Bahram Beizai, Ballad of Tara
http://en.wikipedia.org/wiki/Bahram_Bayzai
Διαβάζοντας στην βικιπαίδεια βλέπω με συγκίνηση ότι έχω κάτι κοινό με τον Beizai: «Beyzaie is also the first scholar in Iran to publish books on theater in China and Japan». Να διαφημίσω λοιπόν, μια και μου δόθηκε η ευκαιρία, το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας».
Ballad of Tara, 1979
Έχουμε ήδη δει το Yazdgert και το Bashu, και έχουμε γράψει για αυτά. Προχθές είδαμε και το Maybe some other time. Εντυπωσιαστήκαμε και από τα τέσσερα έργα. Στο Ballad of Tara είδαμε την πρωταγωνίστρια του Maybe some other time κατά εννιά χρόνια νεότερη. Σε εκείνο το έργο ήταν εύθραυστη και σε κατάθλιψη, μαθαίνοντας ότι είναι υιοθετημένο παιδί και ψάχνοντας απεγνωσμένα για τους πραγματικούς γονείς της. Εδώ είναι «Όμορφη και δυναμική» όπως λέει ένα από τα πρόσωπα του έργου.
Η ταινία θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια επιτομή ειδών. Είναι ταινία εποχής, μια και βλέπουμε ένα φάντασμα, σαν τους πολεμιστές του Κουροσάβα στο Ραν και στο Καγκεμούσα, να εμφανίζεται στην ηρωίδα. Κάποια στιγμή θα της πει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη φυλή του, όχι γιατί ψάχνει το σπαθί του, που στο μεταξύ το έχει βρει, αλλά γιατί είναι ερωτευμένος μαζί της. Είναι επίσης ταινία φαντασίας, ακριβώς γιατί εμφανίζεται το φάντασμα. Είναι τραγωδία, γιατί βλέπουμε ένα δρώμενο και έναν περίπου χορό γυναικών, μαυροντυμένες όπως οι γυναίκες στα «Χελιδόνια της Καμπούλ» για τις οποίες μιλάει η Γιασμίνα Χαντρά, αλλά το φόρεμα αυτό δεν είναι μπούργκα. Και στο κεφάλι δεν έχουν τσαντόρ, αλλά μια μαύρη μάσκα στο πρόσωπο. Θυμίζουν χορό αρχαιοελληνικής τραγωδίας.
Αυτό που ένοιωσα βλέποντας αυτή την ταινία είναι ότι με καθήλωναν οι σκηνές με την εικαστικότητα-ποιητικότητά τους. Το αγροτικό περιβάλλον στο οποίο διαδραματίζεται η υπόθεση προσφερόταν ιδιαίτερα για αυτόν τον ποιητικό λυρισμό. Θα ριψοκινδυνεύσω να πω ότι το στόρι είναι προσχηματικό, και το χρησιμοποιεί ο Beizai για να δώσει τις ποιητικές του εικόνες. Και έχω το επιχείρημα: Υπάρχουν δυο συγκλονιστικές σκηνές στο τέλος του έργου: Η μια είναι εκείνη που οι στρατιώτες του πολεμιστή, νεκροί πριν από αιώνες, αναδύονται σιγά σιγά μέσα από το νερό. Και η δεύτερη, όταν ο πολεμιστής αποφασίζει να φύγει, ενώ η Ταρά, ερωτευμένη πια μαζί του, τον ακολουθεί στο νερό μέσα στο οποίο εκείνος εξαφανίζεται με το άλογό του (θυμήθηκα βέβαια τον Περικλή Γιαννόπουλο), και οργισμένη σπαθίζει τα κύματα, σε μια σκηνή που κρατάει 4,5 λεπτά. Ήταν ένα έργο που πραγματικά με καθήλωσε.
Death of Yazdgert, 1982
http://hdermi.blogspot.com/2011/11/bahran-beizai-yazdgerd.html
Bashu, 1986
http://hdermi.blogspot.com/2011/11/bahram-beizai-bashu.html
Maybe Some Other Time, 1988
Βρήκα μια περίληψη στη βικιπαίδεια, και την παραθέτω.
«How well can a husband know his wife? In Maybe Some Other Time, veteran writer/director Beizai constructs an elegantly elliptical, Nicolas Roeg-like puzzle of paranoia and suspicion centering on the relationship of a television commentator and his mentally fragile wife. While selecting footage for a documentary on pollution, Mr. Modabber (Dariush Farhang) becomes obsessed with a shot which seems to show his wife Kian (Sussan Taslimi, his real-life wife) in a car with another man. While Modabber seeks to identify the mystery man, Kian is involved in a search of her own-to establish her true parentage and identity».
Και σε αυτό το έργο, όπως στο Ballad of Tara, σε καθηλώνουν οι σκηνές. Όμως εκείνες ήταν σκηνές, παρά το στυλιζάρισμα κάποιων απ’ αυτών, ενός ευτυχισμένου ιμπρεσιονισμού, ενώ αυτές εδώ είναι σκηνές ενός αγωνιώδους εξπρεσιονισμού. Γυρισμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου σε εσωτερικούς χώρους, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ψυχολογικό θρίλερ. Το στόρι βέβαια δεν είναι θρίλερ, όμως ο Beizai χρησιμοποιεί μια μουσική που μόνο στο πιο φρικιαστικό θρίλερ θα μπορούσε να την φανταστεί κανείς. Και αυτή είναι μια εντυπωσιακή ταινία, όπως και οι άλλες τρεις που είδαμε.
Saturday, December 31, 2011
Thursday, December 29, 2011
Χριστίνα Καμπά, Στεγνοκαθαριστήριο η Χιονάτη
Χριστίνα Καμπά, Στεγνοκαθαριστήριο η Χιονάτη, ΑΛΔΕ 2011 (σειρά metroαναγνώσματα), σελ. 47
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Πολλές δυστυχίες πλήττουν την ηρωίδα της νουβέλας, που όμως δεν την λυγίζουν
Φαίνεται ότι η Χριστίνα Καμπά προσανατολίζεται σταθερά πλέον στην πεζογραφία. Στη νουβέλα της «Στεγνοκαθαριστήριο η Χιονάτη», που εκδίδεται επίσης στη σειρά metroαναγνώσματα όπως και η νουβέλα «Κράτα με στα χείλη σου» που παρουσιάσαμε πέρυσι, δεν παρεμβάλλονται πια ποιήματα.
Δεν είναι η μόνη απουσία που παρατηρούμε στο νέο της πεζογράφημα. Εκτός από την απουσία ποιημάτων, υπάρχει και η απουσία του έρωτα. Η ηρωίδα της έχει πιο σοβαρά προβλήματα που την απασχολούν, ο έρωτας δεν μπαίνει καθόλου σε προτεραιότητα.
Αυτό που παραμένει ίδιο είναι η αφηγηματική άνεση που τη διακρίνει, την οποία διαπιστώσαμε ήδη από το πρώτο της διήγημα, «Η εποχή των πέπλων» που εκδόθηκε στο συλλογικό «7 ψυχές 7 ζωές».
Και το καινούριο;
Η Καμπά εναλλάσσει την τριτοπρόσωπη αφήγηση με την πρωτοπρόσωπη. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση παρεμβάλλεται σαν ιντερμέδιο στην τριτοπρόσωπη. Όμως δεν είναι η συνηθισμένη πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όπου ο αφηγητής είναι είτε αυτοδιηγητικός, διηγείται δηλαδή τη δική του ιστορία, είτε ετεροδιηγητικός-μάρτυρας, αφηγείται δηλαδή μια ιστορία στην οποία ή συμμετέχει ελάχιστα ή την παρατηρεί απλώς ως θεατής. Η Καμπά, χρησιμοποιώντας το εφέ της αποστροφής (στην αφηγηματολογία-ρητορική είναι όρος που σημαίνει το να απευθύνεσαι σε κάποιον), βάζει την ηρωίδα της να απευθύνεται, μέσα από το ημερολόγιό της, στο θεό. Τολμηρά εικονοκλαστική, πότε τον ρωτάει με απορία, πότε τον παρακαλεί με κρυφή αγανάκτηση: «Θα ήθελα να μάθω πώς τα καταφέρνεις και δεν λυγίζεις, πώς μπορείς και γυρνάς την πλάτη στη δυστυχία και στη μιζέρια;» (σελ. 25) διαβάζουμε στην πρώτη καταγραφή, στην οποία καταλήγει: «Κάνε με τουλάχιστον αναίσθητη σαν κι Εσένα να μη με νοιάζουν τέτοιες λεπτομέρειες» (σελ. 28). Η Καμπά είναι ελάχιστα αφηγηματική σ’ αυτά τα κείμενα, που ξεχειλίζουν από έναν παραπονεμένο λυρισμό.
Γιατί τόσο παράπονο; Ένας μικρός αδελφός που έμεινε για καιρό φυτό πριν φύγει από τη ζωή, οι δουλειές που δεν πήγαιναν και τόσο καλά στο «Καθαριστήριο η Χιονάτη», μια αρρώστια της μητέρας που θα μπορούσε να της είχε στοιχίσει τη ζωή, ένας υπερπροστατευτικός πατέρας που την πνίγει κυριολεκτικά χωρίς να την αφήνει να πάρει ανάσα, είναι καταστάσεις που δύσκολα μπορεί να αντέξει η ευαίσθητη ψυχή ενός κοριτσιού. Όμως η Χριστίνα, η ηρωίδα της Καμπά, πρέπει να ορθώσει το ανάστημά της με θάρρος μπροστά σε όλες αυτές τις δυστυχίες. Η αγάπη, η προσφορά στον συνάνθρωπο, μας γεμίζει πάντα με δύναμη. Και η Χριστίνα θα κάνει μια πολύ μεγάλη χειρονομία αγάπης. Γυρνώντας από μια ανθρωπιστική αποστολή στη Νιγηρία, κρατάει μαζί της και ένα «μαυρούλι μωρό στην αγκαλιά της».
«-Γύρισα, και μάλιστα έχω και παρέα. Τη λένε Ελπίδα. Της υποσχέθηκα μια οικογένεια και να ’μαστε» (σελ. 46).
Διαβάζοντας αυτές τις γραμμές θυμήθηκα το χαριτωμένο μαυρούλι στο ντοκιμαντέρ του Αμπάς Κιαροστάμι ABC Africa, να περπατάει αβέβαιο στα μικρά του ποδαράκια, στα πρώτα του βήματα, για να σωριαστεί στο τέλος κάτω. Οι θετοί γονείς του, ένα ζευγάρι αυστριακών, έτρεξαν να το αγκαλιάσουν.
Με συγκίνηση διάβασα «κάτι σαν ξόρκι ενάντια στα κακά πνεύματα που το ’χε ακούσει από της διηγήσεις του πατέρα της» και το σιγομουρμούρισε η Χριστίνα, και που εγώ, σε παραλλαγή, το είχα ακούσει σε παραμύθι από τη γιαγιά μου. Το παραμύθι το έχω ξεχάσει, θυμάμαι μόνο ότι ο ήρωας του παραμυθιού απάντησε και στους δώδεκα λόγους του δράκου. Και ο δράκος, αφού αυτός απάντησε και στους δώδεκα λόγους του, τον ρωτάει: «και εδά ήντα θα γενώ εγώ;». «Θα γενείς μαρμάρινο κατώφλι να σε πατούμε».
Ελάχιστους από τους δώδεκα λόγους θυμόμουνα. Θυμήθηκα και κάποιους από τους υπόλοιπους από το ξόρκι αυτό, γιατί μερικοί είναι διαφορετικοί.
-Ένας λόγος τι λόγος.
-Ένας ο Θεός
-Δύο λόγια τι λόγια
-Δίκερο το βούι (βόδι)
-Τρία λόγια τι λόγια.
-Τρισυπόστατος θεός
-Τέσσερα λόγια τι λόγια
-Τεσσαρορόγα η αηλιά (τέσσερις ρόγες έχει η αγελάδα)
-Πέντε λόγια τι λόγια
-Πενταδάχτυλο το χέρι
-Έξε λόγια τι λόγια
-Έξε άστρα έχει η Πουλιά (Πούλια).
…..
-Δώδεκα λόγια τι λόγια
-Δώδεκα μήνες έχει ο χρόνος.
Έχει άραγε καταλογογραφηθεί αυτό το παραμύθι; Ή αυτό που θα μείνει στη διάθεση των λαογράφων είναι το παραπάνω ξόρκι και ό, τι έχω παραθέσει εγώ στη βιβλιοκριτική αυτή; Έχω μετανιώσει αφάνταστα που δεν κατέγραψα εκείνα τα παραμύθια της γιαγιάς μου, τα οποία διατηρώ πολύ θολά στη μνήμη μου. Και θυμάμαι ότι είχα μια τέτοια διάθεση. Όμως ήμουν μικρός, ήμουν μόλις δώδεκα χρονών όταν πέθανε, και το μόνο που με ενδιέφερε εκείνη την εποχή ήταν το παιχνίδι, όχι να γίνω λαογράφος.
Αφού η Χριστίνα Καμπά μας έκανε επίδειξη του πεζογραφικού της ταλέντου στο διήγημα και στη νουβέλα, νομίζουμε ότι είναι καιρός να μας το δείξει και στο μυθιστόρημα. Αναμένουμε.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Πολλές δυστυχίες πλήττουν την ηρωίδα της νουβέλας, που όμως δεν την λυγίζουν
Φαίνεται ότι η Χριστίνα Καμπά προσανατολίζεται σταθερά πλέον στην πεζογραφία. Στη νουβέλα της «Στεγνοκαθαριστήριο η Χιονάτη», που εκδίδεται επίσης στη σειρά metroαναγνώσματα όπως και η νουβέλα «Κράτα με στα χείλη σου» που παρουσιάσαμε πέρυσι, δεν παρεμβάλλονται πια ποιήματα.
Δεν είναι η μόνη απουσία που παρατηρούμε στο νέο της πεζογράφημα. Εκτός από την απουσία ποιημάτων, υπάρχει και η απουσία του έρωτα. Η ηρωίδα της έχει πιο σοβαρά προβλήματα που την απασχολούν, ο έρωτας δεν μπαίνει καθόλου σε προτεραιότητα.
Αυτό που παραμένει ίδιο είναι η αφηγηματική άνεση που τη διακρίνει, την οποία διαπιστώσαμε ήδη από το πρώτο της διήγημα, «Η εποχή των πέπλων» που εκδόθηκε στο συλλογικό «7 ψυχές 7 ζωές».
Και το καινούριο;
Η Καμπά εναλλάσσει την τριτοπρόσωπη αφήγηση με την πρωτοπρόσωπη. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση παρεμβάλλεται σαν ιντερμέδιο στην τριτοπρόσωπη. Όμως δεν είναι η συνηθισμένη πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όπου ο αφηγητής είναι είτε αυτοδιηγητικός, διηγείται δηλαδή τη δική του ιστορία, είτε ετεροδιηγητικός-μάρτυρας, αφηγείται δηλαδή μια ιστορία στην οποία ή συμμετέχει ελάχιστα ή την παρατηρεί απλώς ως θεατής. Η Καμπά, χρησιμοποιώντας το εφέ της αποστροφής (στην αφηγηματολογία-ρητορική είναι όρος που σημαίνει το να απευθύνεσαι σε κάποιον), βάζει την ηρωίδα της να απευθύνεται, μέσα από το ημερολόγιό της, στο θεό. Τολμηρά εικονοκλαστική, πότε τον ρωτάει με απορία, πότε τον παρακαλεί με κρυφή αγανάκτηση: «Θα ήθελα να μάθω πώς τα καταφέρνεις και δεν λυγίζεις, πώς μπορείς και γυρνάς την πλάτη στη δυστυχία και στη μιζέρια;» (σελ. 25) διαβάζουμε στην πρώτη καταγραφή, στην οποία καταλήγει: «Κάνε με τουλάχιστον αναίσθητη σαν κι Εσένα να μη με νοιάζουν τέτοιες λεπτομέρειες» (σελ. 28). Η Καμπά είναι ελάχιστα αφηγηματική σ’ αυτά τα κείμενα, που ξεχειλίζουν από έναν παραπονεμένο λυρισμό.
Γιατί τόσο παράπονο; Ένας μικρός αδελφός που έμεινε για καιρό φυτό πριν φύγει από τη ζωή, οι δουλειές που δεν πήγαιναν και τόσο καλά στο «Καθαριστήριο η Χιονάτη», μια αρρώστια της μητέρας που θα μπορούσε να της είχε στοιχίσει τη ζωή, ένας υπερπροστατευτικός πατέρας που την πνίγει κυριολεκτικά χωρίς να την αφήνει να πάρει ανάσα, είναι καταστάσεις που δύσκολα μπορεί να αντέξει η ευαίσθητη ψυχή ενός κοριτσιού. Όμως η Χριστίνα, η ηρωίδα της Καμπά, πρέπει να ορθώσει το ανάστημά της με θάρρος μπροστά σε όλες αυτές τις δυστυχίες. Η αγάπη, η προσφορά στον συνάνθρωπο, μας γεμίζει πάντα με δύναμη. Και η Χριστίνα θα κάνει μια πολύ μεγάλη χειρονομία αγάπης. Γυρνώντας από μια ανθρωπιστική αποστολή στη Νιγηρία, κρατάει μαζί της και ένα «μαυρούλι μωρό στην αγκαλιά της».
«-Γύρισα, και μάλιστα έχω και παρέα. Τη λένε Ελπίδα. Της υποσχέθηκα μια οικογένεια και να ’μαστε» (σελ. 46).
Διαβάζοντας αυτές τις γραμμές θυμήθηκα το χαριτωμένο μαυρούλι στο ντοκιμαντέρ του Αμπάς Κιαροστάμι ABC Africa, να περπατάει αβέβαιο στα μικρά του ποδαράκια, στα πρώτα του βήματα, για να σωριαστεί στο τέλος κάτω. Οι θετοί γονείς του, ένα ζευγάρι αυστριακών, έτρεξαν να το αγκαλιάσουν.
Με συγκίνηση διάβασα «κάτι σαν ξόρκι ενάντια στα κακά πνεύματα που το ’χε ακούσει από της διηγήσεις του πατέρα της» και το σιγομουρμούρισε η Χριστίνα, και που εγώ, σε παραλλαγή, το είχα ακούσει σε παραμύθι από τη γιαγιά μου. Το παραμύθι το έχω ξεχάσει, θυμάμαι μόνο ότι ο ήρωας του παραμυθιού απάντησε και στους δώδεκα λόγους του δράκου. Και ο δράκος, αφού αυτός απάντησε και στους δώδεκα λόγους του, τον ρωτάει: «και εδά ήντα θα γενώ εγώ;». «Θα γενείς μαρμάρινο κατώφλι να σε πατούμε».
Ελάχιστους από τους δώδεκα λόγους θυμόμουνα. Θυμήθηκα και κάποιους από τους υπόλοιπους από το ξόρκι αυτό, γιατί μερικοί είναι διαφορετικοί.
-Ένας λόγος τι λόγος.
-Ένας ο Θεός
-Δύο λόγια τι λόγια
-Δίκερο το βούι (βόδι)
-Τρία λόγια τι λόγια.
-Τρισυπόστατος θεός
-Τέσσερα λόγια τι λόγια
-Τεσσαρορόγα η αηλιά (τέσσερις ρόγες έχει η αγελάδα)
-Πέντε λόγια τι λόγια
-Πενταδάχτυλο το χέρι
-Έξε λόγια τι λόγια
-Έξε άστρα έχει η Πουλιά (Πούλια).
…..
-Δώδεκα λόγια τι λόγια
-Δώδεκα μήνες έχει ο χρόνος.
Έχει άραγε καταλογογραφηθεί αυτό το παραμύθι; Ή αυτό που θα μείνει στη διάθεση των λαογράφων είναι το παραπάνω ξόρκι και ό, τι έχω παραθέσει εγώ στη βιβλιοκριτική αυτή; Έχω μετανιώσει αφάνταστα που δεν κατέγραψα εκείνα τα παραμύθια της γιαγιάς μου, τα οποία διατηρώ πολύ θολά στη μνήμη μου. Και θυμάμαι ότι είχα μια τέτοια διάθεση. Όμως ήμουν μικρός, ήμουν μόλις δώδεκα χρονών όταν πέθανε, και το μόνο που με ενδιέφερε εκείνη την εποχή ήταν το παιχνίδι, όχι να γίνω λαογράφος.
Αφού η Χριστίνα Καμπά μας έκανε επίδειξη του πεζογραφικού της ταλέντου στο διήγημα και στη νουβέλα, νομίζουμε ότι είναι καιρός να μας το δείξει και στο μυθιστόρημα. Αναμένουμε.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Tuesday, December 27, 2011
Ali Reza Amini, Letters in the wind
Ali Reza Amini, Letters in the wind (2002)
http://en.wikipedia.org/wiki/Letters_in_the_Wind_%282002_film%29
http://www.imdb.com/name/nm1044682/
Η ταινία αναφέρεται στη ζωή των στρατιωτών στο Ιράν. Τους δυο ήρωες ο σκηνοθέτης τους παρακολουθεί από την ημέρα της κατάταξης και το κούρεμα με την ψιλή. Τέσσερα είναι τα προβλήματα που απασχολούν τους φαντάρους: Τα καψόνια, το σεξ, η σχέση με το άλλο φύλο και η επικοινωνία με τους δικούς. Εν δυο κάτω με τα όπλα στην ανάταση, ηχογραφημένη κασέτα από ροζ τηλέφωνο που κάνει το γύρο ανάμεσα στους φαντάρους, συμβουλές πώς να ρίξεις μια γκόμενα, και ηχογραφημένα μηνύματα, που ο αδειούχος φαντάρος διαβάζει στο τηλέφωνο. Η κάμερα τον παρακολουθεί αποστασιοποιημένα από την άλλη πλευρά του δρόμου, καθώς προσπαθεί να μαγνητοφωνήσει μια κοπέλα που μιλάει με τον φίλο της σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο και να κυκλοφορήσει την κασέτα στο στρατόπεδο. Τον αντιλαμβάνονται, τον προπηλακίζουν. Ψάχνει να βρει τη διεύθυνση ενός θείου του φίλου του. Δεν είναι γραμμένη σωστά. Απευθύνεται σε πολλούς για βοήθεια, αλλά σχεδόν όλοι τον αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση, αν όχι με αποστροφή. Γυρισμένη με ψυχρό, ντοκιμαντερίστικο ύφος, διαβάζουμε στην βικιπαίδεια, απαγορεύτηκε η προβολή της στο Ιράν, και σε ασπρόμαυρη (gray tone), ψηφιακή μορφή προβλήθηκε στο φεστιβάλ του Τορόντο το 2002.
http://en.wikipedia.org/wiki/Letters_in_the_Wind_%282002_film%29
http://www.imdb.com/name/nm1044682/
Η ταινία αναφέρεται στη ζωή των στρατιωτών στο Ιράν. Τους δυο ήρωες ο σκηνοθέτης τους παρακολουθεί από την ημέρα της κατάταξης και το κούρεμα με την ψιλή. Τέσσερα είναι τα προβλήματα που απασχολούν τους φαντάρους: Τα καψόνια, το σεξ, η σχέση με το άλλο φύλο και η επικοινωνία με τους δικούς. Εν δυο κάτω με τα όπλα στην ανάταση, ηχογραφημένη κασέτα από ροζ τηλέφωνο που κάνει το γύρο ανάμεσα στους φαντάρους, συμβουλές πώς να ρίξεις μια γκόμενα, και ηχογραφημένα μηνύματα, που ο αδειούχος φαντάρος διαβάζει στο τηλέφωνο. Η κάμερα τον παρακολουθεί αποστασιοποιημένα από την άλλη πλευρά του δρόμου, καθώς προσπαθεί να μαγνητοφωνήσει μια κοπέλα που μιλάει με τον φίλο της σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο και να κυκλοφορήσει την κασέτα στο στρατόπεδο. Τον αντιλαμβάνονται, τον προπηλακίζουν. Ψάχνει να βρει τη διεύθυνση ενός θείου του φίλου του. Δεν είναι γραμμένη σωστά. Απευθύνεται σε πολλούς για βοήθεια, αλλά σχεδόν όλοι τον αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση, αν όχι με αποστροφή. Γυρισμένη με ψυχρό, ντοκιμαντερίστικο ύφος, διαβάζουμε στην βικιπαίδεια, απαγορεύτηκε η προβολή της στο Ιράν, και σε ασπρόμαυρη (gray tone), ψηφιακή μορφή προβλήθηκε στο φεστιβάλ του Τορόντο το 2002.
