Μάρω Βαμβουνάκη, «Έρωτας: Το γελοίο και το δέος», Φιλιππότης 2002
Κρητικά Επίκαιρα, Γενάρης 2003
Μετά το μυθιστόρημά της «Ο Ντάνκαν ζητεί το θεό», η Μάρω Βαμβουνάκη επιστρέφει στη γνώριμη θεματική της, που την έχει καταξιώσει σε ένα ευρύτατο αναγνωστικό κοινό, τον έρωτα. Όμως αυτή τη φορά επιστρέφει με ένα διαφορετικό τρόπο.
Κατ’ αρχήν, ο χρόνος της ιστορίας διαφέρει από το χρόνο της αφήγησης, και μάλιστα αρκετά. Η αφηγήτρια αφηγείται μια ερωτική της ιστορία που συνέβη χρόνια πριν (σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες της λογοτεχνίας ο αφηγητής δεν είναι αναγκαστικά ο συγγραφέας, από τον οποίο μάλιστα μπορεί να διαφέρει πολύ, για παράδειγμα στο φύλο, όπως π.χ. στο «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή, που η αφηγήτρια είναι γυναίκα)
Η ιστορία αυτή είναι μια ιστορία ερωτικού πάθους. Αταίριαστοι από κάθε άποψη οι δυο εραστές, θα ταλανιστούν σε μια σχέση που οδηγεί στο αδιέξοδο. Παρολαυτά το αταίριαστο της σχέσης τους είναι που, όπως φαίνεται, τροφοδοτεί το ισχυρότατο ερωτικό τους πάθος. Ένα ερωτικό πάθος του οποίου η κύρια διάσταση δεν μπορεί να είναι άλλη από τη ζήλια. Ο άντρας ζηλεύει τη γυναίκα, που τον ξεπερνάει σε κουλτούρα, και κάποιες στιγμές της φέρεται με αληθινή σκληρότητα. Και οι ακραίες συνέπειες της ζήλιας, όπως ξέρουμε, είναι ή ο φόνος του/της άπιστου/ης, ή η αυτοκτονία. Και τα δυο θα τα επιχειρήσει ο παθιασμένος εραστής, χωρίς αποτέλεσμα. Η Βαμβουνάκη, θα γίνω βαρετός επαναλαμβάνοντάς το μια και έχω γράψει για όλα τα έργα της, παίρνει συνηθισμένες ιστορίες χωρίς μελοδραματικές εξάρσεις, με ακραία γεγονότα δηλαδή όπως τα παραπάνω, για να υφάνει εξαίσιες δοκιμιακές σελίδες για τον έρωτα, αστείρευτες, πάντα πρωτότυπες.
Ποιο είναι το επιμύθιο;
Η ηρωίδα, μετά από χρόνια, έχοντας κάνει μια ευτυχισμένη, δηλαδή μια συμβατική, οικογένεια, αναρωτιέται πού βρίσκεται η ευτυχία, στον κοινωνικό συμβιβασμό με ένα γάμο που με μαθηματική ακρίβεια οδηγείται στη φθορά, ή στο ερωτικό πάθος μιας αδιέξοδης σχέσης.
«…δεν ξέρει πότε ζούσε αληθινά. Τώρα ή τότε;» (σελ. 253).
Η ευτυχία είναι ποιότητα, ή διάρκεια; Θυμάμαι εδώ ένα έργο που δεν το είδα ολόκληρο, έχασα την αρχή του, και που με εντυπωσίασε: «Ο εραστής της κομμώτριας». Ο άνδρας ή η γυναίκα, δεν θυμάμαι πια, και δεν έχει ίσως σημασία, αυτοκτονεί αφού κάνει έρωτα με τον σύντροφό του, πέφτοντας σε ένα ποτάμι, γιατί ξέρει ότι δεν θα νιώσει ποτέ πια τόσο ευτυχισμένος, όσο ένιωσε στη διάρκεια των ερωτικών στιγμών που έζησε λίγο πριν.
Στη διδακτορική μας διατριβή εντοπίσαμε ως μια από τις κύριες θεματικές της νεοελληνικής πεζογραφίας το δίπολο συμβιβασμός/ μη συμβιβασμός. Εκεί διαπιστώσαμε ότι στα περισσότερα έργα οι ήρωες αναζητούν τον μη συμβιβασμό, τον οποίο στο τέλος πληρώνουν ακριβά. Αντίθετα η ηρωίδα εδώ της Βαμβουνάκη, συμβιβασμένη, αναπολεί τις στιγμές του μη συμβιβασμού, τότε που έζησε την ευτυχία του έρωτα κρυφά από φίλους και γνωστούς, που την προειδοποιούσαν γι αυτή τη σχέση της.
Η Βαμβουνάκη είναι πάντα αστείρευτη, εγώ ως βιβλιοκριτικός φοβάμαι ότι γίνομαι κουραστικός επαναλαμβάνοντας πράγματα που έχω ήδη πει, και για να φτάσει το βιβλιοκριτικό αυτό σημείωμα σε μια ανεκτή έκταση προτιμώ να δώσω το λόγο στην ίδια τη Βαμβουνάκη.
«Τίποτα πιο εξαντλητικό από την προσποίηση, ιδίως του ότι είσαι μια χαρά. Τίποτα πιο εξουθενωτικό από το να χαμογελάς, να ενδιαφέρεσαι, και να κουβεντιάζεις με το ζόρι, όταν το μόνο που λαχταράς είναι να βυθιστείς στη σιωπή σου και στο ήρεμο σκοτάδι από το οποίο προέκυψες» (σελ. 12).
«…ο έρωτας δεν καταδέχεται τους υπολογισμούς, εκδικείται όσους τον παζαρεύουν. Είναι πανάκριβος ο έρωτας για να παραδοθεί στη φτήνια των εγγυήσεων. Προτιμά την τρέλα, την ήττα. Τη σταύρωση» (σελ. 30).
«Η νιότη πονάει πολύ. Γνωρίζει τόσα λίγα και θέλει τόσα πολλά» (σελ. 52).
«Για την αγάπη μαθαίνεις πάντα δύσκολα, πολλές φορές καθόλου και ποτέ. Μονάχα όταν διαβάζεις μυθιστορήματα ή βλέπεις ταινίες για λίγο ταυτίζεσαι και νομίζεις πως κατάλαβες. Στην πράξη όλα γίνονται αλλιώς» (σελ. 53).
«Ο έρωτας είναι έτσι κι αλλιώς η πιο ανασφαλής κατάσταση της ζωής μας» (σελ. 128).
«Είναι απίστευτο πόση ενέργεια απαιτεί να σου καταναλώσει ένας έρωτας. Λέγεται πως σου χαρίζει σφρίγος, αλλά ταυτόχρονα απομυζεί σκέψη και αίμα. Δεν είναι ζηλιάρης κι αποκλειστικός μονάχα ως προς τα πρόσωπα, ανταγωνίζεται κάθε άλλη διάθεση, κάθε άλλη προτίμηση, κάθε ενδιαφέρον έξω απ’ αυτόν» (σελ. 137).
«Γιατί είναι η πίκρα που γεννάει το χιούμορ, γιατί ‘γελάς πολύ, παιδί μου, θα έχεις πονέσει», που γράφει κι ο Γκόρκι, γιατί το γέλιο είναι αντίδραση σε ελλοχεύουσα κατάθλιψη» (σελ. 196).
«Λένε πως το να συζητάς ένα βάσανό σου σε αποφορτίζει, σε βοηθάει, αλλά μπορεί να μην είναι πάντοτε έτσι. Χωρίς μάρτυρες υποφέρεις λιγότερο κάποιες φορές. Τουλάχιστον δεν ντρέπεσαι, πληγώνεται λιγότερο ο εγωισμός σου χωρίς μάρτυρες» (σελ. 216).
«Πάντα είναι κανείς αθώος μπρος σε ένα τέτοιο πόνο. Σε τελευταία ανάλυση, όλοι είμαστε από έρωτα σακατεμένοι. Ζητάμε το θαύμα, ζητάμε τον άγγελο. Δεν υπάρχει πιο πιθανός δρόμος απ’ αυτόν τον δρόμο, γιατί δεν υπάρχει πιο σκληρός, οξύς πόνος» (σελ. 260).
«Κατά κανόνα είμαστε προετοιμασμένοι, ακόμα και για όσα ισχυριζόμαστε πως μας αιφνιδίασαν. Ζούμε κάνοντας διαρκώς πρόβες» (σελ. 250).
Να παραθέσουμε και τέσσερα υπέροχα οξύμωρα, το αγαπημένο υφολογικό σχήμα και του Καζαντζάκη. Τα δυο βρίσκονται στην ίδια σελίδα, την 33:
«…οι αδυναμίες είναι ό,τι πιο δυνατό» και «Δεν εγκαταλείπεις εύκολα κάτι που μπορείς εύκολα να εγκαταλείψεις».
«Ο έρωτας κάνει σοφούς και τους πιο χαζούς. Κάνει χαζούς και τους πιο σοφούς. Ό,τι θέλει κάνει ο έρωτας» (σελ. 75).
«Είναι μεγάλη δύναμη να γνωρίζεις τις αδυναμίες σου» (σελ. 126).
Book review, movie criticism
Saturday, September 4, 2010
Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, Κρητολογικά Μελετήματα
Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, Κρητολογικά Μελετήματα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2001
Ουτοπία, τ. 51, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2002
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης τριάντα χρόνων (1969-1999) από την έναρξη του συγγραφικού του έργου, έκρινε σκόπιμο ο καθηγητής της γλωσσολογίας Χριστόφορος Χαραλαμπάκης να συγκεντρώσει σε ένα τόμο ορισμένες μελέτες του που αναφέρονται στη γενέτειρά του Κρήτη, όπως δηλώνει ο ίδιος στον πρόλογο. Στην απόφασή του αυτή, μας λέγει πιο κάτω, τον ώθησε κυρίως η ελπίδα «ότι ενδέχεται να αποτελέσουν αφορμή για νεότερους ερευνητές να ασχοληθούν με θέματα τα οποία όχι μόνο δεν έχουν μελετηθεί ικανοποιητικά, αλλά τείνουν να θεωρηθούν παρωχημένα» (σελ. 11).
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στην Κρητική διάλεκτο και χωρίζεται σε δύο τμήματα. Το πρώτο τμήμα περιλαμβάνει μελέτες λεξικογραφικές και ετυμολογικές. Εδώ μελετούνται ζητήματα ετυμολογίας λέξεων, σημασιολογικά προβλήματα, μεθοδολογικά προβλήματα των αρχαϊσμών της Κρητικής διαλέκτου, προβλήματα γύρω από τη σύνταξη μιας γραμματικής της Κρητικής διαλέκτου, αποκλίσεις και διακυμάνσεις του γραμματικού γένους στην Κρητική διάλεκτο, κ.ά. Ακόμη και για ένα μη ειδικό, το τμήμα αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς βλέπει την προέλευση και ετυμολογία λέξεων που, αν δεν είναι σήμερα σε ευρεία χρήση στην Κρήτη, διατηρούνται οπωσδήποτε στη μνήμη πολλών Κρητικών.
Το δεύτερο τμήμα αναφέρεται στα τοπωνύμια. Επισημαίνεται εδώ ότι, ενώ υπάρχουν αρκετές μελέτες για τα μακροτοπωνύμια, δεν παρατηρείται το ίδιο ενδιαφέρον και για τα μικροτοπωνύμια, και ο Χαραλαμπάκης επισείει τον κίνδυνο της οριστικής απώλειάς τους, μια και αρκετά χάνονται από τη μνήμη των ανθρώπων της περιοχής. Το ότι «τα τοπωνύμια είναι επιγραφές χαραγμένες στο έδαφος» δεν τα προφυλάσσει από τον κίνδυνο της λήθης. Και, συνοψίζει γενικεύοντας, «αν δεν είμαστε σε θέση να κρατήσουμε την Κρητική γλώσσα και τα τοπωνύμιά μας, αφού υπεισέρχονται και λόγοι ανεξάρτητοι από τη θέλησή μας, έχουμε την ιερή υποχρέωση απέναντι στις επόμενες γενιές να διασώσουμε την πολιτιστική μας αυτή κληρονομιά. Ας μην ξεχνάμε πως ‘σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν σβήνει κανείς κι ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον’, για να επαναλάβω τα λόγια του Σεφέρη» (σελ. 123). Μια και υπάρχει αρκετό ερασιτεχνικό ενδιαφέρον για τα τοπωνύμια, το τμήμα αυτό είναι πολύτιμο για καθένα που θα επιχειρούσε να αναλάβει μια τοπωνυμιακή έρευνα. Επισημαίνεται επίσης ότι «Η τάση των λογίων του περασμένου αιώνα να ανάγουν στην αρχαία ελληνική πολλά ξενόγλωσσα τοπωνύμια, με σαφή διαστρέβλωση των φωνολογικών και μορφολογικών κανόνων της ελληνικής, έχει οριστικά εγκαταλειφθεί από τους νεότερους ερευνητές» (σελ. 132).
Τα υπόλοιπα τρία μέρη του έργου έχουν γενικότερο ενδιαφέρον, και όχι στενά γλωσσολογικό. Το δεύτερο μέρος τιτλοφορείται «Γλώσσα και Λογοτεχνία της Κρήτης» και αναφέρεται στην Κρητική γλώσσα όπως παρουσιάζεται μέσα από τα λογοτεχνικά της έργα. Στη μελέτη με τίτλο «Κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση των έργων της Κρητικής λογοτεχνίας» ο Χαραλαμπάκης αναφέρεται εκτενώς στο φαινόμενο της υπερδιόρθωσης, και κυρίως στην υπεργενίκευση του τελικού -ν, βάσει του οποίου υποτιθέμενα λάθη των αντιγραφέων στην πραγματικότητα βρίσκονταν στο στόμα του λαού, καθώς «η κατάχρηση του τελικού -ν αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα ολιγογράμματων ανθρώπων στην προσπάθειά τους να προσδώσουν επισημότητα ή λογιότητα στο ύφος τους» (σελ. 173). Έτσι πιστεύει πως «και στα έργα της Κρητικής λογοτεχνίας εμφανίζονται αρκετά συχνά υπερδιορθωμένοι τύποι με τελικό -ν οι οποίοι δεν μπορούν με τη συχνότητα που παρουσιάζονται, και μάλιστα σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και από διαφορετικούς αντιγραφείς, να θεωρηθούν χωρίς εξαίρεση απλά λάθη απροσεξίας ή άγνοιας» (σελ. 174).
Πιο κάτω, μιλώντας για τη διάκριση ανάμεσα σε ανατολικό και δυτικό Κρητικό ιδίωμα, επισημαίνει τη διάχυση των ιδιωμάτων, και ότι δεν υπάρχουν σαφή όρια. «Όπως εξάλλου δείχνει η σημερινή Κρητική διάλεκτος, γνωρίσματα που θεωρούνται δυτικά ήταν γνωστά και στην Ανατολική Κρήτη, όπως λ.χ. οι άσιγμοι τύποι των ονομάτων πριν από εγκλιτικά (ο άνθρωπό μας στην Καλαμαύκα Ιεράπετρας)» (σελ. 183). Και η βιολογία, να σημειώσουμε παρεμπιπτόντως, κάνει ανάλογες επισημάνσεις όσον αφορά τη διασπορά των ειδών. Δεν υπάρχουν σαφή γεωγραφικά όρια που χωρίζουν το ένα υποείδος από το άλλο, αλλά υπάρχουν πλατιές ζώνες που ανακατεύονται.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η μελέτη «Η Κρητική διάλεκτος στο λογοτεχνικό έργο του Κονδυλάκη», όπου σχολιάζονται και οι απόψεις του Κονδυλάκη για τη γλώσσα και την Κρητική διάλεκτο. Παρατίθεται επίσης ένα λεξιλόγιο που, παρά τη μετριόφρονα δήλωση του συγγραφέα ότι δεν είναι πλήρες, είναι ιδιαίτερα εκτεταμένο. Επίσης ο συγγραφέας κάνει διορθώσεις και προσθήκες στο «Κρητικό λεξιλόγιο» του Κονδυλάκη, το οποίο ήταν καρπός πολυετούς προσπάθειας του μεγάλου Κρητικού πεζογράφου, για ενδεχόμενη επανέκδοσή του.
Το τρίτο μέρος αναφέρεται σε περιηγητές και περιηγήσεις στην Κρήτη. Ο συγγραφέας μας δίνει την καταπληκτική πληροφορία ότι στη Γερμανία εκδίδεται κατά μέσον όρο ένα βιβλίο το χρόνο που αναφέρεται στην Κρήτη, και παραθέτει τα πιο ενδιαφέρονται απ’ αυτά που εκδόθηκαν τα τελευταία τριάντα χρόνια. Και εδώ μας παρουσιάζεται ένας Χαραλαμπάκης με ιδιαίτερο λογοτεχνικό αισθητήριο, αφού τα αποσπάσματα που μεταφράζει και παραθέτει είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακά. Από τα πιο συναρπαστικά κείμενα είναι μια άγνωστη περιγραφή του ολοκαυτώματος του Αρκαδίου.
Το τέταρτο μέρος αναφέρεται σε τρεις πνευματικές μορφές της Κρήτης. Η πρώτη είναι ο Νίκος Καζαντζάκης, και η μελέτη έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο γλωσσικός σκεπτικισμός του Νίκου Καζαντζάκη». Εκεί αναφέρεται η αμφίσημη σχέση του Καζαντζάκη με τη γλώσσα. Από τη μια ο Καζαντζάκης αγωνιά για την απώλεια Κρητικών λέξεων, και από την άλλη επισημαίνει την αδυναμία της λέξης να εκφράσει το συναισθηματικό πλούτο του ανθρώπου.
Η δεύτερη μελέτη αναφέρεται στον λαμπρό φιλόλογο Εμμανουήλ Γενεράλι (1860-1942), που υπήρξε δάσκαλος διακεκριμένων πανεπιστημιακών όπως ο Εμμανουήλ Κριαράς, ο Νικόλαος Τωμαδάκης και ο Στυλιανός Καψωμένος. Τέλος παρατίθεται μια βιβλιοκρισία για το έργο του διακεκριμένου φιλόλογου Μανώλη Μιλτ. Παπαδάκη που έχει τίτλο Μαρία Λιουδάκη, Η ιέρεια της παιδείας. Στα πλαίσια της βιβλιοκρισίας ο Χαραλαμπάκης αναφέρεται εκτενώς στη ζωή της άτυχης δασκάλας που σφαγιάθηκε ως αριστερή από τους αντάρτες του Μανόλη Μπαντουβά. Σε επίμετρο παρουσιάζεται τέλος «Ο Ελύτης της Κρήτης», μια μελέτη στην οποία ανιχνεύονται επιδράσεις της γενέθλιας γης στο έργο του μεγάλου νομπελίστα ποιητή.
Δεν θέλω να κλείσω το σημείωμα αυτό επαναλαμβάνοντας συμπερασματικά, ως είθισται, το πόσο αξιόλογες και σημαντικές είναι οι μελέτες που περιλαμβάνονται σ’ αυτό τον τόμο. Απλά θα επιχειρήσω μια «διάψευση» της θέσης ότι «από μεγεθυντικούς τύπους δεν σχηματίζονται υποκοριστικά» (σελ. 84) παραθέτοντας ένα ανέκδοτο, που ίσως είναι χρήσιμο για τους γλωσσολόγους. Συνέβη στο χωριό Παχιά Άμμος της Ιεράπετρας.
Η βάρκα δένει στο λιμάνι, γεμάτη ψάρια, ανάμεσα στα οποία ήταν και ένα εντυπωσιακά μεγάλο. -Πω πω ένας ψάρακας, αναφωνεί ένας πελάτης. Πόσο κάνει;
-Τριάντα χιλιάδες - Τόσο ακριβά, αυτό το ψαρακακάκι;
Ουτοπία, τ. 51, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2002
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης τριάντα χρόνων (1969-1999) από την έναρξη του συγγραφικού του έργου, έκρινε σκόπιμο ο καθηγητής της γλωσσολογίας Χριστόφορος Χαραλαμπάκης να συγκεντρώσει σε ένα τόμο ορισμένες μελέτες του που αναφέρονται στη γενέτειρά του Κρήτη, όπως δηλώνει ο ίδιος στον πρόλογο. Στην απόφασή του αυτή, μας λέγει πιο κάτω, τον ώθησε κυρίως η ελπίδα «ότι ενδέχεται να αποτελέσουν αφορμή για νεότερους ερευνητές να ασχοληθούν με θέματα τα οποία όχι μόνο δεν έχουν μελετηθεί ικανοποιητικά, αλλά τείνουν να θεωρηθούν παρωχημένα» (σελ. 11).
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στην Κρητική διάλεκτο και χωρίζεται σε δύο τμήματα. Το πρώτο τμήμα περιλαμβάνει μελέτες λεξικογραφικές και ετυμολογικές. Εδώ μελετούνται ζητήματα ετυμολογίας λέξεων, σημασιολογικά προβλήματα, μεθοδολογικά προβλήματα των αρχαϊσμών της Κρητικής διαλέκτου, προβλήματα γύρω από τη σύνταξη μιας γραμματικής της Κρητικής διαλέκτου, αποκλίσεις και διακυμάνσεις του γραμματικού γένους στην Κρητική διάλεκτο, κ.ά. Ακόμη και για ένα μη ειδικό, το τμήμα αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς βλέπει την προέλευση και ετυμολογία λέξεων που, αν δεν είναι σήμερα σε ευρεία χρήση στην Κρήτη, διατηρούνται οπωσδήποτε στη μνήμη πολλών Κρητικών.
Το δεύτερο τμήμα αναφέρεται στα τοπωνύμια. Επισημαίνεται εδώ ότι, ενώ υπάρχουν αρκετές μελέτες για τα μακροτοπωνύμια, δεν παρατηρείται το ίδιο ενδιαφέρον και για τα μικροτοπωνύμια, και ο Χαραλαμπάκης επισείει τον κίνδυνο της οριστικής απώλειάς τους, μια και αρκετά χάνονται από τη μνήμη των ανθρώπων της περιοχής. Το ότι «τα τοπωνύμια είναι επιγραφές χαραγμένες στο έδαφος» δεν τα προφυλάσσει από τον κίνδυνο της λήθης. Και, συνοψίζει γενικεύοντας, «αν δεν είμαστε σε θέση να κρατήσουμε την Κρητική γλώσσα και τα τοπωνύμιά μας, αφού υπεισέρχονται και λόγοι ανεξάρτητοι από τη θέλησή μας, έχουμε την ιερή υποχρέωση απέναντι στις επόμενες γενιές να διασώσουμε την πολιτιστική μας αυτή κληρονομιά. Ας μην ξεχνάμε πως ‘σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν σβήνει κανείς κι ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον’, για να επαναλάβω τα λόγια του Σεφέρη» (σελ. 123). Μια και υπάρχει αρκετό ερασιτεχνικό ενδιαφέρον για τα τοπωνύμια, το τμήμα αυτό είναι πολύτιμο για καθένα που θα επιχειρούσε να αναλάβει μια τοπωνυμιακή έρευνα. Επισημαίνεται επίσης ότι «Η τάση των λογίων του περασμένου αιώνα να ανάγουν στην αρχαία ελληνική πολλά ξενόγλωσσα τοπωνύμια, με σαφή διαστρέβλωση των φωνολογικών και μορφολογικών κανόνων της ελληνικής, έχει οριστικά εγκαταλειφθεί από τους νεότερους ερευνητές» (σελ. 132).
Τα υπόλοιπα τρία μέρη του έργου έχουν γενικότερο ενδιαφέρον, και όχι στενά γλωσσολογικό. Το δεύτερο μέρος τιτλοφορείται «Γλώσσα και Λογοτεχνία της Κρήτης» και αναφέρεται στην Κρητική γλώσσα όπως παρουσιάζεται μέσα από τα λογοτεχνικά της έργα. Στη μελέτη με τίτλο «Κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση των έργων της Κρητικής λογοτεχνίας» ο Χαραλαμπάκης αναφέρεται εκτενώς στο φαινόμενο της υπερδιόρθωσης, και κυρίως στην υπεργενίκευση του τελικού -ν, βάσει του οποίου υποτιθέμενα λάθη των αντιγραφέων στην πραγματικότητα βρίσκονταν στο στόμα του λαού, καθώς «η κατάχρηση του τελικού -ν αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα ολιγογράμματων ανθρώπων στην προσπάθειά τους να προσδώσουν επισημότητα ή λογιότητα στο ύφος τους» (σελ. 173). Έτσι πιστεύει πως «και στα έργα της Κρητικής λογοτεχνίας εμφανίζονται αρκετά συχνά υπερδιορθωμένοι τύποι με τελικό -ν οι οποίοι δεν μπορούν με τη συχνότητα που παρουσιάζονται, και μάλιστα σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και από διαφορετικούς αντιγραφείς, να θεωρηθούν χωρίς εξαίρεση απλά λάθη απροσεξίας ή άγνοιας» (σελ. 174).
Πιο κάτω, μιλώντας για τη διάκριση ανάμεσα σε ανατολικό και δυτικό Κρητικό ιδίωμα, επισημαίνει τη διάχυση των ιδιωμάτων, και ότι δεν υπάρχουν σαφή όρια. «Όπως εξάλλου δείχνει η σημερινή Κρητική διάλεκτος, γνωρίσματα που θεωρούνται δυτικά ήταν γνωστά και στην Ανατολική Κρήτη, όπως λ.χ. οι άσιγμοι τύποι των ονομάτων πριν από εγκλιτικά (ο άνθρωπό μας στην Καλαμαύκα Ιεράπετρας)» (σελ. 183). Και η βιολογία, να σημειώσουμε παρεμπιπτόντως, κάνει ανάλογες επισημάνσεις όσον αφορά τη διασπορά των ειδών. Δεν υπάρχουν σαφή γεωγραφικά όρια που χωρίζουν το ένα υποείδος από το άλλο, αλλά υπάρχουν πλατιές ζώνες που ανακατεύονται.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η μελέτη «Η Κρητική διάλεκτος στο λογοτεχνικό έργο του Κονδυλάκη», όπου σχολιάζονται και οι απόψεις του Κονδυλάκη για τη γλώσσα και την Κρητική διάλεκτο. Παρατίθεται επίσης ένα λεξιλόγιο που, παρά τη μετριόφρονα δήλωση του συγγραφέα ότι δεν είναι πλήρες, είναι ιδιαίτερα εκτεταμένο. Επίσης ο συγγραφέας κάνει διορθώσεις και προσθήκες στο «Κρητικό λεξιλόγιο» του Κονδυλάκη, το οποίο ήταν καρπός πολυετούς προσπάθειας του μεγάλου Κρητικού πεζογράφου, για ενδεχόμενη επανέκδοσή του.
Το τρίτο μέρος αναφέρεται σε περιηγητές και περιηγήσεις στην Κρήτη. Ο συγγραφέας μας δίνει την καταπληκτική πληροφορία ότι στη Γερμανία εκδίδεται κατά μέσον όρο ένα βιβλίο το χρόνο που αναφέρεται στην Κρήτη, και παραθέτει τα πιο ενδιαφέρονται απ’ αυτά που εκδόθηκαν τα τελευταία τριάντα χρόνια. Και εδώ μας παρουσιάζεται ένας Χαραλαμπάκης με ιδιαίτερο λογοτεχνικό αισθητήριο, αφού τα αποσπάσματα που μεταφράζει και παραθέτει είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακά. Από τα πιο συναρπαστικά κείμενα είναι μια άγνωστη περιγραφή του ολοκαυτώματος του Αρκαδίου.
Το τέταρτο μέρος αναφέρεται σε τρεις πνευματικές μορφές της Κρήτης. Η πρώτη είναι ο Νίκος Καζαντζάκης, και η μελέτη έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο γλωσσικός σκεπτικισμός του Νίκου Καζαντζάκη». Εκεί αναφέρεται η αμφίσημη σχέση του Καζαντζάκη με τη γλώσσα. Από τη μια ο Καζαντζάκης αγωνιά για την απώλεια Κρητικών λέξεων, και από την άλλη επισημαίνει την αδυναμία της λέξης να εκφράσει το συναισθηματικό πλούτο του ανθρώπου.
Η δεύτερη μελέτη αναφέρεται στον λαμπρό φιλόλογο Εμμανουήλ Γενεράλι (1860-1942), που υπήρξε δάσκαλος διακεκριμένων πανεπιστημιακών όπως ο Εμμανουήλ Κριαράς, ο Νικόλαος Τωμαδάκης και ο Στυλιανός Καψωμένος. Τέλος παρατίθεται μια βιβλιοκρισία για το έργο του διακεκριμένου φιλόλογου Μανώλη Μιλτ. Παπαδάκη που έχει τίτλο Μαρία Λιουδάκη, Η ιέρεια της παιδείας. Στα πλαίσια της βιβλιοκρισίας ο Χαραλαμπάκης αναφέρεται εκτενώς στη ζωή της άτυχης δασκάλας που σφαγιάθηκε ως αριστερή από τους αντάρτες του Μανόλη Μπαντουβά. Σε επίμετρο παρουσιάζεται τέλος «Ο Ελύτης της Κρήτης», μια μελέτη στην οποία ανιχνεύονται επιδράσεις της γενέθλιας γης στο έργο του μεγάλου νομπελίστα ποιητή.
Δεν θέλω να κλείσω το σημείωμα αυτό επαναλαμβάνοντας συμπερασματικά, ως είθισται, το πόσο αξιόλογες και σημαντικές είναι οι μελέτες που περιλαμβάνονται σ’ αυτό τον τόμο. Απλά θα επιχειρήσω μια «διάψευση» της θέσης ότι «από μεγεθυντικούς τύπους δεν σχηματίζονται υποκοριστικά» (σελ. 84) παραθέτοντας ένα ανέκδοτο, που ίσως είναι χρήσιμο για τους γλωσσολόγους. Συνέβη στο χωριό Παχιά Άμμος της Ιεράπετρας.
Η βάρκα δένει στο λιμάνι, γεμάτη ψάρια, ανάμεσα στα οποία ήταν και ένα εντυπωσιακά μεγάλο. -Πω πω ένας ψάρακας, αναφωνεί ένας πελάτης. Πόσο κάνει;
-Τριάντα χιλιάδες - Τόσο ακριβά, αυτό το ψαρακακάκι;
Friday, September 3, 2010
Σωτήρης Δημητρίοιυ, Η εξέλιξη του ανθρώπου, ΙV τόμος, Οι αρχές της κοινωνικής οργάνωσης
Ο Σωτήρης Θ. Δημητρίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1925 και ακολούθησε σπουδές στον τεχνολογικό κλάδο. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη μελέτη της γενικής ανθρωπολογίας, την οποία και συνεχίσει. Δημοσίευσε άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά σχετικά με τα ζητήματα της ανθρωπολογίας, της τέχνης και του πολιτισμού, έλαβε μέρος σε συνέδρια της Σημειωτικής και του Κινηματογράφου και οργάνωσε ημερίδες με θέματα της Ανθρωπολογίας. Ανάμεσα στα έργα του είναι το πεντάτομο Λεξικό όρων, καθώς και το πολύτομο Η εξέλιξη του ανθρώπου. Εν είδει αφιερώματος παραθέτουμε τρεις βιβλιοκριτικές μας για τρεις από τους τόμους της σειράς, από τις οποίες οι δυο πρώτες έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Διαβάζω και Ουτοπία, και η τελευταία γράφηκε ειδικά για το Lexima..
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Σωτήρης Δημητρίοιυ, Η εξέλιξη του ανθρώπου, ΙV τόμος, Οι αρχές της κοινωνικής οργάνωσης. Καστανιώτης 1998.
Ουτοπία, τ. 51, Σεπτ-Οκτ. 2002
Ο Σωτήρης Δημητρίου, θεωρητικός του κινηματογράφου και της κοινωνικής ανθρωπολογίας, μετά το μνημειώδες πεντάτομο λεξικό όρων, έχει καταπιαστεί τα τελευταία χρόνια με το επίσης μνημειώδες έργο του «Η εξέλιξης του ανθρώπου».
Το έργο αυτό αποτελεί μια εγκυκλοπαίδεια της ανθρώπινης εξέλιξης, γραμμένη από ένα μόνο άτομο, στα «λήμματα» της οποίας έχει καταγραφεί ό,τι έχει ειπωθεί από τους κοινωνικούς ανθρωπολόγους, αλλά και από ερευνητές συναφών επιστημών (βιολογία, ηθολογία, κ.λπ.) πάνω σ’ αυτό το θέμα. Το επιστημολογικό πρόβλημα των διιστάμενων απόψεων είναι πιο οξύ στις επιστήμες του ανθρώπου, και φυσικά στην κοινωνική ανθρωπολογία. Ο Σωτήρης Δημητρίου, παρόλο που ο ίδιος προκρίνει κάποιες αντιλήψεις, δεν αποσιωπά τις άλλες, αλλά τις παραθέτει όλες με αρκετές λεπτομέρειες, δημιουργώντας ένα «write show», με τις θέσεις των επί μέρους επιστημόνων σε ένα ζωντανό διάλογο.
