Μπάμπης Δερμιτζάκης

Book review, movie criticism

Thursday, August 7, 2025

De omnibus dubitandum est 2

 De omnibus dubitandum est 2 

Το έγραψα στο 1:

Βλέπεις κάτι κούκλες στο διαδίκτυο και λες «μα τι όμορφες που είναι». Και τελικά ανακαλύπτεις ότι είναι προϊόν AI, τεχνητής νοημοσύνης. Στην αρχή αυτό με ξενέρωνε, μετά συνήθισα. Δεν γίνεται να χάνω το χρόνο μου για κάθε όμορφη που συναντώ στο διαδίκτυο να ψάχνω αν είναι προϊόν τεχνητής νοημοσύνης.

Όμως:

Πριν προχωρήσω να αναφέρω κάτι που διάβασα.

Ωραία κινεζούλα, τραγουδίστρια, τραγουδούσε ένα τραγούδι που όμως ήταν προϊόν ΑΙ, και είχαν συγχρονιστεί τα χείλια της, ώστε να νομίζεις ότι τραγουδούσε αυτή πραγματικά.

 Είδα κάτι αναρτήσεις σήμερα, με πολιτικούς, οι οποίοι έλεγαν κάποια πράγματα, και αναρωτιόμουν αν το βίντεο που έβλεπα ήταν πραγματικό ή προϊόν τεχνητής νοημοσύνης.

 De omnibus dubitandum est.

 Εκτός από:

 Όχι, δεν είναι το cogito ergo sum.

 Είναι αυτό:

  Te amo.

Αλέκος Σακελλάριος, Υπάρχει και φιλότιμο (1965)

 Αλέκος Σακελλάριος, Υπάρχει και φιλότιμο (1965)

 


  Χθες βράδυ έκανα επίσκεψη στον σύντροφο το Γιώργη τον Παπαδάκη, στον Παχύ Άμμο.

  Έξυπνη διαρρύθμιση. Καθόμασταν στην αυλή, η τηλεόραση στο παράθυρο.

  -Φοβερή κωμωδία, μου λέει. Θα έλεγε κανείς ότι είναι εντελώς επίκαιρη. Την έχει ο Αντένα τώρα στις εννιά.

  Ήταν εννιά και κάτι.

  Την είδαμε πίνοντας το κρασάκι μας και συζητώντας, περισσότερο στις διαφημίσεις.

  Πραγματικά πολύ ωραία κωμωδία.

  Όμως μόνο κατά το ένα μέρος είναι επίκαιρη, για την ακρίβεια διαχρονική: αυτό της διαφθοράς.

  Έτσι χαρακτηρίζει και η βικιπαίδεια την ταινία, μεταφορά του θεατρικού έργου «Ανώμαλη προσγείωση», προσθέτοντας «…την οποία ανέδειξε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας με την ερμηνεία του στον κινηματογράφο».

  Πραγματικά, εξαιρετική ερμηνεία.

  Όμως να δώσουμε μια σύντομη περίληψη της πλοκής.

    Ο υπουργός Μαυρογιαλούρος επισκέπτεται αιφνιδιαστικά μια επαρχιακή περιφέρεια και διαπιστώνει ιδίοις όμμασι τη διαφθορά και την ανικανότητα των τοπικών κομματικών στελεχών του. Απογοητευμένος, παραιτείται, δείχνοντας ότι «υπάρχει και φιλότιμο».

  Παραείναι σύντομη η περίληψη της πλοκής που μου έδωσε το chatgpt, να συμπληρώσω:

  Το χαλασμένο γεφύρι δεν ήταν ακριβώς το γιοφύρι της Άρτας. Απλούστατα, παρά τις κυβερνητικές υποσχέσεις, δεν είχε ποτέ του επισκευαστεί, με αποτέλεσμα να είναι οι κάτοικοι του χωριού, όπου στάθμευσε ο Μαυρογιαλούρος, υποχρεωμένοι να πηγαίνουν στον Πλατανιά, κάνοντας μια μεγάλη παράκαμψη. Εκεί βρίσκεται και το μαιευτήριο που έγινε με δική του εντολή.