Monday, December 26, 2011
Dariush Mehrjui, most of his films
Dariush Mehrjui, most of his films
Το βιογραφικό του στην βικιπαίδεια
http://en.wikipedia.org/wiki/Dariush_Mehrjui
Gaav (The cow), 1969
Θέμα της ταινίας είναι ο στενός δεσμός που μπορεί να αναπτύξει ένας άνθρωπος με ένα ζώο. Ο άνθρωπος εδώ είναι ένας αγρότης, και το ζώο του είναι η αγελάδα. Όταν κάποια στιγμή η αγελάδα ψοφάει, η γυναίκα του είναι τρομοκρατημένη. Ξέρει την αγάπη που της έχει, και δεν ξέρει πώς να του το πει. Συνωμοτεί με τους χωριανούς να του πουν ψέματα ότι έχει φύγει. Εν τω μεταξύ την παίρνουν και τη θάβουν σε ένα ξεραμένο πηγάδι. Ο άνδρας δεν τους πιστεύει. Βυθίζεται σε βαθιά κατάθλιψη. Και αμέσως μετά στην τρέλα: πιστεύει ότι είναι ο ίδιος η αγελάδα. Αντιστικτικά, πιο πριν, είχε παρουσιαστεί ο τρελός του χωριού, που τον περιπαίζουν όλοι, και πρώτα απ’ όλους τα παιδιά. Όμως εδώ έχουμε μια άλλου είδους τρέλα, μια «σοβαρή» τρέλα. Στο τέλος θα αναγκαστούν να τον δέσουν για να τον πάνε στο ψυχιατρείο. Αυτός αντιστέκεται, ενώ κάποιος τον πιλαλεί σαν να είναι γελάδα. Στο δρόμο τους ξεφεύγει και πέφτει σε έναν γκρεμό και σκοτώνεται.
Στυλιζαρισμένη ταινία, θυμίζει Αϊζενστάιν, ενώ η αντίθεση άσπρου και μαύρου (η ταινία είναι ασπρόμαυρη) αναδεικνύει αυτό το στυλιζάρισμα. Χαρακτηριστικές είναι οι σκηνές που οι χωρικοί παρακολουθούν στα κρυφά αυτόν τον χωριανό τους, ανήσυχοι για τις αντιδράσεις του.
Η ταινία αυτή απέσπασε πάμπολλα βραβεία, όμως την εποχή του σάχη ήταν απαγορευμένη στο Ιράν. Ήταν σκανδαλώδες να προβάλλεται μια καθυστερημένη επαρχία, τη στιγμή που το Ιράν έκανε αλματώδεις προόδους στην αστικοποίηση και στην δυτικοποίηση.
Mr. Naive, 1970
The postman, 1970
The cycle, 1978
The tenants, 1986
Hamoon, 1990
Ο ήρωας είναι ένας τρελαμένος διανοούμενος, που συχνά έχει όχι μόνο εφιάλτες αλλά και παραισθήσεις. Η γυναίκα του έχει πάψει να τον αγαπά και ζητάει διαζύγιο. Αυτός αρνείται. Κάποια στιγμή φτάνει στο σημείο να την παραμονέψει και να την πυροβολήσει. Θα αστοχήσει. Στη συνέχεια θα αποπειραθεί να αυτοκτονήσει. Πηγαίνει σε μια παραλία, και προχωράει στο βάθος της θάλασσας. Χάνεται. Μια βάρκα τον ψάχνει, τον βρίσκει, τον ανεβάζουν στη βάρκα και του κάνουν τεχνητή αναπνοή. Δεν είναι αργά, σώζεται. Η σκηνή που αρχίζει να αναπνέει είναι και η τελευταία σκηνή στην ταινία.
Δεν μας άρεσε η ταινία. Όλο το στόρι το βρήκαμε προσχηματικό, για να αναπτύξει ο Mehrjui τις σουρεαλιστικές εικόνες του. Η παραίσθηση του ήρωα, με τον άραβα πολεμιστή που μονομαχεί με τον σαμουράι για να καταφέρει να τον αποκεφαλίσει στο τέλος είναι εντυπωσιακή. Και πιο εντυπωσιακή είναι η σκηνή με το κομμένο κεφάλι του σαμουράι, που απαγγέλει σε στυλ θεάτρου Νο το πόσο μάταιη είναι η ζωή. Όμως τις άλλες δυο σκηνές, όπου υπάρχουν και δυο νάνοι, τις θεωρήσαμε κακόγουστες. Η μια μάλιστα είναι και η εναρκτήρια της ταινίας.
Τέλος είναι και η απιθανότητα. Οι έλληνες ξέρουμε ότι δεν γίνεται να μπεις στη θάλασσα από την παραλία και να αυτοκτονήσεις. Το επεχείρησε ο Καρυωτάκης και απέτυχε. Ο Περικλής Γιαννόπουλος, πιο υποψιασμένος, μπήκε με το άλογό του στη θάλασσα, και όταν έφτασε στα βαθιά αυτοπυροβολήθηκε.
Το 1997 οι ιρανοί κριτικοί την ψήφισαν ως την καλύτερη ιρανική ταινία. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
Sara, 1993
Ο Ίψεν έχει επηρεάσει πάρα πολλούς δραματουργούς. Έχουμε γράψει για τις επιρροές του στους Κινέζους και στου Γιαπωνέζους στο έργο μας «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας». Ένας από αυτούς που επηρεάστηκαν ήταν και ο κινέζος Hu Shi που έγραψε το μονόπρακτο «Το σπουδαιότερο πράγμα στη ζωή» (1919), έντονα επηρεασμένος από το «Κουκλόσπιτο» του Ίψεν.
Από το «Κουκλόσπιτο» του Ίψεν, που είναι και γνωστό από τη όνομα της ηρωίδας του, Νόρα, επηρεάζεται και ο Mehrjui στη δική του Σάρα. Για την ακρίβεια δεν επηρεάζεται, είναι μια κανονική μεταφορά του έργου στα ιρανικά δεδομένα. Όσο για τον τίτλο, δεν αλλάζει παρά μόνο την πρώτη συλλαβή της Νόρα.
Το να γράψουμε ότι η «Σάρα» αποτελεί μια πολύ επιτυχημένη μεταφορά είναι κάτι κοινότοπο. Δεν είναι όμως κοινότοπο το να γράψουμε ότι το έργο αυτό ταιριάζει περισσότερο στην ιρανική κοινωνία από ότι στην νορβηγική, ακόμη και την εποχή του Ίψεν, σε μια χώρα όπου η μαρτυρία μιας γυναίκα στο δικαστήριο ισχύει όσο η μισή ενός άντρα.
Pari, 1995
Πριν γράψω για την Παρί θα παραθέσω αυτά που βρήκα στην βικιπαίδεια.
The film is an unauthorized "loose" adaptation of J. D. Salinger's 1961 book Franny and Zooey. Though the film could be distributed legally in Iran since the country has no official copyright relations with the United States,[1] Salinger had his lawyers block a planned screening of the film at Lincoln Center in 1998.[2] Mehrjui called Salinger's action "bewildering," explaining that he saw his film as "a kind of cultural exchange.
Αυτά για το έργο. Και για την πλοκή:
Pari is a student of literature at a university in Tehran. She is a confident yet angry girl who is projecting her inner struggle by outwards aggression towards her tutor, her fiancé and her brother and she is on the verge of a nervous breakdown or a mental suicide.
An old sufi book by the name of "solook" helps take her on a journey to find herself and discover who she really is. Her brother helps her accomplish this goal.
Έχω δει ταινίες, αλλά για να τις συγκρίνω με το ίδιο το βιβλίο που μόλις είχα διαβάσει. Θυμάμαι τέσσερα βιβλία, με τις κινηματογραφικές μεταφορές τους: Ο γέρος και η θάλασσα, Για ποιον κτυπά η καμπάνα, Το άλικο γράμμα και Μόμπι Ντικ. Α, ναι, και ο Τελευταίος Πειρασμός. Όμως πρώτη φορά βρίσκομαι μπροστά στην κατάσταση να δω την ταινία χωρίς να έχω διαβάσει το βιβλίο. Και νοιώθω αμήχανος μπροστά σε αυτά που γράφει η Βικιπαίδεια. Μήπως αυτά που γράφει αναφέρονται περισσότερο στο βιβλίο και όχι στο έργο; Και ένα ακόμη πρόβλημα: ο Mehrjui γυρνάει την ταινία έχοντας υπόψη το βιβλίο, το οποίο άλλωστε προσαρμόζει στα ιρανικά δεδομένα, όπως έκανε και με τη Σάρα. Κάνοντας το μοντάζ, βλέποντας το τελικό αποτέλεσμα, και έχοντας υπόψη του το βιβλίο, ίσως βλέπει σ’ αυτό αυτά που βλέπει και στο βιβλίο. Ισχύει όμως το ίδιο και για κάποιον που δεν έχει διαβάσει το βιβλίο; Αυτός που έγραψε την παραπάνω περίληψη μήπως είχε υπόψη του το βιβλίο; Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ανεπαρκή κινηματογραφικό θεατή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι για κάθε ταινία είμαι επαρκής. Θα γράψω λοιπόν για την ταινία χωρίς να λάβω υπόψη μου αυτά που διάβασα στη βικιπαίδεια, και τα οποία τα διάβασα αφού είχα δει την ταινία, και ήδη ήξερα τι θα έγραφα γι’ αυτήν. Δεν ταυτίζονται με αυτά που γράφει η βικιπαίδεια. Αυτό με εξιτάρει, και θα διαβάσω οπωσδήποτε και το βιβλίο. Αργότερα όμως, τώρα προτεραιότητα έχουν κάποια άλλα βιβλία.
Η Παρί μοιάζει σε πολλά με τον Ηαμούν•και η ηρωίδα με τον ήρωα, και η μια ταινία με την άλλη ταινία. Και οι δυο ήρωες είναι διαταραγμένοι ψυχολογικά. Και οι δυο ταινίες ξεκινάνε με τον ίδιο τρόπο: με έναν εφιάλτη. Στη συνέχεια βλέπουμε και τους δυο ήρωες να έχουν παραισθήσεις. Στην περίπτωση της Παρί, δεν είναι μόνη. Ο ένας της αδελφός έχει αυτοπυρποληθεί, ενώ ο άλλος, που και αυτός φαίνεται διαταραγμένος, είναι τελικά πιο ισορροπημένος.
Παρά τους σοφιστικέ διαλόγους (ο Mehrjui έχει σπουδάσει φιλοσοφία), πιστεύω ότι το έργο δεν είναι έργο à thèse. Απλά ο Mehrjui φλερτάρει με το γκροτέσκο και το σουρεαλιστικό, και ένα στόρι με διαταραγμένους ψυχολογικά ήρωες του προσφέρει τη δυνατότητα να το αναπτύξει. Αυτό και μόνο.
Η σκηνή της φλεγόμενης κατοικίας (στο έργο υπάρχουν πολλά flash back) μου θύμισε μια ανάλογη σκηνή στη «Θυσία» του Ταρκόφσκι. Είναι αμφίβολο να μην την είχε υπόψη του ο Mehrjui. Έχω ένα βιβλίο για τον Ταρκόφσκι που μιλάει για τις ταινίες του. Κάποια στιγμή θα το διαβάσω ξαναβλέποντάς τις. Τότε ίσως εντοπίσω κάτι παραπάνω από αυτή τη γενική ομοιότητα.
Τελικά δεν άντεξα τον πειρασμό, πήρα το βιβλίο από το «ράφι των τύψεων» και το διάβασα τώρα, παρά το ότι είχα βάλει μπροστά το τελευταίο βιβλίο της Φακίνου. Στην πραγματικότητα δεν είναι μυθιστόρημα, είναι ένα θεατρικό έργο με εκτενές παρακείμενο. Πάντα μιλάνε δυο μόνο πρόσωπα. Οι χώροι είναι νομίζω τρεις: ένα εστιατόριο, ένα λουτρό και μια κρεβατοκάμαρα. Υπάρχει και μια εκτενής επιστολή. Στην τελευταία σκηνή, στην κρεβατοκάμαρα, υπάρχει μόνο ένα πρόσωπο. Μιλάει στο τηλέφωνο. Είναι η κοπέλα που μιλάει με τον αδελφό της. Και πράγματι έχουμε μια συνειδησιακή μεταστροφή, που συντελείται με το λόγο του αδελφού. Πάντως όσο σοφιστικέ και αν είναι ο λόγος του, η μεταστροφή είναι ελάχιστα πειστική. Καμιά σχέση με τη συνειδησιακή μεταστροφή της Σάρας-Νόρας, που συντελείται στη βάση γεγονότων, και όχι με μπλα μπλα. Μετά την τηλεφωνική συζήτηση αυτή με τον αδελφό της κοιμάται ήρεμα, χωρίς εφιάλτες. Έχει γλιτώσει από μια επαπειλούμενη νευρική κατάρρευση.
Πρόκειται πράγματι για χαλαρή προσαρμογή. Κάποιες σκηνές που αφηγούνται τα πρόσωπα, όπως ο εφιάλτης της κοπέλας, δραματοποιούνται από τον Mehrjui. Σε μια από τις αρχικές σκηνές βλέπουμε την κοπέλα να γράφει μετά μανίας στον πίνακα. Στο μυθιστόρημα μαθαίνω ότι πρόκειται για αποσπάσματα από τον Επίκτητο. Και ο αδελφός δεν αυτοκτόνησε με τον εντυπωσιακό τρόπο που βλέπουμε στην ταινία, αυτοπυροβολήθηκε. Και στο τέλος ο διάλογος των δυο αδελφών δεν γίνεται τηλεφωνικά, αλλά σε προσωπική επαφή, μέσα στην κρεβατοκάμαρα, με την κοπέλα ξαπλωμένη στο κρεβάτι.
Δεν αντέχω, πρέπει να ξαναδώ την ταινία τώρα που διάβασα το μυθιστόρημα.
Ξαναβλέπω την ταινία. Σταμάτησα για να γράψω μια σκέψη. Λένε πως μια εικόνα ίσον χίλιες λέξεις. Όμως αυτές οι λέξεις αναφέρονται σε λεπτομέρειες. Υπάρχουν μικρές φράσεις που δεν θα μπορούσαν να εκφραστούν ούτε με χίλιες εικόνες.
Είδαμε επί τέλους τη «συνειδησιακή μεταστροφή», που όμως δεν υπάρχει καθόλου στο έργο. Βάζουμε εισαγωγικά, γιατί μάλλον τα λόγια του αδελφού λειτούργησαν ως ηρεμιστικό. Η οικογένεια είναι βεβαρυμμένη γονιδιακά, πρόκειται μάλλον για κληρονομική προδιάθεση, από την οποία δεν γλιτώνει κανείς έτσι εύκολα. Σίγουρα ο «Φύλακας στη σίκαλη» είναι καλύτερο έργο.
Leila, 1996
http://hdermi.blogspot.com/2012/01/dariush-mehrjui-leila.html
The pear tree, 1998
Παρά το ότι ο Mehrjui σ’ αυτή την ταινία ξεφεύγει από το γκροτέσκο των προηγούμενων ταινιών, ο ήρωάς του, χωρίς να διαθέτει ακριβώς τον διαταραγμένο ψυχισμό των προηγούμενων ηρώων του, αισθάνεται μια εσωτερική ένταση. Επιτυχημένος επιστήμονας και συγγραφέας, βρίσκεται μπροστά στο αδιέξοδο του «και λοιπόν;», στο οποίο βρίσκονται συχνά οι επιτυχημένοι. Αδυνατεί να γράψει. Η αχλαδιά, το αγαπημένο του δένδρο όταν ήταν μικρός, τον αφήνει εντελώς αδιάφορο παρά τις προτροπές του κηπουρού του, με τις οποίες ξεκινάει οι ταινία, εντελώς χιουμοριστικά. Στη συνέχεια έχουμε τις αναμνήσεις, σε ένα είδος κινηματογραφημένου εσωτερικού μονόλογου. Ένα μεγάλο μέρος των αναμνήσεων αυτών περιστρέφονται γύρω από έναν παιδικό του έρωτα με μια μεγαλύτερη κοπέλα. Η συνειδησιακή μεταστροφή συντελείται με τη συνειδητοποίηση των αξιών της παιδικής αγνότητας και αθωότητας, και της ζωοδότρας φύσης. Στο τέλος του έργου τον βρίσκουμε να κάθεται σε στάση γιόγκα κάτω από το δένδρο, βυθισμένο σε μεταφυσικούς στοχασμούς.
Santouri, 2007
Τελειώνουμε με το «Σαντούρι». Ο επιτυχημένος μουσικός οδηγείται στα ναρκωτικά, η γυναίκα του τον εγκαταλείπει, του κάνουν έξωση από το σπίτι, και καταλήγει σε ένα ακραίο περιθώριο που ο Mehrjui, που αρέσκεται στο γκροτέσκο, το παρουσιάζει ιδιαίτερα γλαφυρά. Θα τον περιμαζέψει τελικά ο πατέρας του, και θα τον στείλει σε κέντρο αποκατάστασης. Η ταινία θα τελειώσει με τον μουσικό να διδάσκει μουσική στους άλλους τρόφιμους του κέντρου. Η ταινία λειτουργεί με πολλά φλας μπακ, δείχνοντας τις ευτυχισμένες στιγμές του μουσικού πριν την πτώση του, που παρουσιάζονται αντιστικτικά στην παρούσα εξαθλίωσή του, τονίζοντάς την έτσι περισσότερο.
Mama's guest, 2004
Το βιογραφικό του στην βικιπαίδεια
http://en.wikipedia.org/wiki/Dariush_Mehrjui
Gaav (The cow), 1969
Θέμα της ταινίας είναι ο στενός δεσμός που μπορεί να αναπτύξει ένας άνθρωπος με ένα ζώο. Ο άνθρωπος εδώ είναι ένας αγρότης, και το ζώο του είναι η αγελάδα. Όταν κάποια στιγμή η αγελάδα ψοφάει, η γυναίκα του είναι τρομοκρατημένη. Ξέρει την αγάπη που της έχει, και δεν ξέρει πώς να του το πει. Συνωμοτεί με τους χωριανούς να του πουν ψέματα ότι έχει φύγει. Εν τω μεταξύ την παίρνουν και τη θάβουν σε ένα ξεραμένο πηγάδι. Ο άνδρας δεν τους πιστεύει. Βυθίζεται σε βαθιά κατάθλιψη. Και αμέσως μετά στην τρέλα: πιστεύει ότι είναι ο ίδιος η αγελάδα. Αντιστικτικά, πιο πριν, είχε παρουσιαστεί ο τρελός του χωριού, που τον περιπαίζουν όλοι, και πρώτα απ’ όλους τα παιδιά. Όμως εδώ έχουμε μια άλλου είδους τρέλα, μια «σοβαρή» τρέλα. Στο τέλος θα αναγκαστούν να τον δέσουν για να τον πάνε στο ψυχιατρείο. Αυτός αντιστέκεται, ενώ κάποιος τον πιλαλεί σαν να είναι γελάδα. Στο δρόμο τους ξεφεύγει και πέφτει σε έναν γκρεμό και σκοτώνεται.
Στυλιζαρισμένη ταινία, θυμίζει Αϊζενστάιν, ενώ η αντίθεση άσπρου και μαύρου (η ταινία είναι ασπρόμαυρη) αναδεικνύει αυτό το στυλιζάρισμα. Χαρακτηριστικές είναι οι σκηνές που οι χωρικοί παρακολουθούν στα κρυφά αυτόν τον χωριανό τους, ανήσυχοι για τις αντιδράσεις του.
Η ταινία αυτή απέσπασε πάμπολλα βραβεία, όμως την εποχή του σάχη ήταν απαγορευμένη στο Ιράν. Ήταν σκανδαλώδες να προβάλλεται μια καθυστερημένη επαρχία, τη στιγμή που το Ιράν έκανε αλματώδεις προόδους στην αστικοποίηση και στην δυτικοποίηση.
Mr. Naive, 1970
The postman, 1970
The cycle, 1978
The tenants, 1986
Hamoon, 1990
Ο ήρωας είναι ένας τρελαμένος διανοούμενος, που συχνά έχει όχι μόνο εφιάλτες αλλά και παραισθήσεις. Η γυναίκα του έχει πάψει να τον αγαπά και ζητάει διαζύγιο. Αυτός αρνείται. Κάποια στιγμή φτάνει στο σημείο να την παραμονέψει και να την πυροβολήσει. Θα αστοχήσει. Στη συνέχεια θα αποπειραθεί να αυτοκτονήσει. Πηγαίνει σε μια παραλία, και προχωράει στο βάθος της θάλασσας. Χάνεται. Μια βάρκα τον ψάχνει, τον βρίσκει, τον ανεβάζουν στη βάρκα και του κάνουν τεχνητή αναπνοή. Δεν είναι αργά, σώζεται. Η σκηνή που αρχίζει να αναπνέει είναι και η τελευταία σκηνή στην ταινία.
Δεν μας άρεσε η ταινία. Όλο το στόρι το βρήκαμε προσχηματικό, για να αναπτύξει ο Mehrjui τις σουρεαλιστικές εικόνες του. Η παραίσθηση του ήρωα, με τον άραβα πολεμιστή που μονομαχεί με τον σαμουράι για να καταφέρει να τον αποκεφαλίσει στο τέλος είναι εντυπωσιακή. Και πιο εντυπωσιακή είναι η σκηνή με το κομμένο κεφάλι του σαμουράι, που απαγγέλει σε στυλ θεάτρου Νο το πόσο μάταιη είναι η ζωή. Όμως τις άλλες δυο σκηνές, όπου υπάρχουν και δυο νάνοι, τις θεωρήσαμε κακόγουστες. Η μια μάλιστα είναι και η εναρκτήρια της ταινίας.
Τέλος είναι και η απιθανότητα. Οι έλληνες ξέρουμε ότι δεν γίνεται να μπεις στη θάλασσα από την παραλία και να αυτοκτονήσεις. Το επεχείρησε ο Καρυωτάκης και απέτυχε. Ο Περικλής Γιαννόπουλος, πιο υποψιασμένος, μπήκε με το άλογό του στη θάλασσα, και όταν έφτασε στα βαθιά αυτοπυροβολήθηκε.
Το 1997 οι ιρανοί κριτικοί την ψήφισαν ως την καλύτερη ιρανική ταινία. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
Sara, 1993
Ο Ίψεν έχει επηρεάσει πάρα πολλούς δραματουργούς. Έχουμε γράψει για τις επιρροές του στους Κινέζους και στου Γιαπωνέζους στο έργο μας «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας». Ένας από αυτούς που επηρεάστηκαν ήταν και ο κινέζος Hu Shi που έγραψε το μονόπρακτο «Το σπουδαιότερο πράγμα στη ζωή» (1919), έντονα επηρεασμένος από το «Κουκλόσπιτο» του Ίψεν.
Από το «Κουκλόσπιτο» του Ίψεν, που είναι και γνωστό από τη όνομα της ηρωίδας του, Νόρα, επηρεάζεται και ο Mehrjui στη δική του Σάρα. Για την ακρίβεια δεν επηρεάζεται, είναι μια κανονική μεταφορά του έργου στα ιρανικά δεδομένα. Όσο για τον τίτλο, δεν αλλάζει παρά μόνο την πρώτη συλλαβή της Νόρα.
