Μπάμπης Δερμιτζάκης

Book review, movie criticism

Tuesday, February 18, 2025

Ebrahim Hatamikia, The glass agency (1999)

 Ebrahim Hatamikia, The glass agency (1999)

 


  Τυχαία συναντάει το φίλο του, του οποίου ήταν διοικητής στο μέτωπο. Μαθαίνει ότι εξαιτίας ενός τραυματισμού του η ζωή του κινδυνεύει. Πρέπει να εγχειριστεί το συντομότερο, και μόνο στο εξωτερικό θα μπορούσε να γίνει η εγχείρηση.

  Παραμονή πρωτοχρονιάς. Κλείνει εισιτήρια. Κάποιος θα του φέρει χρήματα να τα πληρώσει. Δυο άτομα περιμένουν, μήπως υπάρξει κάποια ακύρωση.

  Τα χρήματα δεν έρχονται. Δίνει στον υπάλληλο τα κλειδιά και τα χαρτιά του αυτοκινήτου του σαν εγγύηση, ώστε να βγάλει τα εισιτήρια. Ο υπάλληλος αρνείται.

  Σε μια κρίση οργής κτυπάει το κεφάλι του σε μια τζαμαρία.

  Παίρνει το όπλο ενός φρουρού και κρατάει ομήρους τους επιβάτες που περιμένουν στην αναμονή.

  Και η ταινία εξελίσσεται με επεισόδια που έχουν να κάνουν με αυτή την ομηρία. Ένας διαπραγματευτής που εμφανίζεται (κάτι αναμενόμενο) ήταν εκπαιδευόμενός του στο στρατό. Όμως αυτός δεν φαίνεται να συγκινείται από την κατάσταση του εκπαιδευτή του.

  Ζητάει μια μερσεντές στις 6 το πρωί που θα τον μεταφέρει στο αεροδρόμιο, με την απειλή ότι θα αρχίσει να εκτελεί έναν ένα τους ομήρους.

  Του φέρνουν τη μερσεντές, όμως στον οδηγό που την έφερε του έχουν πάρει τα κλειδιά.

  Και καταφτάνει ένας φίλος του με ένα ελικόπτερο. Τους παίρνει. Σε επόμενο πλάνο βλέπουμε το αεροπλάνο που πετάει.

  Ο φίλος του ξαφνικά ξεψυχάει. Λέει να επιστρέψουν, δεν έχουν βγει εξάλλου ακόμη από τον εναέριο χώρο του Ιράν.

  Και σ’ αυτή την ταινία ακούσαμε για ναρκωτικά, τη μάστιγα του Ιράν (ένας όμηρος ζητάει να απελευθερωθεί για να πάρει τη δόση του) ενώ το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είναι διαπληκτισμοί, κοινός τόπος στις περισσότερες ιρανικές ταινίες, παράδοση του luti, είδος που ήκμασε προεπαναστατικά με τον ματσό ήρωα.

  Η ταινία διεκτραγωδεί τη μοίρα των βετεράνων, που ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου υμνήθηκαν σαν ήρωες, στη συνέχεια το κράτος τους αγνόησε.

  Θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες του Hatamikia, με βαθμολογία στο IMDb 7,8.

  Trivia: Πριν ένα χρόνο έγραψα για την ταινία και ξέχασα να αναρτήσω.

 

Kianoush Ayari, The Abadanis (1993)

 Kianoush Ayari, The Abadanis (1993)

 


  Νομίζω τελειώσαμε με τις πολεμικές ταινίες που γυρίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και περνάμε στις πολεμικές ταινίες που γυρίστηκαν μετά τον πόλεμο. Οι «Αμπαντανοί» χαρακτηρίζονται από τη βικιπαίδεια σαν ταινία της ιερής άμυνας, όπως λέγονται αλλιώς οι πολεμικές ταινίες, όμως θα μπορούσε και να μην είναι, θα μπορούσε να σταθεί μια χαρά έξω από το context του πολέμου, όπως άλλωστε και ο «Κλέφτης ποδηλάτων» του ντε Σίκα, από όπου ο Αγιαρί αντλεί την έμπνευσή του.

  Του κλέβουν το αυτοκίνητό του, το μόνο μέσο που έχει για να ζήσει. Ξεκινάει μια απεγνωσμένη αναζήτηση, με τη βοήθεια ενός φίλου. Γυρίζουν από τη μια μάντρα στην άλλη, μέχρι που κάποτε το πετυχαίνουν. Του έχουν αφαιρέσει όμως κάποια εξαρτήματα.

  Και δεν είναι μόνο αυτό, κλέβουν και τα γυαλιά του γιου του.

  Ακόμη:

  Στην μάντρα προσπαθεί να κλέψει και αυτός έναν τροχό.

  Όπου φτωχός και η μοίρα του.