  Το μαιευτήριο κτίστηκε, όμως μαθαίνει από τους χωριανούς, που δεν ξέρουν ποιος είναι, με τη γνωστή απάτη: δούλευαν για την κατασκευή του, υπόγραφαν ότι έπαιρναν 70 δραχμές μεροκάματο ενώ έπαιρναν μόνο 40. Τα υπόλοιπα στην τσέπη του τοπικού κομματάρχη και των γύρω του κομματικών στελεχών.

  Αυτό είναι πράγματι διαχρονικό.

  Μου το είπε και ένας μηχανικός που συναντούσα πριν χρόνια, κάνοντας την ωριαία βόλτα μου στο Αττικό Άλσος: Τα τσιμέντα αφήνουν μεγάλη προμήθεια.

  Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι πολλά έργα που γίνονται, που συχνά αντικαθιστούν τα ήδη υπάρχοντα, είναι ακριβώς για αυτή την «προμήθεια», ενώ τα χρήματα θα μπορούσαν να διατεθούν κάπου αλλού, σε πιο αναγκαίο έργα, αλλά που θα άφηναν λιγότερη προμήθεια.

  Όμως αυτό δεν είναι διαχρονικό: να παραιτηθεί υπουργός από φιλότιμο. Σήμερα παραιτούνται κατόπιν εντολής του πρωθυπουργού. Θα ήταν άκομψη η αποπομπή τους ενώ είναι πιο κομψός ο τρόπος της παραίτησης.

  Έτσι δεν έκανε και ο Χίτλερ με τον Ρόμελ; Του έδωσε εντολή να αυτοκτονήσει, αλλιώς θα είχε την τύχη των άλλων συνωμοτών, θα τον κρεμούσαν με συρματόσκοινο.

  Εξαιρετική κωμωδία, αξίζει να την δείτε αν δεν την έχετε ήδη δει.

  Αλλά για σταθείτε…

  Όχι, δεν υπάρχει η ταινία στο youtube, μόνο ατάκες.

 

Sunday, August 3, 2025

John Schlesinger, Ο καουμπόι του μεσονυχτίου (Midnight cowboy, 1969)

 John Schlesinger, Ο καουμπόι του μεσονυχτίου (Midnight cowboy, 1969)

 


  Από την Πέμπτη που μας πέρασε στους κινηματογράφους

  Ο Ντάστιν Χόφμαν είναι ένας ηθοποιός που μου αρέσει πολύ. Είναι από τους ελάχιστους αντιήρωες του αμερικανικού κινηματογράφου. Μόνο μια φορά έγινε ήρωας, και αυτό τυχαία («Accidental hero»).

  Είναι τουλάχιστον η τρίτη φορά που βλέπω την ταινία, η οποία πολύ μου άρεσε. Την πρωτοείδα φοιτητής.

  Γενικά μου αρέσουν ταινίες με «ταπεινούς και καταφρονεμένους», όπως «Η γειτονιά των καταφρονεμένων» του Κουροσάβα και «Κάτω από το φεγγαρόφωτο» του ιρανού Seyed Reza Mir Karimi.

  Πρώτα θα δούμε τον Γιον Βόιτ. Νομίζει ότι είναι γόης, και πηγαίνει στη Νέα Υόρκη για να το παίξει ζιγκολό. Δεν ξέρει ότι η στολή του καουμπόι που φοράει είναι πια παλιομοδίτικη, δεν περνάει.

  Εκεί θα συναντήσει έναν άλλο ταλαιπωρημένο της ζωής, τον Ντάστιν Χόφμαν. Κουτσός, μένει σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι (ο Σωτήρης, καλή του ώρα εκεί που βρίσκεται, έμενε στο δωμάτιο ενός εγκαταλειμμένου ξενοδοχείου στο Μεταξουργείο, το οποίο όμως αργότερα πουλήθηκε).

  Είναι και άρρωστος, βήχει συνέχεια.

  Θα κλέψει τον αφελή Γιον Βόιτ, ο οποίος είναι πυρ και μανία εναντίον του. Αχ, και να πέσει στα χέρια του.

