Book review, movie criticism

Thursday, May 4, 2017

Scott Hicks, Fallen (Άγγελοι, 2016)

Scott Hicks, Fallen (Άγγελοι, 2016)


Από σήμερα στους κινηματογράφους. 
Ο αγγλικός τίτλος μαζί με τον ελληνικό δίνουν ένα πιο συγκεκριμένο τίτλο: Ξεπεσμένοι άγγελοι. Αυτοί οι άγγελοι ξέπεσαν στη γη γιατί δεν ήθελαν να ανακατευθούν στη διαμάχη ανάμεσα στο Θεό και τον εωσφόρο. Ένας απ’ αυτούς ερωτεύτηκε μια γήινη. Όμως τον ακολουθεί μια κατάρα, η κοπέλα να πεθαίνει στα 17 της μόλις τη φιλήσει. Βέβαια μετενσαρκώνεται μετά από κάποια χρόνια, για να συμβεί ξανά το ίδιο και το ίδιο, για χιλιάδες χρόνια.
  Δεν θα σταματήσει ποτέ αυτό;
  Φυσικά, στο τέλος της ταινίας. Μέχρι να φτάσουμε όμως σ’ αυτό το σημείο συμβαίνουν διάφορα: μαγικά, μαγευτικά, συναρπαστικά, thrillling.

  Θυμόμουνα ότι είχα δει μια παρόμοια ιρανική ταινία, με σχεδόν ίδιο τέλος. Νόμισα ότι ήταν οι «Δυο άγγελοι» (2003) του Mamad Haghighat, όμως δεν ήταν. Αν πέσω πάνω της κάποια στιγμή θα συμπληρώσω κάνοντας edit στην ανάρτηση. 

Joachim Lafosse, After love (L’ économie du couple Όταν τελειώσει ο έρωτας, 2016)

Joachim Lafosse, After love (L’ économie du couple Όταν τελειώσει ο έρωτας, 2016)

 

Από σήμερα στους κινηματογράφους.

  «Ένας χωρισμός» θα ήταν πιο ακριβής τίτλος, και φυσικά μου έφερε στο νου την ταινία του Ασγάρ Φαρχάντι.

  Η ταινία έχει θεατρική σύλληψη και μας παρουσιάζει σκηνές, περισσότερο ή λιγότερο τυπικές, ενός ζευγαριού που βρίσκονται στα πρόθυρα διαζυγίου. Μη τυπική είναι η συμβίωση του ζευγαριού, λόγω οικονομικής στενότητας του συζύγου να βρει καινούρια στέγη. Τυπική είναι η φιλονικία σχετικά με τις οικονομικές διευθετήσεις. Και φυσικά μη τυπικά, ακόμη και κινηματογραφικά, είναι τα δίδυμα κοριτσάκια του ζεύγους. Συνήθως βλέπουμε αγοράκι και κοριτσάκι. Όμως οι σχέσεις των γονιών με τα παιδιά είναι αρκετά τυπικές, δηλαδή οι συνηθισμένες σε τέτοιες περιπτώσεις.  


  Πολύ καλό το παίξιμο των ηθοποιών σε μια ταινία χωρίς τα συνηθισμένα σασπένς, ανατροπές και κορυφώσεις, μια και ο Λαφός έχει σαν στόχο να εικονογραφήσει την κατάσταση που προηγείται του χωρισμού ενός ζευγαριού, ή καλύτερα του διαζυγίου, το οποίο το βλέπουμε μόλις στο τέλος. 

Kim Ki-duk, The net (Geumul, Το δίχτυ, 2016)