  Η ιστορία στέκεται μια χαρά έτσι όπως την αφηγήθηκα. Όμως τονίζεται από ένα γεγονός, που κάνει την κατάσταση του ανθρώπου αυτού πιο τραγική: Είναι από τους επιβιώσαντες των βομβαρδισμών του Αμπαντάν. Σίγουρα είχε μια καλύτερη ζωή εκεί, αλλά αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει λόγω του πολέμου.

  Όπου φτωχός και η μοίρα του.

  Στο Χοραμσάρ, το οποίο τελικά καταλήφθηκε από τους ιρακινούς, η πόλη εκκενώθηκε.

  Όμως δεν έφυγαν όλοι.

  Κάποιοι δεν είχαν πού να πάνε, ούτε τα οικονομικά μέσα για να φύγουν.

  Έμειναν, και σφαγιάσθηκαν εν ψυχρώ, αν και άμαχοι, από τους ιρακινούς.

  Με το τέλος του πολέμου δεν ήταν πια τόση ανάγκη να υμνήσουν τους ήρωες-μάρτυρες, έτσι οι σκηνοθέτες αναπαρήγαγαν τη σκληρή πραγματικότητα του πολέμου στον άμαχο πληθυσμό.

Bogdan Mureșanu, The Christmas gift (Cadoul de Craciun, 2018)

 

Bogdan Mureșanu, The Christmas gift (Cadoul de Craciun, 2018)

 


  Εν όψει της μεθαυριανής προβολής της ταινίας του Μουρεσάνου «Η νέα χρονιά που δεν ήλθε».

  Στη βικιπαίδεια διαβάζω ότι βασίζεται στη μικρού μήκους ταινία του (23 λεπτών) «Το χριστουγεννιάτικο δώρο» (2018). Είπα λοιπόν να τη δω και αυτή.

  Και συνειδητοποιώ για μια ακόμη φορά ότι οι ταινίες μικρού μήκους έχουν χειρότερη μοίρα από ό,τι τα διηγήματα. Τα διηγήματα έχουν πολύ λιγότερο αναγνωστικό κοινό από ότι τα μυθιστορήματα. Οι μικρού μήκους ταινίες όμως σπάνια φτάνουν στις κινηματογραφικές αίθουσες, δηλαδή στο ευρύ κοινό. Συνήθως παίζονται σε φεστιβάλ για να εισπράξουν οι σκηνοθέτες τους την ικανοποίηση ενός βραβείου. Για να μην πάει λοιπόν «χαμένο» το «Χριστουγεννιάτικο δώρο» ο Μορεσάνου σκαρφίστηκε πέντε ακόμη επεισόδια, συνδετικός κρίκος των οποίων υπήρξε η εξέγερση και η ανατροπή του Τσαουσέσκου.

  Αυτό το επεισόδιο είναι πράγματι κωμικοτραγικό.

  Ο μικρός γιος του ζευγαριού στέλνει κάρτα στον άη Βασίλη και τον παρακαλεί.

  Τι τον παρακαλεί;

  Για τον ίδιο, μια ατμομηχανή. Για τη μητέρα του, μια καινούρια τσάντα.

  Και για τον πατέρα του;

  Να πεθάνει ο θείος Νικ.

  Το επεισόδιο το είδα στην ταινία της ερχόμενης Πέμπτης, και στην αρχή δεν κατάλαβα ποιος ήταν αυτός ο θείος Νικ. Μετά κατάλαβα ότι ήταν ο Νικολάε Τσαουσέσκου.  

  Έγινε τούρκος ο πατέρας. Να στείλει άλλο γράμμα όπου να ξεκαθαρίζει ποιος είναι ο θείος Νίκ. Ένας γείτονα.

  Ο γιος αρνείται. Γιατί να πεθάνει αφού είναι καλός άνθρωπος;

  Όλα αυτά τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1989.

  Η εξέγερση που ξεκίνησε στην Τιμισοάρα επεκτάθηκε και στο Βουκουρέστι. Διοργανώθηκε μια διαδήλωση υποστήριξής του που τελικά στράφηκε εναντίον του. Συνελήφθηκε και εκτελέστηκε μαζί με τη γυναίκα του τα Χριστούγεννα του 1989.

  Φτηνά τη γλίτωσε ο πατέρας.

 

Βασίλης Γεργατσούλης, Η Αναρά

 Βασίλης Γεργατσούλης, Η Αναρά, Αθήνα 2004, Σύγχρονη Εποχή.

 

  Ο Βασίλης Γεργατσούλης είναι δάσκαλος, διευθυντής σε δημοτικό σχολείο, και υποψήφιος διδάκτορας στη λαογραφία. Με λαογραφικά ενδιαφέροντα λοιπόν, δεν είναι παράξενο που η «Αναρά», το πρώτο του μυθιστόρημα, είναι πλούσιο σε λαογραφικά στοιχεία.

