F.Scott Fitzgerald, Γκάτσμπυ (μετ. Δ.Π.Κωστελένος), Αθήνα χχ, Γκοβόστης, σελ. 188
Θυμάμαι την ταινία όταν παίχτηκε το 1973, με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ και την Μία Φάροου. Το ίδιο και το βιβλίο, όταν κυκλοφόρησε σε Βίπερ. Το βιβλίο δεν το διάβασα, και νομίζω δεν είδα ούτε την ταινία.
Την ταινία την είδα τώρα, αφού διάβασα το βιβλίο. Καλογυρισμένη, το ακολουθεί σχεδόν κατά πόδας. Το βιβλίο είχα αποφασίσει να το διαβάσω για να διαβάσω στη συνέχεια το δεύτερο μέρος από το βιβλίο της Αζάρ Ναφισί «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη» (το τέλειωσα χθες και συμπλήρωσα την ανάρτηση που είχα κάνει πριν τριάμισι χρόνια) που έχει ακριβώς αυτό τον τίτλο: Γκάτσμπυ.
Πριν καταπιαστώ με το βιβλίο θέλω πρώτα να πω δυο πραγματάκια. Με μια αγαπητή φίλη εκφράσαμε ζήλεια που κάποιοι συγγραφείς πουλούν πάρα πολύ, και έχουν κάνει περιουσία από τα βιβλία τους. Με άλλη αγαπητή φίλη μιλάγαμε για τη συμβουλή που της έδωσε κοινός μας φίλος: να γράψει ιστορικό μυθιστόρημα, είναι πιασάρικο. Και σκέφτηκα εγώ: Γιατί η Λολίτα του Ναμπόκοφ είχε τέτοια τεράστια κυκλοφορία; Μήπως επειδή το θέμα της είναι πιασάρικο;
Για να καταλήξω στο συμπέρασμα: Το ύφος στην πεζογραφία καταποντίζεται μπροστά στο στόρι, την πλοκή. Εκείνοι οι συγγραφείς που θέσανε σε πρώτο πλάνο το ύφος, οι μοντερνιστές, εκτιμώνται αφάνταστα από τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας, είναι στον κανόνα, όμως πόσοι τους διαβάζουν; Και προ παντός, πόσοι τους μιμούνται σήμερα; Είναι πολλαπλάσιοι εκείνοι που έχουν τον Οδυσσέα του Τζόυς στη βιβλιοθήκη τους χωρίς να τον έχουν ανοίξει σε σχέση με αυτούς που τον έχουν διαβάσει (εγώ βρίσκομαι ενδιάμεσα. Διάβασα το μισό πριν πολλά χρόνια για να διαβάσω τον υπόλοιπο στην ωριμότητα. Νομίζω είναι τώρα καιρός. Όμως έχω διαβάσει Προυστ και Βιρτζίνια Γουλφ). Τα γράφω όλα αυτά γιατί τώρα που θα γίνω συνταξιούχος έχω την ευγενή φιλοδοξία να γράψω μυθιστόρημα. Με το διήγημα από ό,τι φάνηκε τα κουτσοκαταφέραμε. Και αντιμετωπίζω το μεγάλο πρόβλημα: να επινοήσω ένα τραβηχτικό στόρι. Σαν εκείνο στο μυθιστόρημα που έγραψα πριν είκοσι χρόνια, αλλά που προς το παρόν είναι ανέκδοτο.
Το στόρι του Γκάτσμπυ πιστεύω ότι είναι ιδιαίτερα τραβηχτικό. Ένας μεγαλοαστός με αψεγάδιαστο παρελθόν (ήρωας πολέμου) αλλά με ύποπτο παρόν (μάλλον ασχολείται με ναρκωτικά, έχει σχέσεις με τον υπόκοσμο) κάνει τα αδύνατα δυνατά να τα ξαναφτιάξει με μια παλιά του αγάπη, με την οποία είχε χωρίσει πριν πέντε χρόνια. Αλλά τη συνέχεια θα τη μάθετε καθώς θα σχολιάζουμε το έργο.