Πρόσφατα εκδόθηκε ο τέταρτος τόμος της σειράς με τίτλο «Αρχές της κοινωνικής οργάνωσης». Έχουν προηγηθεί οι «Ανθρωπογένεση», «Τα πρώτα βήματα» και «Η παλαιολιθική εποχή».
Ο συγγραφέας ξεκινάει με το γενικότερο πρόβλημα της σχέσης ατόμου και κοινωνίας. Ήδη οι διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, τις οποίες σκιαγραφεί στην αρχή, προοιωνίζουν τις διαφορετικές αντιλήψεις που θα προταθούν πάνω στα συγκεκριμένα ζητήματα, όπως π.χ. το πρόβλημα της συνέχειας/ ασυνέχειας (της ανθρώπινης κοινωνίας με τη φύση). Ο Ντεκάρτ, για παράδειγμα, ακολουθώντας τη χριστιανική παράδοση, υποστηρίζει την ασυνέχεια, σε αντίθεση με τους εκπροσώπους του Διαφωτισμού που υποστηρίζουν τη συνέχεια.
Ενδιαφέρουσα είναι η συζήτηση για το γόητρο, ΄που συχνά εμφανίζεται ως πρώτο σημείο κοινωνικής διαφοροποίησης και υπεροχής.
Αναπτύσσονται ακόμη οι διάφορες θεωρίες, όπως είναι η θεωρία του γεωγραφικού παράγοντα, η πολιτισμική οικολογία, οι βιολογικοί παράγοντες, οι ψυχαναλυτικές θεωρίες και ο φροϋδισμός, η ηθολογία, η συμπεριφορική οικολογία, τα μοντέλα βελτιστοποίησης της τροφοσυλλογής και η κοινωνιοβιολογία. Ο Δημητρίου θα τις κατηγορήσει α) για αναγωγισμό (κυρίως την ηθολογία και την κοινωνιοβιολογία). Δεν μπορούμε να ανάγουμε στοιχεία ενός ανώτερου επιπέδου όπως είναι η ανθρώπινη κοινωνία σε ένα κατώτερο, όπως είναι ο κόσμος των ζώων. Το ότι η επιθετικότητα χαρακτηρίζει τα ζώα δεν σημαίνει ότι είναι αναπόδραστη στις ανθρώπινες κοινωνίες, αφού έχουν παρατηρηθεί πρωτόγονες κοινότητες που δεν τις διακρίνει καθόλου η επιθετικότητα. β) για μονομέρεια. Για παράδειγμα, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα δεν χαρακτηρίζει γενικά την ανθρώπινη φύση, αλλά είναι προϊόν μόνο της δυτικής κοινωνίας. Ο Μαλινόφσκι διαπίστωσε την ανυπαρξία του στους Τρόμπριαντ.
Ο συγγραφέας καταγράφει τις επιτόπιες μαρτυρίες των ερευνητών συστηματοποιώντας τις κατά κατηγορίες: διαδικασίες εργασίας, βιότοπος και ιδιοκτησία, δίκτυα αμοιβαιότητας, συστήματα συγγένειας, κ.λπ. Και εδώ για τα παρατηρηθέντα φαινόμενα έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά από τα κεφάλαια «Η διανομή και οι ερμηνείες της» και «Οι εξελικτικές θεωρίες για την κοινωνικής οργάνωση». Στη βάση αυτών των μαρτυριών συζητάει εκτενώς την πρώτη μορφή ανισότητας που παρατηρήθηκε, την ανισότητα των δύο φύλων. Πολέμιος του αναγωγισμού, όπως είπαμε, ο Δημητρίου απορρίπτει τις θεωρίες που επιζητούν να θεμελιώσουν βιολογικά την κατωτερότητα της γυναίκας και υποστηρίζει ότι η κατώτερη θέση που κατείχε ιστορικά οφείλεται στους κοινωνικούς όρους παραγωγής, αναπαραγωγής και διανομής. Επιπλέον παρουσιάζει άφθονες ανθρωπολογικές μαρτυρίες που υποστηρίζουν ότι το φύλο είναι κοινωνική κατασκευή, όπως υποδεικνύει η ύπαρξη τρίτου φίκου σε ορισμένες πρωτόγονες κοινότητες.
Από τα πιο σημαντικά ζητήματα που συζητούνται είναι τα εργαλεία, ο καταμερισμός, η συγκρότηση ομάδων, το ταμπού αιμομιξίας και η εξωγαμία. Και εδώ το ταμπού αιμομιξίας αποδίδεται σε κοινωνικούς όρους και όχι σε βιολογικούς (υποστηρίζεται ότι η αιμομιξία οδηγεί σε εκφυλισμένους απογόνους), αφού το ταμπού αυτό, εκτός του ότι διαφέρει από ομάδα σε ομάδα, αναπτύσσεται και για μη όμαιμους συγγενείς.
Η μόνη κριτική παρατήρηση που έχουνε να κάνουμε κλείνοντας την παρουσίαση αυτού του έργου είναι μήπως ο Δημητρίού υποστηρίζει υπέρ το δέον τις κοινωνικές παραμέτρους της εξέλιξης, υποβαθμίζοντας υπερβολικά τους βιολογικούς.
Όλοι παραδεχόμαστε την αλληλεπίδραση nurture/ nature. Διαφωνούμε όμως ως προς τα ποσοστά.
Για παράδειγμα διαβάζουμε:
«Μετά από μακροχρόνια διεργασία αναστολής το ένστικτο τροποποιείται ώστε η κατοικίδια γάτα δεν επιτίθεται στην κότα» (σελ. 76).
Εδώ φοβούμαστε ότι παρεισδύει ένας ξεπερασμένος λαμαρκισμός, ο οποίος, ως γνωστόν, υποστηρίζει τη γενετική μεταβίβαση των επίκτητων χαρακτηριστικών, υποδηλώνοντας έτσι μια μεγαλύτερη και πιο άμεση επίδραση του περιβάλλοντος. Ο δαρβινισμός ερμηνεύει, θα έλεγα, στη συγκεκριμένη περίπτωση ολοκάθαρα, το γεγονός. Δεν πρόκειται για τροποποίηση του ενστίκτου μετά από μακροχρόνια διεργασία αναστολής, αλλά για καθαρή διαδικασία φυσικής επιλογής. Οι γάτες που τρώνε τις κότες εκδιώκονται από τη νοικοκυρά και έτσι έχουν μικρότερες πιθανότητες αναπαραγωγής από τις γάτες εκείνες που έχουν μειωμένη επιθετικότητα απέναντι στις κότες. Οι τελευταίες αποδεικνύονται πιο προσαρμοστικές, αφού δεν επισύρουν την μήνιν της νοικοκυράς.
Με την εμμονή του στην πρωτοκαθεδρία των κοινωνικών παραγόντων, φοβάμαι μήπως ο Σωτήρης Δημητρίου μπάζει τη θεωρία της ασυνέχειας από την πίσω πόρτα.
Δημοσιεύτηκε στο Διαβάζω, Ιούνιος 1998, δ. 386
Σωτήρης Δημητρίου, Η Εξέλιξη του ανθρώπου, τόμος V, Γλώσσα - Σώμα, Καστανιώτης 2001.
Κυκλοφόρησε και ο πέμπτος (και τελευταίος) τόμος του μνημειώδους έργου του Σωτήρη Δημητρίου που έχει τον γενικό τίτλο «Η εξέλιξη του ανθρώπου», και αναφέρεται στη γλώσσα και το σώμα. Οι προηγούμενοι τόμοι είχαν σαν θέμα την βιολογική εξέλιξη (πρώτος τόμος), την υλικοτεχνική εξέλιξη (δεύτερος και τρίτος τόμος) και την ανάπτυξη της κοινωνικής οργάνωσης (τέταρτος τόμος).
Το πρώτο πράγμα που διαπιστώνει κανείς είναι η ευρυμάθεια του Σωτήρη Δημητρίου. Τα στοιχεία που παραθέτει, οι πλευρές από τις οποίες αντιμετωπίζει το θέμα του είναι τόσες, ώστε δεν το αφήνουν από πουθενά ακάλυπτο. Η πλούσια βιβλιογραφία, πάνω από τριάντα σελίδες για κάθε ένα από τα δύο μέρη, δείχνει ότι ο συγγραφέας κατέθεσε όλες τις απόψεις των πιο διακεκριμένων ερευνητών πάνω στο θέμα που πραγματεύεται. Και τις απόψεις αυτές δεν τις παραθέτει απλά για να τις αντιδιαστείλει, μια και αρκετές βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους, αλλά για να τις υποβάλλει σε κριτικό έλεγχο, κυρίως με τα δεδομένα της ανθρωπολογίας.
Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος που εξετάζεται τη γλώσσα. Με το βιβλίο αυτό αποδεικνύεται ότι η κοινωνική ανθρωπολογία αποτελεί τελικά το χώρο στον οποίο μπορεί να αναπτυχθεί μια διεπιστημονική προσέγγιση στα θέματα της κουλτούρας, έχοντας ένα διπλό πλεονέκτημα: Αφενός τα τέμνει κάθετα, ασχολούμενη με το σύνολό τους, διαθέτοντας βέβαια τη δική της οπτική και τα δικά της μεθοδολογικά εργαλεία, και αφετέρου τα εξετάζει οριζόντια, δηλαδή στις ποικίλες εκφάνσεις που παίρνουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, καταδεικνύοντας τη σχετικότητά τους.
Η μονομέρεια είναι μια μόνιμη επισήμανση του Δημητρίου. Για παράδειγμα, ο εξοβελισμός της ιστορικής διάστασης της γλώσσας ευθύνεται για τη μονομέρεια της δομικής γλωσσολογίας, και γενικά των στρουκτουραλιστικών προσεγγίσεων στα φαινόμενα της κουλτούρας.
Μιλώντας για το σώμα ο Δημητρίου γράφει χαρακτηριστικά: «Δεν είναι όμως ευρέως γνωστό ότι σε πολλούς πληθυσμούς η ψυχή αποτελεί προνόμιο μόνο των αρχηγών και των ευγενών». Αυτό το «δεν είναι ευρέως γνωστό» θα μπορούσε να λεχθεί για πάμπολλες πληροφορίες από το χώρο της κοινωνικής ανθρωπολογίας που προσφέρει στο έργο αυτό, πληροφορίες που ρίχνουν νέο φως στα υπό μελέτη ζητήματα, και οδηγούν σε νέα συμπεράσματα, όπως δείχνεται στη συνέχεια του παραπάνω αποσπάσματος. «Συνεπώς, εκφράζει πολιτική δύναμη. Ο κοινός λαός Δε διαθέτει ψυχή παρά μόνο σώμα, ανάξιο και υποτελές. Φαίνεται λοιπόν ότι ο δυϊσμός ψυχής/ σώματος είναι φαινόμενο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε προνομιούχους και μη. Διαμορφώθηκε ως κοινωνική κατηγορία, που αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε κατόπιν η ταξινόμηση του ανθρώπινου οργανισμού» (σελ. 210). Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε άφθονα παραδείγματα ανάλογου σχολιασμού.
Από τον Δημητρίου πληροφορούμαστε ότι «Από τις 180 γλώσσες που είχε η Βραζιλία την εποχή της κατάκτησής της από τους Πορτογάλους (1500) έχουν εκλείψει το 75%... Με ανάλογες πιέσεις σβήνει μία γλώσσα κάθε εβδομάδα, ώστε 4.400 γλώσσες οδεύουν προς την εξαφάνιση» (σελ. 142). Με ανάλογο ρυθμό, πληροφορούμαστε από τους γλωσσολόγους, οδεύουν λέξεις και τοπωνύμια προς εξαφάνιση, καθώς εξαλείφονται, με την επιβολή μέσω των ΜΜΕ μιας κυρίαρχης «κοινής» γλώσσας, οι διαλεκτικές διαφορές. Λογοτέχνες και ηθογράφοι προσπαθούν να τις διασώσουν.
Από τα πιο ενδιαφέροντα τμήματα στο μέρος που πραγματεύεται το σώμα είναι εκείνα που αναφέρονται στη σωματοποίηση των ψυχικών εντάσεων, στην εκδήλωση ψυχοσωματικών συμπτωμάτων ως αποτέλεσμα καταπίεσης. Διαλύεται ο μύθος ότι οι ανώτερες τάξεις υποφέρουν περισσότερο από ψυχοσωματικά προβλήματα. Απλά αυτές διαθέτουν εισοδήματα τέτοια που τους επιτρέπουν να προσφεύγουν σε ιατρική βοήθεια. Οι ψυχικές ασθένειες ταλανίζουν περισσότερο τις κατώτερες τάξεις. Οι μισοί άστεγοι πάσχουν από κάποια μορφής ψύχωση.
Και οι γυναίκες επίσης, υφιστάμενες τις κοινωνικές πιέσεις από την ανισότητα των δύο φύλων, είναι επιρρεπείς στην υστερία και γενικά στην εκδήλωση ψυχοσωματικών ασθενειών. Η επιβολή του άντρα εκφράζεται μέσω του ελέγχου του σώματός της, όπως είναι η υποχρέωση του μαντηλιού στο κεφάλι, ή του φερετζέ στις μουσουλμανικές χώρες. Οι αιρέσεις και οι μυστικιστικές, εκστατικές λατρείες, στις οποίες πλειοψηφούν οι γυναίκες, δεν αποτελούν παρά έκφραση αντίστασης στην κοινωνική καταπίεση. Το ίδιο και οι διάφορες εκδηλώσεις μαγείας. Στο μεσαίωνα, όσο πιο πολλές μάγισσες καίγονταν στη φωτιά, τόσο πιο πολλές εμφανίζονταν.
Το σώμα υποφέρει, αλλά δεν συναινεί. Η αντίσταση του σώματος στη συναίνεση φαίνεται χαρακτηριστικά στα βασανιστήρια, που μετωνυμικά ονομάζονται και μαρτύρια, καθώς ο πιστός μαρτυρεί την πίστη του αρνούμενος, παρά τον αφόρητο σωματικό πόνο που υφίσταται, να την απαρνηθεί.
Η πλούσια ανθρωπολογική εμπειρία δείχνει και τα όρια της κυρίαρχης στο δυτικό κόσμο βιοϊατρικής. Παραδοσιακές ιατρικές, βοτανοθεραπείες, χειροπρακτική, βελονισμός κλπ. αποδεικνύονται συχνά εξίσου αποτελεσματικές, αν όχι περισσότερο. Τα ανθρωπολογικά δεδομένα τα οποία προσφέρει η κοινωνική ανθρωπολογία στον τομέα αυτό είναι άφθονα.
Δεν έχει νόημα να επεκταθούμε περισσότερο στα όσα σημαντικά πληροφορούμαστε απ’ αυτό το βιβλίο. Παρόλη την πυκνότητά του, διαθέτοντας ελάχιστη «περισσότητα» και απαιτώντας προσεκτικό διάβασμα, είναι ευχάριστο στην ανάγνωση. Πλούσιο σε πληροφορίες κρατά συνεχώς αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Μαζί με το εξάτομο λεξικό όρων, αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη προσφορά του Σωτήρη Δημητρίου στον επιστημονικό τομέα, χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε καθόλου την άλλη του μεγάλη προσφορά σε έναν άλλο τομέα, εκείνο του κινηματογράφου, του οποίου αποτελεί έναν από τους πιο επαρκείς έλληνες θεωρητικούς.
Ουτοπία, τ. 51, Σεπ-Οκτ. 2002
Σωτήρης Δημητρίου, Μορφές βίας, Σαββάλας 2003
Ο Σωτήρης Δημητρίου είναι ένας σύγχρονος εγκυκλοπαιδιστής, με μια διπλή σημασία του όρου. Όπως και οι γάλλοι εγκυκλοπαιδιστές, στρατεύτηκε κι αυτός από νωρίς στην υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. Όπως και αυτοί, διακρίνεται για μια πολυμέρεια και ευρυμάθεια. Αν και το κύριο ερευνητικό του αντικείμενο είναι η κοινωνική ανθρωπολογία, εν τούτοις έχει να επιδείξει και ένα αξιολογότατο θεωρητικό έργο σχετικά με τον κινηματογράφο. Έχει δημοσιεύσει επίσης αρκετά κείμενα σε σχέση με τον πολιτισμό. Είναι όμως εγκυκλοπαιδιστής και με την έννοια ότι μεγάλο τμήμα του έργου του έχει εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα. Το πεντάτομο «Λεξικό όρων» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη ταλαντεύεται ανάμεσα στη λεξικογραφία και την εγκυκλοπαίδεια, ενώ η πεντάτομη σειρά «Η εξέλιξη του ανθρώπου», επίσης από τις εκδόσεις Καστανιώτη, αποτελεί ένα εγκυκλοπαιδικό πανόραμα, ένα σημαντικό βιβλίο αναφοράς. Βαθύτατα κριτικός, παραθέτει εν τούτοις κάθε θεωρία και αντίληψη στα ζητήματα που μελετάει, θέτοντας έτσι την κρίση του στην κρίση του αναγνώστη, τον οποίο παραπέμπει, με την άφθονη βιβλιογραφία του, στις πηγής του.
Το τελευταίο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου, «Μορφές βίας», έχει επίσης τα ίδια χαρακτηριστικά. Εξαντλητικός στις βιβλιογραφικές αναφορές του, πλούσιος σε τεκμηρίωση, παραθέτει με διακριτικότητα τις ενστάσεις του και προβάλει τις δικές του αντιλήψεις, σε ένα θέμα που, βυθισμένο βαθιά μέσα στη διαχρονία, ταλανίζει όσο τίποτε άλλο την εποχή μας, απασχολώντας τόσο τους ερευνητές όσο και την επικαιρότητα των media.
Μετά από μια διεξοδική θεωρητική τοποθέτηση στο πρώτο κεφάλαιο «Μύθοι για τη βία», προχωρεί στην πραγμάτευση του θέματός του, ξεκινώντας ιστορικά, μελετώντας όμως όψεις της βίας στο κεφάλαιο που θεωρεί κάθε φορά πιο πρόσφορο. Έτσι, μελετώντας το φαινόμενο της βίας αρχικά στις κυνηγετικο-τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες, συζητάει για τη διαφορά μεταξύ επιθετικότητας και οργής. Στο κεφάλαιο για τις ακέφαλες κοινωνίες αναφέρεται στον κανιβαλισμό, στην αόρατη και στη συμβολική βία και στο ρόλο της αποικιοκρατίας. Μιλώντας για τις κοινωνίες με συγκεντρωτική εξουσία αναφέρεται στις ανθρωποθυσίες, στον πόλεμο, στη δουλεία και στη βεντέτα. Το ενδιαφέρον όμως του αναγνώστη το κλέβει το πέμπτο κεφάλαιο, «Το σύγχρονο κράτος». Εκεί μιλάει για τη σωφρονιστική και την αστυνομική βία, για τα βασανιστήρια και τις τελέσεις, τη βία στο παιδί, τη βία των MME, τη σεξουαλική βία, τη βία του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, κλπ, ενώ συζητάει και το ερώτημα: «Γεννιέται ή κατασκευάζεται ο εγκληματίας;» στο ομότιτλο υποκεφάλαιο. Στο τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Έμμεση βία» μιλάει για τις αυτοτιμωρίες, τα δημογραφικά προβλήματα και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Θα ήθελα στη συνέχεια να συζητήσω κάποια προβλήματα, κυρίως επιστημολογικά.
Με το Σωτήρη Δημητρίου με συνδέει μια μακρόχρονη φιλία, ακριβώς 17 χρόνων. Ήταν το 1987 που μπήκα στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας την οποία καθοδηγούσε, στα πλαίσια του ΚΜΕ και στη συνέχεια του Κέντρου Έρευνας και Τεκμηρίωσης. Το λέω αυτό γιατί θέλω να εκφράσω το θαυμασμό και την αγάπη μου για το Σωτήρη Δημητρίου αφενός, και αφετέρου για να δικαιολογήσω πώς ένας φιλόλογος, με διδακτορικό εν μέρει στη λογοτεχνία και εν μέρει στο θέατρο, και με αντίστοιχα φυσικά ερευνητικά ενδιαφέροντα, τολμά να παρουσιάσει ένα βιβλίο ενός άλλου χώρου. Η μακρόχρονη ερασιτεχνική μου απασχόληση με το χώρο αυτό το δικαιολογεί. Επίσης δικαιολογεί και τις «κόντρες» που είχαμε καμιά φορά στην ομάδα το γεγονός ότι, μεταφράζοντας για τις εκδόσεις Θυμάρι δύο έργα δυο επιφανών ηθολόγων, του νομπελίστα Κόνραντ Λόρεντς και του μαθητή του Ειρηναίου Άιμπλ-Άιμπεσφελντ, παθιάστηκα με την ηθολογία. Έτσι αποτελούσα το ζωντανό οξύμωρο να είμαι αριστερός αλλά να υποστηρίζω αντιλήψεις και ιδέες που η σχετική φιλολογία τις χαρακτηρίζει ρατσιστικές.
Στα πλαίσια αυτής της βιβλιοπαρουσίασης θέλω να κοινοποιήσω τις θεωρητικές διαφορές μου με τον Σωτήρη (στην πραγματικότητα με την κοινωνική ανθρωπολογία) προσπαθώντας να εντοπίσω τις επιστημολογικές της προεκτάσεις.
Διαβάζω από το πρώτο κεφάλαιο: «Από τον 18ο αιώνα επικράτησε στη διανόηση, καθώς και στην κοινή γνώμη της Δύσης, ο μύθος του βιολογικού πεπρωμένου, κατά τον οποίο η βία εδράζεται στην ανθρώπινη φύση… Αρχικά, η ανθρωπολογία αντέταξε στην ιδέα της ανθρώπινης φύσης την ερμηνεία ότι οι συμπεριφορές μας διαπλάθονται από την πολιτισμική παράδοση, και αυτό επηρέασε την αντίληψή μας για τη βία…» (σελ. 37) για να καταλήξει ότι σήμερα έχει «γίνει φανερό ότι η βία προσδιορίζεται πολιτισμικά ως εργαλείο κοινωνικού ελέγχου και ότι πηγή της είναι το κράτος και η νόμοι του…» (σελ. 42).
Η πρώτη αντίρρησή μου είναι ότι η χρησιμοποίηση της επιστήμης από την ιδεολογία δεν συνιστά a priori ακύρωσή της. Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε την ηθολογία επειδή τη χρησιμοποίησαν οι ρατσιστές, όπως δεν ρίχνουμε στον καιάδα τον Νίτσε για τον ίδιο λόγο. Γιατί το επιχείρημα θα μπορούσε να αντιστραφεί, και να ειπωθεί ότι οι «περιβαλλοντιστές», αυτοί που προκρίνουν το nurture έναντι του nature, και ανήκουν στο σύνολο σχεδόν των επιστημών του ανθρώπου, το κάνουν ωθούμενοι από ιδεολογικές προκαταλήψεις, πότε αριστερές (η αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών θα δημιουργήσει τον νέο άνθρωπο), πότε δεξιές, όταν, είτε απαξιώνονται ολόκληροι λαοί όχι πια ως φορείς γονιδίων αλλά ως φορείς μιας κατώτερης κουλτούρας, είτε ευλογείται η χειραγώγηση στρωμάτων πληθυσμού στη βάση μιας μπηχεβιοριστικής αντίληψης για τη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Ποιος έχει λοιπόν δίκιο;
Ο θετικισμός, μια ανεφάρμοστη ουτοπία στις επιστήμες του ανθρώπου, μια και εκεί ποτέ δεν έχουμε τη βεβαιότητα του «δυο και δυο κάνουν τέσσερα» αλλά την πιθανότητα ότι, με βάση τα ευρήματά μας, πιθανόν τα πράγματα να έχουν έτσι, εδράζεται παρολαυτά στην ανθρώπινη ψυχολογία και κατ’ επέκταση στην ψυχολογία των ερευνητών. Κανείς ερευνητής δεν μπορεί να προχωρήσει στην έρευνά του αν δεν είναι ιδιαίτερα πεπεισμένος για την ορθότητα του δρόμου που ακολουθεί. Γι αυτό και έχουμε τόσες «σχολές», τόσο στην ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία όσο και στην ψυχολογία. Αυτή η πεποίθηση είναι που του δίνει δύναμη να συνεχίσει τις έρευνές του στο μονοπάτι που χάραξε. Πιστεύει ότι βρήκε ολόκληρη την αλήθεια, πράγμα που συχνά είναι λάθος: βρήκε ένα κομμάτι μόνο της αλήθειας.
Κανένας ιστορικός δεν θα αμφισβητήσει ποτέ ότι η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τους Τούρκους το 1453. Όμως η εικόνα που έχουν οι ιστορικοί για την καθημερινή ζωή των Ίνκας πιθανόν να μην είναι η ίδια για όλους.
Ο Σωτήρης πιστεύει ότι ο Νεάντερταλ είναι πρόγονος του ανθρώπου, θεωρώντας ανυπόστατη την αντίληψη ότι αποτελεί παράλληλο κλάδο στην εξέλιξη των πρωτευόντων, τον οποίο εξόντωσε ο homo sapiens. Εγώ, ως φιλόλογος, είμαι απ’ έξω, και αφού διακεκριμένοι επιστήμονες υποστηρίζουν και τη μια και την άλλη άποψη, δεν μπορώ να προκρίνω με βεβαιότητα καμιά. Όταν όμως μου πουν ότι ο Νεάντερταλ πλάστηκε την πέμπτη μέρα της δημιουργίας και ο homo sapiens την έκτη, ενώ την έβδομη ο Δημιουργός αναπαύτηκε, δεν μπορώ πια να θεωρήσω τον εαυτό μου απ’ έξω, έχω εμπλακεί σε μια ιδεολογική διαμάχη που με ενδιαφέρει, και έχω άποψη (δεν θα σας την πω).
Τις παραπάνω σκέψεις τις έκανα παλιά, μελετώντας πάρα πολύ ψυχολογία. Ανασύρθηκαν στο προσκήνιο της συνείδησής μου διαβάζοντας αυτό το βιβλίο του Σωτήρη. Συνεχώς κριτικάρει ή παραθέτει κριτικές άλλων για διάφορες απόψεις. Οι κριτικές αυτές στην συντριπτική τους πλειοψηφία θα τις χαρακτήριζα ως κριτικές μονομέρειας. Γιατί, για ένα τόσο ευρύ φαινόμενο όσο είναι η βία, δεν μπορεί να υπάρχει ενοποιητική θεωρία που να αντιμετωπίζει με επάρκεια όλες τις μορφές της.
Οι αιτίες της βίας είναι πάρα πολλές. Το έμφυτο της επιθετικότητας έχει τεκμηριωθεί επαρκώς νομίζω από τους ηθολόγους. Όμως πόσο μετράει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση; Η ταξικότητα της κοινωνίας, τα συγκρουόμενα συμφέροντα, είναι επίσης σημαντικά αίτια. Όμως πόσο μετράνε; Τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Αθήνας πόσο βάρυναν στην απόφαση να θανατώσουν όλους τους Μηλίους; Ο Ναζί που βασανίζει (τον αναφέρει ο Σωτήρης) ακούγοντας κλασική μουσική εμφορείται άραγε από «συμφέροντα» ή ωθείται από άγρια ένστικτα;
Όπως έλεγε ο Μαρξ, τα προβλήματα είναι πάντοτε συγκεκριμένα, και στο πλέγμα των δυνάμεων που οδηγούν στην έκλυση βίας κάποιες είναι πιο ισχυρές τη μια φορά και «σύρουν το χορό», και κάποιες άλλες την άλλη. Όπως αναφέρει ο Σωτήρης μιλώντας για τη δημογραφία, «Σε κάθε περίπτωση παρεμβαίνουν πολλοί κοινωικοί και ιστορικοί όροι και διαμορφώνονται συνδυασμοί των μέσων ελέγχου ανάλογα με τους όρους αυτούς» (σελ. 237). Αυτό βέβαια είναι απογοητευτικό για τον ερευνητή, γιατί θέλει να συμβάλει στην ανάπτυξη της θεωρίας για να πάρει τα μπόνους που χρειάζεται για την ακαδημαϊκή του καριέρα, και ο συγκρητισμός δεν προσφέρει ακαδημαϊκά πλεονεκτήματα, ακόμη και εκεί που είναι μεθοδολογικά επαρκής. Ο προκρούστης της θεωρίας είναι πιο αβανταδόρικος.
Τέλος, ένα ευρύτερο θεωρητικό πρόβλημα που έχει σχέση με το θέμα του παρόντος βιβλίου είναι και το θέμα της ορολογίας. Η βία είναι μια ευρεία ομπρέλα, όπως η έννοια της αρετής στην αρχαία Ελλάδα, που καλύπτει ένα σωρό φαινόμενα, τα οποία χρειάζονται διαφορετική μεθοδολογική αντιμετώπιση και από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους. Ο Σωτήρης σε ξεχωριστό υποκεφάλαιο ξεχωρίζει την βία από την οργή. Η επιθετικότητα όμως είναι μια μορφή βίας, ή η βία είναι μια μορφή επιθετικότητας; Το λέω αυτό γιατί η σχετική φιλολογία, τόσο η βιολογική όσο και η ψυχολογική, μελετάει την επιθετικότητα και όχι τη βία. Όμως, ως εγκυκλοπαιδιστής που είναι ο Σωτήρης, προτιμάει τον όρο βία, που είναι πιο καθημερινός, πιο ευρύς, που καλύπτει μια πιο μεγάλη γκάμα φαινομένων. Ακόμη για τον Σωτήρη η θεωρητική διένεξη δεν είναι σε πρώτο πλάνο, όπως συμβαίνει με πολλούς ερευνητές (μαρξιστές κυρίως), αλλά προέχει η παροχή πληροφορίας. Έτσι, κλείνοντας αυτή την παρουσίαση, για να μειώσω λίγο την εντύπωση της κόντρας μου με τον Σωτήρη, θέλω να τονίσω ότι ο θεωρητικός, «ιδεολόγος» Δημητρίου υποχωρεί αρκετά στα βιβλία του μπροστά στον εγκυκλοπαιδιστή.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Σωτήρης Δημητρίοιυ, Η εξέλιξη του ανθρώπου, ΙV τόμος, Οι αρχές της κοινωνικής οργάνωσης. Καστανιώτης 1998.
Ουτοπία, τ. 51, Σεπτ-Οκτ. 2002
Ο Σωτήρης Δημητρίου, θεωρητικός του κινηματογράφου και της κοινωνικής ανθρωπολογίας, μετά το μνημειώδες πεντάτομο λεξικό όρων, έχει καταπιαστεί τα τελευταία χρόνια με το επίσης μνημειώδες έργο του «Η εξέλιξης του ανθρώπου».
Το έργο αυτό αποτελεί μια εγκυκλοπαίδεια της ανθρώπινης εξέλιξης, γραμμένη από ένα μόνο άτομο, στα «λήμματα» της οποίας έχει καταγραφεί ό,τι έχει ειπωθεί από τους κοινωνικούς ανθρωπολόγους, αλλά και από ερευνητές συναφών επιστημών (βιολογία, ηθολογία, κ.λπ.) πάνω σ’ αυτό το θέμα. Το επιστημολογικό πρόβλημα των διιστάμενων απόψεων είναι πιο οξύ στις επιστήμες του ανθρώπου, και φυσικά στην κοινωνική ανθρωπολογία. Ο Σωτήρης Δημητρίου, παρόλο που ο ίδιος προκρίνει κάποιες αντιλήψεις, δεν αποσιωπά τις άλλες, αλλά τις παραθέτει όλες με αρκετές λεπτομέρειες, δημιουργώντας ένα «write show», με τις θέσεις των επί μέρους επιστημόνων σε ένα ζωντανό διάλογο.
Πρόσφατα εκδόθηκε ο τέταρτος τόμος της σειράς με τίτλο «Αρχές της κοινωνικής οργάνωσης». Έχουν προηγηθεί οι «Ανθρωπογένεση», «Τα πρώτα βήματα» και «Η παλαιολιθική εποχή».