Το να γράψουμε ότι η «Σάρα» αποτελεί μια πολύ επιτυχημένη μεταφορά είναι κάτι κοινότοπο. Δεν είναι όμως κοινότοπο το να γράψουμε ότι το έργο αυτό ταιριάζει περισσότερο στην ιρανική κοινωνία από ότι στην νορβηγική, ακόμη και την εποχή του Ίψεν, σε μια χώρα όπου η μαρτυρία μιας γυναίκα στο δικαστήριο ισχύει όσο η μισή ενός άντρα.
Pari, 1995
Πριν γράψω για την Παρί θα παραθέσω αυτά που βρήκα στην βικιπαίδεια.
The film is an unauthorized "loose" adaptation of J. D. Salinger's 1961 book Franny and Zooey. Though the film could be distributed legally in Iran since the country has no official copyright relations with the United States,[1] Salinger had his lawyers block a planned screening of the film at Lincoln Center in 1998.[2] Mehrjui called Salinger's action "bewildering," explaining that he saw his film as "a kind of cultural exchange.
Αυτά για το έργο. Και για την πλοκή:
Pari is a student of literature at a university in Tehran. She is a confident yet angry girl who is projecting her inner struggle by outwards aggression towards her tutor, her fiancé and her brother and she is on the verge of a nervous breakdown or a mental suicide.
An old sufi book by the name of "solook" helps take her on a journey to find herself and discover who she really is. Her brother helps her accomplish this goal.
Έχω δει ταινίες, αλλά για να τις συγκρίνω με το ίδιο το βιβλίο που μόλις είχα διαβάσει. Θυμάμαι τέσσερα βιβλία, με τις κινηματογραφικές μεταφορές τους: Ο γέρος και η θάλασσα, Για ποιον κτυπά η καμπάνα, Το άλικο γράμμα και Μόμπι Ντικ. Α, ναι, και ο Τελευταίος Πειρασμός. Όμως πρώτη φορά βρίσκομαι μπροστά στην κατάσταση να δω την ταινία χωρίς να έχω διαβάσει το βιβλίο. Και νοιώθω αμήχανος μπροστά σε αυτά που γράφει η Βικιπαίδεια. Μήπως αυτά που γράφει αναφέρονται περισσότερο στο βιβλίο και όχι στο έργο; Και ένα ακόμη πρόβλημα: ο Mehrjui γυρνάει την ταινία έχοντας υπόψη το βιβλίο, το οποίο άλλωστε προσαρμόζει στα ιρανικά δεδομένα, όπως έκανε και με τη Σάρα. Κάνοντας το μοντάζ, βλέποντας το τελικό αποτέλεσμα, και έχοντας υπόψη του το βιβλίο, ίσως βλέπει σ’ αυτό αυτά που βλέπει και στο βιβλίο. Ισχύει όμως το ίδιο και για κάποιον που δεν έχει διαβάσει το βιβλίο; Αυτός που έγραψε την παραπάνω περίληψη μήπως είχε υπόψη του το βιβλίο; Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ανεπαρκή κινηματογραφικό θεατή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι για κάθε ταινία είμαι επαρκής. Θα γράψω λοιπόν για την ταινία χωρίς να λάβω υπόψη μου αυτά που διάβασα στη βικιπαίδεια, και τα οποία τα διάβασα αφού είχα δει την ταινία, και ήδη ήξερα τι θα έγραφα γι’ αυτήν. Δεν ταυτίζονται με αυτά που γράφει η βικιπαίδεια. Αυτό με εξιτάρει, και θα διαβάσω οπωσδήποτε και το βιβλίο. Αργότερα όμως, τώρα προτεραιότητα έχουν κάποια άλλα βιβλία.
Η Παρί μοιάζει σε πολλά με τον Ηαμούν•και η ηρωίδα με τον ήρωα, και η μια ταινία με την άλλη ταινία. Και οι δυο ήρωες είναι διαταραγμένοι ψυχολογικά. Και οι δυο ταινίες ξεκινάνε με τον ίδιο τρόπο: με έναν εφιάλτη. Στη συνέχεια βλέπουμε και τους δυο ήρωες να έχουν παραισθήσεις. Στην περίπτωση της Παρί, δεν είναι μόνη. Ο ένας της αδελφός έχει αυτοπυρποληθεί, ενώ ο άλλος, που και αυτός φαίνεται διαταραγμένος, είναι τελικά πιο ισορροπημένος.
Παρά τους σοφιστικέ διαλόγους (ο Mehrjui έχει σπουδάσει φιλοσοφία), πιστεύω ότι το έργο δεν είναι έργο à thèse. Απλά ο Mehrjui φλερτάρει με το γκροτέσκο και το σουρεαλιστικό, και ένα στόρι με διαταραγμένους ψυχολογικά ήρωες του προσφέρει τη δυνατότητα να το αναπτύξει. Αυτό και μόνο.
Η σκηνή της φλεγόμενης κατοικίας (στο έργο υπάρχουν πολλά flash back) μου θύμισε μια ανάλογη σκηνή στη «Θυσία» του Ταρκόφσκι. Είναι αμφίβολο να μην την είχε υπόψη του ο Mehrjui. Έχω ένα βιβλίο για τον Ταρκόφσκι που μιλάει για τις ταινίες του. Κάποια στιγμή θα το διαβάσω ξαναβλέποντάς τις. Τότε ίσως εντοπίσω κάτι παραπάνω από αυτή τη γενική ομοιότητα.
Τελικά δεν άντεξα τον πειρασμό, πήρα το βιβλίο από το «ράφι των τύψεων» και το διάβασα τώρα, παρά το ότι είχα βάλει μπροστά το τελευταίο βιβλίο της Φακίνου. Στην πραγματικότητα δεν είναι μυθιστόρημα, είναι ένα θεατρικό έργο με εκτενές παρακείμενο. Πάντα μιλάνε δυο μόνο πρόσωπα. Οι χώροι είναι νομίζω τρεις: ένα εστιατόριο, ένα λουτρό και μια κρεβατοκάμαρα. Υπάρχει και μια εκτενής επιστολή. Στην τελευταία σκηνή, στην κρεβατοκάμαρα, υπάρχει μόνο ένα πρόσωπο. Μιλάει στο τηλέφωνο. Είναι η κοπέλα που μιλάει με τον αδελφό της. Και πράγματι έχουμε μια συνειδησιακή μεταστροφή, που συντελείται με το λόγο του αδελφού. Πάντως όσο σοφιστικέ και αν είναι ο λόγος του, η μεταστροφή είναι ελάχιστα πειστική. Καμιά σχέση με τη συνειδησιακή μεταστροφή της Σάρας-Νόρας, που συντελείται στη βάση γεγονότων, και όχι με μπλα μπλα. Μετά την τηλεφωνική συζήτηση αυτή με τον αδελφό της κοιμάται ήρεμα, χωρίς εφιάλτες. Έχει γλιτώσει από μια επαπειλούμενη νευρική κατάρρευση.
Πρόκειται πράγματι για χαλαρή προσαρμογή. Κάποιες σκηνές που αφηγούνται τα πρόσωπα, όπως ο εφιάλτης της κοπέλας, δραματοποιούνται από τον Mehrjui. Σε μια από τις αρχικές σκηνές βλέπουμε την κοπέλα να γράφει μετά μανίας στον πίνακα. Στο μυθιστόρημα μαθαίνω ότι πρόκειται για αποσπάσματα από τον Επίκτητο. Και ο αδελφός δεν αυτοκτόνησε με τον εντυπωσιακό τρόπο που βλέπουμε στην ταινία, αυτοπυροβολήθηκε. Και στο τέλος ο διάλογος των δυο αδελφών δεν γίνεται τηλεφωνικά, αλλά σε προσωπική επαφή, μέσα στην κρεβατοκάμαρα, με την κοπέλα ξαπλωμένη στο κρεβάτι.
Δεν αντέχω, πρέπει να ξαναδώ την ταινία τώρα που διάβασα το μυθιστόρημα.
Ξαναβλέπω την ταινία. Σταμάτησα για να γράψω μια σκέψη. Λένε πως μια εικόνα ίσον χίλιες λέξεις. Όμως αυτές οι λέξεις αναφέρονται σε λεπτομέρειες. Υπάρχουν μικρές φράσεις που δεν θα μπορούσαν να εκφραστούν ούτε με χίλιες εικόνες.
Είδαμε επί τέλους τη «συνειδησιακή μεταστροφή», που όμως δεν υπάρχει καθόλου στο έργο. Βάζουμε εισαγωγικά, γιατί μάλλον τα λόγια του αδελφού λειτούργησαν ως ηρεμιστικό. Η οικογένεια είναι βεβαρυμμένη γονιδιακά, πρόκειται μάλλον για κληρονομική προδιάθεση, από την οποία δεν γλιτώνει κανείς έτσι εύκολα. Σίγουρα ο «Φύλακας στη σίκαλη» είναι καλύτερο έργο.
Leila, 1996
http://hdermi.blogspot.com/2012/01/dariush-mehrjui-leila.html
The pear tree, 1998
Παρά το ότι ο Mehrjui σ’ αυτή την ταινία ξεφεύγει από το γκροτέσκο των προηγούμενων ταινιών, ο ήρωάς του, χωρίς να διαθέτει ακριβώς τον διαταραγμένο ψυχισμό των προηγούμενων ηρώων του, αισθάνεται μια εσωτερική ένταση. Επιτυχημένος επιστήμονας και συγγραφέας, βρίσκεται μπροστά στο αδιέξοδο του «και λοιπόν;», στο οποίο βρίσκονται συχνά οι επιτυχημένοι. Αδυνατεί να γράψει. Η αχλαδιά, το αγαπημένο του δένδρο όταν ήταν μικρός, τον αφήνει εντελώς αδιάφορο παρά τις προτροπές του κηπουρού του, με τις οποίες ξεκινάει οι ταινία, εντελώς χιουμοριστικά. Στη συνέχεια έχουμε τις αναμνήσεις, σε ένα είδος κινηματογραφημένου εσωτερικού μονόλογου. Ένα μεγάλο μέρος των αναμνήσεων αυτών περιστρέφονται γύρω από έναν παιδικό του έρωτα με μια μεγαλύτερη κοπέλα. Η συνειδησιακή μεταστροφή συντελείται με τη συνειδητοποίηση των αξιών της παιδικής αγνότητας και αθωότητας, και της ζωοδότρας φύσης. Στο τέλος του έργου τον βρίσκουμε να κάθεται σε στάση γιόγκα κάτω από το δένδρο, βυθισμένο σε μεταφυσικούς στοχασμούς.
Santouri, 2007
Τελειώνουμε με το «Σαντούρι». Ο επιτυχημένος μουσικός οδηγείται στα ναρκωτικά, η γυναίκα του τον εγκαταλείπει, του κάνουν έξωση από το σπίτι, και καταλήγει σε ένα ακραίο περιθώριο που ο Mehrjui, που αρέσκεται στο γκροτέσκο, το παρουσιάζει ιδιαίτερα γλαφυρά. Θα τον περιμαζέψει τελικά ο πατέρας του, και θα τον στείλει σε κέντρο αποκατάστασης. Η ταινία θα τελειώσει με τον μουσικό να διδάσκει μουσική στους άλλους τρόφιμους του κέντρου. Η ταινία λειτουργεί με πολλά φλας μπακ, δείχνοντας τις ευτυχισμένες στιγμές του μουσικού πριν την πτώση του, που παρουσιάζονται αντιστικτικά στην παρούσα εξαθλίωσή του, τονίζοντάς την έτσι περισσότερο.
Mama's guest, 2004
Sunday, December 25, 2011
Saturday, December 24, 2011
Ευγενία Φακίνου, Το τραίνο των νεφών
Ευγενία Φακίνου, Το τραίνο των νεφών, Καστανιώτης 2011, σελ. 238
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ιδιαίτερα επινοητική τόσο στο επίπεδο της ιστορίας όσο και στο επίπεδο της αφήγησης, μας παρουσιάζεται η συγγραφέας στο τελευταίο της μυθιστόρημα.
To «Τραίνο των νεφών», το τελευταίο μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου, διακρίνεται για μια φοβερή πρωτοτυπία: στον αφηγηματικό της λόγο η Φακίνου ενσωματώνει αποσπάσματα από έργα λατινοαμερικάνων συγγραφέων, τα οποία παραθέτει με πλαγιαστά γράμματα. Στις «Διευκρινίσεις και ευχαριστίες» που βρίσκονται στο τέλος του βιβλίου αναφέρει τους συγγραφείς και τα έργα από τα οποία πήρε τα αποσπάσματα, και τη σελίδα όπου βρίσκεται κάθε ένα.
Η λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία είναι ίσως η πιο σφριγηλή από όλες τις λογοτεχνίες σήμερα. Στους κόλπους της έχει να παρουσιάσει κορυφαίους λογοτέχνες, αρκετοί από τους οποίους είναι νομπελίστες. Ο μη νομπελίστας Μπόρχες και ο νομπελίστας Μάρκες είναι ίσως εκείνοι που έχουν τη μεγαλύτερη απήχηση.
Φυσικά η επιρροή της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας στο συγκεκριμένο έργο της Φακίνου δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτή την ενσωμάτωση αποσπασμάτων, αλλά και στην ίδια τη μυθοπλασία της. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο «μαγικός ρεαλισμός». Όμως η πλάστιγγα του «μαγικού ρεαλισμού» εδώ γέρνει περισσότερο προς τη μεριά του μαγικού. Το μόνο έργο από όσα έχουμε υπόψη μας που την ξεπερνάει από αυτή την άποψη, είναι ο «Πέδρο Πάραμο» του Χουάν Ρούλφο.
Σε ένα τραίνο, το «τραίνο των νεφών», διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της υπόθεσης. Το τραίνο είναι υπαρκτό, όπως μας λέει η Φακίνου, και βρίσκεται σε ύψος 4000 μέτρων, οπότε είναι φυσικό στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής του να περιβάλλεται από νέφη. Όμως διακρίνεται και από μαγικά στοιχεία. Ο μικρός ήρωάς της, σε κάθε μετακίνησή του από βαγόνι σε βαγόνι, μεγαλώνει κατά δέκα χρόνια. Και σε κάθε βαγόνι συναντάει διάφορα πρόσωπα που τον οδηγούν στην ωρίμανση, σε μια ιδιαίτερα πρωτότυπη εκδοχή του Bildungsroman. Όλοι τους είναι νεκροί, αλλά αυτό θα το μάθει αργότερα. Ανάμεσά τους και θρυλικά πρόσωπα της λατινοαμερικάνικης ιστορίας, από τον Σιμόν Μπολίβαρ και τον Χοσέ Μαρτί μέχρι τον Τσε Γκεβάρα.
Και ο Γιάννης Ρίτσος μιλάει για ένα παρόμοιο τραίνο σε ένα του ποίημά του, που μελοποίησε ο Νίκος Μαμαγκάκης και τραγούδησε ο Γιάννης Πουλόπουλος, το «Άντε και ντε», δεν ξέρω όμως αν αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης της Φακίνου.
Αυτά είναι τα καινούρια στοιχεία.
Και τα παλιά;
Το έργο θα μπορούσε να φέρει τον τίτλο: Κανένας και Ρεβέκκα, κατά το προηγούμενο έργο της «Οδυσσέας και μπλουζ». Ο καινούριος της ήρωας φέρει το ψευδώνυμο, ενώ ο προηγούμενος το όνομα του μυθικού ήρωα.
Σε όλα τα έργα της Φακίνου (ή σχεδόν όλα) συναντάμε περιθωριακά πρόσωπα, ταπεινωμένους και καταφρονεμένους της ζωής, κάποιοι από τους οποίους έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Αλλά ακόμη και αν οι κεντρικοί της ήρωες δεν είναι περιθωριακοί, είναι πρόσωπα με έναν αποκλίνοντα ψυχισμό. Εδώ όλα τα εκτός τραίνου πρόσωπα, στην αρχή της ιστορίας, ζουν σε φτωχογειτονιές και παραγκουπόλεις. Πολλοί ζητιανεύουν, ενώ κάποιοι άλλοι έχουν καλύτερη τύχη, δουλεύοντας για τον τσιφλικά της περιοχής. Παρεμπιπτόντως, μια παρόμοια εικόνα περιθωριακών ηρώων μας δίνει και η Γιασμίνα Χαντρά στο τελευταίο της μυθιστόρημα «Ο Όλυμπος των απόκληρων».
Το μοτίβο της φυγής είναι επίσης παρόν, με την κύρια μορφή του, τη μορφή της αειφυγίας, της συνεχούς μετακίνησης, όπως στη «Μεγάλη πράσινη», στο «Έβδομο ρούχο» και στο «Εκατό δρόμοι και μια νύχτα», και όχι της κατα-φυγής σε οιονεί αρκαδικά καταφύγια, όπως στον «Οδυσσέα και μπλούζ».
Η Φακίνου έχει επίσης κάποιες εμμονές, είτε εικονογραφικές είτε ιδεοληπτικές. Το γκροτέσκο της υλοποίησης των ονείρων στη «Ζάχαρη στην άκρη», ένα από τα πρώτα έργα της Φακίνου, επαναλαμβάνεται εδώ σε κάποιο από τα κουπέ του τραίνου, σε έναν «χορό μεταμφιεσμένων». Ο Τουλούζ Λωτρέκ θα τον είχε αποδώσει περίφημα εικονογραφικά.
Όμως η πιο έντονη εμμονή της Φακίνου βρίσκεται στο σχήμα της μπάμπουσκας, και που μπορεί μεν να μοιάζει με παιχνίδι φαντασίας, όμως κατά τη γνώμη μου, αυτή η εκδοχή της πραγματικότητας που προτείνεται είναι λιγότερο εξωπραγματική από ό, τι οι εκδοχές των μύθων που κουβαλάνε διάφοροι λαοί στην παράδοσή τους. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα.
«Είχαμε σταθεί σε μια εικόνα που έδειχνε δυο παιδάκια να διαβάζουν ένα βιβλίο. Φαντάζεσαι, είπα του φίλου μου, να είμαστε κι εμείς εικόνες σ’ ένα βιβλίο και να μας κοιτάζουν δυο άλλα παιδάκια;… που όμως κι αυτά θα είναι εικόνες που κάποια άλλα παιδάκια…» (σελ. 235).
Το απόσπασμα αυτό δεν είναι παρά μια μικρή παραλλαγή του παρακάτω αποσπάσματος από το «Η Μερόπη ήταν το πρόσχημα», που βρίσκεται επίσης στο τέλος του έργου:
«Φαντάζεσαι...όλα τα πράγματα, όλοι οι άνθρωποι, τα λουλούδια, τα δέντρα, ο μπαμπάς σου, η μαμά σου, ο θείος ο Σταύρος, όλοι, εσύ κι εγώ, να είμαστε ψεύτικοι; Εικόνες;
Ζωγραφιές ενός βιβλίου; Και κάποια άλλα παιδάκια να μας κοιτάνε και να διαβάζουν την ιστορία μας; Που όμως κι αυτά θα είναι εικόνες που κάποια άλλα παιδάκια...».
Εγώ σχολιάζω αμέσως μετά στη βιβλιοκριτική μου:
«Μεταφράζοντας το απόσπασμα αυτό με πιο θεωρητικούς όρους, θα μιλούσαμε για ένα σύμπαν που το διέπει, όπως το σύμπαν του Λάιμπνιτζ και του Ντεκάρτ,ο ντετερμινισμός ενός καλοκουρδισμένου ρολογιού, όπου τα όντα του βρίσκονται σε διάφορα επίπεδα, και ενώ στο δικό τους επίπεδο έχουν την ψευδαίσθηση ενός αυτοκαθορισμού και μιας ελεύθερης βούλησης, στο αμέσως επόμενο επίπεδο είναι τελείως ετεροκαθορισμένα».
Η γλώσσα της Φακίνου έχει την απλότητα του παραμυθιού, υπηρετώντας απόλυτα στην πλοκή. Η μαθητεία της στην «Τενεκεδούπολη» πρέπει να ήταν καθοριστική στο στυλ γραφής της. Η επινοητικότητα στη σύνθεση των ιστοριών της και στην προσωπογράφηση των ηρώων της είναι το κύριο χαρακτηριστικό της, που την έκανε τόσο αγαπητή σε ένα ευρύτατο αναγνωστικό κοινό.
links
Ευγενία Φακίνου (τα πρώτα έργα της)
Εκατό δρόμοι και μια νύχτα
Η Μερόπη ήταν το πρόσχημα
Εκατό δρόμοι και μια νύχτα
Οδυσσέας και Μπλούζ
Έρως-θέρος-θάνατος
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ιδιαίτερα επινοητική τόσο στο επίπεδο της ιστορίας όσο και στο επίπεδο της αφήγησης, μας παρουσιάζεται η συγγραφέας στο τελευταίο της μυθιστόρημα.
To «Τραίνο των νεφών», το τελευταίο μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου, διακρίνεται για μια φοβερή πρωτοτυπία: στον αφηγηματικό της λόγο η Φακίνου ενσωματώνει αποσπάσματα από έργα λατινοαμερικάνων συγγραφέων, τα οποία παραθέτει με πλαγιαστά γράμματα. Στις «Διευκρινίσεις και ευχαριστίες» που βρίσκονται στο τέλος του βιβλίου αναφέρει τους συγγραφείς και τα έργα από τα οποία πήρε τα αποσπάσματα, και τη σελίδα όπου βρίσκεται κάθε ένα.
Η λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία είναι ίσως η πιο σφριγηλή από όλες τις λογοτεχνίες σήμερα. Στους κόλπους της έχει να παρουσιάσει κορυφαίους λογοτέχνες, αρκετοί από τους οποίους είναι νομπελίστες. Ο μη νομπελίστας Μπόρχες και ο νομπελίστας Μάρκες είναι ίσως εκείνοι που έχουν τη μεγαλύτερη απήχηση.
Φυσικά η επιρροή της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας στο συγκεκριμένο έργο της Φακίνου δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτή την ενσωμάτωση αποσπασμάτων, αλλά και στην ίδια τη μυθοπλασία της. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο «μαγικός ρεαλισμός». Όμως η πλάστιγγα του «μαγικού ρεαλισμού» εδώ γέρνει περισσότερο προς τη μεριά του μαγικού. Το μόνο έργο από όσα έχουμε υπόψη μας που την ξεπερνάει από αυτή την άποψη, είναι ο «Πέδρο Πάραμο» του Χουάν Ρούλφο.
Σε ένα τραίνο, το «τραίνο των νεφών», διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της υπόθεσης. Το τραίνο είναι υπαρκτό, όπως μας λέει η Φακίνου, και βρίσκεται σε ύψος 4000 μέτρων, οπότε είναι φυσικό στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής του να περιβάλλεται από νέφη. Όμως διακρίνεται και από μαγικά στοιχεία. Ο μικρός ήρωάς της, σε κάθε μετακίνησή του από βαγόνι σε βαγόνι, μεγαλώνει κατά δέκα χρόνια. Και σε κάθε βαγόνι συναντάει διάφορα πρόσωπα που τον οδηγούν στην ωρίμανση, σε μια ιδιαίτερα πρωτότυπη εκδοχή του Bildungsroman. Όλοι τους είναι νεκροί, αλλά αυτό θα το μάθει αργότερα. Ανάμεσά τους και θρυλικά πρόσωπα της λατινοαμερικάνικης ιστορίας, από τον Σιμόν Μπολίβαρ και τον Χοσέ Μαρτί μέχρι τον Τσε Γκεβάρα.
Και ο Γιάννης Ρίτσος μιλάει για ένα παρόμοιο τραίνο σε ένα του ποίημά του, που μελοποίησε ο Νίκος Μαμαγκάκης και τραγούδησε ο Γιάννης Πουλόπουλος, το «Άντε και ντε», δεν ξέρω όμως αν αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης της Φακίνου.
Αυτά είναι τα καινούρια στοιχεία.
Και τα παλιά;
Το έργο θα μπορούσε να φέρει τον τίτλο: Κανένας και Ρεβέκκα, κατά το προηγούμενο έργο της «Οδυσσέας και μπλουζ». Ο καινούριος της ήρωας φέρει το ψευδώνυμο, ενώ ο προηγούμενος το όνομα του μυθικού ήρωα.