Ο Νικ ο αφηγητής είναι ετεροδιηγητικός, αφηγείται την ιστορία του Γκάτσμπυ, αλλά δεν είναι απλώς αφηγητής-μάρτυρας, αφού εμπλέκεται και ο ίδιος στην ιστορία (η μεγάλη αγάπη του Γκάτσμπυ, η Νταίζη, είναι εξαδέλφη του, και με τη βοήθειά του ο Γκάτσμπυ επανασυνδέεται μαζί της). Απομονώνω φράσεις που έχει πει ο Νικ που δίνουν τα ερμηνευτικά κλειδιά για την κατανόηση –μήπως είναι καλύτερα να πω την ερμηνεία; - του έργου.
«Τριάντα χρονών (είναι ο αφηγητής), η υπόσχεση για μια δεκαετία μοναξιάς. Ένας κατάλογος από εργένηδες που ήξερα, να λιγοστεύει, ένα απόθεμα ενθουσιασμού ν’ αδυνατίζει, μαλλιά να αραιώνουν. Αλλά ήταν η Τζόρνταν (φίλη της Νταίζη και φίλη του Νικ) πλάι μου που αντίθετα απ’ τη Νταίζη, ήταν πολύ συνετή για να κουβαλά μαζί της κι από εποχή σε εποχή καλοξεχασμένα όνειρα (καλοδιατηρημένα θα έλεγα εγώ)» (σελ. 143). Όμως αυτός που κουβαλάει τα όνειρα αυτά σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό είναι ο Γκάτσμπυ. Η Νταίζη δεν κουβαλάει καθόλου όνειρα, όταν ξανασυναντάει τον Γκάτσμπυ είναι που ζωντανεύουν οι αναμνήσεις της, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να αποφασίσει να παρατήσει τον άντρα της και να πάει με τον Γκάτσμπυ (παρόλο που μας την παρουσιάζει ο Φίτζεραλντ σαν κοκέτα με ένα σωρό «μνηστήρες» όταν γνώρισε τον Γκάτσμπυ, κάνοντάς μας να σκεφτούμε «μα πού πήγε ο φουκαράς κι έμπλεξε», δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη ότι αποφάσισε να πάει μαζί του για τα λεφτά του).
Στο παραπάνω απόσπασμα υπάρχουν οι δυο λέξεις-κλειδιά: μοναξιά και όνειρα. Τα bold είναι δικά μου.
Όμως δεν είναι όνειρα που αναφέρονται στο μέλλον, όπως να κερδίσω το λαχείο, να γίνω μεγάλος συγγραφέας, να γίνω χαλίφης στη θέση του χαλίφη, όχι, αναφέρονται στο παρελθόν, στην επανάκτηση μιας χαμένης αγάπης.
Αυτός ο φετιχισμός με το παρελθόν νομίζω ότι έχει τη βάση του σε μια αρχή της οικονομίας που εκφράζεται και στην ψυχολογία του κάθε ανθρώπου. Όσο πιο σπάνιο είναι ένα προϊόν τόσο μεγαλύτερη είναι η ανταλλακτική του αξία (δεν σπούδασα οικονομία, είναι κατάλοιπα από τα μαρξιστικά διαβάσματα της εφηβείας μου). Και το παρελθόν έχει απόλυτη αξία, γιατί απλούστατα είναι παρελθόν, έχει φύγει, δεν το έχουμε πια, όπως ένα πολύτιμο κόσμημα που μας το έκλεψαν και δεν πουλιέται πουθενά για να το αγοράσουμε.