Ο συγγραφέας ξεκινάει με το γενικότερο πρόβλημα της σχέσης ατόμου και κοινωνίας. Ήδη οι διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, τις οποίες σκιαγραφεί στην αρχή, προοιωνίζουν τις διαφορετικές αντιλήψεις που θα προταθούν πάνω στα συγκεκριμένα ζητήματα, όπως π.χ. το πρόβλημα της συνέχειας/ ασυνέχειας (της ανθρώπινης κοινωνίας με τη φύση). Ο Ντεκάρτ, για παράδειγμα, ακολουθώντας τη χριστιανική παράδοση, υποστηρίζει την ασυνέχεια, σε αντίθεση με τους εκπροσώπους του Διαφωτισμού που υποστηρίζουν τη συνέχεια.
Ενδιαφέρουσα είναι η συζήτηση για το γόητρο, ΄που συχνά εμφανίζεται ως πρώτο σημείο κοινωνικής διαφοροποίησης και υπεροχής.
Αναπτύσσονται ακόμη οι διάφορες θεωρίες, όπως είναι η θεωρία του γεωγραφικού παράγοντα, η πολιτισμική οικολογία, οι βιολογικοί παράγοντες, οι ψυχαναλυτικές θεωρίες και ο φροϋδισμός, η ηθολογία, η συμπεριφορική οικολογία, τα μοντέλα βελτιστοποίησης της τροφοσυλλογής και η κοινωνιοβιολογία. Ο Δημητρίου θα τις κατηγορήσει α) για αναγωγισμό (κυρίως την ηθολογία και την κοινωνιοβιολογία). Δεν μπορούμε να ανάγουμε στοιχεία ενός ανώτερου επιπέδου όπως είναι η ανθρώπινη κοινωνία σε ένα κατώτερο, όπως είναι ο κόσμος των ζώων. Το ότι η επιθετικότητα χαρακτηρίζει τα ζώα δεν σημαίνει ότι είναι αναπόδραστη στις ανθρώπινες κοινωνίες, αφού έχουν παρατηρηθεί πρωτόγονες κοινότητες που δεν τις διακρίνει καθόλου η επιθετικότητα. β) για μονομέρεια. Για παράδειγμα, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα δεν χαρακτηρίζει γενικά την ανθρώπινη φύση, αλλά είναι προϊόν μόνο της δυτικής κοινωνίας. Ο Μαλινόφσκι διαπίστωσε την ανυπαρξία του στους Τρόμπριαντ.
Ο συγγραφέας καταγράφει τις επιτόπιες μαρτυρίες των ερευνητών συστηματοποιώντας τις κατά κατηγορίες: διαδικασίες εργασίας, βιότοπος και ιδιοκτησία, δίκτυα αμοιβαιότητας, συστήματα συγγένειας, κ.λπ. Και εδώ για τα παρατηρηθέντα φαινόμενα έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά από τα κεφάλαια «Η διανομή και οι ερμηνείες της» και «Οι εξελικτικές θεωρίες για την κοινωνικής οργάνωση». Στη βάση αυτών των μαρτυριών συζητάει εκτενώς την πρώτη μορφή ανισότητας που παρατηρήθηκε, την ανισότητα των δύο φύλων. Πολέμιος του αναγωγισμού, όπως είπαμε, ο Δημητρίου απορρίπτει τις θεωρίες που επιζητούν να θεμελιώσουν βιολογικά την κατωτερότητα της γυναίκας και υποστηρίζει ότι η κατώτερη θέση που κατείχε ιστορικά οφείλεται στους κοινωνικούς όρους παραγωγής, αναπαραγωγής και διανομής. Επιπλέον παρουσιάζει άφθονες ανθρωπολογικές μαρτυρίες που υποστηρίζουν ότι το φύλο είναι κοινωνική κατασκευή, όπως υποδεικνύει η ύπαρξη τρίτου φίκου σε ορισμένες πρωτόγονες κοινότητες.
Από τα πιο σημαντικά ζητήματα που συζητούνται είναι τα εργαλεία, ο καταμερισμός, η συγκρότηση ομάδων, το ταμπού αιμομιξίας και η εξωγαμία. Και εδώ το ταμπού αιμομιξίας αποδίδεται σε κοινωνικούς όρους και όχι σε βιολογικούς (υποστηρίζεται ότι η αιμομιξία οδηγεί σε εκφυλισμένους απογόνους), αφού το ταμπού αυτό, εκτός του ότι διαφέρει από ομάδα σε ομάδα, αναπτύσσεται και για μη όμαιμους συγγενείς.
Η μόνη κριτική παρατήρηση που έχουνε να κάνουμε κλείνοντας την παρουσίαση αυτού του έργου είναι μήπως ο Δημητρίού υποστηρίζει υπέρ το δέον τις κοινωνικές παραμέτρους της εξέλιξης, υποβαθμίζοντας υπερβολικά τους βιολογικούς.
Όλοι παραδεχόμαστε την αλληλεπίδραση nurture/ nature. Διαφωνούμε όμως ως προς τα ποσοστά.
Για παράδειγμα διαβάζουμε:
«Μετά από μακροχρόνια διεργασία αναστολής το ένστικτο τροποποιείται ώστε η κατοικίδια γάτα δεν επιτίθεται στην κότα» (σελ. 76).
Εδώ φοβούμαστε ότι παρεισδύει ένας ξεπερασμένος λαμαρκισμός, ο οποίος, ως γνωστόν, υποστηρίζει τη γενετική μεταβίβαση των επίκτητων χαρακτηριστικών, υποδηλώνοντας έτσι μια μεγαλύτερη και πιο άμεση επίδραση του περιβάλλοντος. Ο δαρβινισμός ερμηνεύει, θα έλεγα, στη συγκεκριμένη περίπτωση ολοκάθαρα, το γεγονός. Δεν πρόκειται για τροποποίηση του ενστίκτου μετά από μακροχρόνια διεργασία αναστολής, αλλά για καθαρή διαδικασία φυσικής επιλογής. Οι γάτες που τρώνε τις κότες εκδιώκονται από τη νοικοκυρά και έτσι έχουν μικρότερες πιθανότητες αναπαραγωγής από τις γάτες εκείνες που έχουν μειωμένη επιθετικότητα απέναντι στις κότες. Οι τελευταίες αποδεικνύονται πιο προσαρμοστικές, αφού δεν επισύρουν την μήνιν της νοικοκυράς.
Με την εμμονή του στην πρωτοκαθεδρία των κοινωνικών παραγόντων, φοβάμαι μήπως ο Σωτήρης Δημητρίου μπάζει τη θεωρία της ασυνέχειας από την πίσω πόρτα.
Δημοσιεύτηκε στο Διαβάζω, Ιούνιος 1998, δ. 386
Σωτήρης Δημητρίου, Η Εξέλιξη του ανθρώπου, τόμος V, Γλώσσα - Σώμα, Καστανιώτης 2001.
Κυκλοφόρησε και ο πέμπτος (και τελευταίος) τόμος του μνημειώδους έργου του Σωτήρη Δημητρίου που έχει τον γενικό τίτλο «Η εξέλιξη του ανθρώπου», και αναφέρεται στη γλώσσα και το σώμα. Οι προηγούμενοι τόμοι είχαν σαν θέμα την βιολογική εξέλιξη (πρώτος τόμος), την υλικοτεχνική εξέλιξη (δεύτερος και τρίτος τόμος) και την ανάπτυξη της κοινωνικής οργάνωσης (τέταρτος τόμος).
Το πρώτο πράγμα που διαπιστώνει κανείς είναι η ευρυμάθεια του Σωτήρη Δημητρίου. Τα στοιχεία που παραθέτει, οι πλευρές από τις οποίες αντιμετωπίζει το θέμα του είναι τόσες, ώστε δεν το αφήνουν από πουθενά ακάλυπτο. Η πλούσια βιβλιογραφία, πάνω από τριάντα σελίδες για κάθε ένα από τα δύο μέρη, δείχνει ότι ο συγγραφέας κατέθεσε όλες τις απόψεις των πιο διακεκριμένων ερευνητών πάνω στο θέμα που πραγματεύεται. Και τις απόψεις αυτές δεν τις παραθέτει απλά για να τις αντιδιαστείλει, μια και αρκετές βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους, αλλά για να τις υποβάλλει σε κριτικό έλεγχο, κυρίως με τα δεδομένα της ανθρωπολογίας.
Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος που εξετάζεται τη γλώσσα. Με το βιβλίο αυτό αποδεικνύεται ότι η κοινωνική ανθρωπολογία αποτελεί τελικά το χώρο στον οποίο μπορεί να αναπτυχθεί μια διεπιστημονική προσέγγιση στα θέματα της κουλτούρας, έχοντας ένα διπλό πλεονέκτημα: Αφενός τα τέμνει κάθετα, ασχολούμενη με το σύνολό τους, διαθέτοντας βέβαια τη δική της οπτική και τα δικά της μεθοδολογικά εργαλεία, και αφετέρου τα εξετάζει οριζόντια, δηλαδή στις ποικίλες εκφάνσεις που παίρνουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, καταδεικνύοντας τη σχετικότητά τους.
Η μονομέρεια είναι μια μόνιμη επισήμανση του Δημητρίου. Για παράδειγμα, ο εξοβελισμός της ιστορικής διάστασης της γλώσσας ευθύνεται για τη μονομέρεια της δομικής γλωσσολογίας, και γενικά των στρουκτουραλιστικών προσεγγίσεων στα φαινόμενα της κουλτούρας.
Μιλώντας για το σώμα ο Δημητρίου γράφει χαρακτηριστικά: «Δεν είναι όμως ευρέως γνωστό ότι σε πολλούς πληθυσμούς η ψυχή αποτελεί προνόμιο μόνο των αρχηγών και των ευγενών». Αυτό το «δεν είναι ευρέως γνωστό» θα μπορούσε να λεχθεί για πάμπολλες πληροφορίες από το χώρο της κοινωνικής ανθρωπολογίας που προσφέρει στο έργο αυτό, πληροφορίες που ρίχνουν νέο φως στα υπό μελέτη ζητήματα, και οδηγούν σε νέα συμπεράσματα, όπως δείχνεται στη συνέχεια του παραπάνω αποσπάσματος. «Συνεπώς, εκφράζει πολιτική δύναμη. Ο κοινός λαός Δε διαθέτει ψυχή παρά μόνο σώμα, ανάξιο και υποτελές. Φαίνεται λοιπόν ότι ο δυϊσμός ψυχής/ σώματος είναι φαινόμενο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε προνομιούχους και μη. Διαμορφώθηκε ως κοινωνική κατηγορία, που αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε κατόπιν η ταξινόμηση του ανθρώπινου οργανισμού» (σελ. 210). Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε άφθονα παραδείγματα ανάλογου σχολιασμού.
Από τον Δημητρίου πληροφορούμαστε ότι «Από τις 180 γλώσσες που είχε η Βραζιλία την εποχή της κατάκτησής της από τους Πορτογάλους (1500) έχουν εκλείψει το 75%... Με ανάλογες πιέσεις σβήνει μία γλώσσα κάθε εβδομάδα, ώστε 4.400 γλώσσες οδεύουν προς την εξαφάνιση» (σελ. 142). Με ανάλογο ρυθμό, πληροφορούμαστε από τους γλωσσολόγους, οδεύουν λέξεις και τοπωνύμια προς εξαφάνιση, καθώς εξαλείφονται, με την επιβολή μέσω των ΜΜΕ μιας κυρίαρχης «κοινής» γλώσσας, οι διαλεκτικές διαφορές. Λογοτέχνες και ηθογράφοι προσπαθούν να τις διασώσουν.
Από τα πιο ενδιαφέροντα τμήματα στο μέρος που πραγματεύεται το σώμα είναι εκείνα που αναφέρονται στη σωματοποίηση των ψυχικών εντάσεων, στην εκδήλωση ψυχοσωματικών συμπτωμάτων ως αποτέλεσμα καταπίεσης. Διαλύεται ο μύθος ότι οι ανώτερες τάξεις υποφέρουν περισσότερο από ψυχοσωματικά προβλήματα. Απλά αυτές διαθέτουν εισοδήματα τέτοια που τους επιτρέπουν να προσφεύγουν σε ιατρική βοήθεια. Οι ψυχικές ασθένειες ταλανίζουν περισσότερο τις κατώτερες τάξεις. Οι μισοί άστεγοι πάσχουν από κάποια μορφής ψύχωση.
Και οι γυναίκες επίσης, υφιστάμενες τις κοινωνικές πιέσεις από την ανισότητα των δύο φύλων, είναι επιρρεπείς στην υστερία και γενικά στην εκδήλωση ψυχοσωματικών ασθενειών. Η επιβολή του άντρα εκφράζεται μέσω του ελέγχου του σώματός της, όπως είναι η υποχρέωση του μαντηλιού στο κεφάλι, ή του φερετζέ στις μουσουλμανικές χώρες. Οι αιρέσεις και οι μυστικιστικές, εκστατικές λατρείες, στις οποίες πλειοψηφούν οι γυναίκες, δεν αποτελούν παρά έκφραση αντίστασης στην κοινωνική καταπίεση. Το ίδιο και οι διάφορες εκδηλώσεις μαγείας. Στο μεσαίωνα, όσο πιο πολλές μάγισσες καίγονταν στη φωτιά, τόσο πιο πολλές εμφανίζονταν.
Το σώμα υποφέρει, αλλά δεν συναινεί. Η αντίσταση του σώματος στη συναίνεση φαίνεται χαρακτηριστικά στα βασανιστήρια, που μετωνυμικά ονομάζονται και μαρτύρια, καθώς ο πιστός μαρτυρεί την πίστη του αρνούμενος, παρά τον αφόρητο σωματικό πόνο που υφίσταται, να την απαρνηθεί.
Η πλούσια ανθρωπολογική εμπειρία δείχνει και τα όρια της κυρίαρχης στο δυτικό κόσμο βιοϊατρικής. Παραδοσιακές ιατρικές, βοτανοθεραπείες, χειροπρακτική, βελονισμός κλπ. αποδεικνύονται συχνά εξίσου αποτελεσματικές, αν όχι περισσότερο. Τα ανθρωπολογικά δεδομένα τα οποία προσφέρει η κοινωνική ανθρωπολογία στον τομέα αυτό είναι άφθονα.
Δεν έχει νόημα να επεκταθούμε περισσότερο στα όσα σημαντικά πληροφορούμαστε απ’ αυτό το βιβλίο. Παρόλη την πυκνότητά του, διαθέτοντας ελάχιστη «περισσότητα» και απαιτώντας προσεκτικό διάβασμα, είναι ευχάριστο στην ανάγνωση. Πλούσιο σε πληροφορίες κρατά συνεχώς αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Μαζί με το εξάτομο λεξικό όρων, αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη προσφορά του Σωτήρη Δημητρίου στον επιστημονικό τομέα, χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε καθόλου την άλλη του μεγάλη προσφορά σε έναν άλλο τομέα, εκείνο του κινηματογράφου, του οποίου αποτελεί έναν από τους πιο επαρκείς έλληνες θεωρητικούς.
Ουτοπία, τ. 51, Σεπ-Οκτ. 2002
Σωτήρης Δημητρίου, Μορφές βίας, Σαββάλας 2003
Ο Σωτήρης Δημητρίου είναι ένας σύγχρονος εγκυκλοπαιδιστής, με μια διπλή σημασία του όρου. Όπως και οι γάλλοι εγκυκλοπαιδιστές, στρατεύτηκε κι αυτός από νωρίς στην υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. Όπως και αυτοί, διακρίνεται για μια πολυμέρεια και ευρυμάθεια. Αν και το κύριο ερευνητικό του αντικείμενο είναι η κοινωνική ανθρωπολογία, εν τούτοις έχει να επιδείξει και ένα αξιολογότατο θεωρητικό έργο σχετικά με τον κινηματογράφο. Έχει δημοσιεύσει επίσης αρκετά κείμενα σε σχέση με τον πολιτισμό. Είναι όμως εγκυκλοπαιδιστής και με την έννοια ότι μεγάλο τμήμα του έργου του έχει εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα. Το πεντάτομο «Λεξικό όρων» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη ταλαντεύεται ανάμεσα στη λεξικογραφία και την εγκυκλοπαίδεια, ενώ η πεντάτομη σειρά «Η εξέλιξη του ανθρώπου», επίσης από τις εκδόσεις Καστανιώτη, αποτελεί ένα εγκυκλοπαιδικό πανόραμα, ένα σημαντικό βιβλίο αναφοράς. Βαθύτατα κριτικός, παραθέτει εν τούτοις κάθε θεωρία και αντίληψη στα ζητήματα που μελετάει, θέτοντας έτσι την κρίση του στην κρίση του αναγνώστη, τον οποίο παραπέμπει, με την άφθονη βιβλιογραφία του, στις πηγής του.
Το τελευταίο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου, «Μορφές βίας», έχει επίσης τα ίδια χαρακτηριστικά. Εξαντλητικός στις βιβλιογραφικές αναφορές του, πλούσιος σε τεκμηρίωση, παραθέτει με διακριτικότητα τις ενστάσεις του και προβάλει τις δικές του αντιλήψεις, σε ένα θέμα που, βυθισμένο βαθιά μέσα στη διαχρονία, ταλανίζει όσο τίποτε άλλο την εποχή μας, απασχολώντας τόσο τους ερευνητές όσο και την επικαιρότητα των media.
Μετά από μια διεξοδική θεωρητική τοποθέτηση στο πρώτο κεφάλαιο «Μύθοι για τη βία», προχωρεί στην πραγμάτευση του θέματός του, ξεκινώντας ιστορικά, μελετώντας όμως όψεις της βίας στο κεφάλαιο που θεωρεί κάθε φορά πιο πρόσφορο. Έτσι, μελετώντας το φαινόμενο της βίας αρχικά στις κυνηγετικο-τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες, συζητάει για τη διαφορά μεταξύ επιθετικότητας και οργής. Στο κεφάλαιο για τις ακέφαλες κοινωνίες αναφέρεται στον κανιβαλισμό, στην αόρατη και στη συμβολική βία και στο ρόλο της αποικιοκρατίας. Μιλώντας για τις κοινωνίες με συγκεντρωτική εξουσία αναφέρεται στις ανθρωποθυσίες, στον πόλεμο, στη δουλεία και στη βεντέτα. Το ενδιαφέρον όμως του αναγνώστη το κλέβει το πέμπτο κεφάλαιο, «Το σύγχρονο κράτος». Εκεί μιλάει για τη σωφρονιστική και την αστυνομική βία, για τα βασανιστήρια και τις τελέσεις, τη βία στο παιδί, τη βία των MME, τη σεξουαλική βία, τη βία του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, κλπ, ενώ συζητάει και το ερώτημα: «Γεννιέται ή κατασκευάζεται ο εγκληματίας;» στο ομότιτλο υποκεφάλαιο. Στο τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Έμμεση βία» μιλάει για τις αυτοτιμωρίες, τα δημογραφικά προβλήματα και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Θα ήθελα στη συνέχεια να συζητήσω κάποια προβλήματα, κυρίως επιστημολογικά.
Με το Σωτήρη Δημητρίου με συνδέει μια μακρόχρονη φιλία, ακριβώς 17 χρόνων. Ήταν το 1987 που μπήκα στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας την οποία καθοδηγούσε, στα πλαίσια του ΚΜΕ και στη συνέχεια του Κέντρου Έρευνας και Τεκμηρίωσης. Το λέω αυτό γιατί θέλω να εκφράσω το θαυμασμό και την αγάπη μου για το Σωτήρη Δημητρίου αφενός, και αφετέρου για να δικαιολογήσω πώς ένας φιλόλογος, με διδακτορικό εν μέρει στη λογοτεχνία και εν μέρει στο θέατρο, και με αντίστοιχα φυσικά ερευνητικά ενδιαφέροντα, τολμά να παρουσιάσει ένα βιβλίο ενός άλλου χώρου. Η μακρόχρονη ερασιτεχνική μου απασχόληση με το χώρο αυτό το δικαιολογεί. Επίσης δικαιολογεί και τις «κόντρες» που είχαμε καμιά φορά στην ομάδα το γεγονός ότι, μεταφράζοντας για τις εκδόσεις Θυμάρι δύο έργα δυο επιφανών ηθολόγων, του νομπελίστα Κόνραντ Λόρεντς και του μαθητή του Ειρηναίου Άιμπλ-Άιμπεσφελντ, παθιάστηκα με την ηθολογία. Έτσι αποτελούσα το ζωντανό οξύμωρο να είμαι αριστερός αλλά να υποστηρίζω αντιλήψεις και ιδέες που η σχετική φιλολογία τις χαρακτηρίζει ρατσιστικές.
Στα πλαίσια αυτής της βιβλιοπαρουσίασης θέλω να κοινοποιήσω τις θεωρητικές διαφορές μου με τον Σωτήρη (στην πραγματικότητα με την κοινωνική ανθρωπολογία) προσπαθώντας να εντοπίσω τις επιστημολογικές της προεκτάσεις.
Διαβάζω από το πρώτο κεφάλαιο: «Από τον 18ο αιώνα επικράτησε στη διανόηση, καθώς και στην κοινή γνώμη της Δύσης, ο μύθος του βιολογικού πεπρωμένου, κατά τον οποίο η βία εδράζεται στην ανθρώπινη φύση… Αρχικά, η ανθρωπολογία αντέταξε στην ιδέα της ανθρώπινης φύσης την ερμηνεία ότι οι συμπεριφορές μας διαπλάθονται από την πολιτισμική παράδοση, και αυτό επηρέασε την αντίληψή μας για τη βία…» (σελ. 37) για να καταλήξει ότι σήμερα έχει «γίνει φανερό ότι η βία προσδιορίζεται πολιτισμικά ως εργαλείο κοινωνικού ελέγχου και ότι πηγή της είναι το κράτος και η νόμοι του…» (σελ. 42).
Η πρώτη αντίρρησή μου είναι ότι η χρησιμοποίηση της επιστήμης από την ιδεολογία δεν συνιστά a priori ακύρωσή της. Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε την ηθολογία επειδή τη χρησιμοποίησαν οι ρατσιστές, όπως δεν ρίχνουμε στον καιάδα τον Νίτσε για τον ίδιο λόγο. Γιατί το επιχείρημα θα μπορούσε να αντιστραφεί, και να ειπωθεί ότι οι «περιβαλλοντιστές», αυτοί που προκρίνουν το nurture έναντι του nature, και ανήκουν στο σύνολο σχεδόν των επιστημών του ανθρώπου, το κάνουν ωθούμενοι από ιδεολογικές προκαταλήψεις, πότε αριστερές (η αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών θα δημιουργήσει τον νέο άνθρωπο), πότε δεξιές, όταν, είτε απαξιώνονται ολόκληροι λαοί όχι πια ως φορείς γονιδίων αλλά ως φορείς μιας κατώτερης κουλτούρας, είτε ευλογείται η χειραγώγηση στρωμάτων πληθυσμού στη βάση μιας μπηχεβιοριστικής αντίληψης για τη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Ποιος έχει λοιπόν δίκιο;
Ο θετικισμός, μια ανεφάρμοστη ουτοπία στις επιστήμες του ανθρώπου, μια και εκεί ποτέ δεν έχουμε τη βεβαιότητα του «δυο και δυο κάνουν τέσσερα» αλλά την πιθανότητα ότι, με βάση τα ευρήματά μας, πιθανόν τα πράγματα να έχουν έτσι, εδράζεται παρολαυτά στην ανθρώπινη ψυχολογία και κατ’ επέκταση στην ψυχολογία των ερευνητών. Κανείς ερευνητής δεν μπορεί να προχωρήσει στην έρευνά του αν δεν είναι ιδιαίτερα πεπεισμένος για την ορθότητα του δρόμου που ακολουθεί. Γι αυτό και έχουμε τόσες «σχολές», τόσο στην ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία όσο και στην ψυχολογία. Αυτή η πεποίθηση είναι που του δίνει δύναμη να συνεχίσει τις έρευνές του στο μονοπάτι που χάραξε. Πιστεύει ότι βρήκε ολόκληρη την αλήθεια, πράγμα που συχνά είναι λάθος: βρήκε ένα κομμάτι μόνο της αλήθειας.
Κανένας ιστορικός δεν θα αμφισβητήσει ποτέ ότι η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τους Τούρκους το 1453. Όμως η εικόνα που έχουν οι ιστορικοί για την καθημερινή ζωή των Ίνκας πιθανόν να μην είναι η ίδια για όλους.
Ο Σωτήρης πιστεύει ότι ο Νεάντερταλ είναι πρόγονος του ανθρώπου, θεωρώντας ανυπόστατη την αντίληψη ότι αποτελεί παράλληλο κλάδο στην εξέλιξη των πρωτευόντων, τον οποίο εξόντωσε ο homo sapiens. Εγώ, ως φιλόλογος, είμαι απ’ έξω, και αφού διακεκριμένοι επιστήμονες υποστηρίζουν και τη μια και την άλλη άποψη, δεν μπορώ να προκρίνω με βεβαιότητα καμιά. Όταν όμως μου πουν ότι ο Νεάντερταλ πλάστηκε την πέμπτη μέρα της δημιουργίας και ο homo sapiens την έκτη, ενώ την έβδομη ο Δημιουργός αναπαύτηκε, δεν μπορώ πια να θεωρήσω τον εαυτό μου απ’ έξω, έχω εμπλακεί σε μια ιδεολογική διαμάχη που με ενδιαφέρει, και έχω άποψη (δεν θα σας την πω).
Τις παραπάνω σκέψεις τις έκανα παλιά, μελετώντας πάρα πολύ ψυχολογία. Ανασύρθηκαν στο προσκήνιο της συνείδησής μου διαβάζοντας αυτό το βιβλίο του Σωτήρη. Συνεχώς κριτικάρει ή παραθέτει κριτικές άλλων για διάφορες απόψεις. Οι κριτικές αυτές στην συντριπτική τους πλειοψηφία θα τις χαρακτήριζα ως κριτικές μονομέρειας. Γιατί, για ένα τόσο ευρύ φαινόμενο όσο είναι η βία, δεν μπορεί να υπάρχει ενοποιητική θεωρία που να αντιμετωπίζει με επάρκεια όλες τις μορφές της.
Οι αιτίες της βίας είναι πάρα πολλές. Το έμφυτο της επιθετικότητας έχει τεκμηριωθεί επαρκώς νομίζω από τους ηθολόγους. Όμως πόσο μετράει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση; Η ταξικότητα της κοινωνίας, τα συγκρουόμενα συμφέροντα, είναι επίσης σημαντικά αίτια. Όμως πόσο μετράνε; Τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Αθήνας πόσο βάρυναν στην απόφαση να θανατώσουν όλους τους Μηλίους; Ο Ναζί που βασανίζει (τον αναφέρει ο Σωτήρης) ακούγοντας κλασική μουσική εμφορείται άραγε από «συμφέροντα» ή ωθείται από άγρια ένστικτα;
Όπως έλεγε ο Μαρξ, τα προβλήματα είναι πάντοτε συγκεκριμένα, και στο πλέγμα των δυνάμεων που οδηγούν στην έκλυση βίας κάποιες είναι πιο ισχυρές τη μια φορά και «σύρουν το χορό», και κάποιες άλλες την άλλη. Όπως αναφέρει ο Σωτήρης μιλώντας για τη δημογραφία, «Σε κάθε περίπτωση παρεμβαίνουν πολλοί κοινωικοί και ιστορικοί όροι και διαμορφώνονται συνδυασμοί των μέσων ελέγχου ανάλογα με τους όρους αυτούς» (σελ. 237). Αυτό βέβαια είναι απογοητευτικό για τον ερευνητή, γιατί θέλει να συμβάλει στην ανάπτυξη της θεωρίας για να πάρει τα μπόνους που χρειάζεται για την ακαδημαϊκή του καριέρα, και ο συγκρητισμός δεν προσφέρει ακαδημαϊκά πλεονεκτήματα, ακόμη και εκεί που είναι μεθοδολογικά επαρκής. Ο προκρούστης της θεωρίας είναι πιο αβανταδόρικος.
Τέλος, ένα ευρύτερο θεωρητικό πρόβλημα που έχει σχέση με το θέμα του παρόντος βιβλίου είναι και το θέμα της ορολογίας. Η βία είναι μια ευρεία ομπρέλα, όπως η έννοια της αρετής στην αρχαία Ελλάδα, που καλύπτει ένα σωρό φαινόμενα, τα οποία χρειάζονται διαφορετική μεθοδολογική αντιμετώπιση και από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους. Ο Σωτήρης σε ξεχωριστό υποκεφάλαιο ξεχωρίζει την βία από την οργή. Η επιθετικότητα όμως είναι μια μορφή βίας, ή η βία είναι μια μορφή επιθετικότητας; Το λέω αυτό γιατί η σχετική φιλολογία, τόσο η βιολογική όσο και η ψυχολογική, μελετάει την επιθετικότητα και όχι τη βία. Όμως, ως εγκυκλοπαιδιστής που είναι ο Σωτήρης, προτιμάει τον όρο βία, που είναι πιο καθημερινός, πιο ευρύς, που καλύπτει μια πιο μεγάλη γκάμα φαινομένων. Ακόμη για τον Σωτήρη η θεωρητική διένεξη δεν είναι σε πρώτο πλάνο, όπως συμβαίνει με πολλούς ερευνητές (μαρξιστές κυρίως), αλλά προέχει η παροχή πληροφορίας. Έτσι, κλείνοντας αυτή την παρουσίαση, για να μειώσω λίγο την εντύπωση της κόντρας μου με τον Σωτήρη, θέλω να τονίσω ότι ο θεωρητικός, «ιδεολόγος» Δημητρίου υποχωρεί αρκετά στα βιβλία του μπροστά στον εγκυκλοπαιδιστή.
Σωτήρης Δημητρίοιυ, Η εξέλιξη του ανθρώπου, ΙV τόμος, Οι αρχές της κοινωνικής οργάνωσης
Ο Σωτήρης Θ. Δημητρίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1925 και ακολούθησε σπουδές στον τεχνολογικό κλάδο. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη μελέτη της γενικής ανθρωπολογίας, την οποία και συνεχίσει. Δημοσίευσε άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά σχετικά με τα ζητήματα της ανθρωπολογίας, της τέχνης και του πολιτισμού, έλαβε μέρος σε συνέδρια της Σημειωτικής και του Κινηματογράφου και οργάνωσε ημερίδες με θέματα της Ανθρωπολογίας. Ανάμεσα στα έργα του είναι το πεντάτομο Λεξικό όρων, καθώς και το πολύτομο Η εξέλιξη του ανθρώπου. Εν είδει αφιερώματος παραθέτουμε τρεις βιβλιοκριτικές μας για τρεις από τους τόμους της σειράς, από τις οποίες οι δυο πρώτες έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Διαβάζω και Ουτοπία, και η τελευταία γράφηκε ειδικά για το Lexima..
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Σωτήρης Δημητρίοιυ, Η εξέλιξη του ανθρώπου, ΙV τόμος, Οι αρχές της κοινωνικής οργάνωσης. Καστανιώτης 1998.
Ουτοπία, τ. 51, Σεπτ-Οκτ. 2002
Ο Σωτήρης Δημητρίου, θεωρητικός του κινηματογράφου και της κοινωνικής ανθρωπολογίας, μετά το μνημειώδες πεντάτομο λεξικό όρων, έχει καταπιαστεί τα τελευταία χρόνια με το επίσης μνημειώδες έργο του «Η εξέλιξης του ανθρώπου».
Το έργο αυτό αποτελεί μια εγκυκλοπαίδεια της ανθρώπινης εξέλιξης, γραμμένη από ένα μόνο άτομο, στα «λήμματα» της οποίας έχει καταγραφεί ό,τι έχει ειπωθεί από τους κοινωνικούς ανθρωπολόγους, αλλά και από ερευνητές συναφών επιστημών (βιολογία, ηθολογία, κ.λπ.) πάνω σ’ αυτό το θέμα. Το επιστημολογικό πρόβλημα των διιστάμενων απόψεων είναι πιο οξύ στις επιστήμες του ανθρώπου, και φυσικά στην κοινωνική ανθρωπολογία. Ο Σωτήρης Δημητρίου, παρόλο που ο ίδιος προκρίνει κάποιες αντιλήψεις, δεν αποσιωπά τις άλλες, αλλά τις παραθέτει όλες με αρκετές λεπτομέρειες, δημιουργώντας ένα «write show», με τις θέσεις των επί μέρους επιστημόνων σε ένα ζωντανό διάλογο.
Πρόσφατα εκδόθηκε ο τέταρτος τόμος της σειράς με τίτλο «Αρχές της κοινωνικής οργάνωσης». Έχουν προηγηθεί οι «Ανθρωπογένεση», «Τα πρώτα βήματα» και «Η παλαιολιθική εποχή».