Kim Ki-duk, The net (Geumul, Το δίχτυ, 2016)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Ο Ναμ Τσουλ Γου είναι ένας φτωχός βορειοκορεάτης ψαράς. Μια μέρα που πηγαίνει για ψάρεμα το δίχτυ μπλέκεται στη μηχανή της βάρκας με αποτέλεσμα να χαλάσει. Το ρεύμα του ποταμού που χωρίζει τη Βόρεια από τη Νότια Κορέα τον παρασύρει προς τη νότια. Θα συλληφθεί από τις αρχές. Θα αρχίσει η ανάκριση. Μήπως είναι κατάσκοπος; Θα φάει κάμποσες μέχρι να πεισθούν ότι τελικά δεν είναι. Μήπως θα ήθελε να μείνει στον καπιταλιστικό παράδεισο της Νότιας Κορέας, τη χώρα της ελευθερίας; Γιατί να επιστρέψει στη δικτατορία της Βόρειας; Όχι, θέλει να πάει στην οικογένειά του. Θα του σκαρώσουν διάφορα για να πεισθεί, όμως αυτός είναι αμετάπειστος. Έτσι τελικά τον στέλνουν πίσω.
  Εκεί θα περάσει παρόμοια ανάκριση. Α, ώστε για την οικογένειά του έχει επιστρέψει και όχι για τη σοσιαλιστική πατρίδα.
  Ένας νεαρός της ανακριτικής υπηρεσίας της Νότιας Κορέας, πεπεισμένος για την αθωότητά του, θα του συμπαρασταθεί και θα συμβάλει σημαντικά στην απόφαση να τον στείλουν πίσω.
  Ένας διεφθαρμένος υπάλληλος της ανακριτικής υπηρεσίας της Βόρειας Κορέας θα τον στείλει στην οικογένειά του, αφού του υποσχεθεί ότι θα «ξεχάσει» τα δολάρια που κουβαλούσε πάνω του και του τα κατάσχεσε. Οι άλλοι δυο που ήσαν παρόντες θα πάρουν τη μίζα τους.
  Εκτός από την προπαγάνδα που είναι εμφανής, δυο επεισόδια είναι τραβηγμένα από τα μαλλιά. Μα ήταν δυνατόν να μην υποψιαστεί ότι το τραγουδάκι που του ζήτησε ο βορειοκορεάτης κατάσκοπος να μεταφέρει πριν αυτοκτονήσει σε κάποια που δούλευε σε ένα εστιατόριο, ήταν στην πραγματικότητα μήνυμα; Όσο για το τέλος…
  Αλλά αυτό ας μην το αποκαλύψουμε.

  Ο ψαράς αυτός είναι μια ακόμη περίπτωση τραγικού ήρωα που υποφέρει γιατί πέφτει άθελά του στα γρανάζια μιας αδυσώπητης εξουσίας, όπως ο Joseph K. στη «Δίκη» του Κάφκα. Ας δείτε έτσι την ταινία ξεχνώντας την προπαγάνδα.   

Mani Haghighi, A dragon arrives! (Ένας δράκος έρχεται, 2016)

Mani Haghighi, A dragon arrives! (Ένας δράκος έρχεται, 2016)
  