Σε όλα τα έργα της Φακίνου (ή σχεδόν όλα) συναντάμε περιθωριακά πρόσωπα, ταπεινωμένους και καταφρονεμένους της ζωής, κάποιοι από τους οποίους έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Αλλά ακόμη και αν οι κεντρικοί της ήρωες δεν είναι περιθωριακοί, είναι πρόσωπα με έναν αποκλίνοντα ψυχισμό. Εδώ όλα τα εκτός τραίνου πρόσωπα, στην αρχή της ιστορίας, ζουν σε φτωχογειτονιές και παραγκουπόλεις. Πολλοί ζητιανεύουν, ενώ κάποιοι άλλοι έχουν καλύτερη τύχη, δουλεύοντας για τον τσιφλικά της περιοχής. Παρεμπιπτόντως, μια παρόμοια εικόνα περιθωριακών ηρώων μας δίνει και η Γιασμίνα Χαντρά στο τελευταίο της μυθιστόρημα «Ο Όλυμπος των απόκληρων».
Το μοτίβο της φυγής είναι επίσης παρόν, με την κύρια μορφή του, τη μορφή της αειφυγίας, της συνεχούς μετακίνησης, όπως στη «Μεγάλη πράσινη», στο «Έβδομο ρούχο» και στο «Εκατό δρόμοι και μια νύχτα», και όχι της κατα-φυγής σε οιονεί αρκαδικά καταφύγια, όπως στον «Οδυσσέα και μπλούζ».
Η Φακίνου έχει επίσης κάποιες εμμονές, είτε εικονογραφικές είτε ιδεοληπτικές. Το γκροτέσκο της υλοποίησης των ονείρων στη «Ζάχαρη στην άκρη», ένα από τα πρώτα έργα της Φακίνου, επαναλαμβάνεται εδώ σε κάποιο από τα κουπέ του τραίνου, σε έναν «χορό μεταμφιεσμένων». Ο Τουλούζ Λωτρέκ θα τον είχε αποδώσει περίφημα εικονογραφικά.
Όμως η πιο έντονη εμμονή της Φακίνου βρίσκεται στο σχήμα της μπάμπουσκας, και που μπορεί μεν να μοιάζει με παιχνίδι φαντασίας, όμως κατά τη γνώμη μου, αυτή η εκδοχή της πραγματικότητας που προτείνεται είναι λιγότερο εξωπραγματική από ό, τι οι εκδοχές των μύθων που κουβαλάνε διάφοροι λαοί στην παράδοσή τους. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα.
«Είχαμε σταθεί σε μια εικόνα που έδειχνε δυο παιδάκια να διαβάζουν ένα βιβλίο. Φαντάζεσαι, είπα του φίλου μου, να είμαστε κι εμείς εικόνες σ’ ένα βιβλίο και να μας κοιτάζουν δυο άλλα παιδάκια;… που όμως κι αυτά θα είναι εικόνες που κάποια άλλα παιδάκια…» (σελ. 235).
Το απόσπασμα αυτό δεν είναι παρά μια μικρή παραλλαγή του παρακάτω αποσπάσματος από το «Η Μερόπη ήταν το πρόσχημα», που βρίσκεται επίσης στο τέλος του έργου:
«Φαντάζεσαι...όλα τα πράγματα, όλοι οι άνθρωποι, τα λουλούδια, τα δέντρα, ο μπαμπάς σου, η μαμά σου, ο θείος ο Σταύρος, όλοι, εσύ κι εγώ, να είμαστε ψεύτικοι; Εικόνες;
Ζωγραφιές ενός βιβλίου; Και κάποια άλλα παιδάκια να μας κοιτάνε και να διαβάζουν την ιστορία μας; Που όμως κι αυτά θα είναι εικόνες που κάποια άλλα παιδάκια...».
Εγώ σχολιάζω αμέσως μετά στη βιβλιοκριτική μου:
«Μεταφράζοντας το απόσπασμα αυτό με πιο θεωρητικούς όρους, θα μιλούσαμε για ένα σύμπαν που το διέπει, όπως το σύμπαν του Λάιμπνιτζ και του Ντεκάρτ,ο ντετερμινισμός ενός καλοκουρδισμένου ρολογιού, όπου τα όντα του βρίσκονται σε διάφορα επίπεδα, και ενώ στο δικό τους επίπεδο έχουν την ψευδαίσθηση ενός αυτοκαθορισμού και μιας ελεύθερης βούλησης, στο αμέσως επόμενο επίπεδο είναι τελείως ετεροκαθορισμένα».
Η γλώσσα της Φακίνου έχει την απλότητα του παραμυθιού, υπηρετώντας απόλυτα στην πλοκή. Η μαθητεία της στην «Τενεκεδούπολη» πρέπει να ήταν καθοριστική στο στυλ γραφής της. Η επινοητικότητα στη σύνθεση των ιστοριών της και στην προσωπογράφηση των ηρώων της είναι το κύριο χαρακτηριστικό της, που την έκανε τόσο αγαπητή σε ένα ευρύτατο αναγνωστικό κοινό.
links
Ευγενία Φακίνου (τα πρώτα έργα της)
Εκατό δρόμοι και μια νύχτα
Η Μερόπη ήταν το πρόσχημα
Εκατό δρόμοι και μια νύχτα
Οδυσσέας και Μπλούζ
Έρως-θέρος-θάνατος
Friday, December 23, 2011
Μπάμπης Δερμιτζάκης: Χριστίνα Χρυσανθοπούλου, Ζοή με όμικρον
Μπάμπης Δερμιτζάκης: Χριστίνα Χρυσανθοπούλου, Ζοή με όμικρον: Χριστίνα Χρυσανθοπούλου, Ζοή με όμικρον, Πάπυρος 2011, σελ. 222 Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα Μετανάστευση και human t...
Thursday, December 22, 2011
Tuesday, December 13, 2011
Χριστίνα Χρυσανθοπούλου, Ζοή με όμικρον
Χριστίνα Χρυσανθοπούλου, Ζοή με όμικρον, Πάπυρος 2011, σελ. 222
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μετανάστευση και human trafficking είναι το θέμα του μυθιστορήματος αυτού, του πρώτου της συγγραφέως
Η «Ζοή με όμικρον» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Χριστίνας Χρυσανθοπούλου. Μέχρι τώρα είχε ασχοληθεί με το διήγημα. Διηγήματά της έχουν βραβευθεί και έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό «Δέκατα».
Προκλητικά είναι τα θέματα με τα οποία ασχολείται στο μυθιστόρημά της η συγγραφέας: μετανάστευση και human trafficking. Δεν ξέρω αν έχει καταπιαστεί άλλος έλληνας πεζογράφος με αυτά τα θέματα, όμως υπάρχουν μερικές ταινίες που αναφέρονται σ’ αυτά.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Τα δυο πρώτα μπορούμε να πούμε ότι παραθέτουν το φόντο μέσα στο οποίο κινούνται οι δυο ήρωες. Στο πρώτο μέρος βλέπουμε τον Γιούρι, ρωσσοπόντιο μετανάστη, που έφυγε από την Γεωργία για να γλιτώσει από τη σύγκρουση Αμπχαζίων και Γεωργιανών. Η μητέρα πατρίδα τον υποδέχτηκε όπως υποδέχτηκε και τους μικρασιάτες μετά την μικρασιατική καταστροφή: το κράτος προσφέροντας ελάχιστα, οι πολίτες με επιφύλαξη ή αποστροφή. Ο αγώνας για την επιβίωση είναι σκληρός, η παραβατικότητα καραδοκεί σαν διέξοδος. Αρχικά θα προσπαθήσει να της ξεφύγει, όμως τελικά θα πέσει στα δίκτυα της.
Η Ιρίνα, στο δεύτερο μέρος, θα βρεθεί μπροστά σε μεγαλύτερες εκπλήξεις. Αντί να βρεθεί σερβιτόρα στην Ιταλία έπεσε θύμα εμπόρων λευκής σαρκός και βρέθηκε στην Ελλάδα. Όλες οι κοπέλες που έχουν τη μοίρα της είναι απελπισμένες. Άλλες αντέχουν, άλλες όχι. Η φυγή και η αυτοκτονία φαίνονται σαν διέξοδοι. Η πρώτη ελπίδας, η δεύτερη απελπισίας. Η φυγή όμως δεν ευοδώνεται, ο προστάτης είναι διασυνδεμένος με την αστυνομία, όποια την επιχειρήσει θα καταλήξει πάλι στα χέρια του. Και η αυτοκτονία δεν πετυχαίνει πάντα.
Όπως συμβαίνει με αφηγήσεις φόντου, η αφήγηση δεν είναι ευθύγραμμη. Υπάρχουν συνεχείς αναδρομές και παρεκβάσεις. Είναι όπως σε ένα ζωγραφικό πίνακα, με μια διαφορά: ενώ στον πίνακα το μάτι κατευθύνεται διαδοχικά στα διάφορα μέρη του, μετά τη γενική σύλληψη, με τη συνειδητή επιλογή αυτού που τον κοιτάζει (αν και υπάρχουν μελέτες που δείχνουν πως υπάρχουν ψυχολογικοί μηχανισμοί που κατευθύνουν το βλέμμα, πρώτα στη μια κατεύθυνση, μετά στην άλλη), εδώ η συγγραφέας επιλέγει ποιο μέρος του πίνακα θα δούμε πρώτο και ποιο στη συνέχεια.
Τα δυο τελευταία μέρη είναι η κύρια ιστορία. Εδώ είναι που συμπλέκονται οι ζωές των δυο ηρώων. Η αφηγηματική πορεία είναι τώρα πια ευθύγραμμη. Η ειδολογική αναμονή είναι ότι τελικά θα ξεφύγουν. Όμως πώς;
Η αφήγηση είναι γρήγορη, ασθματική. Τα κεφάλαια σύντομα, σαν κινηματογραφικά πλάνα. Και βέβαια υπάρχει το κινηματογραφικό happy end.
Η Χρυσανθοπούλου είναι μια ταλαντούχα πεζογράφος. Το μυθιστόρημά της έχει μια συναρπαστική πλοκή, ο αφηγηματικός λόγος με τον διάλογο ισορροπούν τέλεια, σε σωστές αναλογίες, ενώ η γλώσσα αποφεύγει την επιτήδευση, η οποία συχνά υπονομεύει την ιστορία. Και το λέμε αυτό γιατί διαβλέπουμε ένα υποβόσκον ταλέντο στο μυθιστόρημα αυτό: το ταλέντο του σεναριογράφου. Το έργο αυτό θα μπορούσε να γίνει μια επιτυχημένη ταινία. Και πιστεύουμε ότι η Χρυσανθοπούλου μπορεί να γράψει πολύ καλά σενάρια. Έχει την αίσθηση της επικαιρότητας, και είναι αρκετά επινοητική στη σύνθεση μιας συναρπαστικής πλοκής. Μήπως πρέπει να διδαχθεί και την τεχνική του γραψίματος ενός σεναρίου;
Δεν νομίζω ότι είναι απαραίτητο, αν και όχι περιττό. Διάβασα παλιά ότι στο Χόλιγουντ δεν υποβάλλουν πια στους παραγωγούς σενάρια αλλά μυθιστορήματα. Ο ομορφιά μιας ιστορίας μόνο μέσα από ένα μυθιστόρημα μπορεί να φανεί, όχι από ένα σενάριο, και γι’ αυτό τόσα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας γίνονται ταινίες. Ο παραγωγός διαβάζει το μυθιστόρημα, εγκρίνει, και παραγγέλνει το σενάριο. Καλό θα ήταν η συγγραφέας να στείλει το βιβλίο της σε σκηνοθέτες σε παραγωγούς. Παρόλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ελληνικός κινηματογράφος στις μέρες μας, μπορεί να έχει τύχη. Ευχόμαστε να έχει αυτή την τύχη. Και φυσικά να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μετανάστευση και human trafficking είναι το θέμα του μυθιστορήματος αυτού, του πρώτου της συγγραφέως
Η «Ζοή με όμικρον» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Χριστίνας Χρυσανθοπούλου. Μέχρι τώρα είχε ασχοληθεί με το διήγημα. Διηγήματά της έχουν βραβευθεί και έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό «Δέκατα».
Προκλητικά είναι τα θέματα με τα οποία ασχολείται στο μυθιστόρημά της η συγγραφέας: μετανάστευση και human trafficking. Δεν ξέρω αν έχει καταπιαστεί άλλος έλληνας πεζογράφος με αυτά τα θέματα, όμως υπάρχουν μερικές ταινίες που αναφέρονται σ’ αυτά.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Τα δυο πρώτα μπορούμε να πούμε ότι παραθέτουν το φόντο μέσα στο οποίο κινούνται οι δυο ήρωες. Στο πρώτο μέρος βλέπουμε τον Γιούρι, ρωσσοπόντιο μετανάστη, που έφυγε από την Γεωργία για να γλιτώσει από τη σύγκρουση Αμπχαζίων και Γεωργιανών. Η μητέρα πατρίδα τον υποδέχτηκε όπως υποδέχτηκε και τους μικρασιάτες μετά την μικρασιατική καταστροφή: το κράτος προσφέροντας ελάχιστα, οι πολίτες με επιφύλαξη ή αποστροφή. Ο αγώνας για την επιβίωση είναι σκληρός, η παραβατικότητα καραδοκεί σαν διέξοδος. Αρχικά θα προσπαθήσει να της ξεφύγει, όμως τελικά θα πέσει στα δίκτυα της.
Η Ιρίνα, στο δεύτερο μέρος, θα βρεθεί μπροστά σε μεγαλύτερες εκπλήξεις. Αντί να βρεθεί σερβιτόρα στην Ιταλία έπεσε θύμα εμπόρων λευκής σαρκός και βρέθηκε στην Ελλάδα. Όλες οι κοπέλες που έχουν τη μοίρα της είναι απελπισμένες. Άλλες αντέχουν, άλλες όχι. Η φυγή και η αυτοκτονία φαίνονται σαν διέξοδοι. Η πρώτη ελπίδας, η δεύτερη απελπισίας. Η φυγή όμως δεν ευοδώνεται, ο προστάτης είναι διασυνδεμένος με την αστυνομία, όποια την επιχειρήσει θα καταλήξει πάλι στα χέρια του. Και η αυτοκτονία δεν πετυχαίνει πάντα.
Όπως συμβαίνει με αφηγήσεις φόντου, η αφήγηση δεν είναι ευθύγραμμη. Υπάρχουν συνεχείς αναδρομές και παρεκβάσεις. Είναι όπως σε ένα ζωγραφικό πίνακα, με μια διαφορά: ενώ στον πίνακα το μάτι κατευθύνεται διαδοχικά στα διάφορα μέρη του, μετά τη γενική σύλληψη, με τη συνειδητή επιλογή αυτού που τον κοιτάζει (αν και υπάρχουν μελέτες που δείχνουν πως υπάρχουν ψυχολογικοί μηχανισμοί που κατευθύνουν το βλέμμα, πρώτα στη μια κατεύθυνση, μετά στην άλλη), εδώ η συγγραφέας επιλέγει ποιο μέρος του πίνακα θα δούμε πρώτο και ποιο στη συνέχεια.
Τα δυο τελευταία μέρη είναι η κύρια ιστορία. Εδώ είναι που συμπλέκονται οι ζωές των δυο ηρώων. Η αφηγηματική πορεία είναι τώρα πια ευθύγραμμη. Η ειδολογική αναμονή είναι ότι τελικά θα ξεφύγουν. Όμως πώς;
Η αφήγηση είναι γρήγορη, ασθματική. Τα κεφάλαια σύντομα, σαν κινηματογραφικά πλάνα. Και βέβαια υπάρχει το κινηματογραφικό happy end.
Η Χρυσανθοπούλου είναι μια ταλαντούχα πεζογράφος. Το μυθιστόρημά της έχει μια συναρπαστική πλοκή, ο αφηγηματικός λόγος με τον διάλογο ισορροπούν τέλεια, σε σωστές αναλογίες, ενώ η γλώσσα αποφεύγει την επιτήδευση, η οποία συχνά υπονομεύει την ιστορία. Και το λέμε αυτό γιατί διαβλέπουμε ένα υποβόσκον ταλέντο στο μυθιστόρημα αυτό: το ταλέντο του σεναριογράφου. Το έργο αυτό θα μπορούσε να γίνει μια επιτυχημένη ταινία. Και πιστεύουμε ότι η Χρυσανθοπούλου μπορεί να γράψει πολύ καλά σενάρια. Έχει την αίσθηση της επικαιρότητας, και είναι αρκετά επινοητική στη σύνθεση μιας συναρπαστικής πλοκής. Μήπως πρέπει να διδαχθεί και την τεχνική του γραψίματος ενός σεναρίου;
Δεν νομίζω ότι είναι απαραίτητο, αν και όχι περιττό. Διάβασα παλιά ότι στο Χόλιγουντ δεν υποβάλλουν πια στους παραγωγούς σενάρια αλλά μυθιστορήματα. Ο ομορφιά μιας ιστορίας μόνο μέσα από ένα μυθιστόρημα μπορεί να φανεί, όχι από ένα σενάριο, και γι’ αυτό τόσα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας γίνονται ταινίες. Ο παραγωγός διαβάζει το μυθιστόρημα, εγκρίνει, και παραγγέλνει το σενάριο. Καλό θα ήταν η συγγραφέας να στείλει το βιβλίο της σε σκηνοθέτες σε παραγωγούς. Παρόλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ελληνικός κινηματογράφος στις μέρες μας, μπορεί να έχει τύχη. Ευχόμαστε να έχει αυτή την τύχη. Και φυσικά να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Ευσταθία Δήμου, Στη σπορά των αστεριών (55 χαϊκού)
Ευσταθία Δήμου, Στη σπορά των αστεριών (55 χαϊκού), Νέος Αστρολάβος/Ευθύνη, 2011, σελ. 27
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Εκρηκτικά στην ποιητική τους δύναμη τα 55 χαϊκού της συλλογής αυτής.
Το χαϊκού, αυτό το γιαπωνέζικο ολιγοσύλλαβο ποίημα, έχει κατακτήσει τον κόσμο. Χθες ακόμη, βλέποντας την «Παρί» του ιρανού σκηνοθέτη Dariush Mehrjui, άκουσα ένα χαϊκού μέσα στην ταινία.
Για το χαϊκού πρωτοδιάβασα στον Καζαντζάκη, στο ταξιδιωτικό του έργο «Ιαπωνία-Κίνα». Από τότε έχω διαβάσει αρκετά χαϊκού ελλήνων ποιητών, ανάμεσα στους οποίους είναι και ο Σεφέρης. Ο Γιάννης Μανιάτης, η ψυχή του «Λέξημα», λάτρης του χαϊκού, έχει αναρτήσει ένα αρκετά εμπεριστατωμένο άρθρο για το χαϊκού που βρίσκεται εδώ http://www.lexima.gr/lxm/read-538.html Ήταν επίσης ένας από τους παρουσιαστές της ανθολογίας χαϊκού στην Ελλάδα που έκανε ο Χρήστος Τουμανίδης (εκδόσεις Δελφοί), στην παρουσίαση της οποίας είχα παρευρεθεί.
Είναι μακρύς ο κατάλογος των ελλήνων που έχουν ασχοληθεί με το χαϊκού. Εδώ θα αναφέρω τον Θόδωρο Τρουπή, έναν από τους θαμώνες του φιλολογικού καφενείου του Ιάσωνα Ευαγγέλου, και ο οποίος δυστυχώς έφυγε πρόπερσι, που μου έδωσε τη συλλογή του με τίτλο «Τα Αλφα-βητάρια των χάι-κου». Όταν με πληροφόρησε ο Ιάσωνας Ευαγγέλου για τον θάνατο του Τρουπή, έκανα μια σχετική ανάρτηση στο blog μου. Ήθελα να δώσω και ένα δείγμα γραφής του, και άνοιξα το βιβλίο του, επιλέγοντας στην τύχη το πρώτο χαϊκού που θα έπεφτε στο μάτι μου. Ήταν το παρακάτω: «Αύριο θα μ’ εύρεις/ να συλλαβίζω στίχους/ κάπου στην Εδέμ». Πρέπει να ομολογήσω πως τρόμαξα λίγο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, την έχω γράψει αλλού. Να αναφέρω επίσης τον Ηλία Κεφάλα, που μου έστειλε τη δική του συλλογή με χαϊκού με τίτλο «Σιωπητήριο χιονιού». Το βιβλίο της Ευσταθίας Δήμου «Στην σπορά των αστεριών» είναι η τρίτη συλλογή χαϊκού που λαμβάνω.
«Κλουβί είν’ το ποίημα/ κι οι λέξεις μέσα-πουλιά/ που κελαηδάνε» (αρ. 15).
Ποιο ποίημα; Το χαϊκού. Το χαϊκού, με την αυστηρή του δομή, είναι σαν κλουβί. Και η δομή του χαϊκού είναι τρεις συλλαβές, από τις οποίες η μεσαία είναι επτασύλλαβη και οι άλλες δυο πεντασύλλαβες.
Το έχω ξαναγράψει, τα σύντομα ποιήματα είναι τα πιο όμορφα, αλλά και τα πιο απαιτητικά. Ένα πολύστιχο ποίημα μπορεί να είναι καλό έστω κι αν έχει κάποιους μέτριους στίχους. Το ολιγόστιχο ποίημα, όπως το χαϊκού, δεν έχει αυτή την πολυτέλεια. Πρέπει να είναι τέλειο.
Το χαϊκού ξεκινάει ως εικονογραφική αποτύπωση της στιγμής. Συχνά παρατίθεται ως παράδειγμα το χαϊκού του Μπασό: «Παλιά λιμνούλα/ Ένας βάτραχος βουτά/ Ήχος του νερού». Να δώσουμε και ένα δείγμα της Δήμου: «Ο ήλιος δύει/ κόκκινος και φλογερός/ βουτά στο νερό».
Όμως την εικονογραφική αποτύπωση της στιγμής συχνά την υπερβαίνει. «Χορός της βάρκας/ ξέφρενος στο ξύπνημα/πάλι τ’ ανέμου». Στη φωτογραφία είναι μια και μοναδική βάρκα μια και συγκεκριμένη στιγμή. Στο παραπάνω χαϊκού η βάρκα είναι κάθε βάρκα που την ταρακουνάει ο άνεμος πάνω στα κύματα, παρόλο που το ποίημα μπορεί να το ενέπνευσε η θέα μιας συγκεκριμένης βάρκας.
Πάρα πολλά χαϊκού της Δήμου ανάγονται σε μια γενικότερη έως μια συμβολική διάσταση. Εδώ η μεταφορά είναι το κυρίαρχο υφολογικό σχήμα. Κάνουμε μια μικρή επιλογή:
«Ρίζες μόνο και/ κλαδιά ερωτοτροπούν./ Ποτέ οι κορμοί»
«Έρωτας είναι/ ξεκούρδιστου ρολογιού/ σπασμένοι δείκτες»
«Χρυσό δρεπάνι/ στη σπορά των αστεριών./Νέα σελήνη»
«Μισοφέγγαρο/ παρένθεσης άνοιγμα/ ποτέ δεν κλείνει»
Η θεματική της Δήμου σε κάποια χαϊκού αγκαλιάζει καταστάσεις και προβληματικές της σύγχρονης ποίησης. «Βράδια μοναξιάς/ ατελείωτα• μόνος/ παρών, ο χρόνος». «Κάλεσμα χρόνων/ περασμένων• ονείρων/ ναυαγισμένων».