  Θα πέσει στα χέρια του, αλλά αντί να τον στραγγαλίσει θα δεχθεί τη φιλοξενία, μια και τον έχουν πετάξει από το ξενοδοχείο που έμενε γιατί δεν έχει να πληρώσει.

  Θα τον νοιαστεί.

  Και μετά;

  Το πρόβλημά μου: δεν μπορώ να κάνω σπόιλερ μια και η ταινία προβάλλεται. Και ο Ποκοπίκο κρύφτηκε, δεν μπορώ να τον επικαλεστώ.

  Να θυμίσουμε και ένα άλλο δίδυμο: Ντάστιν Χόφμαν και Τομ Κρουζ στον «Άνθρωπο της βροχής».

  Δεν νομίζω να έχω δει περισσότερες ταινίες άλλου ηθοποιού εκτός από τον Ντάστιν Χόφμαν (οι γυναίκες εξαιρούνται).

  Θα εξαιρέσω ένα άλλο δίδυμο, Χοντρός – Λιγνός.

  Είναι εξαιρετική, αξίζει να την (ξανα)δείτε.

  

Thursday, July 24, 2025

Pedro Almodovar, Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κατάρρευσης (Mujeres al borde de un ataque de nervios, 1988)

 Pedro Almodovar, Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κατάρρευσης  (Mujeres al borde de un ataque de nervios, 1988)

 

Από σήμερα στους κινηματογράφους 

 


  Αγαπημένος μου σκηνοθέτης ο Αλμοδόβαρ, χάρηκα πολύ που αυτή η επανέκδοση μου έδωσε την ευκαιρία να ξαναδώ την ταινία.

  Drama, comedy, χαρακτηρίζει την ταινία το IMDb (7,5 η βαθμολογία της), όμως ο χαρακτηρισμός tragicomedy, τραγικομωδία, θα ήταν πιο σωστός: τόσο αξεδιάλυτο είναι το τραγικό με το κωμικό.

  Απλό το θέμα: ο σπαραγμός για την εγκατάλειψη, το ξεπέρασμα της εγκατάλειψης.

  Όμως πόσο επινοητικός ο Αλμοδόβαρ στη διαχείριση της πλοκής, και πόσο εύκολα σκαρώνει απιθανότητες χωρίς να μας ξενίζουν!

  Αυτό το έχουμε διαπιστώσει και στα άλλα του έργα: έχει μεγάλη φαντασία ο Αλμοδόβαρ, είναι πολύ επινοητικός.

  Η ταινία μου θύμισε τη δομή του θεάτρου Νο (είχα καιρό να το γράψω): Jo-ha-kyu (αργά, γρήγορα, πιο γρήγορα). Ξεκινάει με ένα ήπιο χιούμορ, που σιγά σιγά, σε ένα αυξανόμενο κρεσέντο, γίνεται ξέφρενο.

  Πραγματικά απολαυστική ταινία.

  Διαβάζω στη βικιπαίδεια ότι είναι η ισπανική ταινία με τις μεγαλύτερες εισπράξεις μέχρι σήμερα.

  Μη τη χάσετε.

Friday, July 18, 2025

Aleksandr Medvedkin, Ευτυχία (Счастье, 1935)

 

Aleksandr Medvedkin, Ευτυχία (Счастье, 1935)

 


  Σήμερα στο Ατενέ, από αύριο στο Στούντιο.

  Η πιο γνωστή ταινία του Μεντβέντκιν, έγινε περισσότερο γνωστή τη δεκαετία του ’60.  

  Κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Χμιρ.

  Δίπλα η γυναίκα του.

  Η ταινία χωρίζεται ουσιαστικά σε δυο μέρη: πριν την επανάσταση και μετά την επανάσταση.

  Ο καημένος ο Χμιρ ζήλευε τον πλούσιο χωρικό που είχε του θεού τα ελέη. Ορκίστηκε να μην πεθάνει πριν δοκιμάσει το κέηκ που τον είδε, κρυφά, να τρώει.

