποίων το δεύτερο ήταν ο Λεωνίδας. Σαν παιδί βοηθούσε στην εκκλησία και ήταν δίπλα στον παππού του από τις Λαμπιώτες Παπα-Γιάννη Σιγανό, ο οποίος διέκρινε από πολύ νωρίς τις μουσικές και φωνητικές ικανότητες του Λεωνίδα και τον προώθησε στο ψαλτήρι, Έτσι λοιπόν η εκκλησία υπήρξε ένα από τα πρώτα του βιώματα, όσον αφορά το χώρο της μουσικής. Ένας άλλος μεγάλος δάσκαλος στη μουσική για το Λεωνίδα ήταν ο θρυλικός Κουρούπης από το γειτονικό Μέρωνα που τον βοήθησε στα πρώτα του βήματα. Το 1941, όταν κατέκτησαν οι Γερμανοί την Κρήτη, τον βρίσκει με πολλές άλλες οικογένειες στις σπηλιές του Ψηλορείτη. Εκεί ο θείος του Μανώλης Λίτινας ασχολείται με διάφορα ξυλόγλυπτα και μεταξύ αυτών φτιάχνει και μία λύρα από ασφένταμο. Τα παιδιά την περιεργαζόταν και την άφηναν, όμως ο Λεωνίδας ανυπομονούσε να ακούσει τους πρώτους ήχους. "σε 17 ημέρες έμαθα να κουρδίζω και σε 28 ακούστηκαν οι πρώτοι σκοποί στις κορυφές του Ψηλορείτη. Έπαιζα και τραγουδούσα συνέχεια". Στα πρώτα του βήματα σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι λυράρηδες της περιοχής, ιδιαιτέρως ο Κουρούπης από το Μέρωνα και ο Καπαρός ο Λευτέρης από το Ανω Μέρος οι οποίοι κατά τον Κλάδο έπαιζαν σωστά και μελετημένα. Παράλληλα στο χώρο της Κρητικής μουσικής έκανε τα πρώτα του βήματα και ένας άλλος μεγάλος Αμαριώτης καλλιτέχνης ο Ροδάμανθος Ανδρουλάκης. Συχνά βρισκόντουσαν στον Οψυγιά οπού μαζί "τελειοποιούσαν" το παίξιμο τους γι' αυτό και παρατηρεί κανείς κοινά στοιχεία. Παρά την αντίδραση των γονιών του να γίνει επαγγελματίας λυράρης εκείνος είχε ήδη πάρει το βάπτισμα, τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει από τη λύρα του. Όπου γλέντι, γάμος, βαπτίσεις νάσου και ο Λεωνίδας να μαγεύει τους πάντες με τις κοντιλιές του. Από το 1945 έως το 1947 παίζει στο Ρέθυμνο κάθε βράδυ στο ζαχαροπλαστείο του Κλαψινού, όπου προωθείται από το πασίγνωστο λαγουτιέρη Μπαξεβάνη και πλέον γίνεται γνωστός σε όλο το νομό. Το 1947 κατατάσσεται στο στρατό, όπου υπηρετεί για 29 μήνες. Επιστρέφοντας συνεχίζει και συνεργάζεται πάντα με κορυφαίους λαγουτιέρηδες Μαρκογιαννάκη, Κοτσιφό, Παχουντάκη και τον Στ.Φουσταλιέρη.Ταυτόχρονα γνωρίζεταιμε τους κορυφαίους λυράρηδες Λαγό,Καρεκλά, Σκορδαλό,Καλογρίδη. Η φήμη του γρήγορα ξεπερνά τα όρια του νομού. Το Φεβρουάριο του 1951 βρίσκεται στη Μεσσαρά, όπου γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό και αγάπη στις διάφορες εκδηλώσεις της περιοχής. Συχνά έπαιζε στο καφενείο του Μιχάλη Τζωρτζάκη στη πλατεία των Μοιρών, όπου γνωρίστηκε με την κόρη του την Κλειώ. Παντρεύονται το 1953 και αποκτούν 2 γιους και 2 κόρες. Σήμερα έχουν 8 εγγόνια. Από τη χρονική περίοδο αυτή γίνεται μόνιμος κάτοικος Μοιρών, όπου ο κόσμος τον αγκαλιάζει ως γνήσιο Μεσσαρίτη και ο ίδιος ανταποκρίνεται. Το 1957 δημιούργησε το πρώτο του έργο στίχοι, μουσική, εκτέλεση δική του, το συρτό "Όταν κοιμάται ο δυστυχής". Από το 1961 διακόπτει την καλλιτεχνική του ενασχόληση για λόγους υγείας. Ύστερα από επίμονη παρότρυνση φίλων ξαναρχίζει να παίζει και ταυτόχρονα επιστρέφει στις ζωντανές εμφανίσεις και δισκογραφία. Μεγάλες στιγμές δισκογραφικά οι συνεργασίες του με τον Μανιά, Κακλή, Κρασαδάκη, Σκουλά, Σταματογιαννάκη, Αγγελάκη, όλοι τους μεγάλες φωνές. Στην