Ο συγγραφέας ξεκινάει με το γενικότερο πρόβλημα της σχέσης ατόμου και κοινωνίας. Ήδη οι διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, τις οποίες σκιαγραφεί στην αρχή, προοιωνίζουν τις διαφορετικές αντιλήψεις που θα προταθούν πάνω στα συγκεκριμένα ζητήματα, όπως π.χ. το πρόβλημα της συνέχειας/ ασυνέχειας (της ανθρώπινης κοινωνίας με τη φύση). Ο Ντεκάρτ, για παράδειγμα, ακολουθώντας τη χριστιανική παράδοση, υποστηρίζει την ασυνέχεια, σε αντίθεση με τους εκπροσώπους του Διαφωτισμού που υποστηρίζουν τη συνέχεια.
Ενδιαφέρουσα είναι η συζήτηση για το γόητρο, ΄που συχνά εμφανίζεται ως πρώτο σημείο κοινωνικής διαφοροποίησης και υπεροχής.
Αναπτύσσονται ακόμη οι διάφορες θεωρίες, όπως είναι η θεωρία του γεωγραφικού παράγοντα, η πολιτισμική οικολογία, οι βιολογικοί παράγοντες, οι ψυχαναλυτικές θεωρίες και ο φροϋδισμός, η ηθολογία, η συμπεριφορική οικολογία, τα μοντέλα βελτιστοποίησης της τροφοσυλλογής και η κοινωνιοβιολογία. Ο Δημητρίου θα τις κατηγορήσει α) για αναγωγισμό (κυρίως την ηθολογία και την κοινωνιοβιολογία). Δεν μπορούμε να ανάγουμε στοιχεία ενός ανώτερου επιπέδου όπως είναι η ανθρώπινη κοινωνία σε ένα κατώτερο, όπως είναι ο κόσμος των ζώων. Το ότι η επιθετικότητα χαρακτηρίζει τα ζώα δεν σημαίνει ότι είναι αναπόδραστη στις ανθρώπινες κοινωνίες, αφού έχουν παρατηρηθεί πρωτόγονες κοινότητες που δεν τις διακρίνει καθόλου η επιθετικότητα. β) για μονομέρεια. Για παράδειγμα, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα δεν χαρακτηρίζει γενικά την ανθρώπινη φύση, αλλά είναι προϊόν μόνο της δυτικής κοινωνίας. Ο Μαλινόφσκι διαπίστωσε την ανυπαρξία του στους Τρόμπριαντ.
Ο συγγραφέας καταγράφει τις επιτόπιες μαρτυρίες των ερευνητών συστηματοποιώντας τις κατά κατηγορίες: διαδικασίες εργασίας, βιότοπος και ιδιοκτησία, δίκτυα αμοιβαιότητας, συστήματα συγγένειας, κ.λπ. Και εδώ για τα παρατηρηθέντα φαινόμενα έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά από τα κεφάλαια «Η διανομή και οι ερμηνείες της» και «Οι εξελικτικές θεωρίες για την κοινωνικής οργάνωση». Στη βάση αυτών των μαρτυριών συζητάει εκτενώς την πρώτη μορφή ανισότητας που παρατηρήθηκε, την ανισότητα των δύο φύλων. Πολέμιος του αναγωγισμού, όπως είπαμε, ο Δημητρίου απορρίπτει τις θεωρίες που επιζητούν να θεμελιώσουν βιολογικά την κατωτερότητα της γυναίκας και υποστηρίζει ότι η κατώτερη θέση που κατείχε ιστορικά οφείλεται στους κοινωνικούς όρους παραγωγής, αναπαραγωγής και διανομής. Επιπλέον παρουσιάζει άφθονες ανθρωπολογικές μαρτυρίες που υποστηρίζουν ότι το φύλο είναι κοινωνική κατασκευή, όπως υποδεικνύει η ύπαρξη τρίτου φίκου σε ορισμένες πρωτόγονες κοινότητες.
Από τα πιο σημαντικά ζητήματα που συζητούνται είναι τα εργαλεία, ο καταμερισμός, η συγκρότηση ομάδων, το ταμπού αιμομιξίας και η εξωγαμία. Και εδώ το ταμπού αιμομιξίας αποδίδεται σε κοινωνικούς όρους και όχι σε βιολογικούς (υποστηρίζεται ότι η αιμομιξία οδηγεί σε εκφυλισμένους απογόνους), αφού το ταμπού αυτό, εκτός του ότι διαφέρει από ομάδα σε ομάδα, αναπτύσσεται και για μη όμαιμους συγγενείς.
Η μόνη κριτική παρατήρηση που έχουνε να κάνουμε κλείνοντας την παρουσίαση αυτού του έργου είναι μήπως ο Δημητρίού υποστηρίζει υπέρ το δέον τις κοινωνικές παραμέτρους της εξέλιξης, υποβαθμίζοντας υπερβολικά τους βιολογικούς.
Όλοι παραδεχόμαστε την αλληλεπίδραση nurture/ nature. Διαφωνούμε όμως ως προς τα ποσοστά.
Για παράδειγμα διαβάζουμε:
«Μετά από μακροχρόνια διεργασία αναστολής το ένστικτο τροποποιείται ώστε η κατοικίδια γάτα δεν επιτίθεται στην κότα» (σελ. 76).
Εδώ φοβούμαστε ότι παρεισδύει ένας ξεπερασμένος λαμαρκισμός, ο οποίος, ως γνωστόν, υποστηρίζει τη γενετική μεταβίβαση των επίκτητων χαρακτηριστικών, υποδηλώνοντας έτσι μια μεγαλύτερη και πιο άμεση επίδραση του περιβάλλοντος. Ο δαρβινισμός ερμηνεύει, θα έλεγα, στη συγκεκριμένη περίπτωση ολοκάθαρα, το γεγονός. Δεν πρόκειται για τροποποίηση του ενστίκτου μετά από μακροχρόνια διεργασία αναστολής, αλλά για καθαρή διαδικασία φυσικής επιλογής. Οι γάτες που τρώνε τις κότες εκδιώκονται από τη νοικοκυρά και έτσι έχουν μικρότερες πιθανότητες αναπαραγωγής από τις γάτες εκείνες που έχουν μειωμένη επιθετικότητα απέναντι στις κότες. Οι τελευταίες αποδεικνύονται πιο προσαρμοστικές, αφού δεν επισύρουν την μήνιν της νοικοκυράς.
Με την εμμονή του στην πρωτοκαθεδρία των κοινωνικών παραγόντων, φοβάμαι μήπως ο Σωτήρης Δημητρίου μπάζει τη θεωρία της ασυνέχειας από την πίσω πόρτα.
Δημοσιεύτηκε στο Διαβάζω, Ιούνιος 1998, δ. 386
Σωτήρης Δημητρίου, Η Εξέλιξη του ανθρώπου, τόμος V, Γλώσσα - Σώμα, Καστανιώτης 2001.
Κυκλοφόρησε και ο πέμπτος (και τελευταίος) τόμος του μνημειώδους έργου του Σωτήρη Δημητρίου που έχει τον γενικό τίτλο «Η εξέλιξη του ανθρώπου», και αναφέρεται στη γλώσσα και το σώμα. Οι προηγούμενοι τόμοι είχαν σαν θέμα την βιολογική εξέλιξη (πρώτος τόμος), την υλικοτεχνική εξέλιξη (δεύτερος και τρίτος τόμος) και την ανάπτυξη της κοινωνικής οργάνωσης (τέταρτος τόμος).
Το πρώτο πράγμα που διαπιστώνει κανείς είναι η ευρυμάθεια του Σωτήρη Δημητρίου. Τα στοιχεία που παραθέτει, οι πλευρές από τις οποίες αντιμετωπίζει το θέμα του είναι τόσες, ώστε δεν το αφήνουν από πουθενά ακάλυπτο. Η πλούσια βιβλιογραφία, πάνω από τριάντα σελίδες για κάθε ένα από τα δύο μέρη, δείχνει ότι ο συγγραφέας κατέθεσε όλες τις απόψεις των πιο διακεκριμένων ερευνητών πάνω στο θέμα που πραγματεύεται. Και τις απόψεις αυτές δεν τις παραθέτει απλά για να τις αντιδιαστείλει, μια και αρκετές βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους, αλλά για να τις υποβάλλει σε κριτικό έλεγχο, κυρίως με τα δεδομένα της ανθρωπολογίας.
Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος που εξετάζεται τη γλώσσα. Με το βιβλίο αυτό αποδεικνύεται ότι η κοινωνική ανθρωπολογία αποτελεί τελικά το χώρο στον οποίο μπορεί να αναπτυχθεί μια διεπιστημονική προσέγγιση στα θέματα της κουλτούρας, έχοντας ένα διπλό πλεονέκτημα: Αφενός τα τέμνει κάθετα, ασχολούμενη με το σύνολό τους, διαθέτοντας βέβαια τη δική της οπτική και τα δικά της μεθοδολογικά εργαλεία, και αφετέρου τα εξετάζει οριζόντια, δηλαδή στις ποικίλες εκφάνσεις που παίρνουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, καταδεικνύοντας τη σχετικότητά τους.
Η μονομέρεια είναι μια μόνιμη επισήμανση του Δημητρίου. Για παράδειγμα, ο εξοβελισμός της ιστορικής διάστασης της γλώσσας ευθύνεται για τη μονομέρεια της δομικής γλωσσολογίας, και γενικά των στρουκτουραλιστικών προσεγγίσεων στα φαινόμενα της κουλτούρας.
Μιλώντας για το σώμα ο Δημητρίου γράφει χαρακτηριστικά: «Δεν είναι όμως ευρέως γνωστό ότι σε πολλούς πληθυσμούς η ψυχή αποτελεί προνόμιο μόνο των αρχηγών και των ευγενών». Αυτό το «δεν είναι ευρέως γνωστό» θα μπορούσε να λεχθεί για πάμπολλες πληροφορίες από το χώρο της κοινωνικής ανθρωπολογίας που προσφέρει στο έργο αυτό, πληροφορίες που ρίχνουν νέο φως στα υπό μελέτη ζητήματα, και οδηγούν σε νέα συμπεράσματα, όπως δείχνεται στη συνέχεια του παραπάνω αποσπάσματος. «Συνεπώς, εκφράζει πολιτική δύναμη. Ο κοινός λαός Δε διαθέτει ψυχή παρά μόνο σώμα, ανάξιο και υποτελές. Φαίνεται λοιπόν ότι ο δυϊσμός ψυχής/ σώματος είναι φαινόμενο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε προνομιούχους και μη. Διαμορφώθηκε ως κοινωνική κατηγορία, που αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε κατόπιν η ταξινόμηση του ανθρώπινου οργανισμού» (σελ. 210). Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε άφθονα παραδείγματα ανάλογου σχολιασμού.
Από τον Δημητρίου πληροφορούμαστε ότι «Από τις 180 γλώσσες που είχε η Βραζιλία την εποχή της κατάκτησής της από τους Πορτογάλους (1500) έχουν εκλείψει το 75%... Με ανάλογες πιέσεις σβήνει μία γλώσσα κάθε εβδομάδα, ώστε 4.400 γλώσσες οδεύουν προς την εξαφάνιση» (σελ. 142). Με ανάλογο ρυθμό, πληροφορούμαστε από τους γλωσσολόγους, οδεύουν λέξεις και τοπωνύμια προς εξαφάνιση, καθώς εξαλείφονται, με την επιβολή μέσω των ΜΜΕ μιας κυρίαρχης «κοινής» γλώσσας, οι διαλεκτικές διαφορές. Λογοτέχνες και ηθογράφοι προσπαθούν να τις διασώσουν.
Από τα πιο ενδιαφέροντα τμήματα στο μέρος που πραγματεύεται το σώμα είναι εκείνα που αναφέρονται στη σωματοποίηση των ψυχικών εντάσεων, στην εκδήλωση ψυχοσωματικών συμπτωμάτων ως αποτέλεσμα καταπίεσης. Διαλύεται ο μύθος ότι οι ανώτερες τάξεις υποφέρουν περισσότερο από ψυχοσωματικά προβλήματα. Απλά αυτές διαθέτουν εισοδήματα τέτοια που τους επιτρέπουν να προσφεύγουν σε ιατρική βοήθεια. Οι ψυχικές ασθένειες ταλανίζουν περισσότερο τις κατώτερες τάξεις. Οι μισοί άστεγοι πάσχουν από κάποια μορφής ψύχωση.
Και οι γυναίκες επίσης, υφιστάμενες τις κοινωνικές πιέσεις από την ανισότητα των δύο φύλων, είναι επιρρεπείς στην υστερία και γενικά στην εκδήλωση ψυχοσωματικών ασθενειών. Η επιβολή του άντρα εκφράζεται μέσω του ελέγχου του σώματός της, όπως είναι η υποχρέωση του μαντηλιού στο κεφάλι, ή του φερετζέ στις μουσουλμανικές χώρες. Οι αιρέσεις και οι μυστικιστικές, εκστατικές λατρείες, στις οποίες πλειοψηφούν οι γυναίκες, δεν αποτελούν παρά έκφραση αντίστασης στην κοινωνική καταπίεση. Το ίδιο και οι διάφορες εκδηλώσεις μαγείας. Στο μεσαίωνα, όσο πιο πολλές μάγισσες καίγονταν στη φωτιά, τόσο πιο πολλές εμφανίζονταν.
Το σώμα υποφέρει, αλλά δεν συναινεί. Η αντίσταση του σώματος στη συναίνεση φαίνεται χαρακτηριστικά στα βασανιστήρια, που μετωνυμικά ονομάζονται και μαρτύρια, καθώς ο πιστός μαρτυρεί την πίστη του αρνούμενος, παρά τον αφόρητο σωματικό πόνο που υφίσταται, να την απαρνηθεί.
Η πλούσια ανθρωπολογική εμπειρία δείχνει και τα όρια της κυρίαρχης στο δυτικό κόσμο βιοϊατρικής. Παραδοσιακές ιατρικές, βοτανοθεραπείες, χειροπρακτική, βελονισμός κλπ. αποδεικνύονται συχνά εξίσου αποτελεσματικές, αν όχι περισσότερο. Τα ανθρωπολογικά δεδομένα τα οποία προσφέρει η κοινωνική ανθρωπολογία στον τομέα αυτό είναι άφθονα.
Δεν έχει νόημα να επεκταθούμε περισσότερο στα όσα σημαντικά πληροφορούμαστε απ’ αυτό το βιβλίο. Παρόλη την πυκνότητά του, διαθέτοντας ελάχιστη «περισσότητα» και απαιτώντας προσεκτικό διάβασμα, είναι ευχάριστο στην ανάγνωση. Πλούσιο σε πληροφορίες κρατά συνεχώς αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Μαζί με το εξάτομο λεξικό όρων, αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη προσφορά του Σωτήρη Δημητρίου στον επιστημονικό τομέα, χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε καθόλου την άλλη του μεγάλη προσφορά σε έναν άλλο τομέα, εκείνο του κινηματογράφου, του οποίου αποτελεί έναν από τους πιο επαρκείς έλληνες θεωρητικούς.
Ουτοπία, τ. 51, Σεπ-Οκτ. 2002
Σωτήρης Δημητρίου, Μορφές βίας, Σαββάλας 2003
Ο Σωτήρης Δημητρίου είναι ένας σύγχρονος εγκυκλοπαιδιστής, με μια διπλή σημασία του όρου. Όπως και οι γάλλοι εγκυκλοπαιδιστές, στρατεύτηκε κι αυτός από νωρίς στην υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. Όπως και αυτοί, διακρίνεται για μια πολυμέρεια και ευρυμάθεια. Αν και το κύριο ερευνητικό του αντικείμενο είναι η κοινωνική ανθρωπολογία, εν τούτοις έχει να επιδείξει και ένα αξιολογότατο θεωρητικό έργο σχετικά με τον κινηματογράφο. Έχει δημοσιεύσει επίσης αρκετά κείμενα σε σχέση με τον πολιτισμό. Είναι όμως εγκυκλοπαιδιστής και με την έννοια ότι μεγάλο τμήμα του έργου του έχει εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα. Το πεντάτομο «Λεξικό όρων» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη ταλαντεύεται ανάμεσα στη λεξικογραφία και την εγκυκλοπαίδεια, ενώ η πεντάτομη σειρά «Η εξέλιξη του ανθρώπου», επίσης από τις εκδόσεις Καστανιώτη, αποτελεί ένα εγκυκλοπαιδικό πανόραμα, ένα σημαντικό βιβλίο αναφοράς. Βαθύτατα κριτικός, παραθέτει εν τούτοις κάθε θεωρία και αντίληψη στα ζητήματα που μελετάει, θέτοντας έτσι την κρίση του στην κρίση του αναγνώστη, τον οποίο παραπέμπει, με την άφθονη βιβλιογραφία του, στις πηγής του.
Το τελευταίο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου, «Μορφές βίας», έχει επίσης τα ίδια χαρακτηριστικά. Εξαντλητικός στις βιβλιογραφικές αναφορές του, πλούσιος σε τεκμηρίωση, παραθέτει με διακριτικότητα τις ενστάσεις του και προβάλει τις δικές του αντιλήψεις, σε ένα θέμα που, βυθισμένο βαθιά μέσα στη διαχρονία, ταλανίζει όσο τίποτε άλλο την εποχή μας, απασχολώντας τόσο τους ερευνητές όσο και την επικαιρότητα των media.
Μετά από μια διεξοδική θεωρητική τοποθέτηση στο πρώτο κεφάλαιο «Μύθοι για τη βία», προχωρεί στην πραγμάτευση του θέματός του, ξεκινώντας ιστορικά, μελετώντας όμως όψεις της βίας στο κεφάλαιο που θεωρεί κάθε φορά πιο πρόσφορο. Έτσι, μελετώντας το φαινόμενο της βίας αρχικά στις κυνηγετικο-τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες, συζητάει για τη διαφορά μεταξύ επιθετικότητας και οργής. Στο κεφάλαιο για τις ακέφαλες κοινωνίες αναφέρεται στον κανιβαλισμό, στην αόρατη και στη συμβολική βία και στο ρόλο της αποικιοκρατίας. Μιλώντας για τις κοινωνίες με συγκεντρωτική εξουσία αναφέρεται στις ανθρωποθυσίες, στον πόλεμο, στη δουλεία και στη βεντέτα. Το ενδιαφέρον όμως του αναγνώστη το κλέβει το πέμπτο κεφάλαιο, «Το σύγχρονο κράτος». Εκεί μιλάει για τη σωφρονιστική και την αστυνομική βία, για τα βασανιστήρια και τις τελέσεις, τη βία στο παιδί, τη βία των MME, τη σεξουαλική βία, τη βία του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, κλπ, ενώ συζητάει και το ερώτημα: «Γεννιέται ή κατασκευάζεται ο εγκληματίας;» στο ομότιτλο υποκεφάλαιο. Στο τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Έμμεση βία» μιλάει για τις αυτοτιμωρίες, τα δημογραφικά προβλήματα και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Θα ήθελα στη συνέχεια να συζητήσω κάποια προβλήματα, κυρίως επιστημολογικά.
Με το Σωτήρη Δημητρίου με συνδέει μια μακρόχρονη φιλία, ακριβώς 17 χρόνων. Ήταν το 1987 που μπήκα στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας την οποία καθοδηγούσε, στα πλαίσια του ΚΜΕ και στη συνέχεια του Κέντρου Έρευνας και Τεκμηρίωσης. Το λέω αυτό γιατί θέλω να εκφράσω το θαυμασμό και την αγάπη μου για το Σωτήρη Δημητρίου αφενός, και αφετέρου για να δικαιολογήσω πώς ένας φιλόλογος, με διδακτορικό εν μέρει στη λογοτεχνία και εν μέρει στο θέατρο, και με αντίστοιχα φυσικά ερευνητικά ενδιαφέροντα, τολμά να παρουσιάσει ένα βιβλίο ενός άλλου χώρου. Η μακρόχρονη ερασιτεχνική μου απασχόληση με το χώρο αυτό το δικαιολογεί. Επίσης δικαιολογεί και τις «κόντρες» που είχαμε καμιά φορά στην ομάδα το γεγονός ότι, μεταφράζοντας για τις εκδόσεις Θυμάρι δύο έργα δυο επιφανών ηθολόγων, του νομπελίστα Κόνραντ Λόρεντς και του μαθητή του Ειρηναίου Άιμπλ-Άιμπεσφελντ, παθιάστηκα με την ηθολογία. Έτσι αποτελούσα το ζωντανό οξύμωρο να είμαι αριστερός αλλά να υποστηρίζω αντιλήψεις και ιδέες που η σχετική φιλολογία τις χαρακτηρίζει ρατσιστικές.
Στα πλαίσια αυτής της βιβλιοπαρουσίασης θέλω να κοινοποιήσω τις θεωρητικές διαφορές μου με τον Σωτήρη (στην πραγματικότητα με την κοινωνική ανθρωπολογία) προσπαθώντας να εντοπίσω τις επιστημολογικές της προεκτάσεις.
Διαβάζω από το πρώτο κεφάλαιο: «Από τον 18ο αιώνα επικράτησε στη διανόηση, καθώς και στην κοινή γνώμη της Δύσης, ο μύθος του βιολογικού πεπρωμένου, κατά τον οποίο η βία εδράζεται στην ανθρώπινη φύση… Αρχικά, η ανθρωπολογία αντέταξε στην ιδέα της ανθρώπινης φύσης την ερμηνεία ότι οι συμπεριφορές μας διαπλάθονται από την πολιτισμική παράδοση, και αυτό επηρέασε την αντίληψή μας για τη βία…» (σελ. 37) για να καταλήξει ότι σήμερα έχει «γίνει φανερό ότι η βία προσδιορίζεται πολιτισμικά ως εργαλείο κοινωνικού ελέγχου και ότι πηγή της είναι το κράτος και η νόμοι του…» (σελ. 42).
Η πρώτη αντίρρησή μου είναι ότι η χρησιμοποίηση της επιστήμης από την ιδεολογία δεν συνιστά a priori ακύρωσή της. Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε την ηθολογία επειδή τη χρησιμοποίησαν οι ρατσιστές, όπως δεν ρίχνουμε στον καιάδα τον Νίτσε για τον ίδιο λόγο. Γιατί το επιχείρημα θα μπορούσε να αντιστραφεί, και να ειπωθεί ότι οι «περιβαλλοντιστές», αυτοί που προκρίνουν το nurture έναντι του nature, και ανήκουν στο σύνολο σχεδόν των επιστημών του ανθρώπου, το κάνουν ωθούμενοι από ιδεολογικές προκαταλήψεις, πότε αριστερές (η αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών θα δημιουργήσει τον νέο άνθρωπο), πότε δεξιές, όταν, είτε απαξιώνονται ολόκληροι λαοί όχι πια ως φορείς γονιδίων αλλά ως φορείς μιας κατώτερης κουλτούρας, είτε ευλογείται η χειραγώγηση στρωμάτων πληθυσμού στη βάση μιας μπηχεβιοριστικής αντίληψης για τη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Ποιος έχει λοιπόν δίκιο;
Ο θετικισμός, μια ανεφάρμοστη ουτοπία στις επιστήμες του ανθρώπου, μια και εκεί ποτέ δεν έχουμε τη βεβαιότητα του «δυο και δυο κάνουν τέσσερα» αλλά την πιθανότητα ότι, με βάση τα ευρήματά μας, πιθανόν τα πράγματα να έχουν έτσι, εδράζεται παρολαυτά στην ανθρώπινη ψυχολογία και κατ’ επέκταση στην ψυχολογία των ερευνητών. Κανείς ερευνητής δεν μπορεί να προχωρήσει στην έρευνά του αν δεν είναι ιδιαίτερα πεπεισμένος για την ορθότητα του δρόμου που ακολουθεί. Γι αυτό και έχουμε τόσες «σχολές», τόσο στην ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία όσο και στην ψυχολογία. Αυτή η πεποίθηση είναι που του δίνει δύναμη να συνεχίσει τις έρευνές του στο μονοπάτι που χάραξε. Πιστεύει ότι βρήκε ολόκληρη την αλήθεια, πράγμα που συχνά είναι λάθος: βρήκε ένα κομμάτι μόνο της αλήθειας.
Κανένας ιστορικός δεν θα αμφισβητήσει ποτέ ότι η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τους Τούρκους το 1453. Όμως η εικόνα που έχουν οι ιστορικοί για την καθημερινή ζωή των Ίνκας πιθανόν να μην είναι η ίδια για όλους.
Ο Σωτήρης πιστεύει ότι ο Νεάντερταλ είναι πρόγονος του ανθρώπου, θεωρώντας ανυπόστατη την αντίληψη ότι αποτελεί παράλληλο κλάδο στην εξέλιξη των πρωτευόντων, τον οποίο εξόντωσε ο homo sapiens. Εγώ, ως φιλόλογος, είμαι απ’ έξω, και αφού διακεκριμένοι επιστήμονες υποστηρίζουν και τη μια και την άλλη άποψη, δεν μπορώ να προκρίνω με βεβαιότητα καμιά. Όταν όμως μου πουν ότι ο Νεάντερταλ πλάστηκε την πέμπτη μέρα της δημιουργίας και ο homo sapiens την έκτη, ενώ την έβδομη ο Δημιουργός αναπαύτηκε, δεν μπορώ πια να θεωρήσω τον εαυτό μου απ’ έξω, έχω εμπλακεί σε μια ιδεολογική διαμάχη που με ενδιαφέρει, και έχω άποψη (δεν θα σας την πω).
Τις παραπάνω σκέψεις τις έκανα παλιά, μελετώντας πάρα πολύ ψυχολογία. Ανασύρθηκαν στο προσκήνιο της συνείδησής μου διαβάζοντας αυτό το βιβλίο του Σωτήρη. Συνεχώς κριτικάρει ή παραθέτει κριτικές άλλων για διάφορες απόψεις. Οι κριτικές αυτές στην συντριπτική τους πλειοψηφία θα τις χαρακτήριζα ως κριτικές μονομέρειας. Γιατί, για ένα τόσο ευρύ φαινόμενο όσο είναι η βία, δεν μπορεί να υπάρχει ενοποιητική θεωρία που να αντιμετωπίζει με επάρκεια όλες τις μορφές της.
Οι αιτίες της βίας είναι πάρα πολλές. Το έμφυτο της επιθετικότητας έχει τεκμηριωθεί επαρκώς νομίζω από τους ηθολόγους. Όμως πόσο μετράει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση; Η ταξικότητα της κοινωνίας, τα συγκρουόμενα συμφέροντα, είναι επίσης σημαντικά αίτια. Όμως πόσο μετράνε; Τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Αθήνας πόσο βάρυναν στην απόφαση να θανατώσουν όλους τους Μηλίους; Ο Ναζί που βασανίζει (τον αναφέρει ο Σωτήρης) ακούγοντας κλασική μουσική εμφορείται άραγε από «συμφέροντα» ή ωθείται από άγρια ένστικτα;
Όπως έλεγε ο Μαρξ, τα προβλήματα είναι πάντοτε συγκεκριμένα, και στο πλέγμα των δυνάμεων που οδηγούν στην έκλυση βίας κάποιες είναι πιο ισχυρές τη μια φορά και «σύρουν το χορό», και κάποιες άλλες την άλλη. Όπως αναφέρει ο Σωτήρης μιλώντας για τη δημογραφία, «Σε κάθε περίπτωση παρεμβαίνουν πολλοί κοινωικοί και ιστορικοί όροι και διαμορφώνονται συνδυασμοί των μέσων ελέγχου ανάλογα με τους όρους αυτούς» (σελ. 237). Αυτό βέβαια είναι απογοητευτικό για τον ερευνητή, γιατί θέλει να συμβάλει στην ανάπτυξη της θεωρίας για να πάρει τα μπόνους που χρειάζεται για την ακαδημαϊκή του καριέρα, και ο συγκρητισμός δεν προσφέρει ακαδημαϊκά πλεονεκτήματα, ακόμη και εκεί που είναι μεθοδολογικά επαρκής. Ο προκρούστης της θεωρίας είναι πιο αβανταδόρικος.
Τέλος, ένα ευρύτερο θεωρητικό πρόβλημα που έχει σχέση με το θέμα του παρόντος βιβλίου είναι και το θέμα της ορολογίας. Η βία είναι μια ευρεία ομπρέλα, όπως η έννοια της αρετής στην αρχαία Ελλάδα, που καλύπτει ένα σωρό φαινόμενα, τα οποία χρειάζονται διαφορετική μεθοδολογική αντιμετώπιση και από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους. Ο Σωτήρης σε ξεχωριστό υποκεφάλαιο ξεχωρίζει την βία από την οργή. Η επιθετικότητα όμως είναι μια μορφή βίας, ή η βία είναι μια μορφή επιθετικότητας; Το λέω αυτό γιατί η σχετική φιλολογία, τόσο η βιολογική όσο και η ψυχολογική, μελετάει την επιθετικότητα και όχι τη βία. Όμως, ως εγκυκλοπαιδιστής που είναι ο Σωτήρης, προτιμάει τον όρο βία, που είναι πιο καθημερινός, πιο ευρύς, που καλύπτει μια πιο μεγάλη γκάμα φαινομένων. Ακόμη για τον Σωτήρη η θεωρητική διένεξη δεν είναι σε πρώτο πλάνο, όπως συμβαίνει με πολλούς ερευνητές (μαρξιστές κυρίως), αλλά προέχει η παροχή πληροφορίας. Έτσι, κλείνοντας αυτή την παρουσίαση, για να μειώσω λίγο την εντύπωση της κόντρας μου με τον Σωτήρη, θέλω να τονίσω ότι ο θεωρητικός, «ιδεολόγος» Δημητρίου υποχωρεί αρκετά στα βιβλία του μπροστά στον εγκυκλοπαιδιστή.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Σωτήρης Δημητρίοιυ, Η εξέλιξη του ανθρώπου, ΙV τόμος, Οι αρχές της κοινωνικής οργάνωσης. Καστανιώτης 1998.
Ουτοπία, τ. 51, Σεπτ-Οκτ. 2002
Ο Σωτήρης Δημητρίου, θεωρητικός του κινηματογράφου και της κοινωνικής ανθρωπολογίας, μετά το μνημειώδες πεντάτομο λεξικό όρων, έχει καταπιαστεί τα τελευταία χρόνια με το επίσης μνημειώδες έργο του «Η εξέλιξης του ανθρώπου».
Το έργο αυτό αποτελεί μια εγκυκλοπαίδεια της ανθρώπινης εξέλιξης, γραμμένη από ένα μόνο άτομο, στα «λήμματα» της οποίας έχει καταγραφεί ό,τι έχει ειπωθεί από τους κοινωνικούς ανθρωπολόγους, αλλά και από ερευνητές συναφών επιστημών (βιολογία, ηθολογία, κ.λπ.) πάνω σ’ αυτό το θέμα. Το επιστημολογικό πρόβλημα των διιστάμενων απόψεων είναι πιο οξύ στις επιστήμες του ανθρώπου, και φυσικά στην κοινωνική ανθρωπολογία. Ο Σωτήρης Δημητρίου, παρόλο που ο ίδιος προκρίνει κάποιες αντιλήψεις, δεν αποσιωπά τις άλλες, αλλά τις παραθέτει όλες με αρκετές λεπτομέρειες, δημιουργώντας ένα «write show», με τις θέσεις των επί μέρους επιστημόνων σε ένα ζωντανό διάλογο.
Πρόσφατα εκδόθηκε ο τέταρτος τόμος της σειράς με τίτλο «Αρχές της κοινωνικής οργάνωσης». Έχουν προηγηθεί οι «Ανθρωπογένεση», «Τα πρώτα βήματα» και «Η παλαιολιθική εποχή».
Ο συγγραφέας ξεκινάει με το γενικότερο πρόβλημα της σχέσης ατόμου και κοινωνίας. Ήδη οι διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, τις οποίες σκιαγραφεί στην αρχή, προοιωνίζουν τις διαφορετικές αντιλήψεις που θα προταθούν πάνω στα συγκεκριμένα ζητήματα, όπως π.χ. το πρόβλημα της συνέχειας/ ασυνέχειας (της ανθρώπινης κοινωνίας με τη φύση). Ο Ντεκάρτ, για παράδειγμα, ακολουθώντας τη χριστιανική παράδοση, υποστηρίζει την ασυνέχεια, σε αντίθεση με τους εκπροσώπους του Διαφωτισμού που υποστηρίζουν τη συνέχεια.
Ενδιαφέρουσα είναι η συζήτηση για το γόητρο, ΄που συχνά εμφανίζεται ως πρώτο σημείο κοινωνικής διαφοροποίησης και υπεροχής.