  Τι λέω, το ίδιο το μυθιστόρημα είναι λαογραφικό. Η υπόθεσή του εκτυλίσσεται σε ένα χωριό της Καρπάθου, το Απέρι, από όπου κατάγεται ο συγγραφέας, και έχει σαν κεντρικό πυρήνα το μύθο της Αναράς, της νεράϊδας που μπορεί να μπαινοβγαίνει στο χρόνο. Ο ήρωας πηγαίνει με κάποιο φίλο του στη σπηλιά της Αναράς και βρίσκει ένα βιβλίο στο οποίο είναι γραμμένη η μαγική επωδός για επίκληση του Χρόνου. Τον καλεί και του ζητά μια χάρη: να επιστρέψουν στο χρόνο δυο γέροι του χωριού του. Οι γέροι εξαφανίζονται, και στη θέση τους εμφανίζονται δυο νέοι, ξαδέρφια τους υποτίθεται. Και ενώ θα έπρεπε να χαρούν τη νιότη τους, δεν γίνεται κάτι τέτοιο, γιατί κουβαλάνε τη νιότη που είχαν μερικές δεκαετίες πριν, με τις νοοτροπίες της εποχής, πράγμα που τους απομονώνει από τους υπόλοιπους νέους του χωριού. Έτσι ο ήρωας δεν έχει άλλη επιλογή από το να παρακαλέσει το Χρόνο να τους κάνει όπως ήσαν πρώτα.

  Η υπόθεση φαίνεται φανταστική, όμως δεν είναι. Ο Γεργατσούλης, δέσμιος των ρεαλιστικών συμβάσεων της εποχής, παρουσιάζει στο τέλος όλη αυτή την περιπέτεια του ήρωα σαν όνειρο. Αυτό είναι μια παλιά αφηγηματική τεχνική. Για παράδειγμα στο «Ιστορία και όνειρο» του Μαρίνου Φαλιέρου (Κρήτη, 15ος αιώνας), ο ήρωας, απάνω που είναι έτοιμος να καταφέρει την κοπέλα που αγαπά, ξυπνάει από το τσίμπημα ενός ψύλλου.

  Αναζητώντας, όχι τον χαμένο, αλλά τον περασμένο χρόνο, όχι για δικό του λογαριασμό, αλλά για λογαριασμό άλλων, αποτελεί τη «διάνοια» του έργου, τη θεματική του.

  «Χαίρεσαι; Κυλάει ο χρόνος ανάλαφρος. Αγχώνεσαι; Έρχεται ο χρόνος και σου σφίγγει πιότερο τη θηλιά γύρω από το λαιμό σου. Λυπάσαι; Γίνεται ο χρόνος ένα βαρύ αμόνι πάνω στην τρυφερή καρδιά σου. Περιμένεις κάτι με λαχτάρα; Κολλάει με μια σαδιστική διάθεση του χρόνου το ρολόι. Θέλεις να απολαύσεις λίγο παραπάνω κάποια όμορφη στιγμή; Έρχεται ο χρόνος και σου φωνάζει: ‘Τέλειωσε ο χρόνος! Ο κάθε κατεργάρης και στον πάγκο του’» (σελ. 205).

  Η θεματική αυτή όμως είναι ολοφάνερα προσχηματική, αφού αυτό που ενδιαφέρει τον Γεργατσούλη είναι η μυθιστορηματική απόδοση λαογραφικών στοιχείων, διανθισμένων με ιστορίες, αστείες και μη, σαν αυτές που κυκλοφορούν σε όλα τα επαρχιώτικα χωριά. Ανάμεσα σ’ αυτές είναι και μια ιστορία με τσουνάμι. Το ζωτικής σημασίας δίδαγμα, που δεν είναι άσχημο να το επαναλάβουμε εδώ, είναι ότι αν δεις τη θάλασσα να υποχωρεί, το βάζεις στα πόδια και ανεβαίνεις στον κοντινότερο λόφο.

  Και μια αστεία ιστορία: Η γιαγιά, αντί να ρίξει στην κάλπη το ψηφοδέλτιο που της έδωσαν, έριξε το φάκελο με το λογαριασμό της ΔΕΗ. «Θεία, ψήφισες ΔΕΗ» (σελ. 122).

  Τις κατάρες, που βρίσκονται συχνά στο στόμα των χωριανών, τις θεωρεί σαν μέσο για να «αποφεύγουμε τη χειροδικία και τις εκδικητικές ενέργειες. Αν δεν υπήρχαν αυτές, θα έπαιρνε ο καθένας μια κουμπούρα ή ένα στειλιάρι και θα έσπαγε το κεφάλι του διπλανού του» (σελ. 109-110). Είναι όπως τα «τυπικά μετάθεσης» των ηθολόγων, ενέργειες δηλαδή που εκτονώνουν την επιθετικότητα, όπως η γροθιά πάνω στο τραπέζι αντί στο πρόσωπο εκείνου που μας ενόχλησε.