καλλιτεχνική του πορεία είχε να παρουσιάσει πλούσια δραστηριότητα στην διάρκεια της οποίας προσπάθησε να εξελίξει και να αναπτύξει την τεχνική του με τελικό αποτέλεσμα την δημιουργία της δικιάς του "σχολής" στο παίξιμο της κρητικής λύρας. Συνολικά είχε ηχογραφήσει πάνω από 30 δίσκους. Η τεχνική του χαρακτηριζόταν από ποικίλες και γρήγορες εναλλαγές ενώ η ποιότητα του ήχου είχε μια έντονη γλυκύτητα που σε συναρπάζει. Πολλοί λένε σήμερα, ότι με τη λύρα του Κλάδου μερακλώνουν, ενθουσιάζονται, είναι η λύρα που τους αρέσει και τους ταξιδεύει σε κόσμους παραμυθένιους και παραδεισένιους. Ο Κλάδος ταξίδεψε πολλές φορές στο εξωτερικό και ενθουσιάστηκε με τη διατήρηση της παράδοσης και των εθίμων τη Κρήτης στην ομογένεια. Είχε τιμηθεί πάμπολλες φορές για την προσφορά του από διάφορους δήμους-κοινότητες- συλλόγους. Στη λύρα του βρίσκουν την λεβεντιά, την περηφάνια και το μεγαλείο του Κρητικού λαού. Επίσης είχε εκλεχτεί αντιδήμαρχος Μοιρών και δύο φορές Δημοτικός Σύμβουλος. Παράλληλα είχε δημιουργήσει βιοτεχνία παγωτών "Λύρα" και εργοστάσιο ζαχαροπλαστικής στις Μοίρες. Παρά τα 86 του χρόνια το πάθος και το μεράκι για τη λύρα υπήρχε και τον βλέπαμε τακτικά σε δημόσιες εμφανίσεις. Ζούσε στις Μοίρες. Επιθυμία του ήταν να γυρνούσε στο χωριό του, για να ξαναπερπατούσε στον Ψηλορείτη και τη Σάμιτο.
Το παρακάτω κείμενο το αντέγραψα από την εφημερίδα Ιεράπετρα 21ος αιών, Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010. Δεν φέρεται το όνομα του συντάκτη.
Στις 12 Νοεμβρίου, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 86 ετών, ένας από τους μεγαλύτερους λυράρηδες της Κρήτης, ο Λεωνίδας Κλάδος. Ο Λεωνίδας Κλάδος γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1925 στα Πλατάνια Αμαρίου.Ήταν γιος του Δημήτρη Κλάδου, κτηνοτρόφου από τα Λειβάδια Μυλοποτάμου. Μητέρα του ήταν η Χρυσή Ανδρέου Λίτινα. Έμειναν και έζησαν στα Πλατάνια αποκτώντας 8 παιδιά εκ των οποίων το δεύτερο ήταν ο Λεωνίδας. Σαν παιδί βοηθούσε στην εκκλησία και ήταν δίπλα στον παππού του από τις Λαμπιώτες Παπα-Γιάννη Σιγανό, ο οποίος διέκρινε από πολύ νωρίς τις μουσικές και φωνητικές ικανότητες του Λεωνίδα και τον προώθησε στο ψαλτήρι, Έτσι λοιπόν η εκκλησία υπήρξε ένα από τα πρώτα του βιώματα, όσον αφορά το χώρο της μουσικής. Ένας άλλος μεγάλος δάσκαλος στη μουσική για το Λεωνίδα ήταν ο θρυλικός Κουρούπης από το γειτονικό Μέρωνα που τον βοήθησε στα πρώτα του βήματα. Το 1941, όταν κατέκτησαν οι Γερμανοί την Κρήτη, τον βρίσκει με πολλές άλλες οικογένειες στις σπηλιές του Ψηλορείτη. Εκεί ο θείος του Μανώλης Λίτινας ασχολείται με διάφορα ξυλόγλυπτα και μεταξύ αυτών φτιάχνει και μία λύρα από ασφένταμο. Τα παιδιά την περιεργαζόταν και την άφηναν, όμως ο Λεωνίδας ανυπομονούσε να ακούσει τους πρώτους ήχους. "σε 17 ημέρες έμαθα να κουρδίζω και σε 28 ακούστηκαν οι πρώτοι σκοποί στις κορυφές του Ψηλορείτη. Έπαιζα και τραγουδούσα συνέχεια". Στα πρώτα του βήματα σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι λυράρηδες της περιοχής, ιδιαιτέρως ο Κουρούπης από το Μέρωνα και ο Καπαρός ο Λευτέρης από το Ανω Μέρος οι οποίοι κατά τον Κλάδο έπαιζαν σωστά και μελετημένα. Παράλληλα στο χώρο της Κρητικής μουσικής έκανε τα πρώτα του βήματα και ένας άλλος μεγάλος Αμαριώτης