  Μια σειρά ατυχίες τον κυνηγούν. Μέσα απ’ αυτές ο Μενβέντκιν διεκτραγωδεί τη μοίρα των χωρικών που οι αρχές τους έπαιρναν το μεγαλύτερο μέρος της σοδιάς με κάθε ευκαιρία.

  Και ο κλήρος αποτελεί στόχο της σατιρικής φαρέτρας του Μεντβέντκιν, όχι μόνο κυβερνητικοί υπάλληλοι και οι αξιωματικοί.

  Έρχεται η αλλαγή με την επανάσταση. Πάλι τα κάνει μούσκεμα ο Χμιρ. Τεμπέλης, δεν μπορεί να προσαρμοστεί.

  Εδώ ο Μεντβέντκιν τα έχει με τους κλέφτες που προσπαθούσαν να βρουν κάθε ευκαιρία να κλέψουν τη σοδιά του κολχόζ.

  Θα αντιμετωπίζει τις επιπλήξεις των ανωτέρων του.

  Το τέλος μου θύμισε την ταινία «Leily is with me» του Kamal Tabrizi. Ο Sadeq φοβάται να πάει στο μέτωπο, στο τέλος όμως ανακηρύσσεται ήρωας ανατινάζοντας με το μπαζούκας που του έδωσε ο τραυματισμένος χειριστής του με οδηγίες πώς να το χρησιμοποιήσει το τρίτο και τελευταίο ιρακινό τανκ.

  Το ίδιο και ο Χμιρ, καθώς σβήνει τη φωτιά σε μια αποθήκη του κολχόζ την οποία είχαν βάλει κάποιοι εμπρηστές και ανοίγει την πόρτα ώστε να φύγουν τα δυο άλογα που αλλιώς θα είχαν καεί ζωντανά.

   Η επιβράβευση;

  Ε, πολλά είπα, να μην το πω και αυτό. Είναι εξαιρετική ταινία με τον τσαπλινικό χιούμορ της, αξίζει να τη δείτε.

Sunday, July 6, 2025

Νικολάι Γκόγκολ, Νεκρές ψυχές

 Νικολάι Γκόγκολ, Νεκρές ψυχές (μετ. Αντώνης Μοσχοβάκης), Ηριδανός χχ, σελ. 419

 


  Αφού (ξανα)διαβάσαμε το «Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα» του Μπουλγκάκοφ (ξανα)διαβάσαμε και τις «Νεκρές ψυχές» του Γκόγκολ. Θα ακολουθήσουν Ντοστογιέφσκι και Τολστόι.

  Θυμάμαι τον φίλο μου τον Δημήτρη (του έχω αφιερώσει το πρώτο μου βιβλίο, «Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα», γιατί χάρη σ’ αυτόν ασχολήθηκα με την παραψυχολογία) να μου μιλάει με ενθουσιασμό για τις «Νεκρές ψυχές». Τις διάβασα, αλλά χρόνια αργότερα, πριν 21 χρόνια, αμέσως αφού διάβασα το «Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα». Και, σε αντίθεση με το «Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα» που με απογοήτευσε στη δεύτερη ανάγνωση, κάτι που δεν συνέβη με την πρώτη, οι «Νεκρές ψυχές» μου άρεσαν.

  Απολαυστικά σατιρικός ο Γκόγκολ, πολύ μου άρεσε.

  Τι τις θέλει τις νεκρές ψυχές (δουλοπαροίκων) ο Τσίτσικοφ;

  Θέλει να φαίνεται ιδιοκτήτης δουλοπάροικων, ώστε να πουλάει μούρη στην κοινωνία. Έχει να κερδίσει από αυτή την «επιχείρηση». Μια καλή νύφη θα είναι ένα από τα κέρδη του. Όμως όχι μόνο:

  «Αν αγοράσω όλους εκείνους που έχουν πεθάνει, πριν να υποβληθούν οι νέες απογραφικές καταστάσεις, κι αν, π.χ., αποκτήσω χίλιους, το Συμβούλιο Κηδεμονιών θα μου δώσει διακόσια ρούβλια για κάθε ψυχή…» (σελ. 244).