Έχω ξαναγράψει ότι ο ρυθμός του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου κυλάει στις φλέβες των ποιητών μας• ακόμη και των πεζογράφων μας, όπου καμιά φορά στα κείμενά τους συναντάει κανείς κανονικούς δεκαπεντασύλλαβους. Μου έχει γίνει πια χόμπι να τους ανιχνεύω. Σε ένα χαϊκού της Δήμου συνάντησα έναν παρ’ ολίγο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο: «Στις αγκαλιές σου απόθεσα τις νύχτες της αγρύπνιας μου». Και βέβαια ο ίαμβος ως ρυθμός υπάρχει σε πάρα πολλούς στίχους, ιδιαίτερα στους ενδιάμεσους επτασύλλαβους: «Μια φεγγαριού αχτίδα», «Στα μάτια του ο ιδρώτας», «Η νύχτα καταπίνει». Όμως βρίσκουμε και στίχους με την κανονικότητα άλλων μέτρων. «με τα μάτια ορθάνοιχτα», ανάπαιστος. «Θέλω μόνο μια στιγμή», τροχαίος. «ποτάμι• το δάκρυ μας», αμφίβραχυς.
Στο παρακάτω χαϊκού η Δήμου παίζει με τις παρηχήσεις: «Όνειρα γλυκά./ Γλυκόπικρα. Πικρά πριν/ το ξημέρωμα».
Σε ένα άλλο είναι αποφθεγματική-παραινετική: «Λίγα να ρωτάς,/ να μην κλαις, να μη γελάς,/ να μεγαλώνεις».
Και βέβαια δεν λείπουν και τα ερωτικά χαϊκού: «Όμορφα ξέρεις/ το κορμί μου να κεντάς/ με τα φιλιά σου» («Όμορφα ξέρεις, με τα φιλιά σου», δυο μικροί δάκτυλοι, μια και πιο πάνω μιλάγαμε για μέτρο).
Τα χαϊκού της Δήμου είναι από τα ομορφότερα που έχω διαβάσει. Με ένα θεματικό και υφολογικό εύρος, με ενσωματωμένα στοιχεία της ποιητικής μας παράδοσης, μου φέρνουν στο μυαλό το οικολογικό σλόγκαν: το μικρό είναι όμορφο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Εκρηκτικά στην ποιητική τους δύναμη τα 55 χαϊκού της συλλογής αυτής.
Το χαϊκού, αυτό το γιαπωνέζικο ολιγοσύλλαβο ποίημα, έχει κατακτήσει τον κόσμο. Χθες ακόμη, βλέποντας την «Παρί» του ιρανού σκηνοθέτη Dariush Mehrjui, άκουσα ένα χαϊκού μέσα στην ταινία.
Για το χαϊκού πρωτοδιάβασα στον Καζαντζάκη, στο ταξιδιωτικό του έργο «Ιαπωνία-Κίνα». Από τότε έχω διαβάσει αρκετά χαϊκού ελλήνων ποιητών, ανάμεσα στους οποίους είναι και ο Σεφέρης. Ο Γιάννης Μανιάτης, η ψυχή του «Λέξημα», λάτρης του χαϊκού, έχει αναρτήσει ένα αρκετά εμπεριστατωμένο άρθρο για το χαϊκού που βρίσκεται εδώ http://www.lexima.gr/lxm/read-538.html Ήταν επίσης ένας από τους παρουσιαστές της ανθολογίας χαϊκού στην Ελλάδα που έκανε ο Χρήστος Τουμανίδης (εκδόσεις Δελφοί), στην παρουσίαση της οποίας είχα παρευρεθεί.
Είναι μακρύς ο κατάλογος των ελλήνων που έχουν ασχοληθεί με το χαϊκού. Εδώ θα αναφέρω τον Θόδωρο Τρουπή, έναν από τους θαμώνες του φιλολογικού καφενείου του Ιάσωνα Ευαγγέλου, και ο οποίος δυστυχώς έφυγε πρόπερσι, που μου έδωσε τη συλλογή του με τίτλο «Τα Αλφα-βητάρια των χάι-κου». Όταν με πληροφόρησε ο Ιάσωνας Ευαγγέλου για τον θάνατο του Τρουπή, έκανα μια σχετική ανάρτηση στο blog μου. Ήθελα να δώσω και ένα δείγμα γραφής του, και άνοιξα το βιβλίο του, επιλέγοντας στην τύχη το πρώτο χαϊκού που θα έπεφτε στο μάτι μου. Ήταν το παρακάτω: «Αύριο θα μ’ εύρεις/ να συλλαβίζω στίχους/ κάπου στην Εδέμ». Πρέπει να ομολογήσω πως τρόμαξα λίγο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, την έχω γράψει αλλού. Να αναφέρω επίσης τον Ηλία Κεφάλα, που μου έστειλε τη δική του συλλογή με χαϊκού με τίτλο «Σιωπητήριο χιονιού». Το βιβλίο της Ευσταθίας Δήμου «Στην σπορά των αστεριών» είναι η τρίτη συλλογή χαϊκού που λαμβάνω.
«Κλουβί είν’ το ποίημα/ κι οι λέξεις μέσα-πουλιά/ που κελαηδάνε» (αρ. 15).
Ποιο ποίημα; Το χαϊκού. Το χαϊκού, με την αυστηρή του δομή, είναι σαν κλουβί. Και η δομή του χαϊκού είναι τρεις συλλαβές, από τις οποίες η μεσαία είναι επτασύλλαβη και οι άλλες δυο πεντασύλλαβες.
Το έχω ξαναγράψει, τα σύντομα ποιήματα είναι τα πιο όμορφα, αλλά και τα πιο απαιτητικά. Ένα πολύστιχο ποίημα μπορεί να είναι καλό έστω κι αν έχει κάποιους μέτριους στίχους. Το ολιγόστιχο ποίημα, όπως το χαϊκού, δεν έχει αυτή την πολυτέλεια. Πρέπει να είναι τέλειο.
Το χαϊκού ξεκινάει ως εικονογραφική αποτύπωση της στιγμής. Συχνά παρατίθεται ως παράδειγμα το χαϊκού του Μπασό: «Παλιά λιμνούλα/ Ένας βάτραχος βουτά/ Ήχος του νερού». Να δώσουμε και ένα δείγμα της Δήμου: «Ο ήλιος δύει/ κόκκινος και φλογερός/ βουτά στο νερό».
Όμως την εικονογραφική αποτύπωση της στιγμής συχνά την υπερβαίνει. «Χορός της βάρκας/ ξέφρενος στο ξύπνημα/πάλι τ’ ανέμου». Στη φωτογραφία είναι μια και μοναδική βάρκα μια και συγκεκριμένη στιγμή. Στο παραπάνω χαϊκού η βάρκα είναι κάθε βάρκα που την ταρακουνάει ο άνεμος πάνω στα κύματα, παρόλο που το ποίημα μπορεί να το ενέπνευσε η θέα μιας συγκεκριμένης βάρκας.
Πάρα πολλά χαϊκού της Δήμου ανάγονται σε μια γενικότερη έως μια συμβολική διάσταση. Εδώ η μεταφορά είναι το κυρίαρχο υφολογικό σχήμα. Κάνουμε μια μικρή επιλογή:
«Ρίζες μόνο και/ κλαδιά ερωτοτροπούν./ Ποτέ οι κορμοί»
«Έρωτας είναι/ ξεκούρδιστου ρολογιού/ σπασμένοι δείκτες»
«Χρυσό δρεπάνι/ στη σπορά των αστεριών./Νέα σελήνη»
«Μισοφέγγαρο/ παρένθεσης άνοιγμα/ ποτέ δεν κλείνει»
Η θεματική της Δήμου σε κάποια χαϊκού αγκαλιάζει καταστάσεις και προβληματικές της σύγχρονης ποίησης. «Βράδια μοναξιάς/ ατελείωτα• μόνος/ παρών, ο χρόνος». «Κάλεσμα χρόνων/ περασμένων• ονείρων/ ναυαγισμένων».
Έχω ξαναγράψει ότι ο ρυθμός του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου κυλάει στις φλέβες των ποιητών μας• ακόμη και των πεζογράφων μας, όπου καμιά φορά στα κείμενά τους συναντάει κανείς κανονικούς δεκαπεντασύλλαβους. Μου έχει γίνει πια χόμπι να τους ανιχνεύω. Σε ένα χαϊκού της Δήμου συνάντησα έναν παρ’ ολίγο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο: «Στις αγκαλιές σου απόθεσα τις νύχτες της αγρύπνιας μου». Και βέβαια ο ίαμβος ως ρυθμός υπάρχει σε πάρα πολλούς στίχους, ιδιαίτερα στους ενδιάμεσους επτασύλλαβους: «Μια φεγγαριού αχτίδα», «Στα μάτια του ο ιδρώτας», «Η νύχτα καταπίνει». Όμως βρίσκουμε και στίχους με την κανονικότητα άλλων μέτρων. «με τα μάτια ορθάνοιχτα», ανάπαιστος. «Θέλω μόνο μια στιγμή», τροχαίος. «ποτάμι• το δάκρυ μας», αμφίβραχυς.
Στο παρακάτω χαϊκού η Δήμου παίζει με τις παρηχήσεις: «Όνειρα γλυκά./ Γλυκόπικρα. Πικρά πριν/ το ξημέρωμα».
Σε ένα άλλο είναι αποφθεγματική-παραινετική: «Λίγα να ρωτάς,/ να μην κλαις, να μη γελάς,/ να μεγαλώνεις».
Και βέβαια δεν λείπουν και τα ερωτικά χαϊκού: «Όμορφα ξέρεις/ το κορμί μου να κεντάς/ με τα φιλιά σου» («Όμορφα ξέρεις, με τα φιλιά σου», δυο μικροί δάκτυλοι, μια και πιο πάνω μιλάγαμε για μέτρο).
Τα χαϊκού της Δήμου είναι από τα ομορφότερα που έχω διαβάσει. Με ένα θεματικό και υφολογικό εύρος, με ενσωματωμένα στοιχεία της ποιητικής μας παράδοσης, μου φέρνουν στο μυαλό το οικολογικό σλόγκαν: το μικρό είναι όμορφο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Friday, December 9, 2011
Εύα Στάμου, Εθισμός
Εύα Στάμου, Εθισμός, Μελάνι 2011, σελ. 324
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Τρεις ήρωες αφηγούνται τη προσωπική τους ιστορία, που κάποια στιγμή πλέκεται με τις ιστορίες των άλλων
Συνήθως στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση υπάρχει μόνο ένας αφηγητής που αφηγείται την ιστορία του. Στο επιστολογραφικό μυθιστόρημα υπάρχουν δύο αφηγητές. Όπως ο Σοφοκλής πρόσθεσε και τρίτο υποκριτή στην αρχαία τραγωδία, έτσι και η Εύα Στάμου προσθέτει τρίτο αφηγητή.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση έχει πλεονεκτήματα. Το πρώτο πλεονέκτημα είναι ότι υπάρχει μια αληθοφάνεια που δεν υπάρχει στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, με τον παντογνώστη αφηγητή να ξέρει τα πάντα για τους ήρωες, ακόμη και τις σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους. Το μειονέκτημα αυτό ο Χένρι Τζέημς το εξάλειψε εν μέρει με την τεχνική του «δείχνω», αντί της τεχνικής του «λέγω». Δεν «λέγει» δηλαδή για το τι σκέφτονται οι ήρωές του, αλλά «δείχνει» πώς ενεργούν, και ο αναγνώστης βγάζει συμπεράσματα για τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Και βέβαια όσο πιο επαρκής είναι ο αναγνώστης, τόσο πιο ολοκληρωμένα συμπεράσματα βγάζει.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση πετυχαίνει αυτό που, όπως μας λέει η παροιμία, δεν μπορεί να επιτευχθεί: και η πίττα σωστή και ο σκύλος χορτάτος. Υπάρχει η αληθοφάνεια που χάνεται στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, και ταυτόχρονα έχουμε άμεση πρόσβαση στις σκέψεις και τα συναισθήματα του ήρωα-αφηγητή. Όμως δεν έχουμε πρόσβαση στις σκέψεις και τα συναισθήματα των υπόλοιπων προσώπων, έλλειψη σημαντική όταν κάποια από αυτά είναι κεντρικά στην εξέλιξη της ιστορίας. Η Εύα Στάμου έλυσε το πρόβλημα βάζοντας κάθε ένα από τους τρεις κεντρικούς ήρωες να αφηγείται τη δική του ιστορία.
Ο αφηγητής είναι ταυτόχρονα και εστιαστής: βλέπει τα πράγματα από τη δική του οπτική. Αυτό είναι ιδιαίτερα προφανές στην περίπτωση του Πέτρου, που είναι μια διαταραγμένη προσωπικότητα. Ενδιαφέρον έχει η εστίαση όταν αφηγούνται το ίδιο επεισόδιο διάφορα πρόσωπα που συμμετέχουν σε αυτό, με τη δική του οπτική ο καθένας. Το «Ρασομόν» του Κουροσάβα, βασισμένο σε δυο διηγήματα του Ryūnosuke Akutagawa, είναι το κλασικό παράδειγμα πολλαπλής αφήγησης και εστίασης. Εδώ έχουμε το επεισόδιο της επίθεσης του Πέτρου στην Έλσα, που το αφηγούνται ξεχωριστά και οι δυο τους. Στα υπόλοιπα επεισόδια αφηγείται καθένας την προσωπική του ιστορία, που εμπλέκεται βέβαια με των άλλων, και που όλες μαζί συνθέτουν το παζλ της πλοκής του μυθιστορήματος.
Ο αποδέκτης της αφήγησης ουσιαστικά είναι ο αναγνώστης, όχι όμως τυπικά. Στο επιστολογραφικό μυθιστόρημα αποδέκτης είναι αυτός στον οποίο απευθύνεται η επιστολή. Μπορεί ο αποδέκτης να είναι ο ίδιος ο εαυτός του γράφοντος όταν πρόκειται για ημερολόγιο. Χωρίς να μας το λέει ρητά η Στάμου, οι αφηγήσεις φαίνονται σαν ημερολογιακές καταγραφές.
Όχι πάντα. Και εδώ μπαίνει ένα ακόμη θέμα στην αφηγηματική τεχνική, το «μέσο» με το οποίο μεταδίδεται η αφήγηση. Στο μυθιστόρημα αυτό της Εύας Στάμου, κάποιες φορές, η αοριστία που υποδηλώνει αναπόφευκτα ημερολογιακή καταγραφή αίρεται. Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο 57. Έλσα (σελ. 221. Η Εύα απαριθμεί τις αφηγήσεις βάζοντας δίπλα το όνομα του αφηγητή), μέσο είναι το τηλέφωνο, και αποδέκτης ο Άρης (άλλο πρόσωπο, έξω από τους τρεις κύριους αφηγητές, που είναι η Έλσα, ο Πέτρος και η Ιφιγένεια). Αυτό κάνει την αφήγηση ακόμη πιο ζωντανή.
Εγώ, ως αφηγηματολόγος, εστίασα περισσότερο στην αφηγηματική τεχνική, που όπως είπα είναι αρκετά πρωτότυπη. Αυτό δεν σημαίνει ότι παραβλέπω τις υπόλοιπες αρετές του μυθιστορήματος, την επινοητικότητα στην πλοκή, την άριστη διαγραφή των χαρακτήρων, την σαφήνεια της γλωσσικής έκφρασης, και βέβαια την κύρια αρετή μιας αφήγησης, το σασπένς, που διατηρεί αδιάπτωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Έχουμε ξαναγράψει για την Εύα Στάμου, την οποία θεωρούμε ως μια από τις πιο ταλαντούχες φωνές της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας.
Και τώρα στα δικά μας, που συνηθίζουμε σε κάθε βιβλιοκριτική, τον επί μέρους σχολιασμό.
Διαβάζουμε ένα απόσπασμα από το «Βιβλίο της ανησυχίας» του Φερνάντο Πεσσόα, που παραθέτει η Στάμου: «Ποτέ δεν αγαπάμε κανέναν. Αγαπάμε αποκλειστικά την εικόνα που διαμορφώνουμε για κάποιον. Αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας κατασκευή, στην ουσία δεν αγαπάμε παρά τον εαυτό μας».
Και πού το ξέρει αυτό ο Πεσσόα; Εμένα με ρώτησε; Μήπως έκανε γκάλοπ με φίλους και γνωστούς, και έβγαλε ένα επαγωγικό συμπέρασμα, το οποίο γενίκευσε απαράδεκτα για όλη την ανθρωπότητα;
Βέβαια, θα μπορούσε να μου αντιτείνει ο Πεσσόα, εσύ «νομίζεις» ότι την αγαπάς, στην πραγματικότητα αγαπάς τον εαυτό σου. Και εγώ θα μπορούσα να του αντιτείνω, εσύ «νομίζεις» ότι δεν την αγαπώ, ή ότι όλος ο κόσμος αγαπά την εικόνα που διαμορφώνει για τον άλλο, ότι στην ουσία αγαπά μόνο τον εαυτό του (πράγμα που, παρεμπιπτόντως, δεν μπορεί να συναχθεί παραγωγικά).
Κάνω πλάκα. Στην παραπάνω πρόταση του Πεσσόα, όπως και σε παρόμοιες προτάσεις, υποδηλώνεται η πρόταση που δεν διατυπώνεται ρητά: «Κατά τη δική μου γνώμη…».
Το ίδιο και στην παρακάτω παράγραφο της Στάμου, με την οποία κλείνει το βιβλίο: «Γιατί οι μικροί, ιδιωτικοί κόσμοι, συνθέτουν το υποκειμενικό σύμπαν των ανθρώπων, που δεν έχει απαραίτητα σχέση με την αλήθεια».
Θα έπρεπε να προσθέσει: Κατά τη δική μου γνώμη…
Και κατά τη δική μου, να προσθέσω κι εγώ.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Τρεις ήρωες αφηγούνται τη προσωπική τους ιστορία, που κάποια στιγμή πλέκεται με τις ιστορίες των άλλων
Συνήθως στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση υπάρχει μόνο ένας αφηγητής που αφηγείται την ιστορία του. Στο επιστολογραφικό μυθιστόρημα υπάρχουν δύο αφηγητές. Όπως ο Σοφοκλής πρόσθεσε και τρίτο υποκριτή στην αρχαία τραγωδία, έτσι και η Εύα Στάμου προσθέτει τρίτο αφηγητή.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση έχει πλεονεκτήματα. Το πρώτο πλεονέκτημα είναι ότι υπάρχει μια αληθοφάνεια που δεν υπάρχει στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, με τον παντογνώστη αφηγητή να ξέρει τα πάντα για τους ήρωες, ακόμη και τις σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους. Το μειονέκτημα αυτό ο Χένρι Τζέημς το εξάλειψε εν μέρει με την τεχνική του «δείχνω», αντί της τεχνικής του «λέγω». Δεν «λέγει» δηλαδή για το τι σκέφτονται οι ήρωές του, αλλά «δείχνει» πώς ενεργούν, και ο αναγνώστης βγάζει συμπεράσματα για τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Και βέβαια όσο πιο επαρκής είναι ο αναγνώστης, τόσο πιο ολοκληρωμένα συμπεράσματα βγάζει.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση πετυχαίνει αυτό που, όπως μας λέει η παροιμία, δεν μπορεί να επιτευχθεί: και η πίττα σωστή και ο σκύλος χορτάτος. Υπάρχει η αληθοφάνεια που χάνεται στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, και ταυτόχρονα έχουμε άμεση πρόσβαση στις σκέψεις και τα συναισθήματα του ήρωα-αφηγητή. Όμως δεν έχουμε πρόσβαση στις σκέψεις και τα συναισθήματα των υπόλοιπων προσώπων, έλλειψη σημαντική όταν κάποια από αυτά είναι κεντρικά στην εξέλιξη της ιστορίας. Η Εύα Στάμου έλυσε το πρόβλημα βάζοντας κάθε ένα από τους τρεις κεντρικούς ήρωες να αφηγείται τη δική του ιστορία.
Ο αφηγητής είναι ταυτόχρονα και εστιαστής: βλέπει τα πράγματα από τη δική του οπτική. Αυτό είναι ιδιαίτερα προφανές στην περίπτωση του Πέτρου, που είναι μια διαταραγμένη προσωπικότητα. Ενδιαφέρον έχει η εστίαση όταν αφηγούνται το ίδιο επεισόδιο διάφορα πρόσωπα που συμμετέχουν σε αυτό, με τη δική του οπτική ο καθένας. Το «Ρασομόν» του Κουροσάβα, βασισμένο σε δυο διηγήματα του Ryūnosuke Akutagawa, είναι το κλασικό παράδειγμα πολλαπλής αφήγησης και εστίασης. Εδώ έχουμε το επεισόδιο της επίθεσης του Πέτρου στην Έλσα, που το αφηγούνται ξεχωριστά και οι δυο τους. Στα υπόλοιπα επεισόδια αφηγείται καθένας την προσωπική του ιστορία, που εμπλέκεται βέβαια με των άλλων, και που όλες μαζί συνθέτουν το παζλ της πλοκής του μυθιστορήματος.
Ο αποδέκτης της αφήγησης ουσιαστικά είναι ο αναγνώστης, όχι όμως τυπικά. Στο επιστολογραφικό μυθιστόρημα αποδέκτης είναι αυτός στον οποίο απευθύνεται η επιστολή. Μπορεί ο αποδέκτης να είναι ο ίδιος ο εαυτός του γράφοντος όταν πρόκειται για ημερολόγιο. Χωρίς να μας το λέει ρητά η Στάμου, οι αφηγήσεις φαίνονται σαν ημερολογιακές καταγραφές.
Όχι πάντα. Και εδώ μπαίνει ένα ακόμη θέμα στην αφηγηματική τεχνική, το «μέσο» με το οποίο μεταδίδεται η αφήγηση. Στο μυθιστόρημα αυτό της Εύας Στάμου, κάποιες φορές, η αοριστία που υποδηλώνει αναπόφευκτα ημερολογιακή καταγραφή αίρεται. Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο 57. Έλσα (σελ. 221. Η Εύα απαριθμεί τις αφηγήσεις βάζοντας δίπλα το όνομα του αφηγητή), μέσο είναι το τηλέφωνο, και αποδέκτης ο Άρης (άλλο πρόσωπο, έξω από τους τρεις κύριους αφηγητές, που είναι η Έλσα, ο Πέτρος και η Ιφιγένεια). Αυτό κάνει την αφήγηση ακόμη πιο ζωντανή.
Εγώ, ως αφηγηματολόγος, εστίασα περισσότερο στην αφηγηματική τεχνική, που όπως είπα είναι αρκετά πρωτότυπη. Αυτό δεν σημαίνει ότι παραβλέπω τις υπόλοιπες αρετές του μυθιστορήματος, την επινοητικότητα στην πλοκή, την άριστη διαγραφή των χαρακτήρων, την σαφήνεια της γλωσσικής έκφρασης, και βέβαια την κύρια αρετή μιας αφήγησης, το σασπένς, που διατηρεί αδιάπτωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Έχουμε ξαναγράψει για την Εύα Στάμου, την οποία θεωρούμε ως μια από τις πιο ταλαντούχες φωνές της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας.
Και τώρα στα δικά μας, που συνηθίζουμε σε κάθε βιβλιοκριτική, τον επί μέρους σχολιασμό.
Διαβάζουμε ένα απόσπασμα από το «Βιβλίο της ανησυχίας» του Φερνάντο Πεσσόα, που παραθέτει η Στάμου: «Ποτέ δεν αγαπάμε κανέναν. Αγαπάμε αποκλειστικά την εικόνα που διαμορφώνουμε για κάποιον. Αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας κατασκευή, στην ουσία δεν αγαπάμε παρά τον εαυτό μας».
Και πού το ξέρει αυτό ο Πεσσόα; Εμένα με ρώτησε; Μήπως έκανε γκάλοπ με φίλους και γνωστούς, και έβγαλε ένα επαγωγικό συμπέρασμα, το οποίο γενίκευσε απαράδεκτα για όλη την ανθρωπότητα;
Βέβαια, θα μπορούσε να μου αντιτείνει ο Πεσσόα, εσύ «νομίζεις» ότι την αγαπάς, στην πραγματικότητα αγαπάς τον εαυτό σου. Και εγώ θα μπορούσα να του αντιτείνω, εσύ «νομίζεις» ότι δεν την αγαπώ, ή ότι όλος ο κόσμος αγαπά την εικόνα που διαμορφώνει για τον άλλο, ότι στην ουσία αγαπά μόνο τον εαυτό του (πράγμα που, παρεμπιπτόντως, δεν μπορεί να συναχθεί παραγωγικά).