καλλιτέχνης ο Ροδάμανθος Ανδρουλάκης. Συχνά βρισκόντουσαν στον Οψυγιά οπού μαζί "τελειοποιούσαν" το παίξιμο τους γι' αυτό και παρατηρεί κανείς κοινά στοιχεία. Παρά την αντίδραση των γονιών του να γίνει επαγγελματίας λυράρης εκείνος είχε ήδη πάρει το βάπτισμα, τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει από τη λύρα του. Όπου γλέντι, γάμος, βαπτίσεις νάσου και ο Λεωνίδας να μαγεύει τους πάντες με τις κοντιλιές του. Από το 1945 έως το 1947 παίζει στο Ρέθυμνο κάθε βράδυ στο ζαχαροπλαστείο του Κλαψινού, όπου προωθείται από το πασίγνωστο λαγουτιέρη Μπαξεβάνη και πλέον γίνεται γνωστός σε όλο το νομό. Το 1947 κατατάσσεται στο στρατό, όπου υπηρετεί για 29 μήνες. Επιστρέφοντας συνεχίζει και συνεργάζεται πάντα με κορυφαίους λαγουτιέρηδες Μαρκογιαννάκη, Κοτσιφό, Παχουντάκη και τον Στ.Φουσταλιέρη.Ταυτόχρονα γνωρίζεταιμε τους κορυφαίους λυράρηδες Λαγό,Καρεκλά, Σκορδαλό,Καλογρίδη. Η φήμη του γρήγορα ξεπερνά τα όρια του νομού. Το Φεβρουάριο του 1951 βρίσκεται στη Μεσσαρά, όπου γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό και αγάπη στις διάφορες εκδηλώσεις της περιοχής. Συχνά έπαιζε στο καφενείο του Μιχάλη Τζωρτζάκη στη πλατεία των Μοιρών, όπου γνωρίστηκε με την κόρη του την Κλειώ. Παντρεύονται το 1953 και αποκτούν 2 γιους και 2 κόρες. Σήμερα έχουν 8 εγγόνια. Από τη χρονική περίοδο αυτή γίνεται μόνιμος κάτοικος Μοιρών, όπου ο κόσμος τον αγκαλιάζει ως γνήσιο Μεσσαρίτη και ο ίδιος ανταποκρίνεται. Το 1957 δημιούργησε το πρώτο του έργο στίχοι, μουσική, εκτέλεση δική του, το συρτό "Όταν κοιμάται ο δυστυχής". Από το 1961 διακόπτει την καλλιτεχνική του ενασχόληση για λόγους υγείας. Ύστερα από επίμονη παρότρυνση φίλων ξαναρχίζει να παίζει και ταυτόχρονα επιστρέφει στις ζωντανές εμφανίσεις και δισκογραφία. Μεγάλες στιγμές δισκογραφικά οι συνεργασίες του με τον Μανιά, Κακλή, Κρασαδάκη, Σκουλά, Σταματογιαννάκη, Αγγελάκη, όλοι τους μεγάλες φωνές. Στην καλλιτεχνική του πορεία είχε να παρουσιάσει πλούσια δραστηριότητα στην διάρκεια της οποίας προσπάθησε να εξελίξει και να αναπτύξει την τεχνική του με τελικό αποτέλεσμα την δημιουργία της δικιάς του "σχολής" στο παίξιμο της κρητικής λύρας. Συνολικά είχε ηχογραφήσει πάνω από 30 δίσκους. Η τεχνική του χαρακτηριζόταν από ποικίλες και γρήγορες εναλλαγές ενώ η ποιότητα του ήχου είχε μια έντονη γλυκύτητα που σε συναρπάζει. Πολλοί λένε σήμερα, ότι με τη λύρα του Κλάδου μερακλώνουν, ενθουσιάζονται, είναι η λύρα που τους αρέσει και τους ταξιδεύει σε κόσμους παραμυθένιους και παραδεισένιους. Ο Κλάδος ταξίδεψε πολλές φορές στο εξωτερικό και ενθουσιάστηκε με τη διατήρηση της παράδοσης και των εθίμων τη Κρήτης στην ομογένεια. Είχε τιμηθεί πάμπολλες φορές για την προσφορά του από διάφορους δήμους-κοινότητες- συλλόγους. Στη λύρα του βρίσκουν την λεβεντιά, την περηφάνια και το μεγαλείο του Κρητικού λαού. Επίσης είχε εκλεχτεί αντιδήμαρχος Μοιρών και δύο φορές Δημοτικός Σύμβουλος. Παράλληλα είχε δημιουργήσει βιοτεχνία παγωτών "Λύρα" και εργοστάσιο ζαχαροπλαστικής στις Μοίρες. Παρά τα 86 του χρόνια το πάθος και το μεράκι για τη λύρα υπήρχε και τον βλέπαμε τακτικά σε δημόσιες εμφανίσεις. Ζούσε στις Μοίρες. Επιθυμία του ήταν να γυρνούσε στο χωριό του, για να ξαναπερπατούσε στον Ψηλορείτη και τη Σάμιτο.