  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Είμαι φαν του ιρανικού κινηματογράφου και έχω δει δυο ακόμη ταινίες του Μάνι Ηαγκίγκι οι οποίες με εντυπωσίασαν. Αυτές είναι οι «Men at work» και «Modest reception». Όμως το «Ένας δράκος έρχεται» μου άρεσε λιγότερο.
  Για ποιο λόγο.
  Δεν μου αρέσει να λύνω αφηγηματικά παζλ, και αυτή η ταινία με τις συνεχείς αναδρομές μού δημιουργούσε μια αμηχανία και μια δυσκολία να παρακολουθήσω την ιστορία στην ευθεία χρονική διαδρομή της (Puzzling yet thoroughly entertaining χαρακτηρίζεται η ταινία σε ένα κείμενο που βρήκα στο διαδίκτυο). Τελικά έκανα μια προσπάθεια να βάλω τα κομμάτια του παζλ στη σωστή θέση ώστε να έχει κάποιο νόημα η ιστορία. Θα σας πω πώς την κατάλαβα.
  Η ταινία ξεκινάει με την ανάκριση του Χαφιζί από τον προϊστάμενό του Τζαχανγκίρι για το τι συνέβη ακριβώς. Και αυτός αφηγείται. Εμείς θα προσθέσουμε ό,τι μάθαμε αργότερα, που δεν θυμάμαι αν περιλαμβάνονται στην αφήγηση του Χαφιζί.
  Το νησί Κεσμ στον περσικό κόλπο ήταν επί σάχη (για σήμερα δεν ξέρω) η περσική Ικαρία. Εκεί στέλνονταν οι πολιτικοί εξόριστοι, συμβιώνοντας με τους ντόπιους. Όμως ένας εξόριστος δεν μένει μαζί τους. Έχει επιλέξει για διαμονή ένα πλοίο που σύρθηκε στη στεριά τον 17ο αιώνα. Σφαγιάστηκαν όλοι οι άνθρωποι που βρίσκονταν σ’ αυτό, πάνω από εκατό άτομα. Θάφτηκαν εκεί κοντά, στο παλιό νεκροταφείο.
  Ο κρατούμενος αυτός αυτοκτόνησε μια μέρα του 1964, αν θυμάμαι καλά. Ο Χαφιζί στέλνεται να διαλευκάνει την  υπόθεση. Και διαπιστώνει ότι δολοφονήθηκε. Γιατί;
  Επιμένει να θαφτεί εκεί, δεν έχει νόημα να τον στείλουν στο νεκροταφείο του χωριού και να καθυστερήσουν. 
  Το βράδυ γίνεται ένας σεισμός, που όμως περιορίζεται στο χώρο του νεκροταφείου. Πώς γίνεται αυτό; Ρωτάνε τους ντόπιους. Αν ταφεί κάποιος εκεί, τη νύχτα ανοίγει τα σαγόνια του και η γη τρέμει. Προλήψεις; Θα το ψάξει.
  Με ένα γεωλόγο και έναν ηχολήπτη θα κάνουν έρευνα. Θα μισθώσουν εργάτες για ανασκαφές. Ένας θα πέσει σε μια τρύπα που ανοίγει ξαφνικά κάτω από τα πόδια του. Όταν τον βγάζουν πάνω αρχίζει να μιλάει γερμανικά, και μετά λέει ότι είδε ένα περίεργο πλάσμα με λέπια.
  Ένα ακόμη «φανταστικό» στην ιστορία;
  Στο υλικό που μας έδωσε η εταιρεία διανομής διαβάζουμε ότι πρόκειται για πραγματικό γεγονός. Μάλιστα αυτό το γεγονός ενέπνευσε τον Χαγκίγκι να γυρίσει την ταινία. Εγώ, με το πρώτο μου βιβλίο να έχει τίτλο «Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα», θα ήμουν ο τελευταίος να το αμφισβητήσω.
  Ξάφνου ακούνε κάτω από το έδαφος φωνές. Ανοίγουν μια καταπακτή. –Ζεστό νερό και την τσάντα μου, φωνάζει ο Χαφιζί.
  Προφανώς πρόκειται για την κοπέλα που είχε εξαφανιστεί από το χωριό και που, προσθέτω στο παζλ, τα είχε με τον εξόριστο αυτόν. Την έχωσε εκεί μέσα ο πατέρας της αφού σκότωσε τον αγαπημένο της. Θα γεννήσει, αλλά θα πεθάνει. Δεν θα την δούμε, θα δούμε μόνο το μωρό, που το αγκαλιάζει με αγάπη ο ηχολήπτης και λέει ότι δεν θα την παρατήσει ποτέ (είναι κοριτσάκι).
  Και έχουμε ένα flash forward, νομίζω σε δυο ή τρία επεισόδια. Βλέπουμε τον σκηνοθέτη να προβάλει μια ταινία του παππού του, του Ebrahim Golestan, το «Brick and mirror» (την έχουμε δει, όπως και την άλλη ταινία μυθοπλασίας του, τη «The ghost valleys treasure mysteries». Οι άλλες ταινίες του είναι ντοκιμαντέρ). Μέσα σε μια βαλίτσα του βρέθηκαν υλικά για μια ταινία που προτίθετο να γυρίσω πάνω σ’ αυτήν την ιστορία από το νησί Κεσμ.
  Η ανάκριση τελειώνει, θα πάρουν τον Χαφιζί και τους άλλους δυο, που κι αυτούς τους είχε ανακρίνει ο Τζαχανγκίρι. Το ερώτημα, και η κατηγορία βέβαια, ήταν γιατί δεν ενημέρωσαν τις αρχές για τα περίεργα που συνάντησαν, αλλά κάθισαν να το ψάξουν μόνοι τους. Ο ηχολήπτης γυρνάει για να πάρει τα γυαλιά του, που τα ξέχασε. Ο ανακριτής τον φωνάζει να υπογράψει κάτι. Κρυφά του χώνει μέσα στο μανίκι (τα χέρια του είναι δεμένα) ένα μαχαίρι, ενώ κάνει την κίνηση του «σου κόβουν το λαιμό», για να καταλάβει ότι θα τους σκοτώσουν. Ανήκουν και οι δυο σε μια αντιπολιτευόμενη σέκτα της μυστικής αστυνομίας, που δίδουν πληροφορίες σε όλες τις αντιπολιτευόμενες στο σάχη παρατάξεις, από τους κομμουνιστές μέχρι τους ισλαμιστές. Το είχαμε ακούσει πιο πριν, αλλά δεν ξέραμε ότι και οι δυο ανήκουν στην ίδια σέκτα.
  Ένα αμάξι μεταφέρει και τους τρεις τους. Ο ηχολήπτης ξέρει ότι τους πάνε για εκτέλεση. Βγάζει με τρόπο από το μανίκι του, αν και με δεμένα τα χέρια, το μαχαίρι και μαχαιρώνει τον φρουρό που κάθεται δίπλα του και αρπάζουν τον οδηγό. Όμως αυτός πριν τον μαχαιρώσουν προλαβαίνει και πυροβολεί, πληγώνοντας θανάσιμα τον Χαφιζί.
  Έχουν ξεχάσει το μωρό, που τους το είχαν πάρει και το είχαν δώσει στον παππού του. Θα γυρίσουν να το πάρουν. Όμως και ο Χαφιζί, βαριά τραυματισμένος, θα πεθάνει. Δεν έχουν καιρό να τον θάψουν. Θα τον αφήσουν στα νερά της θάλασσας, δίπλα.
  Αταίριαστο πάντρεμα θα πει κανείς, το φανταστικό με μια αστυνομική ιστορία που έχει και στοιχεία θρίλερ. Όμως ο Χαγκίγκι το ταίριαξε με τρόπο θαυμαστό. Παρά την αφηγηματική της αμηχανία η ταινία κρατάει σε συνεχή εγρήγορση την προσοχή του θεατή. Όσοι διαβάσατε τις παραπάνω γραμμές και πάτε να δείτε την ταινία θα νοιώσετε λιγότερο αμήχανοι από όσο εγώ μια και ξέρετε χοντρικά την πλοκή, και σίγουρα θα την απολαύσετε. 