Αυτό είναι το ένα. Το άλλο είναι μια ψυχολογική στάση με μεγάλη αξία επιβίωσης (αυτός ο όρος είναι από τα διαβάσματά μου της βιολογίας). Η στάση αυτή είναι να σκεφτόμαστε τα καλά του παρελθόντος ξεχνώντας τις ζοφερές του πλευρές, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με το παρόν, που μόνο τα κακά του σκεφτόμαστε, όχι τα καλά του. Η αξία επιβίωσης έγκειται στο ότι έτσι θα αγωνιστούμε να ξεπεράσουμε τα κακά (να διώξουμε το ΔΝΤ κ.λπ) αντί να επιχαιρόμαστε με τα καλά που έχουμε (και που τα εξέθεσε σε ένα κείμενό του ο Γιάννης Ξανθούλης που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο, όπως έναν πιο ανθρώπινο και υγιεινό τρόπο ζωής, και άλλα που δεν τα θυμάμαι). Το να αναπολούμε τα καλά του παρελθόντος –για τα κακά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα- λειτουργεί σαν το καλό κρασί, σαν το καλής ποιότητας χασίσι κ.λπ, δηλαδή ασκεί μια παρηγορητική επίδραση πάνω μας, που είναι ακόμη πιο παρηγορητική όταν συνοδεύεται με την ελπίδα ότι αυτό το παρελθόν θα το συναντήσουμε σε έναν απωλεσθέντα παράδεισο μετά θάνατο.
Έκανα όλη αυτή τη δοκιμιακή παρέκβαση για να γίνει πιο κατανοητή η τελευταία παράγραφος του έργου: «Έτσι πάντα αγωνιζόμαστε κόντρα στο ρεύμα, που μας ρίχνει αδιάκοπα πίσω, στο παρελθόν». Το ρεύμα είναι οι καθέξεις μας στο παρελθόν που θα θέλαμε να ξεπεράσουμε. Ο Γκάτσμπι όμως δεν αγωνίστηκε, αφέθηκε να τον παρασύρει το ρεύμα.
Αποτελεί εξαίρεση. Ο κανόνας ποιος είναι; Ένας άνθρωπος του είδους του δεν θα κόλλαγε σε μια παλιά του αγάπη. Αντίθετα, η παλιά του αγάπη θα κόλλαγε σ’ αυτόν. Με τα λεφτά που έχει θα άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα. Αλλά ο Φίτζεραλντ δεν θέλει να μας παρουσιάσει έναν τυπικό ήρωα αλλά έναν αποκλίνοντα, ακριβώς για να τονίσει το κύριο θέμα που τον απασχολεί, που είναι η μοναξιά.
Όχι τόσο η ψυχολογική όσο η μεταφυσική. Σε κανένα σημείο του έργου δεν μας λέει ο Φίτζεραλντ πώς νοιώθει ο ήρωάς του, απλά υποπτευόμαστε πώς νοιώθει με το να μας τον παρουσιάζει να παρακολουθεί από μακριά τα πλούσια πάρτι του – ένας σωρός κόσμος πηγαίνει απρόσκλητος σ’ αυτά- χωρίς ο ίδιος να συμμετέχει. Με αυτά τα πάρτι προφανώς προσπαθούσε να καταπολεμήσει τη μοναξιά του.
Και η μεταφυσική μοναξιά;
Ο άντρας της ερωμένης του άντρα της Νταίζη τον σκοτώνει πυροβολώντας τον, νομίζοντας ότι αυτός παρέσυρε με το αμάξι του τη γυναίκα του και τη σκότωσε, ενώ στην πραγματικότητα ήταν η Νταίζη που οδηγούσε. Ο Νικ τηλεφωνεί σε ένα σωρό κόσμο για την κηδεία, και φυσικά στη Νταίζη. Είναι και εκείνη η ανθρωπομάζα που συμμετείχε στα πάρτι του.