  «Το μη σε μέλλει μη ρωτάς, ποτέ κακό μην εύρεις». Παροιμίες σαν κι αυτή υπάρχουν κάμποσες στο βιβλίο, τονίζοντας το λαογραφικό του χαρακτήρα.

  Από τα λαογραφικά στοιχεία που παρατίθενται στο βιβλίο είναι και η λαϊκή ιατρική. «Δυόμισι δεκαετίες νωρίτερα, γύρω στο 1950, όπως έχω ακούσει από τους μεγαλύτερους, κανένας στο νησί δεν εμπιστευόταν τους γιατρούς… Έτρεχαν λοιπόν σε κάποιες ζαρωμένες μαυροφόρες γριές, που τους έκαναν ένα σωρό μαγικά για να διώξουν από πάνω τους το κακό μάτι και να τους απαλλάξουν από τις σατανικές δυνάμεις που, όπως έλεγαν, τους είχαν κυριεύσει» (σελ. 141-142). Το άρρωστο από ουρολοίμωξη παιδί τη γλιτώνει εδώ, γιατί την τελευταία στιγμή οι γονείς του αποφασίζουν να εμπιστευθούν το γιατρό, όχι όμως και η ηρωίδα του Κινέζου συγγραφέα Ba Jin, στην «Άνοιξη», από τη φημισμένη τριλογία του «Οικογένεια», που πεθαίνει γιατί ο άντρας της δεν εμπιστευόταν τη δυτική ιατρική. Ο Γεργατσούλης φυσικά δεν απορρίπτει τη λαϊκή ιατρική, κυρίως τη βοτανοθεραπεία, την οποία υποστηρίζει ότι πρέπει να αξιοποιήσει η ιατρική.

  Σε κάποιο σημείο διάβασα: «Ξέρεις, Βασίλη, τα παλιά χρόνια τους γέρους τους τυλίγανε σε μια κουβέρτα και τους ρίχνανε στο ποτάμι» (σελ. 182). Ψέμα; Ο πατέρας μου, στα βαθιά του γεράματα, που δεν τα άντεχε και πεθυμούσε το θάνατο, μου έλεγε συχνά: «Τα παλιά χρόνια ήταν καλύτερα που τους γέρους τους γκρεμίζανε». Είμαι σίγουρος ότι έτσι συνέβαινε, φαντάζομαι χιλιετίες πριν, και η ανάμνηση αυτή μεταβιβαζόταν προφορικά από γενιά σε γενιά. Και θυμήθηκα τη «Μπαλάντα του Ναραγιάμα» (1983) του Σοχέι Imamura, ένα από τα θέματα της οποίας είναι ακριβώς αυτό, η εγκατάλειψη των γερόντων στο βουνό. Το άλλο έργο όμως δεν το θυμάμαι, αναφερόταν στους Εσκιμώους, όπου και εκεί οι γέροι εγκαταλείπονταν έξω στο χιόνι για να τους φάνε οι αρκούδες. Έπρεπε να ζήσουν και αυτές, για να μπορέσουν τα παιδιά τους να τις σκοτώσουν και να τραφούν τα ίδια.

  Ο Γεργατσούλης είναι επινοητικότατος στην πλοκή του, και οι ιστορίες που παραθέτει απολαυστικότατες. Διαθέτει μεγάλη αφηγηματική άνεση, σημαντικό προσόν για κάθε πεζογράφο. Η μεγάλη πρωτοτυπία του βιβλίου του βέβαια είναι η θεματοποίηση λαογραφικού υλικού. Αναμένομε και το επόμενο.

 

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Αλεξάνδρα Μοσχονά, Διηγήματα

 Αλεξάνδρα Μοσχονά, Διηγήματα, Αθήνα 2006

 

  «Ο φόβος είναι η ισχυρότερη και αρχαιότερη συγκίνηση του ανθρώπινου γένους…». Με αυτά τα λόγια ξεκινάει τη Αλεξάνδρα Μοσχονά το εν είδει προλόγου κείμενό της στην επανέκδοση των δύο συλλογών διηγημάτων της «Η λευκή σκιά» και «Ο ζοφερός ήλιος του Μεσονυκτίου» με τον απλό τίτλο «Διηγήματα». «Δια φόβου και ελέου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν» γράφει ο Αριστοτέλης στην ποιητική του για την τραγωδία. Ο φόβος είναι το κύριο αίσθημα που νιώθουν οι ήρωες των διηγημάτων της Μοσχονά, και ο φόβος αυτός, με το αίσθημα της ταύτισης και της εμπάθειας, μεταδίδεται ατόφιος στον αναγνώστη.