  

Rémi Chayé, Tout en haut du monde (Στην κορυφή του κόσμου, 2015)



Rémi Chayé, Tout en haut du monde (Στην κορυφή του κόσμου, 2015)

  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Η Σάσα, ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι από την Πετρούπολη, το σκάει από το σπίτι της το 1982 για να ψάξει να βρει το πλοίο με το οποίο είχε φύγει ο παππούς της για να εξερευνήσει τον Βόρειο Πόλο. Όλοι νομίζουν ότι βυθίστηκε γιατί δεν μπόρεσαν να το βρουν, όμως αυτή πιστεύει ότι ακολούθησε άλλη διαδρομή και ότι κάπου έχει εγκλωβιστεί στους πάγους. Πριν καταφέρει να πείσει έναν πλοίαρχο να πάνε προς αναζήτησή του (η αμοιβή που προσφέρει ο τσάρος, ένα εκατομμύρια ρούβλια, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη) θα ξεχάσει για λίγο την αριστοκρατική της καταγωγή και θα αναγκαστεί να εργαστεί για ένα μήνα σε ένα πανδοχείο σαν σερβιτόρα. Έτσι λοιπόν η εύθραυστη αριστοκράτισσα θα δει πως ζει ο απλός λαός, και δεν θα φανεί καθόλου κατώτερη από τους ναύτες του πλοίου στην αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων. Θα κινδυνεύσουν στην τρικυμία, θα παγιδευτούν στους πάγους, και τελικά το πλοίο θα βυθιστεί. Βέβαια η επιχείρηση θα στεφθεί με επιτυχία (δεν κάνω spoiler, είναι η αφηγηματική αναμονή σε ένα παιδικό έργο), και μπορεί μεν να βούλιαξε το πλοίο τους, όμως γύρισαν με ένα πολύ μεγαλύτερο και καλύτερο, για το οποίο θα εισέπρατταν μια μεγάλη αμοιβή.
  Δεν είμαι φαν των έργων κινουμένων σχεδίων, αλλά αυτό το έργο με έκανε να αλλάξω γνώμη. Οι συναρπαστικές σκηνές του με καθήλωσαν. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που κέρδισε πέντε βραβεία σε τέσσερα φεστιβάλ, ενώ είχε δυο ακόμη υποψηφιότητες.