  Δεν θυμάμαι να αγόρασε ψυχή για πάνω από πέντε ρούβλια.

  Σε πολλούς από εσάς είναι γνωστή η θλιβερή μοίρα του Γκόγκολ. Κάτω από την επήρεια ενός στάρετς έκαψε τα χειρόγραφα ενός δεύτερου τόμου. Σώθηκαν όμως αποσπάσματα που αποτέλεσαν ένα δεύτερο τόμο, που βέβαια εκδίδεται μαζί με την επανέκδοση του πρώτου. Ο ίδιος αυτοκτόνησε από ασιτία, παύοντας να τρώει.

  Η αφηγηματική δομή του πρώτου τόμου είναι Α+Β+Γ+Δ… με διαδοχικές επισκέψεις σε κτηματίες της περιοχής για να αγοράσει νεκρές ψυχές. Φυσικά θα αντιμετωπίσει διάφορα προβλήματα με τους ιδιοκτήτες τους, με πρώτη πρώτη την απορία τι τις θέλει.

  Με αυτές μπορεί να αγοράσει για κομμάτι γη σε μια μακρινή, άγονη περιοχή. Πρόκειται για ένα έμμεσο τρόπο επιδότησης από την κυβέρνηση για να καλλιεργηθούν άγονες περιοχές.

  Ο Γκόγκολ, «φωτογραφικά» λεπτολόγος στις προσωπογραφίες του, θα παραθέσει και το ελάχιστο χαρακτηριστικό του ήρωά του, κάνοντας το πορτραίτο του να ξεπερνάει συχνά τη μια σελίδα. Σε σελίδες εκτείνεται η προσωπογραφία του Τσίτσικοφ, που την αφήνει για το τέλος.

  Η διάκριση ανάμεσα σε συγγραφέα και αφηγητή, καθώς και ανάμεσα σε αναγνώστη και αποδέκτη της αφήγησης είναι μια εκλεπτυσμένη διάκριση της αφηγηματολογίας που ισχύει σε ελάχιστα έργα.

  «…ο συγγραφέας αγαπά την ακρίβεια στο κάθε τι και, μ’ όλο που είναι Ρώσος…» (σελ. 17). «Ο συγγραφέας οφείλει να ομολογήσει…» (σελ. 21).

  «Είχε την ευκαιρία να δει τέτοιους ανθρώπους, μάλιστα τέτοιους που ούτε συ, ούτε εγώ, φίλε αναγνώστη, θα δούμε ποτέ» (σελ. 115).

  Και ενώ ως τριτοπρόσωπος αφηγητής θα έπρεπε να είναι παντογνώστης, σαν συγγραφέας μας παρουσιάζεται με περιορισμένη γνώση. Διαβάζουμε για παράδειγμα: «Επειδή ο ίδιος [ο συγγραφέας] δεν φόρεσα ποτέ μου τέτοιο πράγμα [κασκόλ που πλέκουν οι γυναίκες για τους άντρες τους], αγνοώ ποιος παίρνει αυτή τη φροντίδα για τους ανύπαντρους» (σελ. 7).

  Θα διαβάσουμε κάμποσα τέτοια αποσπάσματα, όπως «Θαρρώ πως τέλειωσε την ημέρα του με μια μερίδα κρύο μοσχάρι…» (σελ. 10).

  Όμως να παραθέσουμε και κάποια ακόμη.

  «Όμως γρήγορα οι λιγνοί κληρονόμοι του σπαταλούν, κατά τη ρούσικη συνήθεια, την πατρική περιουσία» (σελ. 18).

  Συνήθεια που δεν είναι μόνο ρώσικη.

  «Στις συναναστροφές, αν οι παρευρισκόμενοι είναι κατώτεροί του σε βαθμό, ο Προμηθέας μένει Προμηθέας. Αν τύχει όμως και συναντηθεί με κάποιον τόσο δα ανώτερο, ο Προμηθέας μας παθαίνει μια μεταμόρφωση που ούτε ο Οβίδιος δε θα μπορούσε να την εφεύρει· γίνεται μύγα, πιο λίγο από μύγα, ένα σπειρί άμμου!» (σελ. 47).