  Υπάρχει και ο υπερθετικός του φόβου, ο τρόμος. Ο τρόμος δίνει το όνομα σε ολόκληρη κατηγορία κινηματογραφικών έργων, τα «horror films», τα έργα τρόμου. Όμως τα διηγήματα δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Το να γράψεις έργα μόνο για τον τρόμο σημαίνει να φτωχαίνεις τη λογοτεχνία. Ο Σενέκας, ο ρωμαίος τραγωδός, κατηγορήθηκε ότι, παρερμηνεύοντας τα λόγια του Αριστοτέλη, παρουσίασε πάνω στη σκηνή πράξεις φρικιαστικές για να προκαλέσει τον φόβο. Μόνο ο φόβος δεν φτάνει, χρειάζεται και ο έλεος, η συμπόνια για τους ήρωες. Και αυτή η συμπόνια ξεχύνεται ατόφια στα διηγήματα της Μοσχονά, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος.

  Στα έργα τρόμου υπάρχει ένα έντονο σασπένς για την έκβαση. Τα διηγήματα της Μοσχονά είναι περισσότερο ατμοσφαιρικά, σε βαθμό που διαψεύδουν τις αφηγηματικές αναμονές, όπως π.χ. στο εκτενές «Σεντούκι». Δεν μαθαίνουμε ποιος είναι ο δολοφόνος των γυναικών, ούτε τι περιέχει το σεντούκι. Σκιαγραφείται όμως αδρά ο μοναξιασμένος ήρωας, όπως είναι άλλωστε και οι περισσότεροι ήρωές της. Το ίδιο και στο «Ο κύριος Δανιήλ», επίσης εκτενές, που δεν μαθαίνουμε ποτέ τι συνέβαινε στο γηροκομείο». 

  Στο εισαγωγικό της σημείωμα η Μοσχονά μιλάει για «εξωπραγματικό αφήγημα», για «παράξενο διήγημα», για «αφηγήματα μυστηρίου». Όλα αυτά τοποθετούνται γενικότερα στην κατηγορία του φανταστικού. Ο Γάλλος θεωρητικός της λογοτεχνίας Τσβετάν Τοντόροφ (για την ακρίβεια Βούλγαρος, που όμως, όπως και η Τζούλια Κρίστεβα, σπούδασε στη Γαλλία, ζει στη Γαλλία και γράφει γαλλικά) έγραψε ένα ωραίο βιβλίο με τίτλο «Εισαγωγή στη λογοτεχνία του φανταστικού». Τα διηγήματά της θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε αυτές τις υποκατηγορίες. Κάποια είναι εξωπραγματικά, έξω από τα όρια του πραγματικού, όπως «Το ηλεκτρονικό πλάσμα», κάποια διηγήματα μυστηρίου, που κινούνται στα όρια, τα οποία αντιπροσωπεύουν την κύρια κατηγορία του φανταστικού κατά τον ορισμό του Τοντόροφ, όπως τα διηγήματα «Η τετραχτίδα», «Το σφραγισμένο δωμάτιο», «Ο κύριος Δανιήλ», και κάποια άλλα στην κατηγορία του παράξενου, όπως «Ο σταθμός», «Οι θεοί του σκότους», «Η πρόσκληση», «Η πορεία ενός απόλυτα λογικού ανθρώπου», «Η λευκή σκιά», «Η κατάρα της Ελπίδας Χ», «Σπίτι από γυαλί», «Η μοιραία τροπή και «Ο επισκέπτης».

  Στα διηγήματα του δεύτερου μέρους ανήκουν κάποια που δεν εντάσσονται στις παραπάνω κατηγορίες, όπως «Ο ρακοσυλλέκτης», «Ο αυτοσαρκασμός»,(ο περιθωριακός) «Ο θάνατος της νύχτας» (ο ναρκομανής) «Χωρίς πυξίδα» (επίσης ναρκομανής) «Το χάρισμα» (το άρρωστο, ετοιμοθάνατο παιδί) «Η λάμψη» (νέος περιθωριακός, πρώην κατάδικος). Στο «Αδυναμίες», «Ο συνοδός» και «Η εσωστρέφεια» εικονογραφείται ο μοναχικός τύπος που δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τη σεξουαλική σχέση σε μια ουσιαστική σχέση με μια γυναίκα.