Nathan Morlando, Mean dreams (Άγρια όνειρα 2016)



Nathan Morlando, Mean dreams (Άγρια όνειρα 2016)
  

  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Πόσο κακός μπορεί να είναι τελικά ένας πατέρας; Εν τάξει, να κτυπάει τη γυναίκα του (δηλαδή τι εντάξει, καθόλου εντάξει) αλλά και την κόρη του; Δεν θα του περνούσε ποτέ από το μυαλό ότι αυτό θα το πλήρωνε πανάκριβα.
  Δεν καλοβλέπει καθόλου τα πάρε δώσε της δεκαεξάχρονης κόρης του, της Sophie Nélisse, με τον δεκαοχτάχρονο Josh Wiggins, γιο του γείτονά του. Και η αντίθεσή του αυτή θα πάρει κάποια στιγμή δραματικές διαστάσεις.
  Και σ’ αυτή την ταινία βλέπουμε το μοτίβο των διεφθαρμένων αστυνομικών. Αυτός είναι ο πατέρας της Sophie και ο αστυνόμος. Ένα εκατομμύριο είναι πολλά λεφτά, θα σκοτώσει ο πατέρας της Σόφι για να τα αποκτήσει. Αργότερα θα μάθουμε ότι στο κόλπο ήταν και ο αστυνόμος.
  Ο Josh που ήταν κρυμμένος στην καρότσα του φορτηγού του πατέρα της Σόφι για να μην τον δει, δεν φανταζόταν ότι θα γινόταν μάρτυρας στους φόνους. Θα πάρει την τσάντα με τα χρήματα που έριξε στην καρότσα ο πατέρας της Σόφι, θα πάρει και τη Σόφι και θα φύγουν. Θέλει να τη γλιτώσει από ένα τέτοιο πατέρα.
  Και αρχίζει η φυγή, που σε λίγο όμως γίνεται καταδίωξη. Θα δούμε πολλά συναρπαστικά επεισόδια. Τους πιάνουν, τους ξεφεύγουν, τους ξαναπιάνουν… Το πιστόλι που αγόρασε ο Josh θα τους σώσει δυο φορές.
  Συναρπαστική περιπέτεια αλλά και τρυφερό ρομάντζο, με το αίσθημα των δυο εφήβων, αλλά και το σεξ, να δηλώνεται με τόσο διακριτικό τρόπο

Monday, May 1, 2017

Γιάννης Καλπούζος, Κάποιοι δεν ξεχνούν ποτέ

Γιάννης Καλπούζος, Κάποιοι δεν ξεχνούν ποτέ, Ψυχογιός 2017, σελ. 205

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Εξαιρετικά διηγήματα ενός εξαίρετου μυθιστοριογράφου