Αναπτύσσονται ακόμη οι διάφορες θεωρίες, όπως είναι η θεωρία του γεωγραφικού παράγοντα, η πολιτισμική οικολογία, οι βιολογικοί παράγοντες, οι ψυχαναλυτικές θεωρίες και ο φροϋδισμός, η ηθολογία, η συμπεριφορική οικολογία, τα μοντέλα βελτιστοποίησης της τροφοσυλλογής και η κοινωνιοβιολογία. Ο Δημητρίου θα τις κατηγορήσει α) για αναγωγισμό (κυρίως την ηθολογία και την κοινωνιοβιολογία). Δεν μπορούμε να ανάγουμε στοιχεία ενός ανώτερου επιπέδου όπως είναι η ανθρώπινη κοινωνία σε ένα κατώτερο, όπως είναι ο κόσμος των ζώων. Το ότι η επιθετικότητα χαρακτηρίζει τα ζώα δεν σημαίνει ότι είναι αναπόδραστη στις ανθρώπινες κοινωνίες, αφού έχουν παρατηρηθεί πρωτόγονες κοινότητες που δεν τις διακρίνει καθόλου η επιθετικότητα. β) για μονομέρεια. Για παράδειγμα, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα δεν χαρακτηρίζει γενικά την ανθρώπινη φύση, αλλά είναι προϊόν μόνο της δυτικής κοινωνίας. Ο Μαλινόφσκι διαπίστωσε την ανυπαρξία του στους Τρόμπριαντ.
Ο συγγραφέας καταγράφει τις επιτόπιες μαρτυρίες των ερευνητών συστηματοποιώντας τις κατά κατηγορίες: διαδικασίες εργασίας, βιότοπος και ιδιοκτησία, δίκτυα αμοιβαιότητας, συστήματα συγγένειας, κ.λπ. Και εδώ για τα παρατηρηθέντα φαινόμενα έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά από τα κεφάλαια «Η διανομή και οι ερμηνείες της» και «Οι εξελικτικές θεωρίες για την κοινωνικής οργάνωση». Στη βάση αυτών των μαρτυριών συζητάει εκτενώς την πρώτη μορφή ανισότητας που παρατηρήθηκε, την ανισότητα των δύο φύλων. Πολέμιος του αναγωγισμού, όπως είπαμε, ο Δημητρίου απορρίπτει τις θεωρίες που επιζητούν να θεμελιώσουν βιολογικά την κατωτερότητα της γυναίκας και υποστηρίζει ότι η κατώτερη θέση που κατείχε ιστορικά οφείλεται στους κοινωνικούς όρους παραγωγής, αναπαραγωγής και διανομής. Επιπλέον παρουσιάζει άφθονες ανθρωπολογικές μαρτυρίες που υποστηρίζουν ότι το φύλο είναι κοινωνική κατασκευή, όπως υποδεικνύει η ύπαρξη τρίτου φίκου σε ορισμένες πρωτόγονες κοινότητες.
Από τα πιο σημαντικά ζητήματα που συζητούνται είναι τα εργαλεία, ο καταμερισμός, η συγκρότηση ομάδων, το ταμπού αιμομιξίας και η εξωγαμία. Και εδώ το ταμπού αιμομιξίας αποδίδεται σε κοινωνικούς όρους και όχι σε βιολογικούς (υποστηρίζεται ότι η αιμομιξία οδηγεί σε εκφυλισμένους απογόνους), αφού το ταμπού αυτό, εκτός του ότι διαφέρει από ομάδα σε ομάδα, αναπτύσσεται και για μη όμαιμους συγγενείς.
Η μόνη κριτική παρατήρηση που έχουνε να κάνουμε κλείνοντας την παρουσίαση αυτού του έργου είναι μήπως ο Δημητρίού υποστηρίζει υπέρ το δέον τις κοινωνικές παραμέτρους της εξέλιξης, υποβαθμίζοντας υπερβολικά τους βιολογικούς.
Όλοι παραδεχόμαστε την αλληλεπίδραση nurture/ nature. Διαφωνούμε όμως ως προς τα ποσοστά.
Για παράδειγμα διαβάζουμε:
«Μετά από μακροχρόνια διεργασία αναστολής το ένστικτο τροποποιείται ώστε η κατοικίδια γάτα δεν επιτίθεται στην κότα» (σελ. 76).
Εδώ φοβούμαστε ότι παρεισδύει ένας ξεπερασμένος λαμαρκισμός, ο οποίος, ως γνωστόν, υποστηρίζει τη γενετική μεταβίβαση των επίκτητων χαρακτηριστικών, υποδηλώνοντας έτσι μια μεγαλύτερη και πιο άμεση επίδραση του περιβάλλοντος. Ο δαρβινισμός ερμηνεύει, θα έλεγα, στη συγκεκριμένη περίπτωση ολοκάθαρα, το γεγονός. Δεν πρόκειται για τροποποίηση του ενστίκτου μετά από μακροχρόνια διεργασία αναστολής, αλλά για καθαρή διαδικασία φυσικής επιλογής. Οι γάτες που τρώνε τις κότες εκδιώκονται από τη νοικοκυρά και έτσι έχουν μικρότερες πιθανότητες αναπαραγωγής από τις γάτες εκείνες που έχουν μειωμένη επιθετικότητα απέναντι στις κότες. Οι τελευταίες αποδεικνύονται πιο προσαρμοστικές, αφού δεν επισύρουν την μήνιν της νοικοκυράς.
Με την εμμονή του στην πρωτοκαθεδρία των κοινωνικών παραγόντων, φοβάμαι μήπως ο Σωτήρης Δημητρίου μπάζει τη θεωρία της ασυνέχειας από την πίσω πόρτα.
Δημοσιεύτηκε στο Διαβάζω, Ιούνιος 1998, δ. 386
Σωτήρης Δημητρίου, Η Εξέλιξη του ανθρώπου, τόμος V, Γλώσσα - Σώμα, Καστανιώτης 2001.
Κυκλοφόρησε και ο πέμπτος (και τελευταίος) τόμος του μνημειώδους έργου του Σωτήρη Δημητρίου που έχει τον γενικό τίτλο «Η εξέλιξη του ανθρώπου», και αναφέρεται στη γλώσσα και το σώμα. Οι προηγούμενοι τόμοι είχαν σαν θέμα την βιολογική εξέλιξη (πρώτος τόμος), την υλικοτεχνική εξέλιξη (δεύτερος και τρίτος τόμος) και την ανάπτυξη της κοινωνικής οργάνωσης (τέταρτος τόμος).
Το πρώτο πράγμα που διαπιστώνει κανείς είναι η ευρυμάθεια του Σωτήρη Δημητρίου. Τα στοιχεία που παραθέτει, οι πλευρές από τις οποίες αντιμετωπίζει το θέμα του είναι τόσες, ώστε δεν το αφήνουν από πουθενά ακάλυπτο. Η πλούσια βιβλιογραφία, πάνω από τριάντα σελίδες για κάθε ένα από τα δύο μέρη, δείχνει ότι ο συγγραφέας κατέθεσε όλες τις απόψεις των πιο διακεκριμένων ερευνητών πάνω στο θέμα που πραγματεύεται. Και τις απόψεις αυτές δεν τις παραθέτει απλά για να τις αντιδιαστείλει, μια και αρκετές βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους, αλλά για να τις υποβάλλει σε κριτικό έλεγχο, κυρίως με τα δεδομένα της ανθρωπολογίας.
Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος που εξετάζεται τη γλώσσα. Με το βιβλίο αυτό αποδεικνύεται ότι η κοινωνική ανθρωπολογία αποτελεί τελικά το χώρο στον οποίο μπορεί να αναπτυχθεί μια διεπιστημονική προσέγγιση στα θέματα της κουλτούρας, έχοντας ένα διπλό πλεονέκτημα: Αφενός τα τέμνει κάθετα, ασχολούμενη με το σύνολό τους, διαθέτοντας βέβαια τη δική της οπτική και τα δικά της μεθοδολογικά εργαλεία, και αφετέρου τα εξετάζει οριζόντια, δηλαδή στις ποικίλες εκφάνσεις που παίρνουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, καταδεικνύοντας τη σχετικότητά τους.
Η μονομέρεια είναι μια μόνιμη επισήμανση του Δημητρίου. Για παράδειγμα, ο εξοβελισμός της ιστορικής διάστασης της γλώσσας ευθύνεται για τη μονομέρεια της δομικής γλωσσολογίας, και γενικά των στρουκτουραλιστικών προσεγγίσεων στα φαινόμενα της κουλτούρας.
Μιλώντας για το σώμα ο Δημητρίου γράφει χαρακτηριστικά: «Δεν είναι όμως ευρέως γνωστό ότι σε πολλούς πληθυσμούς η ψυχή αποτελεί προνόμιο μόνο των αρχηγών και των ευγενών». Αυτό το «δεν είναι ευρέως γνωστό» θα μπορούσε να λεχθεί για πάμπολλες πληροφορίες από το χώρο της κοινωνικής ανθρωπολογίας που προσφέρει στο έργο αυτό, πληροφορίες που ρίχνουν νέο φως στα υπό μελέτη ζητήματα, και οδηγούν σε νέα συμπεράσματα, όπως δείχνεται στη συνέχεια του παραπάνω αποσπάσματος. «Συνεπώς, εκφράζει πολιτική δύναμη. Ο κοινός λαός Δε διαθέτει ψυχή παρά μόνο σώμα, ανάξιο και υποτελές. Φαίνεται λοιπόν ότι ο δυϊσμός ψυχής/ σώματος είναι φαινόμενο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε προνομιούχους και μη. Διαμορφώθηκε ως κοινωνική κατηγορία, που αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε κατόπιν η ταξινόμηση του ανθρώπινου οργανισμού» (σελ. 210). Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε άφθονα παραδείγματα ανάλογου σχολιασμού.
Από τον Δημητρίου πληροφορούμαστε ότι «Από τις 180 γλώσσες που είχε η Βραζιλία την εποχή της κατάκτησής της από τους Πορτογάλους (1500) έχουν εκλείψει το 75%... Με ανάλογες πιέσεις σβήνει μία γλώσσα κάθε εβδομάδα, ώστε 4.400 γλώσσες οδεύουν προς την εξαφάνιση» (σελ. 142). Με ανάλογο ρυθμό, πληροφορούμαστε από τους γλωσσολόγους, οδεύουν λέξεις και τοπωνύμια προς εξαφάνιση, καθώς εξαλείφονται, με την επιβολή μέσω των ΜΜΕ μιας κυρίαρχης «κοινής» γλώσσας, οι διαλεκτικές διαφορές. Λογοτέχνες και ηθογράφοι προσπαθούν να τις διασώσουν.
Από τα πιο ενδιαφέροντα τμήματα στο μέρος που πραγματεύεται το σώμα είναι εκείνα που αναφέρονται στη σωματοποίηση των ψυχικών εντάσεων, στην εκδήλωση ψυχοσωματικών συμπτωμάτων ως αποτέλεσμα καταπίεσης. Διαλύεται ο μύθος ότι οι ανώτερες τάξεις υποφέρουν περισσότερο από ψυχοσωματικά προβλήματα. Απλά αυτές διαθέτουν εισοδήματα τέτοια που τους επιτρέπουν να προσφεύγουν σε ιατρική βοήθεια. Οι ψυχικές ασθένειες ταλανίζουν περισσότερο τις κατώτερες τάξεις. Οι μισοί άστεγοι πάσχουν από κάποια μορφής ψύχωση.
Και οι γυναίκες επίσης, υφιστάμενες τις κοινωνικές πιέσεις από την ανισότητα των δύο φύλων, είναι επιρρεπείς στην υστερία και γενικά στην εκδήλωση ψυχοσωματικών ασθενειών. Η επιβολή του άντρα εκφράζεται μέσω του ελέγχου του σώματός της, όπως είναι η υποχρέωση του μαντηλιού στο κεφάλι, ή του φερετζέ στις μουσουλμανικές χώρες. Οι αιρέσεις και οι μυστικιστικές, εκστατικές λατρείες, στις οποίες πλειοψηφούν οι γυναίκες, δεν αποτελούν παρά έκφραση αντίστασης στην κοινωνική καταπίεση. Το ίδιο και οι διάφορες εκδηλώσεις μαγείας. Στο μεσαίωνα, όσο πιο πολλές μάγισσες καίγονταν στη φωτιά, τόσο πιο πολλές εμφανίζονταν.
Το σώμα υποφέρει, αλλά δεν συναινεί. Η αντίσταση του σώματος στη συναίνεση φαίνεται χαρακτηριστικά στα βασανιστήρια, που μετωνυμικά ονομάζονται και μαρτύρια, καθώς ο πιστός μαρτυρεί την πίστη του αρνούμενος, παρά τον αφόρητο σωματικό πόνο που υφίσταται, να την απαρνηθεί.
Η πλούσια ανθρωπολογική εμπειρία δείχνει και τα όρια της κυρίαρχης στο δυτικό κόσμο βιοϊατρικής. Παραδοσιακές ιατρικές, βοτανοθεραπείες, χειροπρακτική, βελονισμός κλπ. αποδεικνύονται συχνά εξίσου αποτελεσματικές, αν όχι περισσότερο. Τα ανθρωπολογικά δεδομένα τα οποία προσφέρει η κοινωνική ανθρωπολογία στον τομέα αυτό είναι άφθονα.
Δεν έχει νόημα να επεκταθούμε περισσότερο στα όσα σημαντικά πληροφορούμαστε απ’ αυτό το βιβλίο. Παρόλη την πυκνότητά του, διαθέτοντας ελάχιστη «περισσότητα» και απαιτώντας προσεκτικό διάβασμα, είναι ευχάριστο στην ανάγνωση. Πλούσιο σε πληροφορίες κρατά συνεχώς αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Μαζί με το εξάτομο λεξικό όρων, αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη προσφορά του Σωτήρη Δημητρίου στον επιστημονικό τομέα, χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε καθόλου την άλλη του μεγάλη προσφορά σε έναν άλλο τομέα, εκείνο του κινηματογράφου, του οποίου αποτελεί έναν από τους πιο επαρκείς έλληνες θεωρητικούς.
Ουτοπία, τ. 51, Σεπ-Οκτ. 2002
Σωτήρης Δημητρίου, Μορφές βίας, Σαββάλας 2003
Ο Σωτήρης Δημητρίου είναι ένας σύγχρονος εγκυκλοπαιδιστής, με μια διπλή σημασία του όρου. Όπως και οι γάλλοι εγκυκλοπαιδιστές, στρατεύτηκε κι αυτός από νωρίς στην υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. Όπως και αυτοί, διακρίνεται για μια πολυμέρεια και ευρυμάθεια. Αν και το κύριο ερευνητικό του αντικείμενο είναι η κοινωνική ανθρωπολογία, εν τούτοις έχει να επιδείξει και ένα αξιολογότατο θεωρητικό έργο σχετικά με τον κινηματογράφο. Έχει δημοσιεύσει επίσης αρκετά κείμενα σε σχέση με τον πολιτισμό. Είναι όμως εγκυκλοπαιδιστής και με την έννοια ότι μεγάλο τμήμα του έργου του έχει εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα. Το πεντάτομο «Λεξικό όρων» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη ταλαντεύεται ανάμεσα στη λεξικογραφία και την εγκυκλοπαίδεια, ενώ η πεντάτομη σειρά «Η εξέλιξη του ανθρώπου», επίσης από τις εκδόσεις Καστανιώτη, αποτελεί ένα εγκυκλοπαιδικό πανόραμα, ένα σημαντικό βιβλίο αναφοράς. Βαθύτατα κριτικός, παραθέτει εν τούτοις κάθε θεωρία και αντίληψη στα ζητήματα που μελετάει, θέτοντας έτσι την κρίση του στην κρίση του αναγνώστη, τον οποίο παραπέμπει, με την άφθονη βιβλιογραφία του, στις πηγής του.
Το τελευταίο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου, «Μορφές βίας», έχει επίσης τα ίδια χαρακτηριστικά. Εξαντλητικός στις βιβλιογραφικές αναφορές του, πλούσιος σε τεκμηρίωση, παραθέτει με διακριτικότητα τις ενστάσεις του και προβάλει τις δικές του αντιλήψεις, σε ένα θέμα που, βυθισμένο βαθιά μέσα στη διαχρονία, ταλανίζει όσο τίποτε άλλο την εποχή μας, απασχολώντας τόσο τους ερευνητές όσο και την επικαιρότητα των media.
Μετά από μια διεξοδική θεωρητική τοποθέτηση στο πρώτο κεφάλαιο «Μύθοι για τη βία», προχωρεί στην πραγμάτευση του θέματός του, ξεκινώντας ιστορικά, μελετώντας όμως όψεις της βίας στο κεφάλαιο που θεωρεί κάθε φορά πιο πρόσφορο. Έτσι, μελετώντας το φαινόμενο της βίας αρχικά στις κυνηγετικο-τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες, συζητάει για τη διαφορά μεταξύ επιθετικότητας και οργής. Στο κεφάλαιο για τις ακέφαλες κοινωνίες αναφέρεται στον κανιβαλισμό, στην αόρατη και στη συμβολική βία και στο ρόλο της αποικιοκρατίας. Μιλώντας για τις κοινωνίες με συγκεντρωτική εξουσία αναφέρεται στις ανθρωποθυσίες, στον πόλεμο, στη δουλεία και στη βεντέτα. Το ενδιαφέρον όμως του αναγνώστη το κλέβει το πέμπτο κεφάλαιο, «Το σύγχρονο κράτος». Εκεί μιλάει για τη σωφρονιστική και την αστυνομική βία, για τα βασανιστήρια και τις τελέσεις, τη βία στο παιδί, τη βία των MME, τη σεξουαλική βία, τη βία του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, κλπ, ενώ συζητάει και το ερώτημα: «Γεννιέται ή κατασκευάζεται ο εγκληματίας;» στο ομότιτλο υποκεφάλαιο. Στο τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Έμμεση βία» μιλάει για τις αυτοτιμωρίες, τα δημογραφικά προβλήματα και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Θα ήθελα στη συνέχεια να συζητήσω κάποια προβλήματα, κυρίως επιστημολογικά.
Με το Σωτήρη Δημητρίου με συνδέει μια μακρόχρονη φιλία, ακριβώς 17 χρόνων. Ήταν το 1987 που μπήκα στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας την οποία καθοδηγούσε, στα πλαίσια του ΚΜΕ και στη συνέχεια του Κέντρου Έρευνας και Τεκμηρίωσης. Το λέω αυτό γιατί θέλω να εκφράσω το θαυμασμό και την αγάπη μου για το Σωτήρη Δημητρίου αφενός, και αφετέρου για να δικαιολογήσω πώς ένας φιλόλογος, με διδακτορικό εν μέρει στη λογοτεχνία και εν μέρει στο θέατρο, και με αντίστοιχα φυσικά ερευνητικά ενδιαφέροντα, τολμά να παρουσιάσει ένα βιβλίο ενός άλλου χώρου. Η μακρόχρονη ερασιτεχνική μου απασχόληση με το χώρο αυτό το δικαιολογεί. Επίσης δικαιολογεί και τις «κόντρες» που είχαμε καμιά φορά στην ομάδα το γεγονός ότι, μεταφράζοντας για τις εκδόσεις Θυμάρι δύο έργα δυο επιφανών ηθολόγων, του νομπελίστα Κόνραντ Λόρεντς και του μαθητή του Ειρηναίου Άιμπλ-Άιμπεσφελντ, παθιάστηκα με την ηθολογία. Έτσι αποτελούσα το ζωντανό οξύμωρο να είμαι αριστερός αλλά να υποστηρίζω αντιλήψεις και ιδέες που η σχετική φιλολογία τις χαρακτηρίζει ρατσιστικές.
Στα πλαίσια αυτής της βιβλιοπαρουσίασης θέλω να κοινοποιήσω τις θεωρητικές διαφορές μου με τον Σωτήρη (στην πραγματικότητα με την κοινωνική ανθρωπολογία) προσπαθώντας να εντοπίσω τις επιστημολογικές της προεκτάσεις.
Διαβάζω από το πρώτο κεφάλαιο: «Από τον 18ο αιώνα επικράτησε στη διανόηση, καθώς και στην κοινή γνώμη της Δύσης, ο μύθος του βιολογικού πεπρωμένου, κατά τον οποίο η βία εδράζεται στην ανθρώπινη φύση… Αρχικά, η ανθρωπολογία αντέταξε στην ιδέα της ανθρώπινης φύσης την ερμηνεία ότι οι συμπεριφορές μας διαπλάθονται από την πολιτισμική παράδοση, και αυτό επηρέασε την αντίληψή μας για τη βία…» (σελ. 37) για να καταλήξει ότι σήμερα έχει «γίνει φανερό ότι η βία προσδιορίζεται πολιτισμικά ως εργαλείο κοινωνικού ελέγχου και ότι πηγή της είναι το κράτος και η νόμοι του…» (σελ. 42).
Η πρώτη αντίρρησή μου είναι ότι η χρησιμοποίηση της επιστήμης από την ιδεολογία δεν συνιστά a priori ακύρωσή της. Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε την ηθολογία επειδή τη χρησιμοποίησαν οι ρατσιστές, όπως δεν ρίχνουμε στον καιάδα τον Νίτσε για τον ίδιο λόγο. Γιατί το επιχείρημα θα μπορούσε να αντιστραφεί, και να ειπωθεί ότι οι «περιβαλλοντιστές», αυτοί που προκρίνουν το nurture έναντι του nature, και ανήκουν στο σύνολο σχεδόν των επιστημών του ανθρώπου, το κάνουν ωθούμενοι από ιδεολογικές προκαταλήψεις, πότε αριστερές (η αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών θα δημιουργήσει τον νέο άνθρωπο), πότε δεξιές, όταν, είτε απαξιώνονται ολόκληροι λαοί όχι πια ως φορείς γονιδίων αλλά ως φορείς μιας κατώτερης κουλτούρας, είτε ευλογείται η χειραγώγηση στρωμάτων πληθυσμού στη βάση μιας μπηχεβιοριστικής αντίληψης για τη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Ποιος έχει λοιπόν δίκιο;
Ο θετικισμός, μια ανεφάρμοστη ουτοπία στις επιστήμες του ανθρώπου, μια και εκεί ποτέ δεν έχουμε τη βεβαιότητα του «δυο και δυο κάνουν τέσσερα» αλλά την πιθανότητα ότι, με βάση τα ευρήματά μας, πιθανόν τα πράγματα να έχουν έτσι, εδράζεται παρολαυτά στην ανθρώπινη ψυχολογία και κατ’ επέκταση στην ψυχολογία των ερευνητών. Κανείς ερευνητής δεν μπορεί να προχωρήσει στην έρευνά του αν δεν είναι ιδιαίτερα πεπεισμένος για την ορθότητα του δρόμου που ακολουθεί. Γι αυτό και έχουμε τόσες «σχολές», τόσο στην ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία όσο και στην ψυχολογία. Αυτή η πεποίθηση είναι που του δίνει δύναμη να συνεχίσει τις έρευνές του στο μονοπάτι που χάραξε. Πιστεύει ότι βρήκε ολόκληρη την αλήθεια, πράγμα που συχνά είναι λάθος: βρήκε ένα κομμάτι μόνο της αλήθειας.
Κανένας ιστορικός δεν θα αμφισβητήσει ποτέ ότι η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τους Τούρκους το 1453. Όμως η εικόνα που έχουν οι ιστορικοί για την καθημερινή ζωή των Ίνκας πιθανόν να μην είναι η ίδια για όλους.
Ο Σωτήρης πιστεύει ότι ο Νεάντερταλ είναι πρόγονος του ανθρώπου, θεωρώντας ανυπόστατη την αντίληψη ότι αποτελεί παράλληλο κλάδο στην εξέλιξη των πρωτευόντων, τον οποίο εξόντωσε ο homo sapiens. Εγώ, ως φιλόλογος, είμαι απ’ έξω, και αφού διακεκριμένοι επιστήμονες υποστηρίζουν και τη μια και την άλλη άποψη, δεν μπορώ να προκρίνω με βεβαιότητα καμιά. Όταν όμως μου πουν ότι ο Νεάντερταλ πλάστηκε την πέμπτη μέρα της δημιουργίας και ο homo sapiens την έκτη, ενώ την έβδομη ο Δημιουργός αναπαύτηκε, δεν μπορώ πια να θεωρήσω τον εαυτό μου απ’ έξω, έχω εμπλακεί σε μια ιδεολογική διαμάχη που με ενδιαφέρει, και έχω άποψη (δεν θα σας την πω).
Τις παραπάνω σκέψεις τις έκανα παλιά, μελετώντας πάρα πολύ ψυχολογία. Ανασύρθηκαν στο προσκήνιο της συνείδησής μου διαβάζοντας αυτό το βιβλίο του Σωτήρη. Συνεχώς κριτικάρει ή παραθέτει κριτικές άλλων για διάφορες απόψεις. Οι κριτικές αυτές στην συντριπτική τους πλειοψηφία θα τις χαρακτήριζα ως κριτικές μονομέρειας. Γιατί, για ένα τόσο ευρύ φαινόμενο όσο είναι η βία, δεν μπορεί να υπάρχει ενοποιητική θεωρία που να αντιμετωπίζει με επάρκεια όλες τις μορφές της.
Οι αιτίες της βίας είναι πάρα πολλές. Το έμφυτο της επιθετικότητας έχει τεκμηριωθεί επαρκώς νομίζω από τους ηθολόγους. Όμως πόσο μετράει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση; Η ταξικότητα της κοινωνίας, τα συγκρουόμενα συμφέροντα, είναι επίσης σημαντικά αίτια. Όμως πόσο μετράνε; Τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Αθήνας πόσο βάρυναν στην απόφαση να θανατώσουν όλους τους Μηλίους; Ο Ναζί που βασανίζει (τον αναφέρει ο Σωτήρης) ακούγοντας κλασική μουσική εμφορείται άραγε από «συμφέροντα» ή ωθείται από άγρια ένστικτα;
Όπως έλεγε ο Μαρξ, τα προβλήματα είναι πάντοτε συγκεκριμένα, και στο πλέγμα των δυνάμεων που οδηγούν στην έκλυση βίας κάποιες είναι πιο ισχυρές τη μια φορά και «σύρουν το χορό», και κάποιες άλλες την άλλη. Όπως αναφέρει ο Σωτήρης μιλώντας για τη δημογραφία, «Σε κάθε περίπτωση παρεμβαίνουν πολλοί κοινωικοί και ιστορικοί όροι και διαμορφώνονται συνδυασμοί των μέσων ελέγχου ανάλογα με τους όρους αυτούς» (σελ. 237). Αυτό βέβαια είναι απογοητευτικό για τον ερευνητή, γιατί θέλει να συμβάλει στην ανάπτυξη της θεωρίας για να πάρει τα μπόνους που χρειάζεται για την ακαδημαϊκή του καριέρα, και ο συγκρητισμός δεν προσφέρει ακαδημαϊκά πλεονεκτήματα, ακόμη και εκεί που είναι μεθοδολογικά επαρκής. Ο προκρούστης της θεωρίας είναι πιο αβανταδόρικος.
Τέλος, ένα ευρύτερο θεωρητικό πρόβλημα που έχει σχέση με το θέμα του παρόντος βιβλίου είναι και το θέμα της ορολογίας. Η βία είναι μια ευρεία ομπρέλα, όπως η έννοια της αρετής στην αρχαία Ελλάδα, που καλύπτει ένα σωρό φαινόμενα, τα οποία χρειάζονται διαφορετική μεθοδολογική αντιμετώπιση και από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους. Ο Σωτήρης σε ξεχωριστό υποκεφάλαιο ξεχωρίζει την βία από την οργή. Η επιθετικότητα όμως είναι μια μορφή βίας, ή η βία είναι μια μορφή επιθετικότητας; Το λέω αυτό γιατί η σχετική φιλολογία, τόσο η βιολογική όσο και η ψυχολογική, μελετάει την επιθετικότητα και όχι τη βία. Όμως, ως εγκυκλοπαιδιστής που είναι ο Σωτήρης, προτιμάει τον όρο βία, που είναι πιο καθημερινός, πιο ευρύς, που καλύπτει μια πιο μεγάλη γκάμα φαινομένων. Ακόμη για τον Σωτήρη η θεωρητική διένεξη δεν είναι σε πρώτο πλάνο, όπως συμβαίνει με πολλούς ερευνητές (μαρξιστές κυρίως), αλλά προέχει η παροχή πληροφορίας. Έτσι, κλείνοντας αυτή την παρουσίαση, για να μειώσω λίγο την εντύπωση της κόντρας μου με τον Σωτήρη, θέλω να τονίσω ότι ο θεωρητικός, «ιδεολόγος» Δημητρίου υποχωρεί αρκετά στα βιβλία του μπροστά στον εγκυκλοπαιδιστή.
Σωτήρης Δημητρίοιυ, Η εξέλιξη του ανθρώπου, ΙV τόμος, Οι αρχές της κοινωνικής οργάνωσης
Ο Σωτήρης Θ. Δημητρίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1925 και ακολούθησε σπουδές στον τεχνολογικό κλάδο. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη μελέτη της γενικής ανθρωπολογίας, την οποία και συνεχίσει. Δημοσίευσε άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά σχετικά με τα ζητήματα της ανθρωπολογίας, της τέχνης και του πολιτισμού, έλαβε μέρος σε συνέδρια της Σημειωτικής και του Κινηματογράφου και οργάνωσε ημερίδες με θέματα της Ανθρωπολογίας. Ανάμεσα στα έργα του είναι το πεντάτομο Λεξικό όρων, καθώς και το πολύτομο Η εξέλιξη του ανθρώπου. Εν είδει αφιερώματος παραθέτουμε τρεις βιβλιοκριτικές μας για τρεις από τους τόμους της σειράς, από τις οποίες οι δυο πρώτες έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Διαβάζω και Ουτοπία, και η τελευταία γράφηκε ειδικά για το Lexima..
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Σωτήρης Δημητρίοιυ, Η εξέλιξη του ανθρώπου, ΙV τόμος, Οι αρχές της κοινωνικής οργάνωσης. Καστανιώτης 1998.
Ουτοπία, τ. 51, Σεπτ-Οκτ. 2002
Ο Σωτήρης Δημητρίου, θεωρητικός του κινηματογράφου και της κοινωνικής ανθρωπολογίας, μετά το μνημειώδες πεντάτομο λεξικό όρων, έχει καταπιαστεί τα τελευταία χρόνια με το επίσης μνημειώδες έργο του «Η εξέλιξης του ανθρώπου».
Το έργο αυτό αποτελεί μια εγκυκλοπαίδεια της ανθρώπινης εξέλιξης, γραμμένη από ένα μόνο άτομο, στα «λήμματα» της οποίας έχει καταγραφεί ό,τι έχει ειπωθεί από τους κοινωνικούς ανθρωπολόγους, αλλά και από ερευνητές συναφών επιστημών (βιολογία, ηθολογία, κ.λπ.) πάνω σ’ αυτό το θέμα. Το επιστημολογικό πρόβλημα των διιστάμενων απόψεων είναι πιο οξύ στις επιστήμες του ανθρώπου, και φυσικά στην κοινωνική ανθρωπολογία. Ο Σωτήρης Δημητρίου, παρόλο που ο ίδιος προκρίνει κάποιες αντιλήψεις, δεν αποσιωπά τις άλλες, αλλά τις παραθέτει όλες με αρκετές λεπτομέρειες, δημιουργώντας ένα «write show», με τις θέσεις των επί μέρους επιστημόνων σε ένα ζωντανό διάλογο.
Πρόσφατα εκδόθηκε ο τέταρτος τόμος της σειράς με τίτλο «Αρχές της κοινωνικής οργάνωσης». Έχουν προηγηθεί οι «Ανθρωπογένεση», «Τα πρώτα βήματα» και «Η παλαιολιθική εποχή».
Ο συγγραφέας ξεκινάει με το γενικότερο πρόβλημα της σχέσης ατόμου και κοινωνίας. Ήδη οι διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, τις οποίες σκιαγραφεί στην αρχή, προοιωνίζουν τις διαφορετικές αντιλήψεις που θα προταθούν πάνω στα συγκεκριμένα ζητήματα, όπως π.χ. το πρόβλημα της συνέχειας/ ασυνέχειας (της ανθρώπινης κοινωνίας με τη φύση). Ο Ντεκάρτ, για παράδειγμα, ακολουθώντας τη χριστιανική παράδοση, υποστηρίζει την ασυνέχεια, σε αντίθεση με τους εκπροσώπους του Διαφωτισμού που υποστηρίζουν τη συνέχεια.