Τι κοινό έχω εγώ με τον Σαραμάγκου
Αντιγράφω, παγώνοντας την εικόνα, από την εκπομπή του Ανταίου Χρυσοστομίδη και της Μικέλας Χαρτουλάρη "Κεραίες της εποχής μας", αυτοβιογραφικό απόσπασμα που διαβάζει ο Ζοζέ Σαραμάγκου: (έχω γράψει γι αυτόν)
"Στην πραγματικότητα γεννήθηκα στις 16-11-1022, στις δύο η ώρα, και όχι στις 18, όπως βεβαιώνει το Μητρώο του Ληξιαρχείου. Έτυχε τότε ο πατέρας μου να δουλεύει μακριά απ' το χωριό και όχι μόνο δεν ήταν παρών στη γέννηση του γιου του αλλά επέστρεψε στο σπίτι μετά τις 16 Δεκεμβρίου. Το πιθανότερο ήταν στις 17, που έπεφτε Κυριακή. Τότε λοιπόν, και φαντάζομαι και σήμερα ακόμη, έπρεπε η δήλωση της γέννησης να γίνει εντός τρειάντα ημερών, διαφορετικά υπήρχε ο κίνδυνος επιβολής προστίμου".
Κάτι ανάλογο έγινε και με μένα. Γεννήθηκα στις 29 Ιανουαρίου 1950 (Υδροχόος. Παρεμπιπτόντως ημέρα Κυριακή, το πρωί, "την ώρα που λειτουργούνταν οι εκκλησίες" συνήθιζε να λέει η μάνα μου, θεωρώντας το καλοσημαδιά), όμως ο πατέρας μου, φαντάζομαι από κωλοβάρεμα, δεν πήγε να με δηλώσει. Κάποιος του σφύριξε αργότερα ότι έπρεπε να με δηλώσει μέσα σε τρεις μήνες, (όχι σε ένα όπως στην Πορτογαλία. Στην Ελλάδα τίποτα δεν γίνεται με βιασύνη, αν για παράδειγμα θέλεις ένα πιστοποιητικό, κάνεις την αίτηση, αλλά για το καλό των νεύρων σου δεν πρέπει να βιάζεσαι να το πάρεις, πρέπει να έχεις υπομονή), είχαν όμως περάσει παραπάνω από τρεις μήνες και γι αυτό με δήλωσε 19 Φεβρουαρίου. Έτσι η ταυτότητά μου γράφει ως ημερομηνία γέννησης 19 Φεβρουαρίου 1950, και αυτή την ημερομηνία δηλώνω όταν πρόκειται για κάτι επίσημο, και έχω πάντα το φόβο ότι κάποια στιγμή μπορεί να ξεχαστώ και να δηλώσω 29 Ιανουαρίου, και μετά άντε να ξεμπλέξεις με την ελληνική γραφειοκρατία.
"Στην πραγματικότητα γεννήθηκα στις 16-11-1022, στις δύο η ώρα, και όχι στις 18, όπως βεβαιώνει το Μητρώο του Ληξιαρχείου. Έτυχε τότε ο πατέρας μου να δουλεύει μακριά απ' το χωριό και όχι μόνο δεν ήταν παρών στη γέννηση του γιου του αλλά επέστρεψε στο σπίτι μετά τις 16 Δεκεμβρίου. Το πιθανότερο ήταν στις 17, που έπεφτε Κυριακή. Τότε λοιπόν, και φαντάζομαι και σήμερα ακόμη, έπρεπε η δήλωση της γέννησης να γίνει εντός τρειάντα ημερών, διαφορετικά υπήρχε ο κίνδυνος επιβολής προστίμου".