  Το όνειρο κυριαρχεί στα περισσότερα διηγήματα, και είναι αυτό που τα κατατάσσει στην κατηγορία του φανταστικού, αφού το ονειρικό περιεχόμενο τοποθετείται στην περιοχή του μυστηρίου και του παράξενου, ενώ η εγκιβωτίσουσα αφήγηση το τοποθετεί στα όρια του πραγματικού. Λέξεις όπως φόβος, τρόμος, φρίκη, εφιάλτης, επανέρχονται στα διηγήματα ορίζοντας το κλίμα τους. Τα αρχετυπικά σύμβολα του Πόε εμφανίζονται επίσης σε κάποια διηγήματα: Το περίεργο σπίτι, η γάτα, το μαύρο πουλί. Όμως αυτό που χαρακτηρίζει τα διηγήματα της Μοσχονά είναι η σκιαγράφηση του μοναχικού ανθρώπου, του περιθωριακού ανθρώπου, του ανθρώπου που κατατρύχεται από φαντάσματα και εφιάλτες. Κάποιοι από αυτούς τους ήρωες πεθαίνουν. Και οι πιο περιθωριακοί, οι πιο μοναχικοί, οι πιο καταδικασμένοι από όλους, ο αλήτης και ο ζητιάνος, αν και δεν πρωταγωνιστούν σε κανένα από τα διηγήματά της, τοποθετούνται στο φόντο κάποιων από αυτά, σαν το κοινωνικό αντίστοιχο του ψυχισμού του κύριου ήρωα, όπως στα «Ο συνοδός», «Αδυναμίες», «Αυτοσαρκασμός».

  Θα κλείσουμε με την σαρκαστική αυτοσυνειδησία της συγγραφέως φανταστικών ιστοριών: «Ο εφιάλτης δεν έχει πρόσωπο, η φρίκη δεν αποδίδεται σωστά σε περιγραφές καλοπροαίρετων γραφιάδων» (σελ. 113). Η Μοσχονά πάντως δεν τα πήγε καθόλου άσχημα.

 

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Κατερίνα Γναφάκη, Χορεύοντας

 Κατερίνα Γναφάκη, Χορεύοντας, Αθήνα 2006, Ύφος

 

  «Χορεύοντας»! Πολλές φορές τα διακείμενα λειτουργούν συνειρμικά, ερήμην του συγγραφέα. Άραγε χορεύοντας με τους λύκους; Με τι;

  Θα το δούμε διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής που μας έδωσε η Κατερίνα, νέο μέλος στο lexima, και για την ώρα τακτικό, στις συναντήσεις της Τετάρτης στο καφέ Diana. Κρητικιά, μια ιδιότητα που με συγκινεί, καθότι Κρητικός κι εγώ, και δασκάλα, που με γεμίζει συναδελφικά αισθήματα.

  Διάβασα τη συλλογή. Όχι, η Κατερίνα δεν χορεύει με τους λύκους, χορεύει με τ’ αστέρια. Τ’ αστέρια είναι απ’ τις λέξεις που επανέρχονται συχνά στα ποιήματά της.

  Η παλέτα των λέξεων της Γναφάκη είναι περιορισμένη. Ιδεοψυχαναγκαστικά καθηλώνεται σε λέξεις που επαναλαμβάνονται στα ποιήματά της και συνιστούν τη γεωγραφία της ποίησής της. Η λέξη «χορεύω» και τα παράγωγά της συναντώνται 47 φορές τουλάχιστον (μπορεί να μου ξέφυγε καμιά). Η τελευταία λέξη της συλλογής είναι «χορεύει». Όσο για τη λέξη «τραγουδώ», αυτή τη συναντήσαμε 37 φορές.

  Το τραγούδι είναι το μόνο μου

                                           ένδυμα,

  υφασμένο με το αγέννητο

                                    και το άδηλο.

  Κανένας δεν μπορεί

           να μου το πάρει.

                 Θα ματώσουν τα χέρια.

  Η Γναφάκη γράφει ποίηση χωρίς να κατατρύχεται από την αγωνία της επίδρασης. Πάρα πολλοί στίχοι της είναι έμμετροι σε αυστηρές παραδοσιακές φόρμες, τη στιγμή που η πλειοψηφία των σύγχρονων ποιητών γράφει σε ελεύθερο στίχο. Και στις έμμετρες φόρμες της αναγνωρίζει κανείς φωνές του παρελθόντος, και κυρίως του Σολωμού.

  Ο ουρανός τη φίλησε

                      με τ’ ανθισμένο στόμα,

  τη φίλησε, τη μύρωσε κι ευωδιάζει

                                              ακόμα.

    Το παρακάτω τετράστιχο όμως είναι καθαρή μαντινάδα, ερωτικότατη, κρητικότατη.

  Σταφύλια έχουν τα χείλη σου,

                    έλικες τα μαλλιά μου,

  στα μάτια σου η κληματαριά,

               Οι ρίζες στην καρδιά μου.

  Τα παρακάτω τετράστιχα σε τροχαϊκό μέτρο τι θυμίζουν;

  Το ποτάμι, το ποτάμι,

           το στοιχειό του ποταμού

  η νεράιδα, οι νύμφες

            και το γέλιο του νερού.

 

  Οι αδελφές μου που χορεύουν

              οι αδελφές μου που γελούν

   ζωγραφίζουνε τα κρίνα,

              τ’ άγρια ρόδα του βυθού.   