Ενδιαφέρουσα είναι η συζήτηση για το γόητρο, ΄που συχνά εμφανίζεται ως πρώτο σημείο κοινωνικής διαφοροποίησης και υπεροχής.
Αναπτύσσονται ακόμη οι διάφορες θεωρίες, όπως είναι η θεωρία του γεωγραφικού παράγοντα, η πολιτισμική οικολογία, οι βιολογικοί παράγοντες, οι ψυχαναλυτικές θεωρίες και ο φροϋδισμός, η ηθολογία, η συμπεριφορική οικολογία, τα μοντέλα βελτιστοποίησης της τροφοσυλλογής και η κοινωνιοβιολογία. Ο Δημητρίου θα τις κατηγορήσει α) για αναγωγισμό (κυρίως την ηθολογία και την κοινωνιοβιολογία). Δεν μπορούμε να ανάγουμε στοιχεία ενός ανώτερου επιπέδου όπως είναι η ανθρώπινη κοινωνία σε ένα κατώτερο, όπως είναι ο κόσμος των ζώων. Το ότι η επιθετικότητα χαρακτηρίζει τα ζώα δεν σημαίνει ότι είναι αναπόδραστη στις ανθρώπινες κοινωνίες, αφού έχουν παρατηρηθεί πρωτόγονες κοινότητες που δεν τις διακρίνει καθόλου η επιθετικότητα. β) για μονομέρεια. Για παράδειγμα, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα δεν χαρακτηρίζει γενικά την ανθρώπινη φύση, αλλά είναι προϊόν μόνο της δυτικής κοινωνίας. Ο Μαλινόφσκι διαπίστωσε την ανυπαρξία του στους Τρόμπριαντ.
Ο συγγραφέας καταγράφει τις επιτόπιες μαρτυρίες των ερευνητών συστηματοποιώντας τις κατά κατηγορίες: διαδικασίες εργασίας, βιότοπος και ιδιοκτησία, δίκτυα αμοιβαιότητας, συστήματα συγγένειας, κ.λπ. Και εδώ για τα παρατηρηθέντα φαινόμενα έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά από τα κεφάλαια «Η διανομή και οι ερμηνείες της» και «Οι εξελικτικές θεωρίες για την κοινωνικής οργάνωση». Στη βάση αυτών των μαρτυριών συζητάει εκτενώς την πρώτη μορφή ανισότητας που παρατηρήθηκε, την ανισότητα των δύο φύλων. Πολέμιος του αναγωγισμού, όπως είπαμε, ο Δημητρίου απορρίπτει τις θεωρίες που επιζητούν να θεμελιώσουν βιολογικά την κατωτερότητα της γυναίκας και υποστηρίζει ότι η κατώτερη θέση που κατείχε ιστορικά οφείλεται στους κοινωνικούς όρους παραγωγής, αναπαραγωγής και διανομής. Επιπλέον παρουσιάζει άφθονες ανθρωπολογικές μαρτυρίες που υποστηρίζουν ότι το φύλο είναι κοινωνική κατασκευή, όπως υποδεικνύει η ύπαρξη τρίτου φίκου σε ορισμένες πρωτόγονες κοινότητες.
Από τα πιο σημαντικά ζητήματα που συζητούνται είναι τα εργαλεία, ο καταμερισμός, η συγκρότηση ομάδων, το ταμπού αιμομιξίας και η εξωγαμία. Και εδώ το ταμπού αιμομιξίας αποδίδεται σε κοινωνικούς όρους και όχι σε βιολογικούς (υποστηρίζεται ότι η αιμομιξία οδηγεί σε εκφυλισμένους απογόνους), αφού το ταμπού αυτό, εκτός του ότι διαφέρει από ομάδα σε ομάδα, αναπτύσσεται και για μη όμαιμους συγγενείς.
Η μόνη κριτική παρατήρηση που έχουνε να κάνουμε κλείνοντας την παρουσίαση αυτού του έργου είναι μήπως ο Δημητρίού υποστηρίζει υπέρ το δέον τις κοινωνικές παραμέτρους της εξέλιξης, υποβαθμίζοντας υπερβολικά τους βιολογικούς.
Όλοι παραδεχόμαστε την αλληλεπίδραση nurture/ nature. Διαφωνούμε όμως ως προς τα ποσοστά.
Για παράδειγμα διαβάζουμε:
«Μετά από μακροχρόνια διεργασία αναστολής το ένστικτο τροποποιείται ώστε η κατοικίδια γάτα δεν επιτίθεται στην κότα» (σελ. 76).
Εδώ φοβούμαστε ότι παρεισδύει ένας ξεπερασμένος λαμαρκισμός, ο οποίος, ως γνωστόν, υποστηρίζει τη γενετική μεταβίβαση των επίκτητων χαρακτηριστικών, υποδηλώνοντας έτσι μια μεγαλύτερη και πιο άμεση επίδραση του περιβάλλοντος. Ο δαρβινισμός ερμηνεύει, θα έλεγα, στη συγκεκριμένη περίπτωση ολοκάθαρα, το γεγονός. Δεν πρόκειται για τροποποίηση του ενστίκτου μετά από μακροχρόνια διεργασία αναστολής, αλλά για καθαρή διαδικασία φυσικής επιλογής. Οι γάτες που τρώνε τις κότες εκδιώκονται από τη νοικοκυρά και έτσι έχουν μικρότερες πιθανότητες αναπαραγωγής από τις γάτες εκείνες που έχουν μειωμένη επιθετικότητα απέναντι στις κότες. Οι τελευταίες αποδεικνύονται πιο προσαρμοστικές, αφού δεν επισύρουν την μήνιν της νοικοκυράς.
Με την εμμονή του στην πρωτοκαθεδρία των κοινωνικών παραγόντων, φοβάμαι μήπως ο Σωτήρης Δημητρίου μπάζει τη θεωρία της ασυνέχειας από την πίσω πόρτα.
Δημοσιεύτηκε στο Διαβάζω, Ιούνιος 1998, δ. 386
Σωτήρης Δημητρίου, Η Εξέλιξη του ανθρώπου, τόμος V, Γλώσσα - Σώμα, Καστανιώτης 2001.
Κυκλοφόρησε και ο πέμπτος (και τελευταίος) τόμος του μνημειώδους έργου του Σωτήρη Δημητρίου που έχει τον γενικό τίτλο «Η εξέλιξη του ανθρώπου», και αναφέρεται στη γλώσσα και το σώμα. Οι προηγούμενοι τόμοι είχαν σαν θέμα την βιολογική εξέλιξη (πρώτος τόμος), την υλικοτεχνική εξέλιξη (δεύτερος και τρίτος τόμος) και την ανάπτυξη της κοινωνικής οργάνωσης (τέταρτος τόμος).
Το πρώτο πράγμα που διαπιστώνει κανείς είναι η ευρυμάθεια του Σωτήρη Δημητρίου. Τα στοιχεία που παραθέτει, οι πλευρές από τις οποίες αντιμετωπίζει το θέμα του είναι τόσες, ώστε δεν το αφήνουν από πουθενά ακάλυπτο. Η πλούσια βιβλιογραφία, πάνω από τριάντα σελίδες για κάθε ένα από τα δύο μέρη, δείχνει ότι ο συγγραφέας κατέθεσε όλες τις απόψεις των πιο διακεκριμένων ερευνητών πάνω στο θέμα που πραγματεύεται. Και τις απόψεις αυτές δεν τις παραθέτει απλά για να τις αντιδιαστείλει, μια και αρκετές βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους, αλλά για να τις υποβάλλει σε κριτικό έλεγχο, κυρίως με τα δεδομένα της ανθρωπολογίας.
Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος που εξετάζεται τη γλώσσα. Με το βιβλίο αυτό αποδεικνύεται ότι η κοινωνική ανθρωπολογία αποτελεί τελικά το χώρο στον οποίο μπορεί να αναπτυχθεί μια διεπιστημονική προσέγγιση στα θέματα της κουλτούρας, έχοντας ένα διπλό πλεονέκτημα: Αφενός τα τέμνει κάθετα, ασχολούμενη με το σύνολό τους, διαθέτοντας βέβαια τη δική της οπτική και τα δικά της μεθοδολογικά εργαλεία, και αφετέρου τα εξετάζει οριζόντια, δηλαδή στις ποικίλες εκφάνσεις που παίρνουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, καταδεικνύοντας τη σχετικότητά τους.
Η μονομέρεια είναι μια μόνιμη επισήμανση του Δημητρίου. Για παράδειγμα, ο εξοβελισμός της ιστορικής διάστασης της γλώσσας ευθύνεται για τη μονομέρεια της δομικής γλωσσολογίας, και γενικά των στρουκτουραλιστικών προσεγγίσεων στα φαινόμενα της κουλτούρας.
Μιλώντας για το σώμα ο Δημητρίου γράφει χαρακτηριστικά: «Δεν είναι όμως ευρέως γνωστό ότι σε πολλούς πληθυσμούς η ψυχή αποτελεί προνόμιο μόνο των αρχηγών και των ευγενών». Αυτό το «δεν είναι ευρέως γνωστό» θα μπορούσε να λεχθεί για πάμπολλες πληροφορίες από το χώρο της κοινωνικής ανθρωπολογίας που προσφέρει στο έργο αυτό, πληροφορίες που ρίχνουν νέο φως στα υπό μελέτη ζητήματα, και οδηγούν σε νέα συμπεράσματα, όπως δείχνεται στη συνέχεια του παραπάνω αποσπάσματος. «Συνεπώς, εκφράζει πολιτική δύναμη. Ο κοινός λαός Δε διαθέτει ψυχή παρά μόνο σώμα, ανάξιο και υποτελές. Φαίνεται λοιπόν ότι ο δυϊσμός ψυχής/ σώματος είναι φαινόμενο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε προνομιούχους και μη. Διαμορφώθηκε ως κοινωνική κατηγορία, που αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε κατόπιν η ταξινόμηση του ανθρώπινου οργανισμού» (σελ. 210). Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε άφθονα παραδείγματα ανάλογου σχολιασμού.
Από τον Δημητρίου πληροφορούμαστε ότι «Από τις 180 γλώσσες που είχε η Βραζιλία την εποχή της κατάκτησής της από τους Πορτογάλους (1500) έχουν εκλείψει το 75%... Με ανάλογες πιέσεις σβήνει μία γλώσσα κάθε εβδομάδα, ώστε 4.400 γλώσσες οδεύουν προς την εξαφάνιση» (σελ. 142). Με ανάλογο ρυθμό, πληροφορούμαστε από τους γλωσσολόγους, οδεύουν λέξεις και τοπωνύμια προς εξαφάνιση, καθώς εξαλείφονται, με την επιβολή μέσω των ΜΜΕ μιας κυρίαρχης «κοινής» γλώσσας, οι διαλεκτικές διαφορές. Λογοτέχνες και ηθογράφοι προσπαθούν να τις διασώσουν.
Από τα πιο ενδιαφέροντα τμήματα στο μέρος που πραγματεύεται το σώμα είναι εκείνα που αναφέρονται στη σωματοποίηση των ψυχικών εντάσεων, στην εκδήλωση ψυχοσωματικών συμπτωμάτων ως αποτέλεσμα καταπίεσης. Διαλύεται ο μύθος ότι οι ανώτερες τάξεις υποφέρουν περισσότερο από ψυχοσωματικά προβλήματα. Απλά αυτές διαθέτουν εισοδήματα τέτοια που τους επιτρέπουν να προσφεύγουν σε ιατρική βοήθεια. Οι ψυχικές ασθένειες ταλανίζουν περισσότερο τις κατώτερες τάξεις. Οι μισοί άστεγοι πάσχουν από κάποια μορφής ψύχωση.
Και οι γυναίκες επίσης, υφιστάμενες τις κοινωνικές πιέσεις από την ανισότητα των δύο φύλων, είναι επιρρεπείς στην υστερία και γενικά στην εκδήλωση ψυχοσωματικών ασθενειών. Η επιβολή του άντρα εκφράζεται μέσω του ελέγχου του σώματός της, όπως είναι η υποχρέωση του μαντηλιού στο κεφάλι, ή του φερετζέ στις μουσουλμανικές χώρες. Οι αιρέσεις και οι μυστικιστικές, εκστατικές λατρείες, στις οποίες πλειοψηφούν οι γυναίκες, δεν αποτελούν παρά έκφραση αντίστασης στην κοινωνική καταπίεση. Το ίδιο και οι διάφορες εκδηλώσεις μαγείας. Στο μεσαίωνα, όσο πιο πολλές μάγισσες καίγονταν στη φωτιά, τόσο πιο πολλές εμφανίζονταν.
Το σώμα υποφέρει, αλλά δεν συναινεί. Η αντίσταση του σώματος στη συναίνεση φαίνεται χαρακτηριστικά στα βασανιστήρια, που μετωνυμικά ονομάζονται και μαρτύρια, καθώς ο πιστός μαρτυρεί την πίστη του αρνούμενος, παρά τον αφόρητο σωματικό πόνο που υφίσταται, να την απαρνηθεί.
Η πλούσια ανθρωπολογική εμπειρία δείχνει και τα όρια της κυρίαρχης στο δυτικό κόσμο βιοϊατρικής. Παραδοσιακές ιατρικές, βοτανοθεραπείες, χειροπρακτική, βελονισμός κλπ. αποδεικνύονται συχνά εξίσου αποτελεσματικές, αν όχι περισσότερο. Τα ανθρωπολογικά δεδομένα τα οποία προσφέρει η κοινωνική ανθρωπολογία στον τομέα αυτό είναι άφθονα.
Δεν έχει νόημα να επεκταθούμε περισσότερο στα όσα σημαντικά πληροφορούμαστε απ’ αυτό το βιβλίο. Παρόλη την πυκνότητά του, διαθέτοντας ελάχιστη «περισσότητα» και απαιτώντας προσεκτικό διάβασμα, είναι ευχάριστο στην ανάγνωση. Πλούσιο σε πληροφορίες κρατά συνεχώς αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Μαζί με το εξάτομο λεξικό όρων, αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη προσφορά του Σωτήρη Δημητρίου στον επιστημονικό τομέα, χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε καθόλου την άλλη του μεγάλη προσφορά σε έναν άλλο τομέα, εκείνο του κινηματογράφου, του οποίου αποτελεί έναν από τους πιο επαρκείς έλληνες θεωρητικούς.
Ουτοπία, τ. 51, Σεπ-Οκτ. 2002
Σωτήρης Δημητρίου, Μορφές βίας, Σαββάλας 2003
Ο Σωτήρης Δημητρίου είναι ένας σύγχρονος εγκυκλοπαιδιστής, με μια διπλή σημασία του όρου. Όπως και οι γάλλοι εγκυκλοπαιδιστές, στρατεύτηκε κι αυτός από νωρίς στην υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. Όπως και αυτοί, διακρίνεται για μια πολυμέρεια και ευρυμάθεια. Αν και το κύριο ερευνητικό του αντικείμενο είναι η κοινωνική ανθρωπολογία, εν τούτοις έχει να επιδείξει και ένα αξιολογότατο θεωρητικό έργο σχετικά με τον κινηματογράφο. Έχει δημοσιεύσει επίσης αρκετά κείμενα σε σχέση με τον πολιτισμό. Είναι όμως εγκυκλοπαιδιστής και με την έννοια ότι μεγάλο τμήμα του έργου του έχει εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα. Το πεντάτομο «Λεξικό όρων» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη ταλαντεύεται ανάμεσα στη λεξικογραφία και την εγκυκλοπαίδεια, ενώ η πεντάτομη σειρά «Η εξέλιξη του ανθρώπου», επίσης από τις εκδόσεις Καστανιώτη, αποτελεί ένα εγκυκλοπαιδικό πανόραμα, ένα σημαντικό βιβλίο αναφοράς. Βαθύτατα κριτικός, παραθέτει εν τούτοις κάθε θεωρία και αντίληψη στα ζητήματα που μελετάει, θέτοντας έτσι την κρίση του στην κρίση του αναγνώστη, τον οποίο παραπέμπει, με την άφθονη βιβλιογραφία του, στις πηγής του.
Το τελευταίο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου, «Μορφές βίας», έχει επίσης τα ίδια χαρακτηριστικά. Εξαντλητικός στις βιβλιογραφικές αναφορές του, πλούσιος σε τεκμηρίωση, παραθέτει με διακριτικότητα τις ενστάσεις του και προβάλει τις δικές του αντιλήψεις, σε ένα θέμα που, βυθισμένο βαθιά μέσα στη διαχρονία, ταλανίζει όσο τίποτε άλλο την εποχή μας, απασχολώντας τόσο τους ερευνητές όσο και την επικαιρότητα των media.
Μετά από μια διεξοδική θεωρητική τοποθέτηση στο πρώτο κεφάλαιο «Μύθοι για τη βία», προχωρεί στην πραγμάτευση του θέματός του, ξεκινώντας ιστορικά, μελετώντας όμως όψεις της βίας στο κεφάλαιο που θεωρεί κάθε φορά πιο πρόσφορο. Έτσι, μελετώντας το φαινόμενο της βίας αρχικά στις κυνηγετικο-τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες, συζητάει για τη διαφορά μεταξύ επιθετικότητας και οργής. Στο κεφάλαιο για τις ακέφαλες κοινωνίες αναφέρεται στον κανιβαλισμό, στην αόρατη και στη συμβολική βία και στο ρόλο της αποικιοκρατίας. Μιλώντας για τις κοινωνίες με συγκεντρωτική εξουσία αναφέρεται στις ανθρωποθυσίες, στον πόλεμο, στη δουλεία και στη βεντέτα. Το ενδιαφέρον όμως του αναγνώστη το κλέβει το πέμπτο κεφάλαιο, «Το σύγχρονο κράτος». Εκεί μιλάει για τη σωφρονιστική και την αστυνομική βία, για τα βασανιστήρια και τις τελέσεις, τη βία στο παιδί, τη βία των MME, τη σεξουαλική βία, τη βία του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, κλπ, ενώ συζητάει και το ερώτημα: «Γεννιέται ή κατασκευάζεται ο εγκληματίας;» στο ομότιτλο υποκεφάλαιο. Στο τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Έμμεση βία» μιλάει για τις αυτοτιμωρίες, τα δημογραφικά προβλήματα και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Θα ήθελα στη συνέχεια να συζητήσω κάποια προβλήματα, κυρίως επιστημολογικά.
Με το Σωτήρη Δημητρίου με συνδέει μια μακρόχρονη φιλία, ακριβώς 17 χρόνων. Ήταν το 1987 που μπήκα στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας την οποία καθοδηγούσε, στα πλαίσια του ΚΜΕ και στη συνέχεια του Κέντρου Έρευνας και Τεκμηρίωσης. Το λέω αυτό γιατί θέλω να εκφράσω το θαυμασμό και την αγάπη μου για το Σωτήρη Δημητρίου αφενός, και αφετέρου για να δικαιολογήσω πώς ένας φιλόλογος, με διδακτορικό εν μέρει στη λογοτεχνία και εν μέρει στο θέατρο, και με αντίστοιχα φυσικά ερευνητικά ενδιαφέροντα, τολμά να παρουσιάσει ένα βιβλίο ενός άλλου χώρου. Η μακρόχρονη ερασιτεχνική μου απασχόληση με το χώρο αυτό το δικαιολογεί. Επίσης δικαιολογεί και τις «κόντρες» που είχαμε καμιά φορά στην ομάδα το γεγονός ότι, μεταφράζοντας για τις εκδόσεις Θυμάρι δύο έργα δυο επιφανών ηθολόγων, του νομπελίστα Κόνραντ Λόρεντς και του μαθητή του Ειρηναίου Άιμπλ-Άιμπεσφελντ, παθιάστηκα με την ηθολογία. Έτσι αποτελούσα το ζωντανό οξύμωρο να είμαι αριστερός αλλά να υποστηρίζω αντιλήψεις και ιδέες που η σχετική φιλολογία τις χαρακτηρίζει ρατσιστικές.
Στα πλαίσια αυτής της βιβλιοπαρουσίασης θέλω να κοινοποιήσω τις θεωρητικές διαφορές μου με τον Σωτήρη (στην πραγματικότητα με την κοινωνική ανθρωπολογία) προσπαθώντας να εντοπίσω τις επιστημολογικές της προεκτάσεις.
Διαβάζω από το πρώτο κεφάλαιο: «Από τον 18ο αιώνα επικράτησε στη διανόηση, καθώς και στην κοινή γνώμη της Δύσης, ο μύθος του βιολογικού πεπρωμένου, κατά τον οποίο η βία εδράζεται στην ανθρώπινη φύση… Αρχικά, η ανθρωπολογία αντέταξε στην ιδέα της ανθρώπινης φύσης την ερμηνεία ότι οι συμπεριφορές μας διαπλάθονται από την πολιτισμική παράδοση, και αυτό επηρέασε την αντίληψή μας για τη βία…» (σελ. 37) για να καταλήξει ότι σήμερα έχει «γίνει φανερό ότι η βία προσδιορίζεται πολιτισμικά ως εργαλείο κοινωνικού ελέγχου και ότι πηγή της είναι το κράτος και η νόμοι του…» (σελ. 42).
Η πρώτη αντίρρησή μου είναι ότι η χρησιμοποίηση της επιστήμης από την ιδεολογία δεν συνιστά a priori ακύρωσή της. Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε την ηθολογία επειδή τη χρησιμοποίησαν οι ρατσιστές, όπως δεν ρίχνουμε στον καιάδα τον Νίτσε για τον ίδιο λόγο. Γιατί το επιχείρημα θα μπορούσε να αντιστραφεί, και να ειπωθεί ότι οι «περιβαλλοντιστές», αυτοί που προκρίνουν το nurture έναντι του nature, και ανήκουν στο σύνολο σχεδόν των επιστημών του ανθρώπου, το κάνουν ωθούμενοι από ιδεολογικές προκαταλήψεις, πότε αριστερές (η αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών θα δημιουργήσει τον νέο άνθρωπο), πότε δεξιές, όταν, είτε απαξιώνονται ολόκληροι λαοί όχι πια ως φορείς γονιδίων αλλά ως φορείς μιας κατώτερης κουλτούρας, είτε ευλογείται η χειραγώγηση στρωμάτων πληθυσμού στη βάση μιας μπηχεβιοριστικής αντίληψης για τη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Ποιος έχει λοιπόν δίκιο;
Ο θετικισμός, μια ανεφάρμοστη ουτοπία στις επιστήμες του ανθρώπου, μια και εκεί ποτέ δεν έχουμε τη βεβαιότητα του «δυο και δυο κάνουν τέσσερα» αλλά την πιθανότητα ότι, με βάση τα ευρήματά μας, πιθανόν τα πράγματα να έχουν έτσι, εδράζεται παρολαυτά στην ανθρώπινη ψυχολογία και κατ’ επέκταση στην ψυχολογία των ερευνητών. Κανείς ερευνητής δεν μπορεί να προχωρήσει στην έρευνά του αν δεν είναι ιδιαίτερα πεπεισμένος για την ορθότητα του δρόμου που ακολουθεί. Γι αυτό και έχουμε τόσες «σχολές», τόσο στην ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία όσο και στην ψυχολογία. Αυτή η πεποίθηση είναι που του δίνει δύναμη να συνεχίσει τις έρευνές του στο μονοπάτι που χάραξε. Πιστεύει ότι βρήκε ολόκληρη την αλήθεια, πράγμα που συχνά είναι λάθος: βρήκε ένα κομμάτι μόνο της αλήθειας.
Κανένας ιστορικός δεν θα αμφισβητήσει ποτέ ότι η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τους Τούρκους το 1453. Όμως η εικόνα που έχουν οι ιστορικοί για την καθημερινή ζωή των Ίνκας πιθανόν να μην είναι η ίδια για όλους.
Ο Σωτήρης πιστεύει ότι ο Νεάντερταλ είναι πρόγονος του ανθρώπου, θεωρώντας ανυπόστατη την αντίληψη ότι αποτελεί παράλληλο κλάδο στην εξέλιξη των πρωτευόντων, τον οποίο εξόντωσε ο homo sapiens. Εγώ, ως φιλόλογος, είμαι απ’ έξω, και αφού διακεκριμένοι επιστήμονες υποστηρίζουν και τη μια και την άλλη άποψη, δεν μπορώ να προκρίνω με βεβαιότητα καμιά. Όταν όμως μου πουν ότι ο Νεάντερταλ πλάστηκε την πέμπτη μέρα της δημιουργίας και ο homo sapiens την έκτη, ενώ την έβδομη ο Δημιουργός αναπαύτηκε, δεν μπορώ πια να θεωρήσω τον εαυτό μου απ’ έξω, έχω εμπλακεί σε μια ιδεολογική διαμάχη που με ενδιαφέρει, και έχω άποψη (δεν θα σας την πω).
Τις παραπάνω σκέψεις τις έκανα παλιά, μελετώντας πάρα πολύ ψυχολογία. Ανασύρθηκαν στο προσκήνιο της συνείδησής μου διαβάζοντας αυτό το βιβλίο του Σωτήρη. Συνεχώς κριτικάρει ή παραθέτει κριτικές άλλων για διάφορες απόψεις. Οι κριτικές αυτές στην συντριπτική τους πλειοψηφία θα τις χαρακτήριζα ως κριτικές μονομέρειας. Γιατί, για ένα τόσο ευρύ φαινόμενο όσο είναι η βία, δεν μπορεί να υπάρχει ενοποιητική θεωρία που να αντιμετωπίζει με επάρκεια όλες τις μορφές της.
Οι αιτίες της βίας είναι πάρα πολλές. Το έμφυτο της επιθετικότητας έχει τεκμηριωθεί επαρκώς νομίζω από τους ηθολόγους. Όμως πόσο μετράει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση; Η ταξικότητα της κοινωνίας, τα συγκρουόμενα συμφέροντα, είναι επίσης σημαντικά αίτια. Όμως πόσο μετράνε; Τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Αθήνας πόσο βάρυναν στην απόφαση να θανατώσουν όλους τους Μηλίους; Ο Ναζί που βασανίζει (τον αναφέρει ο Σωτήρης) ακούγοντας κλασική μουσική εμφορείται άραγε από «συμφέροντα» ή ωθείται από άγρια ένστικτα;
Όπως έλεγε ο Μαρξ, τα προβλήματα είναι πάντοτε συγκεκριμένα, και στο πλέγμα των δυνάμεων που οδηγούν στην έκλυση βίας κάποιες είναι πιο ισχυρές τη μια φορά και «σύρουν το χορό», και κάποιες άλλες την άλλη. Όπως αναφέρει ο Σωτήρης μιλώντας για τη δημογραφία, «Σε κάθε περίπτωση παρεμβαίνουν πολλοί κοινωικοί και ιστορικοί όροι και διαμορφώνονται συνδυασμοί των μέσων ελέγχου ανάλογα με τους όρους αυτούς» (σελ. 237). Αυτό βέβαια είναι απογοητευτικό για τον ερευνητή, γιατί θέλει να συμβάλει στην ανάπτυξη της θεωρίας για να πάρει τα μπόνους που χρειάζεται για την ακαδημαϊκή του καριέρα, και ο συγκρητισμός δεν προσφέρει ακαδημαϊκά πλεονεκτήματα, ακόμη και εκεί που είναι μεθοδολογικά επαρκής. Ο προκρούστης της θεωρίας είναι πιο αβανταδόρικος.
Τέλος, ένα ευρύτερο θεωρητικό πρόβλημα που έχει σχέση με το θέμα του παρόντος βιβλίου είναι και το θέμα της ορολογίας. Η βία είναι μια ευρεία ομπρέλα, όπως η έννοια της αρετής στην αρχαία Ελλάδα, που καλύπτει ένα σωρό φαινόμενα, τα οποία χρειάζονται διαφορετική μεθοδολογική αντιμετώπιση και από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους. Ο Σωτήρης σε ξεχωριστό υποκεφάλαιο ξεχωρίζει την βία από την οργή. Η επιθετικότητα όμως είναι μια μορφή βίας, ή η βία είναι μια μορφή επιθετικότητας; Το λέω αυτό γιατί η σχετική φιλολογία, τόσο η βιολογική όσο και η ψυχολογική, μελετάει την επιθετικότητα και όχι τη βία. Όμως, ως εγκυκλοπαιδιστής που είναι ο Σωτήρης, προτιμάει τον όρο βία, που είναι πιο καθημερινός, πιο ευρύς, που καλύπτει μια πιο μεγάλη γκάμα φαινομένων. Ακόμη για τον Σωτήρη η θεωρητική διένεξη δεν είναι σε πρώτο πλάνο, όπως συμβαίνει με πολλούς ερευνητές (μαρξιστές κυρίως), αλλά προέχει η παροχή πληροφορίας. Έτσι, κλείνοντας αυτή την παρουσίαση, για να μειώσω λίγο την εντύπωση της κόντρας μου με τον Σωτήρη, θέλω να τονίσω ότι ο θεωρητικός, «ιδεολόγος» Δημητρίου υποχωρεί αρκετά στα βιβλία του μπροστά στον εγκυκλοπαιδιστή.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Σωτήρης Δημητρίοιυ, Η εξέλιξη του ανθρώπου, ΙV τόμος, Οι αρχές της κοινωνικής οργάνωσης. Καστανιώτης 1998.
Ουτοπία, τ. 51, Σεπτ-Οκτ. 2002
Ο Σωτήρης Δημητρίου, θεωρητικός του κινηματογράφου και της κοινωνικής ανθρωπολογίας, μετά το μνημειώδες πεντάτομο λεξικό όρων, έχει καταπιαστεί τα τελευταία χρόνια με το επίσης μνημειώδες έργο του «Η εξέλιξης του ανθρώπου».
Το έργο αυτό αποτελεί μια εγκυκλοπαίδεια της ανθρώπινης εξέλιξης, γραμμένη από ένα μόνο άτομο, στα «λήμματα» της οποίας έχει καταγραφεί ό,τι έχει ειπωθεί από τους κοινωνικούς ανθρωπολόγους, αλλά και από ερευνητές συναφών επιστημών (βιολογία, ηθολογία, κ.λπ.) πάνω σ’ αυτό το θέμα. Το επιστημολογικό πρόβλημα των διιστάμενων απόψεων είναι πιο οξύ στις επιστήμες του ανθρώπου, και φυσικά στην κοινωνική ανθρωπολογία. Ο Σωτήρης Δημητρίου, παρόλο που ο ίδιος προκρίνει κάποιες αντιλήψεις, δεν αποσιωπά τις άλλες, αλλά τις παραθέτει όλες με αρκετές λεπτομέρειες, δημιουργώντας ένα «write show», με τις θέσεις των επί μέρους επιστημόνων σε ένα ζωντανό διάλογο.
Πρόσφατα εκδόθηκε ο τέταρτος τόμος της σειράς με τίτλο «Αρχές της κοινωνικής οργάνωσης». Έχουν προηγηθεί οι «Ανθρωπογένεση», «Τα πρώτα βήματα» και «Η παλαιολιθική εποχή».
Ο συγγραφέας ξεκινάει με το γενικότερο πρόβλημα της σχέσης ατόμου και κοινωνίας. Ήδη οι διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, τις οποίες σκιαγραφεί στην αρχή, προοιωνίζουν τις διαφορετικές αντιλήψεις που θα προταθούν πάνω στα συγκεκριμένα ζητήματα, όπως π.χ. το πρόβλημα της συνέχειας/ ασυνέχειας (της ανθρώπινης κοινωνίας με τη φύση). Ο Ντεκάρτ, για παράδειγμα, ακολουθώντας τη χριστιανική παράδοση, υποστηρίζει την ασυνέχεια, σε αντίθεση με τους εκπροσώπους του Διαφωτισμού που υποστηρίζουν τη συνέχεια.
Ενδιαφέρουσα είναι η συζήτηση για το γόητρο, ΄που συχνά εμφανίζεται ως πρώτο σημείο κοινωνικής διαφοροποίησης και υπεροχής.
Αναπτύσσονται ακόμη οι διάφορες θεωρίες, όπως είναι η θεωρία του γεωγραφικού παράγοντα, η πολιτισμική οικολογία, οι βιολογικοί παράγοντες, οι ψυχαναλυτικές θεωρίες και ο φροϋδισμός, η ηθολογία, η συμπεριφορική οικολογία, τα μοντέλα βελτιστοποίησης της τροφοσυλλογής και η κοινωνιοβιολογία. Ο Δημητρίου θα τις κατηγορήσει α) για αναγωγισμό (κυρίως την ηθολογία και την κοινωνιοβιολογία). Δεν μπορούμε να ανάγουμε στοιχεία ενός ανώτερου επιπέδου όπως είναι η ανθρώπινη κοινωνία σε ένα κατώτερο, όπως είναι ο κόσμος των ζώων. Το ότι η επιθετικότητα χαρακτηρίζει τα ζώα δεν σημαίνει ότι είναι αναπόδραστη στις ανθρώπινες κοινωνίες, αφού έχουν παρατηρηθεί πρωτόγονες κοινότητες που δεν τις διακρίνει καθόλου η επιθετικότητα. β) για μονομέρεια. Για παράδειγμα, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα δεν χαρακτηρίζει γενικά την ανθρώπινη φύση, αλλά είναι προϊόν μόνο της δυτικής κοινωνίας. Ο Μαλινόφσκι διαπίστωσε την ανυπαρξία του στους Τρόμπριαντ.