  Μετά το τελευταίο του μυθιστόρημα «Σέρρα, η ψυχή του Πόντου», που τόσο συνάρπασε πόντιους και μη, ο Γιάννης Καλπούζος επανεκδίδει τα διηγήματά του, που εκδόθηκαν το 2002 από τις εκδόσεις «Κέδρος» με τον τίτλο «Μόνο να τους άγγιζα», εμπλουτισμένα με ένα διήγημα και μια παραλογή.
  Στη μικροκλίμακα του διηγήματος διαπιστώνουμε πολύ καλύτερα αυτό που είχαμε διαπιστώσει στα μυθιστορήματά του: την πλούσια φαντασία του. Εδώ μάλιστα αυτή εκφράζεται καλύτερα γιατί του επιτρέπει να παίξει με το φανταστικό και με οριακές καταστάσεις που αιχμαλωτίζουν αμέσως το αναγνωστικό ενδιαφέρον, κάτι που δεν είναι εύκολο στο ιστορικό μυθιστόρημα με το οποίο έχει κυρίως καταπιαστεί. Το «Σάος, παντομίμα φαντασμάτων», κι αυτό σε δεύτερη έκδοση, μυθιστόρημα όχι ιστορικό, δείχνει επίσης την πλούσια φαντασία του με τη σύνθεση μιας σουρεαλιστικής πλοκής.   
  Τα περισσότερα διηγήματά του, ιδιαίτερα αυτά που βρίσκονται στην αρχή, θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε σαν σονάτες για πιάνο και βιολί. Το πιάνο, ο κύριος χαρακτήρας, έρχεται σε επαφή, σε σχέση, σε σύγκρουση, με το βιολί, τον δεύτερο χαρακτήρα. Αν υπάρχουν άλλα πρόσωπα αυτά είναι απλές φιγούρες.
  Στο πρώτο διήγημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή, η παρατημένη από το φίλο της κοπέλα κλείνεται σε μοναστήρι. Προσπαθεί να ξεχάσει. Όμως δεν μπορεί. Ζωγραφίζει την εικόνα του αγαπημένου της σαν να ήταν εικόνισμα. Σουρεαλιστική η πλοκή, εικονογραφεί καίρια το παρακάτω:
  «Αγάπη με ημερομηνία λήξης δεν υπάρχει, τουλάχιστον από τα πριν γραμμένη. Αλλιώς δεν μπορεί να γίνει καν η αρχή» (σελ. 18).
  Και το διήγημα τελειώνει με την ηγουμένη να μονολογεί.
  «Πού ξέρεις, μπορεί να βρεθεί μια μέρα και κάποια που δεν θα ξεχάσει ποτέ» (σελ. 20).
  «Η Λουνέμα» είναι ένα ερωτικό διήγημα, κάτι σαν αντιστροφή του «Η παρθένα και ο τσιγγάνος» του Ντέηβιντ Χέρμπερτ Λώρενς. Αυτή είναι τσιγγάνα.  
  Στον «Κάδο» έχουμε έναν παρατηρητή που βλέπει με έκπληξη κάποιον να τρυπώνει σε ένα κάδο. Μήπως ψάχνει για τροφή;
  Καθόλου. Εξάλλου το διήγημα γράφηκε πριν την κρίση, και τελειώνει με τον αφηγητή να υποθέτει:
  «Γι’ αυτό εκείνος πέταξε τον εαυτό του. Ίσως φοβόταν να βουτήξει από τον τρίτο όροφο» (σελ. 36).
  Το φανταστικό του «Μόνο να τους άγγιζα» που έδωσε τον τίτλο στην πρώτη έκδοση μου θύμισε τον «Πέδρο Πάραμο» του Χουάν Ρούλφο. Οι νεκροί μπορεί να στοιχειώνουν τη φαντασία μας, αλλά και να εμφανίζονται σαν παραισθήσεις.
  Το «Χάντρα χάντρα» μου θύμισε τον παππού μου, τον Γιάννη το Ζωγραφάκη. Όχι, αυτός δεν ήταν ναυτικός αλλά ξενιτεύτηκε στην Αργεντινή, κάπου το 1915. Μήπως έκανε κι αυτός εκεί άλλη οικογένεια; Γιατί κάποια στιγμή ξέχασε τη γιαγιά μου.
  Στη «Βέβηλη επιλογή» έχουμε πάλι έναν άνδρα και μια γυναίκα, σε ένα φρικιαστικό, απροσδόκητο φινάλε.
  Το φανταστικό του «Φιλ» θυμίζει Κάφκα. Ένας άντρας και ένα ποτήρι, ένα ποτήρι που μιλάει.
  Στην «Απόχρωση ονείρου», ένα επίσης σουρεαλιστικό διήγημα, το πιάνο είναι ένας άνθρωπος που αποφάσισε να μπαρκάρει. Δεν υπάρχει βιολί αλλά όργανα ορχήστρας δωματίου, οι άλλοι ναυτικοί. Αντιγράφουμε το παρακάτω, σαν δείγμα ποιητικής γραφής.
  «Και να με τώρα εδώ. Να εμβολίζει η πλώρη τη συμμαχία ουρανού και θάλασσας. Να εισχωρεί στην αμφικτιονία των σαπφείρινων και κυανών εκτάσεων. Να ισορροπεί ανάμεσα στην οροφή του υγρού στοιχείου και στην κάτοψη του σύμπαντος επί γης» (σελ. 75).
  Στο «Αγίασμα» έχουμε πάλι έναν άντρα και μια γυναίκα. Κάποια στιγμή θα γίνουν ζευγάρι, όμως καθόλου τυπικό.
  Ο «Ακινητισμός» είναι και αυτό ένα σουρεαλιστικό διήγημα, που έχει αλληγορικό-σατιρικό χαρακτήρα. Διαβάζουμε:
  «Θυμήθηκα και τον Νταλί που έβγαζε βόλτα έναν αστακό. Ναι, ορισμένα πράγματα δεν πρέπει να τα ξεχνά κανείς ποτέ. Το παράδοξο τέρπει τα βλέμματα και ελκύει την προσοχή» (σελ. 107).