(Στην κηδεία του) «Ο παπάς κοίταξε πολλές φορές το ρολόι του, γι' αυτό τον πήρα κατά μέρος και του ζήτησα να περιμένει μισή ώρα. Μα κι αυτό ήταν ανώφελο. Κανένας δεν ήρθε» (σελ. 181, πάλι τα bold δικά μου).
Έτσι ερμηνεύεται η λίστα (δεν θυμάμαι να την ανέφερε το Ουμπέρτο Έκο στο βιβλίο του «Η ομορφιά της λίστας» που παρουσιάσαμε πρόσφατα), η λίστα των ανθρώπων αυτών που μαζεύονταν στα πάρτι του, τρεις ολόκληρες σελίδες που απαρτίζουν το τέταρτο κεφάλαιο, το οποίο τελειώνει: «Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έρχονταν στο σπίτι του Γκάτσμπυ εκείνο το καλοκαίρι» (σελ. 68). Από όλο αυτό τον κόσμο κανείς δεν ήλθε στην κηδεία.
Έχω ξανακούσει τη φράση, την ψάχνω στο διαδίκτυο και τη βρίσκω ενσωματωμένη σε ένα ποίημα της Εύας Ομηρόλη. Κάνω αντιγραφή και επικόλληση το σχετικό απόσπασμα.
Μόνοι γεννιόμαστε, μονοι πεθαίνουμε
και τίποτα δεν μας μένει πέρα απο τις στιγμές που ζήσαμε.
Τις όμορφες .
Όλες εκείνες που ξεπέρασαν για λίγο την μιζέρια και την θλίψη, όλες εκείνες που ταυτίστηκαν μαζί μας, που ανήκουν πια μόνο σε μας.
(Παρεμπιπτόντως: εσείς που γράφετε στο διαδίκτυο, βάζετε και κανένα τόνο). [τους πρόσθεσα τώρα, για την ανάρτηση στην Υψηλή Λογοτεχνία].
Πάλι περάσαμε τις δυο σελίδες, ελπίζω να επανέλθω κάποια στιγμή στον Φίτζεραλντ με το «Τρυφερή είναι η νύχτα». Το έχω στην Κρήτη.
Θυμάμαι την ταινία όταν παίχτηκε το 1973, με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ και την Μία Φάροου. Το ίδιο και το βιβλίο, όταν κυκλοφόρησε σε Βίπερ. Το βιβλίο δεν το διάβασα, και νομίζω δεν είδα ούτε την ταινία.
Την ταινία την είδα τώρα, αφού διάβασα το βιβλίο. Καλογυρισμένη, το ακολουθεί σχεδόν κατά πόδας. Το βιβλίο είχα αποφασίσει να το διαβάσω για να διαβάσω στη συνέχεια το δεύτερο μέρος από το βιβλίο της Αζάρ Ναφισί «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη» (το τέλειωσα χθες και συμπλήρωσα την ανάρτηση που είχα κάνει πριν τριάμισι χρόνια) που έχει ακριβώς αυτό τον τίτλο: Γκάτσμπυ.