Κάτι ανάλογο έγινε και με μένα. Γεννήθηκα στις 29 Ιανουαρίου 1950 (Υδροχόος. Παρεμπιπτόντως ημέρα Κυριακή, το πρωί, "την ώρα που λειτουργούνταν οι εκκλησίες" συνήθιζε να λέει η μάνα μου, θεωρώντας το καλοσημαδιά), όμως ο πατέρας μου, φαντάζομαι από κωλοβάρεμα, δεν πήγε να με δηλώσει. Κάποιος του σφύριξε αργότερα ότι έπρεπε να με δηλώσει μέσα σε τρεις μήνες, (όχι σε ένα όπως στην Πορτογαλία. Στην Ελλάδα τίποτα δεν γίνεται με βιασύνη, αν για παράδειγμα θέλεις ένα πιστοποιητικό, κάνεις την αίτηση, αλλά για το καλό των νεύρων σου δεν πρέπει να βιάζεσαι να το πάρεις, πρέπει να έχεις υπομονή), είχαν όμως περάσει παραπάνω από τρεις μήνες και γι αυτό με δήλωσε 19 Φεβρουαρίου. Έτσι η ταυτότητά μου γράφει ως ημερομηνία γέννησης 19 Φεβρουαρίου 1950, και αυτή την ημερομηνία δηλώνω όταν πρόκειται για κάτι επίσημο, και έχω πάντα το φόβο ότι κάποια στιγμή μπορεί να ξεχαστώ και να δηλώσω 29 Ιανουαρίου, και μετά άντε να ξεμπλέξεις με την ελληνική γραφειοκρατία.
Thursday, November 25, 2010
Sunday, November 21, 2010
Κατερίνα Κατράκη, Παράθυρο
Κατερίνα Κατράκη, Παράθυρο, Ιωλκός 2010, σελ. 62
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Πολύ όμορφα ποιήματα μιας ταλαντούχας ποιήτριας, και ας είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.
Με την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Παράθυρο» εμφανίζεται η Κατερίνα Κατράκη στο χώρο του βιβλίου. Εμφανίζεται ως ποιήτρια, γιατί με το βιβλίο ασχολείται ήδη ως επιμελήτρια, συνεργαζόμενη με τον «εκδοτικό οργανισμό Λιβάνη» και παλιότερα με τα «Ελληνικά Γράμματα». Έχει σπουδάσει κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και ξέρει τρεις ξένες γλώσσες.
Θα ξεκινήσω με αυτό που με εντυπωσίασε. Ενώ η λογοτεχνία και κυρίως η ποίηση λειτουργούν συνήθως ως «καθαρτικά» στα ψυχικά μας άγχη και στις εντάσεις μας, σε πολλά ποιήματα της Κατράκη βλέπουμε την ευφορία της ύπαρξης, τη χαρά της ζωής. Συνήθως τραγουδούμε τις στενοχώριες μας και όχι τις χαρές μας. Όμως η Κατράκη στο ποίημα «Ελεύθερη» γράφει:
«Είμαι χαρούμενη
Σήμερα νιώθω αλλιώτικα
Δεν περπατώ στη γη
Μόνο πετάω.
Είχα προσέξει από νωρίς την αλλαγή.
Αντί για χέρια έβγαλα φτερά
Πολύ μεγάλα και ωραία» (σελ. 21).
Οι θεματικές της Κατράκη δεν είναι συγκεκριμένες. Αισθήματα που νοιώθει, συναισθήματα που βιώνει, σκέψεις που κάνει, ξεχωριστές αλλά και μη ξεχωριστές εμπειρίες του καθημερινού, κατατίθενται σε ολόδροσους ανεπιτήδευτους στίχους. (Δεν έπεσα έξω, ξαναδιαβάζοντας το πρώτο ποίημα Alea jacta sunt νοιώθω να επιβεβαιώνομαι σ’ αυτή την κρίση:
«Γράφω ad hoc για ό, τι με εμπνέει
Και αναλύω όσο μπορώ το κάθε casus» σελ. 13).
Η αίσθηση του αυθόρμητου είναι εμφανής ακόμη και στα ποιήματα που έχουν μια μορφική δομή, όπως στις «τερτσίνες» (χωρίς βέβαια τις χαρακτηριστικές ομοιοκαταληξίες) του ποιήματος «Είκοσι χρονώ», ποίημα μιας θλιμμένης αγανάκτησης, που όμως τελειώνει αισιόδοξα:
«Κι οι στάχτες έγιναν προσευχή σε χείλη αφίλητα
βρήκαν ξανά μια στεριά κι ακούμπησαν.