  Δεν νομίζω να χρειάζονται σχόλια εδώ.

  «Παράσταιναν Έλληνες ήρωες, σε φυσικό μέγεθος, ζωγραφισμένους ολόσωμους· το Μιαούλη, τον Κανάρη, τον Μαυροκορδάτο… Ύστερα ερχόταν μια Ελληνίδα ηρωίδα, η Μπουμπουλίνα…» (σελ. 92-93).

  Το φιλελληνικό πνεύμα, με την επανάσταση, ήταν απλωμένο παντού.

  «Ο ρωσικός λαός έχει λέξεις που τσακίζουν κόκκαλα. Αν τύχει και δώσει ένα παρατσούκλι σε κάποιον, ο άνθρωπος αυτός θα τ’ αφήσει στους απογόνους του, θα το σέρνει μαζί του σ’ όλη του τη ζωή…» (σελ. 107).

  Και στην κοινότητά μας το ίδιο, ιδιαίτερα στην Επισκοπή. Τα παρατσούκλια πολλών είναι κληρονομικά.

  «Κάθε μέρα τριγύριζε στους δρόμους του χωριού του, κοίταζε κάτω από τα γεφύρια, μικρά και μεγάλα· και κάθε τι που έπεφτε στο μάτι του – παλιές σόλες, κουρέλια, καρφιά, σπασμένα μπουκάλια – το μάζευε και το έφερνε στο σπίτι του, στο σωρό που είχε δει ο Τσίτσικοφ σε μια γωνιά: “Να ο σκουπιδιάρης, βγήκε στη γύρα” έλεγαν οι χωρικοί καθώς τον έβλεπαν να ξεκινά για το κυνήγι του» (σελ. 116).

  Είχαμε και εμείς έναν τέτοιο στη γειτονιά, όμως εξαφανίστηκε, όμως πριν εξαφανιστεί παρέδωσε τη σκυτάλη σε έναν άλλο.

  «Αυτός είναι ικανός για τέτοια πράγματα. Ξεχνάς πως θέλησε να πουλήσει τον πατέρα του… ή μάλλον να τον παίξει στα χαρτιά;» (σελ. 187).

  Συχνά ο Γκόγκολ για να σατιρίσει δεν διστάζει να φτάσει στην υπερβολή.

  Θυμήθηκα ένα επεισόδιο σε μια ταινία (δεν θυμάμαι ποια) που «πούλησε» τη γκόμενά του σε ένα φίλο του. Όταν το έμαθε αυτή, τι να κάνει η καημένη, τον ρώτησε τι μάρκα ήταν οι μπύρες. Να ήταν τουλάχιστον ακριβή μάρκα.

  «Αν, π.χ., συνεισφέρουμε για να βοηθήσουμε τους φτωχούς, αμέσως, περήφανοι για το κατόρθωμα, προσφέρουμε στις αρχές ένα πλούσιο γεύμα που απορροφά το μισό από τις συνεισφορές· το άλλο μισό πηγαίνει για το νοίκιασμα ενός μεγαλοπρεπούς διαμερίσματος, με θέρμανση και φύλακες, όπου εγκαθίσταται η επιτροπή. Η τελευταία δεν έχει πια παρά πέντε ρούβλια, και πενήντα καπίκια να μοιράσει στους φτωχούς, που άλλωστε ούτε αυτά καταφέρνει να συμφωνήσει πως θα τα μοιράσει, επειδή το κάθε της μέλος υποστηρίζει το δικό του προστατευόμενο» (σελ. 198).

  Είπαμε, ο Γκόγκολ αρέσκεται στις υπερβολές. Εγώ πιστεύω ότι η επιτροπή θα είχε τουλάχιστον 100 ρούβλια.

  Γέλασα πολύ ξαναδιαβάζοντας τις υπογραμμίσεις μου για να παραθέσω αποσπάσματα. Όμως στο δεύτερο τόμο το χιούμορ λιγοστεύει. Αλλά θα σταχυολογήσω κι απ’ αυτόν.