Πριν καταπιαστώ με το βιβλίο θέλω πρώτα να πω δυο πραγματάκια. Με μια αγαπητή φίλη εκφράσαμε ζήλεια που κάποιοι συγγραφείς πουλούν πάρα πολύ, και έχουν κάνει περιουσία από τα βιβλία τους. Με άλλη αγαπητή φίλη μιλάγαμε για τη συμβουλή που της έδωσε κοινός μας φίλος: να γράψει ιστορικό μυθιστόρημα, είναι πιασάρικο. Και σκέφτηκα εγώ: Γιατί η Λολίτα του Ναμπόκοφ είχε τέτοια τεράστια κυκλοφορία; Μήπως επειδή το θέμα της είναι πιασάρικο;
Για να καταλήξω στο συμπέρασμα: Το ύφος στην πεζογραφία καταποντίζεται μπροστά στο στόρι, την πλοκή. Εκείνοι οι συγγραφείς που θέσανε σε πρώτο πλάνο το ύφος, οι μοντερνιστές, εκτιμώνται αφάνταστα από τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας, είναι στον κανόνα, όμως πόσοι τους διαβάζουν; Και προ παντός, πόσοι τους μιμούνται σήμερα; Είναι πολλαπλάσιοι εκείνοι που έχουν τον Οδυσσέα του Τζόυς στη βιβλιοθήκη τους χωρίς να τον έχουν ανοίξει σε σχέση με αυτούς που τον έχουν διαβάσει (εγώ βρίσκομαι ενδιάμεσα. Διάβασα το μισό πριν πολλά χρόνια για να διαβάσω τον υπόλοιπο στην ωριμότητα. Νομίζω είναι τώρα καιρός. Όμως έχω διαβάσει Προυστ και Βιρτζίνια Γουλφ). Τα γράφω όλα αυτά γιατί τώρα που θα γίνω συνταξιούχος έχω την ευγενή φιλοδοξία να γράψω μυθιστόρημα. Με το διήγημα από ό,τι φάνηκε τα κουτσοκαταφέραμε. Και αντιμετωπίζω το μεγάλο πρόβλημα: να επινοήσω ένα τραβηχτικό στόρι. Σαν εκείνο στο μυθιστόρημα που έγραψα πριν είκοσι χρόνια, αλλά που προς το παρόν είναι ανέκδοτο.
Το στόρι του Γκάτσμπυ πιστεύω ότι είναι ιδιαίτερα τραβηχτικό. Ένας μεγαλοαστός με αψεγάδιαστο παρελθόν (ήρωας πολέμου) αλλά με ύποπτο παρόν (μάλλον ασχολείται με ναρκωτικά, έχει σχέσεις με τον υπόκοσμο) κάνει τα αδύνατα δυνατά να τα ξαναφτιάξει με μια παλιά του αγάπη, με την οποία είχε χωρίσει πριν πέντε χρόνια. Αλλά τη συνέχεια θα τη μάθετε καθώς θα σχολιάζουμε το έργο.
Ο Νικ ο αφηγητής είναι ετεροδιηγητικός, αφηγείται την ιστορία του Γκάτσμπυ, αλλά δεν είναι απλώς αφηγητής-μάρτυρας, αφού εμπλέκεται και ο ίδιος στην ιστορία (η μεγάλη αγάπη του Γκάτσμπυ, η Νταίζη, είναι εξαδέλφη του, και με τη βοήθειά του ο Γκάτσμπυ επανασυνδέεται μαζί της). Απομονώνω φράσεις που έχει πει ο Νικ που δίνουν τα ερμηνευτικά κλειδιά για την κατανόηση –μήπως είναι καλύτερα να πω την ερμηνεία; - του έργου.
«Τριάντα χρονών (είναι ο αφηγητής), η υπόσχεση για μια δεκαετία μοναξιάς. Ένας κατάλογος από εργένηδες που ήξερα, να λιγοστεύει, ένα απόθεμα ενθουσιασμού ν’ αδυνατίζει, μαλλιά να αραιώνουν. Αλλά ήταν η Τζόρνταν (φίλη της Νταίζη και φίλη του Νικ) πλάι μου που αντίθετα απ’ τη Νταίζη, ήταν πολύ συνετή για να κουβαλά μαζί της κι από εποχή σε εποχή καλοξεχασμένα όνειρα (καλοδιατηρημένα θα έλεγα εγώ)» (σελ. 143). Όμως αυτός που κουβαλάει τα όνειρα αυτά σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό είναι ο Γκάτσμπυ. Η Νταίζη δεν κουβαλάει καθόλου όνειρα, όταν ξανασυναντάει τον Γκάτσμπυ είναι που ζωντανεύουν οι αναμνήσεις της, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να αποφασίσει να παρατήσει τον άντρα της και να πάει με τον Γκάτσμπυ (παρόλο που μας την παρουσιάζει ο Φίτζεραλντ σαν κοκέτα με ένα σωρό «μνηστήρες» όταν γνώρισε τον Γκάτσμπυ, κάνοντάς μας να σκεφτούμε «μα πού πήγε ο φουκαράς κι έμπλεξε», δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη ότι αποφάσισε να πάει μαζί του για τα λεφτά του).