  Να τι θυμίζουν:

  «Σε γνωρίζω από την κόψη

         του σπαθιού την τρομερή..». Η εικονοποιεία όμως είναι από τους «Ελεύθερους πολιορκημένους|», και συγκεκριμένα από τον «Πειρασμό».

  Ψηλά σ’ ένα βραχάκι,

            απότομο πολύ,

  στέκει ένα κατσικάκι

           κι αναζητάει τροφή.

  «Την είδα την ξανθούλα, την είδα ψες αργά» κλπ.

  Τι ανακαλούν συνειρμικά οι παρακάτω στίχοι, λόγω της φόρμας τους;

  Δεν είμαι αστρί, μήτε λουλούδι

  κι ούτε της αύρας το φιλί,

  μήτε της θάλασσας το φύκι,

  μα των ματιών σου είμαι η ψυχή.

   Εγώ, μόλις τους διάβασα, μου ήλθαν στο μυαλό οι παρακάτω στίχοι του Βάρναλη.

  «Δεν ειμ’ εγώ σπορά της τύχης ο πλαστουργός της νιας ζωής. Εγώ ’μαι τέκνο της ανάγκης κι ώριμο τέκνο της οργής».

  Κοίτα να δεις, αναρωτιόμουνα αν βγαίνει ακόμη ο «Οδηγητής», αλλά ψάχνοντας στο google μην κάνω καμιά πατάτα με τους στίχους, τους βρήκα στο τεύχος του Φλεβάρη του 2003, από όπου, για να μην κάθομαι να αντιγράφω, έκανα copy and paste. Τελικά βγαίνει, και υπάρχει και ηλεκτρονικά.

  Βέβαια να μην το παρακάνουμε με τις συνειρμικές ανακλήσεις, γιατί καμιά φορά μας βγάζουν εκεί που δεν θέλουμε. Για παράδειγμα όταν διάβασα το στίχο «Καθαρεύω και ίπταμαι» στο μυαλό μου ήρθαν οι στίχοι «οδηγώ και σε σκέφτομαι». Δεν ξέρω ποιος τους τραγουδά, σίγουρα όμως δεν είναι του Μάνου Ελευθερίου, που η εκδήλωση προς τιμήν του στο Κορωπί, με τις θαυμάσιες εισηγήσεις (μπράβο Γιάννη και Ελένη άλλη μια φορά) την Κυριακή στις 10 του Σεπτέμβρη πολύ μας άρεσε.

  Και ενώ στη στιχουργική της η Κατερίνα επηρεάζεται από τον Σολωμό, ακόμη και με στίχους που ανακαλούν στίχους του Σολωμού («τα σπλάχνα μου χορεύουν», «του σπαθιού την κόψη», προϊόντα πιθανότατα κρυπτομνησίας), στην εικονοποιεία της δανείζεται από τον Κάλβο. Οι ουρανοί, οι γαλαξίες, οι αστερισμοί κάνουν συχνά την εμφάνισή τους σε υπέροχες μπαρόκ εικόνες. Και πού αλλού θα φαινόταν πιο καθαρά η Καλβική επίδραση από ότι στο ποίημα «Ωκεανός»; Παρόλο που έχει εδώ μεταφορική σημασία, οι εικόνες που χρησιμοποιεί η Κατερίνα είναι καλβικές: «Τράνεψαν τα κύματα», «απ’ του ήλιου τους δρόμους», «σχίστηκαν οι ουρανοί», «Ύμνος έγινε το πέλαγο», «δίνη των κυμάτων», «το θάλπος σου, ήλιε μου», «Γη κι ουρανός μαζί!» κλπ.

  Αντιστικτικά υπάρχουν τα γεμάτα τρυφερότητα «παιδικά» ποιήματά της, με πρώτο και καλύτερο το «Νανούρισμα»:

  Το κορμάκι σου ανθισμένο

              κι όλο άνοιξη ανασαίνω

  λουλουδένιο, λουλουδένιο,

               τριαντάφυλλο ανοιγμένο. 

  «Πολλά από τα ποιήματα αυτής της συλλογής είναι παλιά», γράφει η Γναφάκη, «ωστόσο θέλησα να τα παρουσιάσω αποχαιρετώντας ένα κομμάτι του εαυτού μου που αφήνω καλωσορίζοντας το καινούριο». Δεν ξέρουμε ποια είναι τα παλιά και τα καινούρια. Όλα μας άρεσαν. Εμείς καλωσορίζοντας την καινούρια ποιήτρια, στην πρώτη της αυτή συλλογή, και με τα παλιά της και με τα καινούρια της ποιήματα, της ευχόμαστε κάθε δημιουργικότητα. 