Κάνω πλάκα. Στην παραπάνω πρόταση του Πεσσόα, όπως και σε παρόμοιες προτάσεις, υποδηλώνεται η πρόταση που δεν διατυπώνεται ρητά: «Κατά τη δική μου γνώμη…».
Το ίδιο και στην παρακάτω παράγραφο της Στάμου, με την οποία κλείνει το βιβλίο: «Γιατί οι μικροί, ιδιωτικοί κόσμοι, συνθέτουν το υποκειμενικό σύμπαν των ανθρώπων, που δεν έχει απαραίτητα σχέση με την αλήθεια».
Θα έπρεπε να προσθέσει: Κατά τη δική μου γνώμη…
Και κατά τη δική μου, να προσθέσω κι εγώ.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Wednesday, December 7, 2011
Alireza Raisian, The deserted station
Alireza Raisian, The deserted station (story by Abbas Kiarostami), 2002
Εμμονή με την εκπαίδευση, εμμονή με τα παιδιά, έχουν οι ιρανοί κινηματογραφιστές. Στην ιστορία αυτή του Αμπάς Κιαροστάμι που σκηνοθετεί ο Alireza Raisian βλέπουμε έναν άντρα να οδηγεί σε έναν από τους «δρόμους του Κιαροστάμι» με το αυτοκίνητό του, διασχίζοντας ένα κατάξερο τοπίο. Δίπλα βλέπουμε κάποια στιγμή και τη γυναίκα του. Δεν θυμάμαι τον προορισμό τους, αν ειπώθηκε καν, απλά βλέπουμε τον άντρα να στρίβει κάποια στιγμή σε κάτι χωματόδρομους για να τραβήξει φωτογραφίες από το τοπίο (είναι φωτογράφος). Ένα ζώο πετάγεται μπροστά του, στρίβει απότομα για να το αποφύγει και το αυτοκίνητο πέφτει πάνω σε ένα σωρό χώματα. Αν και δουλεύει η μηχανή, δεν κινείται. Ένα χωριό φαίνεται στο βάθος. Ο άντρας πηγαίνει να ζητήσει βοήθεια. Υπάρχει κάποιος που μπορεί να τον βοηθήσει. Είναι ο δάσκαλος του χωριού, που ξέρει από αυτοκίνητα. Είναι ο μοναδικός άντρας στο χωριό. Οι άντρες είναι στην πόλη και δουλεύουν. Προθυμοποιείται να το φτιάξει, όμως όταν το εξετάζει βλέπει ότι χρειάζονται ανταλλακτικά που πρέπει να τα προμηθευτούν από την πόλη. Θα πάει μαζί με τον άντρα στην πόλη με τη μηχανή του, ενώ η γυναίκα, που είναι δασκάλα, θα τον αντικαταστήσει στα καθήκοντά του.
Και εδώ βρίσκεται το κύριο μέρος της ιστορίας. Αναπτύσσεται, μετά από διάφορα επεισόδια, μια πολύ αγαπησιάρικη σχέση ανάμεσα στη δασκάλα και τους μαθητές. Επιστρέφει ο δάσκαλος με τον άντρα της, και κατά το απόγευμα το αμάξι είναι έτοιμο. Ετοιμάζονται να φύγουν. Ξεκινούν, ενώ από μακριά καταφτάνει ένα τσούρμο μαθητές και τρέχουν πίσω τους. Σταματούν. Η γυναίκα είχε ξεχάσει την τσάντα της. Τους προσφέρει μια σακούλα με φρούτα που είχε μαζί της. Συνεχίζουν το δρόμο τους, όμως οι μαθητές εξακολουθούν να τρέχουν πίσω τους. Σταματούν για να τα πείσουν να πάψουν να τους ακολουθούν, όμως αυτά επιμένουν, ξανά και ξανά. Η τελευταία σκηνή της ταινίας είναι όταν αναγκάζονται να σταματήσουν για άλλη μια φορά.
Μια απλή ιστορία, μα τόσο συγκινητική.
Εμμονή με την εκπαίδευση, εμμονή με τα παιδιά, έχουν οι ιρανοί κινηματογραφιστές. Στην ιστορία αυτή του Αμπάς Κιαροστάμι που σκηνοθετεί ο Alireza Raisian βλέπουμε έναν άντρα να οδηγεί σε έναν από τους «δρόμους του Κιαροστάμι» με το αυτοκίνητό του, διασχίζοντας ένα κατάξερο τοπίο. Δίπλα βλέπουμε κάποια στιγμή και τη γυναίκα του. Δεν θυμάμαι τον προορισμό τους, αν ειπώθηκε καν, απλά βλέπουμε τον άντρα να στρίβει κάποια στιγμή σε κάτι χωματόδρομους για να τραβήξει φωτογραφίες από το τοπίο (είναι φωτογράφος). Ένα ζώο πετάγεται μπροστά του, στρίβει απότομα για να το αποφύγει και το αυτοκίνητο πέφτει πάνω σε ένα σωρό χώματα. Αν και δουλεύει η μηχανή, δεν κινείται. Ένα χωριό φαίνεται στο βάθος. Ο άντρας πηγαίνει να ζητήσει βοήθεια. Υπάρχει κάποιος που μπορεί να τον βοηθήσει. Είναι ο δάσκαλος του χωριού, που ξέρει από αυτοκίνητα. Είναι ο μοναδικός άντρας στο χωριό. Οι άντρες είναι στην πόλη και δουλεύουν. Προθυμοποιείται να το φτιάξει, όμως όταν το εξετάζει βλέπει ότι χρειάζονται ανταλλακτικά που πρέπει να τα προμηθευτούν από την πόλη. Θα πάει μαζί με τον άντρα στην πόλη με τη μηχανή του, ενώ η γυναίκα, που είναι δασκάλα, θα τον αντικαταστήσει στα καθήκοντά του.
Και εδώ βρίσκεται το κύριο μέρος της ιστορίας. Αναπτύσσεται, μετά από διάφορα επεισόδια, μια πολύ αγαπησιάρικη σχέση ανάμεσα στη δασκάλα και τους μαθητές. Επιστρέφει ο δάσκαλος με τον άντρα της, και κατά το απόγευμα το αμάξι είναι έτοιμο. Ετοιμάζονται να φύγουν. Ξεκινούν, ενώ από μακριά καταφτάνει ένα τσούρμο μαθητές και τρέχουν πίσω τους. Σταματούν. Η γυναίκα είχε ξεχάσει την τσάντα της. Τους προσφέρει μια σακούλα με φρούτα που είχε μαζί της. Συνεχίζουν το δρόμο τους, όμως οι μαθητές εξακολουθούν να τρέχουν πίσω τους. Σταματούν για να τα πείσουν να πάψουν να τους ακολουθούν, όμως αυτά επιμένουν, ξανά και ξανά. Η τελευταία σκηνή της ταινίας είναι όταν αναγκάζονται να σταματήσουν για άλλη μια φορά.
Μια απλή ιστορία, μα τόσο συγκινητική.
Tuesday, December 6, 2011
Majid Majidi, All of his feature films
Majid Majidi, All of his feature films
Ένα βιογραφικό στη Βικιπαίδεια:
http://en.wikipedia.org/wiki/Majid_Majidi
Με εξαίρεση το Baduk, όλες τις ταινίες του Majid Majidi, του πρωταγωνιστή στο Boycott του Μοσέν Μαχμαλμπάφ, τις έχουμε δει από παλιά, και κάποιες πάνω από μια φορά. Για δυο από αυτές έχουμε ήδη γράψει. Θα γράψουμε δυο λόγια και για τις υπόλοιπες, πριν δούμε το Baduk.
Baduk, 1992
Δυο αδέλφια βρίσκονται να περπατούν μόνα στη έρημο, μετά το θάνατο του πατέρα τους. Ο «καλός» άνθρωπος που τα παίρνει με το αυτοκίνητό του, τα πουλάει σε κάποιον, που και αυτός τα μεταπουλάει. Το αγόρι προορίζεται για baduk, να μεταφέρει λαθραία από το Πακιστάν στο Ιράν για το αφεντικό του. Το κορίτσι προορίζεται για κάποιο χαρέμι στη Μέση Ανατολή. Όλο το έργο αναφέρεται στην προσπάθεια του αγοριού να βρει την αδελφή του. Δεν θα τα καταφέρει. Το τέλος είμαι μια τραγική ειρωνεία: μπαίνει κρυφά στο πλοίο που μεταφέρει τα κορίτσια, ανάμεσα στα οποία υποτίθεται ότι είναι η αδελφή του. Όμως στην τελευταία σκηνή μαθαίνουμε ότι η αδελφή του είναι πίσω στο Ιράν, «ευνοούμενη» του αγοραστή της, ο οποίος μάλιστα της λέει ότι κάνει τα αδύνατα δυνατά να βρει τον αδελφό της.
God will come (1995)
Γράψαμε μετά, εδώ
Pedar (Ο πατέρας), 1996
Έχουμε γράψει γι’ αυτό. Η ανάρτηση βρίσκεται εδώ:
Children of heaven (Τα παιδιά του παραδείσου), 1997
Αναφέρεται σε δυο αδέλφια που φορούν εναλλάξ το ίδιο ζευγάρι παπούτσια. Ο αδελφός έχασε τα παπούτσια της αδελφής, δεν τολμούν να το ομολογήσουν στους γονείς, και σκαρφίζονται αυτό το κόλπο για να μπορούν να πηγαίνουν σχολείο. Όμως ο αδελφός πηγαίνει συχνά καθυστερημένος. Συγκινητική ταινία, που δείχνει την αγωνία των δυο παιδιών, μέχρι να λυθεί στο τέλος το πρόβλημα.
The color of paradise (Το χρώμα του παραδείσου), 1999
Είναι η ιστορία ενός τυφλού παιδιού και του πατέρα του. Συγκινητική ιστορία, με ένα συγκλονιστικό τέλος. Δεν θέλω να γράψω τίποτε άλλο γι’ αυτή την ταινία, πρέπει οπωσδήποτε να τη δείτε.
Το Baran (Βροχή), 2001
Αναφέρεται στον απελπισμένο έρωτα ενός νεαρού για μια Αφγανή κοπέλα που είχε μεταμφιεστεί σε αγόρι για να δουλέψει. Και εδώ έχουμε ένα συγκινητικό τέλος. Και γι’ αυτή την ταινία δεν θέλω να πω τίποτα παραπάνω, πρέπει να τη δείτε αν δεν την έχετε ήδη δει.
The willow tree (Bid e Majnoon), 2005
Έχουμε γράψει γι’ αυτήν την ταινία. Η ανάρτηση βρίσκεται εδώ:
http://hdermi.blogspot.com/2009/11/majid-majidi-willow-tree.html
The song of sparrows, 2008
Και αυτή την ταινία την έχω δει. Αντί να γράψω όμως εγώ για την ταινία προτιμώ να παραθέσω τη σύντομη περίληψη από την βικιπαίδεια.
Karim works at an ostrich (στρουθοκάμηλος) farm outside of Tehran, Iran. He leads a simple and contented life with his family in his small house, until one day when one of the ostriches runs away. Karim is blamed for the loss and is fired from the farm. Soon after, he travels to the city in order to repair his elder daughter's hearing aid but finds himself mistaken for a motorcycle taxi driver. Thus begins his new profession: ferrying people and goods through heavy traffic. However, the people and goods he is dealing with every day start to change Karim's generous and honest nature, much to the distress of his wife and daughters. It is up to those closest to him to restore the values that he once cherished.
Muhammad, the messenger of God (2015)
Η ανάρτηση βρίσκεται εδώ
Ένα βιογραφικό στη Βικιπαίδεια:
http://en.wikipedia.org/wiki/Majid_Majidi
Με εξαίρεση το Baduk, όλες τις ταινίες του Majid Majidi, του πρωταγωνιστή στο Boycott του Μοσέν Μαχμαλμπάφ, τις έχουμε δει από παλιά, και κάποιες πάνω από μια φορά. Για δυο από αυτές έχουμε ήδη γράψει. Θα γράψουμε δυο λόγια και για τις υπόλοιπες, πριν δούμε το Baduk.
Baduk, 1992
Δυο αδέλφια βρίσκονται να περπατούν μόνα στη έρημο, μετά το θάνατο του πατέρα τους. Ο «καλός» άνθρωπος που τα παίρνει με το αυτοκίνητό του, τα πουλάει σε κάποιον, που και αυτός τα μεταπουλάει. Το αγόρι προορίζεται για baduk, να μεταφέρει λαθραία από το Πακιστάν στο Ιράν για το αφεντικό του. Το κορίτσι προορίζεται για κάποιο χαρέμι στη Μέση Ανατολή. Όλο το έργο αναφέρεται στην προσπάθεια του αγοριού να βρει την αδελφή του. Δεν θα τα καταφέρει. Το τέλος είμαι μια τραγική ειρωνεία: μπαίνει κρυφά στο πλοίο που μεταφέρει τα κορίτσια, ανάμεσα στα οποία υποτίθεται ότι είναι η αδελφή του. Όμως στην τελευταία σκηνή μαθαίνουμε ότι η αδελφή του είναι πίσω στο Ιράν, «ευνοούμενη» του αγοραστή της, ο οποίος μάλιστα της λέει ότι κάνει τα αδύνατα δυνατά να βρει τον αδελφό της.
God will come (1995)
Γράψαμε μετά, εδώ
Pedar (Ο πατέρας), 1996
Έχουμε γράψει γι’ αυτό. Η ανάρτηση βρίσκεται εδώ:
Children of heaven (Τα παιδιά του παραδείσου), 1997
Αναφέρεται σε δυο αδέλφια που φορούν εναλλάξ το ίδιο ζευγάρι παπούτσια. Ο αδελφός έχασε τα παπούτσια της αδελφής, δεν τολμούν να το ομολογήσουν στους γονείς, και σκαρφίζονται αυτό το κόλπο για να μπορούν να πηγαίνουν σχολείο. Όμως ο αδελφός πηγαίνει συχνά καθυστερημένος. Συγκινητική ταινία, που δείχνει την αγωνία των δυο παιδιών, μέχρι να λυθεί στο τέλος το πρόβλημα.
The color of paradise (Το χρώμα του παραδείσου), 1999
Είναι η ιστορία ενός τυφλού παιδιού και του πατέρα του. Συγκινητική ιστορία, με ένα συγκλονιστικό τέλος. Δεν θέλω να γράψω τίποτε άλλο γι’ αυτή την ταινία, πρέπει οπωσδήποτε να τη δείτε.
Το Baran (Βροχή), 2001
Αναφέρεται στον απελπισμένο έρωτα ενός νεαρού για μια Αφγανή κοπέλα που είχε μεταμφιεστεί σε αγόρι για να δουλέψει. Και εδώ έχουμε ένα συγκινητικό τέλος. Και γι’ αυτή την ταινία δεν θέλω να πω τίποτα παραπάνω, πρέπει να τη δείτε αν δεν την έχετε ήδη δει.
The willow tree (Bid e Majnoon), 2005
Έχουμε γράψει γι’ αυτήν την ταινία. Η ανάρτηση βρίσκεται εδώ:
http://hdermi.blogspot.com/2009/11/majid-majidi-willow-tree.html
The song of sparrows, 2008
Και αυτή την ταινία την έχω δει. Αντί να γράψω όμως εγώ για την ταινία προτιμώ να παραθέσω τη σύντομη περίληψη από την βικιπαίδεια.
Karim works at an ostrich (στρουθοκάμηλος) farm outside of Tehran, Iran. He leads a simple and contented life with his family in his small house, until one day when one of the ostriches runs away. Karim is blamed for the loss and is fired from the farm. Soon after, he travels to the city in order to repair his elder daughter's hearing aid but finds himself mistaken for a motorcycle taxi driver. Thus begins his new profession: ferrying people and goods through heavy traffic. However, the people and goods he is dealing with every day start to change Karim's generous and honest nature, much to the distress of his wife and daughters. It is up to those closest to him to restore the values that he once cherished.
Muhammad, the messenger of God (2015)
Η ανάρτηση βρίσκεται εδώ
Sayed Pervez Kambaksh, Afgan student condemned to death
Αυτό είναι το cause μου. Καταδικάστηκε σε θάνατο από ιεροδικείο γιατί μοίραζε ένα έντυπο με το άρθρο ενός ιρανού για την καταπίεση της γυναίκας στο Ισλάμ. Η ποινή του μετατράπηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση. Τελικά ο Χαμίντ Καρζάι, ο πρόεδρος του Αφγανιστάν, του έδωσε χάρη και έφυγε από τη χώρα. Θέλω να πιστεύω ότι έβαλα κι εγώ το λιθαράκι μου σ' αυτή την ιστορία. Αυτά πριν από πάνω από τρία χρόνια.
http://www.causes.com/causes/98147-sayed-pervez-kambaksh-afgan-student-condemned-to-death
http://www.causes.com/causes/98147-sayed-pervez-kambaksh-afgan-student-condemned-to-death
Monday, December 5, 2011
Mohsen Makhmalbaf, Τα περισσότερα
Mohsen Makhmalbaf, most
Τα περισσότερα που είδαμε. Για τα βιογραφικά του, στη Βικιπαίδεια, στον σύνδεσμο:
http://en.wikipedia.org/wiki/Mohsen_Makhmalbaf
φιλμογραφία εδώ
http://www.imdb.com/name/nm0538532/filmotype
Boycott, 1985
Είναι το πρώτο έργο του Μαχμαλμπάφ (γενν. 1957), και, όπως διαβάζουμε στην Βικιπαίδεια, βασίζεται στις προσωπικές του εμπειρίες. Και οι εμπειρίες αυτές προέρχονται από τη στράτευσή του στην αριστερά. Αυτό δεν μας το λέει η Βικιπαίδεια, το βλέπουμε παρακολουθώντας την ταινία. Είναι το αντίστοιχο του «Κιβώτιου» του Άρη Αλεξάνδρου, σε άλλα συμφραζόμενα. Στρατευμένοι στην αριστερά και οι δυο, βίωσαν την απογοήτευση.
Αυτά ως προς το περιεχόμενο. Ως προς το ύφος, έχουμε να κάνουμε με μια χολιγουντιανή παραγωγή. Βλέπουμε και εδώ αστυνομικούς που όμως δεν παγιδεύουν τους κλέφτες αλλά τους αριστερούς (η υπόθεση διαδραματίζεται την εποχή του Σάχη), ακούμε πολλούς πυροβολισμούς, ένα άγριο κυνηγητό με αυτοκίνητα, φυλακές, βασανιστήρια, και το unhappy end της εκτέλεσης του ήρωα. Οι σύντροφοι του φυλακισμένου ήρωα, που παίζεται από τον άλλο μεγάλο ιρανό σκηνοθέτη Majid Majidi, θα τον βάλουν σε καραντίνα (boycott), για να τον βγάλουν απ’ αυτήν λίγο πριν την εκτέλεσή του. Θα τον ανακηρύξουν σε ήρωα γιατί χρειάζονται τους ήρωες, αλλά στη συνείδησή τους τον έχουν θάψει ως ρεβιζιονιστή. Τελικά ο μόνος άνθρωπος που θα βρεθεί κοντά του είναι η γυναίκα του, που τον υπεραγαπά. Που την είχε παρατήσει να γεννήσει μόνη στην κλινική, για να μη χάσει το κομματικό ραντεβού. Εκεί που τους παγίδεψαν οι αστυνομικοί, και αρκετοί σύντροφοί του σκοτώθηκαν.
The cyclist, 1987
Έχουμε ήδη γράψει. Η ανάρτηση βρίσκεται εδώ:
http://hdermi.blogspot.com/2010/03/mohsen-makhmalbaf.html
The peddler, 1987
Και για τον «Μικροπωλητή» έχουμε γράψει, μαζί με τη «Φωνή των μυρμηγκιών». Η ανάρτηση βρίσκεται εδώ:
http://hdermi.blogspot.com/2010/12/scream-of-ants-pedlar.html
The marriage of the blessed, 1988.
Το έργο αυτό έχει πολλά κοινά με το Boycott, στο πιο έντονο: η γκροτέσκ ατμόσφαιρα (παρούσα και στον «Ποδηλάτη» και στον «Μικροπωλητή»), ο ήρωας με τις παραισθήσεις, η αφοσίωση της γυναίκας. Το θέμα είναι αυτό του βετεράνου, που το έχουν αναπτύξει περισσότερο οι αμερικάνοι με το Βιετνάμ. Ο ήρωας παθαίνει κρίσεις με παραισθήσεις, μετά από μια φοβερή τραυματική εμπειρία που είχε στον πόλεμο με τους ιρακινούς (ένα χέρι που υποτίθεται ότι τον χαϊδεύει στο πρόσωπο είναι το κομμένο χέρι ενός σκοτωμένου συντρόφου), και τον δικό του βέβαια τραυματισμό. Η ζωή του γίνεται ασπρόμαυρη, ενώ οι σκηνές του πολέμου δίνονται έγχρωμες. Το αίμα που ρέει στη μάχη εξάλλου έχει το πιο έντονο χρώμα, το κόκκινο, που είναι επίσης το χρώμα της φωτιάς που ξερνούν τα πυροβόλα. Οι νικημένοι (ταινία του Μίκλος Γιάντσο), θα μπορούσε να είναι ο γενικότερος τίτλος και για τις δυο ταινίες. Ο ένας ήρωας εκτελεσμένος, ο άλλος συντριμμένος ψυχολογικά.
Time of love, 1990
Πρωτότυπη αφηγηματικά ταινία, μια ταινία à thèse. Θέμα της ο έρωτας. Αφηγηματικό πλαίσιο, μια συνηθισμένη κατάσταση: η γυναίκα, ο άνδρας, ο εραστής. Η πρωτοτυπία: αναπτύσσονται τρεις διαδοχικές εκδοχές γι’ αυτή τη σχέση. Στην πρώτη: Ένας ηλικιωμένος που έχει αντιληφθεί το παράνομο ζευγάρι, ενημερώνει το σύζυγο. Ο σύζυγος σκοτώνει τον εραστή και καταδικάζεται σε θάνατο. Στη δεύτερη εκδοχή είναι ο εραστής (που παίζεται από τον ηθοποιό που προηγουμένως έπαιζε το σύζυγο) σκοτώνει τον σύζυγο, στην επ’ αυτοφώρω σύλληψη και στην συμπλοκή που ακολουθεί. Στην τρίτη εκδοχή (η θέση), ο σύζυγος παραιτείται μεγαλόψυχα προς χάριν του εραστή, αφού αυτόν έχει ερωτευθεί η γυναίκα του. Τους κάνει μάλιστα γαμήλιο δώρο το ταξί του. Η γυναίκα, συγκινημένη από τη μεγαλοψυχία, ή καλύτερα από το βάθος του έρωτά του, λέει στον νέο της σύζυγο, ενώ φορεί το νυφικό της: «Νοιώθω τώρα ότι η καρδιά μου είναι μαζί του». Και αυτός; Εξίσου μεγαλόψυχος, εξίσου ερωτευμένος, τρέχει να τον προφτάσει. Στο τέλος αποκαλύπτεται ότι και ο ηλικιωμένος που την κάρφωσε ήταν ερωτευμένος μαζί της.