Στο παραπάνω απόσπασμα υπάρχουν οι δυο λέξεις-κλειδιά: μοναξιά και όνειρα. Τα bold είναι δικά μου.
Όμως δεν είναι όνειρα που αναφέρονται στο μέλλον, όπως να κερδίσω το λαχείο, να γίνω μεγάλος συγγραφέας, να γίνω χαλίφης στη θέση του χαλίφη, όχι, αναφέρονται στο παρελθόν, στην επανάκτηση μιας χαμένης αγάπης.
Αυτός ο φετιχισμός με το παρελθόν νομίζω ότι έχει τη βάση του σε μια αρχή της οικονομίας που εκφράζεται και στην ψυχολογία του κάθε ανθρώπου. Όσο πιο σπάνιο είναι ένα προϊόν τόσο μεγαλύτερη είναι η ανταλλακτική του αξία (δεν σπούδασα οικονομία, είναι κατάλοιπα από τα μαρξιστικά διαβάσματα της εφηβείας μου). Και το παρελθόν έχει απόλυτη αξία, γιατί απλούστατα είναι παρελθόν, έχει φύγει, δεν το έχουμε πια, όπως ένα πολύτιμο κόσμημα που μας το έκλεψαν και δεν πουλιέται πουθενά για να το αγοράσουμε.
Αυτό είναι το ένα. Το άλλο είναι μια ψυχολογική στάση με μεγάλη αξία επιβίωσης (αυτός ο όρος είναι από τα διαβάσματά μου της βιολογίας). Η στάση αυτή είναι να σκεφτόμαστε τα καλά του παρελθόντος ξεχνώντας τις ζοφερές του πλευρές, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με το παρόν, που μόνο τα κακά του σκεφτόμαστε, όχι τα καλά του. Η αξία επιβίωσης έγκειται στο ότι έτσι θα αγωνιστούμε να ξεπεράσουμε τα κακά (να διώξουμε το ΔΝΤ κ.λπ) αντί να επιχαιρόμαστε με τα καλά που έχουμε (και που τα εξέθεσε σε ένα κείμενό του ο Γιάννης Ξανθούλης που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο, όπως έναν πιο ανθρώπινο και υγιεινό τρόπο ζωής, και άλλα που δεν τα θυμάμαι). Το να αναπολούμε τα καλά του παρελθόντος –για τα κακά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα- λειτουργεί σαν το καλό κρασί, σαν το καλής ποιότητας χασίσι κ.λπ, δηλαδή ασκεί μια παρηγορητική επίδραση πάνω μας, που είναι ακόμη πιο παρηγορητική όταν συνοδεύεται με την ελπίδα ότι αυτό το παρελθόν θα το συναντήσουμε σε έναν απωλεσθέντα παράδεισο μετά θάνατο.
Έκανα όλη αυτή τη δοκιμιακή παρέκβαση για να γίνει πιο κατανοητή η τελευταία παράγραφος του έργου: «Έτσι πάντα αγωνιζόμαστε κόντρα στο ρεύμα, που μας ρίχνει αδιάκοπα πίσω, στο παρελθόν». Το ρεύμα είναι οι καθέξεις μας στο παρελθόν που θα θέλαμε να ξεπεράσουμε. Ο Γκάτσμπι όμως δεν αγωνίστηκε, αφέθηκε να τον παρασύρει το ρεύμα.