  Προφανώς τον έβγαλε βόλτα με τα πόδια και όχι με το αυτοκίνητό του. Παρεμπιπτόντως, ένας τρόπος να μην ξεχνάς πράγματα που διαβάζεις είναι να τα αντιγράφεις, όπως έκανα εγώ τώρα.
  Στο «Όχι άλλα λάθη» έχουμε πάλι ένα ντούο, με δυο παντρεμένους και χωρισμένους που ζουν στην ίδια πολυκατοικία. Αμφιθυμικές σχέσεις τους χαρακτηρίζουν. Στο τέλος θα βρουν τρόπο να καταπολεμήσουν τη μοναξιά τους, όχι όμως πριν βρεθούν και οι δυο στο νοσοκομείο. Αντιγράφουμε την ατάκα:
 «…και μόνο να έχει κάποιος να περιμένει κάτι είναι λόγος να κρατηθεί στη ζωή» (σελ. 116).
  Ακόμη και τον Γκοντό.
  «Ο γκρεμός» είναι πολυφωνικό, με έναν όμως κεντρικό ήρωα. Συναρπαστικά εγκιβωτισμένα επεισόδια και ανατροπές το κάνουν από τα κορυφαία της συλλογής. Θα μπορούσα να το φανταστώ γυρισμένο σε ταινία, ακόμη και μεγάλου μήκους. Εγώ πέταξα την ιδέα, ελπίζω να βρεθεί κάποιος.
  Στη «Βαβυλωνία εξουσιών» έχουμε πάλι μια μεγάλη ανατροπή. Τώρα που το σκέφτομαι, Γιάννη, μήπως θα έπρεπε να ασχοληθείς και με το σενάριο;
  «Το στοίχημα» είναι επίσης ένα σουρεαλιστικό διήγημα. Εδώ έχουμε πιάνο και έξι άλλα όργανα, τους έξι φίλους του κεντρικού ήρωα με τους οποίους στοιχηματίζει. Και πάντα κερδίζει. Όχι για το ποια ομάδα θα κερδίσει αλλά, να αναφέρουμε ένα από τα στοιχήματα, να κάνει ένα μήνα χωρίς να μιλήσει.
  «Στο τρίτο φλας» έχουμε μια πρωτότυπη αυτοκτονία. Συναρπαστικό και αυτό. Θυμήθηκα ένα βιβλίο, ενός ιταλού, που αναφερόταν σε πρωτότυπους τρόπους αυτοκτονίας. Στην κριτική που διάβασα γι’ αυτό μου έμεινε το παρακάτω.
  Ένας πάμπλουτος καλεί τους φίλους του σε ρεβεγιόν. Τους ξεναγεί στον κήπο του, όπου βρίσκεται ένα κλουβί με ένα λιοντάρι. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους ανοίγει την πόρτα του κλουβιού και μπαίνει μέσα. Το λιοντάρι τον κατασπάραξε. Το είχε αφήσει για μέρες νηστικό.
  Τα ιταλικά μου είναι καλά, είπα να το αγοράσω αλλά μετάνιωσα. Άσε λέω, να μη μου μπαίνουν ιδέες.
  Τι γίνεται όταν συναντάς κάποιον που κάπου τον ξέρεις, όμως δεν θυμάσαι πού, και ξαφνικά θυμάσαι, και η ανάμνηση που έχεις είναι εντελώς δυσάρεστη; Αυτή είναι η περίπτωση ενός από τους δυο ήρωες στο «Κακές συνήθειες».
  Διαβάζουμε:
  «Άμα ο άλλος θέλει κάτι κι εσύ δε θέλεις τίποτα, πάντα βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση. Στέκει ένα σκαλί παραπάνω από σένα κι έτσι σου επιβάλλεται» (σελ 180).
  Θα το έχετε περάσει.
  Το «Αυξομειώσεις» εικονογραφεί τους γνωστούς στίχους «Μην απελπίζεσαι, και δεν θ’ αργήσει, κοντά σου θα ’ρθει μια χαραυγή, καινούργια αγάπη να σου ζητήσει, κάνε λιγάκι υπομονή».
  Από αυτό αντιγράφουμε την παρομοίωση:
  «Έτρεχα σαν τους πολιτικούς πίσω από τις κάμερες, μην τύχει και ρίξει απάνω μου το βλέμμα της» (σελ. 186-187).
  Από το τελευταίο διήγημα, το «Κάστρο του παράλογου», που κάτι μου λέει ότι είναι το διήγημα που προστέθηκε, αντιγράφω:
  «Βελόνι που καρφώθηκε στο κορμί, κυλά στις φλέβες κι όλο το μαγνητίζει η καρδιά. Να της φέρει κάποτε το θάνατο» (σελ. 194).
  Από τις προειδοποιήσεις της μητέρας μου: «κοίταξε μη σου καρφώσει βελόνα». Ήμουν τρομοκρατημένος στα παιδικά μου χρόνια με αυτή την προειδοποίηση.
  Μετά τον de profundis επίλογο ακολουθεί η παραλογή. Μιλάει για ένα «ματωμένο γάμο». Και ενώ στον Καλπούζο ρέει ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος (παραθέτουμε παρακάτω αυτούς που εντοπίσαμε), εδώ χρησιμοποιεί τον ελεύθερο στίχο.
  Ευφάνταστος, πληθωρικός, ποιητικός, πρωτότυπος, είναι κρίμα που ο Καλπούζος εγκατέλειψε ολότελα το διήγημα για χάρη του μυθιστορήματος. Ελπίζουμε να επανέλθει.
  Και, όπως πάντα (ή σχεδόν πάντα) ακολουθούν οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι.