Κι όλα μου γύρω ανατολή κι αργό ξημέρωμα» (σελ. 31).
Και τώρα να σταθούμε σε κάποια ποιήματα.
Η «Μεσότης», ποίημα ερωτικής απογοήτευσης, ξεφεύγει από το κλισέ του σπαραγμού και της απελπισίας. Τελειώνει με τους στίχους:
«Μα δε μ’ αρέσουν οι κακίες ούτε τ’ άκρα
ίσως εντέλει να σε βλέπω με συμπάθεια» (σελ. 18).
Με τον «Αναλώσιμο» περνάμε στον καθαρό σαρκασμό.
«Το προϊόν ξεκάθαρα
ήταν καταναλώσιμο
κρίθηκε αναλώσιμο
το ’λεγε καθαρά:
Συσκευασία στεγανή
και best before η λήξη∙
before να γίνει περιττό
before ν’ αλλάξει ουσία.
Έτσι καταναλώθηκες
μέσα σε λίγες μέρες.
Είδος που αγοράστηκε
-μην πω εξαγοράστηκε.
Λέω πολλά.
για λίγο κυκλοφόρησες
σε limited αριθμό.
Μόνο εγώ δοκίμασα» (σελ. 50).
Το ποίημα «Θαλασσινή» θα λέγαμε ότι αξίζει το βραβείο Γκίνες. Δεν θα βρει κανείς παρόμοιο ποίημα με τόσες αλλεπάλληλες παρομοιώσεις.
«Δε σ’ έχω συνδέσει με το καλοκαίρι..
Σε έχω δέσει μαζί του.
σαν κοχυλάκι που τεντώνει τ’ όστρακό του στο βυθό
και λέει την πρώτη καλημέρα.
…Σαν τον μικρούλη αχινό που κάθε πέτρα του γιαλού
τη δροσερεύει.
Σαν το λουλούδι του βυθού
που η χαίτη του ανεμίζει στα βαθιά νωχελικά….» (σελ. 52).
Συνολικά μετρήσαμε οκτώ παρομοιώσεις, με το «σαν» σε εφέ επανάληψης.
Επαναλαμβάνομαι στις κριτικές μου για την ποίηση, αλλά είναι κάτι που εντοπίζω σε πολλούς ποιητές και ποιήτριες, και που μ’ αρέσει. Και αυτό είναι ο ιαμβικός στίχος που φαίνεται ότι είναι ο φυσικός κυματισμός της γλώσσας μας. Και συχνά όχι απλά ο ίαμβος, όπως στους περισσότερους από τους παραπάνω στίχους, αλλά ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, που συχνά κρύβεται με το σπάσιμό του στα δυο. Στο τρίτο ποίημα της συλλογής που φέρει τον τίτλο «Εν τάξει» διαβάζουμε:
«Όλα κυλούν υπέροχα/ τα πάντα εν αρμονία.
Έχω τα δεδομένα μου/ κινούμαι ηλεκτρισμένη.
Το πρόγραμμά μου συνεπές/ και η ζωή ρολόι» (σελ. 14).
Και στο «Ερωτικό»:
«Αν πάψεις να ’σαι θάλασσα/ μετά πού θ’ αρμενίζω.
Αν δεν είσαι ο ήλιος μου/ πού θα ξεχειμωνιάζω.
Αν πάψεις να ’σαι πόλεμος/ πώς θα βρω την ειρήνη» (σελ. 46).
Και στο «Ανακοινωθέν»:
«Αυτό μόνο που έλειπε/ ήταν η ξεγνοιασιά μου
η δίψα μου για τη ζωή/ οι ελπίδες, τα όνειρά μου…
Διέρρηξαν τον κόσμο μου/ και πήραν την καρδιά μου»
Αλλού δεν υπάρχει αυτή η μεταμφίεση. Στο ποίημα «Απολογία» διαβάζουμε:
«Ίσως δεν είναι έτοιμη ακόμη για να ζήσει».
Ο επόμενος στίχος, παρεμπιπτόντως, είναι ο καζαντζακικός ιαμβικός δεκαεπτασύλλαβος της «Οδύσσειας»:
«Η λήθη μοιάζει κάτι βολικό για κείνη εν προκειμένω».