Η ταινία, διαβάζω στη Βικιπαίδεια, είναι απαγορευμένη στο Ιράν. Δεν πιστεύω επειδή απλά έχει σαν θέμα την εξωσυζυγική σχέση «μιας γυναίκας», να το τονίσουμε αυτό. Πιστεύω ότι η απαγόρευση οφείλεται στην ατάκα: «Αφού εγώ μπορώ να είμαι ερωτευμένος μαζί της, γιατί να μην έχει και αυτή το δικαίωμα να ερωτευθεί;» Πιο πριν, όταν αυτή παραπονέθηκε στη μητέρα της γιατί να παντρευτεί έναν άνδρα που δεν αγαπά, εκείνη προσπάθησε να την πείσει ότι ο έρωτας δεν είναι το παν στη ζωή, και ότι δεν έχει την πείρα της ζωής που έχει η ίδια. Ο Μαχμαλμπάφ, για να τονίσει την παραπάνω ατάκα, αφαιρεί τον ήχο από την παραπέρα συζήτηση των δυο αντρών, του συζύγου και του ηλικιωμένου. Ε, αυτά είναι πράγματα απαράδεκτα για το ισλάμ, τουλάχιστον στην περσική του εκδοχή. Η γυναίκα να ερωτευθεί; Αυτό αφήνει ανοιχτό το δρόμο για τη συζυγική απιστία. Το ότι η ανδρική απιστία είναι πιο ανεκτή δεν είναι εδώ ο χώρος να το συζητήσουμε.
Και η πιο μεγάλη επινόηση του Μαχμαλμπάφ: στο γάμο βρίσκονται όλοι μαζί συναδελφωμένοι, σαν να βρίσκονται στον παράδεισο, ο πρώην σύζυγος και ο νυν, ο δικαστής που καταδίκασε σε θάνατο και ο γέρος που κάρφωσε.
Once upon a time, cinema, 1991
Πρόκειται για μια ξεκαρδιστική κωμωδία με θέμα τον κινηματογράφο, στα πρώτα του βήματα. Έξυπνα γκανγκ, μπουρλέσκα ατμόσφαιρα, γρήγορος ρυθμός. Ήταν μια έκπληξη για μένα. Όπως διαβάζω, ο Μαχμαλμπάφ χρησιμοποίησε κομμάτια από τον παλιό ιρανικό κινηματογράφο. Χρησιμοποιεί συχνά το εφέ της επανάληψης (ιδιαίτερα στη σκηνή που παλεύουν οι δύο, ενώ η κοπέλα, που την κρατάει ο ένας με σκοινί, κρέμεται σε ένα γκρεμό).
Συμπληρώνω στις 16-5-2020, ξεχωριστή ανάρτηση για την ταινία, στην οποία βάζω πρώτα το παραπάνω κείμενο.
Actor, 1993
Και πάλι κωμωδία, και πάλι θέμα ο κινηματογράφος. Ενώ όμως στην προηγούμενη ταινία ο Μαχμαλμπάφ εστίαζε περισσότερο στον σκηνοθέτη, εδώ εστιάζει στον ηθοποιό. Και πάλι η ίδια γκροτέσκα ατμόσφαιρα, που όμως εδώ, όπως και στην προηγούμενη ταινία, υπηρετεί το κωμικό, ενώ στις πρώτες (αυτές που είδαμε τουλάχιστον), το θρίλερ. Το μπουρλέσκο και εδώ είναι κυρίαρχο, ενώ ο Μαχμαλμπάφ παρωδεί όχι μόνο ρομαντικές και μη φράσεις, αλλά και το πιο κλασικό ερωτικό ζευγάρι στην αραβική λογοτεχνία, τον Μαζνούν και την Λεϊλά, καθώς και την Blanche Dubois στο «Λεωφορείον ο πόθος». Με τη διαφορά ότι εδώ η ηρωίδα, όταν έρχεται να την πάρει το ασθενοφόρο από το τρελοκομείο, δεν είναι καθόλου συνεργάσιμη. Αλλά βέβαια σε μια κωμωδία έχουμε πάντα χάπι εντ. Επιστρέφει στο σπίτι με τον άντρα της, μετά από κάμποσο καιρό, με ένα μωρό στην αγκαλιά, που η λαχτάρα γι’ αυτό τους έμπλεξε σε ένα σωρό κωμικές περιπέτειες.
Salaam cinema, 1995
Αυτό το έργο δεν μου άρεσε. Φαίνεται ντοκιμαντέρ, και μάλιστα μοιάζει με τα «Πρωτάκια» του Κιαροστάμι, αλλά διαβάζω στη Βικιπαίδεια ότι δεν είναι. Και βέβαια στην αρχή όντως είχα την εντύπωση ότι πρόκειται για μια ακόμη ξεκαρδιστική κωμωδία: Ο σκηνοθέτης βάζει αγγελία για audition, και πλακώνει ένα τσούρμο κόσμου. Όταν ανοίγει η πόρτα για να μπουν μέσα στο στούντιο σκέφτηκα ότι κάπως έτσι θα ήταν και στη θύρα Νο 7. Αλλά η ταινία εξελίσσεται διαφορετικά. Ο Μαχμαλμπάφ είναι ο δικαστής, και μπροστά του παρελαύνει πλήθος κόσμου με την αγωνία να τον προσλάβει στην ταινία. Δεν μπορείς παρά να ταυτισθείς με την θλίψη αυτών που απορρίπτονται, αφού περάσουν όλοι τους ένα αληθινό βασανιστήριο: σε μισό λεπτό πρέπει να αρχίσουν να κλαίνε. Και τότε κατάλαβα για μια ακόμη φορά γιατί εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω ηθοποιός, για έναν ακόμη λόγο (έχω γράψει σχετικά στο βιβλίο μου για το χωριό μου). Εδώ δεν μπορώ να κλάψω όταν έχω κάθε λόγο να κλάψω, όταν κάθε άλλος στη θέση μου θα έκλαιγε, πώς θα μπορούσα να κλάψω υποκρινόμενος.
Στη ζωή μου θυμάμαι να έχω κλάψει τέσσερις μόνο φορές. Η πρώτη ήταν μετά από ένα άγριο καψόνι στη σχολή αξιωματικών στο ΚΕΕΜ. Ο βητάς αφού μου έκανε ένα άγριο καψόνι που με εξάντλησε κυριολεκτικά, με διέταξε να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου. Ξάπλωσα λαχανιασμένος. Μου είπε να αναφερθώ, αλλά εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω από το λαχάνιασμα. Με διάταξε τρεις τέσσερις φορές, αλλά εγώ δεν μπορούσα. Πριν με παρατήσει είδα τον οίκτο ζωγραφισμένο στα μάτια του. Αυτός ο οίκτος που είδα με έκανε να ξεσπάσω στα δάκρυα. Η δεύτερη φορά ήταν όταν πέθανε ο πατέρας μου, κυριολεκτικά στα χέρια μου. Η τρίτη είναι πολύ προσωπική, και την τέταρτη δεν θέλω να την πω. Σκέφτομαι μήπως έχω κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα που δεν μπορώ να κλάψω. Να θυμηθώ να ρωτήσω το φίλο μου τον Πρατικάκη.
Gabbeh, 1996
Εδώ ο Μαχμαλμπάφ αλλάζει εντελώς στυλ. Η υπόθεση είναι ένα παραμύθι. Το νεοαρκαδικό ιδεώδες, με το βουκολικό σύστοιχό του, επιτρέπει στον Μαχμαλμπάφ έναν εικαστικό λυρισμό, που, αν και δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι της μόδας, απαντιέται, και αγαπιέται, αρκετά συχνά στο σινεμά. Ένας γέρος και μια γριά πλένουν το χαλί τους στο ποτάμι. Πάνω είναι ζωγραφισμένο ένα ζευγάρι. Η κοπέλα πετιέται από το χαλί, και αφηγείται την ιστορία της. Ο γέρος φαίνεται να ερωτεύεται την κοπέλα, και η γριά ζηλεύει. Ανήκει σε μια ποιμενική φυλή, αλλά ο πατέρας της προβάλλει ολοένα εμπόδια στο γάμο της με τον νέο που αγαπά. Και στο τέλος βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εντυπωσιακό εφέ απροσδόκητου, που δεν θα το αποκαλύψω για να δείτε την ταινία.
A moment of innocence, 1995
Ο Καζαντζάκης γράφει σε κάποιο βιβλίο του: «Τότε που ήμουν νέος, και νέος θα πει να θέλεις να σώσεις τον κόσμο». Αυτή η ατάκα, «Να σώσεις τον κόσμο» επαναλαμβάνεται πολλές φορές στη «Στιγμή της αθωότητας», που σαν τίτλος θα πήγαινε καλύτερα «Τα χρόνια της αθωότητας», τα νεανικά χρόνια. Ο 17χρονος Μαχμαλμπάφ ήθελε να σώσει τον κόσμο• ξεκινώντας από την πατρίδα του, την Περσία• αγωνιζόμενος ενάντια σε ένα στυγνό δικτάτορα, τον Σάχη Ρεζά Παχλεβί. Πώς; Με μια τρομοκρατική πράξη: σκοτώνοντας έναν αστυνομικό. Ο αστυνομικός απλά τραυματίστηκε, ο Μαχμαλμπάφ φυλακίστηκε, και χρόνια αργότερα ο αστυνομικός αναζήτησε τον Μαχμαλμπάφ για να παίξει σε μια ταινία του. Ή ο Μαχμαλμπάφ αναζήτησε τον αστυνομικό, για να δραματοποιήσει αυτό το επεισόδιο της νιότης του, έχω διαβάσει και τις δυο εκδοχές. Η ταινία είναι ένας εγκιβωτισμός, η προετοιμασία δήθεν της δημιουργίας αυτής της ταινίας. Και βέβαια ο Μαχμαλμπάφ μας δίνει άλλη μια φορά το αγαπημένο του θέμα, που αναπτύσσει τόσο στο Boycott όσο και στην «Εποχή του έρωτα», την παντοδυναμία του έρωτα πάνω σε οποιεσδήποτε άλλες πτυχές της ζωής. Πάντως με τέτοιο παρελθόν, δεν είναι περίεργο που ο Μαχμαλμπάφ βρέθηκα πάλι φυλακισμένος, με το καινούριο καθεστώς.
Silence, 1997
Εδώ έχουμε πάλι έναν ποιητικό Μπαχμαλμπάφ, όπως στη Gabbeh. Ένα τυφλό παιδί και ένα κοριτσάκι δουλεύουν σε ένα κατασκευαστή οργάνων. Τα παρακολουθούμε στην περιδιάβασή τους. Τα προβλήματά τους είναι ο προσχηματικός αφηγηματικός ιστός. Ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι η αρχή της πέμπτης συμφωνίας του Μπετόβεν, που είναι μια εμμονή του τυφλού παιδιού. Το Μπα μπα μπα, μπααααααμ το ακούμε με διάφορα όργανα. Το τέλος του έργου είναι μια θριαμβευτική εκτέλεση, σε ένα στενό με χαλκοματάδες. Το τυφλό παιδί με υψωμένα τα χέρια διευθύνει, και οι χαλκοματάδες χτυπάνε χύτρες, κατσαρόλες και ένα σωρό άλλα αντικείμενα, σε μια πολύ πρωτότυπη εκτέλεση της πέμπτης συμφωνίας του Μπετόβεν. Είπα να το ανεβάσω, υπάρχει ήδη στο youtube
Madresei keh baad bord, 1998
Πρόκειται για ένα μικρό, οκτάλεπτο φιλμ. Είναι «Αφιερωμένο στον Mohammad Bahman Bighi που μόρφωσε πάνω από ένα εκατομμύριο ιρανούς νομάδες». Να επαινέσουμε και εμείς από εδώ. Η ταινία δείχνει μαθητές, παιδιά νομάδων προφανώς, να κάνουν μάθημα μέσα σε μια σκηνή. Κάποτε τη σκηνή την πήρε ο άνεμος και, πριν την παρασύρει δυο μίλια μακριά, τραυμάτισε ένα μαθητή στο κεφάλι.
Κανταχάρ, 2001
Για την ταινία έχουμε ήδη γράψει εδώ:
http://hdermi.blogspot.com/2011/09/blog-post.html
The Afgan alphabet, 2002
Για μια ακόμη φορά ο Μαχμαλμπάφ καταπιάνεται με τους μαθητές Αφγανούς, που εδώ όμως βρίσκονται στην ασφάλεια του Ιράν. Τα πράγματα είναι ελάχιστα καλύτερα από ότι στο Αφγανιστάν. Οι μαθητές που δεν έχουν ταυτότητα παρακολουθούν πίσω από τους κανονικούς μαθητές. Όσο για τις μαθήτριες, με την πλύση που τους έχει κάνει ο μουλάς Ομάρ δεν εννοούν να βγάζουν το τσαντόρ και να βλέπουν καλύτερα. Και η κόρη του Μαχμαλμπάφ, η Σαμίρα, έχει ασχοληθεί με τους μαθητές Αφγανούς στην μετά-Ταλιμπάν εποχή, στην εξαίσια ταινία της «Στις πέντε το απόγευμα», για την οποία έχουμε γράψει.
Σεξ και φιλοσοφία, 2005
Μπορεί οι ήρωες στο έργο να μιλάνε για έρωτα, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για σεξ. Ο δάσκαλος χορού, στα γενέθλιά του, καλεί τις τέσσερις φιλενάδες του στην αίθουσα χορού, ταυτόχρονα, αποκαλύπτοντας τη σχέση που είχε μαζί τους. Και βέβαια μια από αυτές τον πληρώνει με το ίδιο νόμισμα, καλώντας τον μαζί με τους υπόλοιπους τρεις εραστές της στο ίδιο τραπέζι. Όταν αποκαλύπτει τις σχέσεις τους, ο ένας της ρίχνει ένα χαστούκι και φεύγει από το τραπέζι αποκαλώντας την «πουτάνα». Ο άλλος είναι πιο ευγενικός, αποχωρεί χωρίς να πει τίποτα, ενώ η γυναίκα τον παίρνει από πίσω φωνάζοντάς του να σταματήσει. Οι δυο που μένουν φιλοσοφούν για τον έρωτα. Πιο πριν είχαμε ακούσει και την ατάκα, μια από τις πάμπολλες παραφράσεις του Ντεκάρτ: «Κάνω έρωτα, άρα υπάρχω». Ανάμεσα στα άλλα, λένε: «Ο έρωτας είναι ζεστός την αρχή και κρύος στο τέλος». «Στην πραγματικότητα είμαστε μόνοι. Και η μοναξιά είναι η μοίρα μας. Στο τέλος μένουμε μόνοι».«Δεν είμαστε ικανοί να αγαπάμε αιώνια. Η αγάπη δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα στιγμιαίο πάθος που δημιουργείται από τυχαίες καταστάσεις».
Αυτή η συζήτηση μου θύμισε ένα ανέκδοτο, που ανάρτησε μια φίλη μου στον τοίχο της στο facebook. Ο άντρας λέει στη γυναίκα: «Είσαι η γυναίκα της ζωής μου. Νοιώθω τρελά ερωτευμένος μαζί σου. Είσαι τόσο όμορφη, και με μια τέτοια αίσθηση του χιούμορ…». «Να σου πω», τον διακόπτει αυτή, «μήπως θέλεις να με πηδήξεις;». «Και έεεεεξυπνηηηηη», συμπληρώνει αυτός. Όταν τα έχεις με τέσσερις γυναίκες ταυτόχρονα, είναι παραπάνω από σίγουρο ότι τους πουλάς το παραμύθι του έρωτα για να τις πηδήξεις.
Υφολογικά, ο Μαχμαλμπάφ επιμένει στο ποιητικό ύφος των τελευταίων του ταινιών. Όμως οι εικόνες του εδώ δεν έχουν τον λυρικό ιμπρεσιονισμό της Gabbeh και της «Σιωπής», αλλά κινούνται σε έναν αφαιρετικό δομισμό, λιτές και γεωμετρικά δομημένες, στυλιζαρισμένες (ο χορός εξάλλου στην ουσία είναι μια στυλιζαρισμένη κίνηση, και οι χορεύτριες έχουν έντονη παρουσία στην εικονοπλασία του Μαχμαλμπάφ), αλλά καμιά φορά και σε έναν ευφάνταστο σουρεαλισμό. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή στην αίθουσα χορού, που είναι γεμάτη φύλλα δένδρων που έφερε μέσα ένας δυνατός άνεμος. Στο βάθος, σε ένα τραπεζάκι, βρίσκεται ακουμπισμένος ένας φωνογράφος με κατακόκκινο ηχείο, που στέκει αντιστικτικά στο καφέ των φύλλων. Και βέβαια η αρχική σκηνή, με το παρμπρίζ του αυτοκινήτου να είναι γεμάτο κεριά.
Scream of ants, 2006
Και γι’ αυτή την ταινία έχουμε γράψει ξεχωριστά. Η ανάρτηση βρίσκεται εδώ:
http://hdermi.blogspot.com/2010/12/scream-of-ants-pedlar.html
Για την κόρη του Mohsen, την Σαμίρα, έχουμε ήδη αναρτήσει ξεχωριστά για τρία από τα τέσσερα έργα της. Και το τέταρτο το έχουμε δει, αλλά δεν γράψαμε. Θα συμπληρώσουμε στο ίδιο κείμενο που βρίσκεται εδώ.
http://hdermi.blogspot.com/2010/04/blog-post_25.html
Στη συνέχεια λέω να γράψω και για τον «Βούδα που κατέρρευσε από ντροπή», της κόρης του της Hana. (Γράψαμε ήδη, και αναρτήσαμε χθες τη νύχτα. Έτσι ολοκληρώσαμε με την οικογένεια Μαχμαλμπάφ)
Τα περισσότερα που είδαμε. Για τα βιογραφικά του, στη Βικιπαίδεια, στον σύνδεσμο:
http://en.wikipedia.org/wiki/Mohsen_Makhmalbaf
φιλμογραφία εδώ
http://www.imdb.com/name/nm0538532/filmotype
Boycott, 1985
Είναι το πρώτο έργο του Μαχμαλμπάφ (γενν. 1957), και, όπως διαβάζουμε στην Βικιπαίδεια, βασίζεται στις προσωπικές του εμπειρίες. Και οι εμπειρίες αυτές προέρχονται από τη στράτευσή του στην αριστερά. Αυτό δεν μας το λέει η Βικιπαίδεια, το βλέπουμε παρακολουθώντας την ταινία. Είναι το αντίστοιχο του «Κιβώτιου» του Άρη Αλεξάνδρου, σε άλλα συμφραζόμενα. Στρατευμένοι στην αριστερά και οι δυο, βίωσαν την απογοήτευση.
Αυτά ως προς το περιεχόμενο. Ως προς το ύφος, έχουμε να κάνουμε με μια χολιγουντιανή παραγωγή. Βλέπουμε και εδώ αστυνομικούς που όμως δεν παγιδεύουν τους κλέφτες αλλά τους αριστερούς (η υπόθεση διαδραματίζεται την εποχή του Σάχη), ακούμε πολλούς πυροβολισμούς, ένα άγριο κυνηγητό με αυτοκίνητα, φυλακές, βασανιστήρια, και το unhappy end της εκτέλεσης του ήρωα. Οι σύντροφοι του φυλακισμένου ήρωα, που παίζεται από τον άλλο μεγάλο ιρανό σκηνοθέτη Majid Majidi, θα τον βάλουν σε καραντίνα (boycott), για να τον βγάλουν απ’ αυτήν λίγο πριν την εκτέλεσή του. Θα τον ανακηρύξουν σε ήρωα γιατί χρειάζονται τους ήρωες, αλλά στη συνείδησή τους τον έχουν θάψει ως ρεβιζιονιστή. Τελικά ο μόνος άνθρωπος που θα βρεθεί κοντά του είναι η γυναίκα του, που τον υπεραγαπά. Που την είχε παρατήσει να γεννήσει μόνη στην κλινική, για να μη χάσει το κομματικό ραντεβού. Εκεί που τους παγίδεψαν οι αστυνομικοί, και αρκετοί σύντροφοί του σκοτώθηκαν.
The cyclist, 1987
Έχουμε ήδη γράψει. Η ανάρτηση βρίσκεται εδώ:
http://hdermi.blogspot.com/2010/03/mohsen-makhmalbaf.html
The peddler, 1987
Και για τον «Μικροπωλητή» έχουμε γράψει, μαζί με τη «Φωνή των μυρμηγκιών». Η ανάρτηση βρίσκεται εδώ:
http://hdermi.blogspot.com/2010/12/scream-of-ants-pedlar.html
The marriage of the blessed, 1988.
Το έργο αυτό έχει πολλά κοινά με το Boycott, στο πιο έντονο: η γκροτέσκ ατμόσφαιρα (παρούσα και στον «Ποδηλάτη» και στον «Μικροπωλητή»), ο ήρωας με τις παραισθήσεις, η αφοσίωση της γυναίκας. Το θέμα είναι αυτό του βετεράνου, που το έχουν αναπτύξει περισσότερο οι αμερικάνοι με το Βιετνάμ. Ο ήρωας παθαίνει κρίσεις με παραισθήσεις, μετά από μια φοβερή τραυματική εμπειρία που είχε στον πόλεμο με τους ιρακινούς (ένα χέρι που υποτίθεται ότι τον χαϊδεύει στο πρόσωπο είναι το κομμένο χέρι ενός σκοτωμένου συντρόφου), και τον δικό του βέβαια τραυματισμό. Η ζωή του γίνεται ασπρόμαυρη, ενώ οι σκηνές του πολέμου δίνονται έγχρωμες. Το αίμα που ρέει στη μάχη εξάλλου έχει το πιο έντονο χρώμα, το κόκκινο, που είναι επίσης το χρώμα της φωτιάς που ξερνούν τα πυροβόλα. Οι νικημένοι (ταινία του Μίκλος Γιάντσο), θα μπορούσε να είναι ο γενικότερος τίτλος και για τις δυο ταινίες. Ο ένας ήρωας εκτελεσμένος, ο άλλος συντριμμένος ψυχολογικά.
Time of love, 1990
Πρωτότυπη αφηγηματικά ταινία, μια ταινία à thèse. Θέμα της ο έρωτας. Αφηγηματικό πλαίσιο, μια συνηθισμένη κατάσταση: η γυναίκα, ο άνδρας, ο εραστής. Η πρωτοτυπία: αναπτύσσονται τρεις διαδοχικές εκδοχές γι’ αυτή τη σχέση. Στην πρώτη: Ένας ηλικιωμένος που έχει αντιληφθεί το παράνομο ζευγάρι, ενημερώνει το σύζυγο. Ο σύζυγος σκοτώνει τον εραστή και καταδικάζεται σε θάνατο. Στη δεύτερη εκδοχή είναι ο εραστής (που παίζεται από τον ηθοποιό που προηγουμένως έπαιζε το σύζυγο) σκοτώνει τον σύζυγο, στην επ’ αυτοφώρω σύλληψη και στην συμπλοκή που ακολουθεί. Στην τρίτη εκδοχή (η θέση), ο σύζυγος παραιτείται μεγαλόψυχα προς χάριν του εραστή, αφού αυτόν έχει ερωτευθεί η γυναίκα του. Τους κάνει μάλιστα γαμήλιο δώρο το ταξί του. Η γυναίκα, συγκινημένη από τη μεγαλοψυχία, ή καλύτερα από το βάθος του έρωτά του, λέει στον νέο της σύζυγο, ενώ φορεί το νυφικό της: «Νοιώθω τώρα ότι η καρδιά μου είναι μαζί του». Και αυτός; Εξίσου μεγαλόψυχος, εξίσου ερωτευμένος, τρέχει να τον προφτάσει. Στο τέλος αποκαλύπτεται ότι και ο ηλικιωμένος που την κάρφωσε ήταν ερωτευμένος μαζί της.
Η ταινία, διαβάζω στη Βικιπαίδεια, είναι απαγορευμένη στο Ιράν. Δεν πιστεύω επειδή απλά έχει σαν θέμα την εξωσυζυγική σχέση «μιας γυναίκας», να το τονίσουμε αυτό. Πιστεύω ότι η απαγόρευση οφείλεται στην ατάκα: «Αφού εγώ μπορώ να είμαι ερωτευμένος μαζί της, γιατί να μην έχει και αυτή το δικαίωμα να ερωτευθεί;» Πιο πριν, όταν αυτή παραπονέθηκε στη μητέρα της γιατί να παντρευτεί έναν άνδρα που δεν αγαπά, εκείνη προσπάθησε να την πείσει ότι ο έρωτας δεν είναι το παν στη ζωή, και ότι δεν έχει την πείρα της ζωής που έχει η ίδια. Ο Μαχμαλμπάφ, για να τονίσει την παραπάνω ατάκα, αφαιρεί τον ήχο από την παραπέρα συζήτηση των δυο αντρών, του συζύγου και του ηλικιωμένου. Ε, αυτά είναι πράγματα απαράδεκτα για το ισλάμ, τουλάχιστον στην περσική του εκδοχή. Η γυναίκα να ερωτευθεί; Αυτό αφήνει ανοιχτό το δρόμο για τη συζυγική απιστία. Το ότι η ανδρική απιστία είναι πιο ανεκτή δεν είναι εδώ ο χώρος να το συζητήσουμε.