Τα χέρια της ζωγράφιζαν ξανά το πρόσωπό του (σελ. 10)
Να δένεσαι, να λύνεσαι, κι όλο δεμένος να ’σαι (σελ. 26)
Μονάχος του αν θα πεταχτεί, όχι να τον τραβήξουν (σελ. 35)
Κι είχε αδειάσει μέσα μου το φορτηγό του κόσμου (σελ. 53)
Χόρευα στο δωμάτιο αντάμα με αγγέλους (σελ. 53)
Χαμήλωσε η οροφή, χτύπησα στο ταβάνι (σελ. 53)
Φαλλοί αιωνίως κυνηγοί, μα και κυνηγημένοι (σελ. 61)
Αν και ασκούσα πάνω του απόλυτη εξουσία (σελ. 68)
Και ξαφνικά μια αναλαμπή σάρωσε το γυαλί του (σελ. 70)
Απ’ το μπαλκόνι μου έβλεπα μονάχα ένα κλάσμα (σελ. 75)
Ακαριαία τινάχτηκα και πάλι προς τα πάνω (σελ. 78)
Είχε απλωθεί στη γειτονιά κι όλη τη συνοικία (σελ. 91)
Πήρα πάλι τη θέση μου στο κέντρο της πλατείας (σελ. 105)
Στον Άγιο Ιλάριο, στον φύλακα άγγελό μου (σελ. 119)
Τρία μερόνυχτα σχεδόν στην κορυφή της ράχης (σελ. 127)
Του έδειξα τα δόντια μου κι έπιασα να γαβγίζω (σελ. 142)
Τίποτα δε μου θύμιζε κι έκανα μια γκριμάτσα (σελ. 179)
Το χέρι της στο στέρνο μου κι έψαχνε την καρδιά μου (σελ. 189)
Νερό που εξατμίζεται και εξάτμιση του χρόνου (σελ. 197)

Κι ένας ανάπαιστος: Κουβαλούσα το ασήκωτο βάρος του πόθου (σελ. 53).
Κι ένας αμφίβραχυς: Οι άλλοι μου είχαν κολλήσει ευθύς εξαρχής (σελ. 76)
Και ένας τροχαίος: Όλα χάρη σε ένα γράμμα (σελ. 120)

Μπάμπης Δερμιτζάκης