Επίσης έχω γράψει πολλές φορές ότι μου αρέσουν τα σύντομα ποιήματα που μοιάζουν με αστραπές έμπνευσης. Να παραθέσουμε δύο. Και πρώτα απ’ όλα το «Τηλεγράφημα»:
«Πλήρης αποτυχία. Στοπ.
Ταξίδι ματαιώθηκε
λόγω των συνθηκών. Στοπ.
Το όχημα δεν άντεξε
και βγήκε εκτός πορείας.
Ξέμεινε από υποσχέσεις.
…Και στοπ» (σελ. 35).
Το δεύτερο, πιο σύντομο, είναι πραγματικά «Έκτακτο».
«Η ζωή μου έπαθε κάταγμα.
Ένα όνειρο ανεκπλήρωτο έπεσε βίαια πάνω της» (σελ. 42).
Η Κατερίνα Κατράκη εμφανίζεται με την πρώτη της ποιητική συλλογή ως μια πολύ ταλαντούχα ποιήτρια. Δροσερή και πηγαία, αισιόδοξη και σκωπτική, πιστεύουμε ότι θα κάνει μια πολύ καλή πορεία στα γράμματά μας.
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Πολύ όμορφα ποιήματα μιας ταλαντούχας ποιήτριας, και ας είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.
Με την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Παράθυρο» εμφανίζεται η Κατερίνα Κατράκη στο χώρο του βιβλίου. Εμφανίζεται ως ποιήτρια, γιατί με το βιβλίο ασχολείται ήδη ως επιμελήτρια, συνεργαζόμενη με τον «εκδοτικό οργανισμό Λιβάνη» και παλιότερα με τα «Ελληνικά Γράμματα». Έχει σπουδάσει κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και ξέρει τρεις ξένες γλώσσες.
Θα ξεκινήσω με αυτό που με εντυπωσίασε. Ενώ η λογοτεχνία και κυρίως η ποίηση λειτουργούν συνήθως ως «καθαρτικά» στα ψυχικά μας άγχη και στις εντάσεις μας, σε πολλά ποιήματα της Κατράκη βλέπουμε την ευφορία της ύπαρξης, τη χαρά της ζωής. Συνήθως τραγουδούμε τις στενοχώριες μας και όχι τις χαρές μας. Όμως η Κατράκη στο ποίημα «Ελεύθερη» γράφει:
«Είμαι χαρούμενη
Σήμερα νιώθω αλλιώτικα
Δεν περπατώ στη γη
Μόνο πετάω.
Είχα προσέξει από νωρίς την αλλαγή.
Αντί για χέρια έβγαλα φτερά
Πολύ μεγάλα και ωραία» (σελ. 21).
Οι θεματικές της Κατράκη δεν είναι συγκεκριμένες. Αισθήματα που νοιώθει, συναισθήματα που βιώνει, σκέψεις που κάνει, ξεχωριστές αλλά και μη ξεχωριστές εμπειρίες του καθημερινού, κατατίθενται σε ολόδροσους ανεπιτήδευτους στίχους. (Δεν έπεσα έξω, ξαναδιαβάζοντας το πρώτο ποίημα Alea jacta sunt νοιώθω να επιβεβαιώνομαι σ’ αυτή την κρίση:
«Γράφω ad hoc για ό, τι με εμπνέει
Και αναλύω όσο μπορώ το κάθε casus» σελ. 13).
Η αίσθηση του αυθόρμητου είναι εμφανής ακόμη και στα ποιήματα που έχουν μια μορφική δομή, όπως στις «τερτσίνες» (χωρίς βέβαια τις χαρακτηριστικές ομοιοκαταληξίες) του ποιήματος «Είκοσι χρονώ», ποίημα μιας θλιμμένης αγανάκτησης, που όμως τελειώνει αισιόδοξα:
«Κι οι στάχτες έγιναν προσευχή σε χείλη αφίλητα
βρήκαν ξανά μια στεριά κι ακούμπησαν.
Κι όλα μου γύρω ανατολή κι αργό ξημέρωμα» (σελ. 31).
Και τώρα να σταθούμε σε κάποια ποιήματα.
Η «Μεσότης», ποίημα ερωτικής απογοήτευσης, ξεφεύγει από το κλισέ του σπαραγμού και της απελπισίας. Τελειώνει με τους στίχους:
«Μα δε μ’ αρέσουν οι κακίες ούτε τ’ άκρα
ίσως εντέλει να σε βλέπω με συμπάθεια» (σελ. 18).
Με τον «Αναλώσιμο» περνάμε στον καθαρό σαρκασμό.
«Το προϊόν ξεκάθαρα
ήταν καταναλώσιμο
κρίθηκε αναλώσιμο
το ’λεγε καθαρά:
Συσκευασία στεγανή
και best before η λήξη∙
before να γίνει περιττό
before ν’ αλλάξει ουσία.