Ο συγγραφέας καταγράφει τις επιτόπιες μαρτυρίες των ερευνητών συστηματοποιώντας τις κατά κατηγορίες: διαδικασίες εργασίας, βιότοπος και ιδιοκτησία, δίκτυα αμοιβαιότητας, συστήματα συγγένειας, κ.λπ. Και εδώ για τα παρατηρηθέντα φαινόμενα έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά από τα κεφάλαια «Η διανομή και οι ερμηνείες της» και «Οι εξελικτικές θεωρίες για την κοινωνικής οργάνωση». Στη βάση αυτών των μαρτυριών συζητάει εκτενώς την πρώτη μορφή ανισότητας που παρατηρήθηκε, την ανισότητα των δύο φύλων. Πολέμιος του αναγωγισμού, όπως είπαμε, ο Δημητρίου απορρίπτει τις θεωρίες που επιζητούν να θεμελιώσουν βιολογικά την κατωτερότητα της γυναίκας και υποστηρίζει ότι η κατώτερη θέση που κατείχε ιστορικά οφείλεται στους κοινωνικούς όρους παραγωγής, αναπαραγωγής και διανομής. Επιπλέον παρουσιάζει άφθονες ανθρωπολογικές μαρτυρίες που υποστηρίζουν ότι το φύλο είναι κοινωνική κατασκευή, όπως υποδεικνύει η ύπαρξη τρίτου φίκου σε ορισμένες πρωτόγονες κοινότητες.
Από τα πιο σημαντικά ζητήματα που συζητούνται είναι τα εργαλεία, ο καταμερισμός, η συγκρότηση ομάδων, το ταμπού αιμομιξίας και η εξωγαμία. Και εδώ το ταμπού αιμομιξίας αποδίδεται σε κοινωνικούς όρους και όχι σε βιολογικούς (υποστηρίζεται ότι η αιμομιξία οδηγεί σε εκφυλισμένους απογόνους), αφού το ταμπού αυτό, εκτός του ότι διαφέρει από ομάδα σε ομάδα, αναπτύσσεται και για μη όμαιμους συγγενείς.
Η μόνη κριτική παρατήρηση που έχουνε να κάνουμε κλείνοντας την παρουσίαση αυτού του έργου είναι μήπως ο Δημητρίού υποστηρίζει υπέρ το δέον τις κοινωνικές παραμέτρους της εξέλιξης, υποβαθμίζοντας υπερβολικά τους βιολογικούς.
Όλοι παραδεχόμαστε την αλληλεπίδραση nurture/ nature. Διαφωνούμε όμως ως προς τα ποσοστά.
Για παράδειγμα διαβάζουμε:
«Μετά από μακροχρόνια διεργασία αναστολής το ένστικτο τροποποιείται ώστε η κατοικίδια γάτα δεν επιτίθεται στην κότα» (σελ. 76).
Εδώ φοβούμαστε ότι παρεισδύει ένας ξεπερασμένος λαμαρκισμός, ο οποίος, ως γνωστόν, υποστηρίζει τη γενετική μεταβίβαση των επίκτητων χαρακτηριστικών, υποδηλώνοντας έτσι μια μεγαλύτερη και πιο άμεση επίδραση του περιβάλλοντος. Ο δαρβινισμός ερμηνεύει, θα έλεγα, στη συγκεκριμένη περίπτωση ολοκάθαρα, το γεγονός. Δεν πρόκειται για τροποποίηση του ενστίκτου μετά από μακροχρόνια διεργασία αναστολής, αλλά για καθαρή διαδικασία φυσικής επιλογής. Οι γάτες που τρώνε τις κότες εκδιώκονται από τη νοικοκυρά και έτσι έχουν μικρότερες πιθανότητες αναπαραγωγής από τις γάτες εκείνες που έχουν μειωμένη επιθετικότητα απέναντι στις κότες. Οι τελευταίες αποδεικνύονται πιο προσαρμοστικές, αφού δεν επισύρουν την μήνιν της νοικοκυράς.
Με την εμμονή του στην πρωτοκαθεδρία των κοινωνικών παραγόντων, φοβάμαι μήπως ο Σωτήρης Δημητρίου μπάζει τη θεωρία της ασυνέχειας από την πίσω πόρτα.
Δημοσιεύτηκε στο Διαβάζω, Ιούνιος 1998, δ. 386
Σωτήρης Δημητρίου, Η Εξέλιξη του ανθρώπου, τόμος V, Γλώσσα - Σώμα, Καστανιώτης 2001.
Κυκλοφόρησε και ο πέμπτος (και τελευταίος) τόμος του μνημειώδους έργου του Σωτήρη Δημητρίου που έχει τον γενικό τίτλο «Η εξέλιξη του ανθρώπου», και αναφέρεται στη γλώσσα και το σώμα. Οι προηγούμενοι τόμοι είχαν σαν θέμα την βιολογική εξέλιξη (πρώτος τόμος), την υλικοτεχνική εξέλιξη (δεύτερος και τρίτος τόμος) και την ανάπτυξη της κοινωνικής οργάνωσης (τέταρτος τόμος).
Το πρώτο πράγμα που διαπιστώνει κανείς είναι η ευρυμάθεια του Σωτήρη Δημητρίου. Τα στοιχεία που παραθέτει, οι πλευρές από τις οποίες αντιμετωπίζει το θέμα του είναι τόσες, ώστε δεν το αφήνουν από πουθενά ακάλυπτο. Η πλούσια βιβλιογραφία, πάνω από τριάντα σελίδες για κάθε ένα από τα δύο μέρη, δείχνει ότι ο συγγραφέας κατέθεσε όλες τις απόψεις των πιο διακεκριμένων ερευνητών πάνω στο θέμα που πραγματεύεται. Και τις απόψεις αυτές δεν τις παραθέτει απλά για να τις αντιδιαστείλει, μια και αρκετές βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους, αλλά για να τις υποβάλλει σε κριτικό έλεγχο, κυρίως με τα δεδομένα της ανθρωπολογίας.
Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος που εξετάζεται τη γλώσσα. Με το βιβλίο αυτό αποδεικνύεται ότι η κοινωνική ανθρωπολογία αποτελεί τελικά το χώρο στον οποίο μπορεί να αναπτυχθεί μια διεπιστημονική προσέγγιση στα θέματα της κουλτούρας, έχοντας ένα διπλό πλεονέκτημα: Αφενός τα τέμνει κάθετα, ασχολούμενη με το σύνολό τους, διαθέτοντας βέβαια τη δική της οπτική και τα δικά της μεθοδολογικά εργαλεία, και αφετέρου τα εξετάζει οριζόντια, δηλαδή στις ποικίλες εκφάνσεις που παίρνουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, καταδεικνύοντας τη σχετικότητά τους.
Η μονομέρεια είναι μια μόνιμη επισήμανση του Δημητρίου. Για παράδειγμα, ο εξοβελισμός της ιστορικής διάστασης της γλώσσας ευθύνεται για τη μονομέρεια της δομικής γλωσσολογίας, και γενικά των στρουκτουραλιστικών προσεγγίσεων στα φαινόμενα της κουλτούρας.
Μιλώντας για το σώμα ο Δημητρίου γράφει χαρακτηριστικά: «Δεν είναι όμως ευρέως γνωστό ότι σε πολλούς πληθυσμούς η ψυχή αποτελεί προνόμιο μόνο των αρχηγών και των ευγενών». Αυτό το «δεν είναι ευρέως γνωστό» θα μπορούσε να λεχθεί για πάμπολλες πληροφορίες από το χώρο της κοινωνικής ανθρωπολογίας που προσφέρει στο έργο αυτό, πληροφορίες που ρίχνουν νέο φως στα υπό μελέτη ζητήματα, και οδηγούν σε νέα συμπεράσματα, όπως δείχνεται στη συνέχεια του παραπάνω αποσπάσματος. «Συνεπώς, εκφράζει πολιτική δύναμη. Ο κοινός λαός Δε διαθέτει ψυχή παρά μόνο σώμα, ανάξιο και υποτελές. Φαίνεται λοιπόν ότι ο δυϊσμός ψυχής/ σώματος είναι φαινόμενο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε προνομιούχους και μη. Διαμορφώθηκε ως κοινωνική κατηγορία, που αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε κατόπιν η ταξινόμηση του ανθρώπινου οργανισμού» (σελ. 210). Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε άφθονα παραδείγματα ανάλογου σχολιασμού.
Από τον Δημητρίου πληροφορούμαστε ότι «Από τις 180 γλώσσες που είχε η Βραζιλία την εποχή της κατάκτησής της από τους Πορτογάλους (1500) έχουν εκλείψει το 75%... Με ανάλογες πιέσεις σβήνει μία γλώσσα κάθε εβδομάδα, ώστε 4.400 γλώσσες οδεύουν προς την εξαφάνιση» (σελ. 142). Με ανάλογο ρυθμό, πληροφορούμαστε από τους γλωσσολόγους, οδεύουν λέξεις και τοπωνύμια προς εξαφάνιση, καθώς εξαλείφονται, με την επιβολή μέσω των ΜΜΕ μιας κυρίαρχης «κοινής» γλώσσας, οι διαλεκτικές διαφορές. Λογοτέχνες και ηθογράφοι προσπαθούν να τις διασώσουν.
Από τα πιο ενδιαφέροντα τμήματα στο μέρος που πραγματεύεται το σώμα είναι εκείνα που αναφέρονται στη σωματοποίηση των ψυχικών εντάσεων, στην εκδήλωση ψυχοσωματικών συμπτωμάτων ως αποτέλεσμα καταπίεσης. Διαλύεται ο μύθος ότι οι ανώτερες τάξεις υποφέρουν περισσότερο από ψυχοσωματικά προβλήματα. Απλά αυτές διαθέτουν εισοδήματα τέτοια που τους επιτρέπουν να προσφεύγουν σε ιατρική βοήθεια. Οι ψυχικές ασθένειες ταλανίζουν περισσότερο τις κατώτερες τάξεις. Οι μισοί άστεγοι πάσχουν από κάποια μορφής ψύχωση.
Και οι γυναίκες επίσης, υφιστάμενες τις κοινωνικές πιέσεις από την ανισότητα των δύο φύλων, είναι επιρρεπείς στην υστερία και γενικά στην εκδήλωση ψυχοσωματικών ασθενειών. Η επιβολή του άντρα εκφράζεται μέσω του ελέγχου του σώματός της, όπως είναι η υποχρέωση του μαντηλιού στο κεφάλι, ή του φερετζέ στις μουσουλμανικές χώρες. Οι αιρέσεις και οι μυστικιστικές, εκστατικές λατρείες, στις οποίες πλειοψηφούν οι γυναίκες, δεν αποτελούν παρά έκφραση αντίστασης στην κοινωνική καταπίεση. Το ίδιο και οι διάφορες εκδηλώσεις μαγείας. Στο μεσαίωνα, όσο πιο πολλές μάγισσες καίγονταν στη φωτιά, τόσο πιο πολλές εμφανίζονταν.
Το σώμα υποφέρει, αλλά δεν συναινεί. Η αντίσταση του σώματος στη συναίνεση φαίνεται χαρακτηριστικά στα βασανιστήρια, που μετωνυμικά ονομάζονται και μαρτύρια, καθώς ο πιστός μαρτυρεί την πίστη του αρνούμενος, παρά τον αφόρητο σωματικό πόνο που υφίσταται, να την απαρνηθεί.
Η πλούσια ανθρωπολογική εμπειρία δείχνει και τα όρια της κυρίαρχης στο δυτικό κόσμο βιοϊατρικής. Παραδοσιακές ιατρικές, βοτανοθεραπείες, χειροπρακτική, βελονισμός κλπ. αποδεικνύονται συχνά εξίσου αποτελεσματικές, αν όχι περισσότερο. Τα ανθρωπολογικά δεδομένα τα οποία προσφέρει η κοινωνική ανθρωπολογία στον τομέα αυτό είναι άφθονα.
Δεν έχει νόημα να επεκταθούμε περισσότερο στα όσα σημαντικά πληροφορούμαστε απ’ αυτό το βιβλίο. Παρόλη την πυκνότητά του, διαθέτοντας ελάχιστη «περισσότητα» και απαιτώντας προσεκτικό διάβασμα, είναι ευχάριστο στην ανάγνωση. Πλούσιο σε πληροφορίες κρατά συνεχώς αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Μαζί με το εξάτομο λεξικό όρων, αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη προσφορά του Σωτήρη Δημητρίου στον επιστημονικό τομέα, χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε καθόλου την άλλη του μεγάλη προσφορά σε έναν άλλο τομέα, εκείνο του κινηματογράφου, του οποίου αποτελεί έναν από τους πιο επαρκείς έλληνες θεωρητικούς.
Ουτοπία, τ. 51, Σεπ-Οκτ. 2002
Σωτήρης Δημητρίου, Μορφές βίας, Σαββάλας 2003
Ο Σωτήρης Δημητρίου είναι ένας σύγχρονος εγκυκλοπαιδιστής, με μια διπλή σημασία του όρου. Όπως και οι γάλλοι εγκυκλοπαιδιστές, στρατεύτηκε κι αυτός από νωρίς στην υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. Όπως και αυτοί, διακρίνεται για μια πολυμέρεια και ευρυμάθεια. Αν και το κύριο ερευνητικό του αντικείμενο είναι η κοινωνική ανθρωπολογία, εν τούτοις έχει να επιδείξει και ένα αξιολογότατο θεωρητικό έργο σχετικά με τον κινηματογράφο. Έχει δημοσιεύσει επίσης αρκετά κείμενα σε σχέση με τον πολιτισμό. Είναι όμως εγκυκλοπαιδιστής και με την έννοια ότι μεγάλο τμήμα του έργου του έχει εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα. Το πεντάτομο «Λεξικό όρων» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη ταλαντεύεται ανάμεσα στη λεξικογραφία και την εγκυκλοπαίδεια, ενώ η πεντάτομη σειρά «Η εξέλιξη του ανθρώπου», επίσης από τις εκδόσεις Καστανιώτη, αποτελεί ένα εγκυκλοπαιδικό πανόραμα, ένα σημαντικό βιβλίο αναφοράς. Βαθύτατα κριτικός, παραθέτει εν τούτοις κάθε θεωρία και αντίληψη στα ζητήματα που μελετάει, θέτοντας έτσι την κρίση του στην κρίση του αναγνώστη, τον οποίο παραπέμπει, με την άφθονη βιβλιογραφία του, στις πηγής του.
Το τελευταίο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου, «Μορφές βίας», έχει επίσης τα ίδια χαρακτηριστικά. Εξαντλητικός στις βιβλιογραφικές αναφορές του, πλούσιος σε τεκμηρίωση, παραθέτει με διακριτικότητα τις ενστάσεις του και προβάλει τις δικές του αντιλήψεις, σε ένα θέμα που, βυθισμένο βαθιά μέσα στη διαχρονία, ταλανίζει όσο τίποτε άλλο την εποχή μας, απασχολώντας τόσο τους ερευνητές όσο και την επικαιρότητα των media.
Μετά από μια διεξοδική θεωρητική τοποθέτηση στο πρώτο κεφάλαιο «Μύθοι για τη βία», προχωρεί στην πραγμάτευση του θέματός του, ξεκινώντας ιστορικά, μελετώντας όμως όψεις της βίας στο κεφάλαιο που θεωρεί κάθε φορά πιο πρόσφορο. Έτσι, μελετώντας το φαινόμενο της βίας αρχικά στις κυνηγετικο-τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες, συζητάει για τη διαφορά μεταξύ επιθετικότητας και οργής. Στο κεφάλαιο για τις ακέφαλες κοινωνίες αναφέρεται στον κανιβαλισμό, στην αόρατη και στη συμβολική βία και στο ρόλο της αποικιοκρατίας. Μιλώντας για τις κοινωνίες με συγκεντρωτική εξουσία αναφέρεται στις ανθρωποθυσίες, στον πόλεμο, στη δουλεία και στη βεντέτα. Το ενδιαφέρον όμως του αναγνώστη το κλέβει το πέμπτο κεφάλαιο, «Το σύγχρονο κράτος». Εκεί μιλάει για τη σωφρονιστική και την αστυνομική βία, για τα βασανιστήρια και τις τελέσεις, τη βία στο παιδί, τη βία των MME, τη σεξουαλική βία, τη βία του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, κλπ, ενώ συζητάει και το ερώτημα: «Γεννιέται ή κατασκευάζεται ο εγκληματίας;» στο ομότιτλο υποκεφάλαιο. Στο τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Έμμεση βία» μιλάει για τις αυτοτιμωρίες, τα δημογραφικά προβλήματα και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Θα ήθελα στη συνέχεια να συζητήσω κάποια προβλήματα, κυρίως επιστημολογικά.
Με το Σωτήρη Δημητρίου με συνδέει μια μακρόχρονη φιλία, ακριβώς 17 χρόνων. Ήταν το 1987 που μπήκα στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας την οποία καθοδηγούσε, στα πλαίσια του ΚΜΕ και στη συνέχεια του Κέντρου Έρευνας και Τεκμηρίωσης. Το λέω αυτό γιατί θέλω να εκφράσω το θαυμασμό και την αγάπη μου για το Σωτήρη Δημητρίου αφενός, και αφετέρου για να δικαιολογήσω πώς ένας φιλόλογος, με διδακτορικό εν μέρει στη λογοτεχνία και εν μέρει στο θέατρο, και με αντίστοιχα φυσικά ερευνητικά ενδιαφέροντα, τολμά να παρουσιάσει ένα βιβλίο ενός άλλου χώρου. Η μακρόχρονη ερασιτεχνική μου απασχόληση με το χώρο αυτό το δικαιολογεί. Επίσης δικαιολογεί και τις «κόντρες» που είχαμε καμιά φορά στην ομάδα το γεγονός ότι, μεταφράζοντας για τις εκδόσεις Θυμάρι δύο έργα δυο επιφανών ηθολόγων, του νομπελίστα Κόνραντ Λόρεντς και του μαθητή του Ειρηναίου Άιμπλ-Άιμπεσφελντ, παθιάστηκα με την ηθολογία. Έτσι αποτελούσα το ζωντανό οξύμωρο να είμαι αριστερός αλλά να υποστηρίζω αντιλήψεις και ιδέες που η σχετική φιλολογία τις χαρακτηρίζει ρατσιστικές.
Στα πλαίσια αυτής της βιβλιοπαρουσίασης θέλω να κοινοποιήσω τις θεωρητικές διαφορές μου με τον Σωτήρη (στην πραγματικότητα με την κοινωνική ανθρωπολογία) προσπαθώντας να εντοπίσω τις επιστημολογικές της προεκτάσεις.
Διαβάζω από το πρώτο κεφάλαιο: «Από τον 18ο αιώνα επικράτησε στη διανόηση, καθώς και στην κοινή γνώμη της Δύσης, ο μύθος του βιολογικού πεπρωμένου, κατά τον οποίο η βία εδράζεται στην ανθρώπινη φύση… Αρχικά, η ανθρωπολογία αντέταξε στην ιδέα της ανθρώπινης φύσης την ερμηνεία ότι οι συμπεριφορές μας διαπλάθονται από την πολιτισμική παράδοση, και αυτό επηρέασε την αντίληψή μας για τη βία…» (σελ. 37) για να καταλήξει ότι σήμερα έχει «γίνει φανερό ότι η βία προσδιορίζεται πολιτισμικά ως εργαλείο κοινωνικού ελέγχου και ότι πηγή της είναι το κράτος και η νόμοι του…» (σελ. 42).
Η πρώτη αντίρρησή μου είναι ότι η χρησιμοποίηση της επιστήμης από την ιδεολογία δεν συνιστά a priori ακύρωσή της. Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε την ηθολογία επειδή τη χρησιμοποίησαν οι ρατσιστές, όπως δεν ρίχνουμε στον καιάδα τον Νίτσε για τον ίδιο λόγο. Γιατί το επιχείρημα θα μπορούσε να αντιστραφεί, και να ειπωθεί ότι οι «περιβαλλοντιστές», αυτοί που προκρίνουν το nurture έναντι του nature, και ανήκουν στο σύνολο σχεδόν των επιστημών του ανθρώπου, το κάνουν ωθούμενοι από ιδεολογικές προκαταλήψεις, πότε αριστερές (η αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών θα δημιουργήσει τον νέο άνθρωπο), πότε δεξιές, όταν, είτε απαξιώνονται ολόκληροι λαοί όχι πια ως φορείς γονιδίων αλλά ως φορείς μιας κατώτερης κουλτούρας, είτε ευλογείται η χειραγώγηση στρωμάτων πληθυσμού στη βάση μιας μπηχεβιοριστικής αντίληψης για τη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Ποιος έχει λοιπόν δίκιο;
Ο θετικισμός, μια ανεφάρμοστη ουτοπία στις επιστήμες του ανθρώπου, μια και εκεί ποτέ δεν έχουμε τη βεβαιότητα του «δυο και δυο κάνουν τέσσερα» αλλά την πιθανότητα ότι, με βάση τα ευρήματά μας, πιθανόν τα πράγματα να έχουν έτσι, εδράζεται παρολαυτά στην ανθρώπινη ψυχολογία και κατ’ επέκταση στην ψυχολογία των ερευνητών. Κανείς ερευνητής δεν μπορεί να προχωρήσει στην έρευνά του αν δεν είναι ιδιαίτερα πεπεισμένος για την ορθότητα του δρόμου που ακολουθεί. Γι αυτό και έχουμε τόσες «σχολές», τόσο στην ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία όσο και στην ψυχολογία. Αυτή η πεποίθηση είναι που του δίνει δύναμη να συνεχίσει τις έρευνές του στο μονοπάτι που χάραξε. Πιστεύει ότι βρήκε ολόκληρη την αλήθεια, πράγμα που συχνά είναι λάθος: βρήκε ένα κομμάτι μόνο της αλήθειας.
Κανένας ιστορικός δεν θα αμφισβητήσει ποτέ ότι η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τους Τούρκους το 1453. Όμως η εικόνα που έχουν οι ιστορικοί για την καθημερινή ζωή των Ίνκας πιθανόν να μην είναι η ίδια για όλους.
Ο Σωτήρης πιστεύει ότι ο Νεάντερταλ είναι πρόγονος του ανθρώπου, θεωρώντας ανυπόστατη την αντίληψη ότι αποτελεί παράλληλο κλάδο στην εξέλιξη των πρωτευόντων, τον οποίο εξόντωσε ο homo sapiens. Εγώ, ως φιλόλογος, είμαι απ’ έξω, και αφού διακεκριμένοι επιστήμονες υποστηρίζουν και τη μια και την άλλη άποψη, δεν μπορώ να προκρίνω με βεβαιότητα καμιά. Όταν όμως μου πουν ότι ο Νεάντερταλ πλάστηκε την πέμπτη μέρα της δημιουργίας και ο homo sapiens την έκτη, ενώ την έβδομη ο Δημιουργός αναπαύτηκε, δεν μπορώ πια να θεωρήσω τον εαυτό μου απ’ έξω, έχω εμπλακεί σε μια ιδεολογική διαμάχη που με ενδιαφέρει, και έχω άποψη (δεν θα σας την πω).
Τις παραπάνω σκέψεις τις έκανα παλιά, μελετώντας πάρα πολύ ψυχολογία. Ανασύρθηκαν στο προσκήνιο της συνείδησής μου διαβάζοντας αυτό το βιβλίο του Σωτήρη. Συνεχώς κριτικάρει ή παραθέτει κριτικές άλλων για διάφορες απόψεις. Οι κριτικές αυτές στην συντριπτική τους πλειοψηφία θα τις χαρακτήριζα ως κριτικές μονομέρειας. Γιατί, για ένα τόσο ευρύ φαινόμενο όσο είναι η βία, δεν μπορεί να υπάρχει ενοποιητική θεωρία που να αντιμετωπίζει με επάρκεια όλες τις μορφές της.
Οι αιτίες της βίας είναι πάρα πολλές. Το έμφυτο της επιθετικότητας έχει τεκμηριωθεί επαρκώς νομίζω από τους ηθολόγους. Όμως πόσο μετράει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση; Η ταξικότητα της κοινωνίας, τα συγκρουόμενα συμφέροντα, είναι επίσης σημαντικά αίτια. Όμως πόσο μετράνε; Τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Αθήνας πόσο βάρυναν στην απόφαση να θανατώσουν όλους τους Μηλίους; Ο Ναζί που βασανίζει (τον αναφέρει ο Σωτήρης) ακούγοντας κλασική μουσική εμφορείται άραγε από «συμφέροντα» ή ωθείται από άγρια ένστικτα;
Όπως έλεγε ο Μαρξ, τα προβλήματα είναι πάντοτε συγκεκριμένα, και στο πλέγμα των δυνάμεων που οδηγούν στην έκλυση βίας κάποιες είναι πιο ισχυρές τη μια φορά και «σύρουν το χορό», και κάποιες άλλες την άλλη. Όπως αναφέρει ο Σωτήρης μιλώντας για τη δημογραφία, «Σε κάθε περίπτωση παρεμβαίνουν πολλοί κοινωικοί και ιστορικοί όροι και διαμορφώνονται συνδυασμοί των μέσων ελέγχου ανάλογα με τους όρους αυτούς» (σελ. 237). Αυτό βέβαια είναι απογοητευτικό για τον ερευνητή, γιατί θέλει να συμβάλει στην ανάπτυξη της θεωρίας για να πάρει τα μπόνους που χρειάζεται για την ακαδημαϊκή του καριέρα, και ο συγκρητισμός δεν προσφέρει ακαδημαϊκά πλεονεκτήματα, ακόμη και εκεί που είναι μεθοδολογικά επαρκής. Ο προκρούστης της θεωρίας είναι πιο αβανταδόρικος.
Τέλος, ένα ευρύτερο θεωρητικό πρόβλημα που έχει σχέση με το θέμα του παρόντος βιβλίου είναι και το θέμα της ορολογίας. Η βία είναι μια ευρεία ομπρέλα, όπως η έννοια της αρετής στην αρχαία Ελλάδα, που καλύπτει ένα σωρό φαινόμενα, τα οποία χρειάζονται διαφορετική μεθοδολογική αντιμετώπιση και από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους. Ο Σωτήρης σε ξεχωριστό υποκεφάλαιο ξεχωρίζει την βία από την οργή. Η επιθετικότητα όμως είναι μια μορφή βίας, ή η βία είναι μια μορφή επιθετικότητας; Το λέω αυτό γιατί η σχετική φιλολογία, τόσο η βιολογική όσο και η ψυχολογική, μελετάει την επιθετικότητα και όχι τη βία. Όμως, ως εγκυκλοπαιδιστής που είναι ο Σωτήρης, προτιμάει τον όρο βία, που είναι πιο καθημερινός, πιο ευρύς, που καλύπτει μια πιο μεγάλη γκάμα φαινομένων. Ακόμη για τον Σωτήρη η θεωρητική διένεξη δεν είναι σε πρώτο πλάνο, όπως συμβαίνει με πολλούς ερευνητές (μαρξιστές κυρίως), αλλά προέχει η παροχή πληροφορίας. Έτσι, κλείνοντας αυτή την παρουσίαση, για να μειώσω λίγο την εντύπωση της κόντρας μου με τον Σωτήρη, θέλω να τονίσω ότι ο θεωρητικός, «ιδεολόγος» Δημητρίου υποχωρεί αρκετά στα βιβλία του μπροστά στον εγκυκλοπαιδιστή.
Thursday, September 2, 2010
Μίμης Ανδρουλάκης, Η γυναίκα της όγδοης μέρας
Μίμης Ανδρουλάκης, Η γυναίκα της όγδοης μέρας, Καστανιώτης, 2001
Κρητικά Επίκαιρα, Νοέμβρης 2002
Η γυναίκα της όγδοης μέρας είναι το έκτο βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Όλα τα βιβλία που κυκλοφορούν απ’ αυτές τις εκδόσεις ανήκουν στην «μεταπολιτική» περίοδο του συγγραφέα, μετά την αποτυχία της κάθαρσης και παραπέρα την αποτυχία της άρσης του δικομματισμού, που τον οδήγησε στην αποχώρηση από την ενεργό πολιτική. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ιστορικό μυθιστόρημα, όπως το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, όμως και εδώ, όπως και στο «Mν», το προηγούμενο έργο του που προκάλεσε τόσο σάλο, ο αφηγηματικός ιστός είναι υποτυπώδης και αποτελεί απλά το πρόσχημα για να αναπτύξει ο συγγραφέας τις ανατρεπτικές ιδέες του και να φωτίσει τις σκοτεινές πλευρές της ιστορίας, αυτές που παραλείπονται στα σχολικά εγχειρίδια.
Η ιστορία τοποθετείται στο 300 περίπου μ.χ. Ο ήρωας, του οποίου ο συγγραφέας θεωρεί (μυθιστορηματικά βέβαια) τον εαυτό του μετενσάρκωση, είναι ένας κρητικός που γεννήθηκε στη Λατώ, αρχαία πόλη κοντά στον άγιο Νικόλαο, όπου γεννήθηκε κι ο ίδιος. Μέσα από την περιπλάνησή του μαθαίνουμε για ένα σωρό πρόσωπα και γεγονότα της ιστορίας, και πολλά «άπλυτα» για ιστορικά πρόσωπα βγαίνουν στα φόρα, όπως για τον Μέγα Κωνσταντίνο και τη μητέρα του, τα οποία ανατρέπουν, λίγο πολύ, την εικόνα που είχαμε γι αυτά. Θαυμάζει κανείς την πολυμάθεια του Ανδρουλάκη, και το εύρος των ενδιαφερόντων του.
Η γυναίκα, που βρίσκεται και στον τίτλο του έργου, αποτελεί κι εδώ την κύρια θεματική. Η γυναίκα η απελευθερωμένη σεξουαλικά, που χαίρεται την ηδονή και την προσφέρει αφιλόκερδα στον άντρα. Έτσι στο έργο παρελαύνουν ένα σωρό γυναίκες που έμειναν στην ιστορία, και που είχαν μια πολυτάραχη σεξουαλική ζωή.
Ο σωσίας, ή μάλλον η προηγούμενη μετενσάρκωση του Ανδρουλάκη, η persona που επιλέγει σ’ αυτό το έργο, εγκαταλείπεται στο τέλος του βιβλίου και ο συγγραφέας εμφανίζεται αυτοπροσώπως. Μας αφηγείται για το όραμα που είδε όταν ήταν παιδί, της Μαριγιάς της τουρκάλας, που μαζί με τον άντρα της ανήκαν στην αίρεση του μπεχτατσισμού, τα μέλη της οποίας, κατά τη διάρκεια των συναντήσεών τους προέβαιναν σε τελετουργικό σεξ με εναλλαγές συντρόφων. Τα παιδιά που γεννιόνταν μετά από αυτές τις συνευρέσεις ήταν ευλογημένα, παιδιά της αγάπης. Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται μια εκτεταμένη σύγκριση χριστιανισμού και ισλαμισμού.
Στο προτελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Η μυστική αλχημίστρια με το βιτριόλι» ο Ανδρουλάκης αποδεικνύεται φοβερός ψυχαναλυτής, μπαίνοντας στα άδυτα των νευρώσεων μιας γυναίκας που προσπάθησε να του ρίξει βιτριόλι. Το τελευταίο κεφάλαιο, «on line αποκρυφισμός και ισλαμισμός», αποτελεί ένα ελεύθερο δοκίμιο πάνω στο σύγχρονο κόσμο. Εδώ συζητιέται πλατιά το φαινόμενο του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού.