Ελευθερία Αναγνωστάκη-Τζαβάρα, Τα πρόσωπα της Αφροδίτης

 Ελευθερία Αναγνωστάκη-Τζαβάρα, Τα πρόσωπα της Αφροδίτης

 

  Η ποιήτρια Ελευθερία Αναγνωστάκη -Τζαβάρα είναι γενικός γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Δραστήρια και ακαταπόνητη, είναι η ψυχή των εκδηλώσεων της Εταιρείας. Η Τζαβάρα μας έδωσε πρόσφατα τρία έργα της.

  Και πρώτα πρώτα «Τα πρόσωπα της Αφροδίτης» σε μια καλαίσθητη έκδοση από τις εκδόσεις Πάραλος. Με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, αποτελεί μια επιτομή και ένα σχόλιο στην αρχαία ελληνική τέχνη γενικότερα, αλλά και στα κλασσικά γυναικεία αρχέτυπα πιο ειδικά, και όχι μόνο της Αφροδίτης στην οποία παραπέμπει ο τίτλος. «Μήδεια: η κόρη του ήλιου» είναι ένα από τα κείμενα του έργου, ποιητική πρόζα που εικονογραφεί τη δαιμονική φύση της γυναίκας:

  «Καθρεφτίζεται στους λειμώνες του ύπνου μας, καθώς μόνη περπατάει στις ερημιές της αγάπης, στους γκρεμνούς τους σφοδρού πόνου, στην άβυσσο της ερωτικής εγκατάλειψης, με τη γαμψή εκδίκηση ν’ αφρίζει ο νους της… Υπάρχει μια δαιμονική αγιότητα στις πράξεις της».

  Και για την Αφροδίτη:

  «Το σώμα σου έχει το άρωμα των υπερώριμων καρπών.

  Χορτασμένη από θαμβωτικά σμιξίματα, χαμογελάς πέρα από το χρόνο, το αίμα, το σώμα, τα σύνορα, τα ταμπού.

  Βαμμένη, φτιασιδωμένη, θαμβωτική, στεγνώνουν επάνω στο δέρμα σου τα ίχνη του ιριδίζοντος πόθου του Άδωνη, του Ταμμούζ, του Όσιρι».

  Η Αναγνωστάκη μας δείχνει, όπως και η Ρέα Γαλανάκη στο «Βίος και Πολιτεία του Ισμαήλ Φερίκ Πασά, ότι δεν υπάρχουν απόλυτα στεγανά ανάμεσα στην ποίηση και την πρόζα.

  Στο έργο αυτό μεταφράζει επίσης ορφικούς ύμνους και Πίνδαρο, και παραθέτει αυτούσια αρχαιοελληνικά αποφθέγματα.

  Παραθέτουμε ένα απόσπασμα για τον Έρωτα:

 «Έρωτα σε φοβάμαι (έτσι, με bold χαρακτήρες)

Έχεις τα φτερά ενός αγγέλου που ξεστράτισε.

Το μαστίγιο του πόθου.

Τα καρφιά του πάθους.

Τις αλυσίδες της δέσμευσης.

Το ναι της υποταγής.

Αινιγματικός, κρύβεσαι πίσω από λέξεις».

  Τολμηρή στις μεταφορές και τις εικόνες της, η Αναγνωστάκη είναι μια από τις πιο αξιόλογες φωνές της νεοκρητικής σχολής.

  Σε αγγλική μετάφραση εκδόθηκαν και ορισμένα της ποιήματα με τίτλο Dreams of birth (Paralos 2005), ενώ η «Μεγάλη πορεία» εκδόθηκε πέρυσι σε δίγλωσση έκδοση, ελληνικά και πολωνικά, στη Βαρσοβία. Οι αρχαιοελληνικές εμμονές της φαίνονται και εδώ στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής, σε κάποια μάλιστα και στους τίτλους (Κούρα Αθηνά, Η Σίβυλλα).

  Δημιουργία προσδιορισμών με γενική στη θέση επιθέτων (Βάρβαροι του κέρδους, ισοβίτης της μοναξιάς, νύχτα των κόσμων), έξυπνες μεταφορές (οχήματα παράφρονα, αναμαλλιασμένα σύννεφα) είναι χαρακτηριστικά υφολογικά στοιχεία του έργου.

  Έχοντας μια μακρά μαθητεία στο οικολογικό κίνημα, δεν μπορώ να μη παραθέσω ένα δείγμα της ποίησης της Αναγνωστάκη από το ποίημα «Οικολογία».

  «Έγκλειστος σε κρύπτες από μπετόν

Δένεις κόμπους υπομονής τη ζωή σου.

Τη συντηρείς με ψέματα.

Κι εσύ που γεύτηκες ψωμί από γλυκό σιτάρι

Κι ήπιες κρασί από λιαστό αμπέλι,

Τρέφεσαι με τροφές συνθετικές».