  «Οι πολύ συχνές προπόσεις για την επιστήμη, τη μόρφωση, την πρόοδο, τους έκαναν τέλειους μπεκρήδες» (σελ. 276).

  Ελάχιστες οι υπογραμμίσεις μου, δεν βρήκα τίποτα αξιόλογο να παραθέσω εδώ. Απλά να πω, συνάγοντας από το τελευταίο απόσπασμα, ότι ο Τσίτσικοφ απέκτησε αυτά που ονειρευόταν (σπίτι, γυναίκα, κ.λπ) όμως τα έχασε και κατέληξε στη φυλακή. Λαδώνοντας ήλπιζε να τον αθωώσουν.

  Είδα και το ομώνυμο σήριαλ (1984) του Μιχαήλ Σβάιτσερ, πέντε επεισόδια της μιας ώρας και κάτι. Όπως και όλα τα σήριαλ, λόγω της μεγάλης διάρκειας μπορούν να μεταφέρουν ένα μυθιστόρημα αρκετά πιστά, χωρίς παραλείψεις.

  Έξυπνη επινόηση. Ο σκηνοθέτης βάζει τον Γκόγκολ να αφηγείται σε κάποιον, όπως ο Ντοστογιέφσκι τον «Παίχτη» στην Άννα Γρηγόριεβνα, το μυθιστορημά του, παρουσιάζοντάς τον κατά διαστήματα υπαγορεύει αφηγείται.

Luis Buñuel, Εξολοθρευτής άγγελος (El ángel exterminador, 1962)

 Luis Buñuel, Εξολοθρευτής άγγελος (El ángel exterminador, 1962)

 


  Μια ακόμη επανέκδοση του Μπουνιουέλ, μετά τη «Βιριδιάνα» και το «Σίμωνα της ερήμου».

  Αυτή η ταινία είναι πραγματικά σουρεαλιστική, γιατί η πλοκή της δεν ερμηνεύεται ρεαλιστικά. Ένα ζευγάρι μεγαλοαστοί δίνουν μια δεξίωση με ένα σωρό καλεσμένους της τάξης τους. Όμως, πριν από τη δεξίωση, το προσωπικό βρίσκει προφάσεις για να φύγει. Τα πάντα είναι έτοιμα για τους καλεσμένους, δεν είναι αναγκαία η παρουσία τους.

  Αργότερα, όταν οι καλεσμένοι και οι οικοδεσπότες θα διαπιστώσουν ότι είναι αδύνατο να φύγουν από το σπίτι (εντελώς σουρεαλιστικά, δεν υπάρχει φυσικό εμπόδιο), και θα καθίσουν μέρες σ’ αυτό παλεύοντας με την πείνα και με τη δίψα, μέχρι που να σπάσουν μια σωλήνα νερού και να σφάξουν τρία πρόβατα που θα ήταν η έκπληξη της βραδιάς, θα σχολιάσουν «Οι υπηρέτες το έσκασαν όπως τα ποντίκια από το πλοίο όταν πρόκειται να βουλιάξει».

  Ένα σασπένς υπάρχει στην ταινία: θα τα καταφέρουν να βγουν; Κατά τα άλλα αποτελείται από επεισόδια, που, σατιρικά, δείχνουν ότι σε μια κατάσταση κρίσης η μεγαλοαστική τάξη χάνει την αξιοπρέπειά της προβαίνοντας σε ενέργειες και χειρονομίες που κανονικά δεν την χαρακτηρίζουν.

  Σάτιρα της μεγαλοαστικής τάξης, αλλά και της εκκλησίας, στην οποία θα βρεθούν πάλι εγκλωβισμένοι.

  Αλλά και του κράτους, που θα δώσει εντολή στους αστυνομικούς να πυροβολήσουν στα τυφλά ένα συγκεντρωμένο, περίεργο πλήθος.

  Ενδιαφέρουσα σαν θρίλερ η ταινία, αλλά και σαν πολιτική σάτιρα της Ισπανίας του Φράνκο, έχει 8 βαθμολογία.