Το έργο χαρακτηρίζεται ως «μυθιστόρημα» στο εξώφυλλο. Όμως το πραγματικό περιστατικό, όπως είπαμε, είναι εκείνο που κυριαρχεί, όχι μόνο ως ιστορικό γεγονός, αλλά και ως προσωπική εμπειρία, ως συμβάν που συνέβη πραγματικά στον ίδιο το συγγραφέα. Θυμάται τα γυρίσματα του «Χριστού ξανασταυρώνεται» του Ζυλ Ντασέν, που έγιναν στην Κριτσά το 1956. Πιτσιρίκος, γνώρισε τότε τη Μελίνα Μερκούρη, που του δώρισε μάλιστα το βιβλίο αυτό του Καζαντζάκη και τον «Τελευταίο πειρασμό». Γι αυτό το τελευταίο γράφει σχετικά:
«Διάβαζα κι έτρεχαν τα δάκρυά μου. Έβλεπα τον Χριστό να γέρνει πάνω στον Σταυρό και να ονειρεύεται πως ζει μια διαφορετική ζωή. Να βρίσκει τον Θεό στην Ένωση με τη γυναίκα, τη μία με τα αναρίθμητα πρόσωπα. Να παντρεύεται την πόρνη, τη Μαρία τη Μαγδαληνή, να συζεί με τις δύο αδελφάδες, τη Μαρία και τη Μάρθα - που συναγωνίζονται ποια θα του γεννήσει τα πιο πολλά παιδιά -...»
Πέρασα μια ανάλογη εμπειρία, βλέποντας την ομώνυμη ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε, που προκάλεσε αρκετό σκάνδαλο όταν προβλήθηκε εδώ, πριν 10 τόσα χρόνια. Συγκινήθηκα πάρα πολύ από το αμέσως επόμενο επεισόδιο, στο οποίο δεν αναφέρεται ο Ανδρουλάκης, όταν ο Χριστός συνέρχεται στο σταυρό και νιώθει ανακουφισμένος που δεν πρόδωσε τη θεία του αποστολή, πως όλα αυτά ήταν απλά ένα όνειρο.
Την επομένη πήρα το βιβλίο και διάβασα το σχετικό απόσπασμα, που είναι οι δυο τελευταίες σελίδες του βιβλίου, στους μαθητές μου. Ένιωθα τη φωνή μου να πνίγεται από τη συγκίνηση, λίγο ακόμη και θα ξέσπαγα σε λυγμούς. Με το γλαφυρό ύφος του ο Καζαντζάκης μπόρεσε να με κάνει να νιώσω το μαρτύριο του Χριστού όπως δεν τον είχα νιώσει μέχρι τότε, να τον αγαπήσω όπως δεν τον είχα αγαπήσει μέχρι τότε. Για να αγαπήσεις το Χριστό πρέπει να τον αισθανθείς σαν άνθρωπο. Το ίδιο και την Παναγία. Κάτι ήξεραν οι αναγεννησιακοί ζωγράφοι, Ραφαήλος κλπ, που την παρουσίαζαν σαν στρουμπουλή χωριατοπούλα να θηλάζει ένα καλοθρεμμένο μωρό, και όχι σαν αποπνευματοποιημένη, δισδιάστατη φιγούρα όπως την παρουσιάζει η βυζαντινή ζωγραφική. Αλλά εμείς οι έλληνες βρισκόμαστε κοντύτερα στον ανατολικό μυστικισμό και αποκρυφισμό, ήδη από την αρχαιότητα, με τις βακχικές γιορτές και τα ελευσίνια μυστήρια, στα οποία εκτενώς αναφέρεται ο Ανδρουλάκης. «Μυστικός έρως - απόκρυφος έρως» είναι άλλωστε ο υπότιτλος του βιβλίου του. Οι εικονομάχοι στο βυζάντιο, από μια σύμπτωση δεν νίκησαν.
Ο Ανδρουλάκης με τα βιβλία του εισάγει ένα καινούριο λογοτεχνικό είδος, γιατί, με εξαίρεση το «Μυστικό Νοέμβρη» και το «Χαμένο μπλουζ», μόνο μυθιστορήματα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Όπως είπαμε, ο μύθος είναι προσχηματικός, ο αφηγηματικός ιστός υποτυπώδης, για να υφανθούν πάνω του δοκιμιακά αποσπάσματα, χωρίς την απαίτηση ενός πιο οργανωμένου και συστηματικού λόγου που απαιτεί το καθαυτό δοκίμιο. Και η Μάρω Βαμβουνάκη χρησιμοποιεί το στόρι προσχηματικά. Όμως εδώ υπάρχουν κάποιες υποτυπώδεις αφηγηματικές αναμονές, και τα δοκιμιακά τμήματα, όλα σχετικά με τον έρωτα, έχουν άμεση σχέση με τις ηρωίδες της, και εικονογραφούν την τρικυμία που δέρνει τις ψυχές τους. Στα έργα του Ανδρουλάκη δεν υπάρχει ούτε καν αυτό. Επειδή προεξέχουν από το προκρούστειο κρεβάτι του μυθιστορήματος, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι καλά έργα. Απλά πρόκειται για άλλο λογοτεχνικό είδος. Αρέσουν περισσότερο σ’ αυτούς που αναζητούν τη γνώση που προσφέρει ο δοκιμιακός λόγος, και λιγότερο σ’ αυτούς που επιδιώκουν την τέρψη της αφήγησης. Αρέσει περισσότερο σε μας, άτομα της γενιάς του, που με θλίψη είδαμε μαζί με την κατάρρευση των επαναστατικών οραμάτων μας να αποσύρονται από τις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων δοκιμιακά, κυρίως πολιτικά, έργα, και να αντικαθίστανται με λογοτεχνικά. Ίσως κουβαλάμε μια χριστιανική ενοχή της απόλαυσης, που απαλύνεται με την ενασχόληση με τη γνώση. Κι εγώ θα είχα διαβάσει πολύ λιγότερα μυθιστορήματα, αν δεν είχα το κίνητρο να τα γνωρίσω, να τα αναλύσω, και μέσω βιβλιοκριτικών να τα παρουσιάσω στους αναγνώστες. Ίσως ο Ανδρουλάκης, γράφοντας δοκίμια για τον έρωτα και όχι ερωτικά μυθιστορήματα, να ταλανίζεται από ανάλογες ενοχές.
Κρητικά Επίκαιρα, Νοέμβρης 2002
Η γυναίκα της όγδοης μέρας είναι το έκτο βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Όλα τα βιβλία που κυκλοφορούν απ’ αυτές τις εκδόσεις ανήκουν στην «μεταπολιτική» περίοδο του συγγραφέα, μετά την αποτυχία της κάθαρσης και παραπέρα την αποτυχία της άρσης του δικομματισμού, που τον οδήγησε στην αποχώρηση από την ενεργό πολιτική. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ιστορικό μυθιστόρημα, όπως το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, όμως και εδώ, όπως και στο «Mν», το προηγούμενο έργο του που προκάλεσε τόσο σάλο, ο αφηγηματικός ιστός είναι υποτυπώδης και αποτελεί απλά το πρόσχημα για να αναπτύξει ο συγγραφέας τις ανατρεπτικές ιδέες του και να φωτίσει τις σκοτεινές πλευρές της ιστορίας, αυτές που παραλείπονται στα σχολικά εγχειρίδια.
Η ιστορία τοποθετείται στο 300 περίπου μ.χ. Ο ήρωας, του οποίου ο συγγραφέας θεωρεί (μυθιστορηματικά βέβαια) τον εαυτό του μετενσάρκωση, είναι ένας κρητικός που γεννήθηκε στη Λατώ, αρχαία πόλη κοντά στον άγιο Νικόλαο, όπου γεννήθηκε κι ο ίδιος. Μέσα από την περιπλάνησή του μαθαίνουμε για ένα σωρό πρόσωπα και γεγονότα της ιστορίας, και πολλά «άπλυτα» για ιστορικά πρόσωπα βγαίνουν στα φόρα, όπως για τον Μέγα Κωνσταντίνο και τη μητέρα του, τα οποία ανατρέπουν, λίγο πολύ, την εικόνα που είχαμε γι αυτά. Θαυμάζει κανείς την πολυμάθεια του Ανδρουλάκη, και το εύρος των ενδιαφερόντων του.
Η γυναίκα, που βρίσκεται και στον τίτλο του έργου, αποτελεί κι εδώ την κύρια θεματική. Η γυναίκα η απελευθερωμένη σεξουαλικά, που χαίρεται την ηδονή και την προσφέρει αφιλόκερδα στον άντρα. Έτσι στο έργο παρελαύνουν ένα σωρό γυναίκες που έμειναν στην ιστορία, και που είχαν μια πολυτάραχη σεξουαλική ζωή.
Ο σωσίας, ή μάλλον η προηγούμενη μετενσάρκωση του Ανδρουλάκη, η persona που επιλέγει σ’ αυτό το έργο, εγκαταλείπεται στο τέλος του βιβλίου και ο συγγραφέας εμφανίζεται αυτοπροσώπως. Μας αφηγείται για το όραμα που είδε όταν ήταν παιδί, της Μαριγιάς της τουρκάλας, που μαζί με τον άντρα της ανήκαν στην αίρεση του μπεχτατσισμού, τα μέλη της οποίας, κατά τη διάρκεια των συναντήσεών τους προέβαιναν σε τελετουργικό σεξ με εναλλαγές συντρόφων. Τα παιδιά που γεννιόνταν μετά από αυτές τις συνευρέσεις ήταν ευλογημένα, παιδιά της αγάπης. Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται μια εκτεταμένη σύγκριση χριστιανισμού και ισλαμισμού.
Στο προτελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Η μυστική αλχημίστρια με το βιτριόλι» ο Ανδρουλάκης αποδεικνύεται φοβερός ψυχαναλυτής, μπαίνοντας στα άδυτα των νευρώσεων μιας γυναίκας που προσπάθησε να του ρίξει βιτριόλι. Το τελευταίο κεφάλαιο, «on line αποκρυφισμός και ισλαμισμός», αποτελεί ένα ελεύθερο δοκίμιο πάνω στο σύγχρονο κόσμο. Εδώ συζητιέται πλατιά το φαινόμενο του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού.
Το έργο χαρακτηρίζεται ως «μυθιστόρημα» στο εξώφυλλο. Όμως το πραγματικό περιστατικό, όπως είπαμε, είναι εκείνο που κυριαρχεί, όχι μόνο ως ιστορικό γεγονός, αλλά και ως προσωπική εμπειρία, ως συμβάν που συνέβη πραγματικά στον ίδιο το συγγραφέα. Θυμάται τα γυρίσματα του «Χριστού ξανασταυρώνεται» του Ζυλ Ντασέν, που έγιναν στην Κριτσά το 1956. Πιτσιρίκος, γνώρισε τότε τη Μελίνα Μερκούρη, που του δώρισε μάλιστα το βιβλίο αυτό του Καζαντζάκη και τον «Τελευταίο πειρασμό». Γι αυτό το τελευταίο γράφει σχετικά:
«Διάβαζα κι έτρεχαν τα δάκρυά μου. Έβλεπα τον Χριστό να γέρνει πάνω στον Σταυρό και να ονειρεύεται πως ζει μια διαφορετική ζωή. Να βρίσκει τον Θεό στην Ένωση με τη γυναίκα, τη μία με τα αναρίθμητα πρόσωπα. Να παντρεύεται την πόρνη, τη Μαρία τη Μαγδαληνή, να συζεί με τις δύο αδελφάδες, τη Μαρία και τη Μάρθα - που συναγωνίζονται ποια θα του γεννήσει τα πιο πολλά παιδιά -...»
Πέρασα μια ανάλογη εμπειρία, βλέποντας την ομώνυμη ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε, που προκάλεσε αρκετό σκάνδαλο όταν προβλήθηκε εδώ, πριν 10 τόσα χρόνια. Συγκινήθηκα πάρα πολύ από το αμέσως επόμενο επεισόδιο, στο οποίο δεν αναφέρεται ο Ανδρουλάκης, όταν ο Χριστός συνέρχεται στο σταυρό και νιώθει ανακουφισμένος που δεν πρόδωσε τη θεία του αποστολή, πως όλα αυτά ήταν απλά ένα όνειρο.
Την επομένη πήρα το βιβλίο και διάβασα το σχετικό απόσπασμα, που είναι οι δυο τελευταίες σελίδες του βιβλίου, στους μαθητές μου. Ένιωθα τη φωνή μου να πνίγεται από τη συγκίνηση, λίγο ακόμη και θα ξέσπαγα σε λυγμούς. Με το γλαφυρό ύφος του ο Καζαντζάκης μπόρεσε να με κάνει να νιώσω το μαρτύριο του Χριστού όπως δεν τον είχα νιώσει μέχρι τότε, να τον αγαπήσω όπως δεν τον είχα αγαπήσει μέχρι τότε. Για να αγαπήσεις το Χριστό πρέπει να τον αισθανθείς σαν άνθρωπο. Το ίδιο και την Παναγία. Κάτι ήξεραν οι αναγεννησιακοί ζωγράφοι, Ραφαήλος κλπ, που την παρουσίαζαν σαν στρουμπουλή χωριατοπούλα να θηλάζει ένα καλοθρεμμένο μωρό, και όχι σαν αποπνευματοποιημένη, δισδιάστατη φιγούρα όπως την παρουσιάζει η βυζαντινή ζωγραφική. Αλλά εμείς οι έλληνες βρισκόμαστε κοντύτερα στον ανατολικό μυστικισμό και αποκρυφισμό, ήδη από την αρχαιότητα, με τις βακχικές γιορτές και τα ελευσίνια μυστήρια, στα οποία εκτενώς αναφέρεται ο Ανδρουλάκης. «Μυστικός έρως - απόκρυφος έρως» είναι άλλωστε ο υπότιτλος του βιβλίου του. Οι εικονομάχοι στο βυζάντιο, από μια σύμπτωση δεν νίκησαν.
Ο Ανδρουλάκης με τα βιβλία του εισάγει ένα καινούριο λογοτεχνικό είδος, γιατί, με εξαίρεση το «Μυστικό Νοέμβρη» και το «Χαμένο μπλουζ», μόνο μυθιστορήματα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Όπως είπαμε, ο μύθος είναι προσχηματικός, ο αφηγηματικός ιστός υποτυπώδης, για να υφανθούν πάνω του δοκιμιακά αποσπάσματα, χωρίς την απαίτηση ενός πιο οργανωμένου και συστηματικού λόγου που απαιτεί το καθαυτό δοκίμιο. Και η Μάρω Βαμβουνάκη χρησιμοποιεί το στόρι προσχηματικά. Όμως εδώ υπάρχουν κάποιες υποτυπώδεις αφηγηματικές αναμονές, και τα δοκιμιακά τμήματα, όλα σχετικά με τον έρωτα, έχουν άμεση σχέση με τις ηρωίδες της, και εικονογραφούν την τρικυμία που δέρνει τις ψυχές τους. Στα έργα του Ανδρουλάκη δεν υπάρχει ούτε καν αυτό. Επειδή προεξέχουν από το προκρούστειο κρεβάτι του μυθιστορήματος, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι καλά έργα. Απλά πρόκειται για άλλο λογοτεχνικό είδος. Αρέσουν περισσότερο σ’ αυτούς που αναζητούν τη γνώση που προσφέρει ο δοκιμιακός λόγος, και λιγότερο σ’ αυτούς που επιδιώκουν την τέρψη της αφήγησης. Αρέσει περισσότερο σε μας, άτομα της γενιάς του, που με θλίψη είδαμε μαζί με την κατάρρευση των επαναστατικών οραμάτων μας να αποσύρονται από τις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων δοκιμιακά, κυρίως πολιτικά, έργα, και να αντικαθίστανται με λογοτεχνικά. Ίσως κουβαλάμε μια χριστιανική ενοχή της απόλαυσης, που απαλύνεται με την ενασχόληση με τη γνώση. Κι εγώ θα είχα διαβάσει πολύ λιγότερα μυθιστορήματα, αν δεν είχα το κίνητρο να τα γνωρίσω, να τα αναλύσω, και μέσω βιβλιοκριτικών να τα παρουσιάσω στους αναγνώστες. Ίσως ο Ανδρουλάκης, γράφοντας δοκίμια για τον έρωτα και όχι ερωτικά μυθιστορήματα, να ταλανίζεται από ανάλογες ενοχές.
Wednesday, September 1, 2010
Γιάννης Ξανθούλης, Ο Τούρκος στον κήπο
Γιάννης Ξανθούλης, Ο Τούρκος στον κήπο, Καστανιώτης 2001
Γεραπετρίτικη Απόπειρα, τ.40, Σεπτέμβρης 2002
Υπάρχουν συγγραφείς που διακρίνονται για μια «αγωνία της επανάληψης», κατά την «αγωνία της επίδρασης» του Harold Bloom, όπως π.χ. ο Τολστόι, και συγγραφείς που αδιαφορούν για το αν επαναλαμβάνονται, που είναι και οι περισσότεροι, όπως ο Ντοστογιέφσκι, των οποίων τα έργα είναι παραλλαγές πάνω στα ίδια μοτίβα. Αυτό φυσικά δεν είναι καθόλου κακό, αφού ορισμένα θέματα αποδεικνύονται τόσο ελκυστικά για το κοινό, που δημιουργούν ιδιαίτερα λογοτεχνικά είδη (genres), όπως το αστυνομικό μυθιστόρημα, το ερωτικό μυθιστόρημα, το θρίλερ, κ.λπ.
Ο Γιάννης Ξανθούλης, που φαινόταν να ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία, με τα τελευταία έργα του, το «Ύστερα ήλθαν οι μέλισσες» και το «Ο τούρκος στον κήπο», δείχνει να κάνει στροφή, εμπλουτίζοντας τη θεματική του.
Πριν δούμε το καινούριο που έχει να μας παρουσιάσει, θα πρέπει να επισημάνουμε αυτό στο οποίο εξακολουθεί να εμμένει. Και αυτό είναι μια, συνήθως τραυματισμένη, παιδικότητα που κουβαλάνε οι ήρωες, σε βαθμό που καθορίζει τη μετέπειτα ζωή τους, πράγμα που έχει ως συνέπεια οι ιστορίες του Ξανθούλη να κινούνται πάντα σε δυο χρόνους. Οι χρόνοι αυτοί μπορούν βέβαια να εναλλάσσονται αφηγηματικά, με μια τεχνική μοντάζ, όπως στο «Ύστερα ήλθαν οι μέλισσες», ή να ακολουθούν ο ένας τον άλλο στην κανονική, ημερολογιακή τους ροή, όπως στο «Ο Τούρκος στον κήπο».
Στα έργα αυτά είναι που εντοπίζουμε μια στροφή. Η τρυφερή ελεγεία της μοναξιάς του μικροαστού, που κυριαρχεί στα προηγούμενα έργα του, υποχωρεί στο «Ύστερα ήλθαν οι μέλισσες» σε μια σκληρή, νατουραλιστική απεικόνιση ενός θεατρικού μπουλουκιού, για το οποίο θα ταίριαζε τέλεια η ονομασία «ζητιάνοι της κοίτης του ποταμού», όπως χαρακτήριζαν περιφρονητικά οι γιαπωνέζοι τους ηθοποιούς του kabuki στην προ Meiji περίοδο (1868). Επανέρχεται όμως μερικά σ’ αυτήν στο «Ο Τούρκος στον κήπο».
Ο Ξανθούλης έχει την οξυδέρκεια να αντιλαμβάνεται ότι το σασπένς αποτελεί το ουσιαστικότερο στοιχείο μιας συναρπαστικής αφήγησης, και γι αυτό φροντίζει να υπάρχει πάντα στα έργα του. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η αναζήτηση ενός παιδικού φίλου του κεντρικού ήρωα, μετά από τριάντα χρόνια, στην «Εποχή των καφέδων», ως μετατεθειμένη (με την ψυχαναλυτική έννοια) αναζήτηση της χαμένης παιδικής αθωότητας. Στο «Ύστερα ήλθαν οι μέλισσες» οικοδομείται έντονο σασπένς σε ένα έργο με αστυνομική πλοκή. Οι διαδοχικές δολοφονίες οδηγούν στην αφηγηματική αναμονή της εύρεσης του δολοφόνου. Η Ματίλντα, μέλος του θιάσου, δολοφονεί τα μέλη του, όταν πια αυτά είναι συνταξιούχοι, εκδικούμενη για τις τραυματικές εμπειρίες που έζησε σ’ αυτόν. Ο μόνος που θα ξεφύγει από τη δολοφονική της μανία είναι ο Στάθης, το μικρό παιδί του θιάσου που ήταν ερωτευμένος μαζί της, και με τον οποίο θα επιδιώξει μια τελευταία συνάντηση.
Και ενώ το σασπένς στο «Ύστερα ήλθαν οι μέλισσες» οικοδομείται σε μια οιονεί αστυνομική ιστορία, στο «Ο Τούρκος στον κήπο» οικοδομείται σε ένα θρίλερ, με άφθονα στοιχεία παραψυχολογίας, που συνιστά μια περίπου επιστροφή στο γκροτέσκο των δύο πρώτων μυθιστορημάτων του Ξανθούλη, του «Μεγάλου θανατικού» και της «Οικογένειας Μπες βγες».
Και αυτό επίσης είναι ένα έργο εκδίκησης. Το φάντασμα του Τοπάλ Γιλντίζ, που στραγγαλίστηκε κατά το έθιμο της αδελφοκτονίας για να μην υπάρχουν δυναστικές έριδες, επιστρέφει ως εκτόπλασμα, καταστρέφοντας τους τελευταίους απογόνους των οσμανλήδων, της αυτοκρατορικής οικογένειας, και όχι μόνο. Δυο παιδιά, ένας έλληνας και ένας τούρκος, λειτουργούν ως «διάμεσα» (medium). Όμως ο Ηλίας, ο έλληνας, μεγάλος πια, πέφτει και ο ίδιος θύμα της εκδικητικής μανίας του στραγγαλισμένου πρίγκιπα, αναζητώντας επίσης τη λύση ενός μυστηρίου της παιδικής του ηλικίας (μιλούσε τούρκικα χωρίς να έχει διδαχθεί αυτή τη γλώσσα), σ’ αυτή την νευρωσική αναζήτηση της παιδικότητας που χαρακτηρίζει όλους τους ήρωες του Ξανθούλη.
Το έργο διακειμενικά παραπέμπει στις «Μεγάλες προσδοκίες» του Ντίκενς, όπου ο Ηλίας είναι ο Πιπ, και η Μερόπη-Ιουστίνη η Μις Χάβισαμ, παίζοντας επίσης το ρόλο του κατάδικου που «επενδύει» στο παιδί, έχοντας «μεγάλες προσδοκίες» γι αυτόν. Και όπως ο Πιπ, ο Ηλίας περνάει την ίδια απογοήτευση (frustration) στη σχέση του με την ανηψιά της Μερόπης-Ιουστίνης. Η ελληνίδα αυτή Μις Χάβισαμ στην πραγματικότητα ήταν τουρκάλα που αλλαξοπίστησε, για να παντρευτεί ένα πλούσιο Έλληνα έμπορο. Το ίδιο και η Ζεϊνέπ, η ελληνίδα που, όπως η Σωσάνα στο ομώνυμο κρητικό τραγούδι ερωτεύτηκε τον Σαλή Μπαχρή, έτσι και αυτή άλλαξε την πίστη της για να παντρευτεί ένα Τούρκο. Μ’ αυτό τον τρόπο θίγεται μυθιστορηματικά και το πρόβλημα της ταυτότητας, που αποτελεί σήμερα κεντρική θεματική στις κοινωνικοανθρωπολογικές έρευνες.
Ο Ξανθούλης, που όπως διαβάσαμε σε συνέντευξή του τελευταία μαθαίνει τούρκικα, χρησιμοποιεί πολλές τουρκικές λέξεις στο έργο. Την ποιητικότητα των λέξεων μιας άλλης γλώσσας, αξίζει να προσθέσουμε παρεκβατικά εδώ, αξιοποιεί στο έπακρο ο Σωτήρης Δημητρίου στο μυθιστόρημά του Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου.
Όμως το κύριο υφολογικό στοιχείο του Ξανθούλη, που από μόνο του του εξασφαλίζει μια κορυφαία θέση στη νεοελληνική γραμματεία, είναι η τολμηρές, «ανοίκειες» μεταφορές του, προϊόν μιας καλπάζουσας φαντασίας, σε φράσεις όπως «βελουδένιες απελπισίες», «εντομοκτόνα σιωπή του δωματίου», «πράσινη αναιδή ευτυχία», κ.λπ. Καθώς όμως έχουμε ασχοληθεί διεξοδικά μ’ αυτές στη μελέτη μας «Αφηγηματικές τεχνικές», δεν χρειάζεται να επεκταθούμε εδώ.
Γεραπετρίτικη Απόπειρα, τ.40, Σεπτέμβρης 2002
Υπάρχουν συγγραφείς που διακρίνονται για μια «αγωνία της επανάληψης», κατά την «αγωνία της επίδρασης» του Harold Bloom, όπως π.χ. ο Τολστόι, και συγγραφείς που αδιαφορούν για το αν επαναλαμβάνονται, που είναι και οι περισσότεροι, όπως ο Ντοστογιέφσκι, των οποίων τα έργα είναι παραλλαγές πάνω στα ίδια μοτίβα. Αυτό φυσικά δεν είναι καθόλου κακό, αφού ορισμένα θέματα αποδεικνύονται τόσο ελκυστικά για το κοινό, που δημιουργούν ιδιαίτερα λογοτεχνικά είδη (genres), όπως το αστυνομικό μυθιστόρημα, το ερωτικό μυθιστόρημα, το θρίλερ, κ.λπ.
Ο Γιάννης Ξανθούλης, που φαινόταν να ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία, με τα τελευταία έργα του, το «Ύστερα ήλθαν οι μέλισσες» και το «Ο τούρκος στον κήπο», δείχνει να κάνει στροφή, εμπλουτίζοντας τη θεματική του.
Πριν δούμε το καινούριο που έχει να μας παρουσιάσει, θα πρέπει να επισημάνουμε αυτό στο οποίο εξακολουθεί να εμμένει. Και αυτό είναι μια, συνήθως τραυματισμένη, παιδικότητα που κουβαλάνε οι ήρωες, σε βαθμό που καθορίζει τη μετέπειτα ζωή τους, πράγμα που έχει ως συνέπεια οι ιστορίες του Ξανθούλη να κινούνται πάντα σε δυο χρόνους. Οι χρόνοι αυτοί μπορούν βέβαια να εναλλάσσονται αφηγηματικά, με μια τεχνική μοντάζ, όπως στο «Ύστερα ήλθαν οι μέλισσες», ή να ακολουθούν ο ένας τον άλλο στην κανονική, ημερολογιακή τους ροή, όπως στο «Ο Τούρκος στον κήπο».
Στα έργα αυτά είναι που εντοπίζουμε μια στροφή. Η τρυφερή ελεγεία της μοναξιάς του μικροαστού, που κυριαρχεί στα προηγούμενα έργα του, υποχωρεί στο «Ύστερα ήλθαν οι μέλισσες» σε μια σκληρή, νατουραλιστική απεικόνιση ενός θεατρικού μπουλουκιού, για το οποίο θα ταίριαζε τέλεια η ονομασία «ζητιάνοι της κοίτης του ποταμού», όπως χαρακτήριζαν περιφρονητικά οι γιαπωνέζοι τους ηθοποιούς του kabuki στην προ Meiji περίοδο (1868). Επανέρχεται όμως μερικά σ’ αυτήν στο «Ο Τούρκος στον κήπο».
Ο Ξανθούλης έχει την οξυδέρκεια να αντιλαμβάνεται ότι το σασπένς αποτελεί το ουσιαστικότερο στοιχείο μιας συναρπαστικής αφήγησης, και γι αυτό φροντίζει να υπάρχει πάντα στα έργα του. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η αναζήτηση ενός παιδικού φίλου του κεντρικού ήρωα, μετά από τριάντα χρόνια, στην «Εποχή των καφέδων», ως μετατεθειμένη (με την ψυχαναλυτική έννοια) αναζήτηση της χαμένης παιδικής αθωότητας. Στο «Ύστερα ήλθαν οι μέλισσες» οικοδομείται έντονο σασπένς σε ένα έργο με αστυνομική πλοκή. Οι διαδοχικές δολοφονίες οδηγούν στην αφηγηματική αναμονή της εύρεσης του δολοφόνου. Η Ματίλντα, μέλος του θιάσου, δολοφονεί τα μέλη του, όταν πια αυτά είναι συνταξιούχοι, εκδικούμενη για τις τραυματικές εμπειρίες που έζησε σ’ αυτόν. Ο μόνος που θα ξεφύγει από τη δολοφονική της μανία είναι ο Στάθης, το μικρό παιδί του θιάσου που ήταν ερωτευμένος μαζί της, και με τον οποίο θα επιδιώξει μια τελευταία συνάντηση.
Και ενώ το σασπένς στο «Ύστερα ήλθαν οι μέλισσες» οικοδομείται σε μια οιονεί αστυνομική ιστορία, στο «Ο Τούρκος στον κήπο» οικοδομείται σε ένα θρίλερ, με άφθονα στοιχεία παραψυχολογίας, που συνιστά μια περίπου επιστροφή στο γκροτέσκο των δύο πρώτων μυθιστορημάτων του Ξανθούλη, του «Μεγάλου θανατικού» και της «Οικογένειας Μπες βγες».
Και αυτό επίσης είναι ένα έργο εκδίκησης. Το φάντασμα του Τοπάλ Γιλντίζ, που στραγγαλίστηκε κατά το έθιμο της αδελφοκτονίας για να μην υπάρχουν δυναστικές έριδες, επιστρέφει ως εκτόπλασμα, καταστρέφοντας τους τελευταίους απογόνους των οσμανλήδων, της αυτοκρατορικής οικογένειας, και όχι μόνο. Δυο παιδιά, ένας έλληνας και ένας τούρκος, λειτουργούν ως «διάμεσα» (medium). Όμως ο Ηλίας, ο έλληνας, μεγάλος πια, πέφτει και ο ίδιος θύμα της εκδικητικής μανίας του στραγγαλισμένου πρίγκιπα, αναζητώντας επίσης τη λύση ενός μυστηρίου της παιδικής του ηλικίας (μιλούσε τούρκικα χωρίς να έχει διδαχθεί αυτή τη γλώσσα), σ’ αυτή την νευρωσική αναζήτηση της παιδικότητας που χαρακτηρίζει όλους τους ήρωες του Ξανθούλη.
Το έργο διακειμενικά παραπέμπει στις «Μεγάλες προσδοκίες» του Ντίκενς, όπου ο Ηλίας είναι ο Πιπ, και η Μερόπη-Ιουστίνη η Μις Χάβισαμ, παίζοντας επίσης το ρόλο του κατάδικου που «επενδύει» στο παιδί, έχοντας «μεγάλες προσδοκίες» γι αυτόν. Και όπως ο Πιπ, ο Ηλίας περνάει την ίδια απογοήτευση (frustration) στη σχέση του με την ανηψιά της Μερόπης-Ιουστίνης. Η ελληνίδα αυτή Μις Χάβισαμ στην πραγματικότητα ήταν τουρκάλα που αλλαξοπίστησε, για να παντρευτεί ένα πλούσιο Έλληνα έμπορο. Το ίδιο και η Ζεϊνέπ, η ελληνίδα που, όπως η Σωσάνα στο ομώνυμο κρητικό τραγούδι ερωτεύτηκε τον Σαλή Μπαχρή, έτσι και αυτή άλλαξε την πίστη της για να παντρευτεί ένα Τούρκο. Μ’ αυτό τον τρόπο θίγεται μυθιστορηματικά και το πρόβλημα της ταυτότητας, που αποτελεί σήμερα κεντρική θεματική στις κοινωνικοανθρωπολογικές έρευνες.
Ο Ξανθούλης, που όπως διαβάσαμε σε συνέντευξή του τελευταία μαθαίνει τούρκικα, χρησιμοποιεί πολλές τουρκικές λέξεις στο έργο. Την ποιητικότητα των λέξεων μιας άλλης γλώσσας, αξίζει να προσθέσουμε παρεκβατικά εδώ, αξιοποιεί στο έπακρο ο Σωτήρης Δημητρίου στο μυθιστόρημά του Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου.
Όμως το κύριο υφολογικό στοιχείο του Ξανθούλη, που από μόνο του του εξασφαλίζει μια κορυφαία θέση στη νεοελληνική γραμματεία, είναι η τολμηρές, «ανοίκειες» μεταφορές του, προϊόν μιας καλπάζουσας φαντασίας, σε φράσεις όπως «βελουδένιες απελπισίες», «εντομοκτόνα σιωπή του δωματίου», «πράσινη αναιδή ευτυχία», κ.λπ. Καθώς όμως έχουμε ασχοληθεί διεξοδικά μ’ αυτές στη μελέτη μας «Αφηγηματικές τεχνικές», δεν χρειάζεται να επεκταθούμε εδώ.
Subscribe to:
Posts (Atom)