Έτσι καταναλώθηκες
μέσα σε λίγες μέρες.
Είδος που αγοράστηκε
-μην πω εξαγοράστηκε.
Λέω πολλά.
για λίγο κυκλοφόρησες
σε limited αριθμό.
Μόνο εγώ δοκίμασα» (σελ. 50).
Το ποίημα «Θαλασσινή» θα λέγαμε ότι αξίζει το βραβείο Γκίνες. Δεν θα βρει κανείς παρόμοιο ποίημα με τόσες αλλεπάλληλες παρομοιώσεις.
«Δε σ’ έχω συνδέσει με το καλοκαίρι..
Σε έχω δέσει μαζί του.
σαν κοχυλάκι που τεντώνει τ’ όστρακό του στο βυθό
και λέει την πρώτη καλημέρα.
…Σαν τον μικρούλη αχινό που κάθε πέτρα του γιαλού
τη δροσερεύει.
Σαν το λουλούδι του βυθού
που η χαίτη του ανεμίζει στα βαθιά νωχελικά….» (σελ. 52).
Συνολικά μετρήσαμε οκτώ παρομοιώσεις, με το «σαν» σε εφέ επανάληψης.
Επαναλαμβάνομαι στις κριτικές μου για την ποίηση, αλλά είναι κάτι που εντοπίζω σε πολλούς ποιητές και ποιήτριες, και που μ’ αρέσει. Και αυτό είναι ο ιαμβικός στίχος που φαίνεται ότι είναι ο φυσικός κυματισμός της γλώσσας μας. Και συχνά όχι απλά ο ίαμβος, όπως στους περισσότερους από τους παραπάνω στίχους, αλλά ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος, που συχνά κρύβεται με το σπάσιμό του στα δυο. Στο τρίτο ποίημα της συλλογής που φέρει τον τίτλο «Εν τάξει» διαβάζουμε:
«Όλα κυλούν υπέροχα/ τα πάντα εν αρμονία.
Έχω τα δεδομένα μου/ κινούμαι ηλεκτρισμένη.
Το πρόγραμμά μου συνεπές/ και η ζωή ρολόι» (σελ. 14).
Και στο «Ερωτικό»:
«Αν πάψεις να ’σαι θάλασσα/ μετά πού θ’ αρμενίζω.
Αν δεν είσαι ο ήλιος μου/ πού θα ξεχειμωνιάζω.
Αν πάψεις να ’σαι πόλεμος/ πώς θα βρω την ειρήνη» (σελ. 46).
Και στο «Ανακοινωθέν»:
«Αυτό μόνο που έλειπε/ ήταν η ξεγνοιασιά μου
η δίψα μου για τη ζωή/ οι ελπίδες, τα όνειρά μου…
Διέρρηξαν τον κόσμο μου/ και πήραν την καρδιά μου»
Αλλού δεν υπάρχει αυτή η μεταμφίεση. Στο ποίημα «Απολογία» διαβάζουμε:
«Ίσως δεν είναι έτοιμη ακόμη για να ζήσει».
Ο επόμενος στίχος, παρεμπιπτόντως, είναι ο καζαντζακικός ιαμβικός δεκαεπτασύλλαβος της «Οδύσσειας»:
«Η λήθη μοιάζει κάτι βολικό για κείνη εν προκειμένω».
Επίσης έχω γράψει πολλές φορές ότι μου αρέσουν τα σύντομα ποιήματα που μοιάζουν με αστραπές έμπνευσης. Να παραθέσουμε δύο. Και πρώτα απ’ όλα το «Τηλεγράφημα»:
«Πλήρης αποτυχία. Στοπ.
Ταξίδι ματαιώθηκε
λόγω των συνθηκών. Στοπ.
Το όχημα δεν άντεξε
και βγήκε εκτός πορείας.
Ξέμεινε από υποσχέσεις.
…Και στοπ» (σελ. 35).
Το δεύτερο, πιο σύντομο, είναι πραγματικά «Έκτακτο».
«Η ζωή μου έπαθε κάταγμα.
Ένα όνειρο ανεκπλήρωτο έπεσε βίαια πάνω της» (σελ. 42).
Η Κατερίνα Κατράκη εμφανίζεται με την πρώτη της ποιητική συλλογή ως μια πολύ ταλαντούχα ποιήτρια. Δροσερή και πηγαία, αισιόδοξη και σκωπτική, πιστεύουμε ότι θα κάνει μια πολύ καλή πορεία στα γράμματά μας.