Και η πιο μεγάλη επινόηση του Μαχμαλμπάφ: στο γάμο βρίσκονται όλοι μαζί συναδελφωμένοι, σαν να βρίσκονται στον παράδεισο, ο πρώην σύζυγος και ο νυν, ο δικαστής που καταδίκασε σε θάνατο και ο γέρος που κάρφωσε.
Once upon a time, cinema, 1991
Πρόκειται για μια ξεκαρδιστική κωμωδία με θέμα τον κινηματογράφο, στα πρώτα του βήματα. Έξυπνα γκανγκ, μπουρλέσκα ατμόσφαιρα, γρήγορος ρυθμός. Ήταν μια έκπληξη για μένα. Όπως διαβάζω, ο Μαχμαλμπάφ χρησιμοποίησε κομμάτια από τον παλιό ιρανικό κινηματογράφο. Χρησιμοποιεί συχνά το εφέ της επανάληψης (ιδιαίτερα στη σκηνή που παλεύουν οι δύο, ενώ η κοπέλα, που την κρατάει ο ένας με σκοινί, κρέμεται σε ένα γκρεμό).
Συμπληρώνω στις 16-5-2020, ξεχωριστή ανάρτηση για την ταινία, στην οποία βάζω πρώτα το παραπάνω κείμενο.
Τα παραπάνω τα έγραψα σε ένα αρχείο
που ανάρτησα το Δεκέμβρη του 2011. Έχοντας δει κάποιες ταινίες του Μαχμαλμπάφ
οι οποίες μου άρεσαν πάρα πολύ, αποφάσισα να δω και άλλες ταινίες του,
γράφοντας λίγα πράγματα για κάθε μια. Τώρα, διαβάζοντας για τον ιρανικό
κινηματογράφο, είδα να γίνεται αναφορά στο «Μια φορά κι ένα καιρό ο
κινηματογράφος». Αποφάσισα λοιπόν να ξαναδώ την ταινία. Έχοντας δει στο μεταξύ
πάρα πολλές ιρανικές ταινίες αναγνώρισα τα διακείμενα.
Κεντρικό ρόλο παίζει
η σκηνή που ο Τζάφαρ σώζει την Γκόλναρ από το «Κορίτσι
των Λορ», τραβώντας τη με ένα σκοινί πάνω από το βράχο, όχι αφού εμποδιστεί
πάρα πολλές φορές από τον κακό μέχρι να μπορέσει να τον σκοτώσει. (Τελικά δεν
ήταν εφέ επανάληψης, έτσι ακριβώς είναι και στην ταινία).
Το σκοινί χαλαρώνει,
η Γκόλναρ πέφτει μέσα από τον φακό της κάμερας προβολής στο παλάτι όπου ο σάχης
παρακολουθεί την ταινία. Την βλέπει, του αρέσει, και αποφασίζει να την βάλει
στο χαρέμι του. Η Γκόλναρ προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεφύγει. Τα καταφέρνει κάθε
φορά που ο αγαπημένος της σύρει προς τα πάνω το σκοινί, όμως όταν το χαλαρώνει
καθώς παλεύει με τον κακό αυτή ξαναπέφτει μέσα στο παλάτι. Βλέπουμε και την
αντίδραση της μέχρι τότε ευνοούμενης του σάχη, που ζηλεύοντας αφάνταστα
προσπαθεί να πείσει τις άλλες γυναίκες του χαρεμιού να τη ρίξουν στο
μπουντρούμι.
Νόμιζα ότι την ιδέα
την έδωσε ο Γούντι Άλεν με το «Πορφυρό ρόδο του Καΐρου»
(1985), όπου βλέπουμε μια σύμφυρση ενδοκειμενικού και εξωκειμενικού επιπέδου, με
τον ηθοποιό να κατεβαίνει από τον πλασματικό κόσμο της οθόνης στον πραγματικό
κόσμο της πλατείας. Όμως πρώτος διδάξας φαίνεται ότι είναι ο Buster Keaton, του οποίου ξαναείδα προχθές
τον «Sherlock Jr.»
(1925). Εδώ βέβαια τα πράγματα είναι ανάποδα, ο Buster Keaton ανεβαίνει στη σκηνή
και μπαίνει μέσα στην οθόνη, δίνοντας τη δική του εξέλιξη στην πλοκή, αν και
όλα αυτά στο όνειρό του.
Στην αρχή της
ταινίας βλέπουμε τον σκηνοθέτη να βρίσκεται με το κεφάλι στη λαιμητόμο, κάτι
που συμβολίζει την επισφαλή θέση των κινηματογραφιστών, αλλά και του
κινηματογράφου εν γένει, κάτω από την αυστηρή επιτήρηση των ανακτόρων και τα
περιοριστικά μέτρα. Δείχνει όμως και την αγάπη που είχε ο σάχης της δυναστείας Qajar για τον κινηματογράφο,
την οποία προσπαθεί να εμφυσήσει και στον χοντρούλη γιο του. Να σημειώσουμε εδώ
ότι ο ιρανικός τίτλος είναι «Nasseredin Shah,
actoreh cinema»,
παράφραση της μόνης σωζόμενης βωβής ταινίας του ιρανικού κινηματογράφου «Haji aga, actoreh cinema», αποσπάσματα από την οποία βλέπουμε επίσης.
Ένας αναχρονισμός από τους πολλούς της ταινίας είναι ότι ο Nasseredin Shah δεν ήταν αυτός που αγάπησε τον κινηματογράφο, καθώς δολοφονήθηκε το 1996. Αυτός που πράγματι τον αγάπησε και υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του από τότε που είδε κάποιες προβολές σε ένα ταξίδι του στην Ευρώπη ήταν ο γιος του ο Mozzafar που τον διαδέχτηκε, όσο για τον χοντρούλη δεν είναι ο γιος του αλλά ο εγγονός του, ο Ahmad Shah Qajar, ο τελευταίος της δυναστείας.
Ένας αναχρονισμός από τους πολλούς της ταινίας είναι ότι ο Nasseredin Shah δεν ήταν αυτός που αγάπησε τον κινηματογράφο, καθώς δολοφονήθηκε το 1996. Αυτός που πράγματι τον αγάπησε και υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του από τότε που είδε κάποιες προβολές σε ένα ταξίδι του στην Ευρώπη ήταν ο γιος του ο Mozzafar που τον διαδέχτηκε, όσο για τον χοντρούλη δεν είναι ο γιος του αλλά ο εγγονός του, ο Ahmad Shah Qajar, ο τελευταίος της δυναστείας.
Πάνω σ’ αυτή την
αγάπη του σάχη για τον σινεμά ο Μαχμαλμπάφ φτιάχνει ένα κωμικό επεισόδιο. Ο
σάχης θέλει να παίξει σε ταινία. Σε ποια ταινία; Στη «Γελάδα»
(1969), τη δεύτερη ταινία του Dariush Mehrjui,
ορόσημο στον ιρανικό κινηματογράφο. Σ’ αυτήν ο χωρικός, απελπισμένος που έχασε
τη γελάδα του, τρελαίνεται, φτάνοντας στο σημείο να ταυτιστεί μαζί της· τόσο
πολύ, ώστε τρώει σανό.
-Βασιλιά μου, είσαι
κακός ηθοποιός, δεν τρως τον σανό αρκετά πειστικά.
Αναγνωρίσαμε και
πλάνα από άλλες ταινίες, όπως τον «Gaysar» (1969) του Masoud Kimiai, και βλέπουμε τον
ηθοποιό που ενσάρκωσε τον σκληρό στην ταινία εικοσιδυό χρόνια αργότερα, με
ρυτίδες στο πρόσωπο, να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Ακόμη αναγνωρίσαμε ένα πλάνο
από τον «Bashu» του Bahram Beizai και
άλλο ένα από τους «Δρόμους του
Κιαροστάμι» (από ποια ταινία του όμως είναι δεν θυμάμαι). Από εκεί είναι το
frame της ανάρτησης, το
τελευταίο πλάνο. Σίγουρα θα υπήρχαν αναφορές και σε άλλες ταινίες που είτε δεν
είδα είτε δεν τις θυμάμαι. Α, ναι, παρά λίγο να το ξεχάσω, υπάρχει αναφορά στον
«Κύριο
Χατζή, ηθοποιό του κινηματογράφου», στην αρχή αρχή κιόλας.
Πολύ χάρηκα που
ξαναείδα αυτή την ταινία, οι κωμωδίες είναι πρώτες στις προτιμήσεις μου και
αυτή ήταν ιδιαίτερα ξεκαρδιστική.
Actor, 1993
Και πάλι κωμωδία, και πάλι θέμα ο κινηματογράφος. Ενώ όμως στην προηγούμενη ταινία ο Μαχμαλμπάφ εστίαζε περισσότερο στον σκηνοθέτη, εδώ εστιάζει στον ηθοποιό. Και πάλι η ίδια γκροτέσκα ατμόσφαιρα, που όμως εδώ, όπως και στην προηγούμενη ταινία, υπηρετεί το κωμικό, ενώ στις πρώτες (αυτές που είδαμε τουλάχιστον), το θρίλερ. Το μπουρλέσκο και εδώ είναι κυρίαρχο, ενώ ο Μαχμαλμπάφ παρωδεί όχι μόνο ρομαντικές και μη φράσεις, αλλά και το πιο κλασικό ερωτικό ζευγάρι στην αραβική λογοτεχνία, τον Μαζνούν και την Λεϊλά, καθώς και την Blanche Dubois στο «Λεωφορείον ο πόθος». Με τη διαφορά ότι εδώ η ηρωίδα, όταν έρχεται να την πάρει το ασθενοφόρο από το τρελοκομείο, δεν είναι καθόλου συνεργάσιμη. Αλλά βέβαια σε μια κωμωδία έχουμε πάντα χάπι εντ. Επιστρέφει στο σπίτι με τον άντρα της, μετά από κάμποσο καιρό, με ένα μωρό στην αγκαλιά, που η λαχτάρα γι’ αυτό τους έμπλεξε σε ένα σωρό κωμικές περιπέτειες.
Salaam cinema, 1995
Αυτό το έργο δεν μου άρεσε. Φαίνεται ντοκιμαντέρ, και μάλιστα μοιάζει με τα «Πρωτάκια» του Κιαροστάμι, αλλά διαβάζω στη Βικιπαίδεια ότι δεν είναι. Και βέβαια στην αρχή όντως είχα την εντύπωση ότι πρόκειται για μια ακόμη ξεκαρδιστική κωμωδία: Ο σκηνοθέτης βάζει αγγελία για audition, και πλακώνει ένα τσούρμο κόσμου. Όταν ανοίγει η πόρτα για να μπουν μέσα στο στούντιο σκέφτηκα ότι κάπως έτσι θα ήταν και στη θύρα Νο 7. Αλλά η ταινία εξελίσσεται διαφορετικά. Ο Μαχμαλμπάφ είναι ο δικαστής, και μπροστά του παρελαύνει πλήθος κόσμου με την αγωνία να τον προσλάβει στην ταινία. Δεν μπορείς παρά να ταυτισθείς με την θλίψη αυτών που απορρίπτονται, αφού περάσουν όλοι τους ένα αληθινό βασανιστήριο: σε μισό λεπτό πρέπει να αρχίσουν να κλαίνε. Και τότε κατάλαβα για μια ακόμη φορά γιατί εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω ηθοποιός, για έναν ακόμη λόγο (έχω γράψει σχετικά στο βιβλίο μου για το χωριό μου). Εδώ δεν μπορώ να κλάψω όταν έχω κάθε λόγο να κλάψω, όταν κάθε άλλος στη θέση μου θα έκλαιγε, πώς θα μπορούσα να κλάψω υποκρινόμενος.
Στη ζωή μου θυμάμαι να έχω κλάψει τέσσερις μόνο φορές. Η πρώτη ήταν μετά από ένα άγριο καψόνι στη σχολή αξιωματικών στο ΚΕΕΜ. Ο βητάς αφού μου έκανε ένα άγριο καψόνι που με εξάντλησε κυριολεκτικά, με διέταξε να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου. Ξάπλωσα λαχανιασμένος. Μου είπε να αναφερθώ, αλλά εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω από το λαχάνιασμα. Με διάταξε τρεις τέσσερις φορές, αλλά εγώ δεν μπορούσα. Πριν με παρατήσει είδα τον οίκτο ζωγραφισμένο στα μάτια του. Αυτός ο οίκτος που είδα με έκανε να ξεσπάσω στα δάκρυα. Η δεύτερη φορά ήταν όταν πέθανε ο πατέρας μου, κυριολεκτικά στα χέρια μου. Η τρίτη είναι πολύ προσωπική, και την τέταρτη δεν θέλω να την πω. Σκέφτομαι μήπως έχω κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα που δεν μπορώ να κλάψω. Να θυμηθώ να ρωτήσω το φίλο μου τον Πρατικάκη.
Gabbeh, 1996
Εδώ ο Μαχμαλμπάφ αλλάζει εντελώς στυλ. Η υπόθεση είναι ένα παραμύθι. Το νεοαρκαδικό ιδεώδες, με το βουκολικό σύστοιχό του, επιτρέπει στον Μαχμαλμπάφ έναν εικαστικό λυρισμό, που, αν και δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι της μόδας, απαντιέται, και αγαπιέται, αρκετά συχνά στο σινεμά. Ένας γέρος και μια γριά πλένουν το χαλί τους στο ποτάμι. Πάνω είναι ζωγραφισμένο ένα ζευγάρι. Η κοπέλα πετιέται από το χαλί, και αφηγείται την ιστορία της. Ο γέρος φαίνεται να ερωτεύεται την κοπέλα, και η γριά ζηλεύει. Ανήκει σε μια ποιμενική φυλή, αλλά ο πατέρας της προβάλλει ολοένα εμπόδια στο γάμο της με τον νέο που αγαπά. Και στο τέλος βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εντυπωσιακό εφέ απροσδόκητου, που δεν θα το αποκαλύψω για να δείτε την ταινία.
A moment of innocence, 1995
Ο Καζαντζάκης γράφει σε κάποιο βιβλίο του: «Τότε που ήμουν νέος, και νέος θα πει να θέλεις να σώσεις τον κόσμο». Αυτή η ατάκα, «Να σώσεις τον κόσμο» επαναλαμβάνεται πολλές φορές στη «Στιγμή της αθωότητας», που σαν τίτλος θα πήγαινε καλύτερα «Τα χρόνια της αθωότητας», τα νεανικά χρόνια. Ο 17χρονος Μαχμαλμπάφ ήθελε να σώσει τον κόσμο• ξεκινώντας από την πατρίδα του, την Περσία• αγωνιζόμενος ενάντια σε ένα στυγνό δικτάτορα, τον Σάχη Ρεζά Παχλεβί. Πώς; Με μια τρομοκρατική πράξη: σκοτώνοντας έναν αστυνομικό. Ο αστυνομικός απλά τραυματίστηκε, ο Μαχμαλμπάφ φυλακίστηκε, και χρόνια αργότερα ο αστυνομικός αναζήτησε τον Μαχμαλμπάφ για να παίξει σε μια ταινία του. Ή ο Μαχμαλμπάφ αναζήτησε τον αστυνομικό, για να δραματοποιήσει αυτό το επεισόδιο της νιότης του, έχω διαβάσει και τις δυο εκδοχές. Η ταινία είναι ένας εγκιβωτισμός, η προετοιμασία δήθεν της δημιουργίας αυτής της ταινίας. Και βέβαια ο Μαχμαλμπάφ μας δίνει άλλη μια φορά το αγαπημένο του θέμα, που αναπτύσσει τόσο στο Boycott όσο και στην «Εποχή του έρωτα», την παντοδυναμία του έρωτα πάνω σε οποιεσδήποτε άλλες πτυχές της ζωής. Πάντως με τέτοιο παρελθόν, δεν είναι περίεργο που ο Μαχμαλμπάφ βρέθηκα πάλι φυλακισμένος, με το καινούριο καθεστώς.
Silence, 1997
Εδώ έχουμε πάλι έναν ποιητικό Μπαχμαλμπάφ, όπως στη Gabbeh. Ένα τυφλό παιδί και ένα κοριτσάκι δουλεύουν σε ένα κατασκευαστή οργάνων. Τα παρακολουθούμε στην περιδιάβασή τους. Τα προβλήματά τους είναι ο προσχηματικός αφηγηματικός ιστός. Ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι η αρχή της πέμπτης συμφωνίας του Μπετόβεν, που είναι μια εμμονή του τυφλού παιδιού. Το Μπα μπα μπα, μπααααααμ το ακούμε με διάφορα όργανα. Το τέλος του έργου είναι μια θριαμβευτική εκτέλεση, σε ένα στενό με χαλκοματάδες. Το τυφλό παιδί με υψωμένα τα χέρια διευθύνει, και οι χαλκοματάδες χτυπάνε χύτρες, κατσαρόλες και ένα σωρό άλλα αντικείμενα, σε μια πολύ πρωτότυπη εκτέλεση της πέμπτης συμφωνίας του Μπετόβεν. Είπα να το ανεβάσω, υπάρχει ήδη στο youtube
Madresei keh baad bord, 1998
Πρόκειται για ένα μικρό, οκτάλεπτο φιλμ. Είναι «Αφιερωμένο στον Mohammad Bahman Bighi που μόρφωσε πάνω από ένα εκατομμύριο ιρανούς νομάδες». Να επαινέσουμε και εμείς από εδώ. Η ταινία δείχνει μαθητές, παιδιά νομάδων προφανώς, να κάνουν μάθημα μέσα σε μια σκηνή. Κάποτε τη σκηνή την πήρε ο άνεμος και, πριν την παρασύρει δυο μίλια μακριά, τραυμάτισε ένα μαθητή στο κεφάλι.
Κανταχάρ, 2001
Για την ταινία έχουμε ήδη γράψει εδώ:
http://hdermi.blogspot.com/2011/09/blog-post.html
The Afgan alphabet, 2002
Για μια ακόμη φορά ο Μαχμαλμπάφ καταπιάνεται με τους μαθητές Αφγανούς, που εδώ όμως βρίσκονται στην ασφάλεια του Ιράν. Τα πράγματα είναι ελάχιστα καλύτερα από ότι στο Αφγανιστάν. Οι μαθητές που δεν έχουν ταυτότητα παρακολουθούν πίσω από τους κανονικούς μαθητές. Όσο για τις μαθήτριες, με την πλύση που τους έχει κάνει ο μουλάς Ομάρ δεν εννοούν να βγάζουν το τσαντόρ και να βλέπουν καλύτερα. Και η κόρη του Μαχμαλμπάφ, η Σαμίρα, έχει ασχοληθεί με τους μαθητές Αφγανούς στην μετά-Ταλιμπάν εποχή, στην εξαίσια ταινία της «Στις πέντε το απόγευμα», για την οποία έχουμε γράψει.
Σεξ και φιλοσοφία, 2005
Μπορεί οι ήρωες στο έργο να μιλάνε για έρωτα, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για σεξ. Ο δάσκαλος χορού, στα γενέθλιά του, καλεί τις τέσσερις φιλενάδες του στην αίθουσα χορού, ταυτόχρονα, αποκαλύπτοντας τη σχέση που είχε μαζί τους. Και βέβαια μια από αυτές τον πληρώνει με το ίδιο νόμισμα, καλώντας τον μαζί με τους υπόλοιπους τρεις εραστές της στο ίδιο τραπέζι. Όταν αποκαλύπτει τις σχέσεις τους, ο ένας της ρίχνει ένα χαστούκι και φεύγει από το τραπέζι αποκαλώντας την «πουτάνα». Ο άλλος είναι πιο ευγενικός, αποχωρεί χωρίς να πει τίποτα, ενώ η γυναίκα τον παίρνει από πίσω φωνάζοντάς του να σταματήσει. Οι δυο που μένουν φιλοσοφούν για τον έρωτα. Πιο πριν είχαμε ακούσει και την ατάκα, μια από τις πάμπολλες παραφράσεις του Ντεκάρτ: «Κάνω έρωτα, άρα υπάρχω». Ανάμεσα στα άλλα, λένε: «Ο έρωτας είναι ζεστός την αρχή και κρύος στο τέλος». «Στην πραγματικότητα είμαστε μόνοι. Και η μοναξιά είναι η μοίρα μας. Στο τέλος μένουμε μόνοι».«Δεν είμαστε ικανοί να αγαπάμε αιώνια. Η αγάπη δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα στιγμιαίο πάθος που δημιουργείται από τυχαίες καταστάσεις».
Αυτή η συζήτηση μου θύμισε ένα ανέκδοτο, που ανάρτησε μια φίλη μου στον τοίχο της στο facebook. Ο άντρας λέει στη γυναίκα: «Είσαι η γυναίκα της ζωής μου. Νοιώθω τρελά ερωτευμένος μαζί σου. Είσαι τόσο όμορφη, και με μια τέτοια αίσθηση του χιούμορ…». «Να σου πω», τον διακόπτει αυτή, «μήπως θέλεις να με πηδήξεις;». «Και έεεεεξυπνηηηηη», συμπληρώνει αυτός. Όταν τα έχεις με τέσσερις γυναίκες ταυτόχρονα, είναι παραπάνω από σίγουρο ότι τους πουλάς το παραμύθι του έρωτα για να τις πηδήξεις.
Υφολογικά, ο Μαχμαλμπάφ επιμένει στο ποιητικό ύφος των τελευταίων του ταινιών. Όμως οι εικόνες του εδώ δεν έχουν τον λυρικό ιμπρεσιονισμό της Gabbeh και της «Σιωπής», αλλά κινούνται σε έναν αφαιρετικό δομισμό, λιτές και γεωμετρικά δομημένες, στυλιζαρισμένες (ο χορός εξάλλου στην ουσία είναι μια στυλιζαρισμένη κίνηση, και οι χορεύτριες έχουν έντονη παρουσία στην εικονοπλασία του Μαχμαλμπάφ), αλλά καμιά φορά και σε έναν ευφάνταστο σουρεαλισμό. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή στην αίθουσα χορού, που είναι γεμάτη φύλλα δένδρων που έφερε μέσα ένας δυνατός άνεμος. Στο βάθος, σε ένα τραπεζάκι, βρίσκεται ακουμπισμένος ένας φωνογράφος με κατακόκκινο ηχείο, που στέκει αντιστικτικά στο καφέ των φύλλων. Και βέβαια η αρχική σκηνή, με το παρμπρίζ του αυτοκινήτου να είναι γεμάτο κεριά.
Scream of ants, 2006
Και γι’ αυτή την ταινία έχουμε γράψει ξεχωριστά. Η ανάρτηση βρίσκεται εδώ:
http://hdermi.blogspot.com/2010/12/scream-of-ants-pedlar.html
Για την κόρη του Mohsen, την Σαμίρα, έχουμε ήδη αναρτήσει ξεχωριστά για τρία από τα τέσσερα έργα της. Και το τέταρτο το έχουμε δει, αλλά δεν γράψαμε. Θα συμπληρώσουμε στο ίδιο κείμενο που βρίσκεται εδώ.
http://hdermi.blogspot.com/2010/04/blog-post_25.html
Στη συνέχεια λέω να γράψω και για τον «Βούδα που κατέρρευσε από ντροπή», της κόρης του της Hana. (Γράψαμε ήδη, και αναρτήσαμε χθες τη νύχτα. Έτσι ολοκληρώσαμε με την οικογένεια Μαχμαλμπάφ)