Αποτελεί εξαίρεση. Ο κανόνας ποιος είναι; Ένας άνθρωπος του είδους του δεν θα κόλλαγε σε μια παλιά του αγάπη. Αντίθετα, η παλιά του αγάπη θα κόλλαγε σ’ αυτόν. Με τα λεφτά που έχει θα άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα. Αλλά ο Φίτζεραλντ δεν θέλει να μας παρουσιάσει έναν τυπικό ήρωα αλλά έναν αποκλίνοντα, ακριβώς για να τονίσει το κύριο θέμα που τον απασχολεί, που είναι η μοναξιά.
Όχι τόσο η ψυχολογική όσο η μεταφυσική. Σε κανένα σημείο του έργου δεν μας λέει ο Φίτζεραλντ πώς νοιώθει ο ήρωάς του, απλά υποπτευόμαστε πώς νοιώθει με το να μας τον παρουσιάζει να παρακολουθεί από μακριά τα πλούσια πάρτι του – ένας σωρός κόσμος πηγαίνει απρόσκλητος σ’ αυτά- χωρίς ο ίδιος να συμμετέχει. Με αυτά τα πάρτι προφανώς προσπαθούσε να καταπολεμήσει τη μοναξιά του.
Και η μεταφυσική μοναξιά;
Ο άντρας της ερωμένης του άντρα της Νταίζη τον σκοτώνει πυροβολώντας τον, νομίζοντας ότι αυτός παρέσυρε με το αμάξι του τη γυναίκα του και τη σκότωσε, ενώ στην πραγματικότητα ήταν η Νταίζη που οδηγούσε. Ο Νικ τηλεφωνεί σε ένα σωρό κόσμο για την κηδεία, και φυσικά στη Νταίζη. Είναι και εκείνη η ανθρωπομάζα που συμμετείχε στα πάρτι του.
(Στην κηδεία του) «Ο παπάς κοίταξε πολλές φορές το ρολόι του, γι' αυτό τον πήρα κατά μέρος και του ζήτησα να περιμένει μισή ώρα. Μα κι αυτό ήταν ανώφελο. Κανένας δεν ήρθε» (σελ. 181, πάλι τα bold δικά μου).
Έτσι ερμηνεύεται η λίστα (δεν θυμάμαι να την ανέφερε το Ουμπέρτο Έκο στο βιβλίο του «Η ομορφιά της λίστας» που παρουσιάσαμε πρόσφατα), η λίστα των ανθρώπων αυτών που μαζεύονταν στα πάρτι του, τρεις ολόκληρες σελίδες που απαρτίζουν το τέταρτο κεφάλαιο, το οποίο τελειώνει: «Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έρχονταν στο σπίτι του Γκάτσμπυ εκείνο το καλοκαίρι» (σελ. 68). Από όλο αυτό τον κόσμο κανείς δεν ήλθε στην κηδεία.
Έχω ξανακούσει τη φράση, την ψάχνω στο διαδίκτυο και τη βρίσκω ενσωματωμένη σε ένα ποίημα της Εύας Ομηρόλη. Κάνω αντιγραφή και επικόλληση το σχετικό απόσπασμα.
Μόνοι γεννιόμαστε, μονοι πεθαίνουμε
και τίποτα δεν μας μένει πέρα απο τις στιγμές που ζήσαμε.
Τις όμορφες .
Όλες εκείνες που ξεπέρασαν για λίγο την μιζέρια και την θλίψη, όλες εκείνες που ταυτίστηκαν μαζί μας, που ανήκουν πια μόνο σε μας.
(Παρεμπιπτόντως: εσείς που γράφετε στο διαδίκτυο, βάζετε και κανένα τόνο). [τους πρόσθεσα τώρα, για την ανάρτηση στην Υψηλή Λογοτεχνία].
Πάλι περάσαμε τις δυο σελίδες, ελπίζω να επανέλθω κάποια στιγμή στον Φίτζεραλντ με το «Τρυφερή είναι η νύχτα». Το έχω στην Κρήτη.
No comments